Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης 2022: Ένα ποίημα για την Ειρήνη
ΠΑΨΑΝ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΠΙΑ…
Πάψαν τα λόγια πια ν’ αποτελούν χρησμούς/Οι δυνατοί οι στίχοι προφητείες/Μες στην τερπνή ζωή σε ποθητή γαλήνη/
Μας χάιδευε το μέτωπο η ωραία Ειρήνη/Τα ευτυχισμένα πρόσωπα περίσσεψαν/Τα δροσερά παιδάκια έπαιζαν στους δρόμους/
Ερωτευμένα πουλιά τραγουδούσαν στον ουρανό./Τώρα διδάσκουν στα σχολεία την εποχή των αγενών μετάλλων./Τα φριχτά εγκλήματα που οι πρόγονοί τους διαπράξαν/Τις ακατανόητες πράξεις μας τα ηλίθια έργα τέχνης/Τους ανάπηρους αιώνες της γήινης προϊστορίας./Τεράστιο άσπρο περιστέρι με μαρμαρωμένο χαμόγελο/Άπλωσε τις φτερούγες της η ωραία Ειρήνη/Μες στο τεράστιο υπόστεγο κυοφορείται το έκθαμβο μέλλον του Αζώτου/
(Ό,τι μες στους αιώνες, ευσυνείδητοι, παρασκευάσαμε).
Μανόλης Αναγνωστάκης, Τα Ποιήματα (1941-1971),Νεφέλη (Αθήνα,2000),Η Συνέχεια 3, σελ., 151)
Κι αν βαδίζαμε σε δρόμους μιας επίπλαστης ευτυχίας κι αν χτίζαμε τη ζωή μας σε εικονικούς παραδείσους, οι κλειδούχοι του κόσμου έστριψαν ξανά τα κλειδιά στις κλειδαριές. Βάλανε για άλλη μια φορά τους χάρτες πάνω στα τραπέζια. Ποιος χωράει, ποιος δεν χωράει σε αυτή τη γη, ποιος περισσεύει; Πρέπει να αποφασίσουν ξανά. Γκρεμίζονται οι ουτοπίες και η “ωραία Ειρήνη” μπαίνει πάλι στο σεντούκι, μα οι “δυνατοί οι στίχοι (,)προφητείες” θα γίνουν ξανά…
Επιμέλεια αφιερώματος για το περιοδικό ΣημειΩματάριο: Άννα Ρω

ΑΡΜΕΝΙΑ
(Πάσχα)
Τα κλαδιά της σημύδας
λυγίζουν από θυμό
μα δεν θα σπάσουν ποτέ,
έτσι μου λένε τα φύλλα τους.
Το ρυάκι κατεβαίνει χαμηλά
από το Χελιδονόκαστρο στην κοιλάδα
με μια δύναμη που δεν υποχωρεί μέρα νύχτα
φτάνει ως εκεί που οι μνήμες έχουν γίνει λίμνες
ασπρόμαυρες, τσαλακωμένες φωτογραφίες
που δεν πρόκειται να ξεθωριάσουν
όσα χρόνια κι αν περάσουν
πιο πέρα
στη ρίζα του έλατου
στάζει ακόμη της γυναίκας
ο κομμένος λαιμός.

