Η ΗΛΕΚΤΡΑ του ΣΟΦΟΚΛΗ σε ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΛΑΝΑ
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Υπηρέτης και προστάτης του Ορέστη
ΟΡΕΣΤΗΣ
Γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας
ΗΛΕΚΤΡΑ
Θυγατέρα του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Χήρα του Αγαμέμνονα και γυναίκα του Αίγισθου
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Θυγατέρα του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Εξάδελφος του Αγαμέμνονα και δεύτερος σύζυγος της Κλυταιμνήστρας
ΧΟΡΟΣ
Γυναίκες Μυκηναίες
ΒΟΥΒΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
ΠΥΛΑΔΗΣ
Φίλος του Ορέστη
ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ
Του Ορέστη, της Κλυταιμνήστρας, της Χρυσόθεμης
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ.
Γύρισες πρίγκιπα! Αυτή είναι η γη σου, γιε1
του Αγαμέμνονα: το Άργος των ονείρων σου. Εδώ
ονειρεύτηκε ο πατέρας σου ερείπια την Τροία.
Σ’ αυτά τα δέντρα ανάμεσα τρέλανε το κεντρί
του πάθους την Ιώ. Να, δες εκεί: κοιμάται ακόμα2
η αγορά του Λύκειου Απόλλωνα·3
λίγο πιο πέρα, αριστερά, φωλιάζει το περίφημο Ηραίο.4
Κι εδώ ακριβώς που είμαστε: οι πολύχρυσες Μυκήνες,
το ανάκτορο των ένδοξων Πελοπιδών –5
σφαγείο στυγερό το λέω εγώ. Εκεί μέσα
σκότωσαν τον πατέρα σου. Από εκεί
σε γλύτωσε στα χέρια μου η καλή σου αδελφή.
Σε πήρα και τραβήξαμε τον δρόμο
της εξορίας· σ’ έκρυψα, σ’ ανάθρεψα:
να γίνεις άνδρας τιμωρός…
Όμως… ο ήλιος…
Βιαστείτε. Ακούτε τα πουλιά; Σημαίνουν φως.
Η σκοτεινή γιορτή των αστεριών τελειώνει.
Έλα, Ορέστη· έλα κι εσύ φίλε Πυλάδη.
Πρέπει να δούμε αμέσως πού πάμε και τι κάνουμε,
πριν βγει κανένας και μας δει
να κρεμόμαστε απ’ τα ίδια μας τα λόγια
στης μέρας τον γκρεμό.
ΟΡΕΣΤΗΣ.
Μιλάς, αγαπημένε μου προστάτη κι υπηρέτη,
κι ακούω να καλπάζει ακάθεκτη όπως πάντα η αφοσίωσή σου.
Ναι, φίλε μου καλέ. Έτσι ερχόσουν πάντα
στα παιδικά όνειρά μου:
ένα άλογο περήφανο, που όσο γερνούσε τόσο
πιο δυνατό γινόταν· κι εγώ κρατιόμουν πάνω σου
κι εσύ ορμούσες σε μια μάχη τρομερή·
κι άνοιγες δρόμο κι ήξερα πως ήταν η μάχη της ζωής…
Άκου, λοιπόν, προσεκτικά τι σχεδιάζω
κι αν κάπου κάνω λάθος, διόρθωσέ με.
Όταν πήγα στο μαντείο των Δελφών
για να ρωτήσω αν -πώς πρέπει, δηλαδή-
να εκδικηθώ τους δολοφόνους του πατέρα μου, ο Φοίβος
με χρέωσε με τούτον τον χρησμό:
«Στρατός τα χέρια σου, ασπίδα ο δόλος.
Μόνος σου δικαίωσε την πληγή σου».
Όπως με ακούτε. Συνεπώς, πήγαινε, γέρο μου εσύ
στο ανάκτορο και βρες μιαν ευκαιρία
να μπεις, να δεις πως έχουν τα πράγματα εκεί μέσα.
Πρέπει να ξέρουμε τα πάντα. Δεν θα δυσκολευτείς.
Εσύ ξέρεις ποιος είσαι·
αυτοί, ούτε καν ποιος ήσουν, μετά από τόσα χρόνια.
Μπορείς να πεις πως σ’ έστειλε
ο Φανοτέας απ’ την Φωκίδα.6
Τον εμπιστεύονται, είναι σύμμαχός τους.
Διαβεβαίωσέ τους
πως είδες με τα ίδια σου τα μάτια τον Ορέστη
να πέφτει από το άρμα του στους Πυθικούς Αγώνες7
και να σκοτώνεται. Έτσι πες. Θα καταλάβουν.
Εμείς θα πάμε στο μνήμα του πατέρα μου:
λίγο γάλα, λίγα λουλούδια, μια τούφα απ’ τα μαλλιά μου
στην μνήμη του και γρήγορα πίσω με την υδρία,
που αφήσαμε στους θάμνους, όταν ερχόμαστε εδώ.
Για μας καν δεν αξίζει τον χαλκό της.
Γι’ αυτούς θα είναι δώρο θεόσταλτο. Υποτίθεται
πως περιέχει ό,τι άφησε ο στίβος
κι νεκρική πυρά από τον άτυχο Ορέστη:
ούτε δυο χούφτες στάχτη.
Δεν ακούγεται καλά, μα δεν με νοιάζει.
Μετά χαράς να δώσω έναν ψεύτικο θάνατο,
για μια ζωή αληθινή.
Όλα επιτρέπονται στα λόγια που κερδίζουν.
Ξέρω σοφούς που θάφτηκαν στις λέξεις
και αναστήθηκαν σοφότεροι στις πράξεις.
Όσο για μένα, είμαι βέβαιος πως θα βγω
πολύ πιο ζωντανός απ’ τους εχθρούς μου.
Δέξου με, πατρίδα μου. Φωτίστε μου τον δρόμο,
θεοί του τόπου μου κι εσύ
στέγη των προγόνων μου μην μ’ εξορίσεις πάλι.
Μην αφήσεις το σκοτάδι που σε πνίγει να με πνίξει.
Απ’ την πηγή του μεγαλείου σου έρχομαι.
Και τώρα εμπρός. Κάνε το χρέος σου, γέροντα.
Πάμε κι εμείς. Τα λόγια μας δεν αντέχουν άλλο βάρος
κι η μέρα αρχίζει να βαθαίνει.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ω, δυστυχία μου!
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Άκουσες, γιε μου;
Κάποιο κορίτσι χάνεται εκεί μέσα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Λες να είναι η δύστυχη Ηλέκτρα;
Να καθίσουμε να δούμε τι συμβαίνει;
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Αποκλείεται. Δεν έχουμε καιρό.
Ή κάνουμε αμέσως ό,τι λέει και δεν λέει ο χρησμός
ή δεν συμβαίνει τίποτα κι άδικα φτάσαμε ως εδώ.
Γρήγορα, στο μνήμα του πατέρα σου, εσείς.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Άσπιλο φως και σύντροφε
πιστέ της γης, αέρα·
πάλι με βρήκατε οικτρό
ναυάγιο στα ρηχά των σκοταδιών.
Πάλι όλη-νύχτα πάλευα
με την στυγνή αγρύπνια μου,
σ’ αυτό το άθλιο σπίτι:
να προσπαθώ να κρατηθώ
απ’ τις πληγές μου με πληγές,
να μην αφήσω να χαθεί η μνήμη του πατέρα
που δεν μου πήρε ο πόλεμος,
δεν έπεσε σαν άνδρας, μαχόμενος βαρβάρους·
η μάνα μου κι ένας μοιχός, ο Αίγισθος, τον έκοψαν
σαν δέντρο που τους έκλεβε το φως.
Κι έμεινα εγώ , πατέρα μου, μονάχη να θρηνώ
τον άδικο και άνανδρο, πανάθλιο θάνατό σου.
Μόνον εγώ· άλλος κανείς.
Σε ξέχασαν πατέρα.
Μα όσο έχει τ’ άστρα της η νύχτα κι όσο βγαίνει
ο ήλιος, δεν θα στερηθεί εμένα το κατώφλι σου.
Σαν την αηδόνα που της πήραν τα μικρά
θα κλαίω απαρηγόρητα· εδώ – να με ακούν,
να μην μπορούν στιγμή να ησυχάσουν.
Άδη, με ακούς;
Ακούγομαι εκεί κάτω Περσεφόνη;
Πού είσαι Ερμή των σκοταδιών κι εσύ Κατάρα ευλογημένη;
Πού είστε κόρες των θεών, άγριες Ερινύες;
Τι πάθατε, δεν βλέπετε μοιχούς και δολοφόνους
να τριγυρνούν στο σπίτι μου;
Ελάτε, εκδικηθείτε,
τον φόνο του πατέρα μου.
Φέρτε τον αδελφό μου.
Πονώ βαθιά και σκοτεινά.
Πάω στα τυφλά. Ένα χέρι!
ΧΟΡΟΣ
Για δείτε εκεί κατάσταση.
Δείτε κατάντημα παιδιού πανάθλιας γυναίκας.
Δεν χόρτασες, Ηλέκτρα μου, παραδαρμούς και θρήνους;
Τόσος καιρός απ’ τον καιρό που έριξε η άτιμη,
η τιποτένια μάνα σου σ’ ενός δειλού τα χέρια
τον Αγαμέμνονα· κι εσύ ακόμα λιώνεις;
Ανάθεμά τον αίτιο. Συγχώρησέ με, Θέμις!
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μην προσπαθείτε, αρχόντισσες, να με παρηγορήσετε.
Είστε καλές και λογικές γυναίκες· με πονάτε,
το νοιώθω μέσα μου βαθιά,
μα δεν μπορώ, δεν θέλω
να πάψω να θρηνώ τον άμοιρο πατέρα μου.
Δεν κλείνει αυτή η πληγή·
την τρέφω και με τρέφει.
Σας ικετεύω, αφήστε μας μονάχους.
ΧΟΡΟΣ
Η Αχερουσία ολόκληρη να τρέξει δάκρυ-δάκρυ
από τα μάτια σου, αυτός
ανήκει πια στην όχθη του Άδη.
ην χάνεσαι, καλή μου.
Σύνελθε, είσαι ζωντανή.
Τι προσπαθείς;
Να σε θρηνήσει εκείνος;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μόνον οι ανάξιοι να ζουν ξεχνάνε τους νεκρούς τους.
Εγώ… Δεν ξέρω… Προσπαθώ…
Μέσα μου είναι άνοιξη, μα δεν ακούω πουλιά.
Μονάχα ένα μικρό αηδόνι τρομαγμένο
θρηνεί την άδεια του φωλιά και η καρδιά μου… Αχ, Νιόβη!8
Μόνον εσύ μου απόμεινες, θεά· θεά μου, στάξε
στο πέτρινο σκοτάδι σου ένα δάκρυ και για μένα.
Είμαι μόνη, πληγωμένη σαν πουλί… Πού είναι η άνοιξή μου;
ΧΟΡΟΣ
Δεν είσαι μόνη, Ηλέκτρα μου.
Άνθρωπος είσαι – κι η ζωή,
πληγή ανοιχτή έτσι κι αλλιώς.
Νομίζεις πως πονούν
λιγότερο εκεί μέσα οι αδελφές σου;9
Πατέρα έχασαν κι αυτές.
Πονούν, μα ζουν, όπως κι αυτός ο δύστυχος Ορέστης,
που περιμένει εξόριστος
κι ελπίζει κι απελπίζεται να ξημερώσει ο Δίας
τη μέρα που θα λάμψει στις Μυκήνες δίκαιος βασιλιάς.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Κι εγώ τι κάνω εδώ;
Δεν περιμένω; Δεν νηστεύω τις χαρές των κοριτσιών;
Δεν σέρνομαι ερείπιο ανθρώπου μέρα-νύχτα,
δίχως παιδιά και σύντροφο.
Όχι, δεν θά ’ρθει. Έτσι λέει, για να ξεχνά τι ξέχασε.
Γιατί μου στέλνει συνέχεια μηνύματα;
Για να μου πει πως θέλει, μα δεν μπορεί;
Τι ωφελεί;
ΧΟΡΟΣ
Κουράγιο, υπομονή.
Ο Δίας είναι μεγάλος.
Όλα τα βλέπει από ψηλά και όλα τα μπορεί.
Άφησέ τον να φροντίσει την πληγή σου.
Άφησε και τον Χρόνο να κρίνει αν είναι μίσος
ή μνήμη αυτό που αιμορραγεί μέσα σου.
Είναι δίκαιος θεός.
Θα δεις· ούτε ο γιος του Αγαμέμνονα ξεχνάει
το χρέος του ούτε ο Άδης
αδιαφορεί για την γαλήνη των νεκρών του.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Και για τα χρόνια που έχασα;
Ποιος θα φροντίσει; Ποιος μπορεί
να μου τα δώσει πίσω; Ποιος θα κρίνει αν μπορώ
ν’ αντέξω ό,τι απόμεινε από μένα;
Ξένη, απόκληρη, άστεγη κατάντησα στο ίδιο μου το σπίτι.
Είναι αβάσταχτα ετούτα τα κουρέλια
κι είναι φαρμάκι τ’ αποφάγια που πετούν
στη δούλα τους… Δούλα τους είμαι!
ΧΟΡΟΣ
Θάνατος λέγεται η επιστροφή
στην γλώσσα του πατέρα·
η προδοσία έρωτας,
ο έρωτας σφαγή –
χάλκινο μίσος η πληγή
και μακελειό η ζωή:
μια θλιβερή
παράσταση ανθρώπων και θεών.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ανάθεμά σε μέρα
που πότισες τις μέρες μου αίμα και δάκρυ και χολή.
Ανάθεμά σε, νύχτα, που έκανες μιαν ώρα
χαράς για τον πατέρα μου απίστευτη σφαγή.
Ανάθεμά σε, πρόστυχο πάθος κι αισχρών χεριών πλεκτάνη,
που πήρες μια ζωή
και άφησες ανάπηρη μιαν άλλη.
Ήσυχη μέρα να μην δουν,
ύπνο γλυκό να μην χαρούν
οι δολοφόνοι. Φρίκη
να αιμορραγεί και θάνατο η ζωή τους.
ΧΟΡΟΣ
Κι εσύ τι κάνεις; Κομματιάζεις τη δική σου
ζωή και την πετάς στα πόδια τους; Γιατί;
Άφησες να φωλιάσει μέσα σου το σκοτάδι
που τρέφουν στην ψυχή τους
και τους καλείς σε πόλεμο
τυφλό. Πού πας, Ηλέκτρα μου;
Είναι παιδιά του ερέβους αυτοί. Θα σε συντρίψουν.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Την πληγωμένη μου ζωή ακολουθώ.
Το ξέρω είναι τρέλα.
Μα είναι ζωή μου, δεν μπορώ
να την χαρίσω στους φονιάδες.
Τι μου ζητάτε; Αν δεν καταλαβαίνετε
εσείς πως είναι αδύνατο
να επιλέξω ανάμεσα
στη ζωή και τη ζωή μου, τότε ποιος,
αρχόντισσές μου; Δεν είναι λογική αυτή.
Γι αυτό σας λέω: αφήστε με·
Ανήκω στη ζωή μου κι εκείνη στην πληγή της.
ΧΟΡΟΣ
Εγώ σαν μάνα σου μιλώ, για το καλό σου.
Με μαχαιριές, κορίτσι μου
δεν κλείνουν οι πληγές.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αν ξέρεις πότε γίνεται η μνήμη μαχαιριά
και πότε κλείνει της απώλειας η πληγή
να μου το πεις. Μα μην μου λες
πως πρέπει να ξεχάσω τον νεκρό μου.
Υπάρχουν άνθρωποι που τρέφουν στο μυαλό τους
τέτοιες ιδέες; Να μου λείπουν! Μια στιγμή
ευτυχίας να μπορούσα να χαρώ ακόμα στη ζωή μου,
θρήνο θα την έκανα κι αυτή. Σαν ορφανό πουλί
θα σκέπαζα με τις μικρές
φτερούγες μου την μνήμη του γονιού μου.
Γιατί αν ο νεκρός δεν είναι παρά μόνο
λίγη ακόμα γη στη γη και ο φονιάς μονάχα
ένας ακόμα άδικος σ’ αυτόν τον «ψεύτη» κόσμο,
τότε ντροπή μας: ο Άνθρωπος είναι μια κούφια λέξη.
ΧΟΡΟΣ
Εγώ για σένα αγωνιώ, καλή μου. Μ’ αν νομίζεις
πως έχω άδικο, σωπαίνω. Πάντως
μονάχη δεν σ’ αφήνω. Ανησυχώ, κατάλαβέ το!
