Έξω κάνει πολλή πανσέληνο για μια μόνο πόλη
Κι έτσι έριξα πάνω της έναν δύο στίχους.
Να μην κρυώνει.
Λέξεις πολλές δεν είχα.
Εντός μου στρέφεται η φωνή.
Ήσυχα ήσυχα στον καναπέ μου, σε προβάρω στους τοίχους.
Σε προβάλω ως καθημερινή απουσία.
Κρατούσες ένα τσιγάρο, πάντα κρατάς ένα τσιγάρο, εάν…
Μου μιλούσες πάλι για τις νύχτες στο κελί, για τους φυλακές.
Για τους κανόνες, όχι για το παιχνίδι…
Μου μιλούσες, ενώ κρατούσες ένα τσιγάρο, πάντα κρατάς ένα τσιγάρο, λίγο αστείος, με μία άσπρη παλιά φανέλα κι ύστερα κανένα άλλο ρούχο.
Λίγο φθαρμένος σαν παλιό παιχνίδι, που το παίξανε ερήμην του, λίγο καινούργιος, σαν βιβλίο με ποιήματα.
Και πιο πολύ σαν έρημος.
Σε φέρνω με τα βήματα μου κάθε φορά που γυρνάω σπίτι.
Σαν μαυρίλα στη σόλα του παπουτσιού μου.
Πρώτα μπαίνεις στο χωλ.
Διερευνητικά.
Μέχρι να κρεμάσω τα χέρια μου και να πλύνω τα κλειδιά, έχεις πια αναστηθεί σε όλα τα δωμάτια.
Μέχρι ν’ αλλάξω, ο καθένας μόνος του ξέρει ποιο δέρμα του σπαράζει κάτω από το δέρμα του, στην κεντρική σάλα της απόγνωσης του, έχεις αρχίσει ήδη να σιγομουρμουρίζεις έναν σκοπό.
Που δεν τον ξέρω.
Άγνωστο σ’ εμάς.
Κι ανοιγοκλείνεις σκεύη μαγειρικής με θόρυβο.
Κάτι μας ετοιμάζεις.
Σε σφουγγαρίζω με νερό που με καίει.
Κι αρωματικά ροζ – φουξ απορρυπαντικά.
Την άλλη μέρα, η ίδια πάλι ιστορία.
Πάντα παντού.
Ξυπόλητος.
Κι άντε πάλι εγώ, από την αρχή να σε συμμαζεύω.
Με ροζ φουξ μυρωδιές γιορτινή άνοιξης ή ανθισμένου λιβαδιού.
Που δεν μπορούν με τίποτα να καλύψουν τη φωνή σου.
Καμιά φορά που η πόλη ησυχάζει σ’ ακούω.
Να φωνάζεις αχ, ή να γελάς με ένα αστείο, που μόνο εσύ ξέρεις.
Ο καθένας, μόνος του ξέρει τα αστεία που κάνουν τη μοναξιά του να γελάει.
Όταν λες αχ, μετράω τις μέρες που ζήσαμε μαζί.
Κι ετσι καταλήγω να τρίβω τα πλακάκια.
Υδρογόνο 2 οξυγόνο καθόλου, στο σημείο βρασμού του.
Στις δύο τη νύχτα.
Και Χαρούμενα ρευστά ροζ φουξ σποτάκια.
Που υπόσχονται περισσότερα από όσα μπορούν να προσφέρουν.
Όπως κάθε ρεκλάμα που σέβεται τον εαυτό της.
Άλλες φορές, παίζεις κάποιο μπλουζ.
Μαέστρος της απώλειας, δεξιοτέχνης των αργόσυρτων φινάλε.
Εγώ τότε, πάω ως το παράθυρο.
Τετράγωνο όπως πάντα.
Κλειστό.
Ο καθένας μόνος του ξέρει για τις εισόδους κίνδυνου που τετραγώνισε.
Όταν πέσω σε καμιά ταινία που είχαμε δει μαζί, γυρνάω να σου πω, θυμάσαι;
Και μετά θυμάμαι.
Και μένει αυτό το θυμάσαι στο δωμάτιο μου, σαν μπαλόνι κόκκινο γεμισμένο με τον παραισθησιογόνο αέρα του μικρού σου ονόματος να ανεβαίνει στο ταβάνι.
Είναι όμως ανθεκτικό στα ύψη.
Χρονιά τώρα, δεν έχει ξεφουσκώσει.
Το παραφυλάω.
Τη στιγμή που θα κατέβει αυτό, την ίδια στιγμή, θ’ ανέβω εγώ.
Να κοιτάω από ψηλά τα τσιγάρα σου τον αναπτήρα σου, τις ρεκλάμες που είδαμε μαζί.
Θυμάσαι θα ρωτάω από την κορυφή του άσπρου τοίχου.
Εσύ πάντα ο ίδιος.
Ακίνητος, στην ξύλινη κορνίζα σου.
Με λίγο καπνό σκορπισμένο, στην άσπρη παλιά φανέλα σου, με τις ιστορίες της φυγής στα μάτια, θα παίζεις ένα μπλουζ.
Που έμαθες πριν τους ήχους μου.
Όταν δεν είχαν συναντηθεί οι νύχτες μας.
Και θα μου πεις, όχι.
Σολαροντας ένα κρεσέντο.
Γρατζουνωντας με την πένα σου τ’ονομα μου.
Από μνήμη.
Χωρίς παρτιτούρα.
Κι εγώ θα ψάξω να βρω χάρτινο το ψέμα που μου ζωγράφισες σε ένα χειρόγραφο σημείωμα.
Μεταμφιεσμένο σε ιππόκαμπο.
Που το είχες αφήσει κάτω από την πόρτα μου.
Και το βρήκα, όταν γύρισα απ’ τη δουλειά.
Θυμάσαι;
Ο καθένας, μόνος του ξέρει για τον ιππόκαμπο που εκτρέφει σε ένα υδατογραφημα.
Και του τον σκοτώνουν.
Μουτζουρωνοντας το μπλε του.
Ξεχάστηκα όμως με την κουβέντα. Πρέπει να ξεκινήσω τη φασίνα.
Πατωματα.
Και τοίχους.
Και παράθυρα.
Έχω το ιδανικό μπουκαλάκι αυτή τη φορά.
Υπόσχεται θαύματα.
Με μυρωδιά αιώνιας λήθης.