ΣΥΝΑΞΙΣ
Τὰ βράδια
προσευχόμαστε κατανυκτικὰ μπροστὰ στὰ εἰκονίσματα τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων
ρίχνοντας τὶς ἱκεσίες μας στὴν μικρὴ πράσινη θάλασσα
μέσα στὸν χρυσοπόρφυρο ναὸ μὲ τὸ σταυρουλάκι στὸ στῆθος
μέχρι νὰ φανεῖ μιὰ σπίθα φῶς στὰ πρόσωπά τους.
Τότε ὁ χῶρος ἀνοίγει τὰ χέρια του διάπλατα ἕτοιμος νὰ μᾶς ἀγκαλιάσει.
Ὁ χρόνος κουβαλώντας μὲ δυσκολία τὸ σακατεμένο του πόδι
κάθεται γιὰ λίγο ἀναπαυτικὰ στὴν γέρικη πολυθρόνα
μπροστὰ στὸ τζάκι γιὰ νὰ ξαποστάσει.
Τὴν ὥρα ἐκείνη στοὺς κίτρινους τοίχους τοῦ παλιοῦ σπιτιοῦ
ἀνάμεσα στὰ πολυκαιρισμένα κάδρα ἀχνοφαίνονται
οἱ μορφὲς τῶν ἀνθρώπων ποὺ χάθηκαν.
Μοῦ εἶπες:
«Μὰ ζοῦνε τόσοι πολλοὶ ἄνθρωποι μέσα σ’ αὐτὸ τὸ σπίτι;
Και μεῖς νομίζαμε ὅτι ἤμασταν μόνοι μας».
Οἱ σκιὲς τῶν προγόνων, τῶν συντρόφων, τῶν ἀγαπημένων
γλιστροῦσαν ἀθόρυβα ἀπὸ τοὺς τοίχους στὴν μεγάλη σάλα τοῦ σπιτιοῦ
κι ὀρθόκορμες περπατοῦσαν ἀνάλαφρα, μὲ βήματα σταθερὰ
σὰν χορὸς ἀρχαίου δράματος τοῦ Αἰσχύλου
κοντὰ στὶς πράσινες βελούδινες κουρτίνες ποὺ σκέπαζαν τὰ μεγάλα παράθυρα.
Μυρίζαμε τὰ χνότα τους. Ἀκούγαμε τὴν περπατησιά τους.
Τὸ τρίξιμο στὰ σανίδια ἀπὸ τὰ ξυλοπάπουτσα τῆς δυστυχίας ποὺ φοροῦσαν
ἔφτανε στ’ αὐτιά μας σὰν ἕνας γνώριμος μελωδικὸς σκοπὸς
ποὺ θύμιζε καὶ τὰ δικά μας βάσανα.
Ὕστερα, καθόμασταν ὅλοι μαζὶ
γύρω ἀπὸ τὴν μεγάλη σκαλιστὴ τραπεζαρία μὲ τὰ μπρούτζινα κηροπήγια
κρατώντας δυὸ κόκκινα γαρύφαλλα ποὺ μύριζαν ἄνοιξη
ἔχοντας πάνω στὰ χείλη μας τὸ χαμόγελο ἑνὸς φεγγαριοῦ
καὶ στὸ ἡμίφως κάναμε σχέδια γιὰ τὸ μέλλον.
Ἀλλάζαμε τὸν κόσμο, παίρναμε ἀποφάσεις ὅλο θέληση,
καταργούσαμε τὸ μίσος καὶ τὴν θλίψη, ἀνοίγαμε τὸ λεξικὸ τῆς Ζωῆς
καὶ γράφαμε καινούργιες λέξεις ἄφθαρτες:
Δικαιοσύνη Δικαιοσύνη Δικαιοσύνη
Εἰρήνη Εἰρήνη Εἰρήνη
Ἀγάπη Ἀγάπη Ἀγάπη.
Τὸ τραγούδι τῆς φωτιᾶς ὅλο καὶ δυνάμωνε,
ὅπως δυνάμωνε καὶ ἡ πίστη μας, ὅπως δυνάμωνε καὶ ἡ ἀγάπη μας.
Σοῦ εἶπα:
Ἀγαπημένη μου, αὐτὸ τὸ σπίτι δὲν μᾶς ἀνήκει.
«Ἀνήκει
σὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ ἔπαιξαν μὲ τὸν θάνατο καὶ τὸν ξεγέλασαν,
σὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ δίνουν νόημα στὴν δικιά μας ζωή,
σὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ δίνουν ζωὴ στὴν δικιά μας ἀγάπη».
Σὲ πρῶτο πληθυντικό, Ἐκδόσεις Ἰωλκός Α΄ Ἔκδοση, Ἀπρίλιος 2020 Β΄ Ἔκδοση, Ἀπρίλιος 2021