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ντρέπομαι, φίλες μου. Δεν θέλω
να με βλέπετε να σέρνομαι σαν άχρηστο κουρέλι.
Μα καταλάβετε κι εσείς πως δεν αντέχω:
με πνίγουν όλα γύρω μου. Και την αξιοπρέπεια
που έμαθα απ’ το σπίτι μου, την ξέχασα κι αυτή.
Τι να κάνω όταν βλέπω να σκοτώνουν εκεί μέσα
μέρα-νύχτα την μνήμη του πατέρα μου;
Μάνα δεν έχω πια.
Το σπίτι μου κατάντησε μια τρύπα σκοτεινή
για δολοφόνους. Βρίσκομαι στο έλεος τους.
Αυτοί αποφασίζουν τι έχω, τι δεν έχω·
ποια είμαι και τι είμαι.
Πώς γίνεται να βλέπω
τον Αίγισθο, στον θρόνο του πατέρα μου,
πατέρα μου ντυμένο;
Πώς αντέχω να προσφέρει
σπονδές στην ίδια εστία όπου τον σκότωσε;
Το φαντάζεστε; Φαντάζεστε τι νοιώθω
όταν ξέρω πως μολύνει το κρεβάτι
του πατέρα μου μ’ αυτή την άθλια γυναίκα,
που δεν θέλω ούτε να σκέφτομαι πως είναι
μητέρα μου; Μητέρα μου! Ένα γύναιο,
στην αγκαλιά ενός πόρνου!
Μια φόνισσα ξετσίπωτη που γελάει με τις βρωμιές της!
Κήρυξε, το απόβρασμα, επίσημη γιορτή,
τη μέρα που έχυσε το αίμα
του πατέρα μου: χορεύει, τραγουδάει
και θυσιάζει κάθε μήνα στους θεούς·
να την κρατάνε μακριά απ’ τις κακοτοπιές!
Κι εγώ αβοήθητη να δέχομαι τα πάντα.
Να σκέφτομαι συνέχεια εκείνο το επίσημο
δείπνο που έγινε επίσημη σφαγή.
Κανείς δεν λέει πια «θηριωδία» –
«Δείπνο του Αγαμέμνονα», λέει. Κι εγώ να θέλω
να κλάψω και να μην μπορώ.
Να γίνεται φαρμάκι μέσα μου ο λυγμός.
Σκιά να δει στα μάτια μου, όχι δάκρυ,
το γύναιο που κάνει την αρχόντισσα, αρχίζει να με βρίζει:
«Μίζερο σίχαμα. Άλλος κανείς δεν έχασε πατέρα;
Τι σκούζεις σαν γριά μοιρολογίστρα;
Ψόφα, έκτρωμα· να πας
στον Άδη και να κλαις με την ψυχή σου
την άχρηστη ζωή σου».
Αυτά κι άλλα χειρότερα. Κι αν τύχει
ν’ ακούσει καμιά φήμη πως έρχεται ο Ορέστης,
χιμάει απάνω μου σαν σκύλα λυσσασμένη:
«Εσύ τα φταις· εσύ
τον πήρες απ’ τα χέρια μου κρυφά.
Τον γλίτωσες, μα έννοια σου, θα το πληρώσεις ακριβά».
Τέτοια γαυγίζει· κι ο άντρας της,
το βδέλυγμα, ο στρατηγός του γυναικοπολέμου,
ρυλίζει από δίπλα τα δικά του.
Κι εγώ σωπαίνω και κρατιέμαι απ’ την ελπίδα
του Ορέστη που όλο φτάνει και δεν φτάνει
και καταρρέω μέρα τη μέρα: νοιώθω
να με κυκλώνει το κακό και να βρωμίζει μέσα μου τα πάντα.
ΧΟΡΟΣ
Πες μου κάτι: ο Αίγισθος
είναι μέσα, μας ακούει;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Όχι βέβαια. Θα μ’ άφηνε να βγω από το σπίτι,
αν ήτανε εδώ; Έχει πάει στα χωράφια.
ΧΟΡΟΣ
Είσαι σίγουρη; Μπορώ
να σου μιλήσω ελεύθερα;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Λείπει σου λέω. Τι θέλεις; Πες μου.
ΧΟΡΟΣ
Καλά, καλά! Ο αδελφός σου… άκουσες τίποτα: θα έρθει
τώρα κοντά; Θέλω να ξέρω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Έτσι λέει. Μα έτσι έλεγε πάντα.
ΧΟΡΟΣ
Μεγάλα έργα, μεγάλοι δισταγμοί, κορίτσι μου.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Εγώ δεν δίστασα καθόλου, όταν ήταν να τον σώσω.
ΧΟΡΟΣ
Υπομονή! Είναι έντιμο παιδί. Δεν θα μας εγκαταλείψει.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Το ξέρω. Γιατί λες πως ζω ακόμα!
ΧΟΡΟΣ
Σιγά· βλέπω την αδελφή σου,
την Χρυσόθεμη. Πού πάει;
Μνημόσυνο ετοιμάζει και κρατάει προσφορές;
Έρχεται· πάψε.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Τι πράγματα είναι πάλι αυτά, αδελφή;
Άρχισες τώρα να βγαίνεις απ’ το σπίτι
και να φωνάζεις τα ίδια και τα ίδια;
Δεν κουράστηκες; Δεν έμαθες ακόμα
πως όσο τρέφεις τον μάταιο θυμό σου με θυμό,
τόσο πιο μάταιος γίνεται; Άκου με που σου λέω.
Θυμώνω, υποφέρω κι εγώ με την κατάντια μας
και ώρες-ώρες λέω να πιάσω να τους πω
τι σκέφτομαι ανοιχτά. Μα τι να κάνω
με μια βαρκούλα απελπισία στ’ ανοιχτά της συμφοράς;
Μαζεύω το πανί, πάω με τα νερά τους
και λέω πως είμαι τυχερή που ταξιδεύω ακόμα.
Κάνε, λοιπόν, το ίδιο.
Τώρα αν έχω δίκιο ή άδικο… τι να σου πω –
σκέψου και κρίνε: απείθαρχη και σκλάβα όπως εσύ
ή φρόνιμη κι ελεύθερη όπως εγώ
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ελεεινή και υπόδουλη όπως εσύ, θέλεις να πεις.
Πουλάς την μνήμη του πατέρα σου για να ’σαι
ένα φτηνό ομοίωμα της μάνας σου.
Καν δεν υπάρχεις πια. Μιλάς κι ακούω εκείνη.
Εσύ μονάχα τα χείλη σου κουνάς.
Λοιπόν, σειρά σου να σκεφτείς και να κρίνεις – αν μπορείς:
είσαι άδικη μαζί μου κι αδελφή μου
ή έχεις δίκιο και δεν ξέρω ούτε ποια είσαι.
Είπες πως ώρες-ώρες λες να πιάσεις να τους πεις
τι σκέφτεσαι ανοιχτά. Κι εγώ τι κάνω εδώ; Δεν τους τα λέω,
δεν προσπαθώ να τους εκδικηθώ με όση δύναμη έχω;
Κι εσύ αντί να με βοηθάς επιχειρείς να μ’ εμποδίσεις.
Προσθέτεις, δηλαδή και την δειλία στον ξεπεσμό μας!
Για εξήγησέ μου, τώρα -ή μάλλον άσε να σου εξηγήσω εγώ-
τι θα κερδίσω αν σταματήσω να θρηνώ; Τη ζωή μου;
Αυτή –την θέλω δεν την θέλω, τέτοια που είναι-
την έχω κι όπως βλέπεις την αντέχω. Φτάνει που τους πληγώνω,
προσφέροντας την ύψιστη τιμή, το πένθος το αμάραντο,
στον νεκρό μου – αν μπορεί να το χαρεί εκεί κάτω.
Στο μεταξύ, για σένα ο θυμός
είναι μια λέξη που σημαίνει «συμβιβασμός» στην πράξη.
Όλες τις χάρες που σου κάνουν -κι άλλες τόσες-
να μου έκαναν· με όλα τα χρυσάφια που σε ντύνουν
και σε στολίζουν να με φόρτωναν, εγώ
δεν θα τους προσκυνούσα.
Τρώγε και πίνε εσύ μαζί τους· κοίτα την καλοπέρασή σου
κι άσε με εμένα. Εγώ μπορώ να ζήσω
και με σκέτη αξιοπρέπεια – μου φτάνει.
Δεν θα ’θελα να ήμουν με τίποτα στη θέση σου
και ξέρω πως αν είχες λίγο μυαλό δεν θα ’θελες ούτε κι εσύ.
Αν είναι δυνατόν, κόρη τέτοιου πατέρα,
να τον ξεχνάς στο όνομα της μάνας σου! Αυτό
φωνάζει προδοσία από μακριά.
ΧΟΡΟΣ
Μην απαντήσεις, προς θεού· κατάλαβέ την.
Κάπου έχει δίκιο – όπως κι εσύ.
Όλο και κάτι χρήσιμο μπορεί να μάθει η μια στην άλλη.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Εμένα ήδη μου έμαθε
ν’ αδιαφορώ· κι αυτό
θα έκανα πάλι,
αν δεν ήξερα ποια φρίκη θα υποστεί.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Λες πως υπάρχει, δηλαδή, φρίκη χειρότερη απ’ αυτή
που ζω. Μίλα, λοιπόν! Τι φοβερό
και τρομερό μου μέλλεται; Πού ξέρεις,
μπορεί να φρίξω και να πάψω να σου φέρνω αντιρρήσεις!
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Άκουσα πως σκοπεύουν -αν δεν πάψεις
τους θρήνους και τους οδυρμούς- να σου στερήσουν
το φως του ήλιου· ναι,
σχεδιάζουν να σε θάψουν ζωντανή,
σ’ ένα υπόγειο, κάπου έξω από το Άργος,
για να ’χεις -λένε- λόγο πραγματικό να οδύρεσαι.
Καταλαβαίνεις τι σου λέω;
Σύνελθε, σκέψου λογικά. Χάνεσαι, ακούς;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αυτό είναι όλο;
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Μάλιστα. Μόλις γυρίσει ο Αίγισθος.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τότε καλώς να ορίσει.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Καλώς να ορίσει ποιος; Τι λες, δυστυχισμένη;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αυτός που θα φροντίσει.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Που θα φροντίσει τι; Τρελάθηκες;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αυτός που θα φροντίσει να με απαλλάξει από εσάς.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Δεν σκέφτεσαι καθόλου τη ζωή σου;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Σπουδαία ζωή.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Θα ήταν, αν σκεφτόσουν λογικά.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αν πρόδιδα αυτούς που αγαπώ, θέλεις να πεις.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Όχι! Αν έκανες πως σέβεσαι
τους δυνατούς.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Χάιδευε εσύ τ’ αυτιά τους κι άσε με εμένα.
Εγώ δεν κάνω για μυαλωμένη κόρη.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Μα είναι σωστό να χάσεις τη ζωή σου για ένα πείσμα;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ας την χάσω. Φτάνει να πάρω εκδίκηση
για τον πατέρα μου. Δεν είναι πείσμα αυτό.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Είναι! Και είμαι βέβαιη πως το ίδιο
πιστεύει κι ο πατέρας εκεί που βρίσκεται.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Πάψε! Μην βλαστημάς!
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Δεν πείθεσαι με τίποτα, ε;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Με τίποτα – όσο σκέφτομαι σαν άνθρωπος.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Καλά, λοιπόν.
Τότε να πηγαίνω κι εγώ στη δουλειά μου.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ποια δουλειά; Τι είναι αυτές οι προσφορές που κρατάς;
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Για το μνήμα του πατέρα.
Μ’ έστειλε η μητέρα να του κάνω μνημόσυνο.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αυτή μνημόσυνο, στον χειρότερο εχθρό της;
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Στο θύμα της, αν προτιμάς.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ποιος την κατάφερε να κάνει τέτοιο πράγμα; Ποιανού ιδέα ήταν;
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Μάλλον του φόβου. Είδε κάποιον εφιάλτη.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τι νέο ανέλπιστο ήταν αυτό, θεοί μου πολιούχοι!
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Είναι καλό που τρόμαξε στον ύπνο της;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Πες μου τι είδε και θα σου πω.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Μια-δυο κουβέντες άκουσα –σκόρπιες κι αυτές.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Σ’ ακούω. Καμιά φορά φτάνει μια λέξη μόνο
για να σωθεί ή να χαθεί ο άνθρωπος.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Να, είδε -λέει- πως γύρισε ο πατέρας απ’ τον Άδη
και μιλούσαν, αγκαλιάζονταν, φιλιούνταν, όπως παλιά κι εκείνος
πήρε το σκήπτρο του -που το έχει τώρα παράνομα ο Αίγισθος-
και το έμπηξε στις στάχτες της εστίας
και φύτρωσε και πέταξε ένα βλαστάρι στην αρχή
κι ύστερα φούντωσε και ψήλωσε κι έγινε δέντρο θεόρατο
και σκέπασε η σκιά του όλη τη γη των Μυκηνών.
Μόλις ξημέρωσε, κάποια υπηρέτρια την άκουσε να λέει
στον Ήλιο τ’ όνειρό της. Το είπε στις άλλες
κι έτσι έφτασε στ’ αυτιά μου. Άλλο τίποτα δεν ξέρω.
Μόνο πως μ’ έστειλε με προσφορές στο μνήμα του πατέρα.
Προφανώς την τρόμαξε το όνειρο.
Τα πράγματα είναι σοβαρά. Άκουσέ με, σ’ εξορκίζω.
Άφησε τα πείσματα· εκμεταλλεύσου
τα λόγια μου. Αύριο θα είναι πολύ αργά.
Θα υποφέρεις κι εγώ δεν θα ’μαι εκεί.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μην βαρύνεις, καλή μου, το χώμα
του πατέρα, μ’ αυτά που βαραίνουν
τα χέρια σου. Είναι άδικο, ανίερο, αισχρό, να κάνε
ι μνημόσυνο στον τάφο του η γυναίκα
που τον σκότωσε. Μην βεβηλώσεις
την μνήμη του για χάρη της.
Πέταξέ τα, να σκορπίσουν στους πέντε ανέμους, κρύψε τα
σε μια γωνιά, να μην ταράξουν τον ύπνο του πατέρα.
Κι αν δεν τα φάει η σκόνη και το σκοτάδι ας τα χαρεί
εκείνη, όταν μολύνει τη γη με το κουφάρι της.
Είναι βρώμικη, σου λέω, μέχρι μέσα στην ψυχή της –
έτσι γεννήθηκε· αλλιώς δεν θα σκεφτόταν καν, η ελεεινή, να κάνει μνημόσυνο στο θύμα της.
Φαρμάκι θα ποτίσουν τον νεκρό
αυτές οι άσπονδες σπονδές, απ’ την γυναίκα
που λούστηκε στο αίμα του σαν κτήνος
και ύστερα σκουπίστηκε με τα μαλλιά του! Ακούς;
Δεν πιστεύω να νομίζεις πως θα εξιλεωθεί
με τούτα τα σκουπίδια; Αν είναι δυνατόν!
Ξεφορτώσου τα αμέσως. Έλα, κόψε
μια μπούκλα απ’ τα σγουρά σου τα μαλλιά·
κόψε κι απ’ τα δικά μου ό,τι απομένει – η δύστυχη,
άλλα δεν έχω. Να· πάρε κι αυτή την ζώνη.
Ξέρω, δεν είναι τίποτα: ένα κουρέλι είναι. Μα είναι από μένα.
Πήγαινε, άφησέ τα στον τάφο του, γονάτισε και παρακάλεσέ τον
να σηκωθεί απ’ τους νεκρούς, να έρθει βοηθός μας
και νά ’ρθει ο γιος του ζωντανός
από μακριά, να πάρει στα δυνατά του χέρια
τη μοίρα μας ο Ορέστης, να πατήσει, να συνθλίψει
τους άθλιους δολοφόνους. Αλλιώς, φτωχέ πατέρα μας
την φτώχια μας μονάχα και την απελπισία μας
θα φέρνουμε στο μνήμα σου. Έτσι πες του· θα σε ακούσει.
Γιατί -να ξέρεις… δεν μπορεί… αυτός… το νοιώθω… αυτός
της στέλνει τ’ αποτρόπαια όνειρά της.
Καν’ το, αδελφή· για χάρη μου, για χάρη του, για χάρη
του άντρα που αγαπήσαμε βαθιά, όσο βαθιά
και σκοτεινά τον θέλησε η γη.
