Βιβλίο: Δεσποινίς Δυστυχία Τσιμάρας Τζανάτος


Δεσποινίς Δυστυχία του Τσιμάρα Τζανάτου

– Έργο σε 12 Σκηνές-

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ (7)
Χ : Ένας άντρας ηλικίας 35-45 ετών
Ψ: Alter ego του Χ.
Η ΔΥΣΤΥΧΙΑ: Γυναίκα απροσδιορίστου ηλικίας.
H ΓΥΝΑΙΚΑ
Η ΓΙΑΓΙΑ
Ο ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: Ένας άντρας γύρο στα 40-50.
ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ : Ένας άντρας γύρο στα 25-40.

ΣΚΗΝΗ 1η

(Ο Χ ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι. Μπορεί και τραπέζι. Σαν χειρουργείου. Μισόγυμνος ή τελείως γυμνός. Γύρω από το κρεβάτι στέκονται τα πρόσωπα σαν σε Μυστικό Δείπνο ή το “Μάθημα Ανατομίας” του Ρέμπραντ).

1.Ο Ψ.
2.Η Δυστυχία
3.Η Γιαγιά.
4.Ο Αρχισυντάκτης
5.Η Γυναίκα
6.Ο Άντρας
(Και Χορός που αποτελείται από τα πρόσωπα των ρόλων)

Ψ:
“…Καὶ ἐγένετο ὁ κατακλυσμὸς τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας ἐπὶ τῆς γῆς…τὸ δὲ ὕδωρ ἐπεκράτει σφόδρα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐκάλυψε πάντα …”
(Γένεσις : Κεφάλαιον Ζ’)

Χ:
Έφυγα από τo σπίτι της μάνας μου στα Εξάρχεια.
Η πλατεία μύριζε- μπάφο.

Ψ:
Ή… δακρυγόνα…

Χ:
Κατέβηκα με το αυτοκίνητο την Στουρνάρη.
Έξω από το Πολυτεχνείο, πανό.

ΧΟΡΟΣ (Όλοι μαζί):
«Κουφάλες… Έρχεται Θάλασσα!»

Χ:
Πρόσεξα κλούβες με αστυνομικούς.
Συνειδητοποίησα ότι ήταν παραμονές της Επετείου.

Ψ:
Μουσική ακουγόταν από τα μεγάφωνα.
ΧΟΡΟΣ:
«Μόνο ένα δάκτυλο νερό- στου κόσμου το ποτήρι…»

Χ:
Κατέβασα το παράθυρο.
Πέρασα το φανάρι της Πατησίων. Με πράσινο.

ΧΟΡΟΣ:
«…Και να το πιεις δεν ξεδιψάς- το βλέπεις και σε φθείρει.»

Χ:
Κάτι άσπρο εμφανίστηκε ανεπάντεχα μπροστά μου.

Ψ:
Ως κατάλευκη κοιλιά κήτους ενεφανίσθη…

Χ:
Διέσχιζε την Πατησίων. Από το πουθενά.
Πάτησα φρένο.
Άκουσα τις λαμαρίνες του αυτοκινήτου να πετάγονται με θόρυβο καθώς χωνόμουν στις ρόδες ενός τεράστιου φορτηγού-ψυγείου.

Το είδα να διπλώνει στα δύο.
Ένα άσπρο σύννεφο με κτύπησε δυνατά. Στο πρόσωπο.
Ένιωσα να κάνω σβούρες.
Ενώ γύρω μου έβρεχε.
Ψάρια. Κατεψυγμένα.

ΓΙΑΓΙΑ:
Που είναι η σαρδελίτσα μου μωρέ;

Χ:
Άρχισα να χοροπηδάω. Σαν να κατουριόμουνα.
Από χαρά. Μεγάλη. Που δεν την άντεχα.

Ψ:
Αφού η μεγάλη χαρά έτσι είναι. Δεν αντέχεται.

ΓΙΑΓΙΑ:
Κρύφτηκε η σαρδελίτσα μου…;

Χ:
Πάντα χαιρόμουν όταν η γιαγιά πέταγε το σύνθημα για την Σαρδελίτσα: Το παιγνίδι μας.

Ψ:
Έβαζα πίσω τα χέρια μου. Να μην βρει την Σαρδελίτσα. Τα δάκτυλά μου δηλαδή.

ΓΙΑΓΙΑ:
Την έφαγε η γάτα…;

Χ:
Τακ. Τακ…το ξύλινο πόδι της.

ΓΙΑΓΙΑ:
Μήπως την έφαγε άλλο ψάρι;

Χ:
Ποτέ δεν την είχα ρωτήσει πως το έχασε.

ΓΙΑΓΙΑ:
Έφαγε το μεγάλο ψάρι το μικρό;

Ψ:
Όχι! Χι…χι…

Χ:
Μου ξέφευγε εμένα. Η χαρά.
Και της έδινα το χέρι μου. Να προλάβω.
Μη μετανιώσει. Και φύγει.

Ψ:
Η χαρά-μη φύγει…

ΓΙΑΓΙΑ:
Έεεεεεχω μια…Σαρδελίτσα…

Χ:
…ξεκίναγε από τον αντίχειρά μου με τραγουδιστή φωνή. Ακουμπώντας τα δάκτυλα της πάνω του σαν να ήταν σαρδελίτσα.

ΓΙΑΓΙΑ:
Την πλέεενω…

Χ:
…πήγαινε μετά στον δείκτη.

ΓΙΑΓΙΑ:
Την καθαρίιιιζω…

Χ:
…έλεγε στον μέσο.
Πάντα κάνοντας μια στάση.
Εκεί – έκλεινα τα μάτια.

Ψ:
Η πολλή χαρά άμα έχεις τα μάτια ανοιχτά φεύγει.
Αφού για να φεύγει γεννήθηκε η χαρά.

Χ:
Γιαυτό κλείνουμε τα μάτια.
Να μείνει. Λίγο ακόμα.

ΓΙΑΓΙΑ:
Την βάααζω στο λαδάααακιιι….

Χ:
Τάχα λάδωνε με τα δάκτυλα της τον παράμεσο κι άπλωνε τους φθόγγους. Αφού μετά ερχόταν το πλατύσκαλο στην κλίμακα.
Που ανεβαίναμε.

Ψ:
Που με ανέβαζε. Από το χέρι.

Χ:
Πριν πέσω.

Ψ:
Ή με ρίξει.

ΓΙΑΓΙΑ:
Και της….ΚΟΒΩ και το κεφαλάκι!

Χ:
Ερχόταν ο τελικός αφόρητος ίλιγγος.
Σαν χαρά και πόνος μαζί.
Που σου κόβει την ανάσα.

Ψ:
Ο πόνος έτσι κάνει.

Χ:
Το κατάλαβα αργότερα. Που μεγάλωσα.
Ότι ο πόνος σε αφήνει χωρίς ανάσα.

Ψ:
Ειδικά μετά από χαρά όταν έρχεται.

Χ:
Και έσφιγγε το μικρό μου δακτυλάκι.
Και με αποκεφάλιζε.
Σαν σαρδέλα

Ψ:
Η γιαγιά.

ΑΝΤΡΑΣ:
Είσαι καλά;

Χ:
Ποιος με ρωτούσε; Δεν απάντησα.
Ποτέ δεν απαντούσα στο Είσαι καλά…
Όσο τυπικά κι αν διατυπωνόταν.
Ποτέ. Γιατί ήξερα.
Πως κάθε φορά που κάποιος ρώταγε, έπαιρνε ένα μεγάλο ρίσκο:
Να του απαντήσουν. Με την αλήθεια.

ΑΝΤΡΑΣ: Αστυνομικός είμαι.

Χ:
Αστυνομικός είμαι…;

ΑΝΤΡΑΣ:
Όχι εσύ. Εγώ. Καλέστε ένα ασθενοφόρο κάποιος. Έστω γιατρό.
Είσαι καλά…;

Χ:
Όχι, δεν ήμουν. Καλά.
Δεν είχα αισθήματα για κανέναν. Πια.
Επειδή κάποτε- είχα. Πολλά

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Κατάθλιψη λέγεται.
Ξέρετε πόσους συναντάω καθημερινά;
Περιφέρουν τις τεφροδόχους των αισθημάτων τους.
Λέξεις, σιωπές, ποταμούς δακρύων.

Ψ:
Πως γίνεται κι ένας άνθρωπος, χωράει τόσο πολύ;
Τόσο πολύ τίποτα. Μέσα του.

Χ:
Χυνόμουν από τα μάτια. Δάκρυα. Σαν κρύσταλλα.
Κατέβαιναν από τα μάτια μου και κυλούσαν.
Βρύσες. Κλεισμένες. Που άνοιξαν.
Μετά από αιώνες. Και με άδειαζαν στον κόσμο.
Πάλι.

ΑΝΤΡΑΣ: (στον ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗ)
Γιατρέ- δεν απαντάει…!

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Δεν είμαι γιατρός. Ο αρχισυντάκτης του στην εφημερίδα που δουλεύει είμαι.

Χ:
Βγήκα από το διαλυμένο αυτοκίνητο.
Ανέπαφος. Σαν καινούργιος.

ΑΝΤΡΑΣ:
Πώς τον λένε;

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Εγώ ξέρω πώς τον λένε. Το θέμα είναι αν το ξέρει και ο ίδιος.
(Στον Χ)
Πώς σε λένε; Θυμάσαι;

ΑΝΤΡΑΣ:
Πες μας το όνομά σου…

Χ:
Η άσφαλτος της Πατησίων είχε μετατραπεί σε θάλασσα.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Τι μέρα είναι σήμερα ξέρεις;

Χ:
Εκατοντάδες ψάρια ασήμιζαν στην μαύρη άσφαλτο.
Κάθε λογής. Και κάθε μεγέθους.
Κατεψυγμένα ψάρια.
Που είχαν ξεχυθεί από την διπλωμένη στα δύο νταλίκα.
Τεράστιες σφυρίδες τεμαχισμένες σε φέτες κυλούσαν σαν τσέρκια.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Έτσι –ανάπνεε… Πάρε βαθιές ανάσες

Χ:
Μπαρμπούνια κουτρουβάλαγαν ανακατεμένα με συναγρίδες.
Αστακοί έδειχναν τον ουρανό με τις δαγκάνες τους.
Και ένας τεράστιος ξιφίας.
Καρφωμένος σε ένα σταθμευμένο αυτοκίνητο.
Τίναξα από πάνω μου κρυσταλλάκια παρμπρίζ.
Και πάγου.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Δεν έχει τίποτα. Από το σοκ είναι.

Χ:
Παγωμένα δάκρυα…

Ψ:
Η γυναίκα…;

Χ:
Δεν έχω. Ανύπαντρος…

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Η κοπέλα;

ΑΝΤΡΑΣ:
Με το περίεργο όνομα. Που ήταν μαζί σου.

Χ:
Μόνος μου είμαι…

Ψ:
Μονάχος είσαι…

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Η… «Δυστυχία…»

Χ:
Η δυστυχία…; Η δυστυχία τίνος;

ΑΝΤΡΑΣ:
Μια … Δυστυχία…! Εμένα ρωτάς;

Χ:
Γενική Δυστυχία δεν υπάρχει…! Η δυστυχία είναι πάντα κάποιου…

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Αυτή… είναι η Δυστυχία όλων μας!
(Εμφανίζεται η ΔΥΣΤΥΧΙΑ σαν σκιά.)

«…Μην το μετράς το Τίποτα- τις ζυγαριές σου σπάει
Θεόρατο το ‘αόρατο’-κι όμως παντού χωράει.

Αυτά που δεν μπορώ να πω-τα λέω με παραμύθια
Παίρνει ανάσες η σιωπή- με αχ ζητάει βοήθεια»

-ΣΚΟΤΑΔΙ-

-ΣΚΗΝΗ 2η/
Η ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΔΥΣΤΥΧΙΑΣ

Χ:
Την έλεγαν Δυστυχία.

ΓΙΑΓΙΑ:
Βαφτισμένη έτσι: Δυστυχία.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Απροσδιορίστου ηλικίας.