Ειρήνη
Κραυγάζουν εντός χιλιάδες
Πέρσες, Έλληνες, Τρωάδες.
Κραυγάζουν εντός, «ΝΙΚΑ- ΝΙΚΑ»
Πόντιοι, Αρμένιοι, Μικρασιάτες.
Κραυγάζουν του κόσμου τα παιδιά·
Στο Κίεβο, στο Κόσσοβο, στο Βιετνάμ.
Μοναχοί στο Θιβέτ ανάβουνε κεριά.
Κραυγάζουν ράσα, πουκάμισα, γραβάτες
στη Μόρια ξέσπασε φωτιά.
Κραυγάζουν στις οθόνες τα σκυλιά.
Κίτρινα άστρα στη σάρκα γαζωμένα
στέρεψε της Άρνης το νερό
τα χείλη, τα χέρια προικισμένα
Ιούδας και Πανδώρα σέρνουν
μπάλο, κότσαρι, συρτό.
Κόσμημα στο στέρνο· ελαφρύ, μελανό.
Μάτια κλειστά. Δάχτυλα σφιχτά.
Σπαράζει νεογνό.
Τα σπλάχνα εντός σφαδάζουν,
πετρώνει το γάλα στο βυζί.
«Τάισέ το» πονεμένη πρωτομάνα
«Τάισέ το, χάιδεψέ το, ζέστανέ το,
αγκάλιασέ το, δίδαξέ το, θέριεψέ το»
Το λένε Αγάπη, Ανθρωπιά, Δικαιοσύνη
Το λένε ΕΙΡΗΝΗ
Σιωπή.

Κομπολόι
Κομπολόι των ουρανών
Η πορεία των λαών.
Χάντρα τη χάντρα
χτυπάει η μια την άλλη και
γεννιέται ο χρόνος
Κύμα το κύμα, ο φόβος
Τσουνάμι.
Άνεμο τον άνεμο,
Φύλλα κίτρινα πετούν,
Σέρνονται
Κολλάνε σε πόρτες, σε παράθυρα
Μπαίνουν από τις χαραμάδες.
Μπάλες γκρεμίζουν,
Ισοπεδώνουν
Να στερεωθεί καλύτερα
Να διαιωνιστεί το Μάτριξ
Κι εμείς
Με σφεντόνα λιθοβολούμε αστραπές και σκοτάδι.
Κάπου ανάμεσα,
Εσύ κι εγώ
Τραγουδάμε
να ξεγελαστούμε.
Μετέωροι στην άναστρη νύχτα.
Κομμένη η ανάσα
Περιμένεις.
Περιμένω.
Μη μ’ αφήνεις,
Πες μου ένα νανούρισμα
Τώρα που γέρνω.

Φαρζάντ
Ο Φαρζάντ είναι ένας έφηβος
Που ντρέπεται πολύ.
Έχει μία ήσυχη, αντρική καρδιά,
Τα κορίτσια τον πειράζουν
Κι εκείνος ενοχλεί τον θεό
Ζητώντας του ένα απ’ αυτά.
Όλα τα κορίτσια
Είναι για τον Φαρζάντ
Αεικίνητες ανθοστήλες.
Ο Φαρζάντ είναι ο μπελάς του θεού
Και το χαλίκι του έρωτα.
Μέσα στον καταυλισμό
Βγάζει τη γλώσσα στο θάνατο.
Φάτιμα
Λυπημένη σε μια γωνιά
Η Φάτιμα παιδεύεται απ’ τις ανησυχίες του πολέμου.
Τα κρεβάτια είναι άβολα
Το φαγητό δεν φτάνει
Τα αδέρφια πεινάνε
Η θάλασσα δεν είναι δροσιά
Ούτε λίμνη ονείρων
Αλλά ένα τεντωμένο βάθρο
Που σε χωνεύει.
Η θάλασσα είναι απειλητικό στόμιο.
Μια ανθρωποφάγος τουλίπα.
«Οι στατιστικές σας είναι ανθρώπινες ιστορίες μας»,
Ψιθυρίζει μέχρι να το φωνάξει.

ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ
Κι αφού δοκίμασα τα πάντα,
συμβιβάστηκα.
Σε βολικούς καναπέδες,
σε απαλά κρεβάτια,
σε τρυφερές αγκαλιές,
σε κοινωνικά πρέπει.
Κι αφού δοκίμασα τα πάντα,
συμβιβάστηκα.
Σε ψυχρές οθόνες,
σε πορσελάνινα σώματα,
σε άγευστα φιλιά,
σε ξενέρωτα σώματα.
Ώστε έτσι είναι ο συμβιβασμός.
Να θεωρούν ότι ζεις ενώ
στην πραγματικότητα πεθαίνεις.

