Ηράκλεια – Αστεροειδής;
Είπες τα μισείς. Κι εγώ όλο σου έγραφα. Πακεταρισμένα τώρα στο ξύλινο κουτί. Με κάτι γράμματα τόσα δα που δεν μπορώ ούτε με το γυαλί να διαβάσω. Κρίμα. Κι είναι όλες οι αναμνήσεις μου εκεί χωμένες, Και σβήνουν με τον χρόνο.
25/12/3059: Αστεροειδής Ηράκλεια (Διάμετρος 222,39 km – 2772 Αστρονομικές μονάδες από τον ήλιο)
Ένας κινούμενος σωρός άμμου σφυρίζει ακατάπαυστα. Μια άμμος λεπτή, μαλακή, χάδι. Κολλώδης σαν δάκρυ. Αρωματισμένη. Ο άνεμος φυσάει απ` τη μεριά του ήλιου καυτός. Θύσανοι από μεταξωτά νέφη αγκομαχούν στην ορμή του. Μια γυναίκα μπλέκεται στις κατσαρές κορφές τους. Σκύβαλο μια άλλης ατμόσφαιρας, παρασυρμένο από τη δίνη του πολέμου που έχει ξεσπάσει στο σύμπαν, κουρνιάζει ανάμεσά τους και θρηνεί. Για κάτι γράμματα. Κανείς εδώ δεν γνωρίζει τι είναι θρήνος. Πιστοί στη νομοτέλεια, δεν συγκρούονται με τις απώλειες. Υποκλίνονται και ακολουθούν τη ροή των αιώνων. Διακρίνουν τους κυρίαρχους και παραδίνονται. Δεν υπάρχει δεύτερη σκέψη. Αντίρρηση. Διαφωνία. Η γυναίκα φοβάται. Εκεί δεν υπάρχει φόβος, γιατί δεν υπάρχει ενσυναίσθηση. Δεν υπάρχει κάτι προς κατανόηση. Όλα είναι αυτονόητα.
Ηράκλεια ο αστεροειδής. Ηράκλεια έλεγαν και τη γυναίκα. Ο αστεροειδής, ήταν ένας πολυαξονικός βράχος στο σύμπαν. Ο χρόνος του είχε χίλιες εξακόσιες ογδόντα πέντε μέρες και η μέρα του κάπου εννιά ώρες. Η γυναίκα Ηράκλεια ήταν ένας ρύπος προερχόμενος από τη Γη, σπορά εκατοντάδων αιώνων πίσω στο παρελθόν. Εκείνη τη χρονιά που η γυναίκα αποχωρίστηκε οριστικά το ανθρώπινο ένδυμά της, ο συγκεκριμένος αστεροειδής είχε επιλεχτεί ως τόπος απορρόφησης των απορριμμάτων της Γης. Πώς, από ποιον κανείς δεν ξέρει. Δεν είναι και το μοναδικό ανεξήγητο στον κόσμο τούτο. Οι άνθρωποι οι αδηφάγοι αυτοί κάτοχοι της νόησης διέπραξαν πολλά εγκλήματα για την εξιχνίαση του Αγνώστου. Όσο πλησίαζαν στην εξήγηση του τόσο απομακρύνονταν από το ανθρώπινο τους ιδίωμα. Βυθίστηκαν στο φως του κατόπτρου τους και απορροφήθηκαν από αυτό ως άλλοι Νάρκισσοι.