ΧΟΡΟΣ
Με πίστη και περίσκεψη μίλησε το κορίτσι μας.
Κάνε, καλή μου, αυτό που λέει. Έτσι πρέπει.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Εντάξει, θα το κάνω. Δεν είναι δυνατόν
να μην μπορούν δυο άνθρωποι
να πράξουν το σωστό, μετά από τόσα λόγια.
Μόνο μην πείτε τίποτα, φίλες μου – προς θεού.
Αν μάθει η μάνα μου τι τόλμησα να κάνω,
θα μου κάνει τη ζωή
χειρότερο εφιάλτη απ’ αυτόν που την στοιχειώνει.
ΧΟΡΟΣ
Αν δεν γεννήθηκα τρελή
ή δεν τρελάθηκα μ’ αυτά που ακούω και βλέπω,
κάτι μου λέει πως έρχεται η Θεία Δίκη – κι έρχεται,
για να μας δικαιώσει, παιδί μου. Σαν να βλέπω
ν’ απλώνεται απάνω μας το δυνατό της χέρι,
για να μας προστατεύσει. Μια ξαφνική δροσιά
ένοιωσα μόλις άκουσα εκείνο τ’ όνειρο – δροσιά
κι ελπίδα, θάρρος, δύναμη. Κι ήξερα -πώς δεν ξέρω-
πως ο μεγάλος Έλληνας ακόμα και στον Άδη
δεν συγχωρεί το άδικο αίμα. Αργά ή γρήγορα
θα εκδικηθεί.
Έρχεται -ναι!- η Θεία Δίκη. Κι έρχεται
αφεύγατη, αιμοβόρα, στυγερή,
η ξέφρενη Ερινύα των σκοταδιών.
Μυρίστηκε ανομία,
πάθος ακόλαστο, αγκαλιάσματα αισχρά
κι άδικο αίμα.
Γι’ αυτό σας λέω: μόνο καλό
δεν πρόκειται να δούνε από εδώ
και πέρα οι δολοφόνοι.
Κι αν κάνω λάθος, οιωνοί, όνειρα και χρησμοί
είναι όλα παραμύθια.
Τι έκανες! Τι έκανες,
Πέλοπα! Για μια νίκη
που κέρδισες με δόλο
αφάνισες αυτή τη γη.
Ξερίζωσες αδίστακτα
τον Μυρτίλο απ’ το χρυσό
άρμα του και τον πέταξες
σαν άχρηστο αγριόχορτο
στην άγονη αρμύρα.
Πώς μπόρεσες; Ακόμα
πληρώνει αυτό το σπίτι
με αίμα έναν απάνθρωπο αγώνα.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Μόλις γύρισε την πλάτη του ο Αίγισθος, ξεπόρτισες.
Αν δεν ήτανε κι αυτός να σε μαζεύει,
μπροστά στο σπίτι θα ξημεροβραδιαζόσουν:
ν’ ακούνε όλοι τις βρωμιές που ξεστομίζεις
για την οικογένειά σου και να μας κοροϊδεύουν.
Εμένα δεν με σέβεσαι καθόλου. Μόνο από φοβέρα
καταλαβαίνεις. Βουίζουν οι Μυκήνες
πως σφετερίζομαι τον θρόνο και σε εξευτελίζω
μέσα στο ίδιο σου το σπίτι. Εγώ; Σ’ εξευτελίζω επειδή
δεν ανέχομαι ν’ ακούω τις βρωμιές που μου καταλογίζεις;
Μάνα σου είμαι. Άσχημα θα σου μιλήσω.
Τι άλλο να κάνω; Εσύ έχεις ξεφύγει πια.
Σκότωσα τον πατέρα σου! Σκότωσα τον πατέρα σου!
Ναι, τον σκότωσα! Το λέω και το φωνάζω!
Όμως δεν ήμουν μόνη. Είχα τη Θεία Δίκη στο πλευρό μου.
Αυτή τον έπιασε, αυτή τον κράτησε.
Λίγο μυαλό να είχες θα καταλάβαινες τι ήταν
ο πατέρας που θρηνείς. Όχι ο πρώτος,
ο τελευταίος των Ελλήνων.
Ένας πατέρας που δεν δίστασε να σφάξει
την κόρη του, σαν ζώο. Αλλά, βέβαια, αυτός
δεν ξερίζωσε τα σπλάχνα του,
δεν πνίγηκε στο αίμα του, για να την φέρει στη ζωή.
Πες μου, γιατί το έκανε; Για τη δόξα των Ελλήνων;
Έτσι δοξάζονται οι πολεμιστές;
Θυσιάζοντας του άλλου τη ζωή;
Μήπως αυτό απαιτούσε η τιμή του αδελφού του;
Δεν είχε ο Μενέλαος παιδιά;
Δύο! Και για τη μάνα τους γινόταν η εκστρατεία.
Ας θυσίαζαν εκείνα. Τι τους εμπόδιζε; Τους είπε ο Άδης
πως προτιμούσε τα δικά μου;
Ή μήπως ο Μενέλαος ήταν πραγματικός
πατέρας κι ο δικός σας ένα κτήνος μοχθηρό,
που δεν αγάπησε ποτέ κανέναν;
Εσύ μπορεί να διαφωνείς· για σκέψου όμως
και την νεκρή σου αδελφή.
Το μέρος μου θα έπαιρνε, αν οι νεκροί είχαν φωνή.
Τον σκότωσα και του άξιζε και έχω ήσυχη τη συνείδησή μου.
Αν, τώρα, θεωρείς πως κάνω λάθος, σε καλώ
να τα σκεφτείς προσεκτικά όλα αυτά
και ύστερα να με κρίνεις. Μ’ επιχειρήματα όμως.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Κανονικά θα έπρεπε ν’ αρχίσω ανάποδα. Κανείς
δεν θα με κατηγορούσε
πως σε προκάλεσα και βρίζεις τόσην ώρα
την αδελφή και τον πατέρα μου.
Ωστόσο, αν σας λείπουν μητέρα επιχειρήματα,
επιστρέψτε μου να σας τα προσκομίσω!
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Κατάλαβα! Εν πάση περιπτώσει, σου επιτρέπω.
Κι αν μου μιλούσες πάντα έτσι
δεν θα με ανάγκαζες να σου φωνάζω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Πάει καλά! Ομολογείς πως σκότωσες τον άντρα σου. Υπάρχει
χειρότερο έγκλημα απ’ αυτό; Αλλάζει κάτι αν είχες δίκιο ή όχι;
Που, βέβαια, είναι βέβαιο πως δεν είχες.
Ένα τρισάθλιο αρσενικό σ’ έκανε φόνισσα –
και δεν ήταν ο πατέρας μου.
Ρώτα την Άρτεμη. Ή μάλλον άσε, θα σου πω
εγώ – δεν έχουν την όρεξή μας για κουβέντες οι θεοί.
Γιατί νομίζεις πως καθήλωσε τα πλοία στην Αυλίδα;
Δεν έτυχε ν’ ακούσεις ποτέ πως ο πατέρας
μπήκε στο άλσος της θεάς, χτύπησε το πρώτο ελάφι
που πετάχτηκε μπροστά του κι όταν είδε τα χρυσά
κέρατα και κατάλαβε, καυχήθηκε για το κατόρθωμά του
την ώρα που αποτέλειωνε το ζώο με το μαχαίρι;
Γι’ αυτό εξοργίστηκε η κόρη της Λητούς
και είπε πως δεν θ’ αφήσει τα πλοία να σαλπάρουν,
μέχρι να της προσφέρει θυσία την ίδια του την κόρη.
Η Άρτεμις του ζήτησε το αίμα της αδελφής μου, για το αίμα
του ζώου της. Οι Αχαιοί και ο Μενέλαος απλά περίμεναν εκεί
πιασμένοι ανάμεσα στη λύσσα της θεάς
και τον πόνο του πατέρα.
Ναι πάλεψε και πόνεσε και δίστασε, το ξέρω.
Μα μπορούσε ο στρατηγός να εγκαταλείψει τον στρατό
ανάμεσα στην Τροία και την πατρίδα;
Μπορούσε, θα μου πεις, αν αγαπούσε το παιδί του.
Έστω· δεν έκανε αυτό που όφειλε σαν πατέρας.
Προτίμησε να σώσει τον στρατό του.
Εγκλιμάτισε – το δέχομαι. Εσένα
ποιος νόμος σου έδωσε δικαίωμα να του πάρεις τη ζωή;
Πρόσεξε· μην μου πεις πως έτσι πρέπει ν’ αποδίδουν δικαιοσύνη
οι άνθρωποι, γιατί είσαι άνθρωπος κι έχεις σκοτώσει.
Αν αρχίσουμε να παίρνουμε ζωές για τις ζωές που χάθηκαν,
να είσαι βέβαιη πως θά ’ρθει κι η σειρά σου.
Καταλάβατε μητέρα; Σας αρκεί το επιχείρημά μου;
Είναι ανάγκη να σκεφτώ για να σε κρίνω, όταν αφήνεις
να σ’ αγκαλιάζει ο δολοφόνος του πατέρα μου,
ο άθλιος συνεργός σου, ένας μοιχός που του αραδιάζεις
παιδιά κι αποξενώνεις τα νόμιμα – νόμιμα, ναι·
από τον μόνο τίμιο γάμο που έκανες;
Τόση βρωμιά! Τόση βρωμιά! Θέλεις κι επιχειρήματα!
Μα δεν ντρέπεσαι καθόλου; Δεν τρέχεις να κρυφτείς,
που έχεις το θράσος να μου λες πως κοιμάσαι μ’ ένα κάθαρμα,
για να εκδικηθείς τον θάνατο της κόρης σου;
Πώς να σου πω πιο ευγενικά
πως είσαι ένα τρισάθλιο γύναιο και δεν έχεις
δικαίωμα ν’ ανοίγεις το βρωμερό σου στόμα
και να διαδίδεις πως σε βρίζει το παιδί σου.
Εγώ δεν βρίζω τη μάνα μου – δεν έχω μάνα.
Βρίζω την μοχθηρή αφέντισσά μου, αυτή
που μου έχει κάνει μαρτύριο τη ζωή,
μαζί τον αχρείο εραστή της. Και καλά
εγώ, εκείνος ο δύστυχος Ορέστης;
Τι σου έχει κάνει; Γλίτωσε από τα νύχια σου,
ποιος ξέρει τι περνάει στην εξορία κι εσύ τον καταριέσαι,
γιατί τάχα περιμένει να του δώσω
το σύνθημα να έρθει να σε σφάξει.
Αν ήταν τόσο απλό, να είσαι βέβαιη πως δεν θα ζούσες τώρα.
Εμπρός, λοιπόν· πήγαινε, φώναξέ το ,
να μάθουν όλοι πως εκτός
από απίστευτη κακία, μεγάλη γλώσσα
και θράσος απερίγραπτο, έχω και ένστικτα εγκληματία.
Μπράβο θα σου πουν που έβγαλες κόρη αντάξιά σου.
ΧΟΡΟΣ
Την εξαγρίωσε. Απ’ ό,τι βλέπω
πάνε τα επιχειρήματα.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ποια επιχειρήματα; Μπορεί κανείς
να μιλήσει λογικά μ’ ένα κορίτσι
στην ηλικία του, που βρίζει σαν αλήτης
την ίδια του τη μάνα;
Δεν έχει πια ίχνος ντροπής απάνω της. Αυτή
είναι ικανή να κάνει τα μεγαλύτερα αίσχη.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Έτσι νομίζεις;
Μάθε, λοιπόν, πως ντρέπομαι.Και ντρέπομαι επειδή
εσύ με ανάγκασες να γίνω από κορίτσι της σειράς του
αυτό το άγριο πλάσμα, που έχεις μπροστά σου.
Κανείς δεν βγαίνει άνθρωπος
απ’ το σχολείο του αίσχους.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Δεν έχει όρια το θράσος σου! Εγώ,
τα λόγια μου κι πράξεις μου σ’ έμαθαν να μην ξέρεις
τι λες όταν ανοίγεις το στόμα σου;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Οι πράξεις σου. Κι οι πράξεις
-θα έπρεπε να το ξέρεις-
βρίσκουν τον δρόμο για τα λόγια, μια χαρά.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Μα την Άρτεμη, να δω ποιον δρόμο
θα βρεις εσύ για να ξεφύγεις,
όταν γυρίσει ο Αίγισθος.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Βλέπεις; Με απειλείς!
Εσύ δεν μου έδωσες την άδεια να μιλήσω
ελεύθερα; Τι φταίω εγώ, αν δεν αντέχεις
να με ακούσεις;
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Μην με κολάζεις!
Σου επέτρεψα να πεις ό,τι σου αρέσει.
Επίτρεψέ μου τώρα κι εσύ να θυσιάσω,
με ησυχία και καθαρό μυαλό.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ελεύθερη. Θυσίασε. Σωπαίνω.
Για να μην λες πως στέκομαι
ανάμεσα σε σένα και τον θεό.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Έλα εδώ εσύ.
Άφησε εκεί τις προσφορές, για να προσευχηθώ,
να με απαλλάξει ο θεός από τους φόβους.
Σκύψε και δες,
Φοίβε προστάτη του σπιτιού μου,
βαθιά μες στην καρδιά μου.
Εκεί θα βρεις αλήθειες, που δεν πρέπει
να σου αποκαλύψω.
Δεν με ακούνε φίλοι – όχι εσύ,
αυτή. Αν καταλάβει τι μου συμβαίνει, η άθλια,
θα το μάθει όλη η πόλη. Αρκέσου,
Λύκειε άρχοντα, σ’ αυτά που δεν μπορώ,
διστάζω να σου πω.
Κι αν τ’ όνειρο που είδα εχθές το βράδυ
είναι καλό για μένα,
κάνε το να βγει αληθινό.
Κι αν πάλι είναι κακό,
ρίξε στα κεφάλια των εχθρών μου τ
ην αλήθεια του. Ό,τι κι αν σημαίνει,
προστάτευσε τα πλούτη, τη ζωή μου·
μην αφήσεις να χαλάσουν
την ευτυχία μου. Δώσε να χαίρομαι για πάντα
την εξουσία, τους συμμάχους
και τα παιδιά μου – όσα
δεν με πικραίνουν. Μόνο αυτά,
ύκειε Απόλλων, σου ζητώ.
Άλλα δεν έχω να σου πω.
Παιδί του Δία είσαι, βλέπεις
τα σκοτεινά κι ακούς
τ’ ακατονόμαστα . Ξέρεις εσύ.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ.
Αυτό είναι το παλάτι του Αίγισθου
ή χάθηκα γυναίκες;
ΧΟΡΟΣ
Αυτό. Δεν χάθηκες.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Κι αυτή που μοιάζει με βασίλισσα
είναι η γυναίκα του ή κάνω λάθος;
ΧΟΡΟΣ
Αυτή. Δεν κάνεις λάθος.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Χαίρε, βασίλισσα. Νέα καλά από καλό
φίλο σας φέρνω.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Αν είναι έτσι, καλωσόρισες.
Ποιος είπες πως σε στέλνει;
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Ο Φανοτέας απ’ την Φωκίδα.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Μάλιστα! Όντως καλά θα είναι
τα νέα σου, αφού σ’ έστειλε
τέτοιος φίλος. Πες μου, τι συμβαίνει;
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Χωρίς περιστροφές: είναι νεκρός… ο Ορέστης.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ω δυστυχία μου! Ανάθεμά σε, μέρα·
άρχισες απ’ το τέλος μου!
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Τι είπες ξένε· άκουσα καλά;
Μίλα! Μην δίνεις σημασία σ’ αυτήν.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Είναι νεκρός… ο Ορέστης.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Χάθηκα, δεν υπάρχω πια!
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Κοίτα τη δουλειά σου, εσύ.
Πες μου, ξένε·
πώς έγινε; Πες μου τα πάντα.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Θα σου πω. Γι’ αυτό είμαι εδώ.
Είπε να πάρει μέρος στους Δελφικούς Αγώνες,
εκεί που δείχνουν οι Έλληνες τι πάει να πει Ελλάδα.
Και πήγε και ξημέρωσε η δεύτερη ημέρα
κι αντήχησε του κήρυκα φωνή πως ήρθε η ώρα
να μετρηθούν στον δρόμο·
και μπήκε εκείνος κι έλαμψε
το στάδιο κι απόμειναν όλοι να τον κοιτάζουν
με δέος· κι αγωνίστηκε,
απόδειξε πως ήταν γεννημένος
για να τελειώνει πάντα ό,τι αρχίζει.
Νίκησε και βραβεύτηκε!
