You are currently viewing Η Τζένη της Ιωάννας Κεκάτου

Η Τζένη από την Ιωάννα Κεκάτου

Το Διήγημα του Μήνα

Μέρος 4ο

                – Που πας;

         – Δεν την βλέπεις ότι έπεσε;

– Δεν έχουμε χρόνο για να κάνουμε τους ήρωες, θα μας πιάσουν! Τρέξε θα σηκωθεί και θα έρθει μόνη της! 

– Πως μπορείς να το λες αυτό; Αυτή μας βοήθησε να λυθούμε δεν μπορουμε να την παρατήσουμε! Σήκω Τζένη!

– Πήγαινε με τον Πέτρο μπορώ να σηκωθώ, θα έρθω και εγώ. 

   – Από εδώ δεν φεύγει κανένας μόνος του, ή όλοι ή κανένας, είπε και την σήκωσε .

Ο Πέτρος είχε σχεδόν φτάσει στην άκρη του τούνελ όπου βρισκόταν άλλη μια σκάλα καρφωμένη στον τοίχο και στο τέλος ακριβώς από πάνω της,  ήταν μια πόρτα καταπακτής. Γρήγορα ανέβηκε την σκάλα και έσπρωξε με όλη του τη δύναμη αλλά του ήταν αδύνατον να την ανοίξει. Στο μεταξύ τον είχαν προφτάσει και ο Άκης με την Τζένη και πλέον έσπρωχναν όλοι μαζί τη καταπακτή, μέχρι που την άνοιξαν και το φως του ήλιου χτύπησε τα μάτια τους. Όμως αυτό που αντίκρισαν στην συνέχεια δεν περίμεναν ποτέ πως θα το έβλεπαν .

Έξω από την καταπακτή ήταν ένας τεράστιος ερημικός δρόμος στη μέση του πουθενά. Και στην άλλη άκρη του δρόμου ήταν παρκαρισμένο ένα πολύ γνώριμο μαύρο αυτοκίνητο με τον ιδιοκτήτη του να περιμένει στα πίσω καθίσματα και τον οδηγό να περιμένει έξω από το αυτοκίνητο ακουμπισμένος στα πλάγια του αυτοκινήτου. Με το που το είδαν, αναγνώρισαν και τον ιδιοκτήτη και το αυτοκίνητο, που δεν ήταν άλλος από τον Τσικ. Δεν ήταν και πολύ σίγουροι για το τι δουλειά είχε ο Τσικ εκεί αλλά σίγουρα κάτι τους έλεγε πως ήταν εκεί  για να τους σώσει . 

Γρήγορα άρχισαν να τρέχουν προς τα πάνω του και εκείνος όταν τους είδε βγήκε από το αυτοκίνητο γελώντας . 

– Τα καταφέρατε βλέπω, είπε μόλις έφτασαν κοντά του .

– Τι εννοείς τα καταφέραμε; Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ; Είπε η Τζένη κοιτώντας τον στα μάτια.

– Εννοώ πως και δεν με προδώσατε και σωθήκατε, μπράβο σας. Για να είμαι ειλικρινής δεν το περίμενα. 

– Εσύ το έκανες όλο αυτό; Δικιά σου δουλειά ήταν; είπε ο Πέτρος. 

– Φυσικά αδερφέ μου εννοείται πως ήταν δικιά μου δουλειά και πολύ επιτυχημένη  από ό,τι παρατηρώ .

– Για αυτό και οι κορδέλες από το μπλε δωμάτιο; Έπρεπε να το φανταστώ.

– Ναι αλλά δεν το φαντάστηκες! Είμαι  εξαιρετικός στις πλάκες το ξέρω. 

– Πλάκες ; Θα μπορούσες να μας έχεις σκοτώσει όλους! Δεν φαντάζεσαι τι μας έχουν κάνει τα παλικάρια σου τόσες μέρες.

– Έλα τώρα μην είσαι υπερβολική γλυκιά μου. Μια χαρά είστε δεν θα σας έκανα ποτέ κακό. Βρε εμένα φοβάστε; Τι πράγματα είναι τώρα αυτά;

– Γιατί; ρώτησε ο Άκης .

– Για να βεβαιωθώ πως αν ποτέ συνέβαινε κάτι τέτοιο πως δεν θα πεθαίνατε και πως δεν θα με δίνατε για να σώσετε τα κουφάρια σας. Παρεμπιπτόντως πολύ σέξι αυτό που σου έβαλαν Τζένη. 

