Κώστας Μπαρμπάτσης: Λυκοχαβιά
Η πρώτη σελίδα ενός βιβλίου είναι σαν την πρώτη ανάσα. Η αυλαία της ζωής ανυψώνεται ο αέρας κυκλοφορεί με δύναμη στα πνευμόνια, το φως εισβάλει στις κόγχες των ματιών κι ένας καινούριος κόσμος αποκαλύπτεται.
Ο κόσμος που αποκαλύπτει από τις πρώτες κιόλας γραμμές ο συγγραφέας Κώστας Μπαρμπάτσης, στην συλλογή διηγημάτων «Λυκοχαβιά» δεν σε αφήνει να το καλοσκεφτείς. Σε παίρνει από τα μούτρα και σε καλεί να τον ακολουθήσεις ή όχι.
«Πάλι τα ΄δα ψες. Και ψες και προψές, κάθε βράδυ το ίδιο όνειρο, έρχεται και ματάρχεται. Τα γλέπω να΄ναι σκαλωμένα στα πλάια και να βόσκουν μες στα πουρνάρια.»
Λυκοχαβιά, εκδόσεις Κέδρος, Σελίδα 11
Η ντοπιολαλιά στους περισσότερους συγγραφείς εξυπηρετεί την ροή της υπόθεσης και μετά επανέρχονται στην «κανονική» την καθομιλουμένη γλώσσα. Εδώ, αυτή ακριβώς η Ηπειρώτικη διάλεκτος, γίνεται ο αφανής ήρωας και συνεκτικός κρίκος όλων των συναρπαστικών ιστοριών.
Το πλαίσιο των ιστοριών είναι σαφές χρονικά και τοπικά. Κι όπως ένας άνθρωπος γεννιέται με συγκεκριμένες προδιαγραφές αλλά άπειρες δυνατότητες και δισεκατομμύρια διαφορετικότητες, έτσι και το αυστηρά προκαθορισμένο πλαίσιο του συγγραφέα, ο Εμφύλιος χρονικά και η Ήπειρος τοπικά, ξεγελάει τον αναγνώστη πως πρόκειται για διηγήματα που καταγράφουν περιστατικά της συγκεκριμένης περιόδου. Όμως, μέσα από τις ιστορίες του ξεδιπλώνονται πολλά θέματα τα οποία σε δεύτερη και τρίτη ανάγνωση μας παραπέμπουν σε κάτι άλλο από μια απλή περιγραφή τραγικών συμβάντων κατά την διάρκεια του άδικου αδελφοκτόνου πολέμου στην Ελλάδα.
Ακόμα κι αν στέκεται κανείς με επιφυλακτικότητα σε μια συλλογή που αναφέρεται σε αυτήν την τραγική σελίδα της ιστορίας μας, ο Κώστας Μπαρμπάτσης καταφέρνει κάτι εξαιρετικό. Ως αυτήκοος μάρτυς πολλών ιστοριών είτε εξυπηρετώντας πελάτες στο μαγαζί της μητέρας του είτε αφομοιώνοντας διηγήσεις του πατέρα του και των συγγενών του (όπως αναφέρει ο ίδιος σε συνέντευξη στην Athensvoice) καταφέρνει με άξονα την αυθεντική γλώσσα της Ηπείρου, να προσφέρει στον αναγνώστη του την πολύπλευρη και ολοκληρωμένη αίσθηση μιας πραγματικότητας που πλέον υπάρχει μόνο στις αναμνήσεις των προηγούμενων γενεών. Επιπλέον διαβάζοντας κάποιος το βιβλίο, ξεφεύγει επίσης από τα χρονικά όρια και τα πλαίσια της κλειδαρότρυπας, ενώ εισβάλει στην ανάσα του ήρωα και ζει μαζί με του σε μια ασφυκτική και σκληρή καθημερινότητα. Αυτήν την καθημερινότητα της υπαίθρου που από την μια μεριά οι άνθρωποι αγωνίζονταν να επιβιώσουν και ταυτόχρονα είχαν να αντιμετωπίσουν την ανελέητη βαρβαρότητα της ναζιστικής κατοχής. Εντέλει αυτό που αναδύεται πίσω από το περίβλημα των ιστοριών, είναι η πολύπλοκη σχέση και συνύπαρξη του ανθρώπου με την φύση και τα ζώα, ο διαχρονικός αγώνας για την διεκδίκηση της αξιοπρέπειας και η στοργική ματιά του συγγραφέα για τους απόκληρους και τους στερημένους.
«Έτσι όπως τα ΄βλεπα, τα υπολόγιζα για πάνω από διακόσια. Αλλά κάθε καρότσα ζήτημα να χώραγε πενήντα, και πολλά λέω. Καταλαβαίνεις τώρα τι γινότανε εκεί μέσα; Το ΄να πάν στ΄ άλλο. Τα γλεπα τα κακορίζικα ν΄ αγωνίζονται να βρουν ένα κομματάκι να σταθούνε και μαύριζε η ψυχή μου. Κι όσα ήτανε μπροστά έβγαναν το κεφαλάκι ανάμεσα στα σίδερα για να πάρνε λίγο αέρα. Να σε κόβει η νίλα δηλαδή.»
