Καίτη Βασιλάκου

Καίτη Βασιλάκου: Ο πειρασμός του ερημίτη Χάρτμουτ Λιμπέργκερ και άλλες ιστορίες από τις εκδόσεις Ιωλκός

Ο Χάρτμουτ Λιμπέργκερ ήταν ένας μονόχνοτος άνθρωπος γύρω στα σαράντα πέντε. Είχε καταλήξει να βρει το νόημα της ζωής του κάνοντας τον ερημίτη σε μια ξένη χώρα, μεσογειακή, μέσα σε μια καλύβα που την έδερνε ο άνεμος το χειμώνα και το καλοκαίρι την έψηνε ο ήλιος.
Σπάνια κατέβαινε στη γειτονική κωμόπολη. Αυτό γινόταν μόνο, όταν του τέλειωναν οι προμήθειες ή όταν έπρεπε να περάσει από την τράπεζα για να εισπράξει το έμβασμα που ερχόταν από την πατρίδα του.

Οι κάτοικοι της κωμόπολης είχαν συνηθίσει την ιδιόμορφη παρουσία του. Ήταν γι’ αυτούς ένας ακόμα σαλεμένος άνθρωπος που κυκλοφορούσε βρόμικος και αξύριστος μέσα στα κουρέλια του, αλλά που εν πάση περιπτώσει, δεν ενοχλούσε κανέναν.
Ο Χάρτμουτ Λιμπέργκερ στην ερημία του δεν έκανε τίποτα σπουδαίο. Περιφερόταν κυρίως γύρω από την καλύβα του σε ακτίνα μερικών χιλιομέτρων σκαρφαλώνοντας στο βραχώδες γυμνό βουνό που είχε επιλέξει ως τόπο διαμονής του. Καμιά φορά μιλούσε μόνος του στην τραχιά γλώσσα της πατρίδας του ή κοίταζε από μακριά τ’ αγρίμια. Αν συναντούσε κανένα στο δρόμο του, του έστελνε φιλικά βλέμματα. Τα βράδια, όταν ο καιρός ήταν καλός, καθόταν έξω από την καλύβα και παρατηρούσε τον έναστρο ουρανό.
Οπωσδήποτε σκεφτόταν. Πότε-πότε αναστέναζε.
Περασμένα μεσάνυχτα σηκωνόταν, έμπαινε στην καλύβα και ξάπλωνε σ’ ένα παμπάλαιο ντιβάνι που του το είχε πουλήσει κάποιος, από την κωμόπολη, τον καιρό που ετοίμαζε το νοικοκυριό του. Η καλύβα διέθετε ακόμα ένα παλιό τζάκι, ένα ξύλινο χαμηλό τραπέζι, δύο σκαμνιά και ένα βαρέλι με νερό. Το χειμώνα ο Χάρτμουτ Λιμπέργκερ έκανε κάτι περισσότερο: μάζευε ξύλα απο ’δώ και από ’κεί και άναβε το τζάκι του. Τα κρύα βράδια, αντί να βγαίνει έξω, έμενε μέσα, καθισμένος σ’ ένα από τα δυο σκαμνιά του. Σκάλιζε το τζάκι και κοίταζε τη φωτιά.
Σκεφτόταν όμως πάντα και αναστέναζε πού και πού.
Έπειτα, όταν η νύχτα είχε προχωρήσει για τα καλά, ξάπλωνε στο παμπάλαιο ντιβάνι του, τυλιγόταν στις κουβέρτες του –παμπάλαιες κι αυτές– και αποκοιμιόταν.
Έξω ο αέρας φυσούσε μανιασμένα και μπαίνοντας από τις χαραμάδες της καλύβας άφηνε παράξενους συριγμούς που ο Χάρτμουτ ερμήνευε με τη δική του λογική. Θα μπορούσε να ήταν ένας «αερομάντης», αν υπήρχε τέτοια παραλλαγή μελλοντολόγου γιατί ένιωθε πως καταλάβαινε το νόημά τους. Για την ακρίβεια ένιωθε, ότι κάθε φορά που σηκωνόταν αέρας και άρχιζαν οι συριγμοί, αυτός επικοινωνούσε με κάτι το διαφορετικό που ήταν πέρα από τα αισθητά.
Άλλοτε πάλι, άκουγε τον ήχο της βροχής ή αν είχε καμιά καταιγίδα, άκουγε τις βροντές και τους κεραυνούς που απειλούσαν τον έξω κόσμο κι έριχναν, προειδοποιητικά, μερικά νερά και μέσα στην καλύβα. Ο Χάρτμουτ τα αντιμετώπιζε ψύχραιμα, μετακινώντας το ντιβάνι από τη μια μεριά στην άλλη.
Γενικά, τα πήγαινε καλά με τα στοιχεία της φύσης γι’ αυτό κι αυτά δεν τον πείραζαν, απλά μερικές φορές τον ενημέρωναν ότι βρίσκονταν πολύ κοντά του.
Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για το παρελθόν τού Χάρτμουτ Λιμπέργκερ. Θα μπορούσαμε να περιγράψουμε τη ζωή του από την ώρα που γεννήθηκε σε μια πόλη του Βορρά, γεμάτη ομίχλη, ως τη στιγμή που τον βρίσκουμε σκαρφαλωμένο στην πλαγιά του γεμάτου βράχους βουνού της Νότιας Ευρώπης. Θα μπορούσαμε να αναλύσουμε τα βιώματά του: αν η μητέρα του ήταν καλή ή κακή ή αν δεν είχε καθόλου μητέρα και τον μεγάλωσε ο πατέρας του, ένας μέθυσος εργάτης που συζούσε με μια καθαρίστρια, μια άστοργη γυναίκα για το μικρό Χάρτμουτ. Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στα δύσκολα χρόνια του σχολείου και αργότερα της εφηβείας, όταν ανακάλυψε ότι το μοναδικό του καταφύγιο, ο καλός Θεός των χριστιανών, ήταν παντελώς ανύπαρκτος. Ακόμα για το θεραπευτήριο που τον φιλοξένησε για έναν περίπου χρόνο, για τις ερωτικές του περιπέτειες, που είχαν όλες ένα κακό τέλος, για τις δουλειές του ποδαριού που έκανε και γενικά για την πλήρη αποτυχία του στη δοκιμασία της ζωής.
Ωστόσο, «αυτό» που είναι πέρα από τα αισθητά, δεν είχε σκοπό να τον βγάλει από τη μέση τόσο γρήγορα. Γι’ αυτό, την ώρα που όλα έδειχναν ότι ο Χάρτμουτ όδευε ταχύτατα προς την εξαφάνισή του, εμφανίστηκε η αναπάντεχη κληρονομιά από τη μεριά της φυσικής του μητέρας, η οποία είχε μόλις αποβιώσει κάπου στη Νότια Ευρώπη.
Από την κληρονομιά αυτή –που η μητέρα του δεν είχε καμιά πρόθεση να του αφήσει, αλλά πεθαίνοντας ξαφνικά δεν είχε προλάβει να διευθετήσει αλλιώς– ο Χάρτμουτ μπορούσε να έχει ένα μικρό μηνιαίο εισόδημα, αρκετό για να μην πεθάνει της πείνας, αν δεν είχε σκοπό να δουλέψει ξανά στη ζωή του.
Ο Χάρτμουτ Λιμπέργκερ δε δούλεψε ποτέ ξανά στη ζωή του.
Μετά από μερικά χρόνια παρακάμπτοντας τον αλκοολισμό και τα ναρκωτικά, παρακάμπτοντας ακόμα τη φιλία, τον έρωτα και την οικογένεια (αποδεικνύοντας, δηλαδή, πόσο ανίκανος ήταν για οτιδήποτε θετικό και αρνητικό του κόσμου τούτου) ενέδωσε τελικά στην επίμονη εσώτερη τάση του να κατέβει στη Νότια Ευρώπη.
Εκεί, είδε τον κόσμο με τα μάτια της φυσικής του μητέρας ή τέλος πάντων προσπάθησε να κάνει κάτι τέτοιο. Όταν διαπίστωσε ότι αυτό δεν είχε κανένα απολύτως νόημα, διότι τα δικά του μάτια ήταν διαφορετικά, πήγε και κούρνιασε στο βράχο που τον συναντάμε σήμερα.
Επομένως, ο ίδιος ο Χάρτμουτ Λιμπέργκερ, παρά την πρόθεση «αυτού» που είναι πέρα από τα αισθητά, επιδίωκε την εξαφάνισή του. Αυτό είναι ένα στοιχείο της ιστορίας που δεν πρέπει να μας διαφεύγει. Όλα τα υπόλοιπα που προηγήθηκαν μπορούμε να τα αγνοήσουμε. Όχι όμως αυτό το τελευταίο.
Τέσσερα χρόνια εθελοντικής ερημίας πέρασαν, κατά τα οποία ο Χάρτμουτ δεν έκανε τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από αυτά που περιγράψαμε πιο πάνω.
Αδυνάτισε αρκετά εντωμεταξύ και έχοντας αφήσει τα μαλλιά και τα γένια του να μακραίνουν με το ρυθμό που ήθελε η φύση, φορώντας επίσης τριμμένα και βρόμικα ρούχα, είχε μεταμορφωθεί σε μια βιβλική φιγούρα, από αυτές που βλέπει κανείς ζωγραφισμένες με ωραία, ζωηρά χρώματα στις ορθόδοξες εκκλησίες. Οι κάτοικοι της γειτονικής κωμόπολης μπήκαν κάποια στιγμή στον πειρασμό να τον χαρακτηρίσουν ως ένα είδος αγίου. Από την άλλη όμως αυτός ο άγιος μιλούσε μια ακατάληπτη βόρεια γλώσσα, ενώ τη δική τους τη μιλούσε με πολλή δυσκολία και, το βασικότερο, δεν είχε κάνει κανένα θαύμα. Προτίμησαν λοιπόν να τον χαρακτηρίσουν μισότρελο.

Τον τέταρτο χειμώνα που ο Χάρτμουτ κλείστηκε στην καλύβα του ακούγοντας τους ατέλειωτους συριστικούς μονόλογους του αέρα και έχοντας συντροφιά τη βροχή και τις συχνές καταιγίδες της περιοχής, ένα βράδυ, καθώς σκάλιζε το τζάκι, παρατηρώντας τη φωτιά, σκεπτόμενος ποιος ξέρει τι και αναστενάζοντας πού και πού, άκουσε πάλι τον αέρα που σηκώθηκε έξω από την καλύβα.
Αυτό τον ευχαρίστησε πολύ.
Τέντωσε τα αυτιά του και ετοιμάστηκε να παρακολουθήσει το γνωστό μονόλογο, αν και μερικές φορές τώρα τελευταία επενέβαινε και αυτός και έλεγε μερικά πράγματα, όσα έκρινε ότι είχαν σχέση με το θέμα. Συνήθως, αυτοί οι μονόλογοι περιστρέφονταν γύρω από απλά ζητήματα, όπως λόγου χάριν για τον καιρό, για τη μοναξιά των αγριμιών εκεί έξω, για κάποιο δέντρο που είχε ανάγκη από φροντίδα ή για το πόσο γοητευτική φαινόταν η σελήνη απόψε, που τα σύννεφα έτρεχαν από μπροστά της.
Ο Χάρτμουτ τότε σηκωνόταν από το σκαμνί του και έβγαινε έξω στην παγωνιά. Στεκόταν εκεί λίγη ώρα, κοιτάζοντας στον ουρανό τη σελήνη να τρέχει αντίθετα από τα σύννεφα και μετά ξανάμπαινε μέσα τουρτουρίζοντας.
Και ο μονόλογος συνεχιζόταν.
Αυτό το βράδυ όμως οι συριγμοί τού αέρα ήταν ακατάληπτοι. Όσο κι αν προσπάθησε ο Χάρτμουτ, δεν μπόρεσε να βγάλει νόημα. Ανακάθισε νευρικά στο σκαμνί και έμεινε ακίνητος με τα αυτιά τεντωμένα και τα χέρια ακουμπισμένα στα γόνατά του. Το βλέμμα του καρφώθηκε αφηρημένα στο τραπέζι απέναντι, όπου υπήρχε ένα πιάτο με τα υπολείμματα ενός μήλου.
Ξαφνικά η φλόγα της λάμπας που κρεμόταν πάνω από το τζάκι τρεμόπαιξε και ο Χάρτμουτ το πρόσεξε με την άκρη του ματιού του. Αυτό όμως συνέβαινε τακτικά, όταν φυσούσε ο αέρας, γι’ αυτό δεν έδωσε σημασία.
Οι ακατάληπτοι συριγμοί συνεχίζονταν. Για πρώτη φορά ο Χάρτμουτ σκέφτηκε ότι άκουγε την αληθινή γλώσσα των πνευμάτων. Αυτό του προκάλεσε μια πρωτόγνωρη συγκίνηση. Σηκώθηκε προσεχτικά για να μην του ξεφύγει κάποιος ήχος και στάθηκε στη μέση της καλύβας κοιτάζοντας γύρω-γύρω μέσα στο μισοσκόταδο.
— Ναι, είπε κάποια στιγμή, σας ακούω αλλά δε σας καταλαβαίνω.
Οι συριγμοί σταμάτησαν για λίγο.
Ο Χάρτμουτ δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα ξανάρχισαν με μεγαλύτερη σφοδρότητα. Ο Χάρτμουτ δεν έβγαζε νόημα. Αυτό που ένιωθε πάντως ήταν ότι ήθελαν να του μεταδώσουν ένα επείγον μήνυμα.
Το φως της λάμπας άρχισε πάλι να τρεμοπαίζει και οι σκιές μέσα στην καλύβα πήγαν και ήρθαν.
Ο Χάρτμουτ χάιδεψε αμήχανα τη γενειάδα του. Δεν ήταν σίγουρος αν αυτή η σκιά πίσω από το τραπέζι, μπροστά στο ντιβάνι υπήρχε από πριν και ήταν αποτέλεσμα της φλόγας από τη λάμπα ή είχε
μόλις ξεφυτρώσει από το πουθενά.
Ο αέρας έξω έπεσε απότομα και μια απόλυτη ησυχία επικράτησε.
— Μάλιστα, είπε ο Χάρτμουτ ξαναβρίσκοντας την ψυχραιμία του. Εσύ δεν είσαι μια σκιά του σπιτιού μου.
Η σκιά απέναντι αντέδρασε στα λόγια του. Φούσκωσε απότομα και πήρε σχήμα ανθρώπου.
Μετά αναδύθηκαν πάνω της χρώματα. Αναδύθηκαν και τα χαρακτηριστικά της.
Ο Χάρτμουτ παρακολούθησε χωρίς ταραχή τη μεταμόρφωσή της σε έναν άνθρωπο μετρίου αναστήματος με κοντά καστανά μαλλιά και ξυρισμένο πρόσωπο. Ο βιβλικός Χάρτμουτ στεκόταν μπροστά σε έναν άνδρα τελείως συνηθισμένο, από αυτούς που βλέπει κανείς στο δρόμο και τους ξεχνά αμέσως.
—Ήρθα, είπε ο άγνωστος με ήσυχη φωνή κοιτάζοντας κατάματα το Χάρτμουτ.
—Ποιος είσαι; ρώτησε αυτός ατάραχα. Ο άγνωστος χαμογέλασε.
—Με καλείς κάθε βράδυ εδώ και τέσσερα χρόνια.
Ξέρεις ποιος είμαι.
—Αυτός που καλώ, δεν υπάρχει. Κι αν υπάρχει, δεν καταδέχεται τον ταπεινό Χάρτμουτ, είπε, αφήνοντας επιτέλους ήσυχη τη γενειάδα του. Είσαι μια ψευδαίσθηση.
Ο άλλος απάντησε:
—Και η ψευδαίσθηση έχει τη θέση της στην πραγματικότητα. Τίποτα δεν πετιέται. Πολύ περισσότερο δεν πετιέμαι εγώ, που ξέρεις ποιος είμαι.
—Πολύ καλά, είπε ο Χάρτμουτ. Είμαι έτοιμος να υποστώ τις συνέπειες. Ξέρω πως είσαι θυμωμένος μαζί μου.
—Η αλήθεια είναι πως δε μ’ αρέσει να με βρίζουν οι άνθρωποι. Αλλά το έχω συνηθίσει πια. Ωστόσο, δεν είμαι θυμωμένος γι’ αυτό. Μπορώ να καθίσω;
Και με μια κίνηση που έδειχνε εξωφρενική οικειότητα, τράβηξε το σκαμνί και κάθισε, σταυρώνοντας τα χέρια του πάνω στο τραπέζι.
Ο Χάρτμουτ στάθηκε για μια στιγμή αναποφάσιστος. Μετά, αποδεχόμενος την τροπή των γεγονότων, είπε:
—Θα πιεις κάτι; Έχω μόνο κρασί για κέρασμα. Έφερε την κανάτα και δυο ποτήρια και τα ακούμπησε στο τραπέζι. Έσπρωξε στην άκρη το πιάτο με τα υπολείμματα του μήλου και κάθισε απέναντι από τον επισκέπτη του.
—Δυστυχώς δεν έχω άλλο μήλο. Αυτό ήταν το τελευταίο μου.
Πέρασε τα δάχτυλά του ανάμεσα στα γένια του για να τα συμμαζέψει κάπως και έβαλε κρασί στα ποτήρια.
—Έχεις όνομα; ρώτησε τον άγνωστο που τον παρακολουθούσε σιωπηλός όλη αυτή την ώρα.
—Έχω αλλά δεν μπορείς να το προφέρεις. Γι’ αυτό λέγε με όπως σου αρέσει.
Σήκωσαν τα ποτήρια:
—Στην υγειά σου, λοιπόν, Κρον.
—Κρον;
—Μου φαίνεται ότι σου ταιριάζει.
—Στην υγειά σου, Χάρτμουτ.
Άδειασαν τα ποτήρια και ο Χάρτμουτ τα ξαναγέμισε.
—Και τώρα σ’ ακούω, είπε ο Χάρτμουτ.
Ο Κρον του έστειλε το πιο φιλικό του χαμόγελο. Μια σειρά κατάλευκα, συμμετρικά δόντια άστραψαν στο μισοσκόταδο.
—Είμαι θυμωμένος μαζί σου, Χάρτμουτ. Όχι γιατί με βρίζεις τα βράδια που κάθεσαι στο τζάκι και σκαλίζεις τη φωτιά.
Έσκυψε τάχα συνωμοτικά προς το μέρος του:
—Εδώ που τα λέμε, έχεις και κάποιο δίκιο που το κάνεις. Αλλά ν’ αφήσεις τον κόσμο και να γίνεις ερημίτης, αυτό το θεωρώ μεγάλο λάθος. Δε φτιαχτήκατε οι άνθρωποι για να ζείτε αδρανείς στις ερημιές. Δεν εκπληρώνεται έτσι το Σχέδιο.
—Για ποιο σχέδιο μιλάς ακριβώς, Κρον; ρώτησε ο Χάρτμουτ πίνοντας τώρα το κρασί του με αργές γουλιές. Και τι μερίδιο έχω εγώ σ’ αυτό;
Ο Κρον ρούφηξε κι αυτός μια γουλιά από το κρασί του.
—Το Σχέδιο είναι πέρα από τις δυνατότητές σου, γι’ αυτό δε θα κάνω τον κόπο να στο εξηγήσω. Όμως παίρνεις μέρος κι εσύ, όπως όλοι οι άνθρωποι. Είσαι, ας πούμε, ένα λιθαράκι στο οικοδόμημα. Τι έκανες τώρα εσύ; Πήρες το λιθαράκι σου κι έφυγες στις ερημιές. Το οικοδόμημα έχει τώρα μια μικρή τρύπα. Είναι απαράδεκτο αυτό.
—Χμ, έκανε ο Χάρτμουτ. Σου είμαι επομένως τόσο σημαντικός;
—Όσο δε φαντάζεσαι.
Ο Χάρτμουτ έσπρωξε το σκαμνί του προς τα πίσω και τεντώθηκε μέχρι που χασμουρήθηκε.
—Είμαι καλά εδώ, αποκρίθηκε με προσποιητή αδιαφορία και, ρίχνοντας μια ματιά στο τζάκι, είδε πως η φωτιά πήγαινε να σβήσει. Σηκώθηκε και ετοιμάστηκε να ρίξει ένα κούτσουρο.
Ο Κρον είπε επιτακτικά:
—Γύρνα στη θέση σου.
Η φωτιά φούντωσε από μόνη της και η καλύβα φωτίστηκε από τις μεγάλες κόκκινες γλώσσες που πετάχτηκαν.
Ο Χάρτμουτ είδε το θαύμα ψύχραιμα. Κούνησε το κεφάλι και χωρίς κανένα σχόλιο ξαναγύρισε στο σκαμνί του.
—Όπως σου έλεγα, είπε στον επισκέπτη του, είμαι καλά εδώ. Δεν έχω καμιά όρεξη να επιστρέψω στον κόσμο σου.
Και ξαναγέμισε τα ποτήρια.
—Ναι, είπε ο Κρον πίνοντας το τρίτο ποτήρι κρασί, όμως δε σου έκανα ακόμα την προσφορά μου. Δεν μπορώ φυσικά να σου υποσχεθώ την αιώνια ζωή, γιατί κάτι τέτοιο δεν υπάρχει. Όμως μπορώ να σου δώσω αυτό που τόσο πολύ πόθησες και δεν είχες στη ζωή σου.
Ξαφνικά ο Χάρτμουτ ένιωσε ότι τα στοιχεία της φύσης είχαν σταθεί όλα έξω από την καλύβα και άκουγαν. Μια νεκρική σιγή είχε απλωθεί παντού.
Ακόμα και ο χρόνος, στοιχείο της φύσης κι αυτός, φάνηκε να έχει ακινητοποιηθεί.
Απέναντί του ο Κρον άλλαξε τα χρώματά του και τα έκανε πιο σκούρα.
—Θα σου ξαναδώσω τη ζωή σου από την αρχή, είπε στον Χάρτμουτ. Θα γεννηθείς σ’ ένα σπίτι που θα υπάρχει η αγάπη. Θα μεγαλώσεις με αγάπη και όλα θα σου έρθουν εύκολα. Θα αγαπήσεις και θα αγαπηθείς. Θα πεις «ναι» στη ζωή, γιατί αυτή θα είναι καλή μαζί σου.
Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια ο Χάρτμουτ ένιωσε πόνο στην καρδιά. Έσκυψε το κεφάλι πάνω από το ποτήρι του, έκλεισε τα μάτια και για αρκετή ώρα δεν είπε τίποτα.
Όταν σήκωσε πάλι το κεφάλι, ο Κρον είχε ξαναγυρίσει στα αρχικά του χρώματα.
Η σιγή όμως του κόσμου εξακολουθούσε.
—Με ποιο τίμημα; ρώτησε.
Ο Κρον χαμογέλασε δείχνοντας τα αστραφτερά δόντια του. Έβαλε μετά κρασί στα ποτήρια και σήκωσε το δικό του ψηλά:
—Το τίμημα το ξέρεις, είπε και άδειασε μονορούφι το ποτήρι του. Πρέπει να αποδείξεις ότι είσαι άξιος γι’ αυτό τον κόσμο. Πρέπει να πάρεις μια ζωή και να μου τη δώσεις.
Ο Χάρτμουτ ακούγοντας αυτά τα τελευταία λόγια του Κρον χαμογέλασε κι αυτός. Με κάποιο τρόπο που δεν καταλάβαινε, ένιωθε ότι τα στοιχεία του κόσμου κρατούσαν την ανάσα τους και περίμεναν την απάντησή του. Ένιωθε ακόμα πως πολλά πράγματα του κόσμου τούτου εξαρτιόνταν από αυτή την απάντηση. Γι’ αυτό χαμογέλασε, αν και μια τέτοια αντίδραση φάνταζε κάπως αφύσικη.
—Ποια ζωή θέλεις να σου δώσω; ρώτησε. Ο Κρον είπε:
—Στην άκρη της κωμόπολης, στο δρόμο που οδηγεί προς την πόλη και το λιμάνι μετά τα τελευταία σπίτια, ένα περίπου χιλιόμετρο πιο πέρα, είναι το σπίτι της Μαρίας. Θα το διακρίνεις αμέσως, γιατί δεν υπάρχει εκεί γύρω καμιά άλλη κατοικία. Η Μαρία ζει μόνη της γιατί, όπως κι εσύ, δεν έχει κανέναν δικό της. Η ζωή της επομένως είναι μάταιη. Αν την αφαιρέσεις, τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει στο ρυθμό του κόσμου. Αυτήν τη ζωή θέλω να μου προσφέρεις.
Ο Κρον σταμάτησε να μιλά και κοίταξε το Χάρτμουτ βαθιά στα μάτια:
—Το Σχέδιο δε χρειάζεται τη Μαρία. Δεν τη χρειάζεται πια.
—Ναι, είπε ο Χάρτμουτ και χαμογέλασε τώρα πλατιά.
Σήκωσε το ποτήρι του:
—Όμως εγώ είμαι καλά εδώ, είπε και ήπιε το κρασί του.
Σκούπισε ύστερα τα γένια του με το χέρι και πρόσθεσε:
—Δεν επιστρέφω στον κόσμο σου, Κρον. Στον χαρίζω.
Και ξέσπασε σε βροντερά γέλια τελείως ακατάλληλα για την περίσταση, δικαιολογημένα πάντως μετά από τόσο κρασί που είχε ρουφήξει.
Ξαφνικά, οι ήχοι της φύσης που είχαν παγώσει στο μηδέν ξανάρχισαν, κι αυτήν τη φορά, έτσι ένιωσε ο Χάρτμουτ, μετέδιδαν το μήνυμα της απάντησής του από το ένα στοιχείο στο άλλο, κάνοντας το γύρο του κόσμου.
Η φωτιά στο τζάκι έστειλε τα μικρά της τριξίματα, μακρινές κραυγές αγριμιών ακούστηκαν μέσα στη νύχτα, ο αέρας σηκώθηκε δειλά και μια ριπή του τρύπωσε από τη χαραμάδα της πόρτας σφυρίζοντας χαρούμενα.
Ο Κρον έχασε μεμιάς τα χρώματά του και ξανάγινε σκιά. Λίγο πριν χαθεί στο βασίλειό του, έστειλε στο Χάρτμουτ την προειδοποίησή του:
—Είμαι ο Άρχοντας αυτού του κόσμου και δεν υπάρχει αντίπαλός μου. Ή θα έρθεις μαζί μου ή θα μείνεις μόνος σου.
Ο Χάρτμουτ έγειρε το κεφάλι στο τραπέζι και αποκοιμήθηκε βαθιά.
Η επόμενη μέρα, αν και στην καρδιά τού χειμώνα, ήταν ζεστή και γεμάτη ήλιο. Οι σαύρες, ευχαριστημένες με τόσο φως και ζέστη, είχαν βγει βόλτα στα βράχια και οι μέλισσες τριγύριζαν στα θάμνα ψάχνοντας σχολαστικά για το κατάλληλο άνθος.
Μια μικρή αράχνη μέσα στην καλύβα, που είχε προφανώς ξεστρατίσει, προχωρούσε με αμφιβολία πάνω στο μάγουλο του Χάρτμουτ μην ξέροντας ποια ακριβώς κατεύθυνση να πάρει.
Ο Χάρτμουτ ξύπνησε κάποια στιγμή ενοχλημένος από το γαργάλημά της και είδε πως είχε αποκοιμηθεί στο σκαμνί του. Τινάχτηκε όρθιος και τότε ένας σουβλερός πόνος διαπέρασε το κρανίο του. Με αβέβαια βήματα προχώρησε μέχρι το ντιβάνι και ξάπλωσε αφήνοντας ένα μουγκρητό.
Έμεινε εκεί αρκετή ώρα κρατώντας το κεφάλι του και βογκώντας σιγανά, ενώ εικόνες από τη χθεσινή του περιπέτεια διέτρεχαν τη μνήμη του. Ασφαλώς όλα όσα του είχαν συμβεί το προηγούμενο βράδυ δεν ήταν παρά μια δυνατή ψευδαίσθηση, αποτέλεσμα του κρασιού που είχε καταναλώσει και στο οποίο δεν ήταν πολύ συνηθισμένος.
Όταν ένιωσε καλύτερα, άναψε μερικά ξερόκλαδα κι έφτιαξε καφέ που τον ήπιε με αργές γουλιές, έξω από την καλύβα του καθισμένος κατάχαμα. Κοίταζε τη φύση, τα ζουζούνια και τις σαύρες, και σκεφτόταν διάφορα. Έπειτα, παίρνοντας μια γενναία απόφαση κατηφόρισε προς την κωμόπολη.
Ένα χιλιόμετρο περίπου πιο έξω, στο δρόμο που οδηγεί στην πρωτεύουσα του νομού και στο λιμάνι, μακριά από τα άλλα σπίτια, στεκόταν μόνο του στη μέση της ερημιάς ένα σπίτι. Ο Χάρτμουτ στάθηκε στο φράχτη και κοίταξε μέσα. Ήταν ένα μικρό αγροτόσπιτο τριγυρισμένο από κήπο –ο Χάρτμουτ παρατήρησε πόσων λογιών λουλούδια και πρασινάδες έθαλλαν εκεί– πολύ φροντισμένο και νοικοκυρεμένο. Μια αίσθηση θαλπωρής αναδύθηκε από μέσα του και φαντάστηκε μια παχιά μαυροφορεμένη φιγού- ρα, όπως ήταν οι περισσότερες γυναίκες αυτού του τόπου, να μαγειρεύει στην κουζίνα και να πηγαινοέρχεται ανάμεσα σε δαντελένια πετσετάκια και κακόγουστα κάδρα.
Έσπρωξε αποφασισμένος την καγκελόπορτα και μπήκε στον κήπο. Κάποιο σκυλί ακούστηκε να γαβγίζει από την πίσω αυλή, το δαντελένιο κουρτινάκι στο παράθυρο ανασηκώθηκε για μια στιγμή και μετά η εξώπορτα του σπιτιού άνοιξε.
Ο Χάρτμουτ είδε τη γυναίκα που έπρεπε να λεγόταν Μαρία.
—Θέλεις κάτι; ρώτησε αυτή ευγενικά.
Ο Χάρτμουτ δεν ήξερε τι να πει, δεδομένου ότι δεν μπορούσε να μιλήσει με άνεση τη γλώσσα του τόπου.
Η γυναίκα τον παρατήρησε για λίγη ώρα και μετά είπε:
—Είσαι ο ξένος που ζει στο βουνό.
—Ναι, είπε αυτός.
—Θέλεις να σου φτιάξω καφέ;
Ο Χάρτμουτ σκέφτηκε πως έδινε την εντύπωση ενός επαίτη που χρειάζεται επειγόντως ελεημοσύνη.
—Ναι, απάντησε στη γυναίκα και προχώρησε προς το μέρος της.
—Σώπα, Λούσι, είναι ένας φίλος, φώναξε η γυναίκα στο αθέατο σκυλί που συνέχιζε να γαβγίζει.
Το σκυλί ησύχασε.
Ο Χάρτμουτ διέσχισε τον κήπο παραμερίζοντας τις πρασινάδες κι έτριψε λίγο βασιλικό στο χέρι του που έκοψε από μια γλάστρα.
Η γυναίκα τού χαμογέλασε ενθαρρυντικά.
—Πώς σε λένε; τον ρώτησε, καθώς αυτός έμπαινε στο σπίτι.
—Χάρτμουτ. Εσένα;
—Μαρία, είπε η γυναίκα κι έκλεισε τη σιδερένια εξώπορτα με το χοντρό κρύσταλλο.
Δυο ώρες αργότερα, όταν ο Χάρτμουτ φεύγοντας έκλεινε πίσω του την καγκελόπορτα, είχε κιόλας νυχτώσει και τα πρώτα φώτα στην κωμόπολη είχαν ανάψει.
Φρόντισε να παρακάμψει την κατοικημένη περιοχή παίρνοντας ένα χωματόδρομο που έφερνε γύρω γύρω την κωμόπολη, πράγμα που του στοίχισε μισή ώρα παραπάνω δρόμο.
Φτάνοντας στην καλύβα του, ακούμπησε στο τραπέζι το δέμα που κρατούσε και άναψε τη λάμπα.
Οι σκιές πετάχτηκαν αμέσως και πήραν τη συνηθισμένη θέση τους στους γύρω τοίχους. Αυτό τον ανακούφισε κάπως, γιατί ένιωσε ότι τίποτα δεν είχε ουσιαστικά διαταραχτεί στη ζωή του και όλα ήταν όπως πάντα.
Ξάπλωσε στο ντιβάνι που έτριξε κάτω από το βάρος του και κοίταξε τη γνώριμη σκιά του τραπεζιού που έπεφτε στον απέναντι τοίχο.
Δεν είχε πια καμιά αμφιβολία ότι ο χθεσινός του επισκέπτης δεν ήταν μια ψευδαίσθηση, μια κακή παρενέργεια του κρασιού. Όπως επίσης δεν είχε καμιά αμφιβολία γιατί είχε επιλέξει τη Μαρία ως θύμα μιας θυσίας για πάρτη του.
Η γυναίκα αυτή ήταν μια μικρή ακίδα που προκαλούσε στον Κρον συνεχή ενόχληση.
Η παγωνιά μέσα στην καλύβα τον ανάγκασε να σηκωθεί και να ανάψει το τζάκι. Παιδεύτηκε κάμποσο μ’ αυτήν τη δουλειά, ενώ στο μυαλό του ήταν καρφωμένη η φιγούρα της Μαρίας, μιας γυναίκας ψηλής και γεροδεμένης με κοντά μαλλιά και μεγάλα χέρια. Δεν είχε καμιά ομοιότητα με το γνωστό μεσογειακό καλούπι και επιπλέον δε φορούσε μαύρα. Φορούσε ένα φαρδύ καφέ παντελόνι κι ένα ξεχειλωμένο από
τη χρήση χοντρό πουλόβερ και δεν έδειχνε περισσότερο από σαράντα χρονών.
—Έχω και χορτόπιτα, τώρα την έβγαλα από το φούρνο, του είχε πει κλείνοντάς του το μάτι καθώς τον έμπαζε στην κουζίνα.
Η κουζίνα μύριζε πράγματι ζεστή πίτα και ο Χάρτμουτ είδε το ταψί πάνω στον πάγκο με τη γνωστή λιχουδιά του τόπου.
—Κάθισε όπου σ’ αρέσει, είπε η Μαρία γυρίζοντάς του την πλάτη για να ετοιμάσει τον καφέ.
Κάθισε σε μια άβολη καρέκλα κι ακούμπησε το ένα του χέρι στο τραπέζι. Λίγα εκατοστά πιο πέρα ήταν αφημένο ένα μαχαίρι κουζίνας με κόκκινη λαβή, όχι κάποιο επικίνδυνο όπλο, αλλά πάντως αποτελεσματικό για έναν αποφασισμένο φονιά.
Ο Χάρτμουτ το κοίταξε σκεφτικός για μια στιγμή.
—Πώς τον πίνεις; ρώτησε η Μαρία χωρίς να γυρίσει προς το μέρος του.
—Τι είπες;
—Πώς πίνεις τον καφέ σου; Γλυκό, μέτριο;
—Μέτριο, είπε αυτός και παρατήρησε τη γεροδεμένη κορμοστασιά της.
Ένας φονιάς θα τα έβρισκε σκούρα με μια τέτοια γυναίκα. Ήταν φανερό πως εκτός από τη φτιάξη της, πρέπει να ήταν και καλά εξασκημένη με τις αγροτικές εργασίες.
Φαντάστηκε το φονιά να παλεύει μαζί της και στο τέλος να παραδίδεται αποκαμωμένος με το κεφάλι του μαγκωμένο ανάμεσα στους μηρούς της.
Χωρίς να το θέλει, του ξέφυγε ένα χαμόγελο.
—Ζω μόνη εδώ, είπε η Μαρία ανακατεύοντας τον καφέ και προκαλώντας με τα λόγια αυτά κάθε υποψήφιο δολοφόνο. Αλλά η μοναξιά δε μ’ αρέσει. Γι’ αυτό χαίρομαι που ήρθες, Χάτμου.
—Χάρτμουτ, διόρθωσε αυτός.
—Έχεις δύσκολο όνομα, είπε αυτή και του σέρβιρε τον καφέ μαζί με ένα μεγάλο κομμάτι πίτα. Και συμπλήρωσε:
—Να έρχεσαι όποτε θέλεις.
Ύστερα, έφερε τα τσιγάρα της και κάθισε απέναντί του.
—Καπνίζεις; τον ρώτησε.
Αυτός έκανε όχι με το κεφάλι. Η Μαρία άναψε ένα και φύσηξε τον καπνό από την αντίθετη μεριά.
—Αυτή είναι η παρέα μου, δικαιολογήθηκε. Αυτή και τα ζωντανά μου.
Ο Χάρτμουτ δεν είπε τίποτα. Ρούφηξε προσεχτικά τον καφέ του που έκαιγε κι έριξε μια ματιά γύρω.
Η Μαρία δεν ήταν όπως την περίμενε, η κουζίνα της όμως ήταν· τα δαντελένια πετσετάκια κάλυπταν κάθε άσχετη επιφάνεια κι από πάνω στέκονταν κάτι επίσης άσχετα αντικείμενα που υποτίθεται ότι ομόρφαιναν το χώρο.
Στον τοίχο ένα κάδρο που παρίστανε ένα τοπίο της δικής του βόρειας χώρας, εντελώς παράταιρο προς το μεσογειακό τοπίο που απλωνόταν έξω από το παράθυρο.
Στη μουσταρδί φρουτιέρα πάνω στο τραπέζι υπήρχαν μερικές μπομπονιέρες που το τούλι τους από άσπρο είχε γίνει μπεζ από την πολυκαιρία, διάφορα χαρτιά, λογαριασμοί τηλεφώνου και ηλεκτρικού μάλλον, ένα ψεύτικο κόκκινο αβγό από το περσινό Πάσχα.
Πάνω στο ψυγείο με το απαραίτητο δαντελένιο πετσετάκι που ασφαλώς θα δημιουργούσε πρόβλημα, κάθε φορά που έπρεπε να ανοίξει η πόρτα του, ήταν μια φωτογραφία σε κορνίζα που έδειχνε έναν κόκκινο γάτο ξαπλωμένο αναπαυτικά που κοίταζε έκπληκτος το φακό.
—Αυτός είναι ο Ζήνος μου, εξήγησε η Μαρία.
Πέθανε πριν μερικά χρόνια.
Ο Χάρτμουτ είπε:
—Ήταν ωραίος γάτος.
—Ω ναι, και πολύ έξυπνος.
—Δεν έχεις συγγενείς; ρώτησε αυτός δοκιμάζοντας τη ζεστή ακόμα χορτόπιτα.
—Οι γονείς μου έχουν πεθάνει από χρόνια. Έχω έναν αδελφό στον Καναδά, αλλά μάλλον μ’ έχει ξεχάσει. Παντρεύτηκε μια Γαλλίδα και τα παιδιά του μιλούν αγγλικά και γαλλικά. Εγώ δεν παντρεύτηκα. Θέλεις λίγη πίτα ακόμα;
Ο Χάρτμουτ αρνήθηκε.
—Θα σου δώσω λίγη για το σπίτι, είπε αυτή και σηκώθηκε σβήνοντας το τσιγάρο της.
Ο Χάρτμουτ σταμάτησε να σκαλίζει το τζάκι.
Τώρα θα έτρωγε ευχαρίστως λίγη χορτόπιτα ακόμα. Άνοιξε το δέμα που είχε ακουμπήσει στο τραπέζι και βρήκε πως, εκτός από τα τρία μεγάλα κομμάτια πίτας, η Μαρία του είχε βάλει ακόμα ένα κομμάτι τυρί, ελιές και παξιμάδια.
—Μαρία, είπε δυνατά κοιτάζοντας το ανοιγμένο δέμα.
Ο ήχος του ονόματός της του προκάλεσε μια ακαθόριστη αίσθηση, μια μάλλον οδυνηρή αίσθηση.
—Μαρία, ξαναείπε, προσπαθώντας να ξεπεράσει αυτή την αίσθηση με την επανάληψη και την εξοικείωση.
—Μαρία, είπε για τρίτη φορά και η οδυνηρή αίσθηση χαμήλωσε κι έγινε μέσα του μια μικρή κουκκίδα.
Πήρε ένα κομμάτι πίτα κι άρχισε να τη μασουλά.