Μετέωρο καταφύγιο
Μόνο μάτια υπάρχουν
μάτια υπόκωφα
από τη βουή των διαδρόμων,
ξεστρατισμένα
από τα κομμάτια μπετόν
και τα μαρμάρινα κορμιά,
λίγο πλάι, λίγο κάτω
από τα θρύψαλα ζωής.
Άκρες από κλωστές
που ανταλλάζουν απογνώσεις,
αφουγκράζονται, περιπλανιούνται,
προσδοκούν να θηλυκώσουν σ’ ένα «ίσως»
που πια δεν ψιθυρίζεται.
Είναι μετέωρο
το καταφύγιο της υπόσχεσης
κι η κάθετη γραμμή των σειρήνων,
χωρίζει τη σκονισμένη κουβέρτα
απ’ το κρεβάτι που παλιότερα ζέσταινε.
Αφήνει πίσω μόνο ύποπτες σιωπές
και υπόλογες λάμψεις,
ασφυκτιά κι ο ίδιος ο αέρας
μα το παιδί δε διαμαρτύρεται,
κοιμάται βαριεστημένα
σαν σπασμένος τροχός
μιας παραγεμισμένης αποσκευής
κι έτσι που κατακρημνίζεται ο άνθρωπος
μαζί με τη μιλιά του
απομένουν μόνο τα μάτια.

Των Ερειπίων μας
Αλόνζ ανφάν ντε λα πατρί – βρε μάγκες
Μιχάλης Κατσαρός
κάποτε οι Πέρσες παρά των εκβολών του Ηριδανού ξαπόστασαν για χρόνια όπως αρμόζει σε εμπόλεμους και πότες, αρνούμενοι να πατήσουν πέραν της Ιεράς οδού τα τείχη της πόλης. στον Κεραμεικό επιτύμβια πόρνες πρεζόνια και ταβερνεία ανταγωνίζονταν μεταξύ τους διεκδικώντας ο καθείς για λογαριασμό του την εύνοια θεών και ανθρώπων. ο γλύπτης του Δίπυλου από Ελευσίνος έως Παρθενώνος συνέχιζε απτόητος να χαράσσει γρύπες ιέρειες και ηγεμόνες ενώ εσύ Σφίγγα στο λόγο και τη λαγνεία αδυνατούσες να συλλάβεις τη θεωρία περί ολότητος του Εγέλου εμμένοντας
στις επιμέρους πολιτικές εκτιμήσεις των μεταλλαγμένων μας χρόνων. αντιψυχωτικά και βίαια τα σύγχρονα μηνύματα επέτειναν του έρωτος την απόγνωση επισείοντος το παρελθόν του Οιδίποδος φόβητρο στα εγκαταλειμμένα χαμόγελα των Ευμενίδων. ο αττικός Κολωνός δεν εννοεί να ξεκολλήσει απ’ τη ζωή μας. μνήμη και φόβος ορίζουν την ακτίνα πέριξ της οποίας η συνήθεια μας διεκδικεί εγκλωβισμένους. «η πραγματικότητα καθορίζει την ιδέα» σε ακούω συχνά να διηγείσαι τις ώρες που εξακολουθητικά χάνομαι θεομαχώντας υπαίτια στο σώμα σου. πώς να ορίσεις θνητός την αθανασία; τα αίτια και το αποτέλεσμα γιατί να ταυτίζονται στη λογική σου κάθε φορά που επιμένεις ν’ ανασηκώνω τυχαία το άρωμά σου; απαθείς αναλλοίωτοι άτρωτοι οι Πέρσες ξεχασμένοι στον απόπλου του Ηριδανού εξακολουθούν να ξαποσταίνουν ξαρμάτωτοι. όμοια πρεζόνια στα ρείθρα της οδού τρομοκρατούν στη θέα τους τη λιγοστή μεταμέλεια, οι πόρνες φλυαρούν και λαφύσσουν πέριξ της λάρνακός μου ξελογιάστρες στα Ηθικά μεγάλα νοήματα Περί Ψυχής με τη βεβαιότητα του οριστικού τέλους. κουράγιο στα ταβερνεία μέχρι το επόμενο μήνυμα: μεταξύ λευκού (της συνθηκολόγησης) και κόκκινου μπρούσκου (της επανάστασης) το ερώτημα της επιλογής πλανάται αναπάντητο. ποιος ιερόσυλος ή ευμενής ικέτης θα τολμήσει να διαψεύσει την υποταγή ή την αποτυχία του;

