Κολάζ βιβλίου: Η Λύρα - Ανδρέας Κάλβος

Ανδρέας Κάλβος

Η ΛΥΡΑ 
ΩΔΑΙ
[1824]

ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε
Ζεύς, ἀτύζονται βοὰν
Πιερίδων ἀίοντα,
Γᾶν τε καὶ πόντον κατ’ ἀμαιμάκετον (Πίνδαρος, Πυθ. α΄.)
[Πρόλογος]

Πολυτέκνου θεάς, ω Μνημοσύνης
θρέμματα πτερωτά, χαραί του ανθρώπου,
και των μακάρων Ολυμπίων αείμνηστα
κι ευτυχή δώρα· επί τα νώτα ακάμαντα
των ζεφύρων, πετάξατε ταχέως.
Εσάς προσμένει η γη μου· εκεί τα σφάγια,
και τ’ άνθη εκεί πλουτίζουσι, και η σμύρνα,
χιλίους ναούς· τους έκτισαν ανίκητα
της ιεράς Ελευθερίας τα χέρια.

Ήλθεν η ποθητή ώρα· στολίζουσι
την κεφαλήν σεβάσμιον της Ελλάδος
οι δάφναι, φύλλα αμάραντα θριάμβων·
και σεις χρυσά, σεις αμβροσίοδμα ρόδα
του παραδείσου ελικωνίου, συμπλέξατε
σήμερον τον αγνόν στέφανον· μόνη,
αμάργαρος, ολόγυμνος, αυτάγγελτος,
το καθαρόν του ουρανού αναβαίνει
η Αρετή· αλλ’ αν οι Πιερίδες
την λαμπράν τής χαρίσωσιν ακτίνα
αφθόνητος τιμάται· επαινουμένη
τους επιγείους χορούς τότε δεν φεύγει.

Ωδή πρώτη
[I]
Ο Φιλόπατρις

α΄
Ω φιλτάτη πατρίς,
ω θαυμασία νήσος,
Ζάκυνθε· συ μου έδωκας
την πνοήν, και του Απόλλωνος
τα χρυσά δώρα!
β΄
Και συ τον ύμνον δέξου·
εχθαίρουσιν οι Αθάνατοι
την ψυχήν, και βροντάουσιν
επί τας κεφαλάς
των αχαρίστων.
γ΄
Ποτέ δεν σε ελησμόνησα,
ποτέ· — Και η τύχη μ’ έρριψε
μακρά από σε· με είδε
το πέμπτον του αιώνος
εις ξένα έθνη.
δ΄
Αλλά ευτυχής, ή δύστηνος,
όταν το φως επλούτει
τα βουνά, και τα κύματα,
σέ εμπρός των οφθαλμών μου
πάντοτες είχον.
ε΄
Συ, όταν τα ουράνια
ρόδα με το αμαυρότατον
πέπλον σκεπάζει η νύκτα,
συ είσαι των ονείρων μ25
η χαρά μόνη.
ς΄
Τα βήματά μου εφώτισε
ποτέ εις την Αυσονίαν,
γη μακαρία, ο ήλιος·
κει καθαρός ο αέρα
πάντα γελάει.
ζ΄
Εκεί ο λαός ηυτύχησεν·
εκεί οι Παρνάσιαι κόραι
χορεύουν, και το λύσιον
φύλλον αυτών την λύρα
κει στεφανώνει.
η΄
Άγρια, μεγάλα τρέχουσι
τα νερά τηςα θαλάσσης,
και ρίπτονται, και σχίζονται
βίαια επί τους βράχους
αλβιονείους.
θ΄
Αδειάζει επί τας όχθας
του κλεινού Ταμησσού,
και δύναμιν, και δόξαν,
και πλούτον αναρίθμητον
το αμαλθείον.
ι΄
Εκεί το αιόλιον φύσημα
μ’ έφερεν· οι ακτίνες
μ’ έθρεψαν, μ’ εθεράπευσαν
της υπεργλυκυτάτης
ελευθερίας.
ια΄
Και τους ναούς σου εθαύμασα
των Κελτών ιερά
πόλις· του λόγου ποία,
ποία εις εσέ του πνεύματος
λείπει αφροδίτη;
ιβ΄
Χαίρε Αυσονία, χαίρε
και συ Αλβιών, χαιρέτωσαν
τα ένδοξα Παρίσια·
ωραία και μόνη η Ζάκυνθος
με κυριεύει.
ιγ΄
Της Ζακύνθου τα δάση,
και τα βουνά σκιώδη,
ήκουον ποτέ σημαίνοντα
τα θεία της Αρτέμιδος
αργυρά τόξα.
ιδ΄
Και σήμερον τα δένδρα,
και τας πηγάς σεβάζονται
δροσεράς οι ποιμένες·
αυτού πλανώνται ακόμα
οι Νηρηίδες.
ιε΄
Το κύμα ιόνιον πρώτον
εφίλησε το σώμα·
πρώτοι οι ιόνιοι Ζέφυροι
εχάιδευσαν το στήθος
της Κυθερείας.
ις΄
Κι όταν το εσπέριον άστρον
ο ουρανός ανάπτει,
και πλέωσι γέμοντα έρωτος
και φωνών μουσικών
θαλάσσια ξύλα·
ιζ΄
Φιλεί το ίδιον κύμα,
οι αυτοί χαϊδεύουν Ζέφυροι
το σώμα και το στήθος
των λαμπρών Ζακυνθίων
άνθος παρθένων.
ιη΄
Μοσχοβολάει το κλίμα σου,
ω φιλτάτη πατρίς μου,
και πλουτίζει το πέλαγος
από την μυρωδίαν
των χρυσών κήτρων. *
ιθ΄
Σταφυλοφόρους ρίζας,
ελαφρά, καθαρά,
διαφανή τα σύννεφα
ο βασιλεύς σού εχάρισε
των Αθανάτων.
κ΄
Η λαμπάς η αιώνιος
σου βρέχει την ημέραν
τους καρπούς, και τα δάκρυα
γίνονται της νυκτός
εις εσέ κρίνοι.
κα΄
Δεν έμεινεν έαν έπεσε
ποτέ εις το πρόσωπόν σου
η χιών· δεν εμάρανε
ποτέ ο θερμός Κύων,
τα σμάραγδά σου.
κβ΄
Είσαι ευτυχής· και πλέον
σε λέγω ευτυχεστέραν,
ότι συ δεν εγνώρισας
ποτέ την σκληράν μάστιγα
εχθρών, τυράννων.
κγ΄
Ας μη μου δώσει η μοίρα μου
εις ξένην γην τον τάφον·
είναι γλυκύς ο θάνατος
μόνον όταν κοιμώμεθα
εις την πατρίδα.