Οι τόποι χώνευσης των αποβλήτων της Γης είχαν υπερκορεστεί. Έτσι η Ηράκλεια ο αστεροειδής έγινε ο τόπος της Ηράκλειας της γυναίκας. Η εξορία της στο φρέαρ του σύμπαντος. Για το μέγα αδίκημα που είχε διαπράξει. Να θεωρήσει την Αγάπη ως τον κύριο μοχλό δύναμης. Μιας δύναμης που σε οδηγεί στην αιωνιότητα. Μιας πηγής αναβλύζουσας ζωή. Ήταν αναμενόμενο να αφοριστεί. Κυρίως από τους Ιερείς. Όχι της Εκκλησίας. Εκείνους της Εξουσίας τους χειροτονημένους από τους υποτακτικούς τους ως οι Μέγιστοι Αρχηγοί. Η Ηράκλεια ήταν ένας άνθρωπος. Θα έλεγε κάποιος. Όμως η έννοια αυτή έχει τόσο αλλοιωθεί με τους αιώνες. Δεν υπάρχει σαφής ορισμός. Γιατί οπωσδήποτε ένας άνθρωπος έχει κάποια βασικά χαρακτηριστικά. Εντός κάποιων ορίων. Ε αυτή ήταν η διαφορά με την Ηράκλεια. Είχε υπερβεί αυτά τα όρια. Δεν ήταν δηλαδή λευκή ούτε μαύρη ούτε κίτρινη. Ως προς το δέρμα. Ήταν γαλανή. Λες και αντικατοπτριζόταν μια βαθιά θάλασσα στο σώμα της. Κατά τ` άλλα μιλούσε σαν άνθρωπος. Κάποιες φορές και σαν πουλί. Όταν ήθελε να πει κάτι για την Αγάπη. Δεν είχε μιλήσει ποτέ για κάτι άλλο για να ξέρουμε με τι φωνή, με τι γλώσσα θα το `κανε.
Δεν θέλησε ποτέ. Λες και δεν την αφορούσε. Λες και ο πλακούντας που την έτρεφε αποκολλήθηκε από την ανθρώπινη μήτρα και αναγκάστηκε πριν ακόμα γεννηθεί να βρει μόνη της τον δρόμο προς την επιβίωσή της. Προς την ανάπτυξή της. Και διάλεξε έναν δρόμο παράξενο. Έφερε εντός της την βαρύτητα που ασκείται στη Γη όχι ως μια φυσική αλληλεπίδραση των σωμάτων του σύμπαντος αλλά ως μια πτώση προς την ελευθερία. Η βαρύτητα σε προκαλεί σε μια ελευθερία. Απλά αφήνεσαι και πέφτεις. Αυτή η επιλογή της να αφεθεί δηλαδή, να κολυμπήσει έξω από το νερό χωρίς τη βοήθεια της άνωσης, την οδήγησε σ` εκείνη την απονενοημένη πράξη. Εκείνη τη χρονιά έβαλε μια φωτιά. Αγνοώντας τον κλοιό που την είχε κυκλώσει. Έτσι όπως συμβαίνει σε όλους τους αθώους. Έβαλε τη φωτιά για δικούς της λόγους. Για να εξευμενίσει τη τύχη της. Να ξεπροβοδήσει τον αγαπημένο της που δεν ήταν απλώς ένα κάποιο πρόσωπο. Ήταν ο καιρός, ο χρόνος, ο λυτρωμός, ο έρωτας κι εν τέλει ο θάνατος. Ή αλλιώς η παύση ή έλλειψη της συνέχειας. Έβαλε λοιπόν τη φωτιά και χωρίς να το ξέρει επίσπευσε αυτή τη λύση μεταφοράς των σκουπιδιών που είχε ήδη παρθεί και περίμενε ένα τυχαίο γεγονός για να συμβεί. Ακριβώς για να αποδοθεί σε κάποιον το σφάλμα. Από τότε η Ηράκλεια παρέμενε στον Αστεροειδή, θα πούμε για αιώνες αν και ο χρόνος έχει πια αποκτήσει μια άλλη μονάδα μέτρησης, για να υπάρχει μια συνεννόηση μεταξύ μας. Παρέμενε ως αναπόσπαστος κόκκος της κινούμενης άμμου. Ως ένας κρίκος μιας ακολουθίας γεγονότων προδιαγεγραμμένων.