EIΡHNH
Να κάψουμε όλοι
τα παλιά μας
να πενθήσουμε
να πλύνουμε το σώμα
του νεκρού αδελφού μας
(του νεκρού αδελφού κάθε φυλής)
κι ύστερα να ανεβούμε
όλοι μαζί
σε ένα βουνό,
να σκάψουμε
να σκάψουμε
να σκάψουμε
όλοι μαζί,
να κλάψουμε
να κλάψουμε
να κλάψουμε
όλοι μαζί
και να τον θάψουμε

Χαραμάδα
Δέξου την μοίρα σου.
Δέξου το αίνιγμα που ομιλεί
και που είναι για σένα ο κόσμος.
Που δεν είναι το τίποτα –
που δεν είναι καν ο λυγμός του πρωινού κεριού.
Εκείνου του μικρού παιδιού
που στέκει ακίνητο θαυμάζοντας
έκθαμβο μπροστά στην έγχρωμη
ελεγεία το θείο.
/ του συμπτώματος δηλαδή το ιώδες ηχείο
που απλώς φλέγεται /
από την συλλογή Χλόη ή Ομιλώντας ακατάπαυστα σαν δέντρο (Κουκούτσι, 2020)

Η ΣΦΑΓΗ ΤΩΝ ΣΦΑΓΕΩΝ
Κι έπειτα
θα περπατάμε πια ξυπόλυτοι
σε ήμερους λειμώνες
με το κορμί ολόγυμνο
κάτω απ’ το ίδιο
δροσερό σεντόνι –
μ’ ένα δειγματολόγιο
από ουράνια μέταλλα
στο μέτωπο
με χαϊμαλιά στον λαιμό
και ντέφια.
Η φοινικιά θα γέρνει
ολομόναχη
φορτωμένη μούρα
και δαμάσκηνα μαβιά.
Η φοινικιά
ολομόναχη
θα γέρνει.
έτος 1969

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ
Θα γυρίσω σπίτι. Πού πιο καλά,
σ’ έναν κόσμο ή παγωνιά ή πυρκαγιά;
Ο γέροντας ευκάλυπτος δεν τρέχει πια
κατά την τρέλα του ανέμου.
Θα φροντίσω να μεγαλώσω έναν άλλο, λιγότερο φτερωτό.
Θ’ ανοίγω το βράδυ, θα μυρίζω ψυχές εργατικές:
παιδιά που πελεκούν τον χρόνο με ξαφνικές φωνές,
γυναίκα που φοράει κατάσαρκα δροσιά
γεμάτη τριαντάφυλλα απ’ τη μικρή αυλή,
ο σκύλος να γαυγίζει το σκοτάδι
που έρχεται με δρασκελιές ομίχλη
και γάτες να χαϊδεύονται στα χέρια μου
εκατομμύρια νυσταγμένους θεούς…
Τώρα, είμαι βέβαιος: πρώτα πεθαίνει η ψυχή.

ΤΟΠΙΟ ΠΟΛΕΜΟΥ
Γερνάει γρήγορα ο κόσμος,
Το φως λιγοστεύει
Κραυγές αδέσποτες
Λεκέδες μες στη νύχτα
Κι η ψυχή μου αγριεύει
Θάλασσα το αίμα
Θάλασσα ο πόνος
Οδύνη στοιχειώνει την ιστορία
Η ζωή μας διαπομπεύεται
Ερεβώδεις οι ματαιώσεις
Ανθίζει μόνο η βία
Και συ πού είσαι σ’ όλα αυτά ;
Και γω πού είμαι;
Παραίτηση υπογράφεις με το ποίημα;
Ή επιλέγεις σαν ξυράφια να κόβουνε οι λέξεις σου;
Τι κρίμα που την κατάντια αυτού του κόσμου δεν αντέχεις!
Και αλυχτάς σαν το σκυλί το πονεμένο!
Κι έχεις την αίσθηση πως ό,τι κατάκτησε ο κόσμος πάει χαμένο!
Αυτό το δράμα είν’ ερήμην μας γραμμένο!