Ωδή δευτέρα
[II]
Εις Δόξαν

α΄
Έσφαλεν ο την δόξαν
ονομάσας ματαίαν,
και τον άνδρα μαινόμενον
τον προ τοιαύτης καίοντα
θεάς την σμύρναν.
β΄
Δίδει αυτή τα πτερά·
και εις τον τραχύν, τον δύσκολον
της Αρετής τον δρόμον
του ανθρώπου τα γόνατα
ιδού πετάουν.
γ΄
Μικράν ψυχήν, κατάπτυστον,
κατάπτυστον καρδίαν
έτυχ’ όστις ακούει
της δόξης την παράκλησιν
και δειλιάζει.
δ΄
Ποτέ, ποτέ με δάκρυα
δεν έβρεξεν εκείνος
των φίλων του το μνήμα,
ούτε το χώμα εφίλησε
των συγγενών του.
ε΄
Εις τον ηγριωμένον
βαθύν ωκεανόν,
όπου φυσάει με βίαν
και οργίζεται το πνεύμα
της πικράς τύχης·
ς΄
Καθ’ ημέραν κοιτάζει
τους πολλούς των δυστήνων,
πνιγομένων θνητών,
και ποίος ποτέ τον ήκουσε
παραπονούντα;
ζ΄
Θερμότατον τον πόθον
εφύτευσας της δόξης
εις την καρδίαν των τέκνων σου
ω Ελλάς, και καλείσαι
μήτηρ ηρώων.
η΄
Καθώς από το σπήλαιον
εκβάς ο λέων πληγώνει,
σκοτώνει, διασκορπίζει
τολμηρών κυνηγών
πλήθος Αράβων·
θ΄
Καθώς εις τον χειμώνα
το νερόν υπερήφανον
του χειμάρρου κυλίεται,
και τα χωράφια χάνονται,
βοσκοί και ζώα·
ι΄
Ή καθώς την αυγήν
εξαπλώνετ’ ο Ήλιος,
και τ’ άστρα τ’ αναρίθμητα
από τον μέγαν Όλυμπον
πάντα εξαλείφει·
ια΄
Ούτως τα μύρια τάγματα
έχυσεν ο Αράξης,
αλλ’, ω Ασπίς Ελλάδος,
συ επί τους Πέρσας άστραψες,
κι έγινον κόνις.
ιβ΄
Περίφημοι ψυχαί
τριακοσίων Λακώνων,
ψυχαί αίπου εδοξάσατε
τον Ασωπόν και τ’ άλσος
του Μαραθώνος·
ιγ΄
Εύφραινε με το αθάνατον
μέτρον τας Αχαΐδας
χήρας ο θείος Όμηρος,
και το πνεύμα σας άναπτε
το ίδιον μέλος.
ιδ΄
Του καρτερού Αιακίδου
την φήμην εζηλεύσατε,
(αείμνηστος, θαυμάσιος
ζήλος) και τ’ αίμα εχύσατε
διά την Ελλάδα.
ιε΄
Και γω, και γω το σίδηρον
γυρεύω· ποίος μού δίδει
τας βροντάς του πολέμου;
ποίος μ’ οδηγεί την σήμερον
εις τον αγώνα;
ις΄
Φοβερόν, μυσαρόν
θρέμμα σκληράς Ασίας,
* Ωθωμανέ, τί μένεις;
τί νοείς; τί δεν φεύγεις
τον θάνατόν σου;
ιζ΄
Έφθασ’ η ώρα· φύγε,
ανέβα την αγρίαν
αραβικήν φοράδα·
νίκησον εις το τρέξιμον
και τους ανέμους.
ιη΄
Επί τον Υμηττόν
εβλάστησεν η δάφνη,
φύλλον ιερόν, στολίζει
τα ηριπομένα λείψανα
του Παρθενώνος.
ιθ΄
Νέοι, γυναίκες, γέροντες,
Ελληνικά θηρία,
φιλούσιν, αποσπάουσι
τους κλάδους, στεφανώνουσι
τας κεφαλάς των.
κ΄
Ανέβα την αράβιον,
* Ωθωμανέ, φοράδα·
την φυγήν κατεγκρήμνισον·
Ελληνικά θηρία
σε κατατρέχουν.
κα΄
Την λάμψιν των οργάνων
αρειμανίων ίδε·
άκουσον την βοήν
των θάνατον πνεόντων
ή ελευθερίαν.
κβ΄
Νοείς; — Τρέξατε, δεύτε
οι των Ελλήνων παίδες·
ήλθ’ ο καιρός της δόξης,
τους ευκλεείς προγόνους μας
ας μιμηθώμεν.
κγ΄
Εάν το ακονίσει η δόξα,
το ξίφος κεραυνοί·
εάν η δόξα θερμώσει
την ψυχήν των Ελλήνων,
ποίος την νικάει;
κδ΄
Τί τρέμεις; την φοράδα
κτύπα, κέντησον, φύγε,
* Ωθωμανέ· θηρία
μάχην πνέοντα, δόξαν,
σε κατατρέχουν.
κε΄
Ω δόξα, διά τον πόθον σου
γίνονται και πατρίδος,
και τιμής, και γλυκείας
ελευθερίας και ύμνων
άξια τα έθνη.