Τι να σου πω! Δεν είδα ποτέ μου τέτοιον άντρα,
τέτοια δύναμη! Δεν έμεινε αγώνισμα
δρόμου, που να μην δρέψει
την πρώτη θέση. Κι άκουγε να τον ζητωκραυγάζουν.
«Εμπρός Αργείε», φώναζαν
μ’ ένα στόμα οι θεατές. «Εμπρός Ορέστη, γιε
του στρατηγού Αγαμέμνονα,
του ηγέτη των αδάμαστων Ελλήνων!»
Κι άλλα πολλά. Μα τι τα θες!
Σκύβαλο, ένα τίποτα, είναι ο άνθρωπος στα χέρια των θεών!
Την Τρίτη μέρα το πρωί, ήταν οι αρματοδρομίες.
Έπαιρναν μέρος ένας Αχαιός, ένας Σπαρτιάτης,
δυο Λίβυοι με τέθριππα
–πέμπτος αυτός με άλογα θεσσαλικά-
έκτος ένας Αιτωλός με ξανθά πουλάρια,
έβδομος κάποιος Μάγνης,10
όγδοος ένας Αινιάνας, με άλογα κατάλευκα,11
ένατος ένας Αθηναίος -Μεγάλη η χάρη της θεάς!-
και τέλος ένας Βοιωτός. Δέκα όλοι μαζί.
Τράβηξαν κλήρους οι κριτές,
τους όρισαν που θα σταθούν καθένας στην αφετηρία,
κι όταν η σάλπιγγα αλάλαξε χαλκό,
αλάλαξαν κι εκείνοι και χύθηκαν μπροστά.
Μούγκρισε η γη κάτω απ’ τις ξέφρενες οπλές
και τους αλύπητους τροχούς.
Σήκωσε σκόνη άγρια, τους τύλιξε – όπως ήταν,
όλοι μαζί: ένα κουβάρι που άχνιζε καυτή ανάσα ζώου
κι ιδρώτα ανθρώπου, που ζητάει
ν’ αφήσει πίσω του το ζώο του διπλανού του.
Μόνον ο Ορέστης κρατιόταν μακριά τους.
Έπαιρνε τις στροφές κλειστά – ίσα να μην χτυπάει
στην κολώνα ο τροχός του. Όταν έφτανε εκεί,
κρατούσε το αριστερό άλογο και χαλάρωνε το εξωτερικό.
Μέχρι εδώ, ο αγώνας εξελισσόταν μια χαρά.
Και ξαφνικά, αγρίεψαν τ’ ατίθασα πουλάρια του Αινιάνα.
Τελείωναν την έκτη διαδρομή κι αντί να στρίψουν,
πήγαν να χτύπησαν το τέθριππο του ενός Λίβυου από πίσω.
Την επόμενη στιγμή, άρματα, άλογα κι αρματηλάτες
βυθίζονταν στον τρομερό κλύδωνα της ορμής τους:
πέλαγο σπαρμένο με οικτρά ξυλάρμενα έγινε ο κάμπος
της Κρίσας. Ο Αθηναίος, αρματηλάτης έμπειρος,
έκοψε ταχύτητα κι απέφυγε την συντριβή.
Λίγο πιο πίσω, ο Ορέστης οδηγούσε
συγκρατημένα. Θεωρούσε πως είχε βέβαιη τη νίκη
και κρατούσε τις δυνάμεις
των πουλαριών του για το τέλος. Μα όταν είδε
τον Αθηναίο μπροστά του, τ’ άφησε ελεύθερα·
τον πρόλαβε και άρχισαν να τρέχουν δίπλα-δίπλα,
μ’ ένα κεφάλι διαφορά – πότε ο ένας πότε ο άλλος.
Το αγόρι μας τα πήγαινε καλά. Όμως σε μια στροφή
δεν υπολόγισε σωστά
και βρήκε ο αριστερός τροχός του στην κολώνα.
Δεν πρόλαβε να κρατηθεί ο δύστυχος και βρέθηκε
στη γη μπλεγμένος στα χαλινάρια,
να τον σέρνουν τα άλογά του που είχαν αφηνιάσει.
Θρήνος μεγάλος απλώθηκε στο πλήθος.
Δεν μπορούσαν να πιστέψουν
αυτό που έπαθε το παλικάρι μετά από τόσες νίκες:
να σπέρνει έτσι άδοξα την σκόνη με το αίμα
και την σάρκα του.
Όταν σταμάτησαν οι φύλακες τα ζώα,
βρήκαν στην θέση του Ορέστη ένα φρικτό
απομεινάρι ανθρώπου.
Τον έλυσαν τον έκαψαν κι όταν έγινε πια
το σώμα το αδάμαστο μια χούφτα άθλια στάχτη
χώρεσαν την ανδρεία του
–Ακούστε, ακούστε!- σε μια χάλκινη υδρία.
Την φέρνουν όπου να ’ναι
δυο Φωκείς, ν’ αναπαυτεί στο πατρικό του μνήμα.
Αυτά. Το ξέρω, ακούγονται φρικτά.
Μα τι να πω κι εγώ, που ήμουν μπροστά.
ΧΟΡΟΣ
Πάει· ξεκληρίστηκε
το γένος των αρχόντων μας.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Δεν ξέρω τι να πω και τι να κάνω. Να χαρώ
με τέτοια συμφορά ή να θρηνήσω
με τη χαρά που πήρα!
Είναι σκληρό να κρέμεται η ζωή σου
απ’ τον θάνατο του άλλου.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Τόσο πολύ σε απογοήτευσαν
τα νέα μου, αρχόντισσα;
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Δύσκολο πράγμα να είσαι μάνα·
να πρέπει ν’ αγαπάς τα παιδιά που σε μισούν!
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Άδικα , λοιπόν, έκανα τόσο δρόμο;
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Όχι βέβαια! Μου έφερες νεκρό
τον γιο που είχα χάσει από καιρό·
αυτόν που εγκατέλειψε την μάνα και τον τόπο του
κι έκτοτε άλλα νέα δεν έφταναν εδώ από τις απειλές του –
πως δεν με ξέχασε, δεν ξέχασε τον φόνο
του πατέρα του και είναι
κοντά ο καιρός που θα γυρίσει και θα κάνει
πότε το ένα και πότε το άλλο τρομερό.
Χρόνια κοιμάμαι -αν κοιμάμαι- με το φόβο
των απειλών του. Χρόνια
μοιάζουν με χρόνια οι μέρες μου. Και τώρα
έρχεσαι εσύ και διώχνεις τους εφιάλτες μου:
εκείνον κι αυτήν εδώ. Μια ανοιχτή πληγή,
που αιμορραγούσε, για να τρέφει
υτό το τέρας, ήταν η ζωή μου.
Θα ησυχάσω, επιτέλους.
Θ’ απαλλαγώ απ’ το σίχαμα κι από τις απειλές του.
Θα ζήσω! Ναι· θα ζήσω!
κι εσύ μου λες πως άδικα έκανες τόσο δρόμο;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τι πόνος! Δεν αντέχω πια!
Ορέστη μου, αδελφέ μου·
ακόμα και την μνήμη σου μισεί αυτή η γυναίκα.
Εντάξει, τώρα; Ησύχασες; Όλα καλά;
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Εγώ κι εκείνος μια χαρά.
Εσύ, σίγουρα όχι ακόμα.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Άκου τι λέει για τον νεκρό! Νέμεση, την ακούς;
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Με ακούει και συμφωνεί.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Βρίζε, λοιπόν· πες ό,τι θες,
αφού εξασφάλισες το μέλλον σου.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Τι, δεν θα με σκοτώσετε εσύ κι ο Ορέστης;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Εμείς όχι. Εσύ;
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Κάνε μου μια χάρη, ξένε: βούλωσέ της
το στόμα – κι από μένα ό,τι θέλεις!
Με ζάλισε, η άθλια!
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Μπορώ να φύγω τώρα;
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Όχι βέβαια!
Σ’ έστειλε φίλος και σαν φίλος θα φιλοξενηθείς.
Πέρασε μέσα κι άφησέ την
αυτήν να κλαίει τη μοίρα της εδώ.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Την είδατε;
Είναι αυτή γυναίκα που έχασε τον γιο της;
Πού είναι τα δάκρυα και οι θρήνοι;
Πού είναι ο πόνος της μητέρας;
Γελώντας έφυγε!
Αχ, Ορέστη!
Αχ, αδελφέ μου! Τι έκανες;
Τον θάνατό σου μου έστειλες;
Με τέλειωσες· ξερίζωσες το τελευταίο κλωνάρι,
που με κρατούσε στης καρδιάς μου τον γκρεμό.
Πού είσαι, που θα ερχόσουν
εκδικητής και λυτρωτής και άρχοντάς μου;
Τι απογίνω τώρα, δίχως πατέρα κι αδελφό;
Πάλι τα ίδια· πάλι στο κάτεργό τους –
να με μισούν, να τους μισώ…
Όχι, δεν πρόκειται να ξαναμπώ εκεί μέσα.
Εδώ, θα μείνω· εδώ –
να σβήσω, να χαθώ, ν’ απαλλαγώ
απ’ το μαρτύριο της ζωής μου.
Κι αν πάλι ενοχλώ, ας βγει
κάποιος να με τελειώσει,
μια ώρα αρχύτερα. Θα με λυτρώσει.
ΧΟΡΟΣ
Πού είναι του Δία οι κεραυνοί; Πού είναι το φως
του Ήλιου; Δεν βλέπουν το σκοτάδι των ανθρώπων;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αχ!
ΧΟΡΟΣ
Μην κλαις, παιδί μου.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ποτέ, ποτέ…
ΧΟΡΟΣ
Όχι, κορίτσι μου· ποτέ μην λες ποτέ.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Πάψε να με απελπίζεις.
ΧΟΡΟΣ
Εγώ;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μια ελπίδα μου απόμεινε:
να με σκοτώσει γρήγορα
η απελπισία μου. Μην μου ζητάς
να ελπίζω κάτι άλλο από τον Άδη.
ΧΟΡΟΣ
Κι όμως ο Αμφιάραος, που τέλειωσε -όπως λένε-12
στο ύπουλο δίχτυ μιας γυναίκας, συνεχίζει…
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αχ!
ΧΟΡΟΣ
…να βασιλεύει ζωντανός, κάτω απ’ τη γη.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Καταραμένοι!
ΧΟΡΟΣ
Καταραμένη –ναι!- η φόνισσά του.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Πάει!
ΧΟΡΟΣ
Ναι, πάει! Το πλήρωσε αυτή…
ΗΛΕΚΤΡΑ
Σκληρά, με αίμα το αίμα… Όμως ποιος
θα δικαιώσει τώρα τον δικό μου
νεκρό; Ένας νεκρός;
ΧΟΡΟΣ
Μπρος συμφορά και πίσω δυστυχία,
είναι η ζωή σου, μάτια μου.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ξέρω καλά τι είναι η ζωή μου: ένα κουρέλι –
κι εγώ ένα δουλικό δυστυχισμένο
να προσπαθώ με το κουρέλι της ζωής μου
να διώξω απ’ την αγρύπνια μου την φρίκη
των ημερών μου κι απ’ τις μέρες μου
τον τρόμο της αγρύπνιας.
ΧΟΡΟΣ
Σε ρήμαξαν, κορίτσι μου· το βλέπω!
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τότε μην μου ζητάς να κλείσω τα μάτια.
ΧΟΡΟΣ
Τι λες; Τι σου ζητώ;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Να κάνω πως δεν βλέπω την αλήθεια του θανάτου.
ΧΟΡΟΣ
Πεθαίνουν οι άνθρωποι, καλή μου.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Πώς; Κομματιασμένοι απ’ τις οπλές,
που θα τους χάριζαν τη νίκη;
Απομεινάρια ανθρώπων κρεμασμένα
σε ματωμένα χαλινάρια;
ΧΟΡΟΣ
Δεν το χωράει ανθρώπου νους!
ΗΛΕΚΤΡΑ
Πώς να το χωρέσει; Ξένος,
σε ξένη γη· πεντάρφανος
στο κρύο και το σκοτάδι,
του Άδη, δίχως να μπορώ…
ΧΟΡΟΣ
Πάψε!
ΗΛΕΚΤΡΑ
…να τον θρηνήσω.
Να τον πλύνω, να τον ντύσω, να ζεστάνω,
με δάκρυα το χώμα
που τον σκεπάζει, να του πω…
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Θα τρελαθώ!
Θα τρελαθώ απ’ τη χαρά μου, αδελφή μου, αν δεν πέσω
από το ξέφρενο άρμα της, ετούτη την στιγμή
και πάω στον Άδη ευτυχισμένη. Στάσου, στάσου…
να πάρω ανάσα… έτρεχα σ’ όλο τον δρόμο… φώναζα…
σαν την τρελή… δεν μ’ ένοιαζε αν μ’ έβλεπε,
αν με άκουγε όλη η πόλη… αυτό το νέο… σωθήκαμε,
τέλειωσαν τα βάσανά σου – πίστεψέ με.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ώστε τέλειωσαν! Κι εσύ πού το έμαθες;
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Άκου με που σου λέω: γύρισε ο Ορέστης.
Το είδα – όπως σε βλέπω και με βλέπεις.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αν ήξερες τι βλέπεις!
Εγώ βλέπω μια τρελή
να γελάει με την κατάντια μας.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Ποια κατάντια αδελφή;
Πάνε αυτά! Σου ορκίζομαι
στην μνήμη του πατέρα μας:
γύρισε ο πρίγκιπάς μας.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τι λες, δυστυχισμένη;
Ποιος κάθισε και σου είπε τέτοιο πράγμα
κι εσύ τον πίστεψες;
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Κανένας.
Είδα σημάδια καθαρά, σου λέω· δεν με πιστεύεις;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τι είδες, δηλαδή, ταλαίπωρη και θέλεις
να σε πιστέψω έτσι που κάνεις σαν τρελή;
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Άκουσε πρώτα τι έχω να σου πω
και ύστερα με λες τρελή.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Λέγε – αν είναι να ηρεμήσεις.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Άκου τι έγινε. Πάω, λοιπόν, στο μνήμα του πατέρα
και τι να δω; Μετά από τόσα χρόνια,
που είχε να πατήσει το πόδι του άνθρωπος εκεί,
γάλα… πολύ… μπροστά στην στήλη
και γύρω όλο λουλούδια.
Ξαφνιάστηκα. Το γάλα ήταν ακόμα φρέσκο –
το ίδιο και τα λουλούδια. Δεν μπορεί, κάποιος ήταν εκεί,
με παρακολουθούσε. Γύρισα να τον δω – κανείς.
Παντού ερημιά. Φοβήθηκα· ωστόσο
συνέχισα, πλησίασα το μνήμα.
Είχα μουδιάσει ολόκληρη. Και ξαφνικά – άλλο ανέλπιστο αυτό:
μια τούφα σγουρά μαλλιά. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Ήταν λες
κι είχε κοπεί εκείνη την στιγμή. Τα κοίταζα, τα κοίταζα… και τότε
άστραψε μέσα μου μια εικόνα, μια μορφή
τόσο βαθιά και σκοτεινά δική μου. Σκέφτηκα:
«Ποιος άλλος; Δεν μπορεί, ετούτα τα σγουρά μαλλιά
είναι του Ορέστη», αδελφή! Του αγαπημένου Ορέστη!
Έτρεμα, προσπαθούσα να μην φωνάξω από χαρά,
να μην ταράξω εκείνη την ιερή στιγμή.
Έσκυψα ταπεινά, τα έπιασα, τα έκρυψα
στον κόρφο μου και άρχισα ένα κλάμα… μα ένα κλάμα!
Μην με λες, λοιπόν, τρελή. Αν δεν θέλεις
να τρελαθώ πραγματικά, σκέψου ποιος άλλος
από εσένα κι από εμένα θα μπορούσε
ν’ αφήσει τέτοιες προσφορές στο μνήμα του πατέρα.
Εγώ δεν ήμουν σίγουρα.
Ούτε κι εσύ. Θα σ’ έπιαναν πριν ξεκινήσεις καν.
Η μάνα όχι βέβαια! Δεν νομίζω
να τρέφει τέτοια αισθήματα
για τον νεκρό. Εξάλλου, αν το έκανε θα φρόντιζε
να το μάθει όλη η πόλη.
Ποιος απομένει; Ο Ορέστης, αδελφή!
Γέλα, καλή μου, γέλα! Υπάρχουν και για μας θεοί.
Ναι, ξέρω: αδιάφοροι, σκληροί… Να όμως
που κάποιος μας θυμήθηκε. Γιορτή έχουμε σήμερα!