Τον είχε πάρει έπειτα και τον είχε βγάλει στην πίσω αυλή του σπιτιού της, εκεί που περιφερόταν κουνώντας νευρικά την ουρά της η Λούσι. Πάνω στο μαντρότοιχο κάθονταν νωχελικά πεντέξι γάτες που γύρισαν με κουρασμένο ενδιαφέρον να παρατηρήσουν το νεοφερμένο. Πιο πίσω ήταν ο στάβλος με το άλογο και το γαϊδούρι. Γύρισαν κι αυτά τα μεγάλα μάτια τους όταν άνοιξε η πόρτα, και τους κοίταξαν.
—Οι συντοπίτες μου λένε για μένα διάφορα, αλλά δε δίνω σημασία, είπε η Μαρία. Μπορεί να μην είμαι πλούσια, αλλά δεν είμαι και φτωχή. Εξάλλου, τι άλλο έχω να περιμένω εγώ τώρα;
Ο Χάρτμουτ κοντοστάθηκε αμήχανα στην πόρτα του στάβλου, όσο η Μαρία έβαζε νερό στις λεκάνες μπροστά στα ζωντανά.
—Κάποτε βέβαια δεν πάει άλλο και τότε φωνάζω τον κτηνίατρο για ευθανασία, είπε αυτή κι έκλεισε μαλακά την πόρτα πίσω της.
Έτσι η Μαρία αγόραζε τα υποζύγια που ήταν για θάνατο και τα γηροκομούσε.
Ήταν τελείως ακατάλληλη επομένως για το Σχέδιο, τελείως έξω από τις προδιαγραφές που ο Κρον απαιτούσε από τους εργάτες του οικοδομήματός του.
Η Μαρία δεν έφερνε λιθαράκια. Αντιθέτως. Αυτή τα ξεκολλούσε.
Εκείνο το βράδυ ο Χάρτμουτ κοιμήθηκε ευχαριστημένος.
Έξω, στον κόσμο που αυτός είχε απαρνηθεί, η Μαρία χρόνια τώρα κυοφορούσε το μελλοντικό αντίπαλο του Κρον.

Ήταν μέσα του καλοκαιριού, τελευταίες μέρες του Ιουλίου, και η ζέστη του κάμπου αναδυόταν μέχρι την πλαγιά του βουνού, όπου ζούσε ο Χάρτμουτ.
Η άνοιξη είχε περάσει γρήγορα. Από τα κρύα και τις βροχές του χειμώνα η φύση είχε μεταπηδήσει σ’ ένα καυτό καλοκαίρι που τρέλαινε τα τζιτζίκια.
Στην καλύβα του ο Χάρτμουτ δεν είχε άλλα ζωντανά εκτός από μύγες και αράχνες. Καμιά φορά πετύχαινε και κανένα σκορπιό, τον οποίο παλιότερα σκότωνε χωρίς άλλη σκέψη. Τώρα, μετά τη συνάντησή του με τη Μαρία, προτιμούσε να τον απομακρύνει από την καλύβα και να τον στείλει να ζήσει τη χωρίς ακριβές νόημα ζωή του μερικά βράχια παρακάτω.
Αρκετές φορές επίσης κάποια άτακτη κατσίκα έκανε την εμφάνισή της κοντά στην καλύβα και ο Χάρτμουτ της σφύριζε, όπως είχε ακούσει να σφυρίζουν οι βοσκοί που περνούσαν από το μονοπάτι λίγο πιο πέρα. Η κατσίκα τον παρατηρούσε με επιφύλαξη για λίγο και μετά έκανε στροφή και κατηφόριζε τρέχοντας για να βρει τις συντρόφισσές της.
Ο καυτός ήλιος δεν επέτρεπε πολύωρες περιπλανήσεις και ο Χάρτμουτ προτιμούσε να περνά τη μέρα του τριγυρνώντας κοντά στην καλύβα και παρατηρώντας από ψηλά τον κάμπο και τη θολούρα της ζέστης που τον περιέβαλλε.
Καμιά φορά έπεφτε πάνω σε κανένα βοσκό που περνούσε με το κοπάδι του από τα μέρη του. «Καλημέρα», του έλεγε ο βοσκός κι αυτός αντιχαιρετούσε στην τοπική γλώσσα. «Τι κάνεις, Χάτμου;» ρωτούσε ο βοσκός – κανείς σ’ αυτό το μέρος δεν μπόρεσε ποτέ να πει σωστά το όνομά του. «Είμαι καλά, εσύ τι κάνεις;» απαντούσε αυτός. «Καλά είμαι κι εγώ», στεκόταν ο βοσκός και τον χάζευε.
Ήταν πάντα ένα αξιοπερίεργο φαινόμενο αυτός ο ερημίτης από το Βορρά που είχε έρθει στα μέρη τους και που ήθελε να κάθεται μόνος του μέρα νύχτα, αλλά γενικά οι ξένοι έχουν περίεργες συνήθειες – οι τουρίστες που κάθε καλοκαίρι μυρμήγκιαζαν στις παραλίες, τριάντα χιλιόμετρα περίπου αποδώ, ήταν ένα καλό δείγμα των διαφορετικών ηθών και εθίμων των λαών του Βορρά.
Μερικοί από αυτούς ξέπεφταν κάθε τόσο και στην κωμόπολη και οι ντόπιοι τους είχαν συνηθίσει. Ο «Χάτμου» ήταν ένας απ’ αυτούς, λίγο πιο λοξός βέβαια.

Όλους αυτούς τους μήνες ο Χάρτμουτ αντιστεκόταν στην έντονη επιθυμία του να πάει ξανά στο σπίτι της Μαρίας.
Η γυναίκα αυτή είχε ξυπνήσει μέσα του αισθήματα, από τα οποία εκείνος είχε παραιτηθεί εδώ και χρόνια. Δεν ήταν βέβαια ωραία όπως η Χάνα, ούτε ανέδιδε κανέναν αισθησιασμό, όπως η Ούλρικε, δεν ήταν καν νέα, όπως η μικρούλα Χέλγκα. Η καρδιά του σφίχτηκε, καθώς πέρασαν από τη μνήμη του τα πρόσωπά τους, το τρομαγμένο τους βλέμμα και η βαθιά απορία τους. Η Μαρία, όμως, ανέδιδε μια βαθιά ζεστασιά, μια υπόσχεση μητρικής αγκαλιάς και ο Χάρτμουτ τον πρώτο καιρό χρειάστηκε να παλέψει με τον εξεγερμένο εαυτό του, που ζητούσε επίμονα να ξαναβρεθεί κοντά της.
Κάθε πρωί που ξυπνούσε, η εικόνα της θρονιαζόταν στη σκέψη του και τάραζε τη γαλήνη του. Ήξερε όμως πως με τον καιρό οι αισθήσεις του θα αναγκάζονταν να παραιτηθούν, το σώμα του θα ξανάπεφτε στη νάρκη και η ερημική ζωή του θα συνεχιζόταν όπως γινόταν εδώ και τέσσερα χρόνια.
Καθώς μάλιστα περνούσαν οι μέρες, έχασε την αρχική του βεβαιότητα και δεν ήξερε πια τι είχε προηγηθεί: η επίσκεψη του Κρον στην καλύβα του ή η δική του επίσκεψη στο σπίτι της Μαρίας.
Τελικά κατέληξε να πιστεύει ότι πρώτα είχε γνωρίσει τη Μαρία και μετά από το κουρασμένο από τη μοναξιά μυαλό του είχε ξεπηδήσει ο Κρον.
Στο σπίτι της δεν πήγε ξανά.

Μέχρι να βγει ο χειμώνας είχε τα βράδια τη συντροφιά του αέρα και των μονόλογών του. Μέσα σ’ αυτούς δε γινόταν καμιά αναφορά για τη Μαρία ούτε και για τον Κρον.
Είναι αλήθεια ότι δεν ήταν πια οι παλιοί μονόλογοι. Ο Χάρτμουτ δυσκολευόταν να τους παρακολουθήσει, υπήρχε διάχυτη στους συριγμούς μια ταραχή και μια τάση να μπερδεύονται τα νοήματα και τότε αυτός σκάλιζε τη φωτιά νευρικά στο τζάκι και άλλαζε θέσεις στο σκαμνί του. Η κατάσταση όμως δε γινόταν καλύτερη.
Λίγο πριν το τέλος του χειμώνα η ανάμνηση της Μαρίας άρχισε σιγά-σιγά να βουλιάζει στα βαθύτερα στρώματα της συνείδησής του και τότε οι συριγμοί του αέρα πήραν πάλι το παλιό τους νόημα. Ο Χάρτμουτ πέρασε μαζί τους μερικά ωραία βράδια.
Το βράδυ εκείνο περί το τέλος του Ιουλίου, αφού είχε προηγηθεί μια πολύ ζεστή μέρα που υποχρέωσε τη φύση να κρυφτεί σε σκιερά μέρη και να κάνει σιέστα ως το απόγευμα, άρχισε επιτέλους να φυσά ένα δροσερό αεράκι και τα πρώτα τριξίματα του κόσμου ξεκίνησαν δειλά-δειλά.
Ο Χάρτμουτ δεν είχε βγει από την καλύβα του όλη τη μέρα. Ξαπλωμένος στο σαραβαλιασμένο του ντιβάνι λαγοκοιμόταν παρέα με τις μύγες που έκοβαν βαριεστημένες βόλτες από το πρόσωπό του μέχρι το τραπέζι τσιμπολογώντας μερικά ψίχουλα και ξαναγυρίζοντας κοντά του σαν να του έδιναν αναφορά για τις κινήσεις τους.
Το μυαλό του, νωθρό από τη ζέστη, αρνιόταν να σκεφτεί οτιδήποτε και είχε προτιμήσει να κουλουριαστεί γύρω από τον εαυτό του και να πέσει σε λήθαργο.
Όταν έδυσε ο ήλιος και υποχώρησε η ζέστη, ο Χάρτμουτ ένιωσε καλύτερα. Οι μύγες είχαν αποχωρήσει για το νυχτερινό τους ύπνο κι αυτός βγήκε έξω από την καλύβα και ξάπλωσε στο χώμα.
Είχε δροσιά τώρα.
Πάντα είχε δροσιά εδώ πάνω, όταν έπεφτε το βράδυ.
Στ’ αυτιά του έφτασε ο ήχος από τα κουδούνια ενός κοπαδιού που γύριζε καθυστερημένο στη στάνη του. Σε λίγο η νύχτα γέμισε ήχους από τα νυχτόβια πουλιά και τα έντομα που ειδοποιούσαν το ένα το άλλο για τις εφήμερες ανάγκες τους.
Ο Χάρτμουτ αναστέναξε μερικές φορές, όπως συνήθιζε πάντα, και κοίταξε τον ουρανό, που ήταν τώρα φορτωμένος άστρα. Ποτέ δεν είχε μάθει να ξεχωρίζει τους αστερισμούς. Σίγουρα εκείνος εκεί ήταν ο αστερισμός της μιας από τις δύο άρκτους, ποιας δεν ήξερε. Αλλά δεν είχε σημασία. Ήταν ωραίο να παρατηρεί τον ουρανό τα βράδια και να σκέφτεται διάφορα. Του έφερνε αυτό βαθιά ειρήνη και κρατούσε κλειστές τις επικίνδυνες πόρτες της ψυχής του.
Έτσι, βυθισμένος στη γαλήνη του ο Χάρτμουτ, δεν κατάλαβε αμέσως αυτό που άλλαξε γύρω του. Κάποια στιγμή όμως το ένιωσε και τότε τέντωσε τις αισθήσεις του, για να καταλάβει τι είχε συμβεί.
Όλα είχαν σιωπήσει.
Κάτι παγερό είχε επέμβει εδώ και τα είχε ακινητοποιήσει όλα. Για άλλη μια φορά ένιωσε πως ο χρόνος είχε σταθεί και περίμενε να δει κάτι που ερχόταν.
Η παγωνιά σαν σκιά άγγιξε το κορμί του και μπήκε μέσα του εισχωρώντας ως το τελευταίο κύτταρό του. Ο Χάρτμουτ έσφιξε τα δόντια του που ήταν έτοιμα να κροταλίσουν.
Ύστερα είδε τη σκιά που βγήκε από μέσα του και ξάπλωσε δίπλα του στο χώμα παίρνοντας τη μορφή που αναγνώριζε ο Χάρτμουτ.
—Κοίταξε τα αστέρια, Χάρτμουτ, είπε ο Κρον παρατηρώντας τον ουρανό με ρεμβασμό, σχεδόν στοχαστικά. Κανείς δεν υπάρχει εκεί πάνω που να διευθύνει τα Πράγματα. Κανείς δεν πρόκειται ποτέ να μας μαλώσει για τις αταξίες μας. Δεν είναι ανακουφιστικό αυτό;
Και άφησε ένα κοφτό γελάκι.
Ο Χάρτμουτ σκέφτηκε λίγο και μετά είπε:
—Ναι, είναι ανακουφιστικό.
—Όμως, συνέχισε ο Κρον, εδώ κάτω υπάρχω εγώ και με πειράζει που οι δικοί μου άνθρωποι με προδίδουν.
—Δεν είμαι δικός σου άνθρωπος, είπε ο Χάρτμουτ.
Ο Κρον άφησε πάλι ένα κοφτό γελάκι.
—Έτσι είπε κάποτε και κάποιος άλλος και ξέρεις τι του έκανα. Τον σταύρωσα.
—Ξέρω πολλούς που έχουν πάθει χειρότερα, είπε ψύχραιμα ο Χάρτμουτ, χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει.
—Εντάξει, είπε ο Κρον και ανασηκώθηκε από το χώμα γυρίζοντας προς το μέρος του, είσαι ανίκανος να κάνεις φόνο. Αυτήν τη φορά η προσφορά μου θα είναι ηπιότερη. Θα κάνεις μια απλή ληστεία.
—Ποιον θέλεις να ληστέψω; ρώτησε ο Χάρτμουτ, κοιτάζοντας πάντα τους μπερδεμένους αστερισμούς στον ουρανό.
—Είναι ένας γέρος που ζει στο λιμάνι, πάνω από το μπαρ «Λούνα». Για μια μόνο νύχτα, την αυριανή, θα έχει στο σπίτι του μια μικρή περιουσία. Θα πας και θα του την αφαιρέσεις.
—Και τι μου αντιπροσφέρεις;
—Η περιουσία θα γίνει δική σου. Θα επιστρέψεις στον κόσμο και θα χαρείς όλες τις ηδονές του. Θα μπορείς να εξαγοράζεις τα πάντα, επομένως δε θα φοβάσαι τίποτα· πολλές γυναίκες θα είναι πρόθυμες να μοιραστούν μαζί σου το κρεβάτι τους. Η τύχη θα είναι με το μέρος σου και θα πολλαπλασιάσεις τον πλούτο σου παίζοντας στα καζίνα όλου του κόσμου. Θα πεθάνεις πάμπλουτος και σε βαθιά γεράματα. Τι άλλο μπορεί να επιθυμήσει ένας θνητός σ’ αυτό τον κόσμο;
—Τι άλλο, αλήθεια; επανέλαβε ο Χάρτμουτ.
Έπειτα ρώτησε:
—Και τι θ’ απογίνει ο γέρος;
—Τι σε νοιάζει; Πάντως θα ζήσει, όσα χρόνια του απομένουν.
—Όχι, είπε τότε ο Χάρτμουτ, δε με ενδιαφέρουν οι ηδονές σου. Δεν επιστρέφω στον κόσμο σου.
Και χωρίς να δώσει άλλη ευκαιρία στο συνομιλητή του τινάχτηκε όρθιος και τον κοίταξε από ψηλά.
—Άφησέ με ήσυχο, Κρον. Δεν είμαι δικός σου.
Και προχώρησε με μεγάλες δρασκελιές προς την καλύβα του.
Αλλά ο Κρον δεν είχε ακόμα τελειώσει μαζί του. Γι’ αυτό, όταν ο Χάρτμουτ μπήκε μέσα, είδε τη γυναίκα που καθόταν στο σκαμνί με το κεφάλι ακουμπισμένο στο τραπέζι σαν να κοιμόταν. Τα μακριά ξανθά μαλλιά της ήταν χυμένα μπροστά κρύβοντας το πρόσωπό της και γύρω από αυτήν, μέσα στο σκοτάδι, χυνόταν ένα βαθύ κόκκινο φως.
Ο Χάρτμουτ κοντοστάθηκε, ακούμπησε στην πόρτα και κοίταξε θυμωμένος προς την κοιμισμένη γυναίκα.
—Τι παιχνίδια μού παίζεις, Κρον; Φύγε από το σπίτι μου πια και μη με πειράζεις! φώναξε.
Τότε εκείνη σήκωσε αργά το κεφάλι και ο Χάρτμουτ είδε το μελανιασμένο της πρόσωπο, το σκισμένο άνω χείλος με το ξεραμένο αίμα γύρω του και τα πρησμένα από τις γροθιές βλέφαρά της.
Τα γόνατά του λύγισαν κι ένας βαθύς πόνος διέτρεξε το κορμί του.
—Ούλρικε! ψιθύρισε. Τι θέλεις εδώ;
Η γυναίκα άνοιξε το πληγιασμένο στόμα της κι άφησε ένα δυνατό, περιπαιχτικό γέλιο.
—Είσαι δικός μου, Χάρτμουτ, μην προδίδεις τη φύση σου, φώναξε ο Κρον μέσα από τη γυναίκα και αμέσως το όραμα διαλύθηκε στον αέρα και χάθηκε.
Ο Χάρτμουτ έπεσε στα γόνατα χάνοντας όλη του τη δύναμη. Έπειτα λιποθύμησε.