Ωδή τρίτη
[III]
Εις Θάνατον

α΄
Εις τούτον τον ναόν,
των πρώτων Χριστιανών
παλαιότατον κτίριον,
πώς ήλθον; πώς ευρίσκομαι
γονατισμένος;
β΄
Όλην την Οικουμένην
σκεπάζουν σκοτεινά,
ήσυχα, παγωμένα,
τα μεγάλα πτερά
της βαθείας νύκτας.
γ΄
Εδώ σίγα· κοιμώνται
των αγίων τα λείψανα·
σίγα εδώ, μη ταράξεις
την ιεράν ανάπαυσιν
των τεθνημένων.
δ΄
Ακούω του λυσσώντος
ανέμου την ορμήν·
κτυπά με βίαν· ανοίγονται
του ναού τα παράθυρα
κατασχισμένα.
ε΄
Από τον ουρανόν,
όπου τα μελανόπτερα
σύννεφα αρμενίζουν,
το ψυχρόν της αργύριον
ρίπτει η σελήνη.
ς΄
Και ένα κρύον φωτίζει
λευκόν, σιγαλόν μάρμαρον·
σβησθέν λιβανιστήριον,
κερία σβηστά και κόλυβα
έχει το μνήμα.
ζ΄
Ω παντοδυναμότατε!
τί είναι; τί παθαίνω;
ορθαί εις την κεφαλήν μου
στέκονται οι τρίχες!.. λείπει
η αναπνοή μου!
η΄
Ιδού, η πλάκα σείεται…
ιδού από τα χαράγματα
του μνήματος εκβαίνει
λεπτή αναθυμίασις
κι εμπρός μου μένει.
θ΄
Επυκνώθη· λαμβάνει
μορφήν ανθρωπικήν.
Τί είσαι; ειπέ μου; πλάσμα,
φάντασμα του νοός μου
τεταραγμένου;
ι΄
Ή ζωντανός είσ’ άνθρωπος,
και κατοικείς τους τάφους;
χαμογελάεις;… αν άφηκας
τον άδην… ή ο παράδεισος
ειπέ μου αν σ’ έχει.
ια΄
—Μη μ’ ερωτάς· το ανέκφραστον
μυστήριον του θανάτου
μην ερευνάς· τα στήθη,
τα στήθη που σ’ εβύζασαν
εμπρός σου βλέπεις.
ιβ΄
Ω τέκνον μου, ω τέκνον μου,
αγαπητόν μου σπλάχνον,
ανόμοιος είναι η μοίρα μας,
και προσπαθείς ματαίως
να με αγκαλιάσεις.
ιγ΄
Παύσε τα δάκρυα. Ησύχασε
το πάθος της καρδιάς σου.
Αν η χαρά η ανέλπιστος,
ότι με είδες, βρέχει
τους οφθαλμούς σου·
ιδ΄
Μειδίασον, χαίρου φίλε μου,
μάλλον· αλλ’ αν η πίκρα,
ότι τον ήλιον άφηκα,
τώρα σε κυριεύει,
παρηγορήσου.
ιε΄
Τί κλαίεις; την κατάστασιν
αγνοείς της ψυχής μου·
και εις τούτο το μνήμα
το σώμα μου αναπαύεται
από τους κόπους.
ις΄
Ναι, κόπος ανυπόφερτος
είναι η ζωή· οι ελπίδες,
οι φόβοι, και του κόσμου
οι χαραί και το μέλι
σας βασανίζουν.
ιζ΄
Εδώ ημείς οι νεκροί
παντοτινήν ειρήνην
απολαύσαμεν, άφοβοι,
άλυποι, δίχως όνειρα
έχομεν ύπνον.
ιη΄
Σεις οι δειλοί αχνύζετε
όταν τις ψιθυρίσει
τ’ όνομα του θανάτου·
αλλ’ άφευκτος ο θάνατος,
άφευκτος είναι.
ιθ΄
Μία και μόνη είναι
η οδός, και εις τον τάφον
φέρνει· εις αυτήν η ανάγκη
αμάχητον με χείρα
ωθεί τους ζώντας.
κ΄
Υιέ μου πνέουσαν μ’ είδες·
ο ήλιος κυκλοδίωκτος,
ως αράχνη, μ’ εδίπλωνε
και με φως και με θάνατον
ακαταπαύστως.
κα΄
Το πνεύμα οπού μ’ εμψύχωνε
του Θεού ήτον φύσημα,
και εις τον Θεόν ανέβη·
γη το κορμί μου, κι έπεσεν
εδώ εις τον λάκκον.
κβ΄
Αλλά το φέγγος χάνεται
της σελήνης· σε αφήνω·
πάλιν θέλω σε ιδείν
ότε η ζωή σού λείψει,
και τότε μόνον.
κγ΄
Με την ευχήν μου ύπαγε·
άλλο δεν λέγω· θέλω
εις την συνείδησίν σου
τα λοιπά φανερώσειν
ύστερον… χαίρε…
κδ΄
Τέκνον μου χαίρε… — Πρόσμενε,
τον υιόν λυπημένον
μη παραιτήσεις. Έπεσε.
Και μένουν οι οφθαλμοί μου
εις βαθύ σκότος.
κε΄
Ω φωνή, ω μητέρα,
ω των πρώτων μου χρόνων
σταθερά παρηγόρησις·
όμματ’ οπού μ’ εβρέχατε
με γλυκά δάκρυα!
κς΄
Και συ στόμα οπού εφίλησα
τόσες φορές, με τόσην
θερμοτάτην αγάπην,
πόση άπειρος άβυσσος
μας ξεχωρίζει!
κζ΄
Ε, και άπειρος ας είναι
κι έτι φοβεροτέρα·
εκεί μέσα ατάρακτος
θέλω εγώ συντριφθείν
γυρεύοντάς σας.
κη΄
Τώρα, τώρα τα χείλη μου
δύνανται να φιλήσουν
του θανάτου τα γόνατα·
να στέψω το κρανίον του
δύναμαι τώρα.
κθ΄
Πού είναι τα ρόδα; φέρετε
στεφάνους αμαράντους·
την λύραν δότε· υμνήσατε·
ο φοβερός εχθρός
έγινε φίλος.
λ΄
Κείνος οπού το μέτωπον
τρυφερών γυναικών
αγκάλιασε, πώς δύναται
εις ανδρικήν καρδίαν
να ρίψει φόβον;
λα΄
Ποίος άνθρωπος εις κίνδυνον
είναι; τώρα οπού βλέπω
τον θάνατον με θάρρος,
εγώ κρατώ την άγκυραν
της σωτηρίας.
λβ΄
Εγώ τώρα εξαπλώνω
ισχυράν δεξιάν
και την άτιμον σφίγγω
πλεξίδα των τυράννων
δολιοφρόνων.
λγ΄
Εγώ τα σκήπτρα στάζοντα
αίματος και δακρύων
καταπατώ· και καίω
της δεισιδαιμονίας
το βαρύ βάκτρον.
λδ΄
Επάνω εις τον βωμόν
της αληθείας, τα σφάγια
τώρα εγώ ρίπτω· μ’ άφθονα
τον λίβανον σωρεύω,
μ’ άφθονα χέρια.
λε΄
Ως απ’ ένα βουνόν
ο αετός εις άλλο
πετάει, και γω τα δύσκολα
κρημνά της αρετής
ούτω επιβαίνω.

