Κοπέλλα με μάσκα
coronavirus covid-2019 Girl in mask on the street. Stop pandemic and panic

Μέρος 4ο

Το διήγημα του μήνα

ΑΣΚΟΠΕΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ

Νίκος Μ. Δημητρόπουλος

Το παρόν διήγημα αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Οι απόψεις του επινοημένου αφηγητή, δεν απηχούν τις απόψεις του συγγραφέα.

Η Μυρτώ έρχεται και με παίρνει μια διστακτική αγκαλιά. Νιώθω το σώμα της ψυχρόαιμο επάνω στο δικό μου. Σαν να μην την διαπερνά πλέον το άγγιγμά μου. Και είναι περίεργο, γιατί κι εγώ αισθάνομαι το δικό μου το κορμί κάπως σαν μουδιασμένο. Έχει χαθεί εκείνο το μαγικό σμίξιμο των σωμάτων και νιώθω το κορμί της να ακουμπά επάνω στο δικό μου σαν κάτι κρύο και ξένο. Πήγε με άλλον! Η φράση με διαπερνά σαν ξυράφι. Κι εγώ πήγα με άλλη όμως. Για την ακρίβεια, με άλλες τρεις…
Πηγαίνουμε στο δωμάτιό της όπου κουβεντιάζουμε για κάνα δίωρο, μέχρι να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι θέλουμε κι οι δυο να τα ξαναβρούμε. Βάζουμε μια ταινία στο Νέτφλιξ να περάσει λίγο η ώρα και όταν η μητέρα της πέφτει για ύπνο, ύστερα από λίγο το κάνουμε. Είναι όμορφα, πάντα είναι όμορφα μαζί της, όμως τώρα υπάρχει κάτι διαφορετικό σε σχέση με παλιότερα. Κάτι ανάμεσά μας· σαν ένα πολύ-πολύ λεπτό κομμάτι πλέξιγκλας, το οποίο μας κρατά μονωμένους, στερώντας μας την ολότητα της επαφής. Όταν τελειώνουμε μένουμε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι κι εκείνη περνά τα δάχτυλά της μέσα στα δικά μου. Μένουμε για λίγο έτσι, αμίλητοι, λαχανιασμένοι ακόμα, με τους θώρακές μας ν’ ανεβοκατεβαίνουνε στο ρυθμό του σεξ.
-Πήγα με άλλον, μου λέει ξαφνικά.
-Το ξέρω. Κι εγώ, πήγα με άλλη.
-Θες όντως να το ξαναπροσπαθήσουμε; με ρωτάει.
-Είπαμε, ναι, θέλω, της απαντάω, αλλά ξέρω ότι δεν έχει πια κανένα νόημα, ότι είναι θέμα χρόνου μέχρι να τελειώσει οριστικά το όλο πράγμα μεταξύ μας. Απλώς το σέρνουμε… «Όσο πάει κι όπου πάει»… που λένε κι οι στίχοι από το τελευταίο κομμάτι που έγραψα και ηχογραφήσαμε, πριν μας μπαγλαρώσουν όλους στα σπίτια μας… Και το ξέρει κι εκείνη ότι όλα έχουν τελειώσει, αλλά αγαπιόμαστε πολύ κι έτσι αναγκαζόμαστε να πούμε ψέματα ο ένας στον άλλο για μία ακόμη φορά, ότι δήθεν θα ξαναπροσπαθήσουμε και πως αυτή τη φορά θα πάνε όλα κατ’ ευχήν…
Η Μυρτώ αποκοιμιέται γρήγορα κι εγώ μένω σφηνωμένος στην μέσα πλευρά του μονού κρεβατιού, ανάμεσα στον τοίχο και στο κορμί της, που έχει θηλυκώσει πάνω στο δικό μου. Μου είναι αδύνατο να κοιμηθώ κι ενώ μες στο κεφάλι μου οι σκέψεις καλπάζουν σαν χίλια άλογα, μένω ακίνητος για να μην την ξυπνήσω. Μένω έτσι επί ώρες, με τις σκέψεις μου στο χάος και στις εφτά το πρωί, με το πρώτο φως που τρυπώνει από το παράθυρο, αποφασίζω επιτέλους να αναλάβω δράση : την ξεκολλάω όσο το δυνατόν πιο μαλακά από πάνω μου και σηκώνομαι, αθόρυβα. Φοράω τις κάλτσες και τα παπούτσια, παίρνω το μπουφάν και το σακίδιό μου από την καρέκλα και πριν ανοίξω την πόρτα για να βγω, της ρίχνω μια τελευταία ματιά⸱ το πρόσωπό της είναι χαλαρό, το στόμα μισάνοιχτο⸱ από την άκρη των χειλιών της τρέχει και λίγο σάλιο. Νυχοπατάω προς την πόρτα, όταν ξαφνικά την ακούω να μουρμουρίζει το όνομά μου. Γυρίζω προς το μέρος της. Συνεχίζει να κοιμάται αλλά τώρα χαμογελάει. Θα ξυπνήσει άσχημα, σκέφτομαι… Όταν βλέπεις ένα ωραίο όνειρο ενώ τα πράγματα στη ζωή σου είναι λίγο -πολύ σκατά, μετά ξυπνάς χάλια, γιατί συνειδητοποιείς σχεδόν αμέσως ποια είναι η πραγματικότητά σου και ξενερώνεις. Και ξενερώνεις ακόμα περισσότερο, επειδή διαπιστώνεις ότι όλο το προηγούμενο, το ωραίο, ήταν μονάχα ένα όνειρο που κράτησε για μερικά λεπτά και μετά διαλύθηκε σαν καπνός…
Είναι Κυριακή και στο δρόμο δεν κυκλοφορεί ψυχή. Βαριέμαι να στείλω Sms στην «προστασία του πολίτη», για να δικαιολογήσω την μετακίνησή μου εκτός του δήμου διαμονής μου κι αποφασίζω τελικά να μην το κάνω. Το κόβω με τα πόδια μέχρι τον κοντινότερο σταθμό του ηλεκτρικού, στα Πετράλωνα, κάνα μισάωρο ποδαρόδρομος. Κάθομαι στο τελευταίο βαγόνι του τραίνου μέχρι την Αττική, από εκεί παίρνω την κόκκινη γραμμή μέχρι το Σύνταγμα και μετά την μπλε, προς Δουκίσσης Πλακεντίας.
