Η κυρία Β

Η γειτόνισσα

Απλό συμβάν

Μότο: εγώ δεν γράφω, εγώ μιλώ

Σου έχω πει ξανά γι΄αυτήν. Την έχω αναφέρει σε άλλη αφήγηση ως τη γειτόνισσα τη μισότυφλη. Σήμερα που την είδα πάλι – έχω αρχίσει να βγαίνω ξανά στο μεγάλο μπαλκόνι που βλέπει στο δρόμο – έχω αρχίσει να κάνω ειρήνη με την πραγματικότητα αν και τα βράδια στο μικρό που έχει η κουζίνα καταφεύγω, να βλέπω το βουνό και να ξεχνώ ποια μου ζητούν να γίνω. Ξέφυγα όμως, έπαθα το σύνδρομο το ” Ντοστογιεφσκικό” chic για τη γειτόνισσα σου έλεγα, επιστρέφω.

Σήμερα λοιπόν όπως κατάπινα το τσάι που είχα για το τσιγάρο συνοδευτικό, τσάι γεύση ροδάκινο (το πιο ειλικρινές που είχα φέτος από το καλοκαίρι), την είδα κι αποφάσισα να μην τη λέω μισότυφλη, να τη λέω, αυτή που μισοβλέπει. Αυτό γιατί δεν ξέρω το όνομά της, ποτέ μας δεν μιλήσαμε, ούτε μια καλημέρα. Παρόλα αυτά έχω αισθήματα πολλά γι΄ αυτήν, κάποτε της συμπόνιας άλλοτε του θυμού συχνά της απορίας. Έχω απορία ας πούμε, αν ρίχνει νερό στην αυλή της από αστοχία ή αν το ρίχνει στοχευμένα στα γατιά από μίσος ή από φόβο ή αν το κάνει μόνο και μόνο για να ακούει τον ήχο του, γιατί μένει μονάχη της, και ξέρω ( μόνη μου κι εγώ μένω ) πόσο οι ήχοι κάποτε είναι παρηγοριά.

Παλιά νοικοκυρά, βγαίνει καθημερνά και κάνει τις δουλειές της. Τη βλέπω στο μπαλκόνι της να απλώνει πετσέτες της κουζίνας και όμορφα κεντημένα τραπεζομάντηλα, σήμερα την είδα να χτυπάει κάτι χαλιά, μικρά για δωμάτιο πολύ φαρδιά για διάδρομο, ποια χρήση άραγε να ΄χουνε. Πάλι κατάφερε να μου γεννήσει απορία.

Ψηλαφιστά αγγίζοντας τα κάγκελα κάθε φορά τη βλέπω, να προχωρά κι έχω ένα φόβο όταν λίγο σκύβει για να τινάξει κάποιο ρούχο πριν το απλώσει μην πέσει και τραυματιστεί ή τίποτα χειρότερο (αν είναι το χειρότερο αυτό το προαναγγελθέν που όλοι θα καταλήξουμε), μα δεν της λέω τίποτα μήπως τρομάξει απ΄ τη φωνή την αναπάντεχη και πέσει στο κενό, μένω μονάχη με το φόβο μου, σιωπώ.

Έρχεται είδα ο γιος της -εικάζω είναι ο γιος της- είμαι σχεδόν βέβαιη πως είναι γιος της κι όχι κάποιος άλλος συγγενής ή φίλος, δεν ξέρω γιατί, ίσως γιατί έχει το βάδισμα του αυτή τη βαριεστιμάδα που έχουμε συχνά τα παιδιά όταν κάνουμε ” το καθήκον μας” προς τους γονείς μας. Και η φωνή του έχει την ίδια αυτή βαριεστιμάδα τις λίγες φορές που την άκουσα, νομίζω μια φορά την άκουσα μονάχα μια.

Κάθεται λίγο, της αφήνει τρόφιμα θαρρώ, τον είδα κάποτε να κρατά σακούλες, αν την αγκαλιάζει αν τη φιλά αν της λέει πως την αγαπά δεν ξέρω, οι συναντήσεις τους γίνονται στου σπιτιού τα ενδότερα, πάντως έρχεται ίδιος κι ίδιος φεύγει. Οι αγκαλιές και τα φιλιά, τα λόγια της αγάπης μας αλλάζουν ακόμα κι αν δεν το καταλαβαίνουμε. Δίνουνε μια μυστήρια λάμψη στο πρόσωπο, στο βάδισμα, σε όλα μας κι αυτόν ίδιο τον βλέπω να έρχεται και ίδιο να φεύγει, με βάδισμα αργό με πρόσωπο ανέκφραστο -είμαι μακριά δεν βλέπω καθαρά, μα νιώθω ό,τι το πρόσωπο είναι ανέκφραστο. Σαν να ήπιε πίκρα με κουβάδες, σαν να μην περιμένει τίποτα ή δεν τον νοιάζει πια…

Σκέφτομαι κάποτε να πάω να της χτυπήσω την πόρτα, μα όλο μου φαίνεται η ώρα ακατάλληλη κι όλο αναβάλλω. Να τη ρωτήσω αν θέλει να της χτενίσω τα μαλλιά. Να τη ρωτήσω αν φοβάται. Αν μισοβλέπει ή αν καθόλου δεν θωρεί. Απορία το ΄χω.

Πηγή φωτογραφίας: https://www.serresparatiritis.gr/tromos-gia-ilikiwmeni-tin-edesan-kai-tin-listepsan/articles/46/22911/ (cristian-newman-CeZypKDceQc-unsplash-696×406-1.webp)

Το σημειωματάριο της Μαρίας Λεμεσού

Μαρία Λεμεσού

Μαρία Λεμεσού. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λεμεσό της Κύπρου. Σπούδασε κινηματογράφο στη σχολή Λ. Σταυράκου και υποκριτική στη δραματική σχολή Γ. Κιμούλη. Από το 2004 μένει στην Αθήνα.

Αφήστε ένα σχόλιο