You are currently viewing Μικρό διήγημα μεγάλης αντοχής

Μικρό διήγημα μεγάλης αντοχής
Δυστυχία υπεράνω υποψίας
Μότο: Αθόρυβα, όπως οι πάγοι στην Ανταρκτική, κάποιοι άνθρωποι λειώνουν και σβήνουν…

Ο Άκαιρος Ίκαρος

Ίσως επειδή πήγα πολύ κοντά, ίσως γι΄ αυτό. Δεν αρκεί να ΄χεις τα φτερά, πρέπει να ξέρεις να κρατάς τις αποστάσεις, δεν το γνώριζα. Τη λάθος ώρα είπα το ναι τη λάθος και το όχι. Πυρακτωμένη ύπαρξη κυλάω απ’ το βουνό, βγαίνουνε στα μπαλκόνια, για λίγο με κοιτάζουνε σαν κάτι θαυμαστό μα σύντομα βαριούνται, κλείνονται μες στα σπίτια τους, βλέπουνε τηλεόραση και ύστερα κοιμούνται.
– Ωραία τα λες, μα όχι κι όλη την ώρα, έλα ξανά να μας τα πεις σε μια βδομάδα.
-Ωραία τα λες, τόσο καλά που αποκλείεται λένε η δυστυχία σου να ΄ναι πραγματική. Μα και οι λίγοι που γνωρίζουν την αλήθεια, τους ώμους τους σηκώνουνε όπως τινάζει από την πλάτη του το χιόνι ένα βουνό
-Και τι να κάνουμε, καθένας και η μοίρα του, ας πρόσεχες…
Για λίγο απασχολήθηκα σε περιοδεύον τσίρκο. Ωραίες εποχές. Έφερνα γέλιο κι εισιτήρια κι ήμουν για πρώτη μου φορά αγαπητός ή έτσι νόμιζα, γιατί όταν μια οργάνωση, νομίζω ζωοφίλων, έκανε μέγα σαματά για την απάνθρωπη εκμετάλλευση των ζώων και έκλεισε το τσίρκο κανείς δεν ρώτησε που πήγα και τί έγινα. Κανένας τους δεν ρώτησε τί γίναμε, άνθρωποι και ζώα. Τους έφτανε που έκλεισε το τσίρκο. Χάρηκαν που μας σώσανε, δηλώσεις κάνανε στην τηλεόραση κι ύστερα πήγαν σπίτι τους, φάγανε τον περίδρομο πέσανε και κοιμήθηκαν.
Λεφτά δεν είχα ούτε για εισιτήριο λεωφορείου, ήταν ημέρα πληρωμής η μέρα που μας έβαλαν λουκέτο οι ζωόφιλοι, φύγανε άρον άρον τ΄ αφεντικά προς άγνωστη κατεύθυνση, μείναμε πίσω εμείς με αδειανές τις τσέπες. Φύγανε όλοι οι εργαζόμενοι, πήραν μαζί τα ζώα, δεν ξέρω που τα πήγανε, κανένας δεν με ρώτησε αν κάπου έχω να πάω, όχι δεν με αγνόησαν, υποψιάζομαι πως ποτέ δεν με είχαν δει, δεν με είχανε προσέξει. Έμεινα μόνος με το τσίρκο και έναν γέρο ελέφαντα, γέρος πολύ, να φύγει μόνος του αδύνατο, δεν περπατούσε πια μόνο κυλούσε σαν βάρκα που έχει γεμίσει με νερά κι ήταν πολύ βαρύς για να τον κουβαλήσουν. Γι` αυτόν δώσαν τουλάχιστον μια εξήγηση. Ήταν πολύ βαρύς για να τον κουβαλήσουν. Για μένα τίποτα. Απλά με άφησαν πίσω. Πολύ αγάπησα αυτό το γερασμένο πλάσμα. Δεν το είχα καν προσέξει πριν. Μόνο σαν μείναμε οι δυο μας. Τον φρόντισα όπως δεν με φρόντισε ποτέ κανείς. Κατέβαινα στη πόλη βράδυ. Του ποδαριού δουλειές να βγαίνει νυχτοκάματο. Όσο να βγαίνει το φαΐ για μένα και τον γέρο. Στέγη είχαμε το τσίρκο. Μετά το κλείσιμο του κανείς δεν ασχολήθηκε. Κανείς δεν ξαναήρθε. Κανένας δεν με αγάπησε όπως αυτός ο γέρος. Λίμνες τα μάτια του όταν του έδινα φαϊ. Λίμνες και ύστερα όταν χόρταινε. Αυτό μόνο ένα ζώο θα το μπορούσε. Ο άνθρωπος μόλις χορτάσει σε δαγκώνει ως γνωστό. Κουνούσε αδύναμα την πλάτη του σαν να `χε κάποτε φτερά και του ΄λειπαν ή σαν να ήθελε από κάτι να ελευθερωθεί. Κι έτσι προέκυψε το όνομά του. Λευτέρης.
Πεσμένο τον βρήκα επιστρέφοντας ένα ξημέρωμα από τη δουλειά.
– Λευτέρη λυπήσου με είμαι πτώμα, έλα σου έφερα να φας.
Μα αυτός πεσμένος κάτω βογκούσε, δεν ήξερα να πω που κι από τί πονούσε μόνο έβλεπα τα πλευρά του να φουσκώνουν, να φουσκώνουν, να φουσκώνουν, ώσπου ακούστηκε ένα κρακ και δυο γκρίζα φτερά φανήκανε στη πλάτη του. Γονάτισε κι ανέβηκα. Χωρίς προειδοποίηση καμιά απογειώθηκε μα ήταν σαν να το ΄ξερα καθόλου δεν φοβήθηκα, φάνηκε φυσικό.
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες αδιάκοπα πετούσαμε. Ωραία είναι όλα απ΄ τη σωστή απόσταση. Τέταρτη, ο γέρος τα ‘φτυσε. Όπως απογειώθηκε το ίδιο απροειδοποίητα έσκασε καταγής. Κάπου εις το Αμέρικα έγινε η ζημιά. Κι άνοιξε ένα βαθούλωμα σαν να ‘πεσε κοπάδι κι όχι μονάχα ένας και γέροντας ελέφαντας, σαν να ΄πεσαν πολλοί. Γκραντ κάνιον το ονομάσανε. Έρχονται οι τουρίστες βγάζουν φωτογραφίες, μας δίνουν και φαΐ.

Μαρία Λεμεσού

Μαρία Λεμεσού. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λεμεσό της Κύπρου. Σπούδασε κινηματογράφο στη σχολή Λ. Σταυράκου και υποκριτική στη δραματική σχολή Γ. Κιμούλη. Από το 2004 μένει στην Αθήνα.

Αφήστε ένα σχόλιο