You are currently viewing “Μικρό χρονικό χαμένων εποχών”, από τη Μαρία Σωτηροπούλου

“Μικρό χρονικό χαμένων εποχών”, από τη Μαρία Σωτηροπούλου

(Γεια.)

Περπατάω στην πιο μεγάλη άμμο μου.

Με ψάχνουν πέντε γράμματα.

Να με ορίσουν αλλιώς.

Ή να με λύσουν.

Δοκιμάζω το αρχικό μου κι ύστερα όλα δικά σου.

Όπως τόσες και τόσες φορές.
Καθέτως και διαγώνια.

Δεν βγαίνουμε γιατί στο τέλος γράφεται ένα μόνο του θαλοσσόξυλο.

Οριζοντίως.

Εγώ έγραφα καθέτως κι εσύ διάβαζες διαγώνια.

Τώρα μου λείπει μία κλεψύδρα.

Λύνεται λάθος η δύση.

Πέντε γράμματα.

Δοκιμάζω ξανά.

Ό,τι πρωταρχικό μοιραστήκαμε.

Κι ύστερα ό,τι μας ξεχώριζε.

Πάλι λάθος.

Ένα καράβι έρχεται την ίδια πάντα ώρα κάθε απόγευμα.

Και μετά φεύγει.

Εγώ ούτε έρχομαι ούτε φεύγω.

Στέκομαι ακίνητη στο άπειρο που πατάνε τα βήματα μου.

Πως να το λένε άραγε;

Ξεμακραίνει και μ’ αφήνει μόνη μου να ψάχνω .

Ακίνητη.

Στο άπειρο.

Υψώνοντας το χέρι μου προς τη μεριά του.


Συντομογραφία

Στα χέρια μου κρατάω ένα ψάθινο καπέλο.

Έχει βαρύνει αισθητά

Όσο οι μέρες μικραίνουν.

Το ειδικό του βάρος
Με βγάζει ως τους φάρους.

Φοράω ένα από τα χαρούμενα φορέματα μου.

Έχω πολλά.

Είναι πιο εύκολο έτσι.

Ένα ψέμα για κάθε περίσταση.

Αν τύχει και συναντηθώ με ό,τι αποφεύγω.

Μερικές φορές φιλάω στην τσέπη μου ένα τραγούδι.

Να έχω κάτι να ταΐσω τους γλάρους.

Ένα ύψιλον για κάθε περίσταση.

Τους καλοπιάνω μήπως αυτοί ξέρουν να μου πουν τι να το κάνω τόσο νερό.

Μερικές φορές δεν κρατάω τίποτα.

Είναι πιο εύκολο έτσι.

Μία αλήθεια για κάθε περίσταση.

Στις ομπρέλες που αφήνουν οι άνθρωποι το πρωί για να ξανάρθουν το απόγευμα, σταματάω.

Κάτι ενοχλεί τα βήματα μου εκεί.

Κάτι σαν πέτρα.

Κλειστές.

Πάλι καλά.

Τουλάχιστον κάτι μας διδάσκει η άμμος.

Στους φάρους λέω στο τσιγάρο μου.

Κι αυτό καλπάζει δια του καπνού του.

Είναι πιο εύκολο έτσι.

Μία Μαρία για κάθε περίσταση.


Μετά τον Αύγουστο

Στεριά να μια απομάκρυνση λέει το κύμα και ξανάρχεται.

Χωρίς να είμαι σίγουρη.

Σε πείσμα των απουσιών.

Αν ο ήχος του είναι θυμωμένος κρατάω την ανάσα μου.

Να δω πόσο θ’ αντέξει.

Όλο αυτό το λέω θάλασσα.

Πνίγομαι ατάκτως ανά τακτά διαστήματα.

Κι αυτό το λέω φίκια.

Μερικές φορές ο αφρός του επιστρέφει στα μαλλιά μου αλάτι.

Τότε μένω ακίνητη.

Περαστική.

Πηγαινοέρχομαι.

Είναι πολλές οι λέξεις που θα μπορούσε ο κανένας να πει ερμηνεύοντας το διάστημα που μεσολάβησε.

Αυτό το λέω δίνη.

Και δυνητικά

Μένω ακίνητη.

Περαστική.

Πηγαινοέρχομαι.

Αλλιώς

Το λέω αδύνατον.

Και μου μένει κι ένα όμικρον.

Πύργος από άμμο.


Αμμόλοφος

Περπατάμε μαζί ως το απόγευμα;
Μου λέει η άμμος.

Ως που δεν μου είπε.

Δεν της αρέσει να γνωρίζουμε πόσο κάνει ένα κι ένα

Να έρθει της λέω μαζί μας κι ένα φτερό που είχε πέσει στα πόδια μου το περασμένο καλοκαίρι;

Δεν το πατούσα, δεν το μάζευα.

Δεν το προσπερνούσα.

Το άφηνα εκεί ακριβώς που το βρήκα.

Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι θα φύτρωνε βαρύτητα.

Μερικές φορές μου έμοιαζε θλιμμένο.

Άλλες μέρος ενός μεγαλύτερου σχεδίου.

Άλλες μία μακρινή ανάμνηση πτώσης που δεν είχε ακόμη συντελεστεί.

Όχι ότι χρειαζόταν να της δώσω εξηγήσεις.

Έτσι, χωρίς λόγο τη ρώτησα.

Δεν μου είπε ούτε ναι ούτε όχι.

Δεν είναι φτιαγμένη να απαντά η άμμος.
Δεν βρίσκεται στον δρόμο μας γι` αυτό.

Ελεύθερη βούληση ασυντέλεστων
πτώσεων κι ακριβώς μηδέν την ώρα που βήμα και φτερό κάνει απόγευμα.

Είχε πέσει λοιπόν από ύψος χαμηλό, πολύ χαμηλό, αυτό το ήξερα.

Δεν μου φαινόταν φτιαγμένο για μακρινές περιστάσεις.

Όμως δεν ήθελα να ζυγίσω κανενός την αστάθμητη μοναξιά.

Ακόμα κι αν μπορούσα.

Μετά η θάλασσα που όλα τα φέρνει κι όλα τα παίρνει κάπου το ξεμάκρυνε.

Εγώ ξεδιάλεγα φθινόπωρα που είχαν πιαστεί σε ένα δίχτυ.

Ή είχα πιαστεί εγώ.

Αυτά κάτω από τον βυθό είναι θολά.

Δεν ξεχωρίζουν πάντα.

Κι ήμουν απασχολημένη.

Δεν πρόσεχα την απουσία του.

Αυτά όταν είναι φθινόπωρο είναι αστείο να τα χαιρετάς.

Μετά η θάλασσα που όλα τα παίρνει κι όλα τα φέρνει το ξανάφερε

Όχι ότι θα ήθελα να ζυγίσω την παλίρροια κανενός γλάρου.

Ακόμα κι αν μπορούσα.

Καμιά φορά το απόγευμα που εγώ περπατάω το βρίσκω ακόμη εκεί.

Δεν το πατάω δεν το μαζεύω δεν το προσπερνάω.

Αφήνω πάντα τη μεγάλη θάλασσα

Να το υψώσει

Στα πόδια μου

Ερώτηση.

Αν δηλαδή κι ως που.


