ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΒΙΟΛΕΤΤΑ: “ΣΚΟΤΑΔΙ ΠΑΝΤΟΥ“
Διήγημα για τον Λογοτεχνικό Μαραθώνιο: “Το τείχος της ευτυχίας”
Μετά από τον εκκωφαντικό κρότο που συντάραξε το πλοίο έπεσε παντού πηχτό σκοτάδι.
Ψάχνοντας με τα χέρια του απλωμένα δεν έβλεπε τίποτα δεν ακουμπούσε τίποτα και έτσι έμεινε ακίνητος στην θέση του. Ασυναίσθητα έβαλε τα χέρια στις τσέπες και ω του θαύματος έπιασε στην αριστερή του τσέπη ένα χαρτονένιο μικρό φακελάκι με σπίρτα, απ; αυτά τα διαφημιστικά που δίνουν στα καμπαρέ στο λιμάνι της Σανγκάης.
Αν του χάριζες ένα εκατομμύριο δεν θα χαιρόταν τόσο όσο την στιγμή που τα δάχτυλα του άγγιξαν τα σπίρτα.
Ανάβει το πρώτο.
Κοιτάζει μ όσο φως βγάζει η τρεμάμενη φλόγα γύρω του, το πρώτο πράγμα που βλέπει είναι ακριβώς δίπλα του ο μαρκόνης πεσμένος κάτω μέσα σε μια λίμνη από αίμα που με μια πρώτη εκτίμηση έτρεχε από τον δεξί του κρόταφο.
Δεν πρόλαβε να δει τίποτα άλλο το σπίρτο έσβησε.
Είχε ήδη σοκαριστεί αλλά με μια γρήγορη κίνηση ανάβει και δεύτερο σπίρτο.
Προχωράει λίγο και βλέπει μπροστά του τα σκαλοπάτια που οδηγούν στην κουβέρτα.
Τα ανεβαίνει τρία τρία για να προλάβει να μη του σβήσει το δεύτερο σπίρτο.
Ίσα που πρόλαβε να δει τον δεύτερο καρφωμένο πάνω στο τιμόνι και δίπλα του τον τρίτο πεσμένο κάτω, νεκρός κι αυτός, πλημμυρισμένος μέσα σε μια μικρή λιμνούλα από πηγμένο αίμα. Έσκυψε πάνω του την ώρα που έσβησε η φλογίτσα, έψαξε για σφυγμό αλλά επί ματαίω. Τον πήρε αγκαλιά η φρίκη.
Η σειρήνα σφύριζε ακατάπαυστα με αυτόν τον διακεκομμένο ήχο που όταν τον ακούς ξέρεις ότι το πλοίο είναι σε κίνδυνο.
Η νύχτα αφέγγαρη και τα σύννεφα νόμιζες πως αγγίζουν τις τρίχες του κεφαλιού σου.
Το τρίτο σπίρτο το άναψε αφού είχε ψηλαφίσει με το δεξί του χέρι όλο τον τοίχο της κουβέρτας και είχε περάσει πλέον στην απέναντι πλευρά.
Αυτό που είδε του έκοψε την ανάσα το πλοίο είχε σχεδόν κοπεί σαν φέτα καρπούζι από πάνω ως κάτω, του ήταν αδιανόητο να καταλάβει τι ήταν αυτό που θα μπορούσε να κόψει αλφάδι ένα καράβι διακοσίων ογδόντα κόρων.
Το σπίρτο έσβησε κι ο καπετάν Λεωνίδας έμεινε ακίνητος με τις σκέψεις του να είναι κουβαριασμένες και όσο κι αν έψαχνε την άκρη απ` το κουβάρι τόσο το μπέρδεμα μεγάλωνε.
Αυτό είναι αφύσικο σκέφτηκε, το μόνο που θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο θα ήταν ένα γιγαντιαίο λέιζερ αλλά αυτό είναι ανέφικτο.
Ή μήπως είναι εφικτό κι αυτός δεν έχει ενημερωθεί.
Απ` την άλλη η σειρήνα του έπαιρνε το μυαλό.
Ψάξε για κάποιον ζωντανό, μονολόγησε δυνατά λες και έπρεπε να το ακούσει σαν εντολή από κάποιον άλλον για να το πράξει.
Το τέταρτο σπίρτο βγήκε απ` την θηκούλα του και σύρθηκε πάνω στην μαύρη γραμμή πιέζοντας την με ένταση, η φλόγα ξεπήδησε γαλαζοκόκκινη και φώτισε την αριστερή κομμένη πλευρά του πλοίου. Ήταν θέμα χρόνου να βυθιστεί γι` αυτό τα μάτια του έψαχναν ταυτόχρονα για ζωντανούς και ίσως για μία σωσίβια λέμβο, αντ´ αυτών έπεσε πάνω στον λοστρόμο που κείτονταν στο κατάστρωμα κι αυτός μες το αίμα που ανάβλυζε από τον κρόταφό του, πολύ περίεργο όλοι το ίδιο τραύμα σχεδόν.