Όλα ξεκίνησαν από τα γράμματα. Τα σκάλιζε με τα χέρια της, έχωνε τα δάκτυλα της μέσα στους φακέλους ν` ανακαλύψει τις σελίδες, τα ταξινομούσε με το μάτι, κι όλα αυτά για να βρει κουράγιο να τα διαβάσει. Ήταν όμως λάθος ώρα. Ο νους της είχε φυράνει κι είχε κρατήσει μόνο εκείνες τις κακές μνήμες. Τις στερημένες από συγχώρεση, από λύτρωση. Γιγαντωμένες μέσα της να εμποδίζουν τη φαιά της ουσία να τις κατευθύνει σε ασφαλές σημείο. Αυτή η αδυναμία της, η χαμηλή της όραση κι η άμετρη προσπάθειά της για να τα καταφέρει, οδήγησε το μυαλό της σε αυτή την τολμηρή πράξη. Πώς έγραφε τότε τόσο λεπτά; Καλλιγραφικές κουκίδες. Ποιος ήταν ο παραλήπτης; Δεν το `βγαζε. Νοτισμένοι οι φάκελοι από την συγκίνηση που έκλυε παράνομα στα μάγουλά της και στράγγιζε πάνω τους. Γιατί είχαν επιστραφεί σ` αυτήν; Τα χέρια της ιδρωμένα αγωνιούσαν να ανακαλύψουν το μυστήριο.
Ζούσε τότε τετρακόσιες πενήντα χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τον φλοιό της γης. Κάτω από τις πυριτικές ρίζες ενός ηφαιστειακού μάγματος. Τίνος ηφαιστείου; Πώς είχε βρεθεί εκεί;
Πρέπει να είχαν περάσει τουλάχιστον πάνω από εκατό αστρικά έτη. Από τότε που ο παραλήπτης των γραμμάτων άφησε το «πουκάμισο» του στη γη και χάθηκε. Το βρήκε ο οδοκαθαριστής και της το πήγε. Ένα νεανικό δροσερό σαρκίο. Μόλις είχε χάσει την ανθρώπινη θερμοκρασία. Ελαφρά παγωμένο. Σε μορφή αντρικού στέρνου. Το κρατούσε μπροστά της ακριβώς την ώρα της έκρηξης. Την ώρα που πέταξε το τελευταίο γράμμα στη φωτιά. Θα βρίσκεται κι αυτό κάπου εδώ τώρα, στον αστεροειδή Ηράκλεια, τεμαχισμένο σε εκατομμύρια μόρια με τον τύπο Hch20 (Human shest `20). Τι να σήμαινε αυτό; Αναρωτιόταν μόνη πάνω σ` αυτόν τον βράχο; Ήταν αλήθεια μόνη; Αδύνατον.
Δεκέμβριος 1920 – Πλανήτης Γη
Βοή. Ανέμου;
Σιωπή. Απελπισίας;
Σκιές. Ανθρώπων;
Δεν άκουγε. Δεν έβλεπε. Ήταν η όσφρηση, η αφή, η γεύση που του έφερνε στον ουρανίσκο μια αίσθηση χάους. Ακουμπούσε στη μύτη κάτι. Μάλλον χαρτί. Με άρωμα γυναικείου σώματος ποτισμένου με ερυθρίνη την ουσία της ένοχης ντροπής. Θα ρωτούσε τα παιδιά. Θα έρχονταν σε λίγο. Ως τότε θα το μύριζε. Θα το άγγιζε. Θα το ακουμπούσε στη γλώσσα του σαν κοινωνία. Πού θυμήθηκε την κοινωνία; Αυτή τη γλυκιά αυταπάτη. Συνήθεια των παλιών καιρών.
Ήταν ο Παραλήπτης.
