Περπατούσα εκείνο το πρωί.
Σεντόνια
Προς τη θάλασσα περπατούσα.
Λίγο παιδί, σχεδόν ολόκληρη πια χαμένη υπόθεση κάτω από τον ήλιο.
Απλωμένη στον αέρα η μαρτυρία ότι υπήρξαμε.
Ρούχα που πλένονται.
Άπλυτα χέρια.
Στάθηκα.
Χορεύουν στον άνεμο οι ιστορίες των σπιτιών μας.
Οι μεγάλες ιστορίες του ελάχιστου φράχτη μας.
Κι όπως στεγνώνουν οι φωνές μίας καλοκαιρινής μητέρας, όπως πηγαινοέρχονται όνειρα κρεμασμένα σε νυχτερινά σεντόνια για λίγο χάνω ένα βήμα.
Μπουγάδα.
Λίγο παιδί, περισσότερο πια χαμένη υπόθεση κάτω από την ανθρωπότητα.
Γιατί στους αδύναμους ρίχνουμε κάθε λερωμένο αποτύπωμα μας;
Γιατί οι σφαίρες βρίσκουν πάντα παιδιά;
Γιατί μισούμε, αντί να μοιραστούμε;
Βρήκα το βήμα μου.
Λίγο λαβωμένη από σφαίρα με άλλο όνομα.
Λίγο βρώμικη από τον κόσμο που μου λέτε ιδανικό.
Απελπίζομαι προχωρώντας.
Προχωρώ τρίβοντας τα χέρια μου.
Κι αν φτάσω στο τέλος του δρόμου, πάλι θα σας το πω.
Με λερώνετε.
Σκοτώνοντας.
Αδύναμους.
Και μετά θέλετε από τον μικρό φράχτη μου να απλώνω να στεγνώσουν οι μεγάλες μέρες σας.
Και τα μικρά σας έργα.
Πηγή φωτογραφίας: Μαρία Σωτηροπούλου