Χ:
Έδειχνε παιδί…

Ψ:
.. παιδὸς ἡ βασιληίη…

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
…αλλά μάλλον γύρω στα εικοσιπέντε.

ΓΙΑΓΙΑ:
Ίσως και τριανταπέντε.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Σαράντα πέντε. Πενήντα πέντε…Τόσο απροσδιόριστο.

Ψ:
Αἰὼν, παῖς ἐστι- παίζων… ( πεσσεύων)

Χ:
Έμενε στον πέμπτο. Ακριβώς στο από πάνω διαμέρισμα.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Μόνη της; Χρόνια;

Ψ:
Κανείς δεν ήξερε να πει με σιγουριά.

ΓΙΑΓΙΑ:
Κυκλοφορούσε πάντα καλοντυμένη και κομψή. Σαν να πήγαινε σε γιορτή. Ή σε κηδεία.
Καμία σχέση με την εικόνα που σου δημιουργούσε το άκουσμα του ονόματός της.

Χ:
Η μόνη παρατονία: μια τεράστια παλιά τσάντα θαλάσσης.
Χειμώνα καλοκαίρι.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Δεν υπήρχε περίπτωση να μην προσέξεις τη Δυστυχία.
Όχι μόνο για την παράλογη ομορφιά της.
Αλλά και από μια αλλόκοτη μυρωδιά ψαριού που απλωνόταν στο πέρασμά της.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Ανυπόφορη.

Χ:
Συχνά καταλαβαίναμε αν η Δυστυχία είχε περάσει έστω από κάπου όχι μόνο από την ψαρίλα που την συνόδευε.
Αλλά και από τα υγρά σημάδια που άφηνε πίσω της.
Γιατί όταν πρόσεχες έβλεπες ίχνη- σε κάθε της βήμα…

Ψ:
Ίχνη ύδατος…

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Όσοι αγνοούσαν το γεγονός, έβλεπαν βρεγμένα τα πεζοδρόμια και νόμιζαν πως είχε βρέξει.

ΓΙΑΓΙΑ:
Οι νοικοκυρές μάζευαν τα απλωμένα ρούχα.
Και οι μανάδες φόραγαν στα παιδιά τους αδιάβροχα.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Μετά μάθαιναν να αναγνωρίζουν τα σημάδια.
Και ενημέρωναν ο ένας τον άλλον.
Από τα μπαλκόνια. Φωνάζοντας.

ΓΙΑΓΙΑ/ ΧΟΡΟΣ:
Πέρασε η Δυστυχία…!

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Στην αρχή αυτό μπέρδευε πολλούς.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Μερικοί το έπαιρναν ως προειδοποίηση για κάποιο κακό που ερχόταν.

ΓΙΑΓΙΑ:
Και οι δυστυχισμένοι ως σημάδι για καλύτερες μέρες.

Χ:
Όμως τελικά δεν άλλαζε τίποτα.

Ψ:
Απλώς: η Δυστυχία διέσχιζε τον κόσμο.

ΣΚΟΤΑΔΙ/VIDEO

ΣΚΗΝΗ 3η

Χ:
Στο τηλεοπτικό κανάλι, που δούλευα κάποιες φορές παράλληλα με την εφημερίδα, ετοίμαζα για το κεντρικό δελτίο, διεθνή θέματα.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Το παρακολουθούσα πάντοτε. Μου άρεσε που ο γιός μου εμφανιζόταν στο γυαλί.
Συχνά παρουσίαζε Πολιτιστικά- και αξιοπερίεργα, από όλο τον κόσμο.

Χ:
Όμως αυτό- που είχα μπροστά μου εκείνη τη μέρα, ξεπερνούσε το αξιοπερίεργο.

ΑΝΤΡΑΣ:
Ένα βίντεο από πόλη της Ισλανδίας που έπαιζε από το πρωί στο CNN και είχε δημιουργήσει σάλο.

Χ:
Θυμήθηκα ότι πριν δυο μήνες είχα παρουσιάσει πάλι κάποια γεγονότα από την ίδια πόλη. Που τότε, είχαν περάσει σαν φήμες.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Στην πόλη οι κάτοικοι άνοιγαν τις βρύσες και το νερό έτρεχε προς τα πάνω.

Χ:
Έτσι ξεκίνησε.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Το νερό συγκεντρώνονταν στις οροφές των διαμερισμάτων.
Και μια μέρα άρχισε να πέφτει.
Σαν βροχή. Αλλά από μέσα.

ΓΙΑΓΙΑ:
Αναγκάζονταν οι άνθρωποι να βγαίνουν έξω- μη βραχούν.
Αφού- έβρεχε το σπίτι.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Κράτησε σαράντα μέρες αυτό.

ΓΙΑΓΙΑ:
Όλοι γυρνούσαν από δωμάτιο σε δωμάτιο με αδιάβροχα.
Στη τουαλέτα πήγαιναν με γαλότσες.
Κοιμόντουσαν σκεπασμένοι με μουσαμάδες.
Έβλεπαν τηλεόραση με ομπρέλες,

ΑΝΤΡΑΣ:
Μια μέρα- σταμάτησε.

Ψ:
Κι από τότε- τίποτα.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Μέχρι τώρα.
Που εμφανίστηκε αυτό το βίντεο.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Ήταν το ερασιτεχνικό βίντεο μια γέννας σε μαιευτήριο.
Την ώρα της καισαρικής.

Χ:
Όλα εξελίσσονταν ομαλά στην αρχή.
Μετά εμφανίστηκαν κάτι κουκίδες. Ακατανόητες.
Που ολοένα πύκνωναν.
Μέχρι που όταν ακούμπησαν στις μπλούζες των γιατρών, έσκασαν.
Και απλώθηκαν σαν λεκέδες.
Κόκκινοι.

Ψ:
(Ήταν) αίμα.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Οι σταγόνες κτυπούσαν στο ταβάνι και έπεφταν πιτσιλίζοντας τα έντρομα πρόσωπα .

Χ:
Του γιατρού και της μαίας.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Πριν προλάβουν να αντιδράσουν, ο αμνιακός σάκος άρχισε να βγαίνει από την τομή της κοιλιάς.
Μόνος του.

Ψ:
Σαν ένα μπαλόνι.
Κατακόκκινο.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Γλίστρησε από τα κοιλιακά τοιχώματα και άρχισε να ανεβαίνει.

Ψ:
Ολοστρόγγυλο.

Χ:
Προς το ταβάνι.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Ο ομφάλιος λώρος τεντώθηκε
Έτοιμος να σπάσει.
Να κοπεί.

ΓΙΑΓΙΑ:
Συνδεόταν ακόμα με την μάνα του.
Μέχρι που άρχισε να τραβάει το σώμα της μητέρας.
Μαζί του.

ΑΝΤΡΑΣ:
Το σώμα άρχισε να ανυψώνεται αργά.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Φάνηκαν οι γιατροί και οι νοσοκόμες τρομαγμένοι να απομακρύνονται.
Το έμβρυο να κινείται σπασμωδικά.

ΓΙΑΓΙΑ:
Σαν να έσερνε την μάνα του.
Προς τον ουρανό.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Σε μια ανάποδη γέννα.

Ψ:
Το παιδί γεννούσε τον γονιό.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Επί τρεις μέρες τα δελτία ειδήσεων κατακλύστηκαν από τα αλλόκοτα φαινόμενα. Της πόλης.

Χ:
Σταδιακά οι άνθρωποι είχαν αρχίσει να χάνουν την βαρύτητά τους.
Για κάποιον ανεξήγητο ως εκείνη τη στιγμή λόγο.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Πρώτα άρχισαν να αιωρούνται.
Πάνω από το έδαφος.
Καθώς περπάταγαν αισθάνονταν το έδαφος να φεύγει.
Επειδή έφευγαν αυτοί.
Προς τα πάνω.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Οι πρώτες ερμηνείες ήταν: αέρια.
Κοιλιακά.
Που συσσωρεύτηκαν.
Λόγω διατροφής.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Άρχισαν να ψάχνουν τις τροφές που ίσως να δημιουργούσαν τα αέρια.
Απαγόρευσαν τα φασόλια και τα μπρόκολα.
Γενικά τα λαχανικά.

ΓΙΑΓΙΑ:
Αλλά και το αρνί.
Γιατί κάποιοι ισχυρίζονταν πως ανέκαθεν τους έπρηζε.

ΑΝΤΡΑΣ:
Με τον ίδιο τρόπο εξήγησαν και τους ιλίγγους.
Σε σχέση με τα φασόλια και τα μπρόκολα ενοχοποίησαν την δυσάρεστη οσμή των αερίων τους.
Ότι η οσμή προκαλούσε τον ίλιγγο.
Δεν πήγε ο νους τους στο προφανές.

Χ:
Την υψοφοβία …

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Όταν το φαινόμενο κλιμακώθηκε η επιστημονική κοινότητα αποφάσισε να το δει πιο σοβαρά.

ΑΝΤΡΑΣ:
Απέκλεισε την περίπτωση των αερίων.
Αποσυνέδεσε τους ιλίγγους από την μυρωδιά.
Και τότε- λειτούργησε η κοινή λογική.

Ψ:
Οι άνθρωποι έχαναν την βαρύτητά τους.

Χ:
Ο νόμος της βαρύτητας δεν ίσχυε. Πια.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Ίσχυε η Αντί-βαρύτητα.
Κι έτσι ονομάστηκε.
«Φαινόμενο αντί-βαρύτητας».

ΑΝΤΡΑΣ:
Σύμφωνα με το περίφημο παράδειγμα του μήλου του Νεύτωνα, το μήλο πια δεν έπεφτε προς τα κάτω.
Έπεφτε προς τα πάνω.
Άρα- ανυψωνόταν.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Αυτό πάθαιναν και οι άνθρωποι,
Ανυψώνονταν. Σαν μπαλόνια.
Και για να μην ανυψώνονται, άρχισαν να δένονται.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Σε κρεβάτια.
Για να κοιμηθούν χωρίς να ξυπνήσουν κολλημένοι στο ταβάνι.

ΑΝΤΡΑΣ:
Σε καρέκλες και σε τραπέζια.
Για να φάνε.
Μη κυνηγάνε το φαγητό- που ολοένα κι απομακρύνονταν από αυτό.

ΓΙΑΓΙΑ:
Ακόμα και σε κάγκελα ή στύλους στον δρόμο.
Όταν πήγαιναν βόλτες.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Όλοι κατέληξαν δεμένοι.
Ο ένας με τον άλλον.
Και όλοι μαζί.

Χ:
Σε κάτι σταθερό.
Για να είναι σταθεροί.
Στη ζωή τους.

Ψ:
Αλλά δεν ήταν.
Δεν υπάρχει σταθερό τίποτα στη ζωή.
Ούτε στον κόσμο.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Έτσι όπως ήταν φυσικό- άρχισαν όλοι να ίπτανται.

Χ:
Στον ουρανό.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Ολόκληρες σαλοτραπεζαρίες ταξίδευαν στον ορίζοντα με δεμένους πάνω τους ανθρώπους.
Κρεβατοκάμαρες με τα κομοδίνα τους κι επάνω οι κοιμισμένοι ανυποψίαστοι.
Μωρά με τις κούνιες τους .

ΓΙΑΓΙΑ:
Ή δεμένα σαν σκυλιά με αλυσίδες.

Ψ:
Όλα ίπταντο.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: Προσπάθησαν να μην πάρει διαστάσεις, δόθηκε μια συνέντευξη από ομάδα επιστημόνων που μεταδόθηκε από τοπικό κανάλι.

ΑΝΤΡΑΣ:
Αυτό που διατυπώθηκε ήταν ότι τα υγρά άρχισαν να αεριοποιούνται.
Έτσι ακριβώς το είπαν.

Χ:
Η αντί –βαρύτητα δημιουργούνταν από ένα φαινόμενο εξαέρωσης των υγρών.
Ψ:
Του ανθρωπίνου σώματος.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Ως γνωστόν το ανθρώπινο σώμα από υγρά αποτελείται.