Τα παιδιά όρμησαν στο σπίτι. Θα `λεγε κανείς ότι ήταν ο ίδιος ο άνεμος. Τα χαρτιά σκόρπισαν στο πάτωμα, κυνηγημένα από την ορμή τους. Ποιος νοιαζόταν όμως γι` αυτά; Τα παιδιά τα τσαλαπάτησαν και χώθηκαν στην αγκαλιά του. Ο Παραλήπτης άνοιξε τα χέρια του. Όλο του ζητούσαν. Κι όλο τους έδινε. Ήταν το μόνο του μέλημα. Αντίδοτο στην αναπηρία του. Έτσι έλεγαν οι άνθρωποι. Πως ήταν ανάπηρος. Αυτός δεν το ένιωθε έτσι. Είχε γεννηθεί χωρίς όραση και χωρίς ακοή και τα είχε καταφέρει μια χαρά. Αν και του έβαζαν συνέχεια εμπόδια. Εκείνος τα θεωρούσε δοκιμασίες για την εκπαίδευσή του. Και κάθε φορά γινόταν καλύτερος. Απορούσε γιατί οι άλλοι δεν το αντιλαμβάνονταν. Γιατί ένιωθε να πάλλεται το στήθος τους από έναν αναστεναγμό, μια περιφρόνηση. Είχαν εκπαιδεύσει και τα παιδιά στην υιοθέτηση αυτής της υπεροπτικής φιλάνθρωπης θέσης, με τους μεγαλόσχημους ορισμούς και τις μικρόψυχες γενναιοδωρίες. Σφιγμένα λοιπόν πάνω του τα παιδιά ρουφούσαν τον υγιή του μυελό. Το σκεπτόμενο υλικό του. Μα αν και αρτιμελή δεν κράτησαν τίποτα. Τρύπια τα χέρια, τα μάτια, τα χείλη δεν επέτρεψαν να φτάσει το ελάχιστο στη συνείδησή τους. Φως, λόγια, σπέρματα όλα ριγμένα στον υπόνομο. Αραιωμένα από τα όμβρια και τα διυλισμένα λύματα. Η τελευταία πράξη της σωτηρίας του ανθρώπου παίχτηκε εν καιρώ απουσίας του από την ίδια του την υπόσταση. Η αυλαία υπεστάλη εν μέσω ενός πένθους που νυμφεύθηκε την αιωνιότητα.
Ο Δεκέμβρης πέρασε. Αφού εκτέλεσε το χρέος του. Το πλήρωμα του χρόνου. Ηττημένος μήνας. Ανέκαθεν. Τα παιδιά έφυγαν ξωπίσω του. Δεν είχαν κάτι άλλο να πάρουν. Ζώστηκαν έναν χρόνο στην πλάτη τους, ζώντας σε άγνοια ότι ήταν και ο τελευταίος, και κύλισαν στους δρόμους σαν σκουριασμένες ρόδες με γαντζωμένες αλυσίδες στα πλευρά τους. Ποιος ευθύνεται για το μέλλον τους; Ποιος το γνωρίζει. Όλοι. Εκτός από τα ίδια. Στη συγκεκριμένη φάση της ιστορίας του πλανήτη τα υποφαινόμενα παιδιά ήταν η τελευταία ανθρώπινη έκφραση. Τα χαρτιά… εκείνα τα πεσμένα γράμματα στο πάτωμα προμήνυαν το τέλος. Εμποτισμένα από μια δύναμη. Εκείνα τα μυρισμένα στυφά ευαίσθητα χαρτιά στην υγρασία της γλώσσας του έμεναν πεσμένα στο πάτωμα. Εσωκλείοντας το ύψιστο των αισθημάτων. Εκείνος όμως ποτέ δεν έμαθε τι ήταν. Τα μάζεψε με προσοχή, να μην χαθεί κανένα και τα παρέδωσε την επόμενη μέρα στον ταχυδρόμο, προς επιστροφή στον Αποστολέα και με την υπόδειξη: Παραλαβή & επιστροφή. Αδυναμία ανάγνωσης. Επιλέξτε άλλον τρόπο επικοινωνίας. Αναμένω.
Ποιος ήταν ο Αποστολέας; Το μόνο που γνώριζε για αυτόν ήταν εκείνο το άρωμα Μάλλον γυναικείο. Να ήταν γυναίκα; Κι αυτός ένας άντρας; Οι τελευταίοι που τα όργανά τους τα γεννητικά, δήλωναν το φύλο τους; Μπορεί.
Δεκέμβριος του `20.
Ήταν σίγουρα Δεκέμβριος. Το δήλωνε η ηλικία του. Γηραιός. Ποιού έτους; Μάλλον ποιου αιώνα; Το `20 ήταν το έτος. Δεν έχει σημασία ο αιώνας. Μέχρι τα εκατό προηγούμενα χρόνια που συνέβη το μη ανατρέψιμο οι αιώνες επαναλαμβάνονταν. Καρμπόν. Τα γεγονότα, φωτοτυπημένα αντίγραφα. Μικρές αλλαγές στα γεωγραφικά πλάτη και στα τεχνικά μέσα. Κατά τ` άλλα καταστροφή, αναγέννηση – ως τυπικό όρο αναφέρεται η αναγέννηση αφού επρόκειτο για παρωδία της καταστροφής – και ούτω καθεξής.