Την επομένη, η ζέστη ξανάρχισε από νωρίς το πρωί και τα πουλιά, που είχαν ξεκινήσει δραστήρια την ημέρα τους, γρήγορα κούρνιασαν στα φυλλώματα και έπεσαν στη σιωπή.
Ο καυτός ήλιος κυριαρχούσε από ψηλά αποξηραίνοντας το τοπίο. Κάτι ακρίδες μόνο, αδιάφορες από την άνοδο της θερμοκρασίας και μάλλον ικανοποιημένες από αυτήν, διέγραφαν πού και πού αστραπιαίες καμπύλες στον αέρα και έδιναν ένα μελαγχολικό τόνο ζωής μέσα στην απόλυτη σιγή.
Ο Χάρτμουτ ξύπνησε και διαπίστωσε ότι είχε περάσει όλη τη νύχτα στο κατώφλι, ο μισός μέσα και ο άλλος μισός έξω από την καλύβα. Σύρθηκε με κόπο μέχρι το ντιβάνι και ξάπλωσε για να συνεχίσει τον ύπνο του, αλλά το όραμα της προηγούμενης νύχτας ενέσκηψε στο μυαλό του και ο ύπνος του χάθηκε μεμιάς.
Σηκώθηκε κι έριξε νερό στο κεφάλι του παίρνοντάς το με μια πλαστική σπασμένη λεκάνη από το βαρέλι που στεκόταν στη γωνία και με την ευκαιρία είδε πως έπρεπε να το ανανεώσει, γιατί η στάθμη του είχε κατέβει επικίνδυνα.
Μετά, ψάχνοντας ανάμεσα στις σακούλες, που ήταν σωριασμένες δίπλα στο βαρέλι, ανακάλυψε ένα ροδάκινο, έτοιμο να σαπίσει, και το έφαγε φτύνοντας τα σάπια κομμάτια του.
Ύστερα ξάπλωσε ξανά με τα μάτια ανοιχτά, κοιτάζοντας χωρίς να βλέπει τις μύγες που είχαν ξεκινήσει από ώρα τις καθημερινές τους περιφορές. Σκεφτόταν.
Έμεινε έτσι κάμποση ώρα.
Έπειτα παίρνοντας την απόφαση, που επεξεργαζόταν όλη αυτή την ώρα στο μυαλό του, σηκώθηκε κι έψαξε ανάμεσα στα κουρέλια που είχε στοιβάξει σε μια γωνιά της καλύβας. Ξεχώρισε ένα μπλε κοτλέ παντελόνι, πολύ ζεστό για την εποχή, αλλά δεν είχε τίποτα καλύτερο, και το φόρεσε. Το παντελόνι κρεμάστηκε πάνω του άχαρο, καθώς εντωμεταξύ αυτός είχε αποστεωθεί στην ερημία του, και επιπλέον είχε μερικούς σκούρους λεκέδες εδώ κι εκεί. Ο Χάρτμουτ τους αγνόησε. Βρήκε επίσης ένα τσαλακωμένο μακό μαύρο μπλουζάκι που μύριζε περίεργα και το φόρεσε από πάνω. Για παπούτσια δεν είχε πρόβλημα: τα πέδιλά του ήταν σε καλή κατάσταση σχετικά, εφόσον τα είχε αγοράσει την προηγούμενη χρονιά, όταν τα αθλητικά του παπούτσια είχαν τρυπήσει από όλες τις μεριές.
Έκοψε τα νύχια του και προσπάθησε με το νερό να τιθασεύσει κάπως τα μαλλιά και τα γένια του κοιτάζοντας το αρχαϊκό του είδωλο σ’ ένα θαμπό σπασμένο καθρέφτη που κρεμόταν από μια πρόκα στον τοίχο. Το όλο αποτέλεσμα ήταν μάλλον απογοητευτικό· ο Χάρτμουτ εξακολουθούσε να έχει την όψη ερημίτη, ενός ανθρώπου δηλαδή που δεν είχε καμιά δουλειά να ανακατεύεται με τους άλλους που ζουν πολύ κοντά μεταξύ τους.
Όταν ξεκίνησε, ήταν μεσημέρι με τις ακτίνες του ήλιου να πέφτουν κάθετα στον κόσμο και να τον τσουρουφλίζουν. Το μονοπάτι τον έβγαλε στο χωματόδρομο κι από εκεί συνέχισε προς τα κάτω μέσα στην απόλυτη σιωπή του τοπίου. Δε συνάντησε κανένα στο δρόμο του, εκτός από ένα αγροτικό αμάξι με μερικά πρόβατα στην καρότσα του που κατηφόριζε προς το χασάπη της κωμόπολης.
Φτάνοντας εκεί ο Χάρτμουτ, βρήκε την ίδια ερημιά. Οι κάτοικοι ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους με τα παραθυρόφυλλα γερτά για να κρατούν τη δροσιά μέσα. Τα καφενεία της πλατείας ήταν άδεια. Απέναντι από την Αγροτική Τράπεζα, απ’ όπου ο Χάρτμουτ λάμβανε κάθε μήνα το πενιχρό του έμβασμα, στεκόταν το υπεραστικό λεωφορείο, άδειο κι αυτό. Το περίπτερο στο πεζοδρόμιο ήταν κλειστό. Από την πίσω μεριά που είχε ίσκιο, δυο μεσόκοποι άνδρες με προτεταμένες κοιλιές κάθονταν σε δυο καρέκλες και κάπνιζαν αποβλακωμένοι από τη ζέστη.
—Πότε φεύγει το λεωφορείο; ρώτησε ο Χάρτμουτ.
Αυτοί τον κοίταξαν σαν να έβλεπαν φάντασμα.
—Σε μισή ώρα, είπε ο ένας που θα ήταν ο οδηγός.
Ο Χάρτμουτ έψαξε να βρει ένα σκιερό μέρος για να περιμένει. Τελικά βολεύτηκε κάτω από το φύλλωμα μιας συκιάς στο παραδίπλα χωράφι.

Το μπαρ «Λούνα» βρισκόταν στη δεξιά μεριά του λιμανιού, χωμένο μέσα στα μεσαιωνικά δαιδαλώδη στενάκια, που μετά από μια εγκατάλειψη δεκαετιών είχαν ξαναβρεί τη δικαίωσή τους από τα λεφούσια των τουριστών που κατέκλυζαν κάθε καλοκαίρι τον τόπο. Η μπόχα από τους απαρχαιωμένους υπόνομους απλωνόταν πνιγηρή μέσα σ’ αυτές τις στενάχωρες γειτονιές, που είχαν μεταβληθεί από μπορντέλα και κατοικίες μεροκαματιάρηδων σε μοντέρνα μπαρ και ρεστοράν με εξεζητημένη διακόσμηση και δυνατή αμερικάνικη μουσική. Διάφοροι περιθωριακοί, ντόπιοι και ξένοι, είχαν μαζευτεί εδώ, όπως οι πεταλούδες στο φως, είχαν εγκατασταθεί στα μεσαιωνικά κτίρια πάνω από τα μπαρ, σε δωμάτια γεμάτα υγρασία και κατσαρίδες, χωρίς την παραμικρή άνεση, και υποδύονταν τους καλλιτέχνες και τους διανοούμενους, ένα είδος μποέμ της επαρχίας.
Ο Χάρτμουτ είχε ζήσει εδώ ένα φεγγάρι, πριν υποκύψει στην αδήριτη ανάγκη του να καταφύγει στα βουνά, και ήξερε τα κατατόπια. Το μπαρ «Λούνα» το ξετρύπωσε εύκολα. Ήταν ακόμα νωρίς και δεν είχε ανοίξει, αλλά το καφέ απέναντι λειτουργούσε και ο Χάρτμουτ κάθισε σ’ ένα τραπεζάκι από τα δυο τρία που είχαν τοποθετήσει στο σοκάκι κάνοντας προβληματική τη διέλευση των πεζών.
Το κτίριο που στέγαζε το μπαρ ήταν διώροφο, βαμμένο σε χρώμα ροζ με καφέ παραθυρόφυλλα. Πάνω από το μπαρ θα ήταν προφανώς το σπίτι του γέρου. Τα παράθυρα ήταν ερμητικά κλειστά και καμιά ζωή δε φαινόταν να υπάρχει εκεί μέσα.
Ο Χάρτμουτ ήπιε τον καφέ του περιμένοντας υπομονετικά. Από μέσα ερχόταν δυνατή μουσική και φωνές που προσπαθούσαν να την επικαλύψουν και να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Κάποια στιγμή δυο νεαρές κοπέλες με ημίγυμνο ντύσιμο βγήκαν και ανηφόρισαν προς την πόλη.
Ο Χάρτμουτ διαπίστωσε με ευχαρίστηση ότι κανείς δεν έδινε σημασία στη βιβλική του εμφάνιση, μια κι εδώ κυκλοφορούσαν πολλοί παρόμοιοι και ο κόσμος είχε εξοικειωθεί με την εικόνα τους.
Μια συντροφιά τουριστών πέρασε από μπροστά του φλυαρώντας στη γλώσσα της πατρίδας του. Μετά πέρασαν κι άλλοι, ροδοκόκκινοι από τον καυτό ήλιο του Νότου κρατώντας χάρτες και σχεδιαγράμματα στα χέρια τους.
Πίσω απ’ αυτούς ακολουθούσε κάποιος, που ο Χάρτμουτ παραλίγο να μην προσέξει, καθώς φαινόταν να είναι ένας από το γκρουπ. Οι άλλοι προσπέρασαν, όμως αυτός που ερχόταν τελευταίος, ξέκοψε και κατευθύνθηκε προς την παλαιική πόρτα που βρισκόταν δίπλα στην πόρτα του μπαρ. Ήταν ένας ηλικιωμένος άνθρωπος με αραιά άσπρα μαλλιά, που κρατούσε στο χέρι του μια τσάντα, από αυτές με τις οποίες περιφέρονται οι πλασιέ. Με το άλλο χέρι ξεκλείδωσε, μπήκε μέσα και ξανάκλεισε.
Ο Χάρτμουτ παρακολούθησε τη διαδικασία με εξημμένο ενδιαφέρον. Σε λίγο, τα δυο παράθυρα του ορόφου άνοιξαν και μια λεπτή δαντελωτή κουρτίνα σύρθηκε μπροστά στο άνοιγμα.
Ο ήλιος μόλις είχε δύσει, χαρίζοντας στους τουρίστες, που έκαναν σουλάτσο κάτω στο λιμάνι, εικόνες μιας υπέροχης χρωματικής συμφωνίας.
Ο Χάρτμουτ πλήρωσε τον καφέ του και σηκώθηκε. Εύκολες αποστολές, σκεφτόταν ο Χάρτμουτ το άλλο πρωί, καθώς το λεωφορείο τον έφερνε πίσω στην κωμόπολη.
Νύσταζε φοβερά, μια και είχε μείνει άυπνος όλη τη νύχτα και η ζέστη της νέας μέρας παρέλυε τα μέλη του. Οι στροφές του δρόμου έφερναν τον ήλιο πότε από τη μια και πότε από την άλλη μεριά του λεωφορείου, τυφλώνοντάς τον κάθε φορά που το φως έπεφτε πάνω του.
Οι επιβάτες ήταν ελάχιστοι και τα περισσότερα καθίσματα άδεια. Ίσως θα ήταν καλύτερα να βολευτεί στις πίσω θέσεις και να πάρει έναν υπνάκο μέχρι να φτάσουν στο τέρμα.
Σηκώθηκε και πήγε στα πίσω καθίσματα.
Ο βόμβος της μηχανής του αυτοκινήτου τον νανούριζε και σύντομα βυθίστηκε στον ύπνο.
Η προηγούμενη νύχτα είχε κυλήσει δύσκολα μέσα στην υγρή ζέστη του λιμανιού. Τα ρούχα του είχαν κολλήσει πάνω στο κορμί του κι έβραζε ολόκληρος μέσα στο κοτλέ παντελόνι του.
Ο γέρος απέναντί του δε φαινόταν να ενοχλείται ιδιαίτερα. Κάποια στιγμή μάλιστα τον είχε πάρει ο ύπνος πάνω στον καναπέ και ο Χάρτμουτ καθισμένος σε μια πολυθρόνα που μύριζε έντονα μούχλα μπήκε κι αυτός στον πειρασμό να κλείσει τα μάτια του.
Από κάτω ερχόταν η δυνατή αμερικάνικη μουσική του μπαρ «Λούνα» και οι φωνές των μεθυσμένων νεαρών που μπαινόβγαιναν εκεί μέσα. Ο γέρος είχε προφανώς συνηθίσει τη φασαρία, γιατί δεν έδινε καμιά σημασία.
Ένα ανεμιστηράκι, τοποθετημένο πάνω στο παλιό ξύλινο τραπέζι στη μέση του δωματίου υποτίθεται ότι τους δρόσιζε.
Η τσάντα με το πολύτιμο περιεχόμενο ήταν αφημένη στον καναπέ, δίπλα στο γέρο.
Για να διώξει τη νύστα του ο Χάρτμουτ σηκώθηκε από την πολυθρόνα κι έκοψε μερικές βόλτες μέσα στο δωμάτιο. Το πάτωμα έτριξε απαίσια και ο γέρος τινάχτηκε μέσα στον ύπνο του και τον κοίταξε έντρομος.
—Μούδιασα τόση ώρα ακίνητος, είπε ο Χάρτμουτ.
Το ίδιο έντρομος τον είχε κοιτάξει το απόγευμα, όταν είχε ανοίξει την πόρτα και είχε δει το Χάρτμουτ να τον σπρώχνει προς τα μέσα, κρατώντας το μαχαίρι με τρόπο που να μη φαίνεται από τους περαστικούς.
—Δε θα σε πειράξω, του είχε πει, αλλά ο γέρος έδειχνε έτοιμος να καταρρεύσει.
Η πόρτα έκλεισε πίσω τους μαλακά κι ανέβηκαν τη στενή ξύλινη σκάλα. Μπροστά ο γέρος, πίσω αυτός με μοναδική συνοδεία τους τριγμούς που έβγαιναν από τα ετοιμόρροπα ξύλινα σκαλοπάτια.
Η περιοχή ήταν γνωστή για τη νυχτερινή της εγκληματικότητα και ο γέρος ίσως είχε ληστευθεί μερικές φορές στο παρελθόν. Γι’ αυτό το μαχαίρι στο χέρι του Χάρτμουτ τον έκανε υπάκουο, αν και μέχρι να φτάσουν στην κορυφή της σκάλας αυτός το είχε εξαφανίσει στην τσέπη του παντελονιού του.
—Τι θέλεις από μένα; ρώτησε ο γέρος ασθμαίνοντας. Δεν έχω τίποτα αξίας να σου δώσω, αν είσαι πρεζάκιας.
—Δεν είμαι πρεζάκιας, είπε ο Χάρτμουτ, και δε θέλω τίποτα από σένα.
Στο κεφαλόσκαλο σταμάτησαν και κοιτάχτηκαν με αμφιβολία.
—Ξέρω τι κουβάλησες απόψε στην τσάντα σου, είπε ο Χάρτμουτ. Δεν πρόκειται να πάρω ούτε δεκάρα. Δεν είμαι κλέφτης. Θέλω μόνο να μιλήσουμε.
—Πώς το ξέρεις; ρώτησε ο άλλος ανήσυχος. Ο Χάρτμουτ παρέκαμψε την ερώτηση:
—Θέλω να μου μιλήσεις για τη ζωή σου, είπε. Ήταν συνταξιούχος δάσκαλος και ζούσε από παιδί σ’ αυτό το σπίτι. Εδώ είχε γεννηθεί σε εποχές πολύ δύσκολες, χωρίς πατέρα και με μια μητέρα που έπλενε τα ρούχα των πλουσίων της πόλης, τότε που ακόμα δεν είχαν εφευρεθεί τα πλυντήρια.
Είχε κλίση στα γράμματα γι’ αυτό και η μάνα του τον έστειλε στην ιερατική σχολή για να γίνει παπάς. Έμεινε ένα χρόνο εκεί και ξαναγύρισε στο σπίτι του μισώντας καθετί που είχε σχέση με παπάδες.
—Γιατί; ρώτησε ο Χάρτμουτ.
—Αυτό δε θα στο πω. Πάντως παπάς δεν έγινα.
Έγινα όμως δάσκαλος.
Κατά τα άλλα η ζωή του δεν είχε κανένα ενδιαφέρον. Δούλεψε όλα του τα χρόνια σε σχολεία της περιοχής, κήδεψε τη μητέρα του με όλες τις καθιερωμένες τιμές, όταν εκείνη πέθανε σε βαθιά γεράματα, και συνέχισε να ζει στο ίδιο αυτό εδώ κτίριο που ξαφνικά απέκτησε μεγάλη αξία.
—Άλλαξαν όλα από κάποια στιγμή κι έπειτα, είπε ο δάσκαλος, που το όνομά του ήταν Χρύσανθος. Ο τόπος πλούτισε με τον τουρισμό και το λιμάνι μεταμορφώθηκε σε χρυσωρυχείο. Ο κόσμος ζει καλά σήμερα.
Και αναστέναξε.
Ύστερα τον κοίταξε με ξαφνική ανησυχία:
—Γιατί σε ενδιαφέρει η ζωή μου; Δεν έχω κάνει τίποτα σημαντικό που να αξίζει.
—Σκέφτομαι, είπε ο Χάρτμουτ, πως κάπου είναι κρυμμένη η αξία της ζωής σου.
Ο δάσκαλος χαμογέλασε αβέβαια.
Είχε πια σκοτεινιάσει για τα καλά και οι μουσικές από το δρόμο κάτω είχαν αρχίσει να δυναμώνουν. Ο δάσκαλος άναψε τα φώτα.
—Κι εσύ ποιος είσαι; τον ρώτησε δείχνοντας τώρα να έχει χαλαρώσει αρκετά από την αρχική του ανησυχία.
—Με λένε Χάρτμουτ Λιμπέργκερ, συστήθηκε αυτός.
—Είσαι συγγραφέας;
Ο Χάρτμουτ έκανε όχι με το κεφάλι. Ο άλλος έδειξε να απογοητεύεται.
—Υπάρχουν αρκετοί από τα μέρη σας που ενδιαφέρονται για τον τόπο και ζητούν να μάθουν λεπτομέρειες. Ιδίως τους αρέσει να μαθαίνουν για τα παλιά χρόνια. Έχει μεγάλη ιστορία αυτή εδώ η πόλη.
—Δεν παντρεύτηκες; ρώτησε ο Χάρτμουτ γυρίζοντας στο θέμα που τον ενδιέφερε.
Ο άλλος έκανε μια απολογητική χειρονομία.
—Δεν τα κατάφερνα καλά με τις γυναίκες. Ύστερα είχα και τη μητέρα μου που έπρεπε να φροντίζω.
Σταμάτησε λίγο και μετά ξαναρώτησε:
—Γιατί σε ενδιαφέρει η ζωή μου;
Ο Χάρτμουτ σκέφτηκε ότι ο ρόλος του μυστήριου αγνώστου που κάνει προσωπικές ερωτήσεις δεν του πήγαινε καθόλου.
—Για να είμαι ειλικρινής, ναι, είμαι συγγραφέας, είπε. Γράφω για τους απλούς ανθρώπους αυτού του τόπου και μου αρέσει πολύ να μου διηγούνται ιστορίες από το παρελθόν.
Ο άλλος έδειξε να χαίρεται εξαιρετικά με αυτή την απάντηση.
—Έχω άπειρες ιστορίες να σου διηγηθώ, είπε πρόθυμα. Μπορεί να μην έφυγα ποτέ από την πόλη μου, αλλά η ίδια έχει περάσει από πολλές καταστάσεις. Τις έχω ζήσει όλες.
—Εντάξει, είπε ο Χάρτμουτ. Έχουμε καιρό να μιλήσουμε γι’ αυτές. Τώρα πες μου για τα χρήματα.
Ο δάσκαλος επανήλθε στην πραγματικότητα αμέσως.
—Πώς ξέρεις γι’ αυτά;
—Η πόλη είναι μικρή, είπε ο Χάρτμουτ διφορούμενα. Τίποτα δε μένει κρυφό.
—Αν ήρθες να με ληστέψεις, θα κάνεις μεγάλη αμαρτία, είπε ο γέρος κι έριξε τη ματιά του στην τσάντα που ήταν αφημένη στον καναπέ. Τα χρήματα δεν είναι δικά μου.
—Δεν έχω τέτοιο σκοπό. Τίνος είναι τα χρήματα;
Τα χρήματα ήταν προϊόν εράνων από ολόκληρο το νομό.
—Δεν έχεις ακούσει για την Οργάνωση Άμεσης Βοήθειας; είπε ο δάσκαλος. Όταν συμβεί μια καταστροφή στον κόσμο, ένας σεισμός, ένας πόλεμος, μια σιτοδεία, πλημμύρες, ξηρασίες, η Οργάνωσή μας είναι η πρώτη που σπεύδει να βοηθήσει. Κρατά στη ζωή όσους σώθηκαν μέχρι να κινητοποιηθούν οι άλλοι οργανισμοί που, πολλές φορές χρειάζονται κάποιες μέρες ή και βδομάδες μέχρι να φτάσουν στον τόπο της καταστροφής. Όταν καταφθάσουν οι άλλοι, εμείς αποχωρούμε. Δίνουμε τις πρώτες βοήθειες δηλαδή.
—Ναι, είπε ο Χάρτμουτ, τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω.
Δυστυχώς, ο έρανος είχε συμπέσει με την απεργία των τραπεζικών υπαλλήλων και ο δάσκαλος, μαζί με τα άλλα δύο μέλη της Οργάνωσης, που περιόδευσαν στο νομό ήταν υποχρεωμένοι να κρατούν πάνω τους όλα τα χρήματα.
—Αύριο, επιτέλους, οι τράπεζες θα λειτουργήσουν και θα καταθέσουμε το ποσόν, είπε ο δάσκαλος.
Πολύ παρακινδυνευμένο, σκέφτηκε ο Χάρτμουτ.
—Δεν μπορούσε να κρατήσει τα χρήματα κανείς άλλος;
—Τα άλλα δύο μέλη είναι γυναίκες και φοβούνται περισσότερο από μένα, απάντησε ο γέρος.
—Ωραία, είπε ο Χάρτμουτ παίρνοντας εκείνη τη στιγμή την απόφασή του.
Έβγαλε το μαχαίρι από την τσέπη του και το ακούμπησε στο τραπέζι σπρώχνοντάς το προς το μέρος του δασκάλου.
—Δεν είχα βέβαια σκοπό να σε πειράξω. Τι θα ’λεγες να αρχίσουμε αυτές τις ιστορίες σου για την πόλη; Έτσι, θα περάσει ευχάριστα η νύχτα και το πρωί θα πάμε μαζί να καταθέσουμε τα χρήματα.
Ο άλλος τον κοίταξε δύσπιστα.
—Γιατί το κάνεις αυτό;
Ο Χάρτμουτ αναγκάστηκε να πει ένα ακόμα ψέμα για να γίνει πιστευτός.
—Κάποιοι σχεδιάζουν απόψε να σε ληστέψουν.
Δε θα το κουνήσω αποδώ.
Οι ιστορίες της πόλης, ιδωμένες μέσα από τα μάτια του δασκάλου, δε συγκίνησαν ιδιαίτερα το Χάρτμουτ. Εξάλλου, αυτός δεν ήταν συγγραφέας· ήταν ερημίτης που αναγκάστηκε να ξαναμπεί στον κόσμο για λίγο και το μόνο που ήθελε ήταν να ξημερώσει, να τελειώνει με το γέρο και να γυρίσει στην καλύβα του.
Ο δάσκαλος, είτε γιατί είχε ξεπεράσει τις αναστολές του και είχε εκτιμήσει τη γενναία απόφαση του Χάρτμουτ να γίνει ο σωματοφύλακάς του για μια νύχτα είτε γιατί ήθελε να διώξει το φόβο του, άρχισε να φλυαρεί ακατάπαυστα, αναφερόμενος κυρίως στους τοπικούς ήρωες και ανακατεύοντας τις προσωπικές του περιπέτειες με αυτές της ιστορικής του πόλης.
Αργότερα έφερε από την κουζίνα ένα δίσκο που περιείχε τυρί, ντομάτες κομμένες στα τέσσερα και μια καράφα κόκκινο κρασί.
Από το δρόμο η φασαρία, οι φωνές των ανθρώπων και οι μουσικές, δυνάμωναν ολοένα όσο περνούσαν οι ώρες και τα πρώτα κουνούπια έκαναν την εμφάνισή τους τσιμπώντας το Χάρτμουτ και το δάσκαλο με θρασύτητα. Η ζέστη, ανακατεμένη με την μπόχα του λιμανιού, έκανε την ατμόσφαιρα αποπνικτική.
Ο Χάρτμουτ ένιωσε κάποια στιγμή να ζαλίζεται. Ίσως έφταιγε και το κρασί, που ο δάσκαλος με περηφάνια τού το σύστησε ως παλιό και αγνό, από ένα χωριό εκεί γύρω.
Η επιθυμία του να κλείσει τα μάτια και να πέσει σ’ έναν ύπνο βαθύ ήταν έντονη, αλλά κάτι τέτοιο δε θα το επέτρεπε ποτέ στον εαυτό του. Ο δάσκαλος καθισμένος στον καναπέ, πολύ κοντά στην πολύτιμη τσάντα του, συνέχισε για αρκετή ώρα ακόμα την αφήγησή του και κάποια στιγμή κουρασμένος από τις αναμνήσεις του έγειρε στο πλάι και αποκοιμήθηκε.
Ο Χάρτμουτ σηκώθηκε κι έκανε μερικά βήματα για να διώξει τη νύστα του. Το πάτωμα έτριξε και ο γέρος τινάχτηκε έντρομος επάνω.
—Μούδιασα τόση ώρα ακίνητος, δικαιολογήθηκε αυτός.
Οι ώρες μέχρι το ξημέρωμα πέρασαν δύσκολα, χωρίς να γίνει τίποτα. Από κάτω η φασαρία συνεχιζόταν.
Αργά πια, αφού η νέα μέρα είχε από ώρα ξεκινήσει, ο δρόμος ησύχασε.
Έξω από την τράπεζα, όταν τα χρήματα ήταν πλέον ασφαλή στα ταμεία της, ο δάσκαλος αφήνοντας κατά μέρος το απλοϊκό του ύφος, ρώτησε:
—Ποιος σε έστειλε, Χάρτμουτ;
Και τα μάτια του τον περιεργάστηκαν με σοβαρότητα.
—Πρώτη φορά λέει κάποιος σωστά το όνομά μου, χαμογέλασε αυτός.
—Ποιος σ’ έστειλε; επέμεινε ο άλλος.
—Αν στο πω, δε θα το πιστέψεις, είπε ο Χάρτμουτ. Να προσέχεις. Οι καιροί είναι πονηροί, συμπλήρωσε καθώς απομακρυνόταν με κατεύθυνση την αφετηρία των υπεραστικών λεωφορείων.
Ο γέρος έμεινε στην ίδια θέση κοιτάζοντάς τον που απομακρυνόταν. Το βλέμμα του είχε γίνει βαθύ και στοχαστικό.
Όπως η Μαρία, έτσι κι αυτός κυοφορούσε εδώ και χρόνια το μελλοντικό αντίπαλο του Κρον, σκέφτηκε ο Χάρτμουτ, καθώς ανέβαινε στο υπεραστικό λεωφορείο που θα τον έφερνε πίσω.
Στην καλύβα του έφτασε το μεσημέρι.
Μπήκε μέσα, εξαντλημένος από την αϋπνία και την ανάβαση κάτω από τον ανελέητο ήλιο, και πήγε κατευθείαν στο κρεβάτι του.
Κοιμήθηκε ως αργά το απόγευμα.