Η φλόγα έσβησε και μαζί μ αυτήν άρχισαν να σβήνουν και οι ελπίδες του πως κάποιος θα ήταν ακόμη στην πλευρά των ζωντανών.
Μια βαριά κι ασήκωτη στεναχώρια τον έζωσε, μα ποιος μπορεί να έκανε κάτι τέτοιο σ όλο του το πλήρωμα; Στάθηκε ακίνητος και αφουγκράστηκε, σιωπή απόλυτη, δεν ακουγόταν καν παφλασμός απο κύμα την ώρα που διαρκούσε η διακοπή της σειρήνας. Η ηρεμία της θάλασσας ήταν απόκοσμη. Ήταν λες και η θάλασσα είχε γίνει μια ακίνητη κρέμα.
Έβαλε όλη του την δύναμη και βροντοφώναξε: Αν μ` ακούει κάνεις ας απαντήσει ή με έναν τρόπο να μου υποδείξει την θέση του.
Σιωπή μακάβρια σαν όλο το σκηνικό που προηγήθηκε στα μάτια του… μ ακούει κανείς; Άκουσε την φωνή του ξανά σαν σε ηχώ αλλά μόνο αυτή.
Καμία απολύτως απάντηση.
Η σειρήνα άρχισε πάλι να ουρλιάζει με επτά βραχύχρονους συριγμούς και επτά μακρόσυρτους.
Άγγιξε την θήκη των σπίρτων την έπιασε με τα δυο του χέρια την άνοιξε και μέτρησε τα σπίρτα, είχαν απομείνει άλλα τρία.
Ο χρόνος πίεζε παρότι πέρα από κάθε νόμο φυσικής το πλοίο έμενε αταλάντευτο, ο καπετάν Λεωνίδας ήξερε πως η ώρα που θα το κατάπινε η θάλασσα ήταν πολύ κοντά.
Τρία σπίρτα λοιπόν απέμεναν, έπρεπε να τα χρησιμοποιήσει σοφά.
Αποφάσισε να γυρίσει ξανά στο πιλοτήριο να βρει όσα χαρτιά μπορούσε και ότι άλλο μπορούσε να καεί ώστε να βάλει φωτιά που να κρατάει και με το φως της να δει με ποιον τρόπο θα σώσει ότι είναι να σωθεί.
Το αίσθημα της αυτοσυντήρησης δεν του άφηνε περιθώρια να σκεφτεί το παράλογο του πράγματος.
Άναψε το πέμπτο σπίρτο χρησιμοποίησε την φλόγα ώστε να καταφέρει να επιστρέψει πίσω στην κουβέρτα του πλοίου. Το πόδι του σκόνταψε σ ένα σώμα δεν έσκυψε να δει αλλά κατάλαβε απ το άσπρο καπέλο πως ήταν ο αρχιμάγειρας, προσπέρασε γρήγορα και έπιασε την μεταλλική λαβή που χρησίμευε σαν κουπαστή την ώρα ακριβώς που έσβησε και το πέμπτο σπίρτο.
Άναψε με φούρια το έκτο και σχεδόν τρέχοντας έφτασε στην πόρτα της καμπίνας του πιλοτηρίου, παραμέρισε τον τρίτο μηχανικό που κείτονταν μπρούμυτα κι αυτός σε μια λίμνη απο αίμα.
Χωρίς να κοιτάξει περισσότερο προς την μεριά του άνοιξε με φούρια το ντουλάπι με τα έγγραφα.
Στην θήκη είχε απομείνει το τελευταίο σπίρτο.
Η αγωνία του ήταν να προλάβει να πιάσει ότι χαρτί είχε μέσα το ντουλάπι. Άναψε το έβδομο και τελευταίο σπίρτο κρατώντας ένα πάκο από χαρτιά τους έβαλε φωτιά και με το ελεύθερο χέρι του έβγαζε κι άλλα κι άλλα κι άλλα χαρτιά και την φούντωνε μέχρι που δεν άντεξε την φλόγα ένιωσε πως άρχισε να καίγεται η σάρκα του και ξύπνησε μες την καμπίνα του μούσκεμα στον ιδρώτα…
Ακόμη ένας εφιάλτης, δέκα συνεχόμενα βράδια ξυπνάει κάθιδρος και αλαφιασμένος, με την καρδιά του να βαράει σαν ταμπούρλο. Αυτό ήταν πήρε την απόφαση του, μάλλον ήταν καιρός να ξεμπαρκάρει και να γυρίσει σπίτι, τρία χρόνια βολόδερνε στις θάλασσες φτάνει πια τα νεύρα του άρχισαν να τον προδίδουν.
Σηκώθηκε και χωρίς να πλυθεί ανέβηκε και πήγε ντογρού στον ασυρματιστή.
Χωρίς καλημέρα του λέει: γράφε…
«Προς ακτοπλοϊκή εταιρεία searound Stop. Παρακαλώ όπως αντικατασταθώ πάραυτα. Stop.
Βάσιμες υποψίες ότι επέρχεται νευρικός κλονισμός.Stop.
Αν είναι δυνατόν και στο επόμενο λιμάνι. Stop.