Χωρίς δεύτερη σκέψη η Τζένη τον πλησίασε τον κοίταξε καλά στα μάτια και κάπως απροσδόκητα προσγείωσε το δεξί της χέρι με όλη της την δύναμη στο δεξί του μάτι και μετά στο αριστερό και μετά χρησιμοποίησε τα πόδια της και άρχισε να τον κλωτσάει όσο πιο γρήγορα και δυνατά μπορούσε. Το ίδιο έκανε και αυτός. Άρχισε να την σπρώχνει για να την απομακρύνει από πάνω του, φωνάζοντας της ταυτόχρονα πως το έκανε για το καλό τους. 

Αφού τελείωσε αυτός ο μικρός διαπληκτισμός και επέστρεψαν όλοι σπίτι, η Τζένη έκατσε στον καναπέ της και αναλογίστηκε πολύ σοβαρά την τελευταία εβδομάδα της ζωής της κάνοντας έναν μικρό απολογισμό. Αρκετές ώρες αργότερα, όταν τελείωσε αυτή την μικρή κουβεντούλα τον εαυτό της, κατέληξε στο συμπέρασμα πως ούτε μια από τις τελευταίες μέρες της ζωής της δεν της προσέφεραν την παραμικρή χαρά ή ευχαρίστηση. Αν πέθαινε εκείνη την στιγμή δεν είχε σχεδόν τίποτα ευχάριστο για να θυμηθεί. Το μόνο που μπορούσε να θυμηθεί πέρα από την απαγωγή της και το άφθονο ξύλο που δέχθηκε σε αυτήν, ήταν ξένα ανδρικά χέρια να την αγγίζουν χωρίς να της προκαλούν οτιδήποτε άλλο εκτός από αηδία, ποτά τσιγάρα και ατέλειωτα βράδια να προσπαθεί να βγάλει τα προς το ζην πουλώντας το μόνο πράγμα που της είχε απομείνει. Τον εαυτό της .

Σηκώθηκε βιαστικά πέταξε σε μια μεγάλη τσάντα το διαβατήριο της, μερικά ρούχα και ό,τι πολύτιμο είχε στην κατοχή της και μπήκε στο αυτοκίνητο με προορισμό το αεροδρόμιο.

Σε όλη τη διαδρομή μπορούσε να σκεφτεί ένα μόνο πράγμα. Τι θα γινόταν ο Άκης αν συνέχιζε να μένει με αυτούς. Δεν μπορούσε να τον αφήσει. Σίγουρα υπήρχαν και άλλα παιδιά στην δούλεψη του Τσικ, όμως ο Άκης ήταν ο μόνος που διέφερε πάντα. Ήταν σαν να αποζητούσε πάντα την προστασία της. Το είχε σκάσει από το σπίτι του όταν ήταν 10, γιατί είχε ακούσει τους γονείς του να θέλουν να τον ανταλλάξουν με ένα κιλό κοκαΐνη σε έναν έμπορο  ναρκωτικών. Τόση ήταν η αξία του στα μάτια τους. Ένα κιλό κοκαΐνη. Και προκειμένου να μην  ζήσει κάτι σχετικό το είχε σκάσει από το σπίτι και ζούσε μόνος του ή στους δρόμους ή στο μαγαζί ή στο σπίτι του Τσικ. Ήταν διαφορετικό παιδί από όλα τα άλλα. Πιο συνεσταλμένο. Δεν μπορούσε να τον αφήσει μόνο του . Έκανε επιτόπου αναστροφή και πηρέ το δρόμο για το μαγαζί, όπου και  ήξερε πως θα τον βρει. Πάρκαρε απέξω και μπήκε φουριόζα μέσα. Ήταν 9 το πρωί οπότε λογικά δεν θα ήταν κανείς μέσα, ξεκλείδωσε με τα κλειδιά της και πήγε εκεί που κοιμόταν ο μικρός . 

– Άκη σήκω φεύγουμε.

– Που πάμε; Είπε τρομαγμένος.

– Δεν ξέρω μακριά από εδώ.

– Γιατί να φύγουμε; 

– Γιατί δεν μπορουμε να κάτσουμε άλλο εδώ, έχουν γίνει επικίνδυνα τα πράγματα. Εγώ θα φύγω και δεν μπορώ να σε αφήσω στα νύχια του Τσικ. 

