Διγενή και ακατάληκτα
Πάνω από το κεφάλι μου κρεμόταν κυκλικά ένα συννεφιασμένο απόγευμα.
Εγώ το άφηνα στη Θέση του.
Τακτοποιούσα συρτάρια με πράγματα σημαντικά.
Η βροχή ως υποθετική έκβαση ούτε με καθυστερούσε ούτε με επιτάχυνε.
Τακτοποιούσα παρακαμπτήριες στροφές σε ανισόπεδες ευθείες.
Αεροστεγώς
Ακέραιο ένα νησί θρυμματισμένο σε προορισμό που έπεσε από τα χέρια μου κι έσπασε.
Τυλιγμένο σε μία λουλουδάτη πετσέτα.
Μήπως φτιάχνεται.
Ένα βράδυ με χιόνι δίπλα σε μία εθνική οδό, άσπρο και τόσο μόνο του, τόσο αποκλειστικά χιονοθύελλα.
Κατευθείαν από ένα ταξίδι.
Αραιά και κάπου ακουγόταν ένας κούκος.
Να διαλαλά την ώρα του κι ύστερα να κρύβεται ασφαλής κι ανύπαρκτος.
Να μιλάει για ώρες και λεπτά κι άλλες τέτοιες αστειότητες και να μας θορυβεί για να τον προσέξουμε.
Εγώ τακτοποιούσα συρτάρια με μπόρες υπαρκτές.
Η υπόθεση υπεξαίρεσης στιγμών ούτε με επιβράδυνε ούτε με χρονοτριβούσε.
Έκλεινα με Λεβάντες κάτι μπλεγμένες στο χέρι παρατάσεις.
Παραστατικές κι οριστικές.
Κι ύστερα τις έβαζα ψηλά.
Πολύ ψηλά.
Ή ενδεχομένως ύπαρξη κοιτασμάτων καταιγίδας.
Η παράλογη υπενθύμιση υπάρξεως που δεν ζήτησα.
Ούτε με κρατούσαν ούτε με αφαιρούσαν.
Αναποτελεσματικά.
Διγενή και ακατάληκτα
Φωτογραφία: Μαρία Σωτηροπούλου