Ένα ποίημα για την Ειρήνη: Μίνα Πατρινού
Γλιστρά
το λαμπύρισμα
ανάμεσα στα δέντρα.
Πύρινη πείνα
γλείφει στη γη
τα θρύμματα ενός τίποτα.
Ενός κόσμου που στη μνήμη
υπήρξε.
Στο βάθος αστράφτει λευκό,
αγγίζει η γλώσσα του κινδύνου
το λαρύγγι μας,
καταπονημένη φρίκη
βράχνιασαν οι κραυγές της.
Αλώβητο μαύρο
ξηλώνει τα λουλούδια,
υγρό χώμα που αχνίζει θάνατο.
Ξαγορά πολέμου
επιτύμβιο
παιδικό παιχνίδι.
Οι σκιές μας στις τέφρες.

ΕΜΦΥΛΙΟΣ
Έπαιζαν τα ελάφια με το φως, όταν ακούστηκε ο πυροβολισμός στο δάσος κι ανάμεσα στ’ αδέρφια εκτινάχτηκε ένα βαθύ κόκκινο που λερώνει.
ΜΕΤΑΒΑΣΗ
Ας υποθέσουμε ότι βρισκόμαστε στο σημείο μηδέν, όπου διακυβεύεται το μέλλον. Ας υποθέσουμε ότι καθένας επιχειρεί ν’ αποδράσει με όποιο μέσο της φαντασίας μπορεί. Ας υποθέσουμε ότι η θάλασσα, εκπνέοντας ούριο άνεμο, μας ευνοεί, μετεωρίζοντας τις μοναξιές μας σε άλλα ύψη. Ας υποθέσουμε ότι φτάνουμε κάποτε εκεί, στο έσχατο σημείο της ιστορίας, στις ακροτελεύτιες επάλξεις της ύπαρξης.
Τότε, οι υπαίτιοι της καταστροφής –πολίτες του νέου κόσμου– θα μας κοιτούν καγχάζοντας να καταφθάνουμε, παρακολουθώντας αδιάφοροι –από τις πολεμίστρες του μέλλοντος– την κορυφαία πράξη του δράματος, μιλώντας για το αναπόφευκτο τέλος μας ως σιβυλλική συνωμοσία συνενοχής. Τότε, μέσα στο βλέμμα της απόγνωσης, θα γεννηθεί ο κόσμος από την αρχή. Τότε θα γραφτεί με τα συντρίμμια μας το νέο ποίημα.
ΕΚΕΧΕΙΡΙΑ
Για ποια εκεχειρία μιλάς; Είμαι μια πινελιά της Guernica, ένα κόκκινο που διέφυγε από τον πίνακα για να πυρακτώσει το ποίημα. Με διεσταλμένο το μάτι της φρίκης, κρατώ το κομμένο κεφάλι μου, αποφασισμένη να δω το πρόσωπό μου.

Υπάρχουν δολοφόνοι στον παράδεισο;
Με ρώτησε ένα βράδυ
που είχε αστροφεγγιά
πάνω από το σπίτι
Θυμήθηκε εκείνη
από καιρό χαμένη
στα όνειρα του
Στα σεντόνια τότε
η βροχή υπόκωφα
δυνάμωσε
Μάλλον κάποιος στόχευε
με ακρίβεια
στης καρδιάς τ αστέρια
που άρχισαν να πέφτουν
με δύναμη
απ’ το ταβάνι

Το καμπαρέ
Μες στους καπνούς από τα τσιγάρα των νεκρών φαντάρων
μες στις μεταλλικές κραυγές τους βγάλτα όλα
καθώς διασταυρώνονται οι λεπίδες
πλούσιων λάμψεων από χοντρά μπριγιάν
στα δάχτυλα ενός τραπεζίτη που χειρονομεί
μέσα στα λαίμαργα βλέμματα ανυπόμονων εφήβων
που δεν αντέχουν πια και βιάζονται να γδυθεί
πριν καταστροφικά ξεσπάσει η έκρηξή τους
πάνω στο παλκοσένικο το καταφαγωμένο
από τα λαμπερά σαγόνια των ψεύτικων σουτιέν
δίνω ρυθμό στο πιο σκληρό στριπτίζ της ιστορίας
παίζοντας ασταμάτητα στα κύμβαλα των Βαλκανίων
ένα παλιό ρεφρέν των Νέγρων του Σικάγου
[Ο θησαυρός των Βαλκανίων]
Οι φωτογραφίες των συμμετεχόντων παραχωρήθηκαν από τους ίδιους στο ΣημειΩματάριο.
Κολάζ εξωφύλλου: Άννα Ρω