Γιορτάζουμε τις μέρες που θα έρθουν.
Γέλα, σου λέω, γέλα!
ΗΛΕΚΤΡΑ
Να ’ξερες τι μου λες!
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Δεν χάρηκες;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Πώς να χαρώ; Εσύ δεν ξέρεις
ούτε πού βρίσκεσαι ούτε τι συμβαίνει.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Ξέρω καλά τι είδα. Και ξέρω πού το είδα.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Σκοτώθηκε, ακούς; Μπορείς να καταλάβεις τι σου λέω;
Είναι νεκρός – κι εσύ γελάς. Μείναμε μόνες.
Πρίγκιπας δεν υπάρχει.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Ω δυστυχία μου! Κι εσύ από πού το έμαθες;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Από κάποιον που τον είδε να πεθαίνει.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Πού είναι τώρα; Πες μου, μην με τρελαίνεις.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μέσα, μ’ αυτή. Χάρηκε, βλέπεις,
και θέλει να τον περιποιηθεί.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Τι συμφορά ήταν αυτή! Και τότε
ποιος άφησε τις προσφορές
στο μνήμα του πατέρα;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Στο μνήμα του πατέρα ή στην μνήμη του Ορέστη;
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Κι εγώ γελούσα, η τρελή!
Δεν ήξερα, δεν ήξερα! Έτρεχα να σου πω
τι είδα, να χαρείς. Πού να το φανταστώ
πως θα ’χε στήσει πάλι ο θάνατος χορό
στα ερείπια της ζωής μας!
ΗΛΕΚΤΡΑ
Έτσι είναι. Μα δεν θα του περάσει!
Στο χέρι σου είναι.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Τι να κάνω; Ν’ αναστήσω τον νεκρό;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μιλάω σοβαρά!
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Ωραία. Πες μου τι μπορώ να κάνω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Να με βοηθήσεις.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Αν είναι για καλό, δεν έχω αντίρρηση.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Είναι βαρύ φορτίο το καλό· να το θυμάσαι.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Θα το θυμάμαι. Μην φοβάσαι . Αντέχω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Άκου, λοιπόν, τι σκέφτομαι να κάνω.
Καταλαβαίνεις πως δεν μπορούμε πια
να ελπίζουμε πως θα ’ρθει κανένας να μας σώσει.
Φρόντισε ο Άδης να έχουμε μόνο η μια την άλλη.
Όσο ήξερα πως είναι καλά ο αδελφός μας
και μεγαλώνει, είχα στηρίξει όλες
τις ελπίδες μου στην μέρα που θα ερχόταν
εκδικητής. Τώρα, μόνο σε σένα μπορώ να ελπίζω.
Μόνο εσύ μπορείς να με βοηθήσεις να πάρουμε εκδίκηση.
Οι δυο μας θα σκοτώσουμε τον Αίγισθο. Αυτό
θέλω να πω, αδελφή. Έτσι πρέπει. Μην διστάσεις.
Τι έχεις να περιμένεις, απ’ την ζωή που σου άφησαν;
Τον πατέρα σού τον στέρησαν, το σπίτι σού το πήραν.
Και τι κάνεις; Κάθεσαι εκεί και κλαις κρυφά μην καταλάβουν
πως υποφέρεις. Ναι, το ξέρω: υποφέρεις,
μαραζώνεις και περνούν τα χρόνια κι είναι άδειες
οι μέρες σου από παιδιά κι οι νύχτες σου από άντρα.
Μια αιώνια παρθένα που κοιτάζει τη ζωή απ’ το παράθυρό της.
Αυτή είναι η μοίρα σου. Κι αν θέλεις
δοκίμασε να βγεις από την φυλακή σου.
Θα σε άφηνε νομίζεις, ο Αίγισθος, να κρατήσεις
παιδιά στην αγκαλιά σου;
Ξέρει πως θα γεννούσες τον θάνατό του. Όχι·
την έχει ξεγραμμένη τη γενιά μας, αδελφή.
Γι’ αυτό σου λέω: πάρε τη ζωή σου στα χέρια σου.
Σεβάσου την μνήμη των νεκρών μας· τίμησέ τους
όπως αξίζουν· τίμησε τον εαυτό σου, δώσε του
αυτό που αξίζει: ελευθερία. Ελεύθερη γεννήθηκες, Χρυσόθεμις,
αρχόντισσα που πρέπει να κάνει γάμο αρχοντικό.
Κι έτσι θα γίνει – οι άνθρωποι
μπορεί να μην κοιτούν πάντα ψηλά, όμως το ύψος
το υπολογίζουν, το εκτιμούν. Βοήθησέ με και θα δεις:
θα μας βλέπουν οι πολίτες και οι ξένοι, θα μας δείχνουν
και θα λένε: «Να, αυτές είναι οι αρχοντοπούλες,
που έδιωξαν τους σφετεριστές από το σπίτι τους πατέρα τους.
Δυο θηλυκά ολομόναχα τα έβαλαν με το κτήνος
της απάνθρωπης δουλείας και το κομμάτιασαν, γιατί
είχαν ψυχή ελεύθερη.
Αυτό σημαίνει ανθρώπινο ύψος· παράδειγμα ζωής.
Αυτές θα πρέπει να τιμούν η πόλη κι οι πολίτες.
Γιατί αυτά τα θηλυκά μάς έδειξαν τι πάει να πει ανδρεία!»
Αυτά θα λένε όταν μας βλέπουν. Κι όταν χορτάσουμε ζωή και πάμε
να βρούμε τους νεκρούς μας εκεί κάτω, αυτά θα μνημονεύουν.
Έλα, καλή μου· κάνε το για χάρη του πατέρα,
γιατί αυτό θα έκανε άτυχος αδελφός μας,
για μένα και για σένα. Δεν αξίζει
να ζει ο άξιος ανάξια ζωή.
ΧΟΡΟΣ
Αυτά τα πράγματα ούτε λέγονται
ούτε ακούγονται εύκολα. Θέλουν σκέψη.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Συμφωνώ. Αν σκεφτόταν πριν ανοίξει
το στόμα της, δεν θ’ άκουγα τ’ ανήκουστα.
Είσαι εντελώς τρελή; Ξέρεις πού πας;
Έχεις συνείδηση τι μου ζητάς;
Αναλογίσου τι σημαίνει
να είσαι γυναίκα και να θέλεις να σκοτώσεις έναν άντρα.
Που βασίζεσαι; Στα χέρια ή στην καλή σου τύχη;
Η τύχη έχει φωλιάσει για τα καλά εκεί μέσα.
Εμάς δεν θέλει ούτε να μας δει.
Όσο για τα χέρια σου… Νομίζεις
πως θα καθίσει να τον σφάξεις;
Σύνελθε· συμμορφώσου·
πριν φτάσει τίποτα στ’ αυτιά τους
και τότε ούτε ο θάνατος -έστω και δοξασμένος-
δεν θα μας σώζει, αδελφή.
Νεκροί είναι κι οι ένδοξοι νεκροί. Το ξέρεις.
Καλά να μας σκοτώσουν μια και καλή.
Υπάρχουν και χειρότερα:
να ικετεύουμε τον θάνατο να έρθει
να μας λυτρώσει απ’ το μαρτύριο της ζωής
και να μην καταδέχεται να μας ακούσει καν.
Ηρέμησε, λοιπόν· μαζέψου, πριν χαθούμε
και πάρουμε μαζί μας τη γενιά μας.
Εγώ θα τα κρατήσω μεταξύ μας αυτά που είπαμε.
Εσύ κάτσε και σκέψου και θα δεις
πόσο αδύναμη είσαι μπροστά στην εξουσία.
ΧΟΡΟΣ
Άκουσε τι σου λέει. Μόνο η σύνεση κι η λογική
μπορούν να προστατεύσουν τον άνθρωπο απ’ τον άνθρωπο.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Έτσι, ε;
Όχι πως δεν το ήξερα. Τι άλλο θα μπορούσα
να περιμένω από σένα: λογική
και σύνεση – κι απόρριψη, όπως πάντα.
Άφησε, δεν πειράζει· θα το φροντίσω μόνη μου.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Μόνο που άργησες λιγάκι! Αν είχες
την ίδια τόλμη, όταν δολοφονούσαν
τον πατέρα, τώρα θα ήταν όλα μια χαρά.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τόλμη είχα – μυαλό δεν είχα τότε.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Ε, τώρα που απόκτησες, κοίτα να το εκμεταλλευτείς.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Πες πως δεν θέλεις να βοηθήσεις.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Και βέβαια δεν θέλω. Δεν θα παίξω
με τη ζωή μου, επειδή εσύ δεν σκέφτεσαι σωστά.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Δεν λέω, η σύνεσή σου είναι αξιοζήλευτη.
Η δειλία σου, όμως, με αηδιάζει.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Λέγε ό,τι θέλεις. Το ίδιο μου κάνει.
Σήμερα με βρίζεις, αύριο θα με παινεύεις.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αυτό αποκλείεται.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Έχει μπροστά του χρόνο ο χρόνος για να κρίνει.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Φύγε! Δεν έχω τίποτα να περιμένω από σένα.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Έχεις. Μυαλό δεν έχεις για να το καταλάβεις.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Καλά. Πήγαινε πες τα όλα τώρα στην μητέρα.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Δεν σε μισώ, Ηλέκτρα.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Καταλαβαίνεις πως αυτό που μου ζητάς είναι ατιμία.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Σύνεση σου ζητάω. Να σε προφυλάξω θέλω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μου λες πως μόνο εσύ ξέρεις τι είναι σωστό;
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Σου λέω πως αν σκεφτείς σωστά θα σε ακολουθήσω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Να ζητάς δικαιοσύνη
και να σου λένε πως δεν σκέφτεσαι σωστά!
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Στην περίπτωσή σου έτσι είναι.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Είμαι άδικη, λοιπόν;
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Δεν είναι πάντα συμφέρον να ζητάς δικαιοσύνη.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ε, λοιπόν, εγώ δεν θέλω να ζω με τέτοιους νόμους.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Τότε κάνε αυτό που θέλεις και θα δεις πως έχω δίκιο.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μην εκπλαγείς αν σου αποδείξω πως έχεις άδικο… εντελώς.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Είσαι σίγουρη πως δεν θ’ αλλάξεις γνώμη;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ν’ αλλάξω γνώμη για ποιον λόγο;
Για να μην χάσω την αθλιότητά μου;
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Δεν πείθεσαι με τίποτα λοιπόν;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Όχι – κι άδικα προσπαθείς.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Φεύγω. Δεν έχει νόημα πια αυτή η κουβέντα.
Εσύ δεν δέχεσαι τις συμβουλές μου κι εγώ τις αποφάσεις σου.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Το κατάλαβες επιτέλους!
Φύγε, πήγαινε μέσα· και μην κάνεις
όνειρα πως μπορεί να τρέξω πίσω σου.
Το είπες κι εσύ: δεν έχει νόημα να κυνηγάμε άπιαστα πράγματα.
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ
Έτσι φαίνεται. Κάνε λοιπόν ό,τι σου φαίνεται σωστό·
κι όταν σε στρώσει στο κυνήγι το κακό
θα καταλάβεις τι εννοούσα.
ΧΟΡΟΣ
Κι ύστερα λέμε πως είμαστε άνθρωποι!
Μα, ναι, κοιτάζουμε ψηλά· βλέπουμε τα πουλιά:
«Για δείτε εκεί ενάρετα πλάσματα!» αναφωνούμε.
«Δείτε οι γονείς πώς ανατρέφουν τα παιδιά τους στοργικά
και πώς φροντίζουν τα παιδιά
με αγάπη τους γονείς όταν γεράσουν!»
Μετά; Μετά, αφήνουμε την αρετή στον ουρανό,
κι αρχίζουμε τ’ ανθρώπινα.
Α, μα του Δία την αστραπή και την ουράνια Δίκη,
θα την πληρώσουμε στο τέλος ακριβά τόση «ανθρωπιά»!
Άδη, μ’ ακούς; Ακούς πού καταντήσαμε εδώ πάνω;
Πες στους νεκρούς Ατρείδες να θρηνήσουν
ους ζωντανούς τους. Ρήμαξε
το σπίτι τους. Ψυχορραγεί η γενιά τους.
Δυο αδελφές απόμειναν κι αυτές κοιτάζουν
μια την άλλη σαν εχθρό.
Βαθύ λαγκάδι, σκοτεινό η μοίρα της Ηλέκτρας.
Σαν αηδονάκι ερημικό θρηνεί για τον πατέρα της.
Και δεν την νοιάζει αν τη βρει
νεκρή το φως της μέρας – φτάνει να ξημερώσει
θάνατο για τον θάνατο
που βύθισε το σπίτι της στη μαύρη νύχτα της ντροπής.
Όλο τον κόσμο να γυρίσεις δεν θα βρεις
τόση αρχοντιά, τόση αρετή! Έντιμος άνθρωπος δεν ζει
-δεν γίνεται να ζήσει- ανάξια ζωή.
Θ’ αντισταθεί, δεν πρόκειται ν’ αφήσει τ’ όνομά του
στην καταισχύνη αμαχητί. Κόρη μου, κόρη μου, εσύ
διάλεξες δρόμο σκοτεινό και πικραμένο.
Μα έκανες την πίκρα σου οδηγό και φως τα δάκρυά σου –
κέρδισες τ’ όνομά σου.
Κι αυτή η νίκη -κόρη μου- είναι η πιο μεγάλη.
Λέγεται: σεβασμός στο δίκαιο της φύσης·
κι ο Δίας -να το ξέρεις- δεν θ’ αφήσει
τη δυστυχία να σε λυγίσει.
Κάθε μαρτύριο που περνάς τρέφει τη δύναμή σου.
Κάθε πληγή που σου άνοιξαν οι εχθροί σου,
με πλούτη κι εξουσία θα κλείσει.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ρωτήσαμε στο δρόμο και μας είπαν
να έρθουμε από εδώ. Πάμε καλά;
ΧΟΡΟΣ
Εξαρτάται πού θέλετε να πάτε.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Εκεί που μένει ο Αίγισθος.
ΧΟΡΟΣ
Τότε καλά σας είπαν. Εδώ είναι το σπίτι του.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Μπορεί να πάει καμιά να τους ειδοποιήσει
πως ήρθαν φίλοι καλοί από μακριά;
ΧΟΡΟΣ
Αυτή καλύτερα, που είναι του σπιτιού.
ΧΟΡΟΣ
Πήγαινε, κοπέλα μου και πες τους
πως ήρθαν κάποιοι απ’ την Φωκίδα
και ζητούν τον Αίγισθο.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Απ’ την Φωκίδα; Μην μου πεις
πως είναι για την φήμη, που ακούσαμε;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δεν ξέρω για ποια φήμη μου μιλάς.
Εμένα μ’ έστειλε ο γερο-Στρόφιος για τον Ορέστη.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τι είναι, ξένε; Πες μου. Αχ, τρέμω!
ΟΡΕΣΤΗΣ
Φέραμε –κομίσαμε- την στάχτη του. Να, βλέπεις;
Σε τούτη την μικρή υδρία.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Την βλέπω, η έρημη· την βλέπω την φωλιά της δυστυχίας.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Έτσι, έτσι! Τέτοιος άντρας,
δυο χούφτες στάχτη!
ΗΛΕΚΤΡΑ
Άσε με, ξένε, να τον κρατήσω -μια στιγμή
μονάχα- σε ικετεύω!
Δεν βλέπεις: κλαίω. Λυπήσου με.
Στάχτη από την στάχτη του είμαι κι εγώ.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Εμπρός, δώστε της την υδρία.
Δεν ξέρω ποια είναι, όμως μιλάει
για τον νεκρό, σαν να υπήρξε
φίλος στενός ή συγγενής του.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Σιγά, σιγά!
Αφήστε τον εδώ, στην αγκαλιά μου.
Κοιμήθηκες, Ορέστη μου; Κοιμήσου, σε κρατάω.
Τρέμω λιγάκι, ε;
Δεν είναι τίποτα: αυτοί… αυτοί εδώ οι ψεύτες,
ήρθανε και μου φέρανε ένα παλιοκανάτι,
πως έχει μέσα –άκου να δεις!-
την στάχτη σου· πως έσβησε -λέει- το αστέρι της αυγής
κι έγινε δίψα σκοτεινή η δροσιά σου…
Ανάθεμα τη μέρα, που σ’ έστειλα, σε ξένη γη.
