You are currently viewing Η Τζένη της Ιωάννας Κεκάτου – Μέρος 3ο

            Η Τζένη από την Ιωάννα Κεκάτου

Το Διήγημα του Μήνα

Μέρος 3ο

Ο Πέτρος είχε στο μυαλό του πως έπρεπε να ξεφορτωθεί τις κορδέλες από τα χέρια του πάση θυσία και το έκανε. Σηκώθηκε πάνω και άρχισε να τραβάει με μανία τις κορδέλες. Ήταν φτιαγμένες από ύφασμα επομένως ήταν σχεδόν αδύνατον να κοπούν με αυτό τον τρόπο. Όσο περισσότερο τραβούσε όμως τόσο περισσότερο χαλάρωναν τα καρφιά στον τοίχο από τα οποία στηρίζονταν οι χειρολαβές, πάνω στις οποίες ήταν δεμένες οι κορδέλες. Στο μεταξύ όμως και η Τζένη προσπάθησε να αποδράσει από τα δεσμά της, μάταια όμως. Εκείνη ήταν σφιχτά δεμένη με σχοινί πάνω στον πάσσαλο με αποτέλεσμα να μην μπορεί να απεγκλωβιστεί από μόνη της.

Πρώτος κατάφερε να λύσει τα δεσμά του ο Άκης. Η ταινία κόπηκε σχετικά εύκολα και τότε κατευθύνθηκε πρώτα προς τον Πέτρο σύμφωνα με τις εντολές της Τζένης. Οι χειρολαβές δεν έδειχναν να χαλαρώνουν σε τέτοιο σημείο ώστε να είναι έτοιμες να πέσουν από τον τοίχο και οι κόμποι ήταν ιδιαίτερα περίτεχνοι. Επομένως τα δυο αγόρια αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν τα δόντια τους. Ήταν ο μονός τρόπος να κοπεί η κορδέλα, αφού οι άντρες με τα μαύρα αφαίρεσαν από τα αγόρια όλα τους τα πράγματα όταν τους πήγαιναν σε αυτό το υπόγειο , συμπεριλαμβανομένου και του σουγιά που είχε στην τσέπη του ο Πέτρος , δώρο του αδερφού του για τα γενέθλιά του. Δεν ήταν εύκολη διαδικασία αλλά λίγο ο ένας, λίγο ο άλλος κατάφεραν και έκοψαν την κορδέλα μετά από λίγη  ώρα. Ήταν τόσο κουρασμένοι όλοι τους, όμως δεν είχαν χρόνο για χάσιμο και η επιβίωση προείχε της ξεκούρασης. Έπρεπε να ξεμπερδέψουν πριν οι εφιάλτες τους γυρίσουν και τους πιάσουν. Δεν είχαν και πολλές  επιλογές, επομένως συνέχιζαν να ροκανίζουν μέχρι που είδαν την κορδέλα να απελευθερώνει τα χέρια του Πέτρου. Και τώρα το πρόβλημα ήταν τα δεσμά της Τζένης. Το ύφασμα μπορεί με λίγη προσπάθεια παραπάνω να κόβεται με τα δόντια, το σκοινί όμως όχι. Και εκεί τριγύρω τίποτα δεν φαινόταν ιδιαίτερα χρήσιμο. Την λύση για άλλη μια φορά ήρθε να δώσει η τριβή. Η Τζένη παρακολουθούσε μανιωδώς αυτή την σειρά για εγκλήματα όταν γυρνούσε από το μαγαζί. Ήταν η μόνη εκπομπή που έπαιζε εκείνη την περίοδο στην τηλεόραση τέτοια ώρα, αν και στην αρχή δεν ήθελε να τη βλέπει. Μέχρι που έπεσε πάνω σε ένα επεισόδιο που αφορούσε μια απαγωγή μιας κοπέλας από μια σπείρα εμπορίου λευκής σαρκός. Η συγκεκριμένη ιστορία της είχε κεντρίσει ιδιαίτερα το ενδιαφέρον καθώς ο τρόπος που ο άνδρας είχε προσεγγίσει την κοπέλα έμοιαζε πολύ με εκείνον που χρησιμοποιούσε ο Τσικ για να τραβήξει νεαρές κοπέλες στην