Η ψευδαίσθηση είναι μέρος της πραγματικότητας, του είχε πει ο Κρον και ο Χάρτμουτ δεν ήταν πια σίγουρος για τίποτα.
Είχε πράγματι συναντήσει το συνταξιούχο δάσκαλο με το εξωτικό όνομα Χρύσανθος σ’ ένα παλιό σπίτι στο λιμάνι και είχε μείνει μαζί του μια ολόκληρη νύχτα προστατεύοντας την τσάντα με τα χρήματα; Υπήρχε το απομονωμένο σπίτι της Μαρίας έξω από την κωμόπολη και την είχε πράγματι επισκεφθεί; Ο Κρον ήταν υπαρκτός, δηλαδή, πλάσμα του κόσμου έξω από το Χάρτμουτ και τη συνείδησή του;
Κι αν δεν ήταν έτσι και ο Κρον έβγαινε από το κεφάλι του, αυτό τον έκανε λιγότερο υπαρκτό;
Αν η Μαρία και ο γέρος δεν υπήρχαν έξω στον κόσμο, αλλά υπήρχαν μόνο στο μυαλό του, αυτό τους έκανε λιγότερο υπαρκτούς;
Υπήρχαν χιλιάδες, εκατομμύρια πρόσωπα που θα μπορούσαν να είναι Μαρίες και συνταξιούχοι δάσκαλοι. Αυτό τους έδινε επομένως το δικαίωμα να διεκδικήσουν και την ατομική τους ύπαρξη· δεν ήταν τίποτα πρωτότυπο.
Ωστόσο, υπήρχε μια εσωτερική σύνδεση ανάμεσα στη δική του Μαρία και στο δικό του δάσκαλο, μια σύνδεση που ο Κρον γνώριζε καλά και ήθελε να την καταστρέψει.
Όσο ο Χάρτμουτ αρνιόταν να συναλλαγεί με τον Κρον, αυτός θα ερχόταν και θα ξαναερχόταν και θα του υποδείκνυε πρόσωπα άγνωστα μεταξύ τους που όμως θα ενώνονταν με αυτή την εσωτερική σύνδεση.
Μια οργάνωση μυστική, τόσο μυστική που τα περισσότερα μέλη της δε γνωρίζονταν μεταξύ τους, εξαπλωνόταν στον κόσμο. Μια διαδικασία που είχε ξεκινήσει σε εποχές πολύ μακρινές και προχωρούσε με αυξανόμενη επιτάχυνση όσο περνούσε ο καιρός, απειλούσε τη βασιλεία του Κρον.
Ο ίδιος ο Χάρτμουτ δεν μπορούσε να γίνει μέλος της. Η δική του μοίρα ήταν η ερημία. Με κατεστραμμένη την εσωτερική του δομή, ανίκανος επομένως να τα βάλει με τον κόσμο, είχε επιλέξει την οδό της εξορίας.
Ο Κρον τον θεωρούσε δικό του. Αλλά δεν ήταν πια.
Είχε πάψει από καιρό να τον υπηρετεί.

Το καλοκαίρι πέρασε και μαζί μ’ αυτό πέρασαν και οι καύσωνες. Τα χρώματα του κόσμου άρχισαν να χάνουν σε λάμψη και να κερδίζουν σε διακριτικότητα. Έπεσαν οι πρώτες βροχές.
Η φύση απλώθηκε νωχελικά γύρω από την καλύβα του Χάρτμουτ και του έστειλε το βλέμμα της, γεμάτο από γλυκιά μελαγχολία, σαν γυναίκα που θέλει να αγαπιέται από μακριά.
Το ήρεμο φθινόπωρο της Νότιας Ευρώπης έφερε πάλι στην καρδιά του Χάρτμουτ την ειρήνη.
Οι ταραγμένες σκέψεις του κατακάθισαν και ξεκίνησε τους μοναχικούς του περιπάτους ακολουθώντας τα μονοπάτια των βοσκών. Κάθε φορά που επέστρεφε στην καλύβα του, κουβαλούσε και μια αγκαλιά ξύλα, που άλλα τα στοίβαζε στις γωνιές κι άλλα έξω κατά μήκος της ξερολιθιάς που κάποιοι, κάποτε είχαν φτιάξει, άγνωστο για ποιο λόγο ακριβώς.
Οι αναγκαστικές του διεισδύσεις στον κόσμο, η Μαρία, ο δάσκαλος, έγιναν μακρινές αναμνήσεις, με έντονη τάση να αρχειοθετηθούν στο χώρο της φαντασίας του.
Δεν έκανε τον κόπο να συγκρατήσει αυτήν τη μεταβολή.
Ο χειμώνας τού έφερε ένα συγκάτοικο. Κυνηγημένο, ποιος ξέρει από ποιο επικίνδυνο περιβάλλον, ένα γκρίζο ποντίκι δήλωσε την παρουσία του αρχές του χειμώνα, όταν έξω ο κόσμος άρχιζε σιγά-σιγά να παγώνει.
Ο Χάρτμουτ δέχτηκε με ευχαρίστηση το νεοφερμένο και άφηνε κάθε βράδυ δίπλα στο βαρέλι ένα κομμάτι ψωμί ή ένα μικρό παξιμάδι. Το τραγάνισμα που άκουγε κατόπιν, όταν αυτός είχε ξαπλώσει και είχε σβήσει τη λάμπα, του έδινε την ψευδαίσθηση ότι το σπίτι του είχε μια υποτυπώδη ζωή.
—Θα σε ονομάσω Τσίκο, του είπε ένα βράδυ, καθώς το είδε να περνά τρέχοντας ξυστά από τον απέναντι τοίχο και να χάνεται μέσα στις παλιές εφημερίδες που βρίσκονταν στη βάση του βαρελιού.
Ο Τσίκο δεν έμαθε ποτέ ότι είχε αποχτήσει όνομα, ότι δηλαδή δεν ήταν πια μια ανακυκλούμενη ζωική ύλη, αλλά μια οντότητα με καθορισμένα περιγράμματα, αναγνωρίσιμη από την ανθρώπινη συνείδηση. Ωστόσο ξεθάρρεψε με τον καιρό αρκετά και δεν έτρεχε ιλιγγιωδώς κάθε φορά που χρειαζόταν να διασχίσει μια απόσταση μέσα στην καλύβα.
Τα πρώτα χιόνια έπεσαν στα βουνά.
Το κρύο δυνάμωσε, αν και στην πλαγιά που ήταν σκαρφαλωμένη η καλύβα του Χάρτμουτ, σπάνια έπιανε χιόνι.
Φέτος όμως ο χειμώνας αποδείχθηκε βαρύς. Ένα πρωί, ο Χάρτμουτ, όταν σηκώθηκε από το κρεβάτι του, είδε έξω τον κόσμο κατάλευκο. Οι περιπλανήσεις του διακόπηκαν για αρκετές μέρες και ο καιρός του περνούσε σκαλίζοντας τη φωτιά στο τζάκι και κουβεντιάζοντας με τον Τσίκο που τώρα τελευταία έδειχνε κάποιο ενδιαφέρον στα λεγόμενά του. Η καλύβα ήταν δύσκολο βέβαια να ζεσταθεί με τόσα ανοίγματα, αλλά αν καθόταν πολύ κοντά στη φωτιά, τότε η κατάσταση ήταν υποφερτή.
Ένα τέτοιο παγωμένο βράδυ, με το Χάρτμουτ να κάθεται στο τζάκι, έχοντας γυρισμένη την πλάτη του στην υπόλοιπη καλύβα και μιλώντας στο σύντροφό του Τσίκο, που τον άκουγε να χαρχαλεύει στο βάθος, ο Κρον έκανε την τρίτη του επίσκεψη.
Ο Χάρτμουτ το κατάλαβε από τη μυρωδιά.
Ένα βαρύ λιγωτικό άρωμα πλανήθηκε στον αέρα κι αυτός σήκωσε απορημένος το κεφάλι και άνοιξε τα ρουθούνια του, όπως το ζώο που οσμίζεται μακρινό κίνδυνο. Ύστερα γύρισε απότομα και κοίταξε πίσω του.
—Καλησπέρα, Χάρτμουτ.
Ο Κρον, συνεχίζοντας τα παιχνίδια του, ήθελε αυτήν τη φορά να τον εντυπωσιάσει.
Καθόταν μεγαλόπρεπος, όπως ταιριάζει σε βασιλέα σ’ ένα ψηλό κάθισμα που ο Χάρτμουτ δεν μπορούσε να διακρίνει καθώς το κάλυπταν τα βαρύτιμα ενδύματά του σε πορφυρό και χρυσαφί χρώμα.
Τα μαύρα μαλλιά του δεμένα πίσω σε περίτεχνη κόμμωση με βοστρύχους να πέφτουν δεξιά και αριστερά, γυάλιζαν από στρώματα αλοιφής. Ένα χρυσό σκουλαρίκι στολισμένο με γαλάζιες πέτρες κρεμόταν από το αριστερό του αυτί. Τα χείλη του ήταν περασμένα με κόκκινο χρώμα και το δέρμα του κατάλευκο από στρώσεις πούδρας.
Του χαμογελούσε μ’ ένα άκαιρο χαμόγελο θριάμβου.
Ο Χάρτμουτ δεν έκανε τον κόπο να σηκωθεί από το σκαμνί του. Το γύρισε μόνο προς τη μεριά του και τον κοίταξε καλά-καλά.
—Πάλι εσύ; του είπε ενοχλημένος. Ο Κρον αγνόησε την αγενή υποδοχή.
—Κάνει παγωνιά εδώ μέσα, είπε κοιτάζοντας γύρω του κάπως ακατάδεκτα. Ο χειμώνας προβλέπεται μακρύς φέτος.
—Έτσι λες;
Ο Χάρτμουτ παρατήρησε την εξεζητημένη εμφάνιση του άλλου.
—Αλήθεια, γιατί μασκαρεύτηκες έτσι;
Ο Κρον έγειρε ελαφρά το κεφάλι του προς τα πλάγια και του έστειλε ένα αιχμηρό γαλάζιο βλέμμα. Ύστερα, άπλωσε το χέρι προς το μέρος του, ένα εξαιρετικά μακρύ χέρι που έφτασε ως τη μύτη του Χάρτμουτ.
—Είσαι άραγε τόσο ατρόμητος, όσο δείχνεις; Από τα στενόμακρα δάχτυλά του, φορτωμένα βαριά δαχτυλίδια, ξεφύτρωσαν πέντε τεράστια γαμψά νύχια σε μπλάβο χρώμα.
Ο Χάρτμουτ κατάπιε με δυσκολία το σάλιο του.
Έπειτα με μια αστραπιαία κίνηση αυτό το μακρύ χέρι έφτασε ως τη βάση του βαρελιού και επανήλθε μπροστά στο πρόσωπο του Χάρτμουτ. Ο Τσίκο καρφωμένος από τα γαμψά νύχια άφηνε ψιλές κραυγές αγωνίας και τίναζε το γκρίζο κορμάκι του απελπισμένα.
Ο Χάρτμουτ ένιωσε να σκίζονται τα σωθικά του από τον πόνο.
—Άσε κάτω το ποντίκι, είπε ξέπνοα, και λέγε τι θέλεις.
Ο Κρον ξανάφερε το χέρι του σε φυσικές διαστάσεις. Με την άκρη του ματιού του ο Χάρτμουτ είδε τον Τσίκο να τραγανίζει αμέριμνος το παξιμάδι του.
—Θέλω να γυρίσεις στον κόσμο μου, είπε ήσυχα ο Κρον.
—Τι πρέπει αυτήν τη φορά να κάνω;
—Τίποτα. Δε σου ζητώ κανένα αντάλλαγμα. Μου αρκεί να γυρίσεις πίσω.
-Είμαι σαράντα έξι χρονών, είπε ο Χάρτμουτ. Δεν ξέρω να κάνω καμιά δουλειά και δεν έχω κανένα φίλο. Αν γυρίσω στον κόσμο σου, θα διαλυθώ μια ώρα αρχύτερα.
Ο Κρον είπε:
—Σου υπόσχομαι ότι οι πόρτες του κόσμου θα ανοίξουν για σένα, τη στιγμή που θα αποφασίσεις να επιστρέψεις. Θα βρεις δουλειά, θα κάνεις οικογένεια και θα ζήσεις καλά μέχρι το τέλος του βίου σου. Η Μαρία σε περιμένει ακόμα.
—Ναι, είπε ο Χάρτμουτ, το φαντάζομαι αυτό. Σηκώθηκε κι έφερε την κανάτα με το κρασί.
—Θα καταδεχτείς να πιεις ένα ποτηράκι μαζί μου;
Ο Κρον χαμογέλασε δείχνοντας τα λευκά του δόντια, που στο Χάρτμουτ φάνηκαν αυτήν τη φορά ότι ήταν μια ιδέα μυτερά.
Πάνω στο τραπέζι υλοποιήθηκαν δυο χρυσές κούπες με πολύτιμες πέτρες, κολλημένες στην επιφάνειά τους.
—Θα πιούμε από το κρασί σου, αλλά ας το πιούμε με βασιλικό τρόπο.
Ο Χάρτμουτ έβαλε στη μια κούπα κρασί και μετά πήρε το ποτήρι του από το τζάκι.
—Εγώ θα πιω από το ποτήρι μου, είπε.
—Στην υγειά σου λοιπόν, Χάρτμουτ, είπε ο Κρον σηκώνοντας ψηλά την κούπα του.
—Εις υγείαν, απάντησε αυτός και άδειασαν τα ποτήρια τους.
Ο Χάρτμουτ ξανακάθισε στο σκαμνί του.
—Λέγαμε λοιπόν για τη Μαρία, είπε ο Κρον.
—Ναι, γι’ αυτήν λέγαμε, επανέλαβε ο Χάρτμουτ σκύβοντας το κεφάλι και κοιτάζοντας το πατημένο χώμα της καλύβας του. Όπως ξέρεις, Κρον, δεν είμαι πια δικός σου. Έχω ορκιστεί να μην ξαναπλησιάσω γυναίκα.
—Θυμήσου την απέραντη ηδονή, Χάρτμουτ, είπε ο Κρον και η φωνή του τώρα είχε γίνει γλυκιά και μαλακιά σαν γυναικεία, θυμήσου την έκσταση και τη μέθη της. Θυμήσου τις ατέλειωτες ώρες πάνω από το σώμα της Ούλρικε. Κανείς ποτέ δε θα τολμήσει να σε ενοχλήσει, γιατί θα σε προστατεύω εγώ. Η Μαρία θα τα υπομείνει όλα. Στο υπόσχομαι.
Ο Χάρτμουτ έσκυψε ακόμα πιο πολύ στο σκαμνί του κι έσφιξε τα χέρια γύρω από το σώμα του, σαν να ήθελε να τα δέσει με αόρατα δεσμά.
—Δε θα ξαναχτυπήσω ποτέ γυναίκα, είπε. Δε σου ανήκω πια. Άδικα με γυροφέρνεις.
—Ανείπωτη ηδονή, Χάρτμουτ. Η ανθρώπινη γλώσσα σας δεν έχει τις αντίστοιχες λέξεις για να την περιγράψει. «Μεναήμ όλοη σεφθεράν», κάποιοι θα έδιναν και τη ζωή τους ακόμα για να νιώσουν αυτό που έχεις νιώσει εσύ. Ατέλειωτες ώρες πάνω από το κορμί της Χέλγκας, της Χάνας, της Ίνγκε, της Έντελγκαρτ. Να ανεβαίνει η ηδονή σου κατακόρυφα και να αρνείσαι να ενωθείς μαζί τους, να είναι αυτή η φοβερή απόλαυση των ματιών και των αυτιών σου που θέλεις να την παρατείνεις επ’ άπειρον, η διεστραμμένη ηδονή του μυαλού σου, που οξύνει τις αισθήσεις σου και κρατά το σώμα σου σε άγρια διέγερση. Ποτέ οι κοινοί άνθρωποι δε θα νιώσουν αυτό που μπορείς εσύ να νιώσεις: ατέλειωτες ώρες σε άγρια διέγερση, Χάρτμουτ, και μετά ο βιασμός, η άφατη ηδονή σου, η ολοκλήρωση μέσα στη δική σου πραγματικότητα. Όλα αυτά μπορεί τώρα να στα δώσει η Μαρία. Στο εγγυώμαι εγώ.
Όσο ο Κρον περιέγραφε το πάθος του, ο Χάρτμουτ έμενε σκυφτός, τα χέρια του σφιγμένα γύρω από το σώμα του σαν να ήθελε να το συγκρατήσει να μην πεταχτεί επάνω, τα μάτια του καρφωμένα στο χώμα, κι όταν τέλειωσε η περιγραφή, πάλι αυτός δεν έκανε τίποτα, συνέχιζε να κάθεται σ’ αυτή την άβολη στάση για ώρα πολλή, βουβός, με σκέψεις που κουβαριάζονταν στο μυαλό του κι ένιωθε μέσα του τις πόρτες του να ανοιγοκλείνουν, δρόμους να ανοίγονται ανάμεσα σε φωτιές, την ηδονική παραφροσύνη να τα λειαίνει όλα και να τα κάνει εύκολα.
—Τίποτα δεν απαγορεύεται, συνέχισε ο Κρον με τη γυναικεία φωνή του, γιατί απέναντί μου δεν υπάρχει κανείς. Αυτό που νομίζεις εσύ κακό και καλό δεν είναι παρά μια παραλλαγή χρωμάτων: το ένα πράσινο, το άλλο κίτρινο. Δεν έχουν καμιά ηθική διαφορά. Σήκω, Χάρτμουτ, πήγαινε στη Μαρία. Κανείς δεν πρόκειται να σε δει μέσα στη νύχτα και το χιόνι.
Ο Χάρτμουτ γλίστρησε από το σκαμνί κι έπεσε με τα γόνατα στο χώμα. Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του, κοιτάζοντας τη φωτιά στο τζάκι, είπε:
—Υπάρχει εκεί έξω κάποιος που ροκανίζει τη βασιλεία σου. Δεν είσαι χωρίς αντίπαλο, Κρον.
Άπλωσε το χέρι του και πήρε το μαχαίρι που είχε ακουμπισμένο στην άκρη του τζακιού. Ύστερα, σηκώθηκε όρθιος και γύρισε προς το μέρος του.
—Ο κόσμος τούτος είναι δικός μου, είπε ο Κρον εγκαταλείποντας τη γυναικεία φωνή του. Τα εξαιρετικά μακριά του χέρια κατέβηκαν ως το τραπέζι και ανανέωσαν με κρασί την κούπα του και το ποτήρι του Χάρτμουτ.
Ήπιαν το κρασί κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο, χωρίς να παίξουν τα βλέφαρά τους.
—Άσε κάτω το μαχαίρι, είπε ο Κρον. Ο Χάρτμουτ δεν κουνήθηκε.
Ο Κρον ακούμπησε την κούπα του στο τραπέζι. Ο Χάρτμουτ άφησε κι αυτός το ποτήρι του απέναντι από την κούπα του Κρον.
—Δεν υπάρχει θεός εκεί έξω και το ξέρεις, είπε ο Κρον και φούσκωσε ξαφνικά μέχρι που τα βαρύτιμα φορέματά του συμπιέστηκαν πάνω στα τοιχώματα της καλύβας.
Ο Χάρτμουτ απάντησε ήσυχα:
—Υπάρχει όμως ο άνθρωπος. Οι μέρες της βασιλείας σου είναι μετρημένες.
Ο Κρον σώπασε και κοίταξε το Χάρτμουτ με μίσος.
—Αυτό τον άνθρωπο πρέπει να τον εξοντώσουμε. Έλα με το μέρος μου, Χάρτμουτ. Σου δίνω μια τελευταία ευκαιρία.
—Όχι, είπε ο Χάρτμουτ. Θέλω να φύγεις αποδώ. Κι έπαιξε στα χέρια του το μαχαίρι.
—Ανόητε και προδότη της φύσης σου, φώναξε τότε ο Κρον θυμωμένος, δε φοβάσαι αυτό που μπορώ να σου κάνω;
Και αργά, απολαμβάνοντας ίσως τη μεταμόρφωσή του, τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του άρχισαν να τεντώνονται προς τα πίσω, τα μάτια του έγιναν δυο μακριές οριζόντιες σχισμές, οι άκρες των χειλιών του τραβήχτηκαν μέχρι τις ρίζες των αυτιών του και τα αιχμηρά του δόντια πετάχτηκαν έξω, τα αυτιά του μάκρυναν και πήραν το μυτερό σχήμα των αυτιών του λύκου και από τα δάχτυλά του ξεπετάχτηκαν τα γαμψά μελανά νύχια. Με φωνή που θύμιζε βρυχηθμό πεινασμένου θηρίου είπε:
—Με πρόδωσες, Χάρτμουτ και η τιμωρία σου θα είναι φριχτή. Θα μπω στο κορμί σου και θα σαπίσω τις σάρκες σου. Το αίμα σου θα ξεφύγει από τις αρτηρίες του και θα χυθεί ανεξέλεγκτο στα σπλάχνα σου.
Θα σε κρατήσω ένα βήμα πριν από το θάνατο και θα σου χαρίσω όλους τους πόνους που έχω στην εξουσία μου. Θα παρακαλάς για έλεος και δε θα το έχεις. Όπως ακριβώς δεν είχαν έλεος τα θύματά σου.
Ο Χάρτμουτ έκανε ασυναίσθητα ένα βήμα πίσω.
Ύστερα είπε:
—Τίποτα απ’ αυτά δε θα μπορέσεις να μου κάνεις, Κρον. Γιατί εγώ ορίζω το σώμα μου, εγώ ορίζω και το θάνατό του.
Και με μια γρήγορη κίνηση κάρφωσε στην καρδιά του το μαχαίρι που κρατούσε, έπεσε στα τέσσερα και μετά σωριάστηκε πάνω στο χώμα της καλύβας.
Λίγο πριν εξατμιστεί η συνείδησή του στην περιβάλλουσα φύση, πρόλαβε να αποτυπώσει μια ακόμα εικόνα: είδε τον Κρον να διαλύεται και να αδειάζει η καλύβα από την πονηρή του παρουσία.
Πέθανε χωρίς ιδιαίτερη οδύνη αλλά με την απορία, αν είχε όντως ζήσει αυτή την περιπέτεια ή αν όλα ήταν παιχνίδια ψευδαισθήσεων.
Λίγα βήματα πιο πέρα το ποντίκι, που με το θάνατο του Χάρτμουτ είχε μεταπέσει πάλι σε ανακυκλούμενη ζωική ύλη, κοίταζε με τα μικρά κουτά μάτια του το πτώμα.
Έξω είχε αρχίσει πάλι να χιονίζει.

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕ ΤΟ ΒΡΕΦΟΣ

Στην εκκλησία του Αγίου Σεβαστιανού, που βρίσκεται σ’ ένα μικρό ορεινό χωριό, ξεχασμένο από τον υπόλοιπο κόσμο και για το οποίο οι κάτοικοί του αισθάνονται αρκετά μειονεκτικά επειδή δεν έχουν
τίποτε το ξεχωριστό να επιδείξουν –γι’ αυτό άλλωστε το αγνοούν και οι τουριστικοί χάρτες της περιοχής– υπάρχει μια αγιογραφία σχεδόν κρυμμένη από τα μάτια των πιστών ανάμεσα στις άλλες, τις πολυπρόσωπες με τα κλασικά μοτίβα, που παριστάνει το Χριστό σε ανδρική ηλικία να κρατά με επίσημο τρόπο ένα βρέφος, που είναι ο ίδιος ο Χριστός.
Αν κατά τύχη πέσει το μάτι του πιστού πάνω σ’ αυτήν τη ζωγραφιά, την προσπερνά με αδιαφορία, διότι η αυτόματη σκέψη που γεννιέται στο μυαλό του είναι ότι ο Χριστός πραγματοποιεί εδώ τη γνωστή ρήση του Ευαγγελίου που λέει «Ἄφετε τὰ παιδία καὶ μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῖν πρός με».
Έτσι, η παράδοξη αυτή σύνθεση περνά απαρατήρητη, αν και ένας πιο προσεχτικός παρατηρητής θα σημείωνε την ύποπτη θέση της πίσω από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.
Ο Εδουάρδος ήταν ένας τέτοιος παρατηρητής.
Είχε βρεθεί συμπτωματικά σ’ εκείνο το ασήμαντο χωριό του Βορρά, του οποίου η μόνη παραγωγή ήταν τα αιγοπρόβατα.
Μια δυνατή καταιγίδα τον είχε υποχρεώσει να αλλάξει δρομολόγιο και να διανυκτερεύσει στο χωριό, πάνω σ’ έναν πάγκο του καφενείου που του παραχώρησε ο καφετζής.
Την άλλη μέρα ο καιρός ήταν θαυμάσιος. Ο Εδουάρδος, πριν αποχαιρετήσει το άγνωστο αυτό χωριό, έκανε την επίσκεψή του στην εκκλησία του Αγίου Σεβαστιανού και ευχαρίστησε τον άγιο που τον έσωσε από ένα πιθανώς ολέθριο δυστύχημα.
Αφού ολοκλήρωσε τις καθιερωμένες τελετουργικές κινήσεις που κάνουν οι πιστοί μέσα στις εκκλησίες, κοντοστάθηκε για να παρατηρήσει το διάκοσμο και τις αγιογραφίες. Μέσα στο ημίφως διέκρινε την παράδοξη σύνθεση του Χριστού που κρατούσε το Χριστό.
Δεν ξεγελάστηκε ούτε στιγμή από ειδυλλιακές ερμηνείες. Διείδε με απόλυτη διαύγεια την πρόθεση του αγιογράφου να ζωγραφίσει μια αλλόκοτη σύνθεση, της οποίας, όμως, ο συμβολισμός τού διέφευγε. Εκτός αυτού δεν ήταν σίγουρος ότι μια τέτοια εικόνα ήταν από δογματική άποψη ορθή.
Γι’ αυτό η επόμενη κίνησή του ήταν να αναζητήσει τον αγιογράφο, αν βέβαια αυτός ο άνθρωπος ήταν ακόμα εν ζωή.
Ξεκίνησε την αναζήτησή του από τον ιερέα του χωριού. Ο ιερέας, ένας μεσόκοπος άνδρας με ψαρά γένια και μαλλιά δεμένα πίσω στο σβέρκο σε παλιομοδίτικο κοτσάκι, τον δέχτηκε στο σπίτι του με συγκαταβατική ευγένεια και τον πληροφόρησε ότι ο ναός είχε αγιογραφηθεί πριν από αρκετές δεκαετίες, μετά από τη φωτιά που είχε καταστρέψει το εσωτερικό του. Τότε που οι αντάρτες είχαν μπει στο χωριό και είχαν περάσει από φωτιά και τσεκούρι τους αντιπάλους τους. Ο δε αγιογράφος, ένας νεαρός με περιορισμένες οικονομικές απαιτήσεις, είχε έρθει λίγα χρόνια αργότερα για να αγιογραφήσει την εκκλησία μετά από πρόσκληση ενός θείου του, που τύχαινε να είναι πρόεδρος του χωριού εκείνη την εποχή.
—Ο πρόεδρος βέβαια έχει τώρα πεθάνει, είπε ο ιερέας παρατηρώντας τον Εδουάρδο με εξόφθαλμη περιέργεια, αλλά τα παιδιά του ζουν και ένα από αυτά είναι ο δάσκαλος του χωριού μας. Αυτός θα ξέρει περισσότερα για τον αγιογράφο που ψάχνεις.
Ο Εδουάρδος ήταν έτοιμος να τον ευχαριστήσει και να φύγει, όταν ο ιερέας του έκανε την αναμενόμενη ερώτηση, γιατί έψαχνε έναν αγιογράφο που κανείς ποτέ δεν είχε ξανακούσει το όνομά του και του οποίου η δουλειά στο ναό δεν ήταν τέλος πάντων και τίποτα σπουδαίο.
—Πρόκειται για κείνη τη σύνθεση που παριστάνει το Χριστό να κρατά ένα βρέφος, είπε απερίσκεπτα ο Εδουάρδος.
—Και λοιπόν; ρώτησε ο ιερέας.
—Έχει κάτι το απόκοσμο, απάντησε αυτός, μετανιώνοντας για τον αυθορμητισμό του. Είμαι ξέρετε κι εγώ ζωγράφος.
Αυτό δεν ήταν η ακριβής αλήθεια.
Ο Εδουάρδος, ως γνήσιο τέκνο της αστικής τάξης, στην οποία ανήκε εδώ και αρκετές γενιές η οικογένειά του, είχε περάσει διαδοχικά από πολλές ασχολίες και τέχνες. Έγραφε στίχους και συνέθετε ιστορίες, ζωγράφιζε πού και πού και φωτογράφιζε. Είχε αφήσει στη μέση ένα μυθιστόρημα, το οποίο είχε απελπιστεί ότι δε θα τελείωνε ποτέ. Τελευταία επιδιδόταν σε μακρινές μοναχικές διαδρομές με το αυτοκίνητό του, ίσως προσπαθώντας να ξεχάσει έναν ακόμα άτυχο έρωτα της ζωής του ή ίσως προσπαθώντας να βρει κάποιον καινούργιο.
Ο ιερέας χάιδεψε σκεφτικός τα γένια του.
—Εγώ δε βλέπω τίποτα το απόκοσμο, είπε, αλλά άμα το λες εσύ που είσαι και ζωγράφος…
Και σταμάτησε στο σημείο αυτό να λέει φωναχτά τη σκέψη του, την οποία συνέχισε από μέσα του.
Θα ήταν ευχής έργο να αναδειχθεί η εκκλησία του και να βγει από την αφάνεια το χωριό του. Πολλά καλά θα μπορούσαν να προέλθουν από αυτό το ατυχές περιστατικό, όπως του το είχε διηγηθεί ο πατέρας του, ο προηγούμενος ιερέας του χωριού δηλαδή.
Παραλίγο τότε να δημιουργηθεί θέμα μ’ αυτή την άστοχη έμπνευση του αγιογράφου να βάλει πίσω από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου το Χριστό να κρατά στην αγκαλιά του τον εαυτό του ως βρέφος. Ο πατέρας του ήταν έτοιμος να του ζητήσει να σβήσει αυτή την ανορθόδοξη ζωγραφιά, πριν κυκλοφορήσει ως κακόβουλος ψίθυρος, μεταμορφωθεί σε σκάνδαλο και φτάσει στ’ αυτιά τού μητροπολίτη. Τελικά δέχτηκε την εξήγηση του καλλιτέχνη, ότι δηλαδή εδώ ο Χριστός παριστανόταν να ετοιμάζεται να παραδώσει τον εαυτό του στον κόσμο και την αμαρτωλή ανθρωπότητα μέσω του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.
Η αλήθεια είναι ότι ήταν δύσκολο να προσέξει κάποιος αυτήν τη μικροσκοπική σύνθεση, την κρυμμένη πίσω από το μεγαλόπρεπο Ευαγγελισμό. Το μάτι του πιστού έπρεπε να καρφωθεί επίμονα και με κάποιο ειδικό σκοπό για να τη διακρίνει με σαφήνεια.
Εν πάση περιπτώσει, στα χρόνια που πέρασαν κανείς δεν είχε ασχοληθεί με αυτό το θέμα. Τώρα ίσως ήταν μια καλή ευκαιρία για να ακουστεί το
χωριό και λίγο παραέξω και να έρθουν ως εδώ τα πούλμαν με τους εγχώριους τουρίστες που έφταναν μέχρι την πεδιάδα, αλλά ποτέ δεν καταδέχονταν να σκαρφαλώσουν ως εκεί πάνω.
Οι κάτοικοι του χωριού το είχαν αυτό μεγάλο παράπονο. Τα χωριά της πεδιάδας από χρόνια πλούτιζαν με τον τουρισμό. Οι κάτοικοι είχαν ξαναχτίσει τα σπίτια τους, είχαν ανοίξει μαγαζιά με κάθε λογής μπιχλιμπίδια, είχαν ανοίξει ταβέρνες, καφενεία, ακόμα και μπαρ. Η ζωή τους δεν ήταν πια πληχτική με τόσους τουρίστες να πηγαινοέρχονται στα σοκάκια τους και γενικά είχαν συνδεθεί με το μεγάλο κόσμο, όπως τον έβλεπαν από την τηλεόραση. Κανένα όμως πούλμαν δεν έφτανε ως το ορεινό χωριό του Αγίου Σεβαστιανού. Γιατί να μπει σε τέτοιο κόπο; Τίποτα το ενδιαφέρον δεν υπήρχε εκεί, εκτός από τα αιγοπρόβατα.
—Πού μπορώ να βρω το δάσκαλο; ρώτησε ο Εδουάρδος.
—Στο σχολείο φυσικά, απάντησε ο ιερέας. Και πρόσθεσε:
—Πιστεύεις ότι έχει κάποια αξία αυτή η σύνθεση;
—Δεν μπορώ να πω τίποτα, αν δεν ερευνήσω το θέμα, είπε ο Εδουάρδος με ύφος εμβριθές που προβλημάτισε ακόμα περισσότερο τον παπά.
—Σε ρωτώ, επειδή λες πως είσαι ζωγράφος, δικαιολογήθηκε ο ιερέας έχοντας την αίσθηση ότι αυτός ο καλοντυμένος πρωτευουσιάνος μάντευε τις ιδιοτελείς του σκέψεις.