Δεν πέθαινα την ώρα που σ’ άρπαζα απ’ τον θάνατο,
για να σε ρίξω, αγόρι μου, στα νύχια του θανάτου;
Τώρα, θα ήμαστε μαζί, πλάι στον πατέρα.
Τι έκανα!
Ξένος σε ξένη γη, έσβησες, φως μου.
Πού ήταν η αδελφή σου, η τρελή;
Δεν σ’ έπλυνε, δεν σ’ έντυσε για το στερνό ταξίδι.
Σε ξένα χέρια σ’ άφησε αυτή που σε μεγάλωσε,
μονάχη· αυτή που πέρασε τις πίκρες, τις χαρές,
της μάνας, αστεράκι μου – κι ας είχες μάνα. Εγώ
σ’ έκανα αγόρι δυνατό, εγώ σ’ ονειρευόμουν
άντρα μεγάλο, ανίκητο. Κι εσύ πάντα σε μένα,
στην αγκαλιά μου, έτρεχες να κλάψεις, να χαρείς,
να παίξεις, να κουρνιάσεις, να ονειρευτείς…
«Έλα, αδελφή· έλα να δεις… εγώ για σένα…» μου έλεγες,
«τούτο και κείνο…» Αχ, μάτια μου, παιδί μου κι αδελφέ μου.
Έδωσες μια και γκρέμισες κι ελπίδες κι υποσχέσεις…
Πάει ο πατέρας, πας κι εσύ, πάω κι εγώ: με τέλειωσες!
Γελούν οι εχθροί μας, λύθηκε η σκύλα μάνα, ουρλιάζει
σαν λύκαινα από τη χαρά.
Δεν κινδυνεύει πια
απ’ το παιδί της, η άτιμη! Λυτρώθηκε! Κι εγώ,
εγώ που λαχταρούσα τα φωτεινά σου μάτια,
τ’ όμορφο πρόσωπό σου,
έμεινα εδώ με μια σκιά τρεμάμενη στον άνεμο
της δυστυχίας. Δεν μπορώ,
δεν θέλω πια να ζήσω.
Έρχομαι, Ορέστη μου ακριβέ,
στο σκοτεινό κελί σου.
Δυο που αγαπιούνται ζωντανοί,
δεν τους χωράει ο κόσμος.
Στον Άδη, μια μικρή γωνιά, χωράει την αγάπη
όλου του κόσμου. Εκεί,
στα σκοτεινά της γης
θα μοιραστούμε, αγάπη μου, ό,τι μας ένωσε στο φως.
Το έμαθα πια: είναι γλυκός
ο θάνατος, μπρος στο μαρτύριο της ζωής.
ΧΟΡΟΣ
Κουράγιο, μάτια μου! Θνητού θνητό παιδί
ήταν ο αγαπημένος σου – θνητή κι εσύ.
Τι ωφελούν τα δάκρυα κι οι στεναγμοί;
Όλοι χρωστάμε στη ζωή τον θάνατό μας,
Ηλέκτρα μου…
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ηλέκτρα μου! Θέλω να πω…
Δεν ξέρω αν πρέπει… Τι να πω;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τι έπαθες; Τι λες εκεί;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Εσύ ’σαι εκείνο τ’ όνειρο, που λεν Ηλέκτρα;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Εγώ – ή ό,τι απόμεινε από τον εφιάλτη μου.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Τι συμφορά!
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ποια συμφορά σου θύμισα; Δεν λες για μένα, ε;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Πού είναι το φως που θ’ άστραφτε
στα μάτια σου; Πού πήγε η ομορφιά σου;
Ποιος άτιμος…
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μα δεν μπορεί – για μένα λες!
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δύστυχο πλάσμα!
ΗΛΕΚΤΡΑ
Πώς με κοιτάς! Το βλέμμα σου, τα λόγια σου!
Τι σου συμβαίνει, ξένε;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δεν ήξερα, δεν ήξερα! Ζούσα στα όνειρά μου!
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τα γκρέμισαν τα λόγια μου;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Όχι – τα βάσανά σου.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Και να ’ταν μόνο αυτά!
ΟΡΕΣΤΗΣ
Τι άλλο δηλαδή;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Το χειρότερο: να ζεις με τους φονιάδες.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Με ποιους φονιάδες; Τι εννοείς;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Με τους φονιάδες του πατέρα μου. Αυτοί
μ’ έχουν για δούλα τους.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Κι εσύ, γιατί το δέχεσαι; Τι σε υποχρεώνει;
Ποιος…
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μια άθλια γυναίκα που βρωμίζει τη λέξη μάνα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Πώς; Σε χτυπάει, σ’ αφήνει νηστική;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Κι αυτά κι άλλα πολλά.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Και δεν βρίσκεται κανείς να σε βοηθήσει;
Δεν την σταμάτησε ποτέ κανείς;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ποιος; Ο μόνος που μπορούσε
ήρθε μια χούφτα στάχτη
στα χέρια σου.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Τι δυστυχία! Σαν μαχαιριές μπήγονται στην καρδιά μου
τα λόγια σου.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Να ξέρεις
πως είσαι ο μόνος άνθρωπος
που πόνεσε πραγματικά για μένα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ναι· γιατί πονάω πολύ για μένα.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Σίγουρα δεν είσαι συγγενής;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Θα σου πω – όμως αυτές εκεί οι γυναίκες…
ΗΛΕΚΤΡΑ
Είναι δικές μου – μίλα ελεύθερα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Λοιπόν· άσε να βάλουμε στην άκρη την υδρία
και θα σου εξηγήσω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Σε ικετεύω· όχι αυτό!
ΟΡΕΣΤΗΣ
Έχε μου εμπιστοσύνη.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Λυπήσου με, μη μου ζητάς
να δώσω την αγάπη μου.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Θα μου την δώσεις.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Δεν θα μ’ αφήσουν να σε θάψω αγαπημένε.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Άδικα κλαις.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Άδικα κλαίω τον αδελφό μου;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δεν σου ταιριάζει.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τόσο ανάξια είμαι.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Εσύ καθόλου – αυτό το πράγμα που κρατάς.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Την στάχτη του Ορέστη μου κρατώ.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Έτσι νομίζεις.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Δεν είναι εδώ; Τον έθαψαν; Πού είναι
ο τάφος του;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Τι να τον κάνει τον τάφο ο ζωντανός;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τι είπες;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Την ζωντανή αλήθεια.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ζει;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Αφού ζω;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Εσύ;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Να, δες: το δαχτυλίδι του πατέρα.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Φως μου!
ΟΡΕΣΤΗΣ
Φως σου και φως μου, Ηλέκτρα μου! Ξημέρωσε, αδελφή!
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ακούω τη φωνή σου;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Και μην ακούς κανέναν πια.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Σε κρατώ;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Και σε κρατώ. Δεν γίνεται κανείς να μας χωρίσει.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Συντρόφισσες, ακούτε;
Είναι ο Ορέστης· ζωντανός!
Στα ψέματα τον έχασα,
σαν ψέμα τον κρατώ.
ΧΟΡΟΣ
Τον βλέπουμε, κορίτσι μου. Και κλαίμε από χαρά
για την αλήθεια σου.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Λαχτάρα του πατέρα μου,
πόθε της αγκαλιάς του,
είμαι δική σου, κράτα με.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Είμαι κοντά σου, σε κρατάω,
μα συγκρατήσου.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Γιατί; Τι είναι;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Θα μας ακούσουν από μέσα.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ε, όχι, μα την Άρτεμη, δεν την φοβάμαι πια!
Δεν πρόκειται να σκύψω το κεφάλι, παρθένα μου θεά,
σ’ αυτό το γύναιο που μολύνει
ακόμα και την προστυχιά!
ΟΡΕΣΤΗΣ
Πάψε, γιατί τα θηλυκά
έχουν κι αυτά τον Άρη τους.
Σκέψου τι πέρασες στα χέρια της.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ανάθεμά με, αν έπαψα να σκέφτομαι στιγμή
την κόλασή της. Μ’ έκαψε,
σημάδεψε το σώμα μου, σφράγισε την ψυχή μου.
Αχ, να ’ξερες!
ΟΡΕΣΤΗΣ
Τα ξέρω· όλα τα ξέρω.
Θα μιλήσουμε αργότερα γι’ αυτά.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Όταν σε πνίγει το δίκιο σου, αγάπη μου,
το αργότερα είναι πάντα τώρα.
Τώρα, Ορέστη μου,
που μου ’δωσες φωνή.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Γι’ αυτό, προστάτεψέ την.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τι θες να κάνω;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Να εκτιμήσεις την σιωπή.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μπορεί η σιωπή να πει τι ένοιωσα όταν είπες,
ανέλπιστα, αναπάντεχα, απρόσμενα πως είσαι
η αγάπη μου, ο πόθος μου;
Ούτε οι λέξεις· ούτε αυτές.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ήρθα, όταν είπαν οι θεοί να έρθω – αυτό είναι όλο.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Και το λες έτσι απλά;
Μου λες πως είπαν οι θεοί να έρθει στο παλάτι μου
ο πρίγκιπάς μου; Εγώ αυτό το λέω θείο δώρο,
θαύμα ανεκδιήγητο.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Γέλα, καλή μου· γέλα – κι ας μας ακούσουν. Πρέπει
μα δεν μπορώ να σου στερήσω την χαρά.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μήπως… θέλω να πω… ταξίδεψες πολύ
κι έκανες όνειρα κι εγώ δεν είμαι πια… ενώ εσύ…
τι όμορφο που είναι το πρόσωπό σου! Μήπως…
ΟΡΕΣΤΗΣ
Τι μήπως;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μήπως δεν θέλεις να με βλέπεις…
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δεν σε χορταίνω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Δεν θα φύγεις;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Γιατί να φύγω, αγάπη μου;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ακούτε, φίλες μου; Με είπε αγάπη του αυτός
που ήρθε νεκρός ν’ αναστηθεί στην αγκαλιά μου· αυτός
που μου ’πε: «Είμαι ζωντανός!»
και πέθανα, αναστήθηκα στην αγκαλιά του. Αγάπη μου,
όποιος πεθαίνει σήμερα, χίλιες φορές γεννιέται
στα μάτια σου, στα χείλη σου…
ΟΡΕΣΤΗΣ
Έλα, έλα, πάψε τώρα.
Μην αρχίσεις πάλι με τη μάνα
και τον Αίγισθο. Εκείνη είναι τύραννος κι εκείνος
τρώει αχόρταγα το βιος μας και σκορπάει
στους πέντε ανέμους τ’ αγαθά μας…
Τα ξέρω αυτά – τα είπαμε.
Δεν είναι ανάγκη να σκορπάμε
κι εμείς τον χρόνο μας με περιττές κουβέντες.
Εκείνο που επείγει είναι να δούμε
πώς θα τους κόψουμε μια και καλή
την όρεξη. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή –
και σχέδιο πάνω απ’ όλα.
Κοίτα, λοιπόν, μην καταλάβει τη χαρά σου,
όταν θα μπούμε μέσα. Εγώ είμαι νεκρός κι εσύ θρηνείς
τον θάνατό μου. Για την μάνα μας, το ψέμα
είναι η μόνη αλήθεια· έτσι; Εμείς
θα έχουμε μπροστά μας μια ζωή για να χαρούμε αληθινά.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Έτσι, αδελφέ μου – ό,τι πεις.
Το ψέμα σου, αλήθεια μου κι η αλήθεια σου, ζωή μου.
Σε σένα ανήκω. Τίποτα στον κόσμο δεν αξίζει
όσο η χαρά που μου ’δωσες.
Θα πέθαινα αν σ’ έκανα έστω για μια στιγμή
να λυπηθείς. Για σένα ζω.
Άρχισα πάλι!
Καλά, καλά! Λοιπόν:
θ’ άκουσες πως ο Αίγισθος λείπει κι η μάνα είναι
μόνη στο σπίτι… Αυτά – και μην φοβάσαι
πως θα με δει χαρούμενη. Μίσος κι απόγνωση θα δει
στα μάτια μου όπως πάντα. Και δάκρυα:
δεν έπαψα να κλαίω απ’ την στιγμή που ήρθες.
Πρώτα από πόνο κι ύστερα από χαρά… Τι μου ’κανες,
τρελή μου αγάπη! Αν έβλεπα, μπροστά μου τον πατέρα
-ετούτη την στιγμή-
να με κοιτάζει, θα έτρεχα στην αγκαλιά του αμέσως,
σαν να μην ήταν θαύμα να ζουν μαζί μας οι νεκροί.
Εμπρός, οδήγησέ με. Ας κάνουμε μαζί
αυτό που -να το ξέρεις- είχα αποφασίσει
να κάνω μόνη μου – και είτε ζωντανή
είτε νεκρή να σώσω την τιμή μας.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Πάψε, κάποιος βγαίνει από το σπίτι.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Περάστε μέσα, ξένοι μου. Περάστε για να δουν
τι φέρατε. Αυτά τα πράγματα κανείς
δεν γίνεται να τ’ αρνηθεί ούτε να τα δεχθεί,
χωρίς να λυπηθεί.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Μα τρελαθήκατε εντελώς; Δεν έχετε σταλιά μυαλό
ή βαρεθήκατε να ζείτε;
Κινδυνεύετε! Τι θέλετε; Να δείτε το θηρίο
για να το καταλάβετε;
Δεν θα προλάβετε. Αν δεν ήμουν,
στην πόρτα να φυλάω μην βγει κανείς,
όταν θ’ αποφασίζατε να μπείτε εκεί μέσα,
θα σας περίμεναν τα κόκαλά σας.
Τέλος πάντων.
Σχολάστε τώρα αυτό το πανηγύρι.
Σηκώσατε τον τόπο με τα γέλια
και τις φωνές σας.
Αργούμε – κι όσο αργούμε
τόσο βαθαίνει της μέρας ο γκρεμός.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Εντάξει, εντάξει. Πες μου τώρα:
πώς έχουνε τα πράγματα στο σπίτι.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Όλα καλά. Δεν πρόκειται να σε αναγνωρίσουν.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Τους είπες -όπως είπαμε- πως πέθανα;
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Γι’ αυτούς, δεν γίνεται να είσαι πιο νεκρός.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Χάρηκαν; Τι λένε;
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Θα σου πω, όταν τελειώσουμε.
Προς το παρόν, δεν ξέρουνε τι λένε
και τι τους περιμένει.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος, Ορέστη μου;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δεν τον ξέρεις;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ούτε τον ξέρω ούτε μπορώ να φανταστώ ποιος είναι.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Σε ποιον με έδωσες;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Εγώ; Σε ποιον σε έδωσα; Τι λες;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Σε ποιον με έδωσες, για να με φυγαδεύσει
στην Φωκίδα;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αυτός; Το καταφύγιό μας;
Το μόνο πλάσμα που έμεινε κοντά μας
τη μέρα της σφαγής;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Αυτός – και μην ρωτάς πολλά.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αγαπημένε άνθρωπε: το μόνο φως
στην νύχτα του πατέρα μου. Πατέρα θα σε λέω.
Έτσι σε βλέπω. Έκανες τα χέρια σου φωλιά
για να κουρνιάσει ετούτο εδώ το έρημο πουλάκι.
Έδωσες στα πόδια σου φτερά
για να πετάξουν μακριά απ’ το κακό οι ελπίδες μου.
Καλωσόρισες. Κι ας πήγες
να με σκοτώσεις με το ψέμα σου.
Σ’ το λέω να το ξέρεις:
πρώτη φορά αγάπησα τόσο πολύ τον άνθρωπο
που μίσησα – και μάλιστα την ίδια μέρα.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Καταλαβαίνω. Φτάνει όμως.
Τρέχει η ζωή και μας καλεί. Θα έχεις όσες θέλεις
μέρες και νύχτες να σκεφτείς πόσο σκοτάδι
χρειάζεται το φως και πόση
σιωπή η αλήθεια, για να λάμψουν.
Εμπρός εσείς. Τι στέκεστε. Ήρθε η ώρα: τώρα,
που είναι μόνη της η Κλυταιμνήστρα
και δεν θα συναντήσετε αντίσταση από άνδρες.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Έλα, Πυλάδη – τέλειωσαν
τα ψέματα. Προσκύνα
κι εσύ τους πατρικούς θεούς μας
και πάμε.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ευλόγησέ τα έργα τους, Απόλλων Βασιλιά μου·
ευλόγησε και μένα,
που άφηνα πάντα με καρδιά
απλόχερη την φτώχια μου στα πόδια σου, άρχοντά μου.
Δέξου και τώρα, Λύκειε, την προσευχή μου· φώτισε
τον δρόμο μας: να δείξουμε
σ’ αυτούς που πράττουν το κακό
την σκοτεινή τους μοίρα.