διακίνηση. Τίποτα το ιδιαίτερα περίτεχνο. Απλά χρησιμοποιούσε την εξωτερική εμφάνιση που ήξερε πως είχε με το μέρος του. Τις έκανε να τον ερωτευτούν παράφορα και μετά τους έλεγε το ίδιο παραμύθι. Πως είχε μπλέξει και πως έπρεπε να μεταφέρει κάποιες συγκεκριμένες ποσότητες σε ένα μέρος. Και εκείνες για να τον σώσουν προσφέρονταν να βοηθήσουν. Όλες, μία προς μία. Εκείνος τις βιντεοσκοπούσε και στο τέλος της απειλούσε με το βίντεο. Και όλες έμεναν. Άλλες επειδή φοβούνταν και άλλες επειδή δεν έβλεπαν την στρεβλότητα της κατάστασης και συνέχιζαν να είναι ερωτευμένες μαζί του. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, όμως το κόλπο αυτό έπιανε κάθε φορά με κάθε κοπέλα και όλες τους είχαν ένα βασικό κοινό. Όλες τους γνώριζαν για το ζήτημα των ναρκωτικών και όλες τους θεωρούσαν πως ήταν τόσο ικανές και έξυπνες, ώστε να καταφέρουν να βγάλουν τον Τσικ από την λούπα των ουσιών και έπειτα να το σκάσουν μαζί ευτυχισμένοι, με προορισμό το άγνωστο. Ήταν όλες τόσο αφελείς που θεωρούσαν τον εαυτό τους τόσο ικανό. Ίσως όμως να μην είχε να κάνει με τις ικανότητες τους. Ίσως να είχε να κάνει με τις προθέσεις του Τσικ. Με το γεγονός πως ο ίδιος ο Τσικ δεν σκόπευε να ξεμπλέξει. Παρ όλα αυτά όμως στο συγκεκριμένο επεισόδιο είχε παρατηρήσει πως η κοπέλα για να σωθεί είχε τρίψει τα σχοινιά με τα οποία ήταν δεμένη μεταξύ τους και αυτά από την τριβή μετά από λίγη ώρα είχαν καταφέρει να κοπούν. Δεν ήταν σίγουρη κατά ποσό κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είναι εφικτό στην πραγματική ζωή και κυρίως εκείνη την συγκεκριμένη στιγμή. Όμως δεν είχαν κάτι να χάσουν και δεν είχαν άλλες ιδέες για το πως θα την έβγαζαν από εκεί, άρα η συγκεκριμένη ιδέα ήταν το μόνο που είχαν. Και έτσι την χρησιμοποίησαν.
Εξήγησε στα αγόρια τι έπρεπε να κάνουν και τότε  ο Πέτρος παρατήρησε ένα μεγάλο κομμάτι σχοινί πεσμένο λίγο πιο πέρα στο πάτωμα, έβαλε το σχοινί μέσα από το σκοινί με το οποίο την είχαν δέσει και άρχισε να τα τρίβει μεταξύ τους με όλη του την δύναμη. Χρειάστηκε πολύ δύναμη και αρκετά λεπτά για να πετύχει, όμως εν τέλει το αποτέλεσμα ήταν το επιθυμητό . 

 Πλέον ήταν όλοι απελευθερωμένοι από τα δεσμά τους και ελεύθεροι να καταστρώσουν, πολύ σύντομα το καταλληλότερο σχέδιο για να φύγουν από αυτή τη φυλακή. Τα αγόρια ήταν πολύ μικρά και τρομοκρατημένα για να μπορέσουν να σκεφτούν καθαρά εκείνη τη στιγμή, επομένως η ευθύνη έπεφτε για άλλη μια φορά στην ηρωίδα μας . Ήξερε πως εκείνοι υπερείχαν σε μυϊκή δύναμη, επομένως το να τους αντιμετωπίσουν πρόσωπο με πρόσωπο δεν ήταν καν μια από τις επιλογές τους. Το να τους αιφνιδιάσουν όμως ακουγόταν πιο εύκολο και πιο ρεαλιστικό .  