Γύρω στις οκτώ και μισή, στέκομαι έξω από το σπίτι του πατέρα μου. Νιώθω κατάκοπος, αλλά συγχρόνως έχω και μια τρομακτική υπερδιέγερση κι όλα γύρω μου μοιάζουν διάφανα και διαυγή, σαν να ‘ναι ψεύτικα. Θυμάμαι την Μυρτώ να μουρμουρίζει τ’ όνομά μου μες στον ύπνο της και μετά να χαμογελάει… Κι έπειτα τα χαστούκι του μπάτσου στον Ιορδάνη… Στέκομαι πίσω από την εξώπορτα του πατρικού μου και, καθώς βγάζω τα κλειδιά από το σακίδιό μου για να ξεκλειδώσω, ακούω ομιλίες από το καθιστικό. Ανοίγω την πόρτα παραξενεμένος και τότε αντικρίζω μπροστά μου την μεγάλη έκπληξη : μια κυρία γύρω στα ογδόντα, με ινδικό καφτάνι, μαντήλα και κόκκινη βούλα στο δόξα Πατρί, κάθεται στην πολυθρόνα, φάτσα προς τα ‘μένα. Δίπλα της, πάνω σε μια καρέκλα, κάθεται οκλαδόν ένας ηλιοκαμένος γεράκος με λευκή πουκαμίσα και μακριά άσπρη γενειάδα, ενώ στον καναπέ, ακριβώς απέναντί τους, διακρίνω την πλάτη του πατέρα μου, από τη μιμική του οποίου αντιλαμβάνομαι με τη μία ότι τα έχει δει όλα κωλυόμενα.
Με το που κλείνω την πόρτα, όλοι στρέφουν προς το μέρος μου, με μια συντονισμένη κίνηση των κεφαλιών. Η γιαγιά με το καφτάνι και τη βούλα στο κούτελο, δείχνει κατασυγκινημένη με την άφιξή μου.
-Ο γιος σου; Το παιδί είναι; ρωτάει τον πατέρα μου και πριν εκείνος προλάβει να απαντήσει, σηκώνεται κι έρχεται και μ’ αγκαλιάζει. Στέκεται πολύ καλά για άτομο στην ηλικία της, όπως και ο συμπαθής Ινδός που κάθεται οκλαδόν στην καρέκλα, ο οποίος είναι από αυτούς τους –απροσδιορίστου ηλικίας- τύπους που τους βλέπεις και λες : «Μπορεί να ‘ναι εξήντα, μπορεί κι ογδόντα- πέντε».
-Δεν με θυμάσαι, καμάρι μου; λέει η ηλικιωμένη κυρία με την κόκκινη βούλα στο μέτωπο. Ανασηκώνω τους ώμους μου.
-Είναι η μάνα μου, η γιαγιά σου, λέει ο πατέρας μου.
-Εκείνη που είχε χαθεί στην Ινδία; τον ρωτάω.
-Ναι, μου κάνει ο πατέρας μου. Απ’ ότι έμαθα, τα τελευταία χρόνια ζούσε στη Νέα Σμύρνη.
-Χαίρομαι πολύ. Έχω ακούσει πολλά για ‘σας, λέω σ’ αυτή την εντελώς άγνωστη γυναίκα, τείνοντας προς το μέρος της το χέρι μου, αμήχανα. Εκείνη προσπερνά το ενδεχόμενο μιας πιθανής χειραψίας ως κάτι το αδιανόητο, πέφτει στην αγκαλιά μου κι αρχίζει να γεμίζει τα μάγουλά μου με σάλια.
-Έχει κάποιες οικονομικές δυσκολίες τον τελευταίο καιρό και θα μείνει για ένα διάστημα εδώ, μαζί μου, εξηγεί ο πατέρας μου και συνεχίζει : Ο κύριος που βλέπεις, είναι ο Ινδός σύζυγός της, ο Λακσμάν. Θα μείνει κι αυτός εδώ. Ο παππούς, που δεν καταλαβαίνει γρι και απλώς ακούει το όνομά του, κάνει, με τις παλάμες των χεριών ενωμένες μπροστά στο στήθος του, μια μικρή υπόκλιση, σαν να με χαιρετάει. Του γνέφω κι εγώ με το κεφάλι και επιστρέφω βιαστικά στον πατέρα μου.
-Άκου, μπαμπά, εγώ την κιθάρα μου ήρθα να πάρω… Στις δώδεκα έχω μάθημα με τον Αλέκο και μετά με περιμένει η μαμά για φαγητό… Στρέφω αμέσως προς τη γιαγιά μου και, πριν προλάβει ν’ αρθρώσει κουβέντα, την αγκαλιάζω και την φιλάω σταυρωτά.
-Θα κανονίσουμε άλλη μέρα εμείς, γιαγιά. Αφού θα μείνετε καιρό εδώ, της λέω.
Ανοίγω την πόρτα και πετάγομαι στην κυριολεξία έξω, αφήνοντάς τους όλους σύξυλους, εκτός από τον Ινδό που είναι «Ζεν». Κατεβαίνω με κόπο τις σκάλες, νιώθοντας το σώμα μου βαρύ και τα ματοτσίνορά μου να καίνε απ’ την αγρύπνια. Δεν υπάρχει η παραμικρή περίπτωση να αντιμετωπίσω στην παρούσα φάση αυτό το τρελοκομείο που έχει κατασκηνώσει στο σπίτι του πατέρα μου, όχι, με τίποτα. Στο κάτω –κάτω, δυο φορές όλες κι όλες την έχω δει στη ζωή μου! Ας βγάλει το φίδι απ’ την τρύπα ο γέρος μου, που ‘ναι και μάνα του στο κάτω-κάτω.
Κατηφορίζω μέσα από τα στενά για να βγω στη λεωφόρο Μεσογείων, απ’ όπου σκοπεύω να πάρω το μετρό μέχρι τους Αμπελοκήπους κι από ‘κει να περπατήσω κάνα τέταρτο μέχρι το σπίτι της μητέρας μου, όπου, επιτέλους, θα πέσω στο κρεβάτι μου και θα κοιμηθώ.
Πέντε λεπτά μετά, μου τηλεφωνεί ο Βασίλης. Μου κάνει εντύπωση, γιατί η ώρα δεν είναι ούτε εννιά το πρωί ακόμα.

