Προσδοκώ.
Μία άνοιξη.
Ζωγραφίζω βήματα.
Κι αφήνω μία μαργαρίτα ορθάνοιχτη, ενδεχόμενη.
Υπενθύμιση.
Υπόσχεση.
Συγγνώμη κύριε.
Μήπως είδατε κάτι ν’ ανθίζει;
Εδώ το είχα, δίπλα μου.
Μία στιγμή κοίταξα πίσω μου και χάθηκε.
Φορούσε μυρωδιές λεμονάδας κι ήχους κυνηγητού.
Με συγχωρείτε.
Μήπως είδατε μία μεγάλη ανθρωπότητα;
Φωτεινή και γελαστή;
Εδώ, εδώ ήταν.
Στο μικρό συρτάρι μου.
Κάπου θα μου παράπεσε, μέσα στην τόση νύχτα.
Κι έτσι όπως κοιτάω τη γύρη να αναλύεται σε φως, χρόνια γυρολόγος, στοιβάζοντας τις σκέψεις μου
Προσδοκώ μία πεταλούδα.
Οι άνθρωποι κρυώνουν από μοναξιά.
Κι αυτή, ανάλαφρη, πηγαίνει προς το φως.
Εγώ, εγώ είμαι η Μαρία.
Ψάχνω ένα χαμομήλι.
Ανθεκτικό.
Εδώ, εδώ το είχα.
Δίπλα μου.
Στο κομοδίνο μου.
Κάθε βράδυ.
Να με ξυπνάει το πρωί, αυτής της μέρας, της μέρας που πέρασε, της μέρας που θα έρθει.
Της κάθε μέρας μου.
Προσδοκώ μία μέρα ανθεκτική.
Πονετική.
Σαν άνοιξη που επιστρέφει.
Σαν την πιο μεγάλη επανάσταση.
Εσείς;
Εσείς;
Μήπως την είδατε;
* Η φωτογραφία είναι της Μαρίας Σωτηροπούλου