Γρηγορά μάζεψε τα αγόρια κοντά της και τους εξήγησε πως πρέπει να ψάξουν τον χώρο για να βρουν τα πιο βαριά αντικείμενα που μπορούσαν να σηκώσουν και να πετάξουν. Δεν ήξεραν πόσο χρόνο είχαν στην διάθεση τους οπότε έπρεπε να πράξουν γρήγορα. Το μέρος που ήταν κλεισμένοι έμοιαζε με παλιά αποθήκη, επομένως υπήρχαν αρκετά σκουριασμένα και μεταλλικά αντικείμενα στο χώρο. Ο  Άκης έπιασε έναν μεγάλο μεταλλικό λοστό, ο Πέτρος βρήκε ένα παλιό μεταλλικό σίδερο, που όμως είχε ακόμα τη λαβή του αν και ήταν λιγάκι χαλασμένο και αιχμηρό στις άκρες και η Τζένη βρήκε μια μεγάλη και βαριά πέτρα. Αυτά θα ήταν τα όπλα τους. Ένα μάτσο σκουριασμένα αντικείμενα ήταν ό,τι είχαν όλο και όλο για να υπερασπιστούν τα τομάρια τους. Και έτσι σαν καταποντισμένοι πολεμιστές ετοιμάστηκαν για μια άνιση μάχη. Κρύφτηκαν πίσω από τη τεράστια μεταλλική πόρτα και περίμεναν να ακούσουν βήματα πίσω από αυτή. Τα δύο αγόρια τα είχαν πιάσει αστυνομικοί πέρσι το καλοκαίρι όταν περίμεναν εμπόρευμα στη προβλήτα του λιμανιού και τα είχαν πάει στο τμήμα όπου και τα χτυπούσαν όλο το βράδυ μέχρι να ομολογήσουν ό,τι ήξεραν. Νόμιζαν πως τότε είχαν φοβηθεί, στη πραγματικότητα όμως ήρθαν σε επαφή με τον αληθινό φόβο εκείνη την ημέρα εκείνη τη στιγμή, πίσω από την καγκελόπορτα περιμένοντας να ακούσουν βήματα. Η αγωνία τους τσάκιζε. Έκατσαν εκεί περίπου ένα μισάωρο και όλο αυτό το μισάωρο βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση ετοιμότητας. Μέχρι που το άκουσαν. Τα βαριά και σχετικά γρηγορά βήματα των ανδρών με τα μαύρα ακούγονταν σχεδόν έξω από την πόρτα. Ο ήχος ήταν βαθύς και ρυθμικός σαν κάποιος να κατέβαινε σκάλα. Στην αρχή δεν μπορούσαν να καταλάβουν πόσα άτομα έρχονταν όσο πιο πολύ όμως πλησίαζαν τα βήματα τόσο πιο ξεκάθαρα γίνονταν. Ξαφνικά η φωνή τους ακουγόταν καθαρά. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι ακριβώς έλεγαν γιατί μιλούσαν κάποια ξένη γλώσσα, αλλά η Τζένη μέσα σε όλα κατάλαβε το όνομα του Τσικ. Δεν ήξερε τι έλεγαν για εκείνον, το ένστικτο της όμως της έλεγε πως δεν ήταν απαραίτητα κάτι καλό. Έσφιξαν τα δόντια τους και τα χέρια τους στις λάβες των αντικειμένων τους και ετοιμάστηκαν. Σύντομα άνοιξε η πόρτα οι τύποι μπήκαν στο δωμάτιο. Ο Άκης χτύπησε τον πρώτο με το ρόπαλο του στο πίσω μέρος του κεφαλιού και τον έριξε στο πάτωμα ενώ επανέλαβε ξανά την ίδια κίνηση για να βεβαιωθεί πως δεν θα ξανά κουνηθεί για αρκετή ώρα. Παράλληλα, ο Πέτρος προσπάθησε να χτυπήσει τον δεύτερο στο κεφάλι με το σίδερο, πράγμα που βέβαια δεν είχε ιδιαίτερο αποτέλεσμα  και έτσι ο δεύτερος τύπος τον έπιασε και τον εγκλώβισε με τα χέρια του. Η Τζένη είχε μείνει πιο πίσω και έτσι, πριν καν προλάβει ο δεύτερος άνδρας να πειράξει τον Πέτρο, η Τζένη πρόλαβε και τον χτύπησε με δύναμη με τη πέτρα της στο κεφάλι μερικές φορές και αφού ο ίδιος είχε πέσει λιπόθυμος στο πάτωμα .