Η Αποστολέας, η σημερινή Ηράκλεια γερμένη στην πολυθρόνα της. Κανονικά έπρεπε να χιονίζει κι αφού έτσι έπρεπε, εκείνη χάζευε το απόν χιόνι που λογικά θα είχε σκεπάσει τα ηλιόλουστα κατά τ` άλλα πρεβάζια της. Ένας σπουργίτης έπινε νερό από τη λακουβίτσα που είχε σχηματιστεί από τη χρόνια ροή του κάτω από τη βρύση του κήπου. Μοιραία είδε και τον ταχυδρόμο. Φορτωμένο με ένα πάκο γράμματα. Χαμογέλασε. Επιτέλους της απάντησε, σκέφτηκε. Ποιος ξέρει πριν από πόσο καιρό. Τα ταχυδρομεία βλέπεις. Ένα μάτσο αργόμισθοι. Καθυστέρησαν την συνάντησή τους. Έστω κι έτσι. Δια αλληλογραφίας.
Κοντόφτασε τον ταχυδρόμο εκεί που το υποτιθέμενο χιόνι είχε παγώσει. Το σημεία αυτό νόμιζε πως ήταν η αιτία που έχασε την ισορροπία της κι όχι η αναγνώριση του γραφικού της χαρακτήρα πάνω στα επιστολόχαρτα. Έπεσε. Μια τεράστια καταπακτή άνοιξε. Η βαθειά Μουζή1. Καταποντίστηκε με τα γράμματα στην αγκαλιά της και το παγωμένο χιόνι στην άκρη των χειλιών λευκό φιλί. Η πτώση της αργή έγλυφε τη μολυσματική λάσπη που είχε δημιουργήσει ο χρόνος στην απύθμενη τρύπα. Μια ανοικτή πληγή. Από τις πολλές που απόχτησε η Γη στη διάρκεια του βίου της εξαιτίας των αποπειρών αυτοχειρίας της. Αν και βαθιά πιστεύω ως θεματοφύλακας της ιστορίας της ότι οι άπειρες απόπειρες καταστροφής της δεν συνέβαιναν από τάσεις αυτοχειρίας αλλά από μια κραυγή απελπισίας για τις επαναλαμβανόμενες βίαιες διακορεύσεις της. Θεωρώ. Τώρα όμως βρίσκομαι εδώ ως αφηγητής ή μάλλον ως χτίστης αυτής της παράξενης ιστορίας.. Η Αποστολέας μάταια προσπαθούσε να γαντζώσει τα χέρια της στα σαθρά στοιχεία των τοιχωμάτων της τρύπας, για να ματαιώσει την πτώση της. Χρειάστηκαν να καούν τριών γενιών μνήμες σ` αυτόν τον αγώνα της. Παρόλα αυτά η πτώση δεν ματαιώθηκε.
Δεκέμβριος του ;
Άγνωστος ο αιώνας και ο χρόνος. Πιθανόν να είχε αρχίσει από καιρό η αντίστροφη μέτρηση και να βρισκόμαστε στο τελευταίο οχυρό του χρόνου. Σ` έναν Δεκέμβριο που θεαματικά σχεδίασε την τελευταία παρουσία του . Πριν την τελευταία του εκπνοή. Οι πυριτικές ρίζες βάθαιναν στον σκοτεινό ορίζοντα. Η Ηράκλεια αναρωτιόταν που βρισκόταν. Τέτοια μορφή είχαν τα Τάρταρα. Μα εκείνα ανήκαν σε άλλη εποχή. Αυτή γνώριζε αυτή την υφή. Τη γεύση. Στυφή σαν στάχτη. Τα γράμματα είχαν κυκλώσει το σώμα της που δεν είχε πια τη παλιά του μορφή. Μια ισχυρή τάση για άνοδο που την ωθούσε προς τα πάνω, την συγκρατούσαν τόνοι ηφαιστειακής λάβας στο περίβλημα του αμαγάλματός της. Σωστά. Επρόκειτο για το υποδόριο ενός ηφαστείου. Θα επιχειρούσε να τα διαβάσει. Τα γράμματα. Μόνο αυτά σκεφτόταν. Ο υδράργυρος της χάριζε λιγοστό φως. Όχι, δεν θα τα διάβαζε ακόμα. Θα τα ένιωθε πρώτα. Θα κατάπινε έτσι την οσμή του Παραλήπτη τους. Αυτού που τα είχε τόσο ανεξήγητα επιστρέψει. Η οσμή του! Φορτωμένη από την πίπα του και τον καπνό της. Αναστέναξε. Με τον λίγο αέρα που είχε αποθηκεύσει στα πνευμόνια της. Τα ζωτικά της όργανα ήταν ακόμα ενεργά. Ευτυχώς. Ξεκολλούσε έναν – έναν τους φακέλους από την επιδερμίδα της. Εισέπνεε ξύλο από ρείκι και cherry, μια υπόνοια βανίλιας και μια πικρή αμυχή καφέ. Έφερε το χαρτί στα χείλη της. Τόση αγάπη. Χάθηκε!