Ωδή τετάρτη
[IV]
Εις τον Ιερόν Λόχον
α΄

Ας μη βρέξει ποτέ
το σύννεφον, και ο άνεμος
σκληρός ας μη σκορπίσει
το χώμα το μακάριον
που σας σκεπάζει.
β΄
Ας το δροσίσει πάντοτε
με τ’ αργυρά της δάκρυα
η ροδόπεπλος κόρη·
και αυτού ας ξεφυτρώνουν
αιώνια τ’ άνθη.
γ΄
Ω γνήσια της Ελλάδος
τέκνα· ψυχαί που επέσατε
εις τον αγώνα ανδρείως,
τάγμα εκλεκτών Ηρώων,
καύχημα νέον.
δ΄
Σας άρπαξεν η τύχη
την νικητήριον δάφνην,
και από μυρτιάν σάς έπλεξε
και πένθιμον κυπάρισσον
στέφανον άλλον.
ε΄
Αλλ’ αν τις απεθάνει
διά την πατρίδα, η μύρτος
είναι φύλλον ατίμητον,
και καλά τα κλαδιά
της κυπαρίσσου.
ς΄
Αφού εις του πρώτου ανθρώπου
τους οφθαλμούς, η πρόνοος
φύσις τον φόβον έχυσε,
και τας χρυσάς ελπίδας,
και την ημέραν·
ζ΄
Επί το μέγα πρόσωπον
της γης πολυβοτάνου,
ευθύς το ουράνιον βλέμμα
βαθυσκαφή εφανέρωσε
μνήματα μύρια.
η΄
Πολλά μεν σκοτεινά·
φέγγει επ’ ολίγα τ’ άστρον
το της αθανασίας·
την εκλογήν ελεύθερον
δίδει το θείον.
θ΄
Έλληνες, της πατρίδος
και των προγόνων άξιοι·
Έλληνες σεις, πώς ήθελεν
από σας προκριθείν
άδοξος τάφος;
ι΄
Ο Γέρων φθονερός,
και των έργων εχθρός,
και πάσης μνήμης, έρχεται·
περιτρέχει την θάλασσαν
και την γην όλην·
ια΄
Από την στάμναν χύνει
τα ρεύματα της λήθης,
και τα πάντα αφανίζει.
Χάνονται οι πόλεις, χάνονται
βασίλεια, κι έθνη·
ιβ΄
Αλλ’ ότε πλησιάσει
την γην οπού σας έχει,
θέλει αλλάξειν τον δρόμον του
ο Χρόνος, το θαυμάσιον
χώμα σεβάζων.
ιγ΄
Αυτού αφού την αρχαίαν
πορφυρίδα, και σκήπτρον,
δώσωμεν της Ελλάδος,
θέλει φέρειν τα τέκνα της
πάσα μητέρα.
ιδ΄
Και δακρυχέουσα θέλει
την ιεράν φιλήσειν
κόνιν, και ειπείν· Τον ένδοξον
      λόχον, τέκ
Ωδή πέμπτη
[V]
Εις Μούσας
α΄
Τας χορδάς ας αλλάξομεν
ω χρυσόν δώρον, χάρμα
Λητογενέος μέγα·
τας χορδάς ας αλλάξομεν
ιόνιος λύρα.
β΄
Άλλα σύρματα δότε
ζεφυρόποδες Χάριτες·
και σεις επί το ξύλον
μελίφρονον, υακίνθινον
βάλετε στέμμα.
γ΄
Τας πτέρυγας απλώνει
ως τ’ όρνεον του Διός,
και υψώνεται το μέτρον
έως τον ουράνιον κήπον
των Πιερίδων.
δ΄
Χαίρετε ω κόραι, χαίρετε
φωναί οπού τα δείπνα
των Ολυμπίων πλουτίζετε
με χορών ευφροσύνας
κι εύρυθμον μέλος.
ε΄
Σεις τα αιθέρια νεύρα
της φόρμιγγος κροτείτε,
και τα θηρία, και τ’ άλση
χάνονται από το πρόσωπον
της γης πλατείας.
ς΄
Όπου τρέμουσιν άπειρα
τα φώτα της νυκτός,
εκεί υψηλά πλατύνεται
ο γαλαξίας και χύνει
δρόσου σταγόνας.
ζ΄
Το ποτόν καθαρόν
θεραπεύει τα φύλλα,
κι όπου άφησε το χόρτον
ευρίσκει ρόδα ο ήλιος
και μυρωδίαν.
η΄
Ούτω υπό τους δακτύλους σας
η ελικώνιος λύρα
τρέμει, και τ’ άνθη αμάραντα
της αρετής γεμίζουσι
πάσαν καρδίαν.
θ΄
Όχι πατέρες, τύραννοι·
όχι άνθρωποι και τέκνα,
αλλά δειλά και αναίσθητα
ποίμνια τον κύκλον ήθελον
τρέξειν του βίου·
ι΄
Χείρες κεραυνοφόροι,
μόνον νώτα υποφέροντα
τας πληγάς· αν το δίκρανον
του Παρνασσού λιγύφθογγον
σπήλαιον εσίγα.
ια΄
Διά παντός μοιράσατε
θείαι παρθένοι την δίκην·
διά παντός χαρίσατε
των ανθρώπων αισθήσεις
υψηλονόους.
ιβ΄
Αφρίζουν τα ποτήρια
της αδικίας, δυνάσται
πολλοί και διψασμένοι
ιδού τ’ αδράχνουν· γέμουσι
μέθης και φόνου.
ιγ΄
Τώρα ναι τώρα αστράψατε
ω Μούσαι, τώρα αρπάξατε
την πτερωτήν βροντήν,
κατά σκοπόν βαρέσατε
μ’ εύστοχον χείρα.
ιδ΄
Φυλάξατε τους ύμνους
διά τους δικαίους· μόνον
εις αυτούς την ειρήνην,
και τους χρυσούς στεφάνους
εις αυτούς δότε.
ιε΄
Ήτον ποτέ οι εννέα
Ολύμπιαι φωναί
εκεί οπού χορεύουσι
της ημέρας οι κόραι
λαμπαδηφόροι.
ις΄
Ήκουον μόνον οι κύκλοι
των ουρανών, την σύμφωνον
θεόπνευστον ωδήν,
και τον αέρα ακίνητον
είχε η γαλήνη.
ιζ΄
Αλλ’ ότε το μειδίασμα
του θεού των ερώτων
τον Κιθαιρώνα εσκέπασε
με θύμον και με κλήματα
σταφυλοφόρα·
ιη΄
Εκεί ο ρυθμός επέραστος
καταβαίνων, το βλέμμα
των γηγενέων δρακόντων
εχάθη, ως τα χαράγματα
χάνεται ο ύπνος.
ιθ΄
Του θεσπεσίου γέροντος
ιερά κεφαλή·
φωνή ευτυχής που ευφήμησας
της κλεινής Αχαΐας
τ’ άριστα τέκνα.
κ΄
Εσύ θαυμάσιε Όμηρε
εξένισας τας Μούσας·
και του Διός οι κόραι
εις τα χείλη σου απέθηκαν
το πρώτον μέλι.
κα΄
Εις τιμήν των θεών
εφύτευσας την δάφνην·
είδον πολλοί αιώνες
το φυτόν ευθαλές
υπερακμάζον.
κβ΄
Μέσα εις το θείον στέλεχος
τί δεν εθησαυρίσατε
τα σίμβλα αιωνίως;
τί ω αόνιαι μέλισσαι
το παραιτείτε;
κγ΄
Όταν εις την αθλίαν
Ελλάδα από τα έσχατα
της ερυθράς θαλάσσης
των αραβίων πετάλων
ήλθεν ο κτύπος·
κδ΄
Εκεί προς τα λουτρά
όπου τας τρίχας πλύνουσι
των φοιβηίων οι Ώραι,
τότε δικαίως εφύγατε
ω Πιερίδες.
κε΄
Και τώρα εις τέλος φέρετε
την μακράν ξενιτείαν.
Χρόνος χαράς επέστρεψε,
και λάμπει τώρα ελεύθερον
το Δέλφιον όρος.
κς΄
Ρέει καθαρόν το αργύριον
της Ιπποκρήνης· κράζει,
όχι τας ξένας, κράζει
σήμερον η Ελλάς
τας θυγατέρας.
κζ΄
Ήλθετε, ω Μούσαι, ακούω,
και χαίρουσα πετάει
πετά η ψυχή μου, ακούω
των λυρών τα προοίμια
ακούω τους ύμνους.