ΧΟΡΟΣ
Δείτε: φυσάει θανατικό!
Ματώνουν τα παράθυρα, τρέμουν οι πόρτες, πέφτουν.
Να! Λύθηκαν αχόρταγες οι σκύλες Ερινύες – μύρισαν ατιμία.
Μπήκαν στο σπίτι. Α, τώρα
θα χορτάσουν δικαιοσύνη τα όνειρά μου!
Όπου σκιά, εκδίκηση, όπου γωνιά, σκοτάδι
κι όπου σκοτάδι, θάνατος, λεπίδα ακονισμένη
στου τιμωρού το χέρι.
Σιγά, κρυφά, πηγαίνει ο γιος
κι ο γιος της Μαίας, ο Ερμής, τον οδηγεί στα σκοτεινά
να κλέψει ό,τι του έκλεψαν:
το αρχαίο κράτος του πατέρα.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Υπομονή γυναίκες.
Οι άντρες μέσα γρηγορούν.
ΧΟΡΟΣ
Τι γίνεται; Τι κάνουν;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Εκείνη ετοιμάζεται να θάψει την υδρία
κι εκείνοι, εκείνη.
ΧΟΡΟΣ
Εσύ γιατί δεν έμεινες να δεις;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Για να φυλάξω μην φανεί
ο Αίγισθος και τους αιφνιδιάσει.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Χάνομαι!
Γέμισε το σπίτι μου φονιάδες!
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ακούτε; Κάποιος χάνεται εκεί μέσα.
ΧΟΡΟΣ
Ακούω τ’ ανήκουστα και φρίττω.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Ω, δυστυχία μου! Αίγισθε, πού είσαι, πού γυρίζεις;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Να ’την πάλι!
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Λυπήσουμε, αγόρι μου. Λυπήσου τη μάνα που σε γέννησε!
ΗΛΕΚΤΡΑ
Όπως λυπήθηκες κι εσύ
κι αυτόν και τον πατέρα του!
ΧΟΡΟΣ
Δύστυχη πόλη, ταλαίπωρη γενιά!
Ήρθε το τέλος σου – το τέλος!
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Αχ! Με σκοτώνει!
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ξανά, ξανά· μην σταματάς, κομμάτιασέ την!
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Όχι πάλι! Αχ!
ΗΛΕΚΤΡΑ
Πού είναι ο Αίγισθος να πάρει κι αυτός ό,τι του αξίζει;
ΧΟΡΟΣ
Πήραν εκδίκηση οι νεκροί. Ξεχύθηκαν στη γη
και πήραν πίσω το αίμα τους
απ’ τους φονιάδες.
Να τους!
Στάζουν σφαγή τα χέρια τους, αχνίζουν μακελειό –
μα δεν τους αδικώ.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Τι έγινε, Ορέστη;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Το θέλημα του Απόλλωνα – νομίζω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Πέθανε η πανάθλια;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ησύχασε. Δεν έχεις άτιμη μάνα πια.
ΧΟΡΟΣ
Πάψτε! Βλέπω τον Αίγισθο.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Κρυφτείτε. Ορέστη· γρήγορα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Πού είναι;
Πού τον βλέπετε;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Να, εκεί πέρα· έρχεται.
Δείτε καμάρι και κακό!
ΧΟΡΟΣ
Μην κάθεστε.
Τρέξτε, πίσω απ’ την πόρτα.
Και μόλις μπει, ξέρετε εσείς.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Εντάξει, μην ανησυχείς.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αργείτε όμως.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ορίστε, πάμε.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Έτσι· κι αφήστε εμένα εδώ:
ξέρω πώς θα τον υποδεχθώ.
ΧΟΡΟΣ
Πρόσεξε τι θα του πεις!
Με το γλυκό: να του
τ’ αυτιά, να πάει να πέσει
σαν τον τυφλό απάνω στην καταδίκη του.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Ποια θα μου πει πού είναι οι ξένοι απ’ την Φωκίδα,
που λεν πως ξόφλησε ο Ορέστης στις αρματοδρομίες;
Εσύ, εκεί! Ναι, ναι, εσύ, που τα ’χεις εύκολα τα λόγια.
Για λέγε. Εσύ θα ξέρεις
σίγουρα. Ξέρω πως το θέμα σε αφορά
όσο κανέναν άλλο.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Σωστά. Γίνεται να μην ξέρω
την πίκρα που έδωσε στην μάνα μου ο γιος της;
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Λοιπόν, πού είναι οι ξένοι;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μέσα. Κλέβουν την καρδιά της φιλόξενης κυράς μας.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Κι είναι σίγουρο πως λένε αλήθεια; Όντως είναι νεκρός;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Έφεραν την απόδειξη.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Μπορώ να δω το πτώμα, δηλαδή;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Βέβαια – αν και δεν νομίζω πως θα χαρείς.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Μου φτάνει η χαρά
που μου έδωσες. Αλλιώς μ’ έχεις συνηθισμένο!
ΗΛΕΚΤΡΑ
Αν βρήκες κάτι ευχάριστο στα λόγια μου,
με γεια σου, με χαρά σου.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Πάψε! Πήγαινε αμέσως, άνοιξε τις θύρες,
για να δει και να πιστέψει ο λαός μου.
Κι όποιος βαυκαλιζόταν
με μάταιες ελπίδες να βουλώσει
το στόμα του, για να μην μ’ αναγκάσει
να του το βουλώσω εγώ – μια και καλή.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Στις προσταγές σου, βασιλιά μου! Έπαθα κι έμαθα
πως το δίκιο το έχει αυτός, που μπορεί να το επιβάλει.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Μάλιστα! Απ’ ό,τι φαίνεται,
πρέπει να θύμωσαν πολύ μαζί του οι θεοί!
Καλά· το παίρνω πίσω.
Ξέρεις τι γίνεται καμιά φορά;
Μπορεί να τριγυρίζει κάπου εδώ η Νέμεσις.
Ξεσκεπάστε πάραυτα το πτώμα.
Οφείλω να θρηνήσω τον «στύλο του σπιτιού μου»!
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ξεσκέπασέ το εσύ. Αυτό είναι δουλειά
του «τεθλιμμένου συγγενή».
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Έχεις δίκιο. Εσύ, στο μεταξύ,
φώναξέ μου από μέσα την Κλυταιμνήστρα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δεν χρειάζεται. Είναι ήδη εδώ.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Μα… δεν καταλαβαίνω… τι φρίκη είναι αυτή;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Τι δεν καταλαβαίνεις;
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Ποιοι είστε εσείς; Τι θέλετε από μένα;
Τι σημαίνουν όλα αυτά;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Πως τόσην ώρα μιλούσες με νεκρούς.
Τα υπόλοιπα μπορείς να τα υποθέσεις.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Ανάθεμά με! Είσαι ο Ορέστης, ε;
Μα, βέβαια, ποιος άλλος;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Το βρήκες! Είσαι σπουδαίος μάντης!
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Χάθηκα! Μισό λεπτό.
Άσε με να σου εξηγήσω…
ΗΛΕΚΤΡΑ
Προς θεού,
μην μπλέξεις σε κουβέντες μαζί του, αδελφέ.
Δεν έχει νόημα. Το ξέρει, θα πεθάνει· όμως θέλει
να μολύνει με τη βρώμικη ζωή του τη ζωή,
όσο περισσότερο μπορεί.
Χτύπα τον! Τώρα! Σκότωσέ τον·
και δώσε το ψοφίμι του να το φροντίσουν τα σκυλιά
της ράτσας του: να μην τον ξαναδώ,
να τον ξεχάσω, να ξεχάσω τα βάσανα που πέρασα,
να λυτρωθώ… να λυτρωθώ…
ΟΡΕΣΤΗΣ
Προχώρα μέσα και μην λες
πολλά. Σειρά μου τώρα να σου πω
κάτι για την ζωή σου.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Γιατί μέσα; Αν νομίζεις
πως είναι δίκαιο αυτό που κάνεις,
τι το θέλεις το σκοτάδι;
Δεν είσαι ακόμα έτοιμος να με αντιμετωπίσεις;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Πρόσεξε πώς μιλάς! Τώρα διατάζω εγώ.
Προχώρα! Θα πεθάνεις εκεί που είχες το θράσος
να σκοτώσεις τον πατέρα μου.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Είναι ανάγκη να δει αυτή η στέγη
να χάνονται ένας-ένας οι Πελοπίδες;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Κάτι μου λέει πως εσένα θα σε δει
να χάνεσαι σήμερα κιόλας.
Είδες τι καλός μάντης που είμαι;
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Πάντως απ’ τον πατέρα σου
σίγουρα δεν την έμαθες την τέχνη.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Μάζεψε την γλώσσα σου και πάρε
τα πόδια σου. Άντε, μπρος!
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Σ’ ακολουθώ.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Εσύ μπροστά και γρήγορα.
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Για να μην σου ξεφύγω;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Όχι – για να μην σου δώσω
την ευχαρίστηση να πας στον θάνατό σου,
όπως σου αρέσει. Θέλω να υποφέρεις.
Έτσι πρέπει να τελειώνουν αυτοί που παραβαίνουν
τους νόμους: θάνατος στυγνός!
Τώρα θα είχαμε τελειώσει με την διαφθορά.
ΧΟΡΟΣ
Κάρπισες, επιτέλους,
σπορά του Ατρέα. Αρκετά έμεινες στο σκοτάδι.
Τόλμησες. Είσαι ελεύθερη.
Τίποτα πια δεν σε κρατά…
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Το αρχαίο κείμενο βασίζεται στην έκδοση Sophocles – The Electra. Ed. Richard C. Jebb. RIVINGTONS: London, Oxford and Cambridge.
1.Γύρισες πρίγκιπα! Πρόκειται για τον Ορέστη, γιο του Αγαμέμνονα, βασιλιά του Άργους και αρχιστράτηγο των ελληνικών δυνάμεων στην τρωική εκστρατεία. Τα πριν από την υπόθεση της τραγωδίας γεγονότα έχουν ως εξής. Στο διάστημα της απουσίας του Αγαμέμνονα στην Τροία, η γυναίκα του Κλυταιμνήστρα συνδέθηκε ερωτικά με τον εξάδελφό του Αίγισθο. Όταν ο Αγαμέμνων επέστρεψε από την εκστρατεία, οι εραστές τον σκότωσαν και σφετερίστηκαν τον θρόνο του. Θα σκότωναν και τον μικρό Ορέστη, ώστε να μην υπάρχει νόμιμος αρσενικός διάδοχός του, αν η αδελφή του Ηλέκτρα δεν προλάβαινε να τον παραδώσει στον μοναδικό υπηρέτη (ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ) που εμπιστευόταν, προκειμένου να τον φυγαδεύσει στην Φωκίδα, όπου βασίλευε ο Στρόφιος, σύζυγος της Αστυόχης, αδελφής του Αγαμέμνονα. Εκεί, ο Ορέστης μεγάλωσε μαζί με τον συνομήλικο εξάδελφό του Πυλάδη, πάντα κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του πιστού υπηρέτη, ο οποίος τον προετοίμαζε για το μεγάλο έργο της τιμωρίας των δολοφόνων του πατέρα του. Πίσω, στις Μυκήνες, η Ηλέκτρα δεν εννοούσε να αποδεχθεί την νέα κατάσταση. Θρηνούσε ακατάπαυστα τον πατέρα της και κατηγορούσε δημόσια την μητέρα της και τον πατριό της, προκαλώντας το μένος τους. Προκειμένου να την εκδικηθούν για την ανυποχώρητα εχθρική στάση της, την μετέτρεψαν σε υπηρέτρια και της συμπεριφέρονταν με ιδιαίτερη σκληρότητα. Η όμορφη βασιλοκόρη άρχισε να παραμελεί τον εαυτό της, μαράζωσε, αφέθηκε ολοκληρωτικά στο πένθος για τον πατέρα και το μίσος για την μητέρα της. Επιτέλους, μετά από επτά χρόνια, ο Ορέστης επιστρέφει στις Μυκήνες, συνοδευόμενος από τον πιστό υπηρέτη και τον Πυλάδη, προκειμένου να βάλει τα πράγματα στη θέση τους.
2.Τρέλανε το κεντρί του πάθους την Ιώ. Η Ιώ ήταν κόρη του μυθικού βασιλιά Ινάχου, δημιουργού του ομώνυμου ποταμού της Αργολίδας και ιδρυτή της πόλης του Άργους. Η όμορφη βασιλοπούλα είχε αφιερωθεί στην λατρεία της Ήρας, αλλά αποπλανήθηκε από τον Δία. Η Ήρα ανακάλυψε την ερωτική περιπέτεια του συζύγου της και εκείνος, για να προστατεύσει την Ιώ από την οργή της μητέρας των θεών, την μεταμόρφωσε σε αγελάδα. Αλλά η Ήρα ανακάλυψε το τέχνασμα του θεϊκού συζύγου της και απαίτησε να της παραδώσει την μεταμορφωμένη βασιλοπούλα. Ο Δίας το έκανε και η θεϊκή σύζυγος ανέθεσε στον Άργο, τον γίγαντα με τα πεντακόσια μάτια, την φύλαξή της. Ωστόσο ο πατέρας των θεών δεν εγκατέλειψε την νεαρή αγαπημένη του. Έστειλε τον Ερμή να αποκεφαλίσει τον γίγαντα φρουρό. Η εξοργισμένη Ήρα έστειλε με την σειρά της μια μεγάλη μύγα να κεντρίζει αδιάκοπα την Ιώ. Αρχικά, η βασιλοπούλα αγελάδα περιπλανήθηκε στην εύφορη κοιλάδα του Άργους και μετά από πολλά ταξίδια κατέληξε στην Αίγυπτο, όπου γέννησε το παιδί του Δία.
3.Η αγορά του Λύκειου Απόλλωνα. Η αρχαία αγορά του Άργους πήρε το όνομά της από τον ναό του Απόλλωνα, ο οποίος έφερε το προσωνύμιο Λύκειος, διώκτης των λύκων, δηλαδή. Φυσικά, πρόκειται για αναχρονισμό, αφού η αγορά -ένδειξη δημοκρατικού πολιτεύματος- άρχισε να διαμορφώνεται από τον ο μ. Χ. αιώνα. Ωστόσο το ιερό ή τουλάχιστον ο βωμός του Απόλλωνα υπήρχε ήδη από τους Μυκηναϊκούς χρόνους.
4.Φωλιάζει το περίφημο Ηραίο. Και εδώ έχουμε αναχρονισμό. Το ιερό της Ήρας, κέντρο μυστηριακής λατρείας, ιδρύθηκε τον ο π. Χ. αιώνα.