Ο δάσκαλος, λόγω της ηλιόλουστης ημέρας, είχε βγάλει τα παιδιά από τον αυλόγυρο του σχολείου και τα έκανε βόλτα στα γύρω χωράφια, το οποίο σήμαινε ότι σήμερα το σχολείο είχε πάει εκδρομή. Ο Εδουάρδος τον βρήκε καθισμένο σ’ ένα βράχο να μασουλάει ένα τοστ, ενώ τα πιτσιρίκια πιο πέρα έτρεχαν χαρούμενα και φώναζαν.
—Τον Ελπήνορα λες; έκανε με απορία, όταν ο Εδουάρδος του εξήγησε τι ακριβώς ήθελε. Μα αυτός είναι χαμένος από χρόνια.
—Πεθαμένος δηλαδή;
—Εξαφανισμένος. Μπορεί και πεθαμένος. Και πάντως δεν είναι ξάδερφός μου. Ο πατέρας μου τον είχε βαφτίσει κάνοντας χάρη σε έναν κουμπάρο του, γιατί ο Ελπήνορας ήταν ορφανός.
Η συζήτηση διεκόπη για μια στιγμή, όταν ένα πιτσιρίκι πλησίασε κλαίγοντας και παραπονέθηκε στο δάσκαλο ότι τα άλλα παιδιά το κορόιδευαν. Ο δάσκαλος κατάπιε την τελευταία του μπουκιά και πήρε παρηγορώντας το μικρό στα γόνατά του. Χαμογέλασε με τρόπο στον Εδουάρδο.
Η σκηνή τού φάνηκε ενδιαφέρουσα. Ο Εδουάρδος θυμήθηκε την αντίστοιχη σύνθεση στην εκκλησία του χωριού με τη διαφορά ότι εδώ ο ενήλικος ήταν καθιστός, ενώ στο ναό ήταν όρθιος. Επίσης εδώ δεν επρόκειτο για βρέφος αλλά για νήπιο.
Το νήπιο παρηγορήθηκε πολύ γρήγορα, κατέβηκε από τα γόνατα του δάσκαλου κι έτρεξε μακριά.
—Δε σε έχω ξαναδεί, είπε ο δάσκαλος παρατηρώντας τον με απροκάλυπτη περιέργεια. Πώς βρέθηκες εδώ πάνω στα βουνά μας;
Ο Εδουάρδος του εξήγησε ότι λόγω της χθεσινής καταιγίδας αναγκάστηκε να διανυκτερεύσει στο χωριό και μάλιστα πάνω σ’ έναν πάγκο του μοναδικού καφενείου.
—Ώστε έτσι, είπε ο άλλος με περιφρόνηση. Και δε σου έστρωσε ο τσιφούτης ένα κρεβάτι μέσα στο σπίτι του.
—Ας έρθουμε στο θέμα μας, είπε ο Εδουάρδος. Πού μπορώ να μάθω περισσότερα γι’ αυτό τον Ελπήνορα;
Ο δάσκαλος έβγαλε μια σφυρίχτρα και σφύριξε με όλη του τη δύναμη προς το μέρος των παιδιών. Τους έκανε μετά μερικές αυστηρές συστάσεις να μην τσαλαβουτούν στις λάσπες και ξαναγύρισε στον Εδουάρδο.
—Γιατί είπες πως τον ψάχνεις;
Ο Εδουάρδος επανέλαβε όσα είχε πει και στον παπά.
—Χμ, το πρόσεξες κι εσύ, σχολίασε. Πρόκειται για μια αιρετική ζωγραφιά, αν και δεν καταλαβαίνω τι θέλει να μας πει.
—Δεν είναι απαραίτητα αιρετική, δικαιολόγησε ο Εδουάρδος τον άγνωστο αγιογράφο. Αν ακούγαμε τις εξηγήσεις του, θα είχαμε, νομίζω, μια πιο σφαιρική άποψη πάνω στο θέμα.
—Σφαιρική, μάλιστα, επανέλαβε ο δάσκαλος. Ευτυχώς που οι συχωριανοί μου δε δίνουν σημασία σε τέτοιες λεπτομέρειες. Πάντως, αν έχεις σκοπό να ανακινήσεις το θέμα, θα έχουμε προβλήματα. Είμαστε ήσυχοι άνθρωποι εδώ πάνω και δε μας αρέσουν οι φασαρίες. Μήπως είσαι από την τηλεόραση;
—Καμία σχέση, είπε ο Εδουάρδος. Ο δάσκαλος έμεινε σκεφτικός.
Αυτή ήταν η τελευταία χρονιά που δούλευε ως εκπαιδευτικός και τον Ιούνιο θα ετοίμαζε τα χαρτιά του για να συνταξιοδοτηθεί. Ο γιος του σπούδαζε στην πρωτεύουσα πολιτικός μηχανικός και η γυναίκα του αυτήν τη στιγμή στο σπίτι ετοίμαζε το αγαπημένο του φαγητό, αρνάκι με πατάτες στο φούρνο. Το απόγευμα, μετά από έναν καλό μεσημεριανό ύπνο, κατά τη διάρκεια του οποίου θα χώνευε το αρνί, θα κατηφόριζε στο καφενείο και θα περνούσε ευχάριστα την ώρα του πίνοντας τσίπουρο και παίζοντας τάβλι με τους συγχωριανούς του. Όλο του το υπόλοιπο μέλλον το οραματιζόταν έτσι, απέριττο, με αρνάκια στο ταψί και τσίπουρα.
Γι’ αυτό, αυτός εδώ ο ξένος συνιστούσε κίνδυνο. Καμιά όρεξη δεν είχε να διαταραχτούν οι ρυθμοί του χωριού και οι δικοί του με τηλεοπτικά συνεργεία και αναιδείς αγνώστους, όπως είχε συμβεί σε ένα από τα διπλανά χωριά, όπου είχαν ανακαλύψει πέρυσι μια εικόνα της Παναγίας που δάκρυζε.
—Τι να σου πω, φίλε μου, είπε στον Εδουάρδο που τον κοίταζε με το απονήρευτο βλέμμα του, αυτός ο ιδιόρρυθμος άνθρωπος άκουσα πως μετανάστευσε στην Αμερική εδώ και πολλές δεκαετίες. Ξαναγύρισε, ξανάφυγε και μετά πάλι ξαναγύρισε και τώρα που σου μιλώ, δεν έχω ιδέα πού βρίσκεται στην περίπτωση, δηλαδή, που είναι ακόμα ζωντανός. Διότι, όπως υπολογίζω πρόχειρα, πρέπει να είναι γύρω στα ογδόντα σήμερα. Αν ζει, δηλαδή.
—Κρίμα, είπε ο Εδουάρδος και σηκώθηκε από την πέτρα που καθόταν.
Τίναξε το αριστερό του πόδι μερικές φορές στον αέρα για να το ξεμουδιάσει και αποχαιρέτισε το μεσόκοπο δάσκαλο που εξακολουθούσε να τον περιεργάζεται με τα ερευνητικά του μάτια.
Πριν μπει στο αυτοκίνητό του όμως για να κατηφορίσει προς την πεδιάδα, αποφάσισε να κάνει άλλη μια επίσκεψη στο ναό του Αγίου Σεβαστιανού και να δει για τελευταία φορά την ασυνήθιστη σύνθεση πίσω από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.
Εκεί βρήκε τον ιερέα, ο οποίος τον ρώτησε με ενδιαφέρον αν ο δάσκαλος τον είχε πληροφορήσει για τον αγιογράφο.
—Δυστυχώς έμαθα πολύ λίγα πράγματα, είπε απογοητευμένος ο Εδουάρδος, παρατηρώντας το νεαρό άνδρα Χριστό που κρατούσε με προσοχή τον εαυτό του, και κυρίως, δεν έμαθα πού μπορώ να τον βρω, με την προϋπόθεση βέβαια ότι είναι ακόμα εν ζωή.
—Αυτός ο πονηρός δάσκαλος ξέρω γιατί το κάνει, είπε ο παπάς, αλλά έχουμε κι άλλο τρόπο να μάθουμε, αγαπητέ μου – αλήθεια, πώς σε λένε;
—Εδουάρδο.
—Αγαπητέ μου, Εδουάρδε. Για έλα μαζί μου.
Βγήκαν από την εκκλησία και ανηφόρισαν μέσα στα στενά δρομάκια του χωριού, τα οποία είχαν γίνει ακόμα στενότερα από τα παρκαρισμένα αγροτικά αμάξια και τα τρακτέρ. Μετά έστριψαν δεξιά σ’ ένα στενάκι, όπου μόνο πεζοί και υποζύγια μπορούσαν να περάσουν. Κατηφόρισαν λίγα μέτρα και βρέθηκαν μπροστά σε μια πράσινη καγκελόπορτα που έκλεινε ένα μικροσκοπικό κήπο με μια λεμονιά στη μέση και μια κληματαριά στην άκρη, η οποία σκέπαζε ένα εξίσου μικροσκοπικό σπιτάκι.
—Μιχαέλα! φώναξε ο παπάς και τράνταξε την καγκελόπορτα.
Αναγκάστηκε να φωνάξει αρκετές φορές, μέχρι να ανοίξει η πόρτα του σπιτιού και να ξεπροβάλει η Μιχαέλα, μια γερόντισσα τυλιγμένη σε επάλληλα βρόμικα ρούχα, δίνοντας την εντύπωση του κρεμμυδιού και στηριγμένη σ’ ένα ραβδί.
Ο Εδουάρδος την παρατήρησε με αποτροπιασμό, ο οποίος αυξήθηκε, όταν πρόσεξε τα πληγιασμένα της πόδια που βάσταζαν με δυσκολία το γερασμένο κορμί της και το μετέφεραν προσεκτικά μέχρι την καγκελόπορτα.
—Εσύ είσαι, παπά μου; ρώτησε η γριά, προσπαθώντας μάταια να ανορθώσει το καμπουριασμένο της σώμα.
—Εγώ είμαι, Μιχαέλα. Για άνοιξε, που θέλω κάτι να σε ρωτήσω.
Η γρια-Μιχαέλα ξεκλείδωσε και τους άφησε να περάσουν.
Το σπίτι ήταν ένα δωμάτιο όλο κι όλο, με πολύ πρωτότυπη διακόσμηση. Εντύπωση έκαναν στον Εδουάρδο, τα αμέτρητα τενεκεδάκια που κρέμο- νταν από το ταβάνι και που χρησίμευαν, όπως έμαθε αργότερα, για να προστατεύει η Μιχαέλα την τροφή της από τα ποντίκια που τριγύριζαν θρασύτατα μες τη νύχτα, όταν αυτή κοιμόταν και οι γάτες της γειτονιάς έκαναν σαφάρι σε άλλες περιοχές του χωριού.
Η γερόντισσα ζήτησε συγγνώμη για την αθλιότητά της, πράγμα το οποίο σήμαινε ότι είχε συναίσθηση του περιβάλλοντός της. Καταράστηκε μετά τα παιδιά της που την είχαν εγκαταλείψει στην τύχη της και κέρασε τους επισκέπτες καραμέλες από ένα γυάλινο, θαμπό από τη λέρα, μπολ.
—Άσε τις κατάρες, Μιχαέλα, είπε ο παπάς, ξετυλίγοντας το περιτύλιγμα της καραμέλας και κάνοντας νόημα στον Εδουάρδο να τον μιμηθεί. Εδώ αυτός ο κύριος ήρθε από την πρωτεύουσα και θέλει να μάθει γι’ αυτόν που αγιογράφησε την εκκλησία μας, τον Ελπήνορα εννοώ. Σίγουρα εσύ πρέπει να τον θυμάσαι.
Ήταν κοινό μυστικό στο χωριό ότι η Μιχαέλα είχε υπάρξει πολύ ζωηρή στα νιάτα της και ως ανύπαντρη αλλά και ως παντρεμένη. Ο παπάς θυμόταν πολύ καλά πόσο είχαν σοκαριστεί οι χωριανοί, όταν η Μιχαέλα τα είχε φτιάξει με το νεαρό αγιογράφο –δέκα χρόνια μικρότερό της– και τη γκρίνια του ιερέα πατέρα του, κάθε φορά που επέστρεφε κατασυγχυσμένος από την εκκλησία στο σπίτι.
—Ο διάολος να τον πάρει, είπε η Μιχαέλα. Και βέβαια τον θυμάμαι.
—Μη βρίζεις, είπε ο παπάς.
—Και τι θέλεις τώρα να σου πω για δαύτον;
—Πες μας ό,τι ξέρεις.
Η γρια-Μιχαέλα ήξερε πολλά για τη φύση και το χαρακτήρα του αγιογράφου, τα οποία η μνήμη της τα συντηρούσε σε άριστη κατάσταση παρά το πέρασμα τόσων δεκαετιών. Δεν είχε ωστόσο καμιά όρεξη να τα μοιραστεί με τον παπά του χωριού και με τον άγνωστο επισκέπτη.
Θυμόταν, παραδείγματος χάριν, πόσο παιχνιδιάρης και ερωτιάρης ήταν ο Ελπήνορας στις κρυφές τους συναντήσεις στα χωράφια, και μετά, ξαφνικά χωρίς κανένα λόγο πόσο απόμακρος είχε γίνει. Δεν ήθελε να την ξαναδεί, πράγμα που της είχε στοιχίσει πολύ, διότι δεν ήταν μαθημένη να την εγκαταλείπουν οι εραστές της. Τότε ήταν που από τη λύσσα της έδιωξε από το σπίτι τον άντρα της, απειλώντας τον ότι θα τον καταδώσει στη χωροφυλακή πως τάχα βοηθούσε τους αντάρτες. Εκείνος έντρομος, πήρε τα βουνά, χάθηκε και κανένας ποτέ δεν έμαθε τίποτα γι’ αυτόν. Όσο για το νεαρό αγιογράφο, η Μιχαέλα τον ξέχασε γρήγορα στην αγκαλιά ενός ζωέμπορου από ένα χωριό της πεδιάδας.
—Ο Ελπήνορας ήταν ένας παλαβός, που εξαιτίας του με παράτησε ο άντρας μου κι έμεινα μόνη στον κόσμο με τέσσερα παιδιά. Ο διάολος να τον πάρει, είπε η Μιχαέλα.
—Μη βρίζεις, ξαναείπε ο παπάς. Μήπως τώρα μπορείς να μας πεις από πού κρατούσε η σκούφια του, από πού τέλος πάντων ήταν; Κάπου πρέπει να υπάρχει η οικογένειά του.
—Ήταν ορφανός, είπε η Μιχαέλα, αλλά θυμάμαι πως είχε έναν αδελφό, Τίτο τον έλεγαν, και ήταν τζακάς.
—Τίποτ’ άλλο;
Μια αδύνατη ασπρόμαυρη γάτα ήρθε και στάθηκε στην ανοιχτή πόρτα. Κοίταξε επιφυλακτικά τους ξένους χωρίς να αποφασίζει, αν έπρεπε να διαβεί το κατώφλι ή να κρατήσει τις καθιερωμένες αποστάσεις ασφαλείας.
Η γρια-Μιχαέλα ξέχασε τους φιλοξενούμενους και επικεντρώθηκε στη γάτα προσκαλώντας την να μπει μέσα για τον τακτικό έλεγχο των ποντικών.
Η γάτα όμως παρέμεινε αναποφάσιστη. Εξάλλου, αυτή εδώ η γερόντισσα είχε την απαίτηση να δουλεύουν οι γάτες γι’ αυτήν τσάμπα κι ας έσπαγαν οι γατίσιες μύτες τους από την άγρια μυρωδιά των λουκάνικων που ξεροψήνονταν ταχτικά στη στόφα ή από τα μεθυστικά τυριά που κρέμονταν στους αιωρούμενους τενεκέδες.
—Έλα μέσα πανάθεμά σε ή μήπως θέλεις λουκάνικο; Λουκάνικο δεν έχει, να φας ποντίκια, είπε η Μιχαέλα στη γάτα που την κοίταζε με σταθερό και ευθύ βλέμμα, θέτοντας σιωπηρά τους όρους της.
—Μη βρίζεις, είπε ο παπάς για τρίτη φορά.
Ο Εδουάρδος στριφογύρισε αμήχανα πάνω στο σκληρό καναπέ που τον είχε βάλει η γερόντισσα να καθίσει.
—Καλύτερα να πηγαίνουμε, πρότεινε στον ιερέα.
—Μιχαέλα, είπε αυτός επιτακτικά, άσε τη γάτα και πες μου: πού μπορούμε να βρούμε αυτό τον Τίτο;
—Ποιον Τίτο; ρώτησε η γερόντισσα. Ύστερα η μνήμη της επανήλθε:
—Αυτός τώρα πρέπει να είναι χρόνια που ζει στην πόλη. Μπορεί και να ’χει πεθάνει όμως. Πού θες να ξέρω;
Και ξαναγύρισε στη γάτα, η οποία, αφού έκανε για λίγο ακόμα τους υπολογισμούς της, πήρε στροφή και εξαφανίστηκε, ενώ η Μιχαέλα την περιέλουζε με υβριστικά επίθετα.
Μισή ώρα αργότερα, ο Εδουάρδος έμπαινε στο αυτοκίνητό του και κατευθυνόταν προς τη γειτονική πόλη με σκοπό να συνεχίσει την έρευνα για τον άγνωστο Ελπήνορα, τον αγιογράφο του ναού.
Θα μπορούσε φυσικά να ξεχάσει την υπόθεση και να επιστρέψει στην πρωτεύουσα και στο συνήθη τρόπο ζωής του, ο οποίος όμως στην παρούσα φάση του
–χωρίς έρωτα δηλαδή– του φαινόταν πληκτικός και χωρίς νόημα.
Εξάλλου, η εικόνα του Χριστού που κρατούσε το βρέφος Χριστό στην αγκάλη του ήταν κάτι που του είχε προκαλέσει, άγνωστο για ποιο λόγο, μια μικρή έξαψη. Δεν έχανε τίποτα να παρατείνει την περιπλάνησή του στην επαρχία για μια-δυο μέρες ακόμα.
Ο ιερέας, φεύγοντας από το σπίτι της Μιχαέλας, τον συμβούλεψε να αναζητήσει τον Τίτο ανάμεσα στους τζακάδες της πόλης, πράγμα που δεν ήταν τόσο δύσκολο όσο φαινόταν, δεδομένου ότι η επαρχιακή αυτή πόλη ήταν μικρή και οι τζακάδες της πρέπει να ήταν περιορισμένου αριθμού.
Κατόπιν, μόλις εκείνος μπήκε στο αμάξι του και κατηφόρισε προς την πεδιάδα, ο παπάς πήγε στο σπίτι του και τηλεφώνησε στα κανάλια ενημερώνοντάς τα ότι η εκκλησία του χωριού του διέθετε μια ενδιαφέρουσα σύνθεση του Χριστού που στεκόταν όρθιος και κρατούσε στα χέρια του τον εαυτό του ως βρέφος.
Προς απογοήτευσή του όμως, κανένα κανάλι δεν ενδιαφέρθηκε για την ασυνήθιστη αυτή σύνθεση, η οποία εξακολούθησε να παραμένει στην αφάνεια, όπως είχε παραμείνει τα τελευταία πενήντα χρόνια.