-Έλα ρε, Βασίλης εδώ… Πήρα να σου πω ότι ο Ιορδάνης έκανε απόπειρα αυτοκτονίας χθες βράδυ, με χάπια και αλκοόλ. Είναι καλά τώρα. Του έκαναν πλύση και τον έχουν στο Αιγινήτειο. Μίλησα μαζί του πριν κάνα τέταρτο. Αν θες παρ’ τον κι εσύ.
Έχω μείνει άφωνος⸱ προσπαθώ να επεξεργαστώ την πληροφορία, μα πριν προλάβω να το κάνω, σκάει αμέσως και η δεύτερη :
-Αυτό που πήρα να σου πω, είναι ότι στο νοσοκομείο του κάνανε τεστ για κόβιντ και… είναι θετικός, καταλήγει ο Βασίλης. Με κόβει κρύος ιδρώτας, αρχίζω να ασθμαίνω.
-Όχι ρε γαμώτο, συναντηθήκαμε χθες!
-Το ξέρω, γι’ αυτό περισσότερο σε πήρα, να σου το πω να πας να κάνεις τεστ κι εσύ…
Κλείνω το τηλέφωνο και στέκομαι για λίγη ώρα στη μέση του πεζοδρομίου, ακίνητος. Από μακριά ακούγεται κάποια σειρήνα που ουρλιάζει. Προσπαθώ να σκεφτώ τι πρέπει να κάνω και με ποια σειρά… Το πρώτο πράγμα που κάνω⸱ τηλεφωνώ στην Μυρτώ.
-Ειδοποίησε όσους ήρθες σε επαφή και ξαναέλα από ‘δω, μου λέει αγουροξυπνημένη και κλείνει το τηλέφωνο. Παίρνω το μετρό για το σπίτι της…