5.Το ανάκτορο των ένδοξων Πελοπιδών. Η βασιλική δυναστεία των Πελοπιδών ιδρύθηκε από τον Πέλοπα, ο ποίος απέσπασε με δόλο από τον Οινόμαο το βασίλειο της Πίσας, στην Ήλιδα. Ο Πέλοψ ήταν γιος του Τάνταλου και είχε τραγική παιδική ηλικία. Ο πατέρας του τον σκότωσε και παρέθεσε με τα κομμάτια του δείπνο στους θεούς, για να δοκιμάσει την παντογνωσία τους. Οι θεοί κατάλαβαν την αποτρόπαια πράξη του Τάνταλου, δεν άγγιξαν την φρικτή τροφή, τιμώρησαν τον δολοφόνο πατέρα και ανέστησαν το παιδί. Όταν ο Πέλοψ ανδρώθηκε, αποφάσισε να ανταποκριθεί στην πρόκληση του Οινόμαου, σύμφωνα με την οποία όποιος τον νικούσε σε αρματοδρομία θα παντρευόταν την αγαπημένη του κόρη Ιπποδάμεια. Ο Οινόμαος είχε θέσει αυτόν τον όρο επειδή στην πραγματικότητα δεν ήθελε να αποχωριστεί την βασιλοπούλα. Ο Πέλοψ υποσχέθηκε στον γιο του Ερμή Μυρτίλο – ηνίοχο του Οινόμαου και κρυφά ερωτευμένο με την Ιπποδάμεια- το μισό βασίλειο, αν κέρδιζε. Ο Μυρτίλος έβγαλε από τον άξονα του άρματος του κυρίου του την σφήνα που συγκρατούσε τον ένα τροχό. Ο Οινόμαος σκοτώθηκε και ο Πέλοψ παντρεύτηκε την Ιπποδάμεια και έγινε βασιλιάς της Πίσας, αθετώντας όμως την υπόσχεση που είχε δώσει στον Μυρτίλο: τον γκρέμισε στην θάλασσα από την ανατολική ακτή της Πελοποννήσου. Ο Μυρτίλος, πέφτοντας, καταράστηκε τον Οινόμαο. Το βασιλικό ζεύγος ξεκίνησε την ζωή του με δύο φόνους, φέροντας ήδη το στίγμα του φρικτού εγκλήματος του Ταντάλου και ίσως της αιμομικτικής σχέσης της Ιπποδάμειας με τον πατέρα της. Από τον γάμο τους γεννήθηκαν ο Ατρέας και ο Θυέστης και από τον γάμο του Ατρέα με την Αερόπη, ο Αγαμέμνων και ο Μενέλαος, οι οποίοι ξεκίνησαν την ταραχώδη ζωή τους με τη δολοφονία του ετεροθαλούς αδελφού τους Χρύσιππο, νόθο γιο του Πέλοπα και της Νύμφης Αξιόπης. Ο Θυέστης -που είχε αποκτήσει δύο γιους και μία θυγατέρα από νόμιμο γάμο- συνδέθηκε ερωτικά με την γυναίκα του αδελφού του. Ο Ατρέας, για να τον εκδικηθεί του παρέθεσε δείπνο, στο τέλος του οποίου του αποκάλυψε πως έφαγε την σάρκα των δύο γιων του. Ο Θυέστης, ακολουθώντας έναν χρησμό που έλεγε πως από την ένωσή του με την κόρη του θα γεννιόταν ένας γιος, ο οποίος θα σκότωνε τον Ατρέα, προχώρησε στην αιμομικτική πράξη και όντως απέκτησε τον Αίγισθο, που σκότωσε τον Ατρέα και βασίλεψε για ένα διάστημα στο Άργος μαζί με τον πατέρα του. Στο μεταξύ, η κόρη του Θυέστη και μητέρα του Αίγισθου αυτοκτόνησε από ντροπή. Ο Αγαμέμνων και ο Μενέλαος κατέφυγαν στην Σπάρτη, όπου παντρεύτηκαν τις αδελφές Κλυταιμνήστρα και Ελένη. Ο Αγαμέμνων κατόρθωσε να ανακαταλάβει το Άργος και να εξορίσει τον Αίγισθο, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε την απουσία του στην Τροία, για να επιστρέψει στις Μυκήνες, να συνάψει ερωτική σχέση με την Κλυταιμνήστρα και να δολοφονήσει τον Αγαμέμνονα. Το τελευταίο έγκλημα του Αγαμέμνονα ήταν η θυσία της κόρης του Ιφιγένειας, προκειμένου να εξευμενίσει την θεά Άρτεμη. Οι Πελοπίδες εξάντλησαν σχεδόν τις ασχήμιες που μπορεί να διαπράξει ένας άνθρωπος ενώπιον θεών και ανθρώπων: παιδοκτονία, αιμομιξία, προδοσία, ασέβεια, μοιχεία, δολοφονία, ανθρωποφαγία…
6.Ο Φανοτέας απ’ την Φωκίδα. Ο μυθικός βασιλιάς Φανοτέας ή Πανοτέας, ιδρυτής της ομώνυμης πόλης στην Φωκίδα, ήταν εχθρός του Στρόφιου – αν και αδελφός του.
7.Στους Πυθικούς Αγώνες. Οι Πυθικοί ή Δελφικοί Αγώνες γίνονταν στους Δελφούς προς τιμή του θεού Απόλλωνα, κάθε τέσσερα χρόνια. Ήταν η σημαντικότερη πανελλήνια εκδήλωση μετά τους Ολυμπιακούς και περιελάμβαναν μουσικούς και αθλητικούς αγώνες. Οι αρματοδρομίες γίνονταν στο στάδιο, που βρισκόταν στο Κρισαίο πεδίο, στον κάμπο ο οποίος περιέβαλε την αρχαία πόλη της Φωκίδας Χρύσα.
8.Αχ, Νιόβη! Η Νιόβη, κόρη του βασιλιά της Φρυγίας Ταντάλου, υπερηφανεύθηκε για την ομορφιά των παιδιών που είχε κάνει με τον Θηβαίο Αμφίονα, συγκρίνοντάς τα με την Άρτεμη και τον Απόλλωνα. Η Λητώ, μητέρα του Απόλλωνα και της Αρτέμιδος, θύμωσε και ζήτησε από τα παιδιά της να τιμωρήσουν την θρασεία θνητή. Οι δύο θεοί τόξευσαν τα παιδιά της Νιόβης, τα πτώματα των οποίων ο Δίας διέταξε να μείνουν άταφα, φροντίζοντας ώστε όποιος τα πλησιάζει με σκοπό να τους αποδώσει τιμές να γίνεται πέτρα. Χρειάστηκαν εννέα μέρες σπαρακτικών ικεσιών από την Νιόβη, πριν ο πατέρας των θεών επιτρέψει την ταφή. Η απαρηγόρητη μητέρα κατέφυγε στο όρος Σίπυλος της Μικράς Ασίας και παρακάλεσε τους θεούς να την λυπηθούν και να δώσουν τέλος στο μαρτύριό της. Ο Δίας συγκινήθηκε και την μεταμόρφωσε σε βράχο.
9.Λιγότερο εκεί μέσα οι αδελφές σου. Ο Αγαμέμνων και η Κλυταιμνήστρα είχαν τέσσερες κόρες και έναν γιο. Οι κόρες ήταν η Ιφιγένεια, η Ηλέκτρα, η Χρυσόθεμις και η Ιφιάνασσα. Ο γιος, ο Ορέστης.
10.Κάποιος Μάγνης. Κάποιος από την Μαγνησία, δηλαδή.
11.Όγδοος ένας Αινιάνας. Οι Αινιάνες ήταν αρχαίο ελληνικό φύλο εγκατεστημένο στο δυτικό μέρος της κοιλάδας του Σπερχειού.
12.Κι όμως ο Αμφιάραος. Ο ήρωας Αμφιάραος υπήρξε βασιλιάς του Άργους, μάντης, γιατρός και ατρόμητος πολεμιστής. Έλαβε μέρος στην εκστρατεία του Πολυνείκη, γιου του Οιδίποδα, για την αρπαγή του θρόνου της Θήβας από τον αδελφό του Ετεοκλή. Αρχικά, ο Αμφιάραος είχε προβλέψει την αποτυχία της εκστρατείας και δεν ήθελε να συμμετάσχει. Ο Πολυνίκης, όμως, δωροδόκησε την γυναίκα του Εριφύλη, η οποία τον έπεισε να ακολουθήσει τον γιο του Οιδίποδα. Μπροστά στα τείχη της Θήβας και αφού ο Πολυνείκης και ο Ετεοκλής σκοτώθηκαν μονομαχώντας, ο Δίας έριξε έναν κεραυνό. Ο Αμφιάραος έπεσε στο χάσμα που άνοιξε στην γη ο κεραυνός και σκοτώθηκε. Αργότερα ο Δίας τον έκανε αθάνατο και συνέχισε να ασκεί την μαντική και την ιατρική στον Ωρωπό της Αττικής. Η Εριφύλη βρήκε θάνατο οικτρό στα χέρια του γιου της Αλκμέωνα, ο οποίος δεν την συγχώρησε ποτέ για την παγίδα στην οποία έριξε τον πατέρα του.
ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ
Στα μέσα του περασμένου αιώνα, ένας από τους σημαντικότερους μελετητές της αρχαίας ελληνικής σκέψης, παραπονιόταν -με την ευγένεια και την συγκατάβαση που τον διέκριναν πάντα- για τη συνήθεια των νεότερων συναδέλφων του να ξαπλώνουν στο ψυχαναλυτικό ντιβάνι τους ήρωες της αθηναϊκής τραγωδίας. Η αλήθεια είναι πως το παράπονο αυτό αφορούσε στον συρμό, που επικράτησε μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και ο οποίος έμοιαζε να έχει αναλάβει το παράδοξο έργο να πείσει το υποκείμενο του δυτικού πολιτισμού όχι πως διαθέτει ασυνείδητο, αλλά πως δεν διαθέτει παρά μόνο ασυνείδητο. Εξάλλου, το ζήτημα της ψυχαναλυτικής προσέγγισης των πλασματικών ηρώων της τραγωδίας είναι εξαιρετικά πολύπλοκο. Ένας ψυχαναλυτής, όταν ξαπλώνει στο ντιβάνι του ένα πλάσμα της φαντασίας, στην πραγματικότητα ξαπλώνει τον ίδιο τον εαυτό του.
Δίκαιο λοιπόν το παράπονο του σημαντικού μελετητή μας. Ναι· αλλά τι γίνεται όταν ο ήρωας ανεβαίνει στην σκηνή για να σου πετάξει κατάμουτρα το ασυνείδητό του; Θα πρέπει να διαθέτεις γερά νεύρα για να αντιμετωπίσεις τα λόγια ενός κομματιασμένου υποκειμένου ως κάποιου είδους «παιδαγωγική» λειτουργία. Χρειάζεται ίσως να απορρίψεις την ιδέα πως οι αρχαίοι Αθηναίοι είχαν ασυνείδητο. Ιδέα παράδοξη, αφού ο Φρόιντ δεν εφηύρε το ασυνείδητο -ούτε καν το ανακάλυψε- αλλά προσπάθησε να το περιγράψει.
Φυσικά, οι αρχαίοι δεν διέθεταν μιαν εικόνα για τις ασυνείδητες λειτουργίες ανάλογη με τη δική μας. Αλλά από αυτό μέχρι να βλέπουμε μια κόρη να απολαμβάνει την σφαγή της μητέρας της και να αναζητούμε σε αυτή την απόλαυση την στάση του δραματουργού απέναντι στην θεμιτή ή αθέμιτη ενέργεια της μητροκτονίας, υπάρχει μια απόσταση – μια απόσταση που θέτει σε δοκιμασία την παιδαγωγική λειτουργία της τραγωδίας.
Η Ηλέκτρα είναι ένα έργο του οποίου η πλοκή αρθρώνεται στη βάση μιας μητροκτονίας. Αυτό δεν μπορεί κανείς να το αρνηθεί. όπως κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πως θα ήταν πολύ περίεργο να μην έπαιρνε θέση ο δραματουργός στο ζήτημα. Πράγμα που ασφαλώς γίνεται, παρά το γεγονός πως οι φιλόλογοι αδυνατούν να το δουν. Και με το δίκιο τους, αφού αφενός στο κείμενο δεν τίθεται κανένας προβληματισμός και αφετέρου αφού αν ο Σοφοκλής αποδέχεται την άποψη της ηρωίδας του κάθε άλλο παρά ανταποκρίνεται στον παιδαγωγικό ρόλο της τραγωδίας. Σαν να λέμε, δεν είναι δυνατόν να λέει από σκηνής στους Αθηναίους της δεκαετίας – πως οφείλουν να σκοτώσουν τη μητέρα τους αν σκοτώσει τον πατέρα τους. Δεν είναι δυνατόν, ακόμα και στην κατάσταση που βρισκόταν η Αθήνα εκείνη την εποχή: ο Πελοποννησιακός Πόλεμος μαινόταν, η δημοκρατία κλονιζόταν από την εξωτερική πολιτική των Αθηναίων, οι ολιγαρχικοί εξεγείρονταν και καταλάμβαναν την εξουσία, οι μηχανορραφίες έκαναν του πατριώτες προδότες και τους προδότες πατριώτες. Τότε; Τότε πρέπει να αναζητήσουμε τη θέση του Σοφοκλή όχι μέσα στο έργο, αλλά μέσω του έργου. Ο Σοφοκλής παίρνει θέση με το ίδιο έργο – και μόνο με το γεγονός πως ανεβάζει μια τραγωδία με θέμα τη μητροκτονία και μάλιστα τη μητροκτονία σε μιαν εποχή όπου κυριαρχούσε το φυσικό δίκαιο: ένα αμάλγαμα ζωωδών ορμών και συναισθητικής θρησκευτικότητας. Η Αθήνα του Σοφοκλή, η πόλις της δημοκρατίας, κατέρρεε σε μια τέτοια κατάσταση. Οι Αθηναίοι αφήνονταν στα ζωώδη ένστικτά τους και κατάσφαζαν αδιακρίτως, όποιον υποπτεύονταν για σύμμαχο των Λακεδαιμονίων, εξόριζαν έναν ικανό πολεμιστή, επειδή κάποιος ή κάποιοι έκοψαν το κεφάλι του Ερμή από τους οδοδείκτες – γεγονός που ίσως να οφείλεται απλά σε μια μεγάλη παρέα μεθυσμένων πλουσιόπαιδων.
Ποια είναι η θέση του, λοιπόν; Ισχυρίζεται πως όταν παραλύουν οι θεσμοί, η βαρβαρότητα κατακλύζει την πόλη. Οι πολίτες δεν έχουν κανέναν λόγο να διακρίνουν ανάμεσα στο επιθυμητό και το επιτρεπτό, ανάμεσα στο ικανοποιητικό και το δίκαιο. Κάνουν για τον δικό του λόγο καθένας αυτό που επιθυμούν και αν χρειαστεί το «μπαλώνουν» με επιχειρήματα. Επιχειρήματα αλλοπρόσαλλα. Η Ηλέκτρα κατηγορεί τη μητέρα της πως δεν είχε κανένα δικαίωμα να σκοτώσει τον πατέρα της, έστω και αν ήταν εγκληματίας και την προειδοποιεί:
Πρόσεξε· μην μου πεις πως έτσι πρέπει ν’ αποδίδουν δικαιοσύνη οι άνθρωποι, γιατί είσαι άνθρωπος κι έχεις σκοτώσει.
Αν αρχίσουμε να παίρνουμε ζωές για τις ζωές που χάθηκαν, να είσαι βέβαιη πως θά ’ρθει κι η σειρά σου.
Αλλά, φωνάζει στον Ορέστη να την κομματιάσει, θέτοντας φυσικά τον εαυτό της στη διάθεση της κατά τα άλλα εξαιρετικά σοφής άποψής της για τη δικαιοσύνη.
Αντιλαμβάνεται άραγε την αντίφαση των λόγων και των έργων της. Όχι, γιατί είναι η ίδια μια αντίφαση, όπως και τα υπόλοιπα πρόσωπα. Πως πάσχει από μανιοκατάθλιψη είναι φανερό. Ο Σοφοκλής περιγράφει με μαεστρία την ασθένεια, την υπαινίσσεται, όταν ξαφνικά ο χορός μιλάει για τον Αμφιάραο, τον μυθικό ψυχοθεραπευτή. Αλλά, τον ο π.Χ. αιώνα η ψυχή και τα παθήματά της δεν όριζαν ακόμα εκείνη την «ήπειρο» της οποίας την «ανακάλυψη» απέδωσε ο Αλτουσέρ στον Φρόιντ, την ήπειρο του «ασυνειδήτου». Η ψυχή ήταν πλάσμα της πόλης και η πόλη πλάσμα της ψυχής. Μια πόλη μπορούσε να πάσχει από μανιοκατάθλιψη – από θλίψη, με τους όρους της εποχής. Τα συμπτώματα ήταν οι πολίτες, οι χαρακτήρες, οι σκέψεις και οι πράξεις τους. Η Ηλέκτρα απομονώνεται στο πένθος της και δεν εννοεί να σπάσει την απομόνωσή της παρά μόνο για να επιβάλλει το δίκαιό της. Ο Ορέστης εγκλωβίζεται στον τρόπο με τον οποίον τον μεγάλωσε ο Παιδαγωγός, ο οποίος με τη σειρά του είναι εγκλωβισμένος στην υπηρετική του ιδιότητα, στην πίστη του στις εντολές της Ηλέκτρας. Τι κατορθώνουν; Να αναλάβουν επάξια τη συνέχιση του οικογενειακού τους «ρομάντζου», να αυτοκαταστραφούν.
Η Ηλέκτρα είναι ένα συγκλονιστικό ψυχόδραμα. Δεν υπάρχει αμφιβολία. Αλλά η Ηλέκτρα είναι επίσης ένα σπουδαίο πολιτικό έργο. Στην πραγματικότητα ανοίγει ένα οντολογικό πεδίο, στο οποίο το υποκείμενο συμπεριφέρεται πότε σαν επιθυμία και πότε σαν νόμος. Η ψυχολογία του Σοφοκλή είναι κατά κάποιον τρόπο «κβαντική». Ή τουλάχιστον έτσι νομίζω. Και φυσικά, η μετάφραση ακολουθεί αυτή την ιδέα. Mea culpa.
Πηγή: Academia.edu