Ο Εδουάρδος πρόλαβε να μπει στην πόλη, την ώρα που ξεσπούσε η επόμενη καταιγίδα.
Εδώ είχε ζήσει άλλοτε, πριν αρκετά χρόνια – πόσα αλήθεια; αναρωτήθηκε κάποια στιγμή και έκανε νοερά τον υπολογισμό. Θα ήταν περίπου πριν δεκα- πέντε χρόνια, εφόσον αμέσως μετά την επιστροφή του στην πρωτεύουσα είχε μπλέξει με την Τερέζα. Δεσμός που κράτησε πάνω από δύο χρόνια. Μετά είχε μεσολαβήσει ένα άγονο διάστημα πέντε χρόνων με περιστασιακές σχέσεις. Κατόπιν είχε ερωτευτεί ματαίως την Κονστάνς κι έφαγε τρία χρόνια από τη ζωή του χωρίς να καταφέρει να την αποχτήσει.
Έπειτα πέρασε μια υπαρξιακή κρίση που κράτησε ένα χρόνο ήταν τότε που είχε ξεκινήσει το μισοτελειωμένο μυθιστόρημά του. Στη συνέχεια, είχε τρεις ερωτικές περιπέτειες ακόμα, μικρούς έρωτες όπως τους έλεγε, ετήσιας διάρκειας, μέχρι τον τελευταίο του άτυχο έρωτα με τη Φραντζέσκα.
Πριν δεκαπέντε, λοιπόν, χρόνια είχε ζήσει εδώ για μερικούς μήνες. Τότε που είχε διοριστεί καθηγητής γαλλικών στο γυμνάσιο και είχε ανακαλύψει με απογοήτευση ότι δεν του άρεσε καθόλου να δουλεύει. Παραιτήθηκε αμέσως, μόλις βεβαιώθηκε γι’ αυτό, προς μεγάλη ανακούφιση της μητέρας του που δεν καταλάβαινε γιατί ο γιος της ήθελε να βασανίζεται σε μια μακρινή και παγωμένη επαρχία, ενώ μπορούσε να ζει άνετα και ωραία στο σπίτι του στην πρωτεύουσα.
Αυτό, σε συνδυασμό με μια άτυχη, όπως συνήθως, ερωτική του περιπέτεια με τη Μαρτίνα, μια συνάδελφό του φιλόλογο, έφερνε στον Εδουάρδο γλυκά και μελαγχολικά συναισθήματα μιας ανόητης νοσταλγίας κάθε φορά που περνούσε από αυτή την πόλη.
Η καταιγίδα μαινόταν πάνω από τον ουρανό της πόλης, με άφθονη βροχή, συνοδευόμενη από κεραυνούς μέσα σε ένα μισοσκόταδο εντελώς αφύσικο για ώρα μεσημεριού. Ο Εδουάρδος πάρκαρε το αυτοκίνητό του μπροστά από το ξενοδοχείο «Γαλαξίας», το ίδιο ξενοδοχείο στο οποίο έμενε, όταν έκανε τον καθηγητή του δημοσίου και μέσα στο οποίο είχε περάσει ευχάριστες και δυστυχισμένες ώρες με τη φιλόλογο.
—Πόσες μέρες σκοπεύετε να μείνετε; τον ρώτησε ο νεαρός υπάλληλος στη ρεσεψιόν. Εκείνος σκέφτηκε λίγο και μετά είπε:
—Δεν μπορώ να σας απαντήσω ακόμα, εξαρτάται από τις υποθέσεις μου.
Aνέβηκε στο δωμάτιό του που έβλεπε στην πλατεία – μια ενδιαφέρουσα θέα, με την εκκλησία της Αγίας Θέκλας απέναντι, την πιο μεγάλη εκκλησία της πόλης, που χρησίμευε και ως μητρόπολη και που ο Εδουάρδος την είχε συνδέσει με τις επίσημες τελετές στις οποίες ήταν υποχρεωμένος να συμμετέχει ως καθηγητής του δημοσίου, για λίγους μήνες ευτυχώς. Το ηλεκτρικό ρεύμα είχε μια προσωρινή διακοπή και ο Εδουάρδος, μέσα στο ημίφως του μεσημεριού και κάτω από τον υποβλητικό βρόντο της καταιγίδας, ξάπλωσε στο κρεβάτι και συνόψισε τα δεδομένα
του.
Πριν, όμως, οργανώσει τις επόμενες κινήσεις του, χτύπησε το κινητό του. Άκουσε τη νευρωτική φωνή της μητέρας του να τον επιπλήττει, διότι είχαν χαθεί τα ίχνη του από την προηγούμενη μέρα και πού τέλος πάντων βρισκόταν αυτήν τη φορά.
Ο Εδουάρδος της εξήγησε υπομονετικά ότι είχε διανυκτερεύσει σε ένα ορεινό χωριό, όπου δεν έφτανε το σήμα της κινητής τηλεφωνίας και ότι ήταν πολύ καλά στην υγεία του και θα επέστρεφε στο σπίτι εντός των προσεχών ημερών.
—Δεν πιστεύω να μην είσαι στα εγκαίνια της έκθεσης, του είπε η μητέρα του με ένα τόνο καλυμμένης απειλής.
—Θα είμαι οπωσδήποτε εκεί, τη διαβεβαίωσε αυτός κι έκλεισε βαριεστημένα το κινητό.
Έπειτα, σκέφτηκε μελαγχολικά ότι είχε μια μητέρα καλή κατά τα άλλα, αλλά λίγο ψωνισμένη με τη ζωγραφική και ότι τώρα, με τη νέα της έκθεση, θα ήταν υποχρεωμένος να υποστεί όλες αυτές τις φλυαρίες του κύκλου της και τα επαινετικά τους σχόλια που δεν είχαν κανένα ουσιαστικό αντίκρισμα.
Αυτό συνειρμικά οδήγησε πάλι τη σκέψη του στον Ελπήνορα, τον άσημο αγιογράφο που είχε την έμπνευση μιας τόσο αλλόκοτης σύνθεσης.
Τι μπορούσε να συμβολίζει μια εικόνα στην οποία ο Χριστός κρατά το Χριστό;
Μόνο ένας τρελός θα φανταζόταν κάτι τέτοιο, αν και αυτό δεν έλυνε το πρόβλημα εφόσον πολλοί τρελοί ζωγράφοι είχαν φτιάξει αριστουργήματα.
Προσπάθησε να φανταστεί τον εαυτό του να κρατά στα χέρια του τον εαυτό του ως βρέφος και αυτό του προκάλεσε μια αναστάτωση και μια απροσδιόριστη νευρικότητα. Έδιωξε αμέσως από το μυαλό του αυτήν τη φαντασίωση.
Οι έρευνες του Εδουάρδου, σχετικά με τον Τίτο, έφεραν κάποια αποτελέσματα.
Για την ακρίβεια, ρωτώντας την άλλη μέρα εδώ κι εκεί τους διάφορους τζακάδες της πόλης, πληροφορήθηκε ότι ο Τίτος είχε προ πολλού αποδημήσει εις Κύριον. Άφησε όμως στο πόδι του το γιο του Σέργιο, εξίσου καλό τζακά. Το εργαστήριό του βρισκόταν στην άκρη της πόλης, εκεί που ήταν ο σταθμός των τρένων.
Ο Εδουάρδος δε δυσκολεύτηκε να το βρει.
Πέρα από το σιδηροδρομικό σταθμό απλώνονταν οι πράσινοι ερημικοί αγροί. Αρκετές φορές τους είχε περπατήσει κρατώντας χεράκι-χεράκι την καλή του, τη μελαχρινή Μαρτίνα, που έκανε τον πιο φιλήδονο έρωτα που είχε γνωρίσει ποτέ του. Λόγω όμως των αναρχικών της τάσεων δεν έβρισκε τον Εδουάρδο και πολύ του γούστου της.
Ο Σέργιος, ο τζακάς, την ώρα που ο Εδουάρδος μπήκε στο εργαστήριο, κατσάδιαζε το μαθητευόμενό του για ένα θέμα σχετικό με κάποιο πελάτη και τη συμφωνημένη αμοιβή που δεν είχε δοθεί. Για αρκετή ώρα ο Εδουάρδος περίμενε υπομονετικά να ολοκληρωθούν οι διαπληκτισμοί, νιώθοντας αρκετά άσχετος εκεί μέσα και αυτός, αλλά και η έρευνά του για τον Ελπήνορα.
Κάποτε ο τζακάς καταδέχτηκε να του ρίξει ένα βλέμμα.
—Τι θέλετε; τον ρώτησε κακόκεφα, ενώ ο μαθητευόμενος μάζευε τα εργαλεία του φαρμακωμένος.
—Δεν είναι βέβαια κατάλληλη η στιγμή, άρχισε να λέει ο Εδουάρδος, αλλά ο τζακάς τον διέκοψε για να βρίσει για μια ακόμα φορά το μαθητευόμενο. Έπειτα, ξαναγύρισε προς το μέρος του.
—Καθίστε, του είπε και του έδειξε μια παλιά καρέκλα, που στην πρωτεύουσα θα διακοσμούσε το τζάκι ενός αστικού διαμερίσματος, αλλά που εδώ δεν έχαιρε καμιάς εκτίμησης.
Ο Εδουάρδος υπάκουσε.
Στη συνέχεια του εξήγησε το λόγο της επίσκεψής του με έντονη όμως εσωτερική ανησυχία, ότι τούτος εδώ ο αγριάνθρωπος θα τον πέταγε έξω με τις κλοτσιές.
—Ο Ελπήνορας; έκανε ο τζακάς με έκπληξη. Ο Ελπήνορας;
Τα χαρακτηριστικά του μαλάκωσαν αμέσως και το πρόσωπό του πήρε μια όψη παιδική.
—Τι μου θύμισες τώρα, άνθρωπέ μου.
Έβγαλε τα τσιγάρα του και άναψε ένα, αφήνοντας ένα μικρό αναστεναγμό.
Ο Εδουάρδος παρακολούθησε με ενδιαφέρον αυτήν τη μεταμόρφωση και οι ελπίδες του αναπτερώθηκαν.
Ο τζακάς τράβηξε μερικές ρουφηξιές και φάνηκε να βυθίζεται στο παρελθόν του, ένα παρελθόν εντελώς άγνωστο και ίσως μυστηριώδες σε σύγκριση με το απλό παρελθόν του Εδουάρδου.
—Δεν ήταν θείος μου, είπε μετά από λίγο. Αυτός και ο πατέρας μου μεγάλωσαν μαζί στο ορφανοτροφείο και ήταν φίλοι, αλλά ο κόσμος τους νόμιζε αδέλφια. Εμένα με είχε σαν παιδί του.
—Ο Ελπήνορας;
Ο τζακάς τού έριξε μια λοξή ματιά:
—Γι’ αυτόν δε μιλάμε;
—Αφεντικό, να φύγω εγώ τώρα; ρώτησε ο μαθητευόμενος κρατώντας την τσάντα με τα εργαλεία.
Ο τζακάς ένευσε καταφατικά.
—Και όπως είπαμε, όχι να μας πιάνουν κορόιδα οι βλάχοι! φώναξε από πίσω του.
Αλλά ήταν φανερό ότι ο θυμός του είχε εξατμιστεί.
—Μ’ αγαπούσε, που λες, πολύ, συνέχισε ο τζακάς, σβήνοντας το τσιγάρο του και ανάβοντας αμέσως ένα άλλο. Μπορώ να πω ότι τον είχα σαν δεύ- τερο πατέρα μου. Και ξαναβυθίστηκε στη σιωπηρή του αναπόληση, ενώ ο Εδουάρδος περίμενε ήσυχα τη συνέχεια.
Ο Σέργιος ο τζακάς, όμως, δεν είχε σκοπό να αποκαλύψει σ’ έναν άγνωστο τις δύσκολες στιγμές που είχε περάσει ως παιδί στα χέρια ενός βάναυσου πατέρα και πόσες φορές ο Ελπήνορας τον είχε σώσει από τον ξυλοδαρμό μπαίνοντας ανάμεσα σ’ αυτόν και τον πατέρα του. Δεν είχε σκοπό να του πει πόσες φορές ο Ελπήνορας τον έπαιρνε από το χέρι και τριγύριζαν στην πόλη οι δυο τους, μέχρι να περάσει η μπόρα στο σπίτι και, τρώγοντας ζαχαρωτά στην πλατεία μπροστά από το ναό της Αγίας Θέκλας, του διηγούνταν ιστορίες από τη ζωή του Χριστού που όλες κατέληγαν στο ίδιο συμπέρασμα: ότι ο πατέρας του Χριστού τον αγαπούσε πολύ, αλλά παρ’ όλα αυτά τον έστειλε στον κόσμο και άφησε τους ανθρώπους να τον σταυρώσουν.
—Γιατί όμως το έκανε αυτό; ρωτούσε πάντα ο μικρός Σέργιος που θεωρούσε μεγάλη αδικία να πετάξει ένας πατέρας το γιο του έξω από το σπίτι, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ο Ουρανός.
—Γιατί έτσι έπρεπε να γίνει, απαντούσε ο Ελπήνορας.
—Και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς; επέμενε ο μικρός.
Ο Ελπήνορας δεν απαντούσε αμέσως, επειδή κάθε φορά έβρισκε άλλη απάντηση.
Ο Σέργιος, λόγω της μεγάλης χρονικής απόστασης που τον χώριζε από εκείνη τη μυθική εποχή, δε θυμόταν πια όλες τις παραλλαγές των απαντήσεων που του αράδιαζε ο Ελπήνορας. Θυμόταν όμως με σιγουριά ότι δεν τις έβρισκε πειστικές, γι’ αυτό συνέχιζε να κάνει ερωτήσεις επί των απαντήσεων, μέχρι που ο Ελπήνορας κατέληγε στην κλασική απάντηση:
—Ο πατέρας του Χριστού ήταν σκληρός με το γιο του, επειδή αυτός δεν είχε ποτέ πατέρα. Και τώρα τελεία και παύλα. Δε θέλω άλλες ερωτήσεις.
—Μήπως ξέρετε αν ζει και πού βρίσκεται; ρώτησε δυνατά ο Εδουάρδος για να επαναφέρει το συνομιλητή του στην πραγματικότητα.
Ο τζακάς ξαναβρέθηκε ακαριαία μέσα στο εργαστήριό του, έχοντας απέναντί του έναν άγνωστο άνδρα που έκανε περίεργες ερωτήσεις.
—Δεν έχω ιδέα, είπε κοιτάζοντας τον Εδουάρδο καχύποπτα. Τι ακριβώς είπες ότι τον θέλεις;
Ο Εδουάρδος αναγκάστηκε να επαναλάβει όσο πιο απλουστευτικά μπορούσε την ιστορία του.
—Θα ήθελα να τον ρωτήσω, κατέληξε, τι ήθελε να πει μ’ αυτή την εικόνα του Χριστού που κρατά τον εαυτό του ως βρέφος. Με ενδιαφέρει πολύ αυτός ο συμβολισμός. Είμαι ζωγράφος, ξέρετε.
—Ζωγράφος, επανέλαβε ο τζακάς μηχανικά. Και άναψε το τρίτο τσιγάρο.
—Ο Ελπήνορας χάθηκε, όταν πήγε στην Αμερική, είπε ξεφυσώντας τον καπνό του προς το μέρος του Εδουάρδου. Αυτό έγινε πριν πολλά χρόνια. Δεν έχω νέα του από τότε.
—Μου είπαν ότι γύρισε, ότι ξανάφυγε και ότι ξαναήρθε, επέμεινε ο Εδουάρδος. Ίσως να βρίσκεται τώρα εδώ.
—Αυτό που ξέρω μόνο, είπε ο τζακάς και σηκώθηκε, σημάδι πως αυτό το ιντερμέδιο στην πεζή καθημερινότητά του λάβαινε τέλος, είναι πως είχε παντρευτεί τη Φλώρα που είχε έναν αδελφό στην Αμερική και αυτός ήταν που τους κάλεσε να πάνε εκεί πέρα.
—Πού μπορώ να μάθω γι’ αυτήν;
Ο τζακάς έκοψε ένα φύλλο χαρτί από το μπλοκάκι του και του έκανε ένα σχεδιάγραμμα.
—Εδώ είναι το σπίτι της αδελφής της, του είπε εξηγώντας του παράλληλα το σχεδιάγραμμα. Αυτή σίγουρα θα ξέρει για τη Φλώρα.

Σύμφωνα με το σχεδιάγραμμα το σπίτι της Πορφυρίας, αδελφής της Φλώρας, βρισκόταν από την άλλη μεριά της πόλης, σε μια περιοχή που ο Εδουάρδος ήξερε ελάχιστα, γιατί ποτέ του δεν είχε χρειαστεί να πάει κατά κει, όταν υπηρετούσε ως καθηγητής γαλλικών στο εδώ γυμνάσιο.
Η ώρα όμως ήταν ακατάλληλη για επισκέψεις, γι’ αυτό αποφάσισε να γευματίσει στου «Γερμανού», μια εξοχική ταβέρνα δέκα λεπτά έξω από την πόλη. Εκεί πήγαινε συχνά στο παρελθόν με την αναρχική φιλόλογο Μαρτίνα, την οποία είχε κάνει το λάθος να ερωτευτεί.
Τώρα βέβαια, μετά από τόσα χρόνια, η ιστορία αυτή φάνταζε στο μυαλό του ως γοητευτική περιπέτεια, τότε όμως δεν ένιωθε καθόλου έτσι, καθώς η Μαρτίνα πρώτα του είχε εμπνεύσει σφοδρό πάθος και κατόπιν τον είχε εγκαταλείψει.
Στην ταβέρνα διάλεξε ένα τραπέζι δίπλα στο παράθυρο, για να βλέπει την ωραία θέα της εξοχής και για να μη βλέπει την παρέα που, καθισμένη στη μέση της αίθουσας, έπαιρνε με τον ανάλογο θόρυβο το γεύμα της, και παρασυρόμενος από τη γνωστή λαιμαργία του παράγγειλε λαγό με σκορδαλιά, μια σπεσιαλιτέ του καταστήματος για γερά στομάχια.
Τα παιδάκια που τριγύριζαν στα τραπέζια τσιρίζοντας τον εκνεύρισαν αρκετά. Έδωσε τόπο στην οργή και παραδόθηκε με ηδονή στο φαγητό, απολαμβάνοντας τη σπάνια γεύση του λαγού με σκορδαλιά – αν ήταν λαγός. Μια γεύση άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μορφή της Μαρτίνας.
Δυστυχώς γι’ αυτόν δεν ήταν πια τριάντα χρονών και η σπεσιαλιτέ του καταστήματος ερμηνεύτηκε από τον οργανισμό του ως επίθεση με τη μορφή βόμβας. Μισή ώρα αργότερα ο Εδουάρδος μπήκε σε μια λιγοθυμική σκοτοδίνη και πίστεψε ότι διήνυε τα τελευταία λεπτά της ζωής του. Πάνω στην κορύφωση της αγωνίας του χτύπησε το κινητό και ήταν πάλι η μητέρα του, η οποία ίσως από ένστικτο διαισθάνθηκε
τον κίνδυνο που διέτρεχε ο γιος της.
— Πού βρίσκεσαι, Εδουάρδε, και τι κάνεις; τον ρώτησε η διαπεραστική φωνή της, που τρύπησε το τύμπανο του αυτιού του.

Ο Εδουάρδος της έδωσε πλήρη αναφορά για την κατάστασή του κι εκείνη του έδωσε τηλεφωνικά τις πρώτες βοήθειες, αφού πρώτα τον επέπληξε για την επιπολαιότητά του να παραγγείλει ένα τόσο βαρύ φαγητό. Επιπολαιότητα ασυγχώρητη κατά τη γνώμη της, εφόσον ήταν πλέον σαράντα πέντε χρονών.
— Σαράντα τεσσάρων, τη διόρθωσε ο Εδουάρδος. Μετά το τηλεφώνημα ωστόσο άρχισε να αισθάνεται καλύτερα, πράγμα το οποίο οφειλόταν στις τρεις σόδες που ήπιε απανωτά και αναθάρρησε με τη σκέψη ότι η ζωή του θα συνεχιζόταν ακόμα επ’ αόριστον, επομένως μπορούσε να συνεχίσει την έρευνά του για τον Ελπήνορα.
Τα στοιχεία που είχε συλλέξει γι’ αυτό τον αφανή αγιογράφο ήταν εξαιρετικά λίγα και η επόμενη επίσκεψή του στο σπίτι της Πορφυρίας, αδελφής τής Φλώρας, συζύγου του Ελπήνορα που είχε φύγει στην Αμερική πριν από πολλά χρόνια, είχε ελάχιστες πιθανότητες να τον διαφωτίσει για την παράδοξη σύνθεση στο ναό του Αγίου Σεβαστιανού. Θα έκανε ωστόσο την προσπάθεια.
Επιστρέφοντας στην πόλη κατά τις τέσσερις το απόγευμα δεν πήγε στο ξενοδοχείο του να αναπαυτεί, όπως του είχε συστήσει η μητέρα του, αλλά προτίμησε να βολτάρει στους δρόμους, κρίνοντας πως ένας αργός και νωχελικός περίπατος θα βοηθούσε το στομάχι του να εξουδετερώσει γρηγορότερα το εκρηκτικό μείγμα που περιείχε.
Οι δρόμοι αυτή την ώρα ήταν σχετικά ήσυχοι, τα καταστήματα κλειστά και οι νεαροί στα νεανικά στέκια πολυπληθείς, όπως πάντα.
Ο Εδουάρδος σκέφτηκε ότι πολλά είχαν αλλάξει από την εποχή που υπηρετούσε εδώ ως καθηγητής και –ναι μεν η επαρχία έφερε το στίγμα της ανεξίτηλο, αλλά αν δεν πολυπρόσεχε κανείς τις λεπτομέρειες θα μπορούσε να ξεγελαστεί ότι περιδιάβαζε σε κάποια συνοικία της πρωτεύουσας.
Μετά από βόλτα μισής ώρας είχε καλύψει το κέντρο της πόλης και δεν είχε πού αλλού να πάει.
Αγόρασε μια εφημερίδα και κάθισε σε ένα υπαίθριο καφέ απέναντι από το πάρκο. Στα διπλανά τραπέζια οι νεαροί έλεγαν τις συνήθεις σαχλαμάρες και χαζογελούσαν.
Παράγγειλε καφέ και άνοιξε την εφημερίδα προσπαθώντας να συγκεντρωθεί στην ανάγνωση, αλλά αυτό δεν ήταν εύκολο με τους νεαρούς να οχλαγωγούν παραδίπλα. Την έκλεισε και άρχισε να χαζεύει περιμένοντας να περάσει η ώρα για να πάει να βρει την Πορφυρία, αδελφή της Φλώρας, συζύγου του Ελπήνορα.

Η Μαρτίνα δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη.
Αν ο Εδουάρδος διέθετε λίγη κακεντρέχεια, μια ιδιότητα που από μικρός είχε διδαχθεί να αποποιείται, θα μπορούσε να πει ότι η γυναίκα αυτή δεν του ταίριαζε από καμιά άποψη.
Ωστόσο αυτός την είχε ερωτευτεί, όπως συνήθιζε να κάνει πάντα. Η ατυχία του, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ήταν ότι η Μαρτίνα είχε αρχίσει να βαριέται πρώτη, πριν αυτός μπει στην αντίστοιχη διαδικασία. Για αρκετό καιρό μετά το χωρισμό τους ο Εδουάρδος υπέφερε κι έγραφε μελαγχολικούς ερωτικούς στίχους, μια πιστή απομίμηση των στίχων των αγαπημένων του ποιητών. Εντωμεταξύ η Μαρτίνα τριγύριζε στην πόλη με τον καινούργιο της φίλο, ένα νεαρό
σαν αυτούς εδώ στο διπλανό τραπεζάκι.
Της είχε γράψει κι ένα διήγημα. Κάπου έπρεπε να βρισκόταν αυτό ανάμεσα στα αμέτρητα ανέκδοτα χειρόγραφά του.
Κατά τις έξι έκρινε πως είχε έρθει η ώρα της δράσης. Πλήρωσε τον καφέ του και σηκώθηκε.

Το σπίτι της Πορφυρίας το βρήκε εύκολα ακολουθώντας το σχεδιάγραμμα του Σέργιου, στρίβοντας από το γωνιακό φούρνο αριστερά, προσπερνώντας ένα μανάβικο, ξαναστρίβοντας δεξιά και τελικά ρωτώ- ντας μια ηλικιωμένη γυναίκα που κοίταζε απλανώς τον έρημο δρόμο από το παράθυρό της.
Μπροστά στο σπίτι της Πορφυρίας μερικές καλοθρεμμένες μεσόκοπες είχαν βγάλει τις καρέκλες τους και κάθονταν στο δρόμο.

—Την Πορφυρία θέλετε; τον ρώτησαν απορημένες. Αυτή είναι τώρα τρία χρόνια πεθαμένη.
Ο Εδουάρδος σκέφτηκε ότι είχε χάσει το παιχνίδι και καιρός ήταν να σταματήσει να κάνει τον ντέτεκτιβ και να γυρίσει στην πρωτεύουσα και στα εγκαίνια της έκθεσης της μαμάς του.
—Είναι όμως εδώ η Ρόζα, η κόρη της, είπε μία και βάλθηκε να τη φωνάζει κοιτάζοντας προς το εσωτερικό του σπιτιού.
Η Ρόζα εμφανίστηκε με ένα μωρό στην αγκαλιά, αρκετά αναμαλλιασμένη και, σύμφωνα με τα πρότυπα της γειτονιάς, αρκετά χοντρή.
—Τι τη θέλατε τη μητέρα μου; ρώτησε δύσπιστα, καθώς το παρουσιαστικό του Εδουάρδου παρέπεμπε σε άλλα κοινωνικά πλαίσια.
Ο Εδουάρδος δίστασε προς στιγμήν. Μετά είπε:
—Μπορώ να σας μιλήσω ιδιαιτέρως;
Η Ρόζα υποχώρησε προς τα μέσα αφήνοντας πάντα ανοιχτή την πόρτα για κάθε ενδεχόμενο. Οι άλλες γυναίκες παρακολούθησαν βουβές την είσοδο του Εδουάρδου στο εσωτερικό του σπιτιού.
Μέσα στο σαλόνι η τηλεόραση έπαιζε δυνατά και απασχολούσε δύο μικρά που παρακολουθούσαν προσεχτικά τα τελευταία κατορθώματα ενός κακοποιού που έφτυνε με σιχασιά προς την κάμερα. Μια γενική ακαταστασία επικρατούσε στο χώρο με ετερόκλητα αντικείμενα ριγμένα το ένα πάνω στο άλλο που έδιναν έναν πλαστό τόνο φτώχιας, ενώ ο σωστός χαρακτηρισμός θα ήταν μιζέρια.
Ο Εδουάρδος κάθισε στο τραπέζι και ανεβάζοντας τη φωνή του για να καλύψει τη φωνή του δημοσιογράφου που ερχόταν από τη μακρινή πρωτεύουσα, εξήγησε στη Ρόζα τι ζητούσε.
—Α, είπε αυτή άχρωμα. Ο θείος Ελπήνορας.
—Μήπως κατά τύχη γνωρίζετε κάτι γι’ αυτόν; ρώτησε ο Εδουάρδος χωρίς ελπίδα.
Η Ρόζα γνώριζε αρκετά γι’ αυτόν αλλά αφορούσαν όλα στο παρελθόν του.
Τα περισσότερα τα ήξερε από τη μητέρα της, καθώς η θεία Φλώρα είχε φύγει μικρή για την Αμερική μαζί με τον άνδρα της μετά από πρόσκληση του θείου Αιμίλιου, που ζούσε στο Σικάγο. Τον Ελπήνορα τον θυμόταν ωστόσο, γιατί μετά από μερικά χρόνια ξαναγύρισε πίσω κουβαλώντας εκτός από τη θεία Φλώρα και όλο το νοικοκυριό τους και εγκαταστάθηκε στη γειτονιά ψάχνοντας μάταια για δουλειά.
Μετά από ένα-δυο χρόνια άσκοπων αναζητήσεων, ξαναπήρε τη θεία Φλώρα και γύρισαν στο Σικάγο, όπου έμειναν πάλι περίπου πέντε χρόνια και μετά ξαναήρθαν πίσω.
Επαναλήφθηκε η ίδια ιστορία, ο Ελπήνορας έψαχνε για δουλειά και η Φλώρα γκρίνιαζε και μετά πάλι τα ξαναμάζεψαν και γύρισαν στην Αμερική.
Όταν όμως ο Ελπήνορας ετοιμάστηκε για τρίτη φορά να κάνει το ταξίδι της επιστροφής, η Φλώρα πάτησε πόδι.
—Ξέρεις κάτι, Ελπήνορα, του είπε, εγώ θα μείνω εδώ γιατί βαρέθηκα αυτό το πηγαινέλα. Άμα θες εσύ να φύγεις, στο καλό και με την ευχή μου.
Και ο Ελπήνορας γύρισε αυτήν τη φορά μόνος του.
Η Ρόζα θυμόταν τα πικρόχολα σχόλια της μητέρας της σε βάρος του, ότι δηλαδή όχι πως ήταν κακός άνθρωπος, αλλά πάντως ήταν αλλοπαρμένος και δεν ήξερε τι ήθελε στη ζωή του, τίποτα δεν τον ικανοποιούσε και πουθενά δε ρίζωνε, σχόλια που δε θα μοιραζόταν φυσικά με τον άγνωστο αυτό κύριο που είχε ξεφυτρώσει από το πουθενά.
Γι’ αυτό είπε:
—Το μόνο που ξέρω είναι ότι μετά την οριστική του επιστροφή από την Αμερική εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα και δεν τον ξαναείδαμε ποτέ. Μπορεί κιόλας να έχει πεθάνει.
—Πώς θα μπορούσα άραγε να έρθω σε επαφή μαζί του; ρώτησε ο Εδουάρδος και συμπλήρωσε αμέσως:
—Αν βέβαια δεν έχει πεθάνει.
Η Ρόζα ετοιμάστηκε να του απαντήσει ότι δεν είχε ιδέα, αλλά δεν πρόλαβε, διότι το μωρό στην αγκαλιά της που τόση ώρα περίμενε υπομονετικά να του δώσουν σημασία, έχασε την υπομονή του κι έβαλε τα κλάματα.
Ο Εδουάρδος περίμενε με τη σειρά του υπομονετικά να το καθησυχάσει η μητέρα του κάνοντάς του διάφορα κόλπα που δεν τον ενδιέφεραν καθόλου. Στην οθόνη της τηλεόρασης έκανε εκείνη τη στιγμή παρέλαση η τελευταία κολεξιόν ενός εγχώριου μοντελίστα με την υπόκρουση εκκωφαντικής μουσικής που φαινόταν να δίνει μεγάλη ευχαρίστηση στα πιτσιρίκια.
—Θυμήθηκα τώρα, είπε ξαφνικά η Ρόζα, ενώ έχωνε στο στόμα του μωρού μια πιπίλα, ότι πριν από κάμποσα χρόνια είχε έρθει να μας δει ο γιος του Ελπήνορα.
Ο Εδουάρδος την κοίταξε εμβρόντητος.
—Γιος από άλλη γυναίκα, εξήγησε η Ρόζα. Την παντρεύτηκε όταν γύρισε πίσω και βγήκε το διαζύγιο με τη θεία μου.
Αυτή η νέα αποκάλυψη ζωντάνεψε τις ημιθανείς ελπίδες του Εδουάρδου.
—Μιλήστε μου γι’ αυτόν, την ενθάρρυνε αγνοώντας τις απεγνωσμένες προσπάθειες του μωρού να πηδήξει έξω από την ασφυκτική αγκαλιά της μάνας του.
Η Ρόζα συνέχισε:
—Είχε έρθει να μας δει, όταν υπηρετούσε τη θητεία του και τον είχαν μεταθέσει εδώ για ένα διάστημα. Τον είχε στείλει ο Ελπήνορας να μας δώσει χαιρετισμούς και να μάθει νέα της Φλώρας. Είχε αφήσει μάλιστα και το τηλέφωνό του, αλλά πού να είναι τώρα αυτό, δεν ξέρω. Μετά το θάνατο της μητέρας μου, πετάξαμε πολλά πράγματα.
Ο Εδουάρδος την κοίταξε σχεδόν ικετευτικά:
—Αν κάνατε μια προσπάθεια; Ίσως βρίσκεται κάπου, σε κάποιο συρτάρι. Θα με υποχρεώνατε.
Η Ρόζα έμεινε για λίγο σκεφτική.
Μετά, με μια απροσδόκητη κίνηση απόθεσε στα χέρια του Εδουάρδου το μωρό και βάλθηκε να σκαλίζει τα συρτάρια ενός έπιπλου πίσω από την τηλεόραση. Παράλληλα κάτι έλεγε στον Εδουάρδο που ήταν αδύνατον να ακουστεί, καθώς τώρα η τηλεόραση αναμετέδιδε βροντερά το τελευταίο σουξέ μιας τραγουδίστριας πολύ γνωστής που του διέφευγε όμως το όνομά της.
Το μωρό, εντωμεταξύ, έχοντας υποστεί ένα ελαφρό σοκ καθώς είχε αλλάξει χέρια, πέταξε την πιπίλα από το στόμα του και άρχισε να ουρλιάζει γοερά προς μεγάλη αμηχανία του Εδουάρδου.
Ευτυχώς αυτό δεν κράτησε για πολύ.
Η Ρόζα επέστρεψε στο τραπέζι κρατώντας ένα μικρό τεφτέρι και ξαναπήρε το μωρό στην αγκαλιά της.
Αυτό ησύχασε αμέσως.
—Αν υπάρχει το τηλέφωνο, πρέπει να είναι εδώ μέσα, είπε στον Εδουάρδο και του έδωσε το τεφτέρι. Για ψάξτε το όνομα Μάρκος.
Πέντε λεπτά αργότερα, ο Εδουάρδος διέκρινε ανάμεσα σε ποικίλα ορνιθοσκαλίσματα το όνομα Μάρκος και δίπλα έναν επταψήφιο αριθμό τηλεφώνου. Είχε πλησιάσει τελικά πολύ κοντά στον αγιογράφο.