Ωδή έκτη
[VI]
Εις Χίον

α΄
Ως ότε από το στόμα
κρέμεται των θνητών
αυλός λελυπημένος
και η φωνή του με κόπον
τρέμουσα εκβαίνει·
β΄
Ως μέσα εις τα πολύδενδρα
δάση το βράδυ εισπνέει
το τεθλιμμένον φύσημα
μεσημβρινόν και φαίνεται
θρήνος ανθρώπων·
γ΄
Εις τον ηρημωμένον
αιγιαλόν της νήσου
ούτω φέρνουν τα κύματα
και το παράπονόν τους
οι Ωκεανίναι.
δ΄
Τα γαλακτώδη μέλη
των παρθένων της Χίου
πλέον εσύ δεν ραντίζεις
ω λαμπρόν του Αιγαίου
ιερόν ρεύμα.
ε΄
Όταν τα στήθη αφίλητα,
θρίαμβος των Χαρίτων,
βράδυ και αυγήν εδρόσιζες
εκαταφρόνεις τότε
τα ρόδα ηώα.
ς΄
Τώρα χηρεύεις, τώρα
τους βαρβάρους θαλάμους
υπηρετούν, μιαίνονται
τα κάλλη των παρθένων
θεοειδέων.
ζ΄
Εκεί όπου η πανήγυρις
των Μουσών της Ελλάδος
άναπτε τα πυρά,
και των ποδών εσήμαινε
τ’ άλυπον μέτρον·
η΄
Υβριστικά, υπερήφανα
τύμπανα ακούω· και βλέπω
την Ναβαθαίαν· εις αίμα
βαμμένη επί τους πύργους
αεροκινείται.
θ΄
Θλίβει ο καπνός το διάστημα
γαλάζιον των αέρων·
ούτως εις την ομίχλην
του θανάτου, μειδίασμα
πνίγεται νέον.
ι΄
Πόσους ναούς που εδέχοντο
τας πτερωτάς της πίστεως
προσευχάς και τα δώρα·
πόσους βλαστούς σοφίας,
πόσας ελπίδας·
ια΄
Ε, πόσους πνέοντας έρωτα
θαλάμους, τώρα η φλόγα
βαρβάρως κατατρώγει·
μισητόν ολοκαύτωμα
ενός τυράννου.
ιβ΄
Στεναζούσης νυκτός
και του βαθέος άδου
τρομεραί θυγατέρες,
εσάς φωνάζω, εσάς
τας Ερινύας.
ιγ΄
Τί ακαίρως τα βασίλεια
σκοτεινά κατοικείτε
του ύπνου; ν’ αποσπάσετε
τα δεσμά των ονείρω
τί αργοπορείτε;
ιδ΄
Τρέξατε· εδώ τον θόρυβον
των μεγάλων πτερύγων
φέρετ’ εδώ· κοιτάξατε,
σκληράν σάς δείχνω κι άνανδρον
καρδίαν τυράννου.
ιε΄
Τας λαμπάδας αυτού
τινάξατε, αυτού ρίψατε
βροχήν πεπυρωμένην,
αυτού Ερινύες πετάξατε
χιλίας εχίδνας.
ις΄
Ο μιαρός, την μάχαιραν…
ανατριχιάζω… τρέμουσι
τα δάκτυλά μου… μίαν
προς μίαν εσύντριψα
τας χορδάς όλας.
ιζ΄
Ω λαιμοί των αθώων
παιδιών μας, ω πλευρά
σεβάσμια των μητέρων,
γερόντων κόμαι εις τ’ αίμα
αθλίως βρεγμέναι!
ιη΄
Εκδίκησιν ζητείτε;
η φωνή σας ηκούσθη.
Ποτέ εις την γην οι αθάνατοι
τους ληστάς δεν αφήνουν
ατιμωρήτους.
ιθ΄
Αν φύγωσι το δρέπανον
θανατηφόρον, φάρμακα
επί τα χείλη ευρίσκουσι
του υμεναίου, και δράκοντας
εις τα ποτήρια.
κ΄
Οι φοίνικες ξηραίνονται
της Ειλειθύιας· βαρύνεται
επάνω εις την καρδιάν των
το σκότος της νυκτός
ως πλάκα τάφου.
κα΄
Όχι φως και χαράν,
αμή φλογώδεις άκανθας
βρέχει δι’ αυτούς ο ήλιος,
και η γη σχισμένη δίδει
αίματος βρύσεις.
κβ΄
Πού μ’ έφερεν ο πόνος μου;..
τί λέγω;.. τιμωρίαν
αληθινήν και μόνην,
φρικτήν, οι μιαροί
έχουσιν άλλην.
κγ΄
Την ένδειαν της γλυκείας
γαλήνης των δικαίων.—
Ας ερημώσει ο πόλεμος
την Ελλάδα πριν εύρει
της Χίου την μοίραν.
κδ΄
Όμως αν μιμηθεί
το σκληρόν, την οργήν
παμμίαρον των εχθρών της,
ας γένει, ας γένει μίσημα
παντός του κόσμου.
κε΄
Τί είπον!.. διασκορπίσατε
άνεμοι τους δυσφήμους
λόγους· ω των αγγέλων
πάτερ και ανδρών, βοήθησον
συ την Ελλάδα!
Ωδή εβδόμη [VII] Εις Πάργαν
α΄
Σοβαρόν, υψηλόν
δώσε τόνον ω Λύρα·
λάβε αστραπήν, και ήθος
λάβε νοός, υμνούμεν
ένδοξον έργον.
β΄
Διαπρεπή οι αθάνατοι
έδωσαν των ανθρώπων
και ατίμητα δώρα·
αγάπην, αρετήν,
εύσπλαγχνον στήθος.
γ΄
Αλλά και φρενών πτέρωμα·
όπως, όταν η τύχη
εις τα κρημνά του βίου
της αμάξης πλαγίαν
την ορμήν φέρει·
δ΄
Ημείς, ως τας κλαγγάς
εις τα σύννεφα αφήνει
ο μέγας αετός
και εις τα βαθέα λαγκάδια
αφρούς και βράχους·
ε΄
Ομοίως υπερπετάξαντες,
μακράν οπίσω ιδώμεν
την οργήν των τροχών
από τυφλάς ηνίας
διασυρομένων.
ς΄
Ως αγλαά τοσαύτα
δώρα δοξολογούνται,
αλλά πολύ αγλαότερον
ο νους οπού αποφεύγει
την δουλοσύνην.
ζ΄
Υποκυμαινομένους
δασέας ελαιώνας
η Πάργα υψηλοκάρηνος
βλέπει· και αυτήν ο Άρης
υπερεφίλει.
η΄
Αλλά μόλις η χάλαζα
έπαυε του πολέμου,
και συ Δάματρα εχάριζες