Αδυνατώ να εξυπηρετήσω τα καθήκοντα μου. Stop.
Με εκτίμηση Λεωνίδας Ανδριώτης. Stop».
Ευχαριστώ για την κατανόηση…stop.
Το στόμα του ασυρματιστή πήγε να σχηματίσει μια λέξη αλλά έμεινε μετέωρη πριν ακόμη περάσει στον αέρα.
Ο καπετάν Λεωνίδας είχε ήδη εξαφανιστεί μετρώντας απ` την μια τα σπίρτα του εφιάλτη, απ την άλλη τα στοπ στο τηλεγράφημα και εντέλει τους επτά σιρυγμούς.
Όλα καταλήγουν στο νούμερο επτά.
Λίγα λόγια για τη Μελά Κυβέλη
Είμαι η Κυβέλη και δηλώνω απόλυτα διαταραγμένη ακόμη ευτυχώς!
Λάτρης όλων των Τεχνών, καλών και κακών, φλερτάρω με την ποίηση τη συγγραφή και τη ζωγραφική μπας και μου κάτσει κάποια από τις τρεις. Μοναδικός μου στόχος η επιβίωση από το πόλεμο που μαίνεται στο μυαλό μου. Είδωμεν…
Λίγα λόγια για τη ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΒΙΟΛΕΤΤΑ:
Γεννήθηκα στην Αθήνα και μεγάλωσα στο Χαλάνδρι. Η μεγάλη μου αγάπη από μικρή ήταν το σχέδιο μόδας, Έτσι παρά τις υπερβολικές πιέσεις του πατέρα μου από το Πάντειο πανεπιστήμιο που με ήθελε εγώ μεταπήδησα από το δεύτερο έτος και μετά σε ιδιωτική σχολή απ` όπου και πήρα υποτροφία για την «scuola di moda» στο Μιλάνο. Επιστρέφοντας αμέσως με προσέλαβαν στον οίκο υψηλής ραπτικής του Γιάννη Βούρου. Εκεί έκανα τα πρώτα μου βήματα σχεδιάζοντας ρούχα κυρίως καλλιτεχνών όπως πχ ο Ντέμης Ρούσος η Λίντα Άλμα Ο Μάνος Κατράκης και ακολούθησε μια πολύ μεγάλη αλυσίδα ηθοποιών κυρίως του θεάτρου. Στην συνέχεια έκανα το δικό μου εργαστήρι μόδας που έως και το δυο χιλιάδες δώδεκα ήταν ενεργό με πολύ μεγάλες παραγωγές καθώς και πολλές εισαγωγές απ` όλον τον πλανήτη. Αυτή η δουλειά – χόμπι μου έδωσε την δυνατότητα να ζήσω όσα μπορεί να ονειρευτεί μια γυναίκα.. Άπειρα ταξίδια σε όλον τον κόσμο. Από Κίνα σε Ινδία Αμερική ολόκληρη την Ευρώπη ταξίδευα για να έχω την δυνατότητα να προσφέρω μέσω της εταιρείας μου τα πλέον ιδιαίτερα κομμάτια κυρίως νέων σχεδιαστών. Παράλληλα μάθαινα λαούς νοοτροπίες και διαφορετικούς τρόπους ζωής από χώρα σε χώρα! Αν έχεις ταξιδέψει, έχεις δει τον κόσμο στην πραγματική του διάσταση κι έχεις μάθει όλα όσα πρέπει μα ξέρεις. Ε αυτό λοιπόν σε κάνει πλουσιότερο σε γεύσεις ποικιλοτρόπως. Είμαι μητέρα δυο καταπληκτικών παιδιών ένα αγόρι τον Μάνο και ένα κορίτσι την Αφροδίτη. Εδώ και αρκετά χρόνια ζω μπροστά στην θάλασσα κι αυτό δίνει μια τεράστια δυνατότητα στην φαντασία μου να ξεδιπλώνει ανθρώπινους χαρακτήρες και καταστάσεις.
Λίγα λόγια από το ΣημειΩματάριο:
Ο Λογοτεχνικός Μαραθώνιος διοργανώθηκε από το περιοδικό ΣημειΩματάριο με γνώμονα τη διάδοση της λογοτεχνίας και την επίτευξη αλληλεπίδρασης μέσω αυτού του κοινού άξονα, δράση που ουδεμία σχέση έχει με διαγωνισμούς και αμειβόμενες προωθητικές ενέργειες
Το περιοδικό ΣημειΩματάριο έχει θέσει ως όρο για τη συμμετοχή στον Λογοτεχνικό Μαραθώνιο τη σύμπλευση των κειμένων με τους κανόνες περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς και την άρτια επιμέλειά τους. Ως εκ τούτου, δεν φέρει καμία ευθύνη για το περιεχόμενο και την εμφάνιση των κειμένων που θα δημοσιευτούν, αν και θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν για την ταύτισή τους με τους όρους του περιοδικού.
ΠΗΓΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ – ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ: ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΒΙΟΛΕΤΤΑ
Επιμέλεια παρουσίασης: Άννα Ρω