Η τρίτη και τελευταία καταιγίδα της περιοχής περίμενε τον Εδουάρδο στην εθνική που οδηγούσε στην πρωτεύουσα, μια ώρα αφότου είχε εγκαταλείψει την επαρχιακή πόλη καθώς και τη γλυκερή ανάμνηση της Μαρτίνας.
Τα πράγματα σκοτείνιασαν σχεδόν απότομα και πριν το καταλάβει μπήκε στην καρδιά της καταιγίδας, που απείλησε πολύ σοβαρά την αργόσχολη ζωή του.
Το νερό έπεφτε από τον ουρανό σε τέτοιες ποσότητες που οι υαλοκαθαριστήρες του αυτοκινήτου δεν προλάβαιναν να το σαρώσουν και η ορατότητα που ήταν έτσι κι αλλιώς περιορισμένη από τη σκοτεινιά, μειώθηκε σχεδόν στο μηδέν.
Ο Εδουάρδος για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε τόσο μεγάλο τρόμο. Αυτό ήταν η αιτία που δεν μπορούσε να θυμηθεί ποια κουμπιά έπρεπε να πατήσει για να φύγει από το παρμπρίζ η θολούρα κι έτσι σιγά-σιγά βυθιζόταν σε μια εσωτερική καταχνιά εξίσου τρομαχτική με αυτήν που επικρατούσε έξω από το αυτοκίνητο.
Αναγκάστηκε να ανοίξει τα παράθυρα, μήπως κι έτσι καθαρίσουν τα τζάμια, αλλά μαζί με τον αέρα μπήκε μέσα και η βροχή και τον έκανε μούσκεμα.
Το παρμπρίζ πάντως απέκτησε μια υποτυπώδη διαύγεια. Τότε είδε ο Εδουάρδος τις μεγάλες κοτρόνες που είχαν κατρακυλήσει από το βουνό και κείτονταν στη μέση του δρόμου. Ο τρόμος του έγινε πανικός και στην προσπάθειά του να τις αποφύγει έκανε μερικά ζικ ζακ, όταν άκουσε στο βάθος τής μαινόμενης καταιγίδας μια αχνή κόρνα αυτοκινήτου και είδε να περνά από δίπλα του, σαν φάντασμα μέσα στην ομίχλη, μια τεράστια νταλίκα.
Είχε σωθεί την τελευταία στιγμή από βέβαιο θάνατο και ασφαλώς ο οδηγός της νταλίκας θα τον στόλιζε τώρα με τα χειρότερα επίθετα.
Παρά ταύτα βρισκόταν ακόμα στο έλεος των θανάσιμων πιθανοτήτων, γι’ αυτό έκανε δεξιά και σταμάτησε στην άκρη του δρόμου, χωρίς να έχει ιδέα πού βρίσκεται. Το στόμα του ήταν ξερό. Η βροχή τον είχε μουσκέψει ως το κόκαλο, όμως κάθε φορά που έκλεινε τα παράθυρα, ένιωθε πνιγηρή ζέστη.
Μην έχοντας τι άλλο πρακτικότερο να κάνει για να σώσει τη ζωή του, άρχισε να προσεύχεται σιωπηρά στον Άγιο Σεβαστιανό, ενώ η θαμπάδα από τα τζάμια έφευγε σιγά-σιγά και το παρμπρίζ τού έδωσε τις πρώτες διαυγείς εικόνες του έξω κόσμου.
Η βροχή εξακολουθούσε να πέφτει σε τεράστιες ποσότητες, συνοδευόμενη από το χαρακτηριστικό της βρόντο, ενώ στο βάθος τα μελανά σύννεφα που αιωρούνταν λίγα μέτρα πάνω από τη γη αναβόσβηναν μέσα στις αστραπές και τους κεραυνούς.
Ο δρόμος ήταν έρημος. Πού και πού κάποιο αμάξι με αναμμένα τα φώτα προσπερνούσε μουδιασμένο και χανόταν χωρίς θόρυβο μέσα στην ομίχλη.
Γύρω, όσο μπορούσε να διακρίνει μέσα σ’ αυτόν το χαλασμό, απλώνονταν έρημα χωράφια, παραδομένα στη μανία της φύσης, αλλά εξοικειωμένα με τέτοια φαινόμενα και γι’ αυτό αδιάφορα.
Ο Εδουάρδος έκανε το σταυρό του.
Τουλάχιστον στο σημείο που είχε παρκάρει, δεν υπήρχαν κοτρόνες. Αν ήταν τυχερός και δεν τον παράσερνε κανένας ξαφνικός χείμαρρος που θα ερχόταν από το πουθενά, θα καθόταν εδώ ήσυχος και βρεγμένος μέχρι να ολοκληρωθεί το φαινόμενο και μετά θα συνέχιζε το ταξίδι του.
Ίσως συνέργησε και σ’ αυτό ο Άγιος Σεβαστιανός, πάντως σε λίγη ώρα η καταιγίδα κόπασε και ο Εδουάρδος, έχοντας σώσει για δεύτερη φορά τη ζωή του μετά το λαγό με σκορδαλιά, έβαλε μπρος τη μηχανή και ξεκίνησε.
Στην πρωτεύουσα έφτασε όταν νύχτωνε και ήταν μια βραδιά υπέροχη, γλυκιά και ζεστή, με την άνοιξη να διανύει τις πρώτες μέρες της φετινής χρονιάς.

Η Ιουλία απόψε δικαίωνε τη ζωή της, κάτι που φρόντιζε να επαναλαμβάνει μια φορά κάθε τρία τέσσερα χρόνια, όποτε έκρινε ότι είχε δημιουργήσει αρκετά έργα για να τα παραδώσει στην ανθρωπότητα.
Παρ’ όλα αυτά δεν έτρεφε αυταπάτες.
Κανείς τεχνοκριτικός δεν είχε καταδεχτεί ποτέ να ασχοληθεί με το έργο της και η ίδια δεν είχε τόσο υψηλές φιλοδοξίες. Της αρκούσε αυτή η αναταραχή που προκαλούσε στο μικρόκοσμό της καθώς και οι έπαινοι των φίλων της, οι οποίοι καλό θα ήταν να αγόραζαν και κανένα πίνακά της πότε-πότε.
Απόψε πάντως, στο πλευρό του χρόνιου συντρόφου της Βίκτωρα και με τα βραχιόλια της να σκορπούν γύρω μελωδικά κουδουνίσματα, θα μπορούσε να αποκαλέσει τον εαυτό της ευτυχή. Φίλοι, γνωστοί και φίλοι γνωστών και φίλων είχαν έρθει για να συμμετάσχουν στη δική της οπτική του κόσμου, όπως αυτή έβγαινε μέσα από τα πινέλα και τις μπογιές της, με τη μορφή νεκρών φύσεων, μεσογειακών τοπίων και γραφικών χωριατόσπιτων με πέτρινες αυλές, μαντρότοιχους, ξύλινα τραπέζια και κοιμώμενες γάτες.
Την ευτυχία της σκίαζε μόνο μια μικρή λεπτομέρεια: η απουσία του γιου της Εδουάρδου που της είχε τηλεφωνήσει προ δύο ωρών, ότι μόλις είχε επιστρέψει από ένα ακόμα τρελό ταξίδι του στην ορεινή επαρχία και θα ερχόταν στα εγκαίνια λίγο καθυστερημένος.
Εντωμεταξύ η ώρα περνούσε εν μέσω φιλοφρονήσεων και ξηρών καρπών.
Κατά τις δέκα και μισή, ο Εδουάρδος έκανε την εμφάνισή του. Κομψός όπως πάντα, αν και λόγω της γνωστής λαιμαργίας του είχε αρχίσει να πλαδαρεύει κάπως στο στομάχι. Φίλησε τη μητέρα του στο δεξί και το αριστερό μάγουλο και στη συνέχεια επιδόθηκε σε αλλεπάλληλες χειραψίες. Όλοι μέσα στην αίθουσα ήταν λίγο πολύ γνωστοί. Όταν ξεμπέρδεψε από τις κοινωνικές του υποχρεώσεις ασχολήθηκε και με τη ζωγραφική της μητέρας του, την οποία έτσι κι αλλιώς γνώριζε από πρώτο χέρι. Τσίμπησε μερικά φιστίκια και έβαλε ουίσκι στο μοναδικό ποτήρι που είχε μείνει αχρησιμοποίητο.
Μετά πήρε κατά μέρος το Βίκτωρα.
Ο Βίκτωρας, συνταξιούχος διευθυντής τραπέζης, χήρος και ένθερμος θαυμαστής της τέχνης της Ιουλίας, δυσαρεστήθηκε ελαφρά με την απομόνωση που του επέβαλε ο Εδουάρδος διότι μια τέτοια βραδιά, αφιερωμένη στη δόξα της συντρόφου του, έπρεπε κανονικά να περιφέρεται ανάμεσα στον κόσμο και να καλλιεργεί κοινωνικές σχέσεις αντί να συνωμοτεί με τον Εδουάρδο σε μια απόμερη γωνιά της γκαλερί.
Άκουσε ωστόσο με προσοχή την αφήγησή του, ενώ παράλληλα το μάτι του περιέτρεχε την αίθουσα για να μην του ξεφύγει τίποτα από τα τεκταινόμενα. Όταν αυτός τέλειωσε, σήκωσε το δεξί του φρύδι και είπε:
—Ελπήνορας; Τι παράξενο όνομα. Γνωρίζεις βέβαια τον ομηρικό Ελπήνορα που είχε πεθάνει αλλά δεν είχε ταφεί και τριγύριζε η ψυχή του στον επάνω κόσμο χωρίς να βρίσκει ανάπαυση.
Ο Εδουάρδος δεν είχε μελετήσει Όμηρο, εκτός από κάτι αποσπάσματα που είχε διαβάσει, όταν ήταν φοιτητής και που δεν τα θυμόταν τώρα καθόλου. Εντρυφούσε όμως με ζήλο στη σύγχρονη ποίηση και κάπου εκεί είχε συναντήσει το όνομα του Ελπήνορα, αλλά, όπως ομολόγησε με ειλικρίνεια στο Βίκτωρα, δε θυμόταν καλά την περίπτωση.
—Αλλά δεν είναι αυτό που έχει σημασία τώρα, είπε. Σου μιλώ για μια εικόνα που παριστάνει το Χριστό ως ενήλικα να κρατά τον εαυτό του ως βρέφος. Πρόκειται για μια πρωτότυπη σύνθεση που κάτι θέλει να μας πει. Τι όμως; Για να το ανακαλύψω πρέπει να βρω οπωσδήποτε τον αγιογράφο και θα το κάνω αύριο κιόλας. Ελπίζω μόνο να μην έχει πεθάνει.
Η Ιουλία που αισθάνθηκε προδομένη, καθώς οι δυο πιο στενοί της άνθρωποι είχαν εγκαταλείψει τα δρώμενα της έκθεσης και είχαν απομονωθεί, τους πλησίασε αφήνοντας κουδουνιστούς ήχους γύρω της.
—Λέτε κάτι ενδιαφέρον εσείς οι δύο; ρώτησε, ενώ το στοργικό της βλέμμα αγκάλιαζε κτητικά τους δύο άνδρες της ζωής της.
Ο Βίκτωρας ανέλαβε να της εξηγήσει την υπόθεση.
—Ο Χριστός που κρατά το βρέφος Χριστό; έκανε η Ιουλία προσβεβλημένη. Τι ασυναρτησία είναι αυτή; Το Χριστό βρέφος μόνο η Μαρία έχει δικαίωμα να τον κρατά στην αγκαλιά της και κανείς άλλος. Ούτε καν ο θετός του πατέρας ο Ιωσήφ. Αυτή η ζωγραφιά που μου λέτε διασαλεύει την τάξη του κόσμου. Είναι βέβηλη.
—Είναι κι αυτό μια άποψη, έκανε συμβιβαστικά ο Βίκτωρας.
—Ωστόσο, κάτι θέλει να μας πει ο αγιογράφος, επέμεινε ο Εδουάρδος. Νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να το ψάξουμε.
Αλλά η Ιουλία απόψε, στα εγκαίνια της δικής της έκθεσης, δεν είχε σκοπό να ασχοληθεί περισσότερο με το έργο ενός άλλου ζωγράφου. Η ματιά της έπεσε στο ποτήρι με το ουίσκι που κρατούσε ο γιος της.
—Το αλκοόλ έχει πολλές θερμίδες, Εδουάρδε. Έχεις ένα μήνα να πατήσεις το πόδι σου στο γυμναστήριο. Τι θα γίνει μ’ αυτά τα παχάκια;
Και χτύπησε χαϊδευτικά το στομάχι του γιου της με το χέρι της, στο μεσαίο δάχτυλο του οποίου έλαμπε ένα ακριβό μεγάλο μονόπετρο.
Ύστερα τους παρέσυρε και τους δυο στο κέντρο της αίθουσας, όπου φλυαρούσε ευχάριστα ο κόσμος.
Την άλλη μέρα και πριν ξεκινήσει την αναζήτηση του Ελπήνορα στην πρωτεύουσα, ο Εδουάρδος φρόντισε να μάθει από την τηλεφωνική υπηρεσία, αν ίσχυε ο αριθμός τηλεφώνου του Μάρκου. Μια λεπτή γυναικεία φωνή τον πληροφόρησε ότι βεβαίως ίσχυε και του έδωσε και την αντίστοιχη διεύθυνση, η οποία έπεφτε αρκετά μακριά και συγκεκριμένα σε μια συνοικία εντελώς άγνωστή του, κοντά στο λιμάνι.
Ο Εδουάρδος, αντί να τηλεφωνήσει, πήρε το λασπωμένο από τις καταιγίδες αυτοκίνητό του και ξεκίνησε για μια νέα περιπέτεια. Σκέφτηκε πως μια συνάντηση πρόσωπο με πρόσωπο με το γιο του Ελπήνορα Μάρκο ήταν προτιμότερη.
Ταλαιπωρήθηκε αρκετά εννοείται μέσα στην κίνηση, διανύοντας χιλιόμετρα πυκνοκατοικημένων περιοχών και απομακρυνόμενος ολοένα και περισσότερο από τα μέρη που αναγνώριζε ως οικεία, μπαίνοντας σε λεωφόρους που αγνοούσε την ύπαρξή τους και στρίβοντας σε στενάκια όπου η διέλευση γινόταν προβληματική λόγω των αναρίθμητων παρκαρισμένων αυτοκινήτων. Κάθε τόσο ρωτούσε τους περαστικούς, για να διαπιστώσει αν ήταν σωστά προσανατολισμένος προς τη διεύθυνση του Μάρκου.
Μετά από δύο περίπου ώρες κατάφερε να πλησιάσει το στόχο του. Ήταν πια μεσημέρι, ώρα φαγητού δηλαδή, μια καλή σύμπτωση, εφόσον η διεύθυνση που του είχε δώσει η τηλεφωνική υπηρεσία αντιστοιχούσε σε ένα ψητοπωλείο, το οποίο έφερε την επιγραφή «ο Μάρκος». Αδιάψευστο τεκμήριο της καλής τύχης που συνόδευε την έρευνά του.
Η καλή του τύχη συνεχίστηκε με μια ελεύθερη θέση πάρκιγκ που βρισκόταν ακριβώς μπροστά στο ψητοπωλείο. Ο Εδουάρδος πάρκαρε ευτυχής και μπήκε στο μαγαζί.

Τα σουβλάκια του Μάρκου ήταν νόστιμα, το ίδιο και οι τηγανητές του πατάτες, ωραία κομμένες σε στρογγυλές, λεπτές φέτες και πασπαλισμένες με μπόλικο τυρί.
Ο Εδουάρδος γευμάτισε με όρεξη χωρίς να ενοχλείται από τις παρέες των αλλοδαπών που γευμάτιζαν στον ίδιο χώρο με κείνον. Ένιωσε μάλιστα αρκετά γραφικά. Θυμήθηκε το μελοποιημένο εκείνο ποίημα που άρχιζε με τους στίχους «Μες την υπόγεια την ταβέρνα, μες σε καπνούς και σε βρισιές», μόνο που τώρα αυτοί οι στίχοι αντιστοιχούσαν στους αλλοδαπούς και κρίμα που δεν ήξεραν το ποίημα.
Αλλά ο Μάρκος δεν ήταν εδώ.
Ο ψήστης ήταν ένας νεαρός γύρω στα είκοσι, οπότε αποκλείστηκε λόγω ηλικίας, διότι πότε να είχε πάει φαντάρος αυτός, το πολύ πριν δυο χρόνια. Η σερβιτόρα πάλι, ήταν μια σαραντάρα με ξενική προφορά και στο ταμείο καθόταν μια γυναίκα γύρω στα εξήντα.
Ο Εδουάρδος τέλειωσε το φαγητό του και περίμενε υπομονετικά. Για να περάσει η ώρα παρακολούθησε τις μεσημεριανές ειδήσεις από μια τηλεό- ραση που κρεμόταν ψηλά στον τοίχο. Κανένας δεν την πρόσεχε.
Μετά τους βομβαρδισμούς του τελευταίου πολέμου και τη νέα ανατίμηση των λαχανικών, το θέμα πέρασε στα νέα από το μέτωπο των κλωνοποιήσεων. Ένας ρασοφόρος διερρήγνυε το μελανό του ιμάτιο για τη βλάσφημη χρήση της ιατροτεχνολογίας κόντρα στη θέληση του Θεού.
—Και πού την ξέρει αυτός τη θέληση του Θεού, μήπως τον συνάντησε ποτέ του; είπε η σερβιτόρα με την ξενική προφορά μαζεύοντας τα πιάτα από το τραπέζι του Εδουάρδου και κοιτάζοντάς τον επίμονα, έτοιμη για φιλίες.
Αυτός δεν καταδέχτηκε να της απαντήσει, μόνο κούνησε αόριστα το κεφάλι του και θυμήθηκε την εικόνα του Χριστού που κρατούσε το βρέφος εαυτό του, μια πολύ μοντέρνα τελικά αλληγορία σχετικά με την κλωνοποίηση, που ήταν αδύνατον να είχε συλλάβει ο Ελπήνορας πριν από πενήντα τόσα χρόνια.
Παράγγειλε μια ακόμα μπίρα και παρακολούθησε με ενδιαφέρον το δελτίο καιρού που έλεγε ότι οι καταιγίδες κατέβαιναν τώρα προς τα νότια και θα έπλητταν σε λίγο την πρωτεύουσα.
Εντωμεταξύ ο Μάρκος, δηλαδή κάποιος που να έχει τις προδιαγραφές του, δε φαινόταν.
Μετά την τρίτη μπίρα και εφόσον η ώρα περνούσε χωρίς να γίνεται τίποτα, αναγκάστηκε να ρωτήσει τη γυναίκα στο ταμείο πού μπορούσε να βρει τον ιδιοκτήτη του ψητοπωλείου.
—Ο Μάρκος είναι πάνω, του είπε αυτή, και θα κατέβει μετά από ένα μήνα, διότι έσπασε τα πλευρά του πέφτοντας από το μηχανάκι και δεν μπορεί τώρα να κουνηθεί.
—Πού επάνω; ρώτησε ο Εδουάρδος.
Η γυναίκα τού έδειξε με το δάχτυλο τον επάνω όροφο.
—Μήπως θα μπορούσα να τον δω για λίγα λεπτά;
Αυτή σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου και πήρε έναν αριθμό.
—Κάποιος είναι εδώ και θέλει να σου μιλήσει, είπε στεγνά.
Γύρισε ύστερα προς το μέρος του:
—Ποιος είστε, ρωτά.
Ο Εδουάρδος είπε το όνομά του και πρόσθεσε:
—Δε γνωριζόμαστε, πείτε του. Πρόκειται για ένα θέμα προσωπικό.
Η γυναίκα επανέλαβε τα λόγια του Εδουάρδου στο τηλέφωνο.
—Εντάξει, του είπε. Θα ανεβείτε από τη σκάλα που είναι δίπλα στις τουαλέτες.
Ο Εδουάρδος έκανε μια υποχρεωτική υπόκλιση στη γυναίκα.
—Είστε η μητέρα του; ρώτησε ελπίζοντας ότι είχε μπροστά του τη σύζυγο του αγιογράφου.
—Όχι, είπε αυτή ξερά. Είμαι η πεθερά του.

Ο Εδουάρδος ανέβηκε με αρκετό τρακ τη σκάλα. Χτύπησε διακριτικά τη μισάνοιχτη πόρτα του διαμερίσματος.
Μια κοπέλα με μαύρα μαλλιά, δεμένα πρόχειρα σε αλογοουρά, τον υποδέχτηκε στο χολ και τον οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα, όπου κάτω από μια παρδαλή κουβέρτα αναπαυόταν ξαπλωμένος ανάσκελα ένας εύσωμος μελαχρινός άνδρας, γύρω στα τριάντα.
—Είστε ο Μάρκος; ρώτησε ο Εδουάρδος.
Ο άλλος έκανε ναι με το κεφάλι παρατηρώντας τον δύσπιστα.
—Δεν είσαι από την ασφαλιστική εταιρεία; ρώτησε.
Ο Εδουάρδος τον διαβεβαίωσε πως όχι, δεν ήταν, και ότι ο σκοπός της επίσκεψής του ήταν άλλος και ζήτησε την άδεια να καθίσει. Κατόπιν, ρίχνοντας μια ματιά στην κοπέλα που τον παρατηρούσε με περιέργεια, είπε:
—Πρόκειται για τον Ελπήνορα, τον πατέρα σας. Ο Μάρκος γούρλωσε προς στιγμήν τα μάτια. Ύστερα είπε:
—Τον πατριό μου, θες να πεις. Αυτός σήκωσε αμήχανα τους ώμους.
—Λουκία, γύρισε ο Μάρκος στην κοπέλα, κατέβα να βοηθήσεις τη μάνα σου στο ταμείο, γιατί θα τα κάνει πάλι θάλασσα.
Η κοπέλα εξαφανίστηκε.
—Και τώρα σ’ ακούω. Τι τον θες τον πατριό μου; Ο χρόνος του ρήματος, με τον οποίο διατυπώθηκε η ερώτηση, έδωσε την υπόνοια στον Εδουάρδο ότι ο Ελπήνορας βρισκόταν ακόμα ανάμεσα στους
ζωντανούς.
—Καταρχήν ζει; ρώτησε με ενδιαφέρον.
—Ζει βέβαια, έκανε ο Μάρκος και άφησε ένα βογκητό που οφειλόταν προφανώς στα σπασμένα πλευρά του.
Αυτή η απάντηση ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να περιμένει ο Εδουάρδος.
Άρχισε να διηγείται με θέρμη στον κατάκοιτο άνδρα την περιπέτειά του στο χωριό του Αγίου Σεβαστιανού και τις εν συνεχεία έρευνές του για τον εντοπισμό του Ελπήνορα, αρχής γενομένης από τον παπά του χωριού. Φρόντισε δε να δώσει ιδιαίτερη έμφαση στον αινιγματικό συμβολισμό που έκρυβε η παράσταση του Χριστού με το βρέφος εαυτό του και έκλεισε με τη γνωστή επωδό:
—Είμαι, ξέρετε, κι εγώ ζωγράφος.
Όση ώρα εκείνος αφηγούμενος περιφερόταν από το χωριό του Αγίου Σεβαστιανού στην παρακείμενη επαρχιακή πόλη και στα πρόσωπα, ζωντανά και πεθαμένα, που είχαν παίξει κάποιο ρόλο στη ζωή του Ελπήνορα, ο Μάρκος έκανε αστραπιαία την προσωπική του αναδρομή στο παρελθόν, η οποία ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τον πατριό του, τον οποίο είχε παντρευτεί η μητέρα του, όταν ο ίδιος ήταν ενός έτους. Έτσι είχε κουκουλωθεί το σκάνδαλο του εξώγαμου τέκνου, του οποίου ο πατέρας παρέμεινε για πάντα άγνωστος.
Κατόπιν η μητέρα του το έσκασε στην Αίγυπτο με κάποιον Αιγύπτιο και χάθηκαν και αυτής τα ίχνη. Ο Μάρκος έμεινε αμανάτι στον Ελπήνορα, ο οποίος, αν ήθελε, μπορούσε να τον παραδώσει στο ορφανοτροφείο και να ξεμπερδεύει.
Αντί γι’ αυτό ο Ελπήνορας μεγάλωσε το Μάρκο. Τον περιέβαλε με την ιδιότυπη στοργή του και τον ανέθρεψε με ανορθόδοξες μεθόδους που περιλάμβαναν ασκήσεις αυτοσυντήρησης. Του έλεγε τακτικά ότι, αν τύχαινε και πέθαινε αυτός κι έκλειναν το μικρό Μάρκο στο ορφανοτροφείο, έπρεπε να είναι έτοιμος και εξασκημένος για να κρατηθεί σ’ αυτό τον ξένο κόσμο, μέσα στον οποίο δεν υπήρχε κανένας δικός του.
Οι ασκήσεις αυτές ήταν ποικίλες: το αναμμένο κερί παραδείγματος χάριν ήταν, απ’ όσο μπορούσε τώρα να θυμηθεί ο Μάρκος, μια από τις πρώτες ασκήσεις, στις οποίες είχε υποβληθεί.
Άναβε ο Ελπήνορας το κερί και το ακουμπούσε στο τραπέζι. Έπειτα παρότρυνε το μικρό Μάρκο να πιάσει τη φλόγα με τα χέρια του. Εκείνος όμως φοβόταν και καλού κακού έκρυβε τις παλάμες του σταυρωτά μέσα στις μασχάλες του και δεν κουνιόταν.
Του έλεγε τότε ο Ελπήνορας:
—Βλέπεις, Μάρκο, πόσο σε προστατεύει ο φύλακας Άγγελός σου και πόσο σοφός είναι, αφού ξέρει πράγματα που δεν ξέρεις εσύ;
Του έδειχνε μετά μια εικονίτσα που παράσταινε ένα παιδάκι να περπατά στο δρόμο και πίσω του να στέκεται θεόρατος ο φύλακας Άγγελός του με απλωμένες τις φτερούγες του και να τον καλύπτει.
—Όλοι έχουμε από έναν τέτοιο Άγγελο, συνέχιζε το μάθημά του ο Ελπήνορας, αλλά δεν τον βλέπουμε, όχι γιατί είναι πίσω από την πλάτη μας, αλλά γιατί είναι μέσα μας. Αυτός ο Άγγελος, όταν είμαστε ορ φανά, μας αγαπά δυο φορές περισσότερο και μένει μέρα νύχτα ξάγρυπνος για να μας προσέχει και να μας σώζει από τον κίνδυνο. Και τώρα αυτός είναι που σου λέει να μην αγγίξεις τη φωτιά, γιατί θα κάψεις τα δαχτυλάκια σου. Στα λέω αυτά, γιατί εγώ αύριο κιόλας μπορεί να πεθάνω, αλλά εσύ να μη φοβάσαι. Ν’ ακούς τη φωνή του Αγγέλου και να την εμπιστεύεσαι γιατί αυτός σε αγαπά, όσο κανείς άλλος στον κόσμο.
Άλλοτε πάλι, που έκαναν βόλτα στο λιμάνι και χάζευαν τα καράβια που έρχονταν κι έφευγαν, ο Ελπήνορας έσπρωχνε μαλακά το Μάρκο, τάχα πως θα τον ρίξει στο νερό. Ο μικρός τραβιόταν από ένστιχτο προς τα πίσω και πάλι τότε του έλεγε:
—Βλέπεις, Μάρκο, πόσο πιο γρήγορα από σένα σκέφτεται ο Άγγελός σου και σε τραβά προς τα πίσω. Αν δεν υπήρχε αυτός, εσύ τώρα μπορεί και να είχες πέσει στο νερό, γιατί το μυαλό μας δουλεύει πιο αργά, ενώ ο Άγγελός μας σκέφτεται αστραπιαία.
Πολλές τέτοιες ασκήσεις του έκανε ο Ελπήνορας, όσο ο Μάρκος ήταν μικρός και δεν καταλάβαινε ακόμα πολλά πράγματα από αυτό τον κόσμο και μάλιστα, μια φορά τον είχε ανεβάσει σ’ ένα πολυώροφο κτίριο μιας ναυτιλιακής εταιρείας και τον είχε κρατήσει πάνω στο τοιχάκι της ταράτσας –κάτω στο δρόμο άνθρωποι κι αυτοκίνητα έμοιαζαν σαν μυρμήγκια– και τον ρώτησε:
—Τι σου λέει τώρα ο Άγγελός σου, Μάρκο;
—Μου λέει να μην πέσω, απάντησε ο Μάρκος.
—Πιστεύεις πως θα σε ξεγελάσει ποτέ και θα σου πει να πέσεις;
—Όχι, απάντησε ο μικρός, αυτό δε θα μου το πει ποτέ.
Και ο Ελπήνορας έδειξε πολύ ευχαριστημένος με αυτή την απάντηση.
—Ο μόνος που σ’ αγαπάει πραγματικά είναι αυτός, του είπε και τον κατέβασε από το τοιχάκι. Την ημέρα που γεννιόμαστε τον βάζει μέσα στο σώμα μας ο Θεός, επειδή Αυτός είναι πολυάσχολος και δε μας προλαβαίνει όλους, που είμαστε πολλά εκατομμύρια άνθρωποι. Και του δίνει το δικό μας όνομα. Έτσι ο δικός σου Άγγελος έχει το όνομα Μάρκος.
Ύστερα κατέβηκαν στην προκυμαία και βόλταραν τρώγοντας παγωτό.