Λυκοχαβιά, εκδόσεις Κέδρος, Σελίδα 37
Μέσα από τα κείμενα διαφαίνεται η πικρή διαπίστωση ότι ο άνθρωπος μπορεί να γίνει το χειρότερο αγρίμι ακριβώς λόγω του εγωισμού του και της ανορίωτης, αυθαιρεσίας του και έλλειψης σεβασμού στην φύση.
Λυκοχαβιά, εκδόσεις Κέδρος, Σελίδα 70
«Να τον τραβάει από την λαιμουριά κι όλο να σηκώνεται στα δυο πόδια αυτό κι όλο να γαυγίζει. Τον γνώρισε. Από την μυρωδιά θες, από την κοψιά, πάντως ότι τον γνώρισε τον γνώρισε. Ένας άπλερος με τα μάγουλα χωμένα μέσα ήτανε.»
Στα διηγήματα της συλλογής «Λυκοχαβιά» ο αναγνώστης θα ανακαλύψει αλήθειες σκληρές, όπου η βία σε ανθρώπους και ζώα είναι αναπόσπαστο μέρος της πλοκής. Πρόκειται για μια ρεαλιστική όσο και αυθεντική εικόνα της εποχής, εμποτισμένη με τιμιότητα και σεβασμό ως προς τα πάθη των ηρώων. Τα στραβά κι ανάποδα της τύχης ή της μοίρας, έρχονται να ταράξουν τις ευαίσθητες ισορροπίες της έτσι κι αλλιώς δύσκολης ζωής τους, τους αναγκάζουν να πάρουν θέση και να υποφέρουν χωρίς ανάσα ενώ δεν τους αφήνουν κανένα περιθώριο για αυταπάτες.
Λυκοχαβιά, εκδόσεις Κέδρος, Σελίδα 51
«Πες του να μου τον φέρει.», φώναζε. « Πες του να πα’ να τονε βρει και να τονε φέρει».
«Σύρε και κάν’ τη να το βουλώσει», πρόσταζε της γυναικός του ο κυρ Απόστολος. «Σύρε, γιατί άμα ανέβω αμ΄ πάν ,θα τη μουτέψω μια κι έξω εγώ. Κι αυτήνα και το μούλικο που σέρνει», έλεγε τρίζοντας τα δόντια.
Σίγουρα δεν πρόκειται για ελαφρύ ανάγνωσμα, αλλά και πάλι η πρόθεση του Κώστα Μπαρμπάτση στη συλλογή διηγημάτων «Λυκοχαβιά» είναι ξεκάθαρη. Ο πόνος, η μοναξιά, η τρέλα, ο παραλογισμός της ανθρώπινης φύσης, δίνουν το παρόν στην καθημερινότητά μας είτε το θέλουμε είτε όχι, είτε προσπαθούμε να αποφύγουμε να κοιτάξουμε κατάματα την πικρή αλήθεια της ζωής είτε όχι.
« Κι όσο τον έβλεπαν έτσι οι Γερμανοί, τόσο τρελαίνονταν. Φωνές, βρισίδια, κάποιοι μάλιστα κόψανε καλαμιές και τον ράβδιζαν στα ποδάρια, στα πλευρά, τον σακάτεψαν. Αλλά ο Λωλός ούτε βόγκαγε ούτε έκλαιγε, παρά μόνο γέλαγε.»
Λυκοχαβιά, εκδόσεις Κέδρος, Σελίδα 180
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:
Ο Κώστας Μπαρμπάτσης γεννήθηκε στο Αγρίνιο. Εδώ και πολλά χρόνια ζει στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Εφαρμοσμένη Πληροφορική στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού και διδακτορικού διπλώματος με ειδίκευση στην εκπαιδευτική τεχνολογία και στα πολυμεσικά τρισδιάστατα εικονικά περιβάλλοντα. Παρακολουθεί το μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Δημιουργική γραφή» της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών του ΕΑΠ. Έχει διδάξει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ από το 2004 διδάσκει Πληροφορική στο δημόσιο σχολείο. Διήγημά του έχει δημοσιευθεί στο συλλογικό έργο Κι αν τα κτίρια μιλούσαν… των εκδόσεων Κέδρος. Η συλλογή Λυκοχαβιά είναι το πρώτο του βιβλίο.
Ταυτότητα βιβλίου:
ΛΥΚΟΧΑΒΙΑ
11.00€ 9.90€
Συγγραφέας: Κώστας Μπαρμπάτσης
Έτος έκδοσης: 2022, Εκδόσεις Κέδρος
ISBN: 978-960-04-5262-4
ΣΕΛ.: 184
Σχήμα: 14 Χ 20,6
Μπορείτε να διαβάσετε απόσπασμα του βιβλίου εδώ
Πηγή βιογραφικού: https://www.kedros.gr/author/2488/mparmpatsis-kwstas.html