Η αίσθηση της ανακούφισης μέσα τους ήταν συντριπτική, όμως δεν είχαν χρόνο για χαρές. Ανά πάσα ώρα και στιγμή οι φίλοι τους θα μπορούσαν να ξαναβρούν τις αισθήσεις τους. Έτρεξαν γρήγορα έξω, ανέβηκαν την σκάλα που είχαν ήδη υποψιαστεί πως θα ήταν εκεί και στο τέλος της συνάντησαν άλλη μια, καρφωμένη στο τοίχο αυτή τη φορά που οδηγούσε σε ένα τούνελ. Έτρεξαν, την ανέβηκαν και αυτήν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν και όσο πιο αθόρυβα γινόταν καθώς δεν ήξεραν ποιος άλλος βρισκόταν στον χώρο μαζί τους. Η Τζένη κοίταξε πίσω της και δεν είδε κανέναν να τους ακολουθεί. Με την αδρεναλίνη να τρέχει στο καυτό αίμα τους, άρχισαν να τρέχουν μέσα στο τούνελ. Ήταν σαν ένας στενός ενιαίος διάδρομος. Καθώς έτρεχαν, η Τζένη παραπάτησε το πανί με το οποίο ήταν καλυμμένη και έπεσε στο στο πάτωμα . Ο Άκης γύρισε πίσω για να την βοηθήσει ενώ ο Πέτρος συνέχισε να τρέχει .

  – Που πας;

         – Δεν την βλέπεις ότι έπεσε;

– Δεν έχουμε χρόνο για να κάνουμε τους ήρωες, θα μας πιάσουν! Τρέξε θα σηκωθεί και θα έρθει μόνη της! 

– Πως μπορείς να το λες αυτό; Αυτή μας βοήθησε να λυθούμε δεν μπορουμε να την παρατήσουμε! Σήκω Τζένη!

– Πήγαινε με τον Πέτρο μπορώ να σηκωθώ, θα έρθω και εγώ. – Από εδώ δεν φεύγει κανένας μόνος του, ή όλοι ή κανένας, είπε και την σήκωσε. Συνεχίζεται…..

Το τετάρτο μέρος του διηγήματος θα δημοσιευτεί στις 24 /5/2022

Πηγή φωτογραφίας: https://commons.wikimedia.org/wiki/Main_Page

Ιωάννα Κεκάτου

Ονομάζομαι Ιωάννα Κεκάτου είμαι 20 ετών και μόνιμη κάτοικος του δήμου δυτικής Αχαΐας. Είμαι φοιτήτρια στο τμήμα φιλολογίας του πανεπιστημίου Πατρών, με ειδίκευση στο τμήμα βυζαντινών και νεοελληνικών σπουδών. Έχω λάβει μέρος σε σεμινάρια και ημερίδες με θέμα την παιδική λογοτεχνία και την δημιουργική γραφή, καθώς και σε αντίστοιχα σεμινάρια σχετικά με την αντιμετώπιση και τον εντοπισμό μαθησιακών δυσκολίων και διαφόρων φασμάτων του αυτισμού. Είμαι γνώστης της νοηματικής και της αγγλικής γλώσσας.

Αφήστε ένα σχόλιο