Αυτή την παράδοξη αγωγή πήρε ο Μάρκος από τον πατριό του που φαινόταν να ανησυχεί συνέχεια ότι μπορεί να πέθαινε την άλλη μέρα. Πέρασαν όμως από τότε πάνω από είκοσι πέντε χρόνια και ο Ελπήνορας εξακολουθούσε να είναι ζωντανός και θαλερός.
Μόνο μια φορά το είχε παρακάνει, τότε που ο Μάρκος ήταν πια αγόρι γύρω στα δεκαπέντε και τα μαθήματα αυτοσυντήρησης είχαν προ πολλού ολοκληρωθεί, όταν ο Ελπήνορας έφερε στο σπίτι μια κούκλα-μωρό τυλιγμένη σ’ ένα γαλάζιο πανάκι και του είπε:
—Ένα τέτοιο μωρό είναι ο μικρός Μάρκος, αυτός που τώρα κοιμάται μέσα σου. Κράτησέ τον λίγο στα χέρια σου να δεις πώς είναι.
Αλλά εκείνος κατσούφιασε και κατέβασε το κεφάλι.
—Δεν είμαι κορίτσι εγώ να παίζω με τις κούκλες, είπε στον πατριό του.
—Ποιος είπε τέτοιο πράγμα, είπε ο Ελπήνορας και χαμογέλασε. Εσύ τώρα είσαι παλικαράκι και άρχισε το μουστάκι σου να μαυρίζει, παίρνεις σιγά-σιγά τη μορφή του Αγγέλου σου. Γιατί, καθώς χρόνο με το χρόνο θα γίνεσαι άντρας, ο Άγγελος που κρύβεται μέσα σου θα σου φανερωθεί και θα γίνεις εσύ ο Άγγελος του εαυτού σου, επειδή θα μπορείς πια να προστατεύεις μόνος σου τον εαυτό σου. Όμως τώρα κοιμάται μέσα σου ένα μωρό που έχει το όνομά σου. Πότε-πότε θα ξυπνά από τον ύπνο του και θα κλαίει και θα σου ζητά παράλογα πράγματα. Ό,τι και να του λες, αυτό δε θα καταλαβαίνει, επειδή είναι μωρό. Έχε το νου σου, Μάρκο, γιατί καμιά φορά το μωρό- εαυτός σου γίνεται πολύ επικίνδυνο.
Και απόθεσε στα χέρια του την κούκλα.
Τότε ήταν που του μίλησε και για την αγιογραφία στην εκκλησία του Αγίου Σεβαστιανού.

Ο Εδουάρδος είχε από ώρα τελειώσει τις δικές του πρόσφατες αναμνήσεις, σχετικά με την αγιογραφία. Κοίταζε ερωτηματικά το Μάρκο, που ήταν φανερό ότι ταξίδευε σε άλλο χωροχρόνο.
—Λοιπόν; έκανε σκύβοντας προς το μέρος του. Τα μάτια του Μάρκου ζωήρεψαν ξαφνικά και επικεντρώθηκαν στον επισκέπτη του.
—Την έχω δει αυτή την αγιογραφία, είπε στον Εδουάρδο. Είχα ανέβει μέχρι τον Άγιο Σεβαστιανό, τότε που υπηρετούσα στην περιοχή. Το ξέρεις πως ο πατριός μου δεν ξαναζωγράφισε από τότε;
—Θα πρέπει να του συνέβη κάτι συγκλονιστικό, σχολίασε ο Εδουάρδος περιμένοντας ανυπόμονα τις αποκαλύψεις του προγονού του Ελπήνορα.
Αλλά ο Μάρκος δεν είχε καμιά πρόθεση να αποκαλύψει σ’ έναν άγνωστο άνθρωπο τις ιδιορρυθμίες του πατριού του.
—Τίποτα συγκλονιστικό δεν του συνέβη. Ο Ελπήνορας ανακάλυψε ότι δεν είχε κλίση στη ζωγραφική και τα παράτησε.
—Και ο Χριστός με το βρέφος; Τι ήθελε να πει μ’ αυτό;
Ο Μάρκος πήρε έκφραση ειδήμονα:
—Ήθελε να πρωτοτυπήσει. Ήθελε να δείξει το Χριστό να παραδίδει τον εαυτό του στον κόσμο.
—Αυτό μόνο;
—Αυτό. Τι άλλο ήθελες δηλαδή;
Ο Εδουάρδος ένιωσε βαθιά απογοήτευση. Βέβαια από ένα λαϊκό τεχνίτη, όπως είχε αποδειχθεί ότι ήταν ο Ελπήνορας, δεν έπρεπε κανονικά να περιμένει τίποτα πιο περίπλοκο. Ωστόσο θα τον συναντούσε οπωσδήποτε, εφόσον ήταν ακόμα στη ζωή.
Τόσο κόπο είχε κάνει για χάρη του, μέχρι που κόντεψε να χάσει τη ζωή του μέσα στη χθεσινή καταιγίδα – για να μην πει και για το λαγό με σκορδαλιά.
—Πώς μπορώ να συναντήσω τον πατριό σας; ρώτησε το Μάρκο.
—Το θέμα είναι πού μπορείς να τον βρεις τέτοια ώρα. Θα γυρίζει μάλλον στο λιμάνι και θα βλέπει τα πλοία που σαλπάρουν για τα νησιά.
—Μπορώ να τον περιμένω κάτω στο μαγαζί, είπε ο Εδουάρδος.
Ο Μάρκος έμεινε για λίγο σκεφτικός.
—Κάνε μια βόλτα στις αποβάθρες. Κάπου θα τον βρεις να πίνει καφέ και να χαζεύει την κίνηση.
—Δυστυχώς δεν μπορώ να τον αναγνωρίσω. Δεν τον έχω δει ποτέ μου, είπε ο Εδουάρδος.
—Δεν υπάρχει πρόβλημα, όλοι γνωρίζουν τον Ελπήνορα. Δεν έχεις παρά να ρωτήσεις. Εξάλλου θα τον καταλάβεις αμέσως από τη μακριά γενειάδα του.
Ο Εδουάρδος σηκώθηκε άκεφα από την καρέκλα.
Ήταν φανερό ότι ο τραυματίας ήθελε να αναπαυθεί και ο ίδιος δεν ήταν παρά ένας άγνωστος που δεν μπορούσε να θέτει τους όρους του στα ξένα σπίτια.
—Πώς το πάθατε; ρώτησε δείχνοντας αόριστα με το χέρι του το σώμα του Μάρκου.
—Ξύπνησε το μωρό και ήθελε να κάνει κόντρες.
—Ποιο μωρό;
Ο άλλος χαμογέλασε με κατανόηση:
—Πέρασα με κόκκινο και πήγα κι έπεσα πάνω σ’ ένα ταξί. Αυτά παθαίνει όποιος δεν έχει μυαλό, είπε.
—Περαστικά, ευχήθηκε ο Εδουάρδος και βγήκε από το διαμέρισμα.

Στο λιμάνι, ευτυχώς, δεν επικρατούσε η τρελή κίνηση που ήξερε ο Εδουάρδος από τα δικά του ταξίδια, όταν κατέβαινε για να πάει διακοπές σε κάποιο νησί του αρχιπελάγους.
Ο κόσμος φύλαγε την όρεξή του για το επερχόμενο Πάσχα και μια μέρα καθημερινή σαν κι αυτή τα ιδιωτικά αυτοκίνητα και οι νταλίκες που περίμεναν να κατέβουν στα βάθη των πλοίων ήταν μετρημένα.
Εντωμεταξύ στον ουρανό, όπως είχε προβλέψει η μετεωρολογική υπηρεσία, τα μελανά σύννεφα φάνη καν να έρχονται απειλητικά. Σε λίγη ώρα θα ξεσπούσε η καταιγίδα.
Ο Εδουάρδος περιπλανήθηκε στις αποβάθρες ρωτώντας για τον Ελπήνορα στις καντίνες που σέρβιραν καφέ δίπλα στα αγκυροβολημένα πλοία και ελέγχοντας συγχρόνως με το μάτι τους πελάτες. Προς το παρόν δεν έβλεπε κανένα γέροντα με μακριά γενειάδα. Οι απαντήσεις που έπαιρνε ήταν απογοητευτικές: σήμερα ο Ελπήνορας δεν είχε περάσει αποκεί.
Παράλληλα, οι άνδρες του Λιμενικού τού σφύριζαν δαιμονισμένα και του φώναζαν να πάρει το αμάξι του και να φύγει από τη μέση, αφού δεν επρόκειτο να ταξιδέψει. Ο Εδουάρδος ένιωσε τα νεύρα του να τεντώνονται. Προς στιγμήν έχασε το ηθικό του.
Η ώρα περνούσε και είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, κυρίως λόγω της μελανής καταιγίδας που ετοιμαζόταν να πλήξει με σφοδρότητα το λιμάνι. Ο Εδουάρδος άφησε να του ξεφύγει μια βρισιά, πράγμα που δε συνήθιζε, και κατευθύνθηκε έξω από τις αποβάθρες ψάχνοντας για καμιά ελεύθερη θέση πάρκιγκ στους κοντινούς δρόμους.
Ήταν τυχερός. Βρήκε χώρο και πάρκαρε το αυτοκίνητό του. Ξαναγύρισε ύστερα τρέχοντας στην τελευταία αποβάθρα που του είχε απομείνει, από την οποία ξεκινούσαν τα υπερμεγέθη πλοία που κατέβαιναν στο Μεγάλο Νησί.
Οι πρώτες στάλες τον βρήκαν τη στιγμή που έμπαινε στο καφενείο τής αποβάθρας, έναν ψυχρό και κακοφωτισμένο χώρο με λίγους σχετικά θαμώνες.
Η είσοδός του συνοδεύτηκε από ένα μπουμπουνητό του ουρανού, γεγονός εντελώς συμπτωματικό, γιατί ο Εδουάρδος είχε επίγνωση της ασημαντότητάς του μέσα στον απέραντο κόσμο, στον οποίο περιφερόταν εδώ και σαράντα τέσσερα χρόνια.
Ο νεαρός πίσω από τον πάγκο τού έφτιαξε καφέ, ένα νερουλό κατασκεύασμα, και στην ερώτησή του
«μήπως ξέρετε, αν είναι εδώ ο Ελπήνορας;», του έδειξε στο βάθος λέγοντας:
—Εκεί είναι.
Ο Εδουάρδος γύρισε το βλέμμα κατακεί και διέκρινε ανάμεσα στους λιγοστούς θαμώνες το γέροντα με τη μακριά γενειάδα.

— Πώς είπες πως σε λένε; ρώτησε τον Εδουάρδο ο Ελπήνορας παρατηρώντας τον με τα θολά μπλε μάτια του.
Ο Εδουάρδος επανέλαβε το όνομά του και του εξήγησε το λόγο για τον οποίο τον έψαχνε εδώ και τέσσερις ημέρες.
Ο Ελπήνορας τον άκουγε σκυφτός κουνώντας πότε-πότε το κεφάλι του, ενώ έξω η βροχή είχε δυναμώσει απότομα μέσα σε λίγα λεπτά και είχε γίνει καταιγίδα με τις γνωστές αστραπές, τις βροντές και τους κεραυνούς της.
Κάποιοι μπήκαν μουσκεμένοι στο καφενείο συζητώντας ζωηρά για την απαγόρευση του απόπλου λόγω των έκτακτων καιρικών φαινομένων.
Ο Ελπήνορας σήκωσε το βλέμμα και είδε από τα θαμπά τζάμια το ολόφωτο πλοίο που στεκόταν αδρανοποιημένο μέσα στην ασφάλεια του λιμανιού.
Άθελά του έκανε τους συνειρμούς του και ταυτοποιήθηκε με το καράβι εκεί έξω που ήθελε πάρα πολύ να αποπλεύσει, όμως οι ανώτεροι δεν του το επέτρεπαν. Θα έφευγε ωστόσο κάποια στιγμή, αργά τη νύχτα ή έστω την άλλη μέρα.

Εκείνος περίμενε το δικό του απόπλου εδώ και πενήντα χρόνια, αλλά ο δικός του Ανώτερος δεν του έδινε την πολυπόθητη άδεια.
— Ώστε σου έκανε εντύπωση αυτή η παράσταση του Χριστού με το βρέφος, είπε στον άγνωστό του κύριο, που του είχε κάνει την τιμή να τον αναζητήσει ξεκινώντας από το Βορρά και φτάνοντας ως το Νότο.
Ο Εδουάρδος, μέσα στον ενθουσιασμό του, άρχισε να του αναπτύσσει τις δικές του ιδέες περί συμβολισμού, όπως τις είχε διαμορφώσει από τα ανάλογα βιβλία τέχνης που διάβαζε, πιστεύοντας ότι με τον τρόπο αυτό θα παρέσυρε το γέροντα σε προσωπικές εξομολογήσεις που θα φώτιζαν σε βάθος την αλληγορική εκείνη σύνθεση.
Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο γέροντας αυτός, πρώην αγιογράφος, είχε μια ευγένεια στο παρουσιαστικό του, που δεν οφειλόταν μόνο στην πλούσια λευκή γενειάδα του, στο μακρύ λιπόσαρκο κορμί του και τα φθαρμένα ρούχα του που θύμιζαν μορφή από μυθιστόρημα του δέκατου ένατου αιώνα. Δεν είχε πάντως καμιά ομοιότητα με τους ανθρώπους που είχαν αποτελέσει μέρος της καθημερινότητάς του, όπως παραδείγματος χάριν, ο σουβλατζής προγονός του Μάρκος ή ο Σέργιος, ο τζακάς ή η χοντρή Ρόζα, η ανιψιά της πρώτης γυναίκας του Φλώρας ή ακόμα και η φοβερή γρια-Μιχαέλα, η προ πολλών δεκαετιών ερωμένη του.

—Νομίζω, είπε ο Εδουάρδος στο γέροντα, ότι σε κείνη εκεί τη σύνθεση στον Άγιο Σεβαστιανό, θέλατε να πείτε κάτι περισσότερο από αυτό που μου εξήγησε ο Μάρκος. Εν πάση περιπτώσει είναι μια σύνθεση εξαιρετικά πρωτότυπη. Πώς τη σκεφτήκατε αλήθεια;
—Με κερνάς ένα κονιάκ; ρώτησε ο Ελπήνορας.
Ο Εδουάρδος έσπευσε στο βάθος του καφενείου και περίμενε αυτοπροσώπως να παραλάβει το δίσκο. Είχε την προαίσθηση ότι τώρα εδώ θα άκουγε ενδιαφέρουσες εξομολογήσεις από το γέροντα Ελπήνορα.
Συνεργούσε σ’ αυτό και η ατμόσφαιρα που είχε απόψε κάτι το μαγικό με την καταιγίδα απέξω να μαίνεται, τα καράβια να παραμένουν δεμένα στα λιμάνια, τους θαμώνες να συζητούν χαμηλόφωνα μέσα στην κακοφωτισμένη σάλα και το κινητό του να κουδουνίζει ξαφνικά και να είναι πάλι η μητέρα του.
—Πού γυρίζεις μέσα σ’ αυτόν το χαλασμό, Εδουάρδε; Θέλεις να με κάνεις καρδιακή;
—Είμαι μια χαρά, μαμά, είπε αυτός ψιθυριστά γυρίζοντας την πλάτη προς το νεαρό καφετζή που ετοίμαζε το δίσκο.
Η μητέρα του τον έλουσε με μια σειρά τρυφερών επιπλήξεων και του συνέστησε να μην το κουνήσει από όπου κι αν βρισκόταν, μέχρι να κοπάσει η μπόρα.
Ο Εδουάρδος έριξε μια ματιά στο γερο-Ελπήνορα που περίμενε ήσυχος στο τραπέζι του και της υποσχέθηκε ότι θα τηρούσε κατά γράμμα τις συμβουλές της.

Ο Ελπήνορας, την ίδια στιγμή, λόγω της αιφνίδιας εισβολής αυτού του άγνωστου άνδρα στη ζωή του, έκανε αναπόφευκτα τις δικές του σκέψεις. Αυτές που δεν είχε ποτέ μοιραστεί με κανέναν από τότε που, υποκύπτοντας σε μια έμπνευση της στιγμής, είχε ζωγραφίσει την παράδοξη σύνθεσή του στον Άγιο Σεβαστιανό και είχε έτσι ολοκληρώσει νωρίς-νωρίς το σκοπό για τον οποίο είχε έρθει σ’ αυτό τον κόσμο.
Το ότι υπήρξε ορφανός, ότι δηλαδή δεν έμαθε ποτέ ποιοι ήταν αυτοί που τον έπλασαν, ήταν στα πρώτα χρόνια της ζωής του ένα βαρύ και θλιβερό φορτίο. Με τον καιρό είχε μάθει να το υπομένει στηριζόμενος στις δυνάμεις του, μέχρι που αυτό έχασε εντελώς το βάρος του. Έτσι ο Ελπήνορας απέκτησε σιγά-σιγά μια αίσθηση απεριόριστης ελευθερίας, όπως περίπου ένας αστροναύτης που περιστρέφεται αβαρής μέσα στο αχανές διάστημα και δεν υπάρχει τίποτα μεγάλο και σταθερό κοντά του για να τον τραβήξει με το νόμο της παγκόσμιας έλξης.
Έτσι ένιωθε εδώ και δεκαετίες ο Ελπήνορας, ελαφρός και χωρίς ρίζες, σαν ένα χνούδι περιφερόμενο πάνω από το βαρύ, ασάλευτο κόσμο. Είχε μάθει να μη δένεται με ανθρώπους, με τόπους και με πράγματα, ελεύθερος επομένως από κάθε καταναγκασμό και από κάθε δεσμό που θα απειλούσε την αχανή μοναξιά του.
Ύστερα, αυτή η αίσθηση της άναρχης ελευθερίας τον οδήγησε σταδιακά στη μάλλον βλάσφημη θέση ότι είχε μία τουλάχιστον ιδιότητα κοινή με το Θεό, ο οποίος ήταν αγέννητος, δηλαδή δεν τον είχε πλάσει κανένας. Έπρεπε επομένως και ο Θεός να είχε την ίδια αίσθηση άναρχης ελευθερίας και μάλιστα στο πολλαπλάσιο, εφόσον, πριν φτιάξει τον κόσμο, αιωρούνταν στο άπειρο μόνος και αυτάρκης.
Όμως, για κάποιο λόγο που ο Ελπήνορας ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει –πώς ήταν δυνατό να γίνει άλλωστε διαφορετικά, εφόσον εδώ επρόκειτο για τη σκέψη του Θεού–, Εκείνος πήρε την απόφαση και κόπηκε στα δυο γενόμενος ταυτόχρονα Πατέρας και Υιός, γενόμενος δηλαδή Πατέρας του εαυτού του.
Αυτή ήταν η Πρώτη Γέννηση, η Γέννηση προ Πάντων των Αιώνων που ο Ελπήνορας ζωγράφισε στο ναό του Αγίου Σεβαστιανού, πίσω από τον Ευαγγελισμό που προέλεγε τη Δεύτερη Γέννηση του Θεού στον κόσμο των ανθρώπων. Και όταν ο Υιός ήρθε στον κόσμο των ανθρώπων ως μωρό, είχε πάντα μέσα του τον εαυτό του ως Πατέρα, το μοναδικό του προστάτη που τον έσωζε από τους κινδύνους τού κόσμου τούτου.
Τον προστάτεψε όμως ως το τέλος;

Εδώ η σκέψη του Ελπήνορα ξέφευγε τελείως από την ορθόδοξη πίστη, γιατί πίστευε πως ο Υιός έκανε το Θέλημα του εαυτού Πατρός του και σταυρώθηκε. Ένα θέλημα που ήταν διαφορετικό από αυτό του Υιού. Ο Πατέρας-εαυτός είχε γίνει τελικά ο θύτης του Υιού-εαυτού του.
Ποτέ δεν τόλμησε βέβαια να μοιραστεί με κανέναν τις ανίερες σκέψεις του που, κατά κάποιο τρόπο, τον ταύτιζαν με το Θεό, καθώς κι εκείνος είχε υποχρεωθεί να γίνει πατέρας του εαυτού του για να αντέξει στον άφιλο κόσμο, στον οποίο είχε γεννηθεί ολομόναχος.
Μόνο που από τότε δεν αγιογράφησε ποτέ ξανά. Δεν είχε νόημα να καταναλώνεται σε αντιγραφές, εφόσον από τα είκοσι πέντε του χρόνια είχε κιόλας φτιάξει το κορυφαίο του έργο.
Από τότε, όποτε προσεύχεται, ζητά από το Θεό να τον πάρει κοντά του, μια και ό,τι είχε να κάνει πάνω στη γη το είχε ολοκληρώσει τότε, στον Άγιο Σεβαστιανό.
Εκείνος, όμως, του το αρνιόταν και παρέτεινε τη ζωή του, βάζοντάς τον συνέχεια στον πειρασμό να απλώσει ρίζες και να ενωθεί με τους ανθρώπους ή να δώσει μόνος του ένα τέρμα στη ζωή του επαναλαμβάνοντας το παιχνίδι θύματος και θύτη, όπως είχε κάνει και Αυτός με τον Εαυτό του.
Δε θα υπέκυπτε, όμως, ποτέ στη γοητεία αυτού του πειρασμού. Θα έμενε για πάντα διχοτομημένος, πατέρας και γιος του εαυτού του, ισορροπώντας ανάμεσα στα δυο του κομμάτια και περιμένοντας το φυσικό του θάνατο, αρνούμενος να μιμηθεί το παράδειγμα του Θεού του.

Ο Εδουάρδος επέστρεψε κρατώντας το δίσκο και τον απόθεσε στο τραπέζι.
—Λοιπόν; ρώτησε με ζωηρό ενδιαφέρον τον Ελπήνορα, και κάθισε απέναντί του.
—Λοιπόν, εις υγείαν, είπε ο γέρος και κατάπιε με ευχαρίστηση το κονιάκ.
Ο Εδουάρδος δεν ξεκόλλησε το βλέμμα από πάνω του.
—Δεν έχω τίποτα περισσότερο να σου πω, απ’ ό,τι σου είπε ο Μάρκος, είπε ο Ελπήνορας στον άγνωστό του συνομιλητή, ακουμπώντας το ποτήρι στο τραπέζι. Ήμουν τότε ένας αυθάδης νεαρός που ήθελε να πρωτοτυπήσει. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, βρίσκω πως αυτή η ζωγραφιά ήταν ανόητη. Απορώ μάλιστα πώς δεν την έχουν ακόμα σβήσει.
Ο Εδουάρδος τον κοίταξε με απογοήτευση:
—Δηλαδή, θέλατε να δείξετε την εθελούσια προσφορά του Χριστού στην ανθρωπότητα; Αυτό μόνο;
—Τι άλλο; είπε ο γέρος.
Ο Εδουάρδος ρούφηξε το κονιάκ του κοιτάζοντας από τα θολά τζάμια το ολόφωτο πλοίο, ακινητοποιημένο μέσα στα ασφαλή νερά του λιμανιού. Άθελά του ταυτίστηκε μ’ αυτό κάνοντας τη σκέψη ότι κάποτε έπρεπε κι εκείνος να αποπλεύσει από την ασφαλή μητρική αγκαλιά, να φτιάξει την οικογένειά του και να σταματήσει αυτές τις ανόητες περιπέτειες που το μόνο που επιβεβαίωναν ήταν η κενότητα της προσωπικής του ζωής.
—Ήταν πάντως μια πρωτότυπη σύλληψη, γύρισε και είπε στον Ελπήνορα σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσει την επιμονή του να βρει βαθύτερα νοήματα εκεί που δεν υπήρχαν. Κρίμα που δεν ενδιαφέρθηκε κανείς γι’ αυτήν.
—Να που ενδιαφέρθηκες εσύ, είπε ο γέρος. Ίσως τώρα μου δώσει την άδεια ο Θεός να πεθάνω.
—Γιατί το λέτε αυτό;
Ο γέρος έκανε μια κίνηση που δε σήμαινε τίποτα.

Μια ώρα αργότερα, αφού η καταιγίδα είχε μεταβληθεί σε ψιλή ακίνδυνη βροχή, ο Εδουάρδος έφερε το αυτοκίνητό του στην αποβάθρα και οδήγησε τον Ελπήνορα μέχρι το σπίτι του, το οποίο ήταν αρκετά μακριά από την ψησταριά του Μάρκου.
—Δε μένετε μαζί; ρώτησε το γέρο, καθώς αυτός έβγαινε με κάποια δυσκολία από το αυτοκίνητο.
—Φυσικά όχι, είπε ο Ελπήνορας. Ο Μάρκος έχει την οικογένειά του κι εγώ δεν έχω καμιά θέση μέσα σ’ αυτήν.
Οι δρόμοι τους χώρισαν σ’ αυτό το σημείο. Δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ.

Ο Εδουάρδος σκοτώθηκε μισή ώρα αργότερα, όταν τα ταλαιπωρημένα από τις βροχές φρένα του αυτοκινήτου του δεν υπάκουσαν και το αμάξι σφηνώθηκε σε μια διερχόμενη νταλίκα.
Έτσι τερματίστηκε η άκαρπη ζωή του, χωρίς να έχει προλάβει να αφήσει απογόνους, χωρίς να έχει δημοσιεύσει ούτε ένα στίχο, ούτε ένα διήγημα και χωρίς να έχει τελειώσει το μισοτελειωμένο μυθιστόρημά του. Μαζί με αυτόν πέρασε στη λήθη και το ενδιαφέρον του για την αλλόκοτη αγιογραφία του Αγίου Σεβαστιανού, η οποία τον είχε προειδοποιήσει δυο φορές για το θανάσιμο κίνδυνο που διέτρεχε, αλλά εκείνος δεν είχε καταλάβει τα σημάδια της.
Αντίθετα, ο Ελπήνορας εξακολούθησε να ζει για πολλά ακόμα χρόνια, αφού δεν του δινόταν η άδεια της αναχώρησης.
Ίσως αυτή να ήταν η τιμωρία του που είχε σηκώσει τον πέπλο και είχε αποκαλύψει το άρρητο.


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ

O ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΗΜ.ΤΗ
ΧΑΡΤΜΟΥΤ ΛΙΜΠΕΡΓΚΕΡ……….. .7
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕ ΤΟ…………………… 67
Η ΦΥΛΗ ΤΩΝ ΡΕΪ …………………….133
ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΤΕΛ..192
Ο ΕΚΠΕΣΩΝ ΑΓΓΕΛΟΣ………….. 232


Πώς προσεγγίζεται ο κόσμος, αυτή η δεδομένη πραγματικότητα που μας περιβάλλει;
Ο ερημίτης Χάρτμουτ τον ψηλαφεί μέσα από την παραφροσύνη του, ο αγιογράφος Ελπήνορας τον κατανοεί ενορατικά, οι άνθρωποι Ρέι προτιμούν να τον γεύονται, η νεαρή Αντέλ επιχειρεί να τον πλησιάσει με τη λογική της και ο εκπεσών Άγγελος υποχρεώνεται να τον βιώσει με οδύνη και αγωνία.
Κάθε απόπειρα είναι μια διαφορετική προσέγγιση, μια νέα προσπάθεια να κατανοηθεί αυτό που μας γεννά και μας περιέχει.
Ο κόσμος ωστόσο εξακολουθεί να βρίσκεται πλάι μας, προκλητικά αινιγματικός, διαθέσιμος πάντως για όποιον θέλει να τον αγγίξει.


Πηγή: https://www.openbook.gr/o-peirasmos-toy-erimiti-chartmoyt-limpergker/

Λογοτεχνία

Αφήστε ένα σχόλιο