Κάθε, που αφαιρούσε έναν φάκελο έχανε ένα – ένα τα μέλη της. Την ανθρώπινη της σύσταση. Τελευταία αποσχίζονταν τα όργανά της. Πέφτανε αργά. Μαύρα λέπια πάνω στη μαύρη λάβα τα μάτια της. Τι ανάγκη είχε την όραση; Ότι είχε να δει ήταν καλά φυλαγμένο στην καρδιά της. Τ` αυτιά της, οι ακουστικοί πόροι, τα τύμπανα, οι μύες, έπονταν σ` αυτή την ιεροτελεστία απογύμνωσης. Βυθίστηκαν αργά στην καυτή τέφρα. Ούτε γι` αυτό κατάλαβε τίποτα. Ακολούθησε μια ωραία σιωπή. Την ανακούφισε. Το χαρτί ήταν ακόμα κολλημένο στα χείλη της. Απέπνεε την μυρωδιά της στοματικής του κοιλότητας. Ασβέστης. Ένιωσε να την καίει καθώς αναμείχτηκε με το υγρό των σιελογόνων αδένων της. Φωτιά στο στόμα της. Λαίλαπα. Δεν έμεινε τίποτα όρθιο. Ότι συγκρατούσε άλλοτε ένα φιλί, χάθηκε. Ουρανίσκος, γλώσσα, δόντια, χείλη μια σκόνη όλα. Πού θα φυγάδευε τώρα τα ελιξήριά της;
Η Αποστολέας έκανε μια προσπάθεια να συγκρατήσει τα εναπομείναντα στις άδειες οφθαλμικές κόγχες δάκρυά της, όσο εκείνα κατακρημνίζονταν λαίμαργα στις παρειές του λαιμού της για να διηθηθούν βιαστικά στο δέλτα των μαστών της. Κρατούσε με νύχια και με δόντια…, τι άστοχη έκφραση κι αυτή, αφού τα νύχια και τα δόντια της λαμποκοπούσαν ήδη ως επίγεια αστέρια στην ίδια εστία της φωτιάς που κατάπινε τα υπόλοιπα μέλη της. Κρατούσε λοιπόν ως τελευταίο οχυρό τη θηλυκή μοριακή της αλυσίδα. Η φωτιά έπαιρνε σιγά – σιγά τη μορφή της Ηράκλειας. Ίσως για να δικαιολογηθεί η βαριά ετυμηγορία εις βάρος της, ότι ήταν η μόνη υπαίτια για την καταστροφή. Να θεωρηθεί δίκαιος ο εξοστρακισμός της.
Ένας – ένας οι φάκελοι ξεκολλούσαν από τα εναπομείναντα μυϊκά της κύτταρα προσφέροντας στη φωτιά την τελευταία της φλόγα. Ένας – ένας ώσπου ήρθε η σειρά του τελευταίου. Επάνω του κολλημένο ένα υπηρεσιακό σημείωμα.
ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ
Δυο λέξεις. Με κεφαλαία γράμματα. Σήμαιναν ότι: Δεν τα παρέλαβε ποτέ. Δεν μύρισε ποτέ το άρωμα της. Δεν ήξερε ούτε ως υπόνοια ότι εκείνη κάπου υπήρχε μόνο γι` αυτόν.
Μια ανεύθυνη πράξη ενός υπαλλήλου. Να γράψει κάτι μόνο και μόνο για να διεκπεραιώσει μια επιστροφή. Να μη λάβει υπόψη το μέγεθος ενός αισθήματος που πάλεψε αιώνες ν` αποκτήσει τη συγκυριότητά του μ` ένα άλλο αίσθημα ισάξιου μεγέθους και αξίας.
Αν ήξερε την αλήθεια η Αποστολέας. Ίσως… Να παρέμενε σ` εκείνο το παράθυρο. Να χάζευε το Δεκεμβριανό χιόνι. Να αναπολούσε μια παλιά αγάπη. Με εκείνη την ωραία λύπη που χαρίζει ο χρόνος στις δυστυχίες. Σαν ένα ανταλλάξιμο δώρο στην καρτερία των ανικανοποίητων εραστών.
Αν ήξερε… Ίσως να άφηνε τα γράμματα ανέγγιχτα. Για να μην χαθεί το δικό του αποτύπωμα. Θα κρατούσε στο βλέμμα της μια εικόνα που θα είχε πλάσει η ίδια αλλά που τόσο έξυπνα θα αγνοούσε αυτή της τη μυθοπλασία. Θα τον σκεφτόταν έτσι όπως τον είχε πρώτο – δημιουργήσει τόσους αιώνες πριν. Μια βαθιά ρίζα της γης.
Η φωτιά που έκαιγε τα θυμιάματά της δυνάμωνε. Η μοριακή αλυσίδα απέμενε μετέωρη. Οι τελευταίοι δεσμοί που την ένωναν με το φύλο της, πάνω από τη φωτιά. Μαστοί, δάκτυλα, δάκρυα, αιδοίο. Αχρησιμοποίητοι, αδρανείς, άχρηστοι.
Η φωτιά ορθώθηκε στο αχανές πεδίο. Ο Δεκέμβριος είχε καταφέρει μια τελευταία εκπνοή. Ακαριαία. Γη και Ουρανός δυο τεράστια νέφη σε σύγκρουση. Δισεκατομμύρια ρύποι εκτοξεύτηκαν άναρχα στην ατμόσφαιρα του διαστήματος.
Χάος. Σποραδικές ριπές από τέφρα αιωρούμενες. Χμ! Είχαν τη μυρωδιά ξύλου από ρείκι και cherry, μια υπόνοια βανίλιας και μια πικρή αμυχή καφέ.
Φοβάμαι πως πρέπει να κλείσω τα μάτια. Και τ` αυτιά. Απαλλαγμένος από τα εξωτερικά ερεθίσματα ενός τυχαίου αφηγητή να ανακαλύψω του εντός μου τη Βαθειά Μουζή.
25/12/3059
Επανέρχομαι στο σημείο εκκίνησης της ιστορίας. Για να καταθέσω την τελευταία αίσθηση που υποδηλώνει την ύπαρξη της. Ένα ασαφές φαινόμενο με οδηγεί σ` αυτό το συμπέρασμα, παρατηρώντας ένα στρεβλό κάτοπτρο με κλίση προς τον αστεροειδή Ηράκλεια. Στη θαμπή επιφάνεια του, αντικατοπτρίζεται μια μορφή από σκόνη να αιωρείται στο αχανές του απείρου. Σκυμμένη με θαλάσσια υπομονή πάνω από μια διαλυμένη μοριακή αλυσίδα. Να αλιεύει ψήγμα – ψήγμα τους αλλοτινούς δεσμούς της. Σ` ένα σημείο του μεταλλοειδούς βράχου που αγνοεί την Ανατολή, η Ηράκλεια χαρτογραφούσε τη ζωή της ξανά.
Πηγή φωτογραφίας: https://commons.wikimedia.org/w/index.php?search=%CE%91%CE%A3%CE%A4%CE%95%CE%A1%CE%9F%CE%95%CE%99%CE%94%CE%89%CF%82&title=Special:MediaSearch&go=Go&type=image