τον δαψιλήν χρυσόν,
πόθος Ζεφύρων.
θ΄
Έχεον πολυάριθμα
μελισσών έθνη οι σίμβλοι
της Πάργας, βομβηδόν
εις τον πολύν επέταον
καρπόν λυαίον.
ι΄
Καλός, γλυκύς ο αέρας
οπού πρώτον επίναμεν,
και η θρέπτειρα γη
από τον ίδρωτά μας
πεποτισμένη.
ια΄
Όμως διά ποίον οι δούλοι
πίνουσι τον αέρα;
κεντάουσι το άροτρον
και πολύν στάζουν κόπον
όμως διά ποίον;
ιβ΄
Ψυχή ανδρική απορρίπτει
φρόνημα χαμερπές·
από το αμβροσίοδμον
στόμα των αιωνίων
η γνώμη ρέει.
ιγ΄
Των πολλών τα συμπόσια
ο στίχος επιτρέχει·
βραχυχρόνιος ηχώ
την σιγήν δεν ετάραξε
της δουλοσύνης.
ιδ΄
Σεις μόνοι οπού εκλαδεύατε
την Παργινήν ελαίαν,
σεις από τον αθάνατον
λόγον μόνον ετράφητε,
εσείς ω ανδρείοι.
ιε΄
Τα συνήθη χωράφια
αφήνοντες εφύγατε
τον ζυγόν, προτιμώντες
την πικράν ξενιτείαν
και την πενίαν.
ις΄
Πλην, της επιστροφής
εχάραξεν η ημέρα.
Πάντοτε οι επουράνιοι
μεγαλόθυμον γένος
υπερασπίζουν.
ιζ΄
Εκεί οπού εκαύσατε,
(ελληνική φροντίδα!)
των προγόνων τα λείψανα,
πάλιν οι πρόνοοι χείρες
εκεί σάς φέρνουν.
Ωδή ογδόη [VIII] Εις Αγαρηνούς
α΄
Ένας Θεός και μόνος
αστράπτει από τον ύψιστον
θρόνον· και των χειρών του
επισκοπεί τα αιώνια
άπειρα έργα.
β΄
Κρέμονται υπό τους πόδας του
πάντα τα έθνη, ως κρέμεται
βροχή έτι εναέριος
ενώ κοιμώνται οι άνεμοι
της οικουμένης.
γ΄
Αλλ’ η φωνή του ακούεται,
φωνή δικαιοσύνης,
και οι ψυχαί των ανόμων
ως αίματος σταγόνες
πέφτουν στον άδην.
δ΄
Των οσίων τα πνεύματα
ως αργυρέα ομίχλη
τα υψηλά αναβαίνει,
και εις ποταμούς διαλύεται
φωτός και δόξης.
ε΄
Μόνον βλέπω τον Ήλιον
μένοντα εις τον αέρα·
τους τριγύρω χορεύοντας
ουρανούς κυβερνάει
με δίκαιον νόμον.
ς΄
Φαίνεται εις τον ορίζοντα
ωσάν χαράς ιδέα,
και φωτίζει την γην
και των θνητών τα έργα
των πολυπόνων.
ζ΄
Όμως ιδού τα σκήπτρα
άφησεν, εβασίλευσεν·
ότι ανάγκην το ανθρώπινον
στήθος έχει αναπαύσεως
ανάγκην ύπνου.
η΄
Ποίος ποτέ του Θεού,
ποίος του Ηλίου ομοίασεν;
διατί βωμούς, θυμίαμα
διατί ζητούν οι μύριοι
τύραννοι, κι ύμνους;
θ΄
Ύψιστοι αυτοί! —λαμπρότεροι
αυτοί των άλλων! —μόνοι!—
Λαμπροί, κι ύψιστοι οι δίκαιοι,
και μόνοι των ανθρώπων
οι ευεργέται.
ι΄
Κριταί ως θεοί! και πότε
την αρετήν αθλίως,
πότε δεν εκατάτρεξαν;
πότε ευσπλαγχνίαν εγνώρισαν,
δικαιοσύνην;
ια΄
Με υπερηφάνους πόδας
καταφρονητικούς,
δεν πατούν το χρυσούν
συντριφθέν τώρα ζύγωθρον
του ορθού νόμου;
ιβ΄
Το αχόρταστον δρέπανον
αυτοί βαστούν· θερίζουν
πάντ’ όσα ο ίδρωτάς μας
ωρίμασεν αστάχυα
διά τους υιούς μας.
ιγ΄
Τρέξε επάνω εις τα κύματα
της φοβεράς θαλάσσης,
κινδύνευσε, αναστέναξε,
πίε το πικρόν ποτήριον
της ξενιτείας·
ιδ΄
Διά την τροφήν που εσύναξας
με κόπους ανεκφράστους,
εις τα παραθαλάσσια
ιδού χάσκει το λαίμαργον
στόμα τυράννων.
ιε΄
Τί τα ευωδή αγκαλιάζετε
προσκέφαλα του γάμου;
τί φιλείτε το μέτωπον
ιερόν των γονέων σας
με τόσον πόθον;
ις΄
Η σάλπιγγα, τα τύμπανα
σας προσκαλούν· αδίκους
ασυνέτους πολέμους
φέρετε, κατασφάξατε
τα έθνη αθώα.
ιζ΄
Όχι μόνον τον ίδρωτα,
αλλά και τ’ αίμα οι τύραννοι
ζητούσιν από σας,
κι αφού ποτάμια εχύσατε
μήπως τους φθάνει.
ιη΄
Την πνοήν σας αχόρταστοι
επιθυμούν· αλίμονον
άν ποτε επί τα σφάγια
των τυράννων αναστε-
-νάξει η ψυχή σας.
ιθ΄
Αλίμονον, αλίμονον,
όταν ο θεός πέμψει
ακτίναν αληθείας
και με αυτήν το στήθος σας
ζωοποιήσει.
κ΄
Εάν τις το νουθέτημα
θείον ακολουθήσει,
στόμα μαχαίρας, βάσανα,
κλαύματα φυλακής
τότε ας προσμένει.
κα΄
Και τοιούτοι, εμπρός σας
εγώ να γονατίσω!—
η γη ας σχισθεί, εις το βάραθρον
η βροντή τ’ ουρανού
ας με τινάξει·
κβ΄
Πρωτού σάς ατιμήσω
ω γόνατά μου. — Ατάρακτον
έχω το βλέμμα οπόταν
το καταβάσω εις πρόσωπον
ενός τυράννου.
κγ΄
Εσείς ωσάν ο Ήλιος
λαμπροί! — ναι φλόγας βέβαια
βλέπω διαδημάτων,
αλλά τας δυστυχίας μας
μόνον φωτίζουν.