Τέλος

Νίκος Δημητρόπουλος

Ο Νίκος Δημητρόπουλος, γεννήθηκε στην Αθήνα, τον Ιούνιο του 1981 και είναι απόφοιτος της ανωτέρας σχολής δραματικής τέχνης, του θεάτρου τέχνης Κάρολος Κουν. Διηγήματά του, έχουν βραβευτεί και δημοσιευτεί. Το θεατρικό του έργο «Οι καλοί λογαριασμοί», απέσπασε ομόφωνα το Β' βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου θεατρικού συγγραφέα, στον κρατικό διαγωνισμό συγγραφής θεατρικού έργου του υπουργείου πολιτισμού, το 2016. Το θεατρικό του έργο «Στον Πάγο», ανέβηκε τη σεζόν 2018-19 στο «Ιλίσια Βολανάκης», σε παραγωγή του θεάτρου «Ιλίσια» (σκηνοθεσία Μαργαρίτα Γερογιάννη). Έγραψε το κείμενο για την παράσταση «Επταπύργιο, ένας αιώνας σε μια μέρα», που ανέβηκε το καλοκαίρι του 2019, σε παραγωγή του Κ.Θ.Β.Ε. (σκηνοθεσία Εύη Σαρμή). Το θεατρικό του έργο «Σκέτη Κοροϊδία», ανέβηκε τη σεζόν 2019-20, σε παραγωγή του Θεάτρου Αλεξάνδρεια (σκηνοθεσία Βασίλης Κατσικονούρης).Το 2020 απέσπασε το πρώτο βραβείο διηγήματος, στον μεγάλο θεματικό διαγωνισμό που διοργάνωσε ο Athena Organzation, με θέμα την πανδημία και τον εγκλεισμό. Το πρώτο του μυθιστόρημα είναι υπό έκδοση και πρόκειται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις ΚΨΜ.

Αφήστε ένα σχόλιο