Ψ:
Ρευστόν ο άνθρωπος.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: (προς το πλήθος)
-Σκεφτείτε τα σύννεφα…

ΓΙΑΓΙΑ:
Τι εννοείτε;.
Ότι οι άνθρωποι γίνονται σύννεφα;

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Γινόμαστε σύννεφα;

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
-Κατά κάποιον τρόπο…ναι.

ΑΝΤΡΑΣ:
-Και θα είμαστε σύννεφα για πάντα; Για όλη μας τη ζωή;

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
-Ίσως … όχι.
Το πιο πιθανόν…να συμβεί ό,τι και στα σύννεφα….να…-
(Παύση).
-Να υγροποιηθούν…!

ΓΥΝΑΙΚΑ:
-να υγροποιηθούμε;

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
-Ναι. Να υγροποιηθούμε…

ΓΥΝΑΙΚΑ:
-Και..;

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
-Και να πέσουμε…
ΓΙΑΓΙΑ:
-ΝΑ ΠΕΣΟΥΜΕ;

ΓΥΝΑΙΚΑ:
…σαν βροχή…!;

ΓΙΑΓΙΑ:
-ΜΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΝΘΡΩΠΟΙ…

ΑΝΤΡΑΣ:
-ΑΝ… πέσουμε θα σκοτωθούμε…!!!

Χ:
-Άρα- θα πεθάνουμε μας λέτε;

(ΧΟΡΟΣ/Φωνάζουν όλοι μαζί)
ΓΥΝΑΙΚΑ:
-Και τι είναι η ζωή για να πέσει; -Σταγόνες;

ΓΙΑΓΙΑ:
-Αρνούμαι τέτοιον ασήμαντο θάνατο…!
(Όλοι μαζί)
-ΝΑ ΦΥΓΟΥΜΕ!!!
-Να φύγουμε…!

Χ:
Αλλά δεν πρόλαβαν.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Μια καταρρακτώδης βροχή ξέσπασε απότομα.
Κι άρχισε να βρέχει νερό και ανθρώπους.
Και καρεκλοπόδαρα. Κυριολεκτικά.
Επί 40 λεπτά έβρεχε.
Ασταμάτητα.

Χ:
Και μετά.
Ησυχία.
Σαν να μην είχε συμβεί τίποτε.
Ποτέ.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Βγήκε και Ουράνιο Τόξο.
(Μουσική)

Ψ:
Την ώρα που κήδευαν όσους κομματιάστηκαν.
Από την πτώση τους.

Χ:
Όχι πολλοί. Είπαν.
Δεν είπαν αριθμό.

Ψ:
Απέφυγαν.

ΣΚΟΤΑΔΙ

ΣΚΗΝΗ 4η/ Η ΚΗΔΕΙΑ

Χ:
Έγειρα πίσω το κεφάλι. Και έκλεισα τα μάτια.
Αισθάνθηκα λύτρωση. Σαν να προσευχόμουν…

Ψ:
Δεν προσευχόσουν.

Χ:
Γαργάρες έκανα.
Ο λαιμός μου με έκαιγε μέρες τώρα. Αφόρητα.
Έσφιξα τα μάτια μου.
Αισθάνθηκα τον κόσμο να γυρίζει.
Ανάποδα.
Άνοιξα τα μάτια για να βεβαιωθώ …

Ψ:
Ο κόσμος στη θέση του:
Το ταβάνι, ταβάνι.
Το πάτωμα, πάτωμα.

Χ:
Κράτησα το αλατόνερο για λίγο ακόμα στο λαρύγγι μου και μετά το έφτυσα.

Ψ:
Η τηλεόραση ακουγόταν από το μέσα δωμάτιο σαν καρδιογράφημα ενός κόσμου στην εντατική.

Χ:
Έκανα αντικαταθλιπτική αγωγή μήνες τώρα.

Ψ:
«…Δεν είχες αισθήματα για κανέναν. Πια…»

Χ:
Επειδή- κάποτε είχα…

Ψ:
Πολλά…

Χ:
Πήρα το συνηθισμένο μου Λαντόζ.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Κυκλοφορεί και ως «Προζάκ». Το «Χάπι της Ευτυχίας».

Χ:
Έτσι το λέγανε πριν καιρό κάτι αμαθείς συνάδελφοι δημοσιογραφίσκοι.
Λες κι άκουγα τον αρχισυντάκτη μου στην πιο κλισέ ερώτησή του.
Σαν να έπαιρνε μια από τις τυποποιημένες συνεντεύξεις του.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Τι είναι «ευτυχία»;

Χ:
Ένα χάπι- με γλυκόπικρη γεύση…

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Έχετε συναντηθεί με την ευτυχία;

Χ:
Κάθε φορά που εκείνη ερχόταν, εγώ είχα φύγει…

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Στον Θεό- πιστεύετε;

Χ:
Όχι. Ούτε αυτός σε μένα.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Κι αν μια μέρα συναντούσατε κάποιον, εμένα λόγου χάριν, και σας έλεγε:
«Εγώ είμαι ο Θεός που έψαχνες. Είμαι εδώ για σένα. Μόνο…»
Τι θα του ζητούσες; Τι θα του έλεγες;

Χ:
Ότι δεν χρειάζομαι άλλον μαλάκα στη ζωή μου.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: (γελάει τρανταχτά)
Αν δεν είχες εμένα, θα είχες πάρει πόδι από το Συγκρότημα. Εγώ φταίω που προσπαθώ να σε μάθω πώς να παίρνεις σωστές συνεντεύξεις. Έχω βλέπεις συμπάθεια στους αυτοκαταστροφικούς. Γίνε άντρας ρε. Όλο με κάτι αδελφούλες κάνεις παρέα. Ενηλικιώσου. Σαραντάρισες.
(Φεύγει)

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Αυτός ο άνθρωπος είχε γίνει ο καθημερινός εφιάλτης όλων στο γραφείο. Γελούσε όλη η πιάτσα μαζί του. Μεγαλομανής. Του είχανε βγάλει και παρατσούκλι: Ο Τεράστιος. Ως αντιθετικό υπονοούμενο. Λέγανε πως τον είχε πολύ μικρό. Και να μην ίσχυε, εξέφραζε μιαν εσωτερική αλήθεια: ήταν ψυχικά… μικροτσούτσουνος.

Χ:
Η πίεση στην δουλειά και οι απολύσεις που εκκρεμούσαν -για μια ακόμα φορά- τον είχαν κάνει την προσωπική εμμονή όλων μας.
Έγειρα πάλι το κεφάλι μου προς τα πίσω.
Αργά αυτή τη φορά. Και κατάπια.
Κάτι με έτσουξε στο μάγουλο. Και μετά, σαν υγρό.
Κύλησε στο δέρμα μου.

Ψ:
Αίμα…

Χ:
Κοίταξα τα δάκτυλά μου. Δεν ήταν (αίμα).

Ψ:
Δάκρυα…

Χ:
Κάποιος μέσα μου έκλαιγε για κάποιον;
Κάποιος μέσα μου δεν άντεχε την απώλεια;
Το δοκίμασα…

Ψ:
Νερό.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Μπορεί να είναι κάποιος ευτυχισμένος;

Χ:
Μόνο, αν αγνοεί…

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Η ευτυχία δεν είναι ανθρώπινη κατάσταση- λέτε …

Χ:
Μια χοντρή σταγόνα νερού, από το φουσκωμένο ταβάνι – με επανέφερε στην πραγματικότητα.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Διαρροή!

ΑΝΤΡΑΣ:
Διαρροή!!!!!!

Χ:
Έκρυψα τα χέρια μου. Πίσω μου.
Παλιά παιδική συνήθεια.
Σαν τικ. Αντανακλαστικό.
Στο πολύ.
Όταν συναντάς κάτι που φοβάσαι.
Πολύ.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Ή. Εύχεσαι.
Εξίσου πολύ.

Χ:
Οπισθοχώρησα μηχανικά. Σαν για να αποφύγω την επόμενη στιγμή.
Που το ταβάνι θα έσκαγε. Σαν τέλος.
Κι ένα κύμα νερού θα με σκέπαζε. Για πάντα.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Ο αιώνιος φόβος σου. Από παιδάκι…

Χ:
Τώρα πια τους σάρκαζα τους φόβους μου.
Μάλλον- είχα μεγαλώσει πια.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Ή- λειτουργούσε καλά το αντικαταθλιπτικό.

(Πέφτει με γδούπο ένα σώμα. Από ψηλά. Ξαφνικά.)

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Μια αυτοκτονία…

Χ:
Αυτή του διαχειριστή της πολυκατοικίας που μέναμε…

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Ευτυχώς όχι η δική σου…

Χ:
…μας έφερε κοντά με την Δυστυχία.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Την Δυστυχία, του επάνω ορόφου…

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Αλλά και ένας φόνος: της χρόνια κατάκοιτης γριάς μάνας του. Την είχε πνίξει ο ίδιος, λίγο πριν πηδήξει στο κενό, με ένα μαξιλάρι.

Ψ:
Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν…

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Στην κηδεία…

Ψ:
νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
..του διαχειριστή και της μάνας του…

Χ:
Ήρθε- και στάθηκε δίπλα μου.

Ψ:
Ἐπλανήθην ὡς πρόβατον ἀπολωλός…-

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Σιωπή απλώθηκε μόλις εμφανίστηκε. Οι ψίθυροι και τα όποια δάκρυα έμειναν μετέωρα.

Χ:
Σαν κρατημένη ανάσα.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Ένα τρισάγιο και δύο μνημόσυνα που γίνονταν εκείνη τη στιγμή σταμάτησαν.
Και όλοι γύρισαν τα κεφάλια και κοίταζαν.
Αυτήν.

Χ:
Κάποιοι άρχισαν να πλησιάζουν κιόλας.
Για να βλέπουν. Καλύτερα.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Μαζεύτηκε κόσμος.

Ψ:
Σαν σε κοίλον αρχαίου Θεάτρου στέκονταν…

Χ:
Κι εκείνη στο κέντρο.
Της σκηνής.
Αμίλητη.

Ψ:
Ως γρίφος.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Μόνο ένα παιδί με μύξες να τρέχουν.
Στάθηκε απέναντί της.
Κι έδειξε.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Με το δάκτυλο.

Χ:
Αυτό. Που κράταγε η Δυστυχία στο δεξί της χέρι.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Όχι στο αριστερό. Που κράταγε την παλιά τσάντα.
Στο δεξί. Σε αυτό που κάνουμε το σταυρό μας…

Χ:
Κράταγε μια γυάλα.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Με νερό.
ΓΙΑΓΙΑ:
«Το νερό δεν έχει νόημα…»

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Αυτό έδειξε το παιδί με τις μύξες.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Και κάτι μέσα.
Που σάλευε.

Χ:
Γύρισα να κοιτάξω. Ένοιωσα να με τυλίγει ένα σκοτεινό κύμα θαλάσσης. Σαν να πνιγόμουνα.

Ψ:
-Γιαγιά…γιατί τα μάτια σου είναι τόσο μεγάλα…;

ΓΙΑΓΙΑ:
Για να σε βλέπω…καλύυυτερα…!

Χ:
Στην ακουμπισμένη στην κοιλιά της γυάλα, σαν έμβρυο στο αμνιακό του υγρό…ένα χταπόδι!

ΓΙΑΓΙΑ:
«Το νερό δεν έχει νόημα…»

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Καθόταν με τα χέρια κάτω από την ανοιχτή βρύση.
Ακίνητη. Ώρες θα καθόταν έτσι.

Χ:
Γυρίσαμε εκείνη τη μέρα με τη μάνα μου και βρήκαμε το σπιτι να έχει πλημμυρίσει.

ΓΙΑΓΙΑ:
«Το νερό δεν έχει νόημα…»

Χ:
Και όλα γύρω, μια λίμνη- άνευ νοήματος.
Επέπλεαν χαλιά, ρούχα, κάτι καρέκλες και τα παιδικά μου παιγνίδια.
Αυτό μου έκανε εντύπωση- τα παιγνίδια.
Που επέπλεαν.
Και ότι όλα- σαν παιγνίδια πια.
Όσα δεν θεωρούσα παιγνίδια. Ως τότε.