– Το έκανε για να σκληραγωγηθούμε, δεν θα μας έκανε ποτέ κακό.

– Αυτό σου είπε και εσύ τον πίστεψες, λες και αυτό δεν ήταν αρκετό κακό. Αλλά μόλις χθες έβαλε 2 να μας δείρουν ποτέ δεν ξέρεις για τι άλλο είναι ικανός. Σου είπα σήκω να ετοιμαστείς! Είπε και του ανασήκωσε τα σκεπάσματα. 

– Δεν μπορώ να φύγω. Και τι θα πω στον Πέτρο; 

– Τίποτα δεν θα πείς, αυτό είναι το θέμα!  Θα επικοινωνήσεις μαζί του όταν θα είμαστε ασφαλείς. Εκείνος χθες για να σώσει τον εαυτό του σε άφησε πίσω. Μην το ξεχνάς ποτέ αυτό! 

Ο Άκης έμεινε λίγο να την κοιτάζει και να επεξεργάζεται όλες αυτές τις πληροφορίες. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Το μυαλό τού έλεγε πως όσα έλεγε η Τζένη ήταν λογικά, η καρδιά του όμως δεν τον άφηνε να εγκαταλείψει έτσι τον φίλο του. Από τότε που έφυγε από το σπίτι ο Τσικ ήταν ο μόνος άνθρωπος που τον είχε προσέξει. Του είχε δώσει δουλειά και φαγητό από την στιγμή που δεν είχε τίποτα. Δεν ήταν τόσο εύκολο.

  • Και που θα πάμε με τι λεφτά; Εγώ δεν έχω λεφτά . 
  • Δε πειράζει έχω μαζέψει λίγα εγώ από το μαγαζί. Θα μας φτάσουν. Μην το σκέφτεσαι. Εδώ κινδυνεύεις. Τι μέλλον θα έχεις; Πόσα χρόνια θα αντέξεις ακόμα; Κάποια στιγμή θα σας πιάσουν, δεν θα γλυτώνετε για πάντα και τότε ο Τσικ θα κάνει ό,τι ακριβώς και με όλους τους άλλους, ότι έκανε και ο Πέτρος. Θα σε αφήσουν να πνίγεις μόνος σου. 

Ο Άκης ήξερε τι έπρεπε να κάνει πολύ καλά για αυτό και έβαλε τις συμβουλές της καρδιάς του για λιγάκι στην άκρη. Σηκώθηκε, πήρε όλα του τα υπάρχοντα, τα έβαλε στο αυτοκίνητο της Τζένης και δεν ξανακοίταξε πίσω ποτέ πάλι. Ούτε και η Τζένη. Άλλαξαν χώρα και ονόματα, άρχισαν να συστήνονται ως μάνα και γιος και ξεκίνησαν πάλι από το μηδέν και οι δυο. Εκείνη με έναν νέο γιο και εκείνος με μια νέα μάνα και πορεύτηκαν με αυτό για το υπόλοιπο της ζωής τους . Έχτισαν ένα νέο μέλλον πάνω στα συντρίμμια του παρελθόντος και στο τέλος έδωσαν ο ένας στον άλλον, αυτά που είχαν περισσότερο ανάγκη από όλα, ηρεμία, ασφάλεια και πάνω από όλα αγάπη.   

Πηγή φωτογραφίας: https://commons.wikimedia.org/wiki/Main_Page

Ιωάννα Κεκάτου

Ονομάζομαι Ιωάννα Κεκάτου είμαι 20 ετών και μόνιμη κάτοικος του δήμου δυτικής Αχαΐας. Είμαι φοιτήτρια στο τμήμα φιλολογίας του πανεπιστημίου Πατρών, με ειδίκευση στο τμήμα βυζαντινών και νεοελληνικών σπουδών. Έχω λάβει μέρος σε σεμινάρια και ημερίδες με θέμα την παιδική λογοτεχνία και την δημιουργική γραφή, καθώς και σε αντίστοιχα σεμινάρια σχετικά με την αντιμετώπιση και τον εντοπισμό μαθησιακών δυσκολίων και διαφόρων φασμάτων του αυτισμού. Είμαι γνώστης της νοηματικής και της αγγλικής γλώσσας.

Αφήστε ένα σχόλιο