Ωδή εννάτη
[IX]
Εις Ελευθερίαν

α΄
Δυστυχισμένα πλάσματα
της πλέον δυστυχισμένης
φύσεως, τελειώνομεν
ένα θρήνον και εις άλλον
πέφτομεν πάλιν.
β΄
Ημείς κατεδικάσθημεν
άθλιοι, κοπιασμένοι,
πάντα να κατατρέχομεν,
αλλά ποτέ δεν φθάνομεν
την ευτυχίαν.
γ΄
Ίσως (αν δεν με τρέφει
ματαία ελπίς) ευρίσκεται
μετά τον θάνατόν μου
γλυκυτέρα ζωή
και με προσμένει.
δ΄
Όμως, διατί έαν έσπειρε
παντού εις την οικουμένην
την χαράν με την θλίψιν
του επουρανίου πατρός
το δίκαιον χέρι·
ε΄
Διατί κι εδώ όπου μ’ έρριψεν
εις την αέριον σφαίραν,
μίαν να μην εύρω τρέχουσαν
διά με, μόνην μίαν βρύσιν
παρηγορίας;
ς΄
Βρύσιν! – Και τα θαυμάσια
της Αρετής αέναα
νερά δεν βλέπω; Χύνονται
ποταμηδόν τριγύρω μου,
την γην σκεπάζουν.
ζ΄
Ω θνητοί, ποτισθείτε.
Έαν το θείον πίετε
ρεύμα, ο πόνος με δάκρυα
την τράπεζαν, το στρώμα σας
ας βρέξει τότε.
η΄
Ας έλθει τότε, ας έλθει
να σας περικυκλώσει
με σκοτεινά, βρονταία,
πεπυκνωμένα σύννεφα
η δυστυχία.
θ΄
Μία δύναμις ουράνιος
εις την ψυχήν σας δίδει
πτερά ελαφρά, και υψώνεται
λαμπρόν το μέτωπόν σας
υπέρ την νύκτα.
ι΄
Από τα ολύμπια δώματα
δροσερόν καταβαίνει
χαράς, ελαίου φύσημα,
και στεγνώνει τα δάκρυα,
τον ίδρωτά σας.
ια΄
Εκεί όπου επατήσατε
ιδού οι καρποί φυτρώνουν,
και τ’ άνθη ιδού σκορπίζουσι
τα κύματα ευτυχή
της μυρωδίας.
ιβ΄
Της Φιλίας οι Χάριτες,
και του Υμεναίου, συμπλέκουσι
χορών πλουσίους στεφάνους·
βωμόν έχουν τον θρόνον σας
και τον δοξάζουν.
ιγ΄
Αν εις δικαίους έλθητε
πολέμους, ή ένα μνήμα,
μνήμα τίμιον ευρίσκετε,
ή των θριάμβων τ’ άσματα,
και τα κλωνάρια.
ιδ΄
Τα πολύχρυσα πέπλα,
και τ’ αρώματα ο Πλούτος,
γλυκύ η Σοφία το φίλημα
σας χαρίζει έαν είναι
με σας η ειρήνη.
ιε΄
Ω Αρετή! πολύτιμος
θεά, συ ηγάπας πάλαι
τον Κιθαιρώνα, σήμερον
την γην μη παραιτήσεις,
την πατρικήν μου.

Ωδή δεκάτη
[X]
Ο Ωκεανός
α΄
Γη των θεών φροντίδα,
Ελλάς ηρώων μητέρα,
φίλη, γλυκεία πατρίδα μου
νύκτα δουλείας σ’ εσκέπασε,
νύκτα αιώνων.
β΄
Ούτω εις το χάος αμέτρητον
των ουρανίων ερήμων,
νυκτερινός εξάπλωσεν
έρεβος τα πλατέα
πένθιμα εμβόλια.
γ΄
Και εις την σκοτιάν βαθείαν,
εις το απέραντον διάστημα,
τα φώτα σιγαλέα
κινώνται των αστέρων
λελυπημένα.
δ΄
Εχάθηκαν οι πόλεις,
εχάθηκαν τα δάση,
κι η θάλασσα κοιμάται
και τα βουνά· και ο θόρυβος
παύει των ζώντων.
ε΄
Εις τα φρικτά βασίλεια
ομοιάζει του θανάτου
η φύσις όλη· εκείθεν
ήχος ποτέ δεν έρχεται
ύμνων ή θρήνων.
ς΄
Αλλά των μακαρίων
στάβλων ιδού τα ηώα
κάγκελα οι Ώραι ανοίγουσιν,
ιδού τα ακάμαντα άλογα
του Ηλίου εκβαίνουν.
ζ΄
Χρυσά, φλογώδη, καίουσι
τους δρόμους του αέρος
τα αμιλλητήρια πέταλα·
τους ουρανούς φωτίζουσι
λάμπουσαι οι χαίται.
η΄
Τώρα εξανοίγει τ’ άνθη
εις τον δροσώδη κόλπον
της γης η αυγή· και φαίνονται
τώρα των φιλοπόνων
ανδρών τα έργα.
θ΄
Τα μυρισμένα χείλη
της ημέρας φιλούσι
το αναπαυμένον μέτωπον
της οικουμένης· φεύγουσιν
όνειρα, σκότος,
ι΄
Ύπνος, σιγή· και πάλιν
τα χωράφια, την θάλασσαν,
τον αέρα γεμίζουσι
και τας πόλεις με κρότον,
ποίμνια και λύραι.
ια΄
Εις του σπηλαίου το στόμα
ιδού προβαίνει ο μέγας
λέων, τον φοβερόν
λαιμόν τετριχωμένον
βρέμων τινάζει.
ιβ΄
Ο αετός αφήνει
τους κρημνούς υψηλούς·
κτυπάουσιν οι πτέρυγες
τα νέφη, και τον όλυμπον
η κλαγγή σχίζει.
ιγ΄
Έθλιψε την Ελλάδα
νύκτα πολλών αιώνων,
νύκτα μακράς δουλείας,
αισχύνη ανδρών, ή θέλημα
των αθανάτων.
ιδ΄
Η χώρα τότε εφαίνετο
ναός ηριπομένος,
όπου οι ψαλμοί σιγάουσι
και του κισσού τα ατρέμητα
φύλλα κοιμώνται.
ιε΄
Ωσάν επί την άπειρον
θάλασσαν των ονείρων,
ολίγαι, απηλπισμέναι
ψυχαί νεκρών διαβαίνουσι
με δίχως βίαν·
ις΄
Ούτως από του Άθωνος
τα δένδρα, έως τους βράχους
της Κυθήρας, κυλίουσα
την άμαξαν βραδείαν,
ουρανοδρόμον·
ιζ΄
Η τρίμορφος Εκάτη
εθεώρει τα πλοία,
εις του Αιγαίου τους κόλπους
λάμνοντα αδόξως, φεύγοντα
διασκορπισμένα.
ιη΄
Συ τότε, ω λαμπροτάτη
κόρη Διός, του κόσμου
μόνη παρηγορία,
την γην μου συ ενθυμήθηκες
ω Ελευθερία.
ιθ΄
Ήλθ’ η θεά· κατέβη
εις τα παραθαλάσσια
κλειτά της Χίου· τας χείρας
άπλωσ’ ορθή, και κλαίουσα
λέγει τοιάδε·
κ΄
Ωκεανέ, πατέρα
των χορών αθανάτων,
άκουσον την φωνήν μου,
και της ψυχής μου τέλεσον
τον μέγαν πόθον.
κα΄
Ένδοξον θρόνον είχον
εις την Ελλάδα· τύραννοι
προ πολλού τον κρατούσι,
σήμερον συ βοήθησον,
δώσ’ μου τον θρόνον.
κβ΄
Όταν τους ανοήτους
φεύγω θνητούς, με δέχονται
οι πατρικαί σου αγκάλαι·
η ελπίς μου εις την αγάπην σου
στηρίζεται όλη.
κγ΄
Είπε· κι ευθύς επάνω
εις τας ροάς εχύθη
του Ωκεανού, φωτίζουσα
τα νώτα υγρά και θεία,
πρόφαντος λάμψις.
κδ΄
Αστράπτουσι τα κύματα
ως οι ουρανοί, και ανέφελος,
ξάστερος φέγγει ο ήλιος
και τα πολλά νησία
δείχνει του Αιγαίου.
κε΄
Πρόσεχε τώρα· ως άνεμος
σφοδρός μέσα εις τα δάση,
ο αλαλαγμός σηκώνεται·
άκουε των πλεόντων
το έια μάλα.
κς΄
Σχισμένη υπό μυρίας
πρώρας αφρίζει η θάλασσα,
τα πτερωμένα αδράχτια
ελεύθερα εξαπλώνονται
εις τον αέρα.
κζ΄
Επί την λίμνην ούτως
αυγερινά πετάουσι
τα πλήθη των μελίσσων
όταν γλυκύ του έαρος
φυσάει το πνεύμα·
κη΄
Επί την άμμον ούτω
περιπατούν οι λέοντες
ζητούντες τα κοπάδια,
την θέρμην των ονύχων
έαν αισθανθώσιν·
κθ΄
Ούτως εάν την δύναμιν
ακούσουν των πτερύγων
οι αετοί, το κτύπημα
των βροντών υπερήφανοι
καταφρονούσι.
λ΄
Πεφιλημένα θρέμματα
Ωκεανού, γενναία
και της Ελλάδος γνήσια
τέκνα, και πρωτοστάται
Ελευθερίας·
λα΄
Χαίρετε σεις καυχήματα
των θαυμασίων (Σπετζίας,
Ύδρας, Ψαρών) σκοπέλων,
όπου ποτέ δεν άραξε
φόβος κινδύνου.
λβ΄
Κατευοδοίτε! —Ορμήσατε
τα συναγμένα πλοία
ω ανδρείοι· σκορπίσατε
τον στόλον, κατακαύσατε
στόλον βαρβάρων.
λγ΄
Τα δειλά των εχθρών σας
πλήθη καταφρονήσατε·
την κόμην πάντα ο θρίαμβος
στέφει των υπέρ πάτρης
κινδυνευόντων.
λδ΄
Ω επουράνιος χείρα!
σε βλέπω κυβερνούσαν
τα τρομερά πηδάλια,
και των ηρώων οι πρώραι
ιδού πετάουν.
λε΄
Ιδού κροτούν, συντρίβουσι
τους πύργους θαλασσίους
εχθρών απείρων· σκάφη,
ναύτας, ιστία, κατάρτια
η φλόγα τρώγει·
λς΄
Και καταπίνει η θάλασσα
τα λείψανα· την νίκην
ύψωσ’, ω λύρα· αν ήρωες
δοξάζονται, το θείον
φιλεί τους ύμνους.
λζ΄
* Ωθωμανέ υπερήφανε
πού είσαι; νέον στόλον
φέρε, ω μωρέ, και σύναξε·
νέαν δάφνην οι Έλληνες
θέλουν αρπάξειν.

Επιμέλεια παρουσίασης για το ΣημειΩμα

Επιμέλεια παρουσίασης για το ΣημειΩματάριο: Άννα Ρω







Αφήστε ένα σχόλιο