Ψ:
Επέπλεε- σαν παιγνίδι η ζωή.

ΓΙΑΓΙΑ:
«…δεν έχει νόημα… νερό όλα…»

Χ:
Σαν να μην υπήρχε ξαφνικά κανένα νόημα.
Στον κόσμο. Στον κόσμο που μέχρι τότε ήξερα.

ΓΙΑΓΙΑ:
«Σίγουρα καταγόμαστε από θάλασσα…
Δεν εξηγείται αλλιώς, που είναι τόσο αλμυρά τα δάκρυα…»

Χ:
Ισχυριζόταν πως τις μαρίδες που μου τηγάνιζε, τις ψάρευε από τα μάτια των λυπημένων.

Ψ:
-Γιαγιά…γιατί τα χέρια σου είναι τόοοσο μεγάλα….;

ΓΙΑΓΙΑ:
Για να σε πιάνω…καλύυυτερα!
Όταν μεγαλώσεις…θάρχομαι να ψαρεύω από τα μάτια σου, κουτσομούρες μνήμες και χταποδάκια φιλιά!

Χ:
Έβαλα τα κλάματα τρομαγμένος και αντί να μου τα σκουπίσει, εκείνη μού έβαλε ένα γυάλινο ποτήρι στα μάτια. Όταν το τράβηξε είδα-

Ψ:
…δυο ασημόψαρα σάλευαν ολοζώντανα…

ΓΙΑΓΙΑ:
«Είναι οι αθερίνες φόβοι σου…»

X:
Τα κρατούσε από τις ουρίτσες τους, μπροστά στα πελώρια από τρόμο μάτια μου.

ΓΙΑΓΙΑ:
«Μη τα λυπάσαι…»

Χ:
…έχωσε τα σπαρταριστά μικρόψαρα στο στόμα της.

ΓΙΑΓΙΑ:
«…Άμα τ’ αφήσεις, γίνονται σκυλόψαρα και σε τρώνε».

Χ:
Την κοίταζα με κρατημένη ανάσα…

ΓΙΑΓΙΑ:
Πάρε ανάσα. Θα σκάσεις. Η αναπνοή είναι η ψυχή μας.
Άλλη ψυχή δεν υπάρχει…

Ψ:
-Γιατί αναπνέουμε γιαγιά…;

ΓΙΑΓΙΑ:
-Για να μπαίνει ο κόσμος μέσα μας.

Ψ:
-Από πού μπαίνει ο κόσμος;

ΓΙΑΓΙΑ:
-Από τα πνευμόνια. Αααααααααα/
Κάνε κι εσύ εισπνοή…ΑΑΑΑΑ

Χ:
Έκανε η γιαγιά…ΑΑΑΑΑΑΑ… Έκανα κι εγώ.

ΓΙΑΓΙΑ:
-Εισπνέουμε.
Τον κόσμο.

Ψ:
Και αυτό που βγαίνει…μετά;

ΓΙΑΓΙΑ:
Εκπνέουμε.Τον εαυτό μας.
Φουουου!Στον κόσμο.

Ψ:
Φουου…
Ζαλίστηκα …! Γιατί γιαγιά…;

ΓΙΑΓΙΑ:
Πήρες πολύ κόσμο μέσα σου.
Γιαυτό.
Ή- έβγαλες πολύ εαυτό από μέσα σου.
Κι έχασε ο εαυτός το κέντρο βάρους του.
Γιαυτό ζαλίστηκες.
Είμαστε πιο αδύναμοι από τον κόσμο.
Αυτή είναι η μεγάλη δύναμη του ανθρώπου.
Το να ξέρει την αδυναμία του.
Δεν νικιέται ο κόσμος από τον άνθρωπο.
Ο κόσμος πάντα νικάει.

Ψ:
-Είναι δυνατός ο κόσμος;

ΓΙΑΓΙΑ:
Σαν κόσμος!

Χ:
Άνοιξε τα μάτια της.
Να χωρέσουν την απάντηση τα άνοιξε.
Κι έμειναν τα μάτια της ανοιχτά. Ώρα.
Και κατάλαβα ότι ο κόσμος πρέπει να ήταν πάρα πολύ δυνατός.
Αφού ούτε τα μάτια δεν τον άντεχαν.

Ψ:
Ἀμήν.
ΣΚΟΤΑΔΙ/ VIDEO

ΣΚΗΝΗ 5η
Χ:
Τα υδάτινα στίγματα της Δυστυχίας συνέχιζαν να σημαδεύουν τα καθημερινά της δρομολόγια στη ζωή μας. Φτιάχνοντας έναν χάρτη που μας περιείχε. Ερήμην μας.

Ψ:
Ερήμην ημών η ερημιά (μας)…

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Από την φθαρμένη τσάντα θαλάσσης. Που έσταζε. Έτσι νομίζαμε. Στην αρχή. Κάτι που εν τέλει, δεν ίσχυε.

Ψ:
Καμιά αρχή δεν ισχύει αν δεν ξέρεις το τέλος της…

ΓΙΑΓΙΑ:
Αφού κάποιος στην πολυκατοικία -απηυδισμένος από την αποφορά και τις εκατοντάδες γάτες που μαζεύονταν στις σκάλες μαγνητισμένες- κατήγγειλε στην αστυνομία ότι η Δυστυχία διατηρούσε παράνομο ιχθυοπωλείο.

ΑΝΤΡΑΣ:
Άλλη εξήγηση δεν υπήρχε. Αν και το ιχθυοπωλείο, τονιζόταν σαν να έλεγαν «μπουρδέλο».

Χ:
Εν τέλει στην τσάντα δεν βρέθηκε τίποτα.
Μονάχα ένα βατραχοπέδιλο.
Ένα- μόνο.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Το ίδιο βατραχοπέδιλο με αυτό στην κηδεία …

Χ:
Δεν θυμάμαι…

ΓΙΑΓΙΑ:
Σου έκανε αέρα με αυτό- όταν λιποθύμησες. Λογικό- που δεν θυμάσαι.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Στις επίμονες ερωτήσεις του αστυνομικού «πού πήγαινε» λένε πως απάντησε:
«Έχω ραντεβού. Με θάλασσα…»

ΓΙΑΓΙΑ:
Κοκκινίζοντας μάλιστα- θυμάστε;
Σαν να φανέρωνε ένα τρομακτικό μυστικό.

Χ:
Τα χείλη της δεν κουνήθηκαν καν, θυμάμαι. Σαν να εξέπνεε.

ΑΝΤΡΑΣ:
Πολλοί σχεδόν δεν άκουσαν . Κάποιοι επέμεναν ότι ποτέ δεν μίλησε.
Καν.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Αν και παρόντες, οι περισσότεροι μέσα από τις διηγήσεις των άλλων έμαθαν τη φράση.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Κυκλοφόρησε από στόμα σε στόμα. Σαν σπασμένο τηλέφωνο.
Και ο καθένας την έλεγε όπως ήθελε. Μέχρι και ποίημα κατέληξε να γίνει.

ΑΝΤΡΑΣ:
Ως και σύνθημα στους τοίχους.

ΧΟΡΟΣ:
-«Έχεις ραντεβού με θάλασσα…»

Ψ:
Σαν στίχος της Αποκάλυψης…

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Για επερχόμενη Συντέλεια- που αγνοούσαμε…

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Αυτή ήταν και η μόνη φράση ίσως, που την άκουσε κάποιος να λέει ποτέ. Από τότε την επαναλάμβανε λένε συχνά. Ακόμα κι αν δεν την ρωτούσες.
«Έχω ραντεβού με θάλασσα» .

ΓΙΑΓΙΑ:
Σαν για να προλάβει την ερώτηση η για να ξεμπερδεύει από τυχόν απορίες.

Χ:
Έδινε την εντύπωση πως κυριολεκτούσε.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Κοίταγε μόνο κάπου μακριά και σαν να έπιανε μπουρίνι.
Ακόμα και σε κλειστούς χώρους. Από το πουθενά.

ΓΙΑΓΙΑ:
Φούσκωναν οι χαρτοπετσέτες στα εστιατόρια και στροβιλίζονταν στο ταβάνι.
Άμμος και φύκια τύφλωναν τα μάτια των θεατών στα σινεμά. Αχιβάδες έπεφταν στα ντεκολτέ των γυναικών και στους φραπέδες στα καφενεία.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Πόρτες ανοιγόκλειναν με πάταγο και οι κουρτίνες σάλευαν σαν σαλάχια.

Χ:
Μέχρι που έφευγε…

Ψ:
Πάντα προς το σημείο που δεν κοιτούσε…

ΣΚΟΤΑΔΙ

ΣΚΗΝΗ 6η/ΠΑΡΑΒΑΣΗ

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Επιτρέψτε μου να μιλήσω. Θέλω να πω κάτι. Κι ας μη μου ζητήθηκε. Κι ας μην είχε υπολογιστεί. Θα μιλήσω, προσωπικά. Για να προλάβω όσα έρχονται. Σαν αυτή που ξέρει από πριν. Επειδή- φοβάται.
Η μάνα σου είμαι. Εγώ τον γέννησα. Όταν έχεις γεννήσει, γεννιέται και ένας φόβος μέσα σου, ταυτόχρονα. Αυτό είναι Μάνα: ένας φόβος. Μια διογκωμένη ευθύνη, ο φόβος. Για αυτό το απροστάτευτο που έφερε το σώμα σου στον κόσμο. Ευθύνεσαι. Δια παντός.
Θα το πω: Φοβάμαι. Για αυτόν.
(Δείχνει τον Χ. Τον κοιτάζει.)
Είμαι το Μη και το Όχι της ζωής σου. Σαν εμπόδιο ζωής ο άλλος δίπλα μας. Ξέρω.
(Στέκεται δίπλα του).

Θα σου πω μια ιστορία. Δική μου. Είχα μια γάτα.
Από παιδί την είχα. Μια γάτα δίπλα μου. Πάντα.
Μια μέρα ξύπνησα και η γάτα έλειπε. Την φώναζα:
Ψιτ! Ψιτ! Γάταααα! Γάταααααααααααααα!!!!!!
Δεν ήταν πουθενά. Άρχισα να κλαίω.
Βγήκα έξω και φώναξα:
-Η γάτα πέθανε…! Πέθανε η γάτα!
Βγήκαν όλοι στα παράθυρα.
Με κοιτούσαν να στέκομαι στη μέση του δρόμου.
Να φωνάζω για τη γάτα, τρέμοντας.
-Ποια γάτα… με ρώτησε ένας γείτονας.
-Η γάτα που είχα… !
-Εσύ ουδέποτε είχες γάτα…
(Παύση)
-Δεν είχα…;
-Όχι… μου είπε
-Και τόσα χρόνια που φώναζα ψιτ, ψιτ; Ποιον φώναζα…
Γιατί δεν μου το είπατε- πως δεν υπήρχε, γάτα.
(Σιωπή)

Ψ:
Ψιτ… ψιτ…

ΧΟΡΟΣ:
Ψιτ… ψιτ… ψιτ…

(Εμφανίζεται η Δυστυχία. Πλησιάζει τον Χ. Στέκονται απέναντι. )

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Φύγε. Δεν υπάρχεις. Φύγε!

(Ο ΧΟΡΟΣ τραβάει την ΓΥΝΑΙΚΑ κοντά του.)

Χ:
Δεν φοβάμαι. Τίποτα δεν φοβάμαι πια
Σαν κάτι να έχει τελειώσει.
Σαν κάτι βαρύ – που το αφήνω πίσω μου.
Δεν υπάρχουν γεγονότα. Σαν να μη συνέβησαν.
Οι σκιές τους μόνο…

Ψ:
Η κηδεία. Ο αρχισυντάκτης. Το αυτοκίνητο…

Χ:
Το αυτοκίνητο. Μια μάζα σιδερικών. Στον αέρα…

Ψ:
Το σήκωσε ο γερανός.

Χ:
Ένας εμβρυακός σάκος από λαμαρίνες.
Γύρισα σπίτι. Με τα πόδια. Περπάταγα ώρες.
Πέρναγαν δίπλα μου ταξί. Λεωφορεία. Τρόλεϊ. Άνθρωποι.
Κι εγώ- περπάταγα.

Ψ:
Μόνος σου.
Σαν παιδί που έκανε τα πρώτα του βήματα.
Χωρίς να στηρίζεται πουθενά.
Σε τίποτα. Και σε κανέναν.
Έτσι περπάταγες.

Χ: (Στον Ψ)
Ποιος είσαι…;

Ψ:
Ψιτ..ψιτ..ψιτ…

Χ:
Διέσχισα την Αττική. Σαν να διέσχιζα τον Κόσμο.
Έφτασα σπίτι. Έσταζα. Από ιδρώτα.
Έναν ιδρώτα- από βαθιά, μέσα μου.
Μύριζα. Λύπη.

Ψ:
Σαν ψάρι. Κατεψυγμένο. Που μόλις είχε αποψυχθεί.
Αλλά ζωντανό. Πάλι. Που έψαχνε θάλασσα.
Να ζήσει. Ξανά.

Χ: (Ξαπλώνει)
Έπεσα να κοιμηθώ. Στον καναπέ.
Ούτε τα ρούχα μου δεν έβγαλα…

Ψ: (Τον αγκαλιάζει)
Άκουσες ένα τρομακτικό θόρυβο.

Χ:
Σαν σεισμό…

Ψ:
Είχε πέσει το ταβάνι της κρεβατοκάμαρας μου.

Χ:
Από τη διαρροή. Η Δυστυχία…

Ψ:
Ψιτ…ψιτ…ψιτ…

Χ:
Γύρισα πλευρό και ξανακοιμήθηκα.

Ψ:
Ψιτ..ψιτ..ψιτ-
(Ο Ψ σταματάει- απότομα).
Δεν σε ενδιέφερε τίποτα.
Πια.

(Αλλαγή φωτισμού)

Χ:
Ξημέρωνε Σάββατο.
Ξύπνησα από το κινητό. Μήνυμα:
«Ευτυχία, το όνομά σου είναι Δυστυχία…
ΥΓ: Σε ευγνωμονώ. Που την συνάντησε- ο πούτσος μου. »
Ο αριθμός άγνωστος.
Κάλεσα να δω ποιος ήταν.
Ενεργοποιήθηκε τηλεφωνητής.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Αν είστε σύντομοι, θα σας καλέσω σύντομα. Κι εγώ…

Χ:
Αυτός. Δεν είχε πάει στο Παρίσι. Για συνέντευξη με τον τελευταίο Νομπελίστα. Πάλι στημένη θα την έκανε. Μέσω e-mail.
Και μερικά χασκόγελα με αμπελοφιλοσοφίες ανάμεσα, για να δείχνει ζωντανή. Βοούσε η δημοσιογραφική πιάτσα.
Ευτυχία το όνομά σου είναι Δυστυχία…

Για την ευτυχία μιλούσε πάλι; Η για την Δυστυχία αυτή τη φορά;
Την δική μου Δυστυχία.

Ψ:
Την από πάνω σου.

ΣΚΟΤΑΔΙ

ΣΚΗΝΗ 7η/Βαβέλ

Χ:
Το όνομά της συζητήθηκε φανερά πια στην έκτακτη συγκέντρωση των ενοίκων της πολυκατοικίας.
Αναρτήθηκε και χαρτί με το όνομά της ως αιτία της επείγουσας σύσκεψης.

ΑΝΤΡΑΣ:
«ΘΕΜΑ- Δυστυχία»

ΓΙΑΓΙΑ:
Όλοι διαμαρτύρονταν έντρομοι επειδή τις τελευταίες μέρες οι σωλήνες του διαμερίσματός της Δυστυχίας είχαν αρχίσει να σπάνε πλημμυρίζοντας όλους τούς από κάτω ορόφους.

Χ:
Με αποτέλεσμα να πέσουν τα ταβάνια δυο διαμερισμάτων.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Ένα εξ αυτών το δικό σου. Το δικό μου. Ως μητέρα είχα την κυριότητά.
Αμφιβάλλω αν θυμάσαι στην κατάσταση που ήσουν με εκείνον το αλλόκοτο βήχα που σε εμπόδιζε και να αναπνεύσεις.

ΓΙΑΓΙΑ:
Εκτός των άλλων, αχινοί είχαν αρχίσει να κατακλύζουν τις μαρμάρινες σκάλες.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Τόσοι που δεν μπορούσες να περπατήσεις.

Χ:
Ακόμα και την συγκέντρωση αναγκαστήκαμε να την κάνουμε στο κλιμακοστάσιο.
Αφού σε κάθε βήμα ακουγόταν κι ένα επιφώνημα πόνου.

ΓΙΑΓΙΑ:
Αχ…!

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Κάποιος είχε πατήσει αχινό.

ΑΝΤΡΑΣ:
Κι επειδή δεν βλέπαμε ποιος μιλούσε…

Χ:
…εκτός κι αν έμενε στον ίδιο όροφο με μας…

ΑΝΤΡΑΣ:
αποφασίσαμε να φωνάζουμε το ονοματεπώνυμό μας και τον όροφο, κάθε φορά που παίρναμε τον λόγο.

ΓΙΑΓΙΑ:
Μαρίνα Γεωργίου. 3ος!

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Κώστας Λαμπρόπουλος. 5ος…

ΑΝΤΡΑΣ:
Σπύρος Μπέτσης. 2ος!

(ΣΗΜ: Ίσως θα είχε ενδιαφέρον(;) εδώ οι ηθοποιοί να λένε το όνομά τους; )

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Το δύσκολο ήταν να βρεθεί λύση όταν έπρεπε να γίνει διάλογος ανάμεσα σε ενοίκους διαφορετικών ορόφων που απείχαν πολύ μεταξύ τους.

Χ:
Ειδικά όταν ο πρώτος όροφος διαφωνούσε με τον έκτο η κατάσταση γινόταν ανυπόφορη.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Σε στιγμές έντασης έφτασαν στο σημείο να παίρνουν το ασανσέρ προκειμένου να ακούσει ο άλλος τι ακριβώς είχαν πει και να τους απαντήσει.
Όταν όμως παρενέβαινε τρίτος στον διάλογο -που βρισκόταν σε άλλο όροφο εννοείται- δεν ήξεραν σε ποιο σημείο να συναντηθούν.

ΓΙΑΓΙΑ:
Αφού ο ένας κατέβαινε ενώ ο άλλος ήθελε να ανέβει. Μέχρι που μπλόκαρε το ασανσέρ.

Χ:
Με τον ένοικο του πρώτου μέσα.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Και κάλεσαν την πυροσβεστική.

ΓΙΑΓΙΑ:
Αλλά μέχρι να έρθουν για τον απεγκλωβισμό βρέθηκε λύση.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Στην ασυνεννοησία.

Χ:
Αποφασίσαμε να επαναλαμβάνουμε από όροφο σε όροφο κάθε φράση.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Έλεγε Ναι ο έκτος

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
…φώναζε Ναι- ο πέμπτος

Χ:
-στον τέταρτο.

ΓΙΑΓΙΑ:
Για να το πει στον τρίτο.

Χ:
Ναι!

ΑΝΤΡΑΣ:
Για να ακούσει ο δεύτερος.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Αφού σε αυτόν απευθυνόταν.

Χ:
Το Ναι.

ΓΙΑΓΙΑ:
Μέχρι τη στιγμή που κάποιος -ενδιάμεσα- παρασυρόταν επειδή είχε αντιρρήσεις.

Χ:
Στο Ναι.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Και ενώ το Ναι ανεβοκατέβαινε τους ορόφους…

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
… ξαφνικά, ένα…

ΑΝΤΡΑΣ:
Όχι

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
…ερχόταν να τα τινάξει όλα στον αέρα.

Χ:
Και Ναι… και Όχι …..μπερδεύονταν.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Εφιαλτικά.

Χ:
Η Δυστυχία- είχε δημιουργήσει μια Βαβέλ.

ΓΙΑΓΙΑ:
Μα δεν βλέπετε ότι τρίζει η πολυκατοικία; Πήρε ήδη κλίση…

Χ:
Μέρες έβλεπα τα πράγματα να γέρνουν.
Νόμιζα πως έφταιγε η δική μου κατάθλιψη.

ΓΥΝΑΙΚΑ/ (ΧΟΡΟΣ):
Η πολυκατοικία γέρνει…!

Ψ:
Γιατί και έτσι να μην ήταν όλοι είχαν την ίδια αίσθηση.
Ότι έγερναν. Αφού ζωή που να μην γέρνει δεν υπάρχει.

-ΣΚΟΤΑΔΙ-

ΣΚΗΝΗ 8η/ Η ΒΙΟΨΙΑ

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Έχετε καιρό αυτόν τον βήχα και τις ζαλάδες;

Χ:
Ο γιατρός. Φορούσε κόκκινα.
Κόκκινη στολή. Ιατρική. Ακόμα και τα γάντια του: Κόκκινα.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Θα σας κοιμίσουμε… Το σημείο στην περιοχή του λαιμού είναι ευαίσθητο και οι εξετάσεις λίγο επώδυνες…

Χ:
Δεν τον μπορώ τον πόνο…
Δεν θέλω να αισθάνομαι. Τον πόνο.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Μη φοβάστε, δεν θα πονέσετε. Δεν θα αισθανθείτε τίποτα…

Χ:
Ναι. Να μην αισθάνομαι. Τίποτα.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: (Χαμογελώντας γλυκά)
Αυτό ήταν…Πως σας λένε είπαμε…;

Ψ:
Κοκκινοσκουφίτσα…

Χ:
Με άκουσα να λέω.

ΓΙΑΓΙΑ: (Γελώντας )
Τον έπιασε η νάρκωση…

(Τα φώτα χαμηλώνουν)

Ψ:
Γιαγιά…γιατί το στόμα σου είναι τόοοοσο μεγάαααλο;

ΓΙΑΓΙΑ:
«Ποτέ μην προσεύχεσαι. Δεν υπάρχει κανείς να σε ακούσει..»

Ψ:
-Γιατίιι…- δεν ακούει γιαγιά…;

Χ:
Ρωτούσα. Με αμέτρητα –ι-.Τα γιατί μου.
Όπως κάθε γιατί.

ΓΙΑΓΙΑ:
Επειδή…! «Γιατί»- δεν υπάρχει. Μια εφεύρεση το γιατί.
Άχρηστη. Σαν τον πασατέμπο και τα ρολόγια. Μάθε να κολυμπάς.
Είναι τεράστια η απόσταση. Από σώμα σε σώμα. Ωκεανοί. Ανάμεσά μας. Γι’ αυτό λαχανιάζουμε στον Έρωτα. Κολυμπήσαμε πολλά χιλιόμετρα- για να φτάσουμε. Στον άλλον.

(Πέφτει ένα ελάχιστο φως στον Ψ. Δίπλα του η Δυστυχία. Στα κόκκινα )

Χ:
Θυμάμαι τη Γιαγιά. Ντυμένη νοσοκόμα. Στα κόκκινα κι αυτή.
Με μια πιατέλα στο χέρι μισανοιγμένα θαλασσινά.
Γυαλιστερές και αχιβάδες.

ΓΙΑΓΙΑ:
Τώρα θα δεις πώς θα ζωντανέψουν . Τα οστρακόδερμα…
Λεμόνι…!

Χ:
Έσταξε λεμόνι αργά στο καθένα από αυτά.
Άρχισαν να σαλεύουν. Σαν μουνάκια. Ανοιγόκλειναν.
Σαν λουστρινένιες κωλοτρυπίδες,

ΓΙΑΓΙΑ:
Έτσι ξυπνάνε…

Χ:
Καύλωσα…

ΓΙΑΓΙΑ:
Βλέπεις;
Σαν έρωτες. Για να ‘χουν συνείδηση.
Του Τέλους. Που θα τους δώσω.

Χ:
Και έσταξε ακόμα μια σταγόνα λεμόνι.
Άνοιξαν και έκλεισαν. Με ένα σπασμό.
Πήρε τα όστρακα και τα ‘χωσε στο στόμα μου.
Αισθάνθηκα τη σάρκα τους. Δροσερή.
Με πλημμύρισαν ζουμιά. Ζεστά.
Στην κοιλιά μου. Είχα χύσει…;
(Ανασαίνει ψιθυρίζοντας)
Δυστυχία…

Είδα την Δυστυχία στην άκρη του κρεβατιού μου.
Να ντύνεται.

(Τα φώτα ανάβουν απότομα. Βλέπουμε πλάτη την ΔΥΣΤΥΧΙΑ με κόκκινα εσώρουχα- να απομακρύνεται κρατώντας το φουστάνι της στο χέρι)

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Πως αισθανόμαστε;

Ψ:
Βρεγμένος…

Χ:
…ήθελα να πω.

Ψ:
Καλά…

Χ:
Είπα.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Ωραία… Αύριο μπορείτε να φύγετε. Θα έχουμε τα αποτελέσματα σε δυο τρεις μέρες.

Χ:
Με το χέρι κάτω από το σεντόνι ακούμπησα την κοιλιά μου. Έπιασα κάτι υγρό. Κολλώδες. Είχα χύσει. Έβαλα το άλλο χέρι στο λαιμό.
Για να μην με καταλάβει ο γιατρός και ρεζιλευτώ.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Σας τσούζει; Δεν είναι τίποτα.
Ένα σημαδάκι μόνο. Από την εξέταση.
Μόνο μην την παρεξηγήσουν οι επισκέψεις σας.
Και την νομίζουν πιπιλιά. Από φιλί…

Χ:
Στο τραπεζάκι. Μια σύνθεση από λουλούδια και όστρακα.
Κι ένα σημείωμα:
« …έρχεται Θάλασσα…».
Δυστυχία

Έφυγα από το νοσοκομείο. Δεν είχα χρόνο.
Όλα γίνονταν κάτω από πίεση.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Όπως όταν κάτι τρομερό είναι να συμβεί. Και όλα συντονίζονται στον δικό του χρόνο.

Ψ:
Δεν βλέπεις τίποτα. Δεν ακούς τίποτα.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Μόνο ένα τικ-τακ. Βουβό.

Ψ:
Σαν να ακούς την καρδιά των πραγμάτων.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Και τότε καταλαβαίνεις. Το αυτονόητο.
Πως ο χρόνος μετράει.

Ψ:
Αλλά αντίστροφα.

Χ:
Η βροχή που ξεκίνησε εκείνο το βράδυ της Κυριακής κράτησε μια βδομάδα. Ολόκληρη. Έβρεχε ασταμάτητα.

ΓΙΑΓΙΑ:
Σπίτια πλημμύρισαν. Άνθρωποι πνίγηκαν.
Γειτονιές ολόκληρες σκεπάστηκαν από τόνους νερού. Μόνο με βάρκα τις διέσχιζες.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Με αποκορύφωση την νύχτα που στο κέντρο της πόλης έβρεξε καβούρια.
Χιλιάδες πλάνα του Άγνωστου Στρατιώτη με τα τεράστια καβούρια να ανεβοκατεβαίνουν τα σκαλιά της πλατείας Συντάγματος έκαναν τον γύρο του κόσμου.

Χ:
Ήταν η εβδομάδα των καταστροφών.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Ο απροσδόκητος θάνατος του Τεράστιου- από λευχαιμία, σε καλπάζουσα μορφή…

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Ναι. Πέθανα. Το αίμα μου, είχε γίνει νερό…
Παράξενο να διαγιγνώσκεις τον θάνατό σου.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Ως και η πολυκατοικία που κρίθηκε επικίνδυνη και έπρεπε να την εγκαταλείψετε.

Ψ:
Είχε αρχίσει να λιώνει το μπετόν.
Είπαν.

-ΣΚΟΤΑΔΙ-

ΣΚΗΝΗ 9η

ΓΡΑΦΕΙΟ- ( Ο Χ, ο ΑΝΤΡΑΣ και ο ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ)

ΧΟΡΟΣ: (Ακούγεται σαν διαδήλωση)
«Κουφάλες – έρχεται … Θά-λα-σσά!»

Χ: ( Χαμογελώντας επαναλαμβάνει παρασυρμένος)
«Κουφάλες – έρχεται … Θά-λα-σσά!»

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: (Τον βλέπουμε, χωρίς να τον βλέπουν οι άλλοι)
Χαίρομαι που βλέπω κάποιον χαρούμενο- και ζωντανό…

Χ: (Απευθύνεται και στον πεθαμένο ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗ)
Συλλυπητήρια…

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Εμένα συλλυπείστε; Εσείς με χάσατε…

ΑΝΤΡΑΣ:
Συλλυπητήρια σε όλους μας!
Μαζεύουμε όλες τις εφημερίδες. Από όπου μπορούμε.
Περίπτερα. Κιόσκια. Πάγκους.
Δεν είδες; Το ένθετο- της Κυριακάτικης έκδοσης…

Χ:
Τι έγινε; Λάθος στην τύπωση; Λευκές σελίδες βλέπω…

ΑΝΤΡΑΣ:
Σωστά βλέπεις. Δέκα σελίδες συνέντευξη ΧΩΡΙΣ ούτε μια λέξη!

Χ:
Γιατί το έκανε…;

ΑΝΤΡΑΣ:
Δες τον τίτλο…

Χ:
Συνάντηση με την Δυστυχία. /Η Δυστυχία είναι Εδώ.

ΑΝΤΡΑΣ:
Και τις φωτό…

Χ:
Ένα…

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
…μουνί. Μη ντρέπεσαι. Πες το…

Χ:
Ναι. Και ένας …

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Πούτσος… Ψωλή… Καβλί…

ΑΝΤΡΑΣ:
Από πάνω ακριβώς. Σε στύση.Στο ίδιο σώμα…

Χ:
Α! Ναι. Το σώμα ενός… ερμαφρόδιτου…;!

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Συμβαίνει- και στις καλύτερες οικογένειες.

ΑΝΤΡΑΣ:
Ο μαλάκας …! Γαμώ την ψυχή του…!

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Κανένας σεβασμός στους πεθαμένους!

Χ:
«Η Δυστυχία είναι Ερμαφρόδιτη».
Παίζει μαζί μας – ακόμα και μετά θάνατον…

ΑΝΤΡΑΣ:
Αναλαμβάνεις εσύ στην θέση του. Προσωρινά.
Άνωθεν εντολή. Και εδώ στον υπολογιστή του, σου έχω το καλύτερο!

Χ:
Συνέντευξη…Με…την Παναγία…;!

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Παγκόσμια αποκλειστική …

ΑΝΤΡΑΣ:
Και με φωτογραφίες!

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Αγκαλιά. Μαζί Της. Θα το ζήλευε και ο Γουόρχολ…

Χ:
Ναι αλλά δεν είναι η Παναγία αυτή…

ΑΝΤΡΑΣ:
Εννοείται. Που να τη βρει την Παναγία ; Κάποιαν έντυσε Παρθένο Μαρία!

Χ:
Αυτή είναι η… Δυστυχία.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: (Προς το κοινό μειδιώντας)
Στην κηδεία μου, την επόμενη μέρα, δεν πάτησε ψυχή.
Λογικό. Το καταλαβαίνετε.
Μόνο ο ήλιος.
Υπέρλαμπρος όπως πάντα – μετά από νεροποντή.
Άστραφτε το φως πάνω στις μαρμάρινες ταφόπλακες του άδειου νεκροταφείου.
Σαν- χασκόγελο.
(Γελάει δυνατά)

Είμαι βαριά άρρωστος από παιδί.
Έχω την ασθένεια του απελπισμένου έρωτα.
Απελπισμένο λέμε τον έρωτα που ξέρει το τέλος του.
Αλλά –
ο πιο απελπισμένος έρωτας
είναι ο έρωτας που δεν έχει αντικείμενο.
Που δεν έχει αρχή. Καμιά.
Όλοι νομίζουν ότι ο έρωτας είναι για κάποιον –
πάντα.
Δεν ξέρουν πως η καταγωγή του έρωτα
είναι που δεν έχει κανέναν να αγαπήσει.
Αυτή είναι η αρχή του έρωτα:
ο κανένας.
Μετά βρίσκουμε κάποιον –
γιατί δεν αντέχεται ο έρωτας μόνος του.
Και τον αγαπάμε, πολύ. Πάρα πολύ.
Όσο το τίποτα – τόσο πολύ.
Που αν αυτό το πολύ όσο το τίποτα
δεν βρει να ακουμπήσει,
θα μας σκοτώσει ο όγκος του.
(Μπαίνει τραγούδι)
Όταν νιώθω απελπισμένο έρωτα – βγαίνω στον δρόμο.
Και βρίσκω ένα μέρος
που να ακούγεται ένα τραγούδι.
Οποιοδήποτε.
Και στέκομαι, εκεί,
στο σκοτάδι – και κλαίω.
Για το τραγούδι.
Αυτό είναι το κοντινότερο του έρωτα: το τραγούδι.
Ένα τίποτα, δηλαδή.
Που το απευθύνεις.
Έχει τύχει να αγαπήσω άνθρωπο –
επειδή ένα τραγούδι έπαιζε εκείνη την ώρα.
Το τραγούδι σκέτο, χωρίς άνθρωπο, δεν είναι έρωτας.
Αφού δεν απευθύνεται.
Αλλά και ο άνθρωπος σκέτος – ούτε αυτό είναι έρωτας.
Αφού δεν έχεις να του απευθύνεις. Κάτι.
Έχω πλήρη συνείδηση της φύσης του απελπισμένου έρωτα.
Αυτή ήταν η πραγματική αιτία θανάτου μου: το τίποτα.

(Μπαίνει το τραγούδι -που το παρακάτω- είναι μια μεταγραφή του )
https://www.youtube.com/watch?v=T8g_xpqjHKU
(Jimmy Scott – Sycamore Trees)

(Στον Ψ, σαν να του ζητάει να τον οδηγήσει στον Κάτω Κόσμο)
Μια επιθυμία έχω μόνο φίλε.
Να με πας μια βόλτα στα βαθύσκιωτα δέντρα.

Στη σκιά τους να σταθούμε.
Κι ας φυσάει.

Κι εκεί- να κοιταχτούμε στα μάτια.
Τα μάτια σου στα μάτια μου- καρφωμένα:
Να ριγούν- τα φύλλα από το αεράκι.
Να τρέμουν- τα σκοτεινά κλαδιά τους.
Μη καταλάβει κανένας.
Μη φανεί
πως κάτω από τα δέντρα αυτά-
εμείς τρέμουμε.

Εμείς ριγούμε.
Σαν δέντρα…

ΣΚΟΤΑΔΙ

ΣΚΗΝΗ 10η/ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ…

ΓΥΝΑΙΚΑ
Η ίδια βροχή που ξεκίνησε εκείνο το βράδυ της Κυριακής κράτησε μια βδομάδα. Ολόκληρη.
Έβρεχε ασταμάτητα. Σπίτια πλημμύρισαν. Άνθρωποι πνίγηκαν.
Γειτονιές ολόκληρες σκεπάστηκαν από τόνους νερού. Μόνο με βάρκα τις διέσχιζες.
Με αποκορύφωση την νύχτα που στο κέντρο της πόλης έβρεξε καβούρια.
Χιλιάδες πλάνα του Άγνωστου Στρατιώτη με τα τεράστια καβούρια να ανεβοκατεβαίνουν τα σκαλιά της πλατείας Συντάγματος έκαναν τον γύρο του κόσμου.

Χ
Είχα αποφασίσει να μιλήσω στη Δυστυχία.
Και να μου τα εξηγήσει.
Όλα.
Για την επίσκεψη στο νοσοκομείο.
Και τι είχε γίνει. Μεταξύ μας.
Προπάντων αυτό…

Το κτήριο είχε χαρακτηριστεί μετά τα τελευταία γεγονότα ακατάλληλο. Ήμασταν οι τελευταίοι που είχαμε απομείνει μαζεύοντας τα πράγματά μας.
Πήγα και της κτύπησα την μισάνοιχτη πόρτα.
Δεν πήρα απάντηση.

Ψ:
Δυστυχία…

Χ:
Θέλησα να την φωνάξω.
Η φωνή μου δεν έβγαινε-πια.

Ψ:
Έσπρωξα την πόρτα.
Σκοτάδι.
Περίμενα να συνηθίζουν τα μάτια μου.
Και τότε διέκρινα μιαν αλλόκοτη σιλουέτα.
Σαν σύμπλεγμα.
Πλησίασα αθόρυβα.
Και είδα την Δυστυχία.
Γυμνή. Ολόγυμνη.
Στη μέση του δωματίου τριγυρισμένη από δεκάδες γάτες.
Μαύρες. Που την έγλυφαν. Κι εκείνη παραδομένη.

Χ:
Έβγαλα έναν ήχο σαν να ξύπναγα από εφιάλτη.
Γύρισε και με κοίταξε.
Μαζί και τα δεκάδες ζευγάρια γατίσια μάτια.
Με κοίταζαν. Διεσταλμένα. Σαν να μην υπήρχα.
Δεν θα σας πω τι είπα με τη Δυστυχία.
Δεν ξέρω.
Μπορεί και τίποτα να μην ειπώθηκε.
Γιατί δεν υπήρχε να ειπωθεί.
Ή-γιατί δεν χρειαζόταν.
Ξέραμε ίσως και οι δύο. Ήδη.
Πώς συμβαίνει συχνά, να ξέρουμε-
αν και δεν γνωρίζουμε;
Δεν θυμάμαι.

Ψ:
Το μυαλό, αν κάτι δεν αντέχει, το σβήνει.
Το πολύ- από όπου κι αν προέρχεται,
Όσο κι αν το γυρεύεις,
Όταν έρχεται
Μόνο ως λίγο-
το χωράει ο άνθρωπος.
Λίγος ο άνθρωπος. Από τη φύση του.
Αλλά προορισμένος για το πολύ.
Από τη φύση του. Και αυτό…

Χ:
Από εκείνη τη συνάντηση κρατάω ένα όνειρο που είδα.
Το ίδιο βράδυ.

Ψ: (Δίνει χειρόγραφα ή βιβλίο στον Χ)
Σηκώθηκες και το έγραψες.
Θα μπορούσε να το είχε γράψει άλλος.
Ακόμα και να σου το έδωσε έτσι γραμμένο η Δυστυχία…

(Στον μονόλογο του Ονείρου: παρούσα η ΔΥΣΤΥΧΙΑ ο Ψ και ο Χ. Τα τρία αυτά πρόσωπα. Μόνο)

Χ: (Σαν να διαβάζει αλλά χωρίς να κοιτάζει το κείμενο)
Γεννήθηκα με δύο ερπετά μέσα μου.
Κανείς δεν το είχε καταλάβει. Κανείς δεν το ήξερε.
Και κυρίως εγώ, το αγνoούσα.
Σαν μία δια βίου εγκυμοσύνη τα έφερα.
Μεγάλωνα εγώ, μεγάλωναν κι εκείνα.
Μαζί αλλά και χωρισμένοι ταυτόχρονα οι τρεις μας.
Άργησα να καταλάβω ότι εγώ και αυτά δεν ήμασταν ένα.
Εγώ ήμουν και αυτά-αλλά κι από μόνα τους υπήρχαν.
Είχαν δική τους ζωή. Αν και στη ζωή μου
Αισθανόμουν φτερουγίσματα μέσα μου και ταραχές.
Στην αρχή τα δικαιολογούσα πως κάτι έφαγα.
Μετά έμαθα να τα προσπερνάω:
αφού ότι έχουμε θεωρούμε ότι από πάντα υπήρχε.
Όμως αναγκάστηκα να τα ονομάσω.
Από τα συμπτώματα βγαίνουν οι ονομασίες.
Πως λέμε το θάνατο, θάνατο. Τον έρωτα, έρωτα. Τη ζωή, ζωή.
Συμπτώματα που γίνανε λέξεις όλα…
Έτσι μια μέρα ονόμασα το ένα ερπετό Ανακούφιση.
Γιατί εμφανιζόταν με ένα αίσθημα σαν χαρά, αλλά που χαρά δεν ήταν.
Το άλλο το είπα Δυσφορία.
Γιατί σαν βάρος αφόρητο εμφανιζόταν στο στήθος.
Κι εμπόδιζε την αναπνοή της ζωής.
Η Δυσφορία και η Ανακούφιση έρχονταν πάντα μαζί.
Κι ας μην ήταν φανερό τόσο.
Σαν το ένα να ακολουθούσε το άλλο.
Σαν όταν το ένα εμφανιζόταν, να εμπόδιζε το άλλο.
Σαν να ήταν σκιά το ένα του αλλουνού…
Μίλαγα για αυτά στους άλλους.
Έλεγα: έχω Δυσφορία ή έχω Ανακούφιση.
Αλλά αυτοί νόμιζαν ότι ένιωθα απλώς έτσι.
Δεν ήξεραν ότι μίλαγα για τα ερπετά μου…
Μια μέρα Σάββατο, η Ανακούφιση έπαψε να κινείται.
Σαν να πέθανε…
Το κατάλαβα γιατί η Δυσφορία έτρεχε μέσα μου συνέχεια.
Κτύπαγε την ουρά της στα τοιχώματα μου….
Με βία σαν να ήθελε να απελευθερωθεί ή- να με σκοτώσει.
Τρόμαξα στην ιδέα ότι έφερα το πεθαμένο ερπετό της Ανακούφισης μέσα μου.
Ότι θα σάπιζε άταφο και θα με έπαιρνε μαζί του.
Σαν μια άλλη δυσφορία να έγινε η Ανακούφιση.
Κι είχα πια δυο Δυσφορίες ερπετά μέσα μου.
Πήγα σε γιατρό.
-Έχω δυο ερπετά μέσα μου. Το ένα ίσως πέθανε. Σώστε με…
Είπα….
Με εξέτασε ο γιατρός. Ειδικά στη κοιλιά.
Γιατί επέμενα ότι αυτά τα είχα στη κοιλιά σαν έμβρυα.
Δεν βρήκε τίποτα…
-Αδυνατώ να εντοπίσω κάτι. Είναι εκτός των δεδομένων μου…
Έμεινα άφωνος για το πόσο εκτός δεδομένων του κόσμου είμαστε οι άνθρωποι τελικά…
Όταν πρόκειται για το προφανές μάλιστα: δυο ερπετά να ζουν μέσα σου.
Φεύγοντας η Δυσφορία, λες κι άκουσε τι είχε ειπωθεί, σκαρφάλωσε για πρώτη φορά στο κεφάλι μου.
Σαν να είχε πάρει το ελεύθερο να με διοικήσει.
Μόνη της.
Πια…
Τότε αποφάσισα να τη σκοτώσω.
Αδύνατον να ζήσω με τη Δυσφορία μόνο να κυριαρχεί.
Αποφάσισα να πεθάνω…
Αφού άλλος τρόπος δεν υπήρχε να βγει από μέσα μου.
Κλείστηκα στο σπίτι έσβησα τα φωτά έκλεισα πόρτες και παράθυρα και ξάπλωσα στο κρεβάτι.
Είπα: αφου στην ανάσα φαίνεται η Δυσφορία, θα πάψω να αναπνέω.
Έτσι θα πεθάνει με σιγουριά.
Κράτησα την αναπνοή μου. Στην αρχή λίγο. Μετά περισσότερο.
Μέχρι που άρχισα να κοκκινίζω και να σπαρταράω από έλλειψη οξυγόνου.
Όταν δεν άντεχα, έπαιρνα μια ανάσα.
Και ξανά.
Γέμισα το στόμα μου και με κάλτσες, να μη βγαίνει ο αέρας.
Έβαλα και το μαξιλάρι και πίεζα…
Κτυπιόμουν σαν ερπετό.
Σαν Δυσφορία που πέθαινε.
Και τότε…
Εκεί που θα πέθαινα, εκεί που πήρα μια τελευταία ανάσα πριν το τελικό φινάλε….
Ήρθε…
Στην ανάσα αυτή την ένιωσα…
Σαν μωρό που γεννιόταν πάλι:
Η Ανακούφιση.
Στάθηκα λαχανιασμένος και ανέπνεα.
Κι όσο ανέπνεα η Ανακούφιση μεγάλωνε.
Κι όλο μεγάλωνε…
-Κι όσο μεγάλωνε. μίκραινε η Δυσφορία.
Έκλαψα.
Πολύ.
Σαν πένθος έρχεται η χαρά μερικές φορές.
Αλλά-δεν είναι.
Μετά το κλάμα ησυχάζει ο άνθρωπος.
Σαν τα δάκρυα να ηρεμούν τα ερπετά του.
Πιθανόν γιατί τα ερπετά είναι αμφίβια.
Και βρίσκουν το φυσικό τους περιβάλλον στο νερό.
Της λύπης.

ΣΚΗΝΗ 11η.
ΓΥΝΑΙΚΑ:
Καρκίνο στις φωνητικές χορδές διέγνωσαν οι γιατροί τρεις βδομάδες αργότερα. Σε προχωρημένη μορφή. Με πολλαπλές μεταστάσεις.
Την μέρα που το έμαθε ήταν στο πατρικό.
Έμενε μαζί μου λίγες μέρες.
Δεν ήξερα. Δεν μου είπε- τίποτα. Ποτέ δεν μου έλεγε.
Από παιδί ήταν έτσι.
Ειδικά από τότε. Από εκείνο το εφιαλτικό βράδυ που είχε χαθεί.
Με την γιαγιά…

Χ:
Θυμάμαι την γιαγιά μες στο σκοτάδι να με ξυπνάει και να με ντύνει. Δείχνοντάς μου να κάνω ησυχία.

Ψ:
Φορούσε κατακόκκινο κραγιόν. Σχεδόν πασαλειμμένη.

ΓΙΑΓΙΑ:
-Γρήγορα….έβρεξε έρωτες όλη νύχτα. Πλημμύρισε το σπίτι σαλιγκάρια φιλιά…

Ψ:
Την είδα να τα μαζεύει από τους τοίχους. Χιλιάδες σαλιγκάρια φιλιά να περπατάνε στους τοίχους. Κι εκείνη να μου τα δίνει.
Ένα-ένα. Κι εγώ να προσπαθώ να αποφύγω το ασημένιο σάλιο τους. Ακόμα ανατριχιάζει η μνήμη μου.
Τα αφήσαμε στο νεροχύτη με ένα σημείωμα στη μάνα μου.

ΓΙΑΓΙΑ: (Υπαγορεύει. Ο Χ γράφει).
«Αγόρασε ένα κιλό κρεμμυδάκια λήθης και ετοίμασέ τα για το μεσημέρι. Ξεκινάω συναισθηματική δίαιτα και πρέπει να ξεχάσω…»

Ψ:
Μετά φύγαμε.
Θυμάμαι μόνο τη θάλασσα.
Που φτάσαμε.
Και τον ήχο από το ξύλινο πόδι της στις σανίδες της προβλήτας.
Από το πόδι που είχε χάσει πέφτοντας στις ρόδες ενός αυτοκινήτου. Επειδή την εγκατέλειψε ο παππούς μου.
Αλήθεια; Ψέματα; Αυτό άκουγα να ψιθυρίζουν για χρόνια.
Τίποτα άλλο δεν θυμάμαι. Μόνο το νερό να μας τυλίγει. Καθώς πέφταμε…
Ή είχαμε γλιστρήσει;

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Εσένα σε βρήκαν στην παραλία.
Να κάθεσαι βρεγμένος.
Και τρέμοντας.

Ψ:
Δεν ήξερα να πω, πως βρέθηκα εκεί.
Μόνο που με βρήκαν θυμάμαι.
Και που δεν βρήκαν τη γιαγιά.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Μόνο μήνες μετά, στη Θεσσαλονίκη, η θάλασσα ξέβρασε ένα κήτος. Και μέσα του, στο στομάχι του…
(Η ΓΥΝΑΙΚΑ ανοίγει το στόμα της σε μια κραυγή)

Ψ:
… το πτώμα της γιαγιάς.
Η μάνα μου έβγαλε αυτόν τον απόκοσμο ήχο.

Χ:
Τον ίδιο ήχο. Ακριβώς.
Που άκουγα και τώρα.
Σαν να έβλεπε το τέλος του κόσμου.
Την είδα να στέκεται με απλωμένο το χέρι.
Και να δείχνει. Την τηλεόραση.
Με το δάκτυλο.

Και είδα στα πλάνα του έκτακτου δελτίου, τα ερείπια της σωριασμένης πολυκατοικίας που έμενα. Σαν ένα βουνό από αλάτι. Και από κάτω: τον σκελετό ενός τεράστιου πλοίου να ξεπροβάλλει. Από το πουθενά.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Η Κιβωτός…!

Ψ:
καὶ ἐπεκράτει τὸ ὕδωρ
καὶ ἐπληθύνετο σφόδρα ἐπὶ τῆς γῆς,
καί ἐπεφέρετο ἡ κιβωτὸς ἐπάνω τοῦ ὕδατος…..

ΣΚΗΝΗ 12η/ ΥΠΕΡΓΕΙΑ ΠΟΜΠΗΙΑ

ΑΝΤΡΑΣ:
Πέρασαν τρεις μήνες.
Περίεργα περιστατικά είχαν αρχίσει να εμφανίζονται παντού.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Οι άνθρωποι άρχισαν να πεθαίνουν όρθιοι. Σαν ζωντανοί.
Στην αρχή τους έβρισκαν να στέκονται ακουμπισμένοι στον τοίχο με μάτια ορθάνοιχτα.
Σαν να ονειρεύονταν. Καπνίζοντας.
Μερικοί τους χαιρετούσαν κιόλας. Ή τους ζητούσαν φωτιά. Αν και απάντηση δεν έπαιρναν.
Μέχρι που κάποιοι πρόσεξαν πως τα τσιγάρα ήταν σβησμένα. Ή στο πάτωμα. Πεσμένα.
Μόνο τα δάχτυλα στέκονταν κοκαλωμένα σαν να κρατούσαν ακόμα το τσιγάρο.

ΑΝΤΡΑΣ:
Οι πρώτοι βρέθηκαν έξω από τους σταθμούς του μετρό.
Κανείς δεν έδωσε σημασία.

Ψ:
Εξ άλλου ήταν πολλοί οι ακίνητοι. Και πριν από αυτό.
Αφού η ζωή χαρακτηρίζεται από την ακινησία.
Του να περιμένεις. Ή. Του να μην περιμένεις πια.

ΓΙΑΓΙΑ:
Μετά άρχισαν να τους βρίσκουν μέσα στο μετρό.
Χωρίς τσιγάρο. Αφού το κάπνισμα δεν επιτρέπεται.
Αλλά με το εισιτήριο.
Κολλημένο στο ιδρωμένα δάχτυλα.
Έτοιμοι.
Για το ταξίδι.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Οι συρμοί έρχονταν και έφευγαν χωρίς να μπαίνει κανείς.
Άδεια βαγόνια.
Και συνωστισμένοι στις αποβάθρες.
Οι ακίνητοι.

ΓΥΝΑΙΚΑ:
Οι ελεγκτές στην αρχή νόμιζαν πως είχαν χαλάσει οι κάμερες παρακολούθησης.
Κτυπούσαν τους τηλεοπτικούς δέκτες νομίζοντας πως είχε παγώσει η εικόνα από βλάβη.
Μέχρι που κατάλαβαν.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Αν και οι νεκροψίες έδειξαν καρδιακή προσβολή το μαζικό γεγονός δεν συνδυάστηκε με τις μικρές λίμνες νερού δίπλα στα πόδια των πεθαμένων.
Δεν υπήρχαν και στοιχεία.
Αφού οι καθαρίστριες σφουγγάριζαν τα ευρήματα με περισσή διακριτικότητα. Πιστεύοντας πως ήταν κάτουρα.
Των νεκρών.

ΓΙΑΓΙΑ:
Μετά άρχισαν να βρίσκουν παρέες ολόκληρες.
Κοκαλωμένες.
Άλλοι με τα ποτήρια στα χέρια πάνω στο τσούγκρισμα.
Αγκαλιασμένοι να τραγουδάνε.
Αλλά τραγούδι δεν ακουγόταν. Με τεράστια χαμόγελα παγωμένα να δείχνουν τα δόντια τους στον ουρανό.
Έχασκαν οι τρύπες των στομάτων.
Σαν αναπάντητα ερωτηματικά προς το Σύμπαν.

ΓΥΝΑΙΚΑ
Άλλοι με την μπουκιά στο στόμα ακόμα.
Αμάσητη.
Με μάτια μισόκλειστα παραδομένοι στη απόλαυση της στιγμής.
Κι ήταν η πρώτη φορά στην ανθρώπινη ζωή που η απόλαυση δεν ήταν στιγμή.
Γιατί έτσι είναι η απόλαυση στον άνθρωπο.
Στιγμιαία.
Μετά την θυμόμαστε.
Ή την αναπολούμε.
Άλλοτε με νοσταλγία.
Κι άλλοτε με τρόμο. Που την απωλέσαμε.
Κι αυτό μας δίνει την ψευδαίσθηση.
Ότι διαρκεί.

Ψ:
Άλλοι με χέρια μπλεγμένα κάτω από τα τραπέζια.
Με κρυφούς έρωτες.
Ανομολόγητους
Οι πιο τολμηροί με τα πόδια ο ένας στον καβάλο του άλλου.
Ξεκούμπωτοι.
Κι ερεθισμένοι.
Με στύση ακόμα.
Αν και πεθαμένοι.
Γυάλιζε ακόμη στην άκρη τής ουρήθρας το προσπερματικό υγρό, ακίνητο.
Σαν μαργαριτάρι.

ΓΙΑΓΙΑ
Άλλοι στα κρεβάτια τους.
Ή σε σκοτεινά δωμάτια και γωνιές.
Σε εκθαμβωτικές ερωτικές στάσεις.
Αγκαλιασμένοι.
Να διεισδύουν.
Ο ένας στον άλλον.

ΓΥΝΑΙΚΑ-ΓΙΑΓΙΑ
Μια υπέργεια νέα Πομπηία.

Χ:
Όταν άρχισαν πια να βρίσκουν και ολόκληρες οικογένειες στα σπίτια τους πεθαμένες μπροστά στις τηλεοράσεις με το τηλεκοντρόλ στο χέρι ή με τις οδοντόβουρτσες ακίνητοι μπροστά στους καθρέφτες του μπάνιου, κατάλαβαν ότι τα πράγματα ήταν πια εκτός ελέγχου.

Ψ:
Ο κόσμος είχε μετατραπεί σε μια τεράστια οικογενειακή φωτογραφία.
Και φωτογράφος δεν υπήρχε.
Ή. Δεν τον ξέραμε.
Ακόμα.

ΣΚΗΝΗ 13/Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ

Χ:
Συνάντησα την Δυστυχία τυχαία στο δρόμο μια από εκείνες τις μέρες- γυρίζοντας από τη χημειοθεραπεία μου.
Έφεγγε. Δροσερή.
Πρόσεξα τα μάτια της. Τα θυμόμουν καστανά.
Ήταν γαλάζια.
Άπλωσα το χέρι μου να την χαιρετήσω.
Απέφυγε την χειραψία.
Ήρθε κοντά μου και με ακούμπησε με το σώμα της.
Σαν να με αγκάλιαζε.
Ή σαν κάτι να ήθελε να καταλάβω.

ΔΥΣΤΥΧΙΑ:
«Μη με ρωτήσεις τίποτα…»

Χ:
Ένιωσα την κοιλιά της όπως ακουμπούσε πάνω μου να στρογγυλεύει. Σαν να σάλευε. Κάτι. Μέσα της. Ζωντανό.
Ακούμπησε στον ώμο μου και έγειρε για δευτερόλεπτα.
Προσπαθώντας να ανασάνει. Το ίδιο κι εγώ.
Φύκια κρέμονταν από τα δόντια της κι η ανάσα της σαν ρόγχος.
Επιθανάτιος.

ΔΥΣΤΥΧΙΑ:
«Είμαι το αποτέλεσμα. Δεν είμαι η αιτία.»

Χ:
Αυτό είπε. Μόνο.
Σαν να συστήθηκε. Για πρώτη φορά.
Έφυγε.
Αφήνοντας υγρές πατημασιές στο πεζοδρόμιο.
Είδα να στάζουν νερά από τα σημεία που με είχε ακουμπήσει.
Αλάτια άστραφταν εκεί που είχε σταθεί.

ΔΥΣΤΥΧΙΑ:
« Οι απώλειες είναι θηλαστικά! Γεννάνε σαν σπάνιες φάλαινες στον ωκεανό εκατομμύρια απελπισίες… Πρόσεχε.
Κατασπαράζουν αμέριμνους κολυμβητές στις παραλίες
και όλοι κάνουν σαν να μην ξέρουν! »

Χ:
Καθώς οπισθοχωρούσα, είδα μια φώκια να στρίβει την Πανεπιστημίου. Ερχόταν προς το μέρος μου, σπρώχνοντας τους περαστικούς για να με προλάβει.
Χώθηκα έντρομος στο πρώτο μαγαζί- ένα εστιατόριο, που βρέθηκε μπροστά μου.

ΑΝΤΡΑΣ:
Καλώς ήρθατε. Σας περιμέναμε.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Θα καθίσετε…;

Χ:
Εσύ …;

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
Έχουμε κακαβιά παλαιών ερώτων για πιάτο ημέρας…

Χ:
Τι δουλειά έχεις εδώ- δεν πέθανες….;

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:
…και σαλάτα, ξοφλημένων βίων… Καλή σας όρεξη!

ΓΙΑΓΙΑ:
…Έχω μια σαρδελίιιτσα….

Χ:
Γιαγιά… Τι είδους έκπληξη είναι αυτή…

ΓΥΝΑΙΚΑ-ΓΙΑΓΙΑ:
…την πλέεενω….

Χ:
Παρέες δελφινιών με κοίταζαν από τα διπλανά τραπέζια.

ΓΥΝΑΙΚΑ-ΓΙΑΓΙΑ:
…την καθαρίιιζω…

Χ:
Κτυπώντας με τα μαχαιροπήρουνα τα άδεια τους πιάτα.

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ-ΓΥΝΑΙΚΑ-ΓΙΑΓΙΑ:
…την βάζω στο λαδάκιιιιιιι…

Χ:
Πριν όλα τα σκεπάσει το νερό. Διέκρινα. Καθαρά. Πως ξεκοκάλιζαν τις τελευταίες ώρες- της πρόσφατης, πολύ πρόσφατης …

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ :
( Πάνω από το σώμα του Ψ)
…και της ΚΟΒΩ και το κεφαλάααακιιιιι…!!!

Χ:
…ζωής μου…

(Τα φώτα χαμηλώνουν. Μουσική)

Ψ:
«…καὶ ὑψώθη το ύδωρ επί της γης ημέρας εκατόν πεντήκοντα….»

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Πέντε μήνες μετά , η μάνα μου βρήκε έξω από τη πόρτα της, ένα μωρό.
Αγόρι.

Ίδιο με μένα.
Το κράτησε και το μεγάλωσε σαν να ήμουν εγώ.
Μόνο μια γυναίκα τη βοήθησε στην ανατροφή του.
Δυστυχία την έλεγαν.

Έτσι άκουσα.
Αν και σίγουρος δεν είμαι.
Γιατί δεν ζω.
Πια.

– Ένα γαλάζιο φως μας φανερώνει για δευτερόλεπτα την Δυστυχία στη σκηνή. Κρατάει από το χέρι ένα Παιδί. Το Παιδί με κοστούμι-σαν του Χ.
Στέκονται ακίνητοι κοιτάζοντας το κοινό.-

ΤΕΛΟΣ

(ΣΚΟΤΑΔΙ)

Πηγή έργου: www.academia.edu/

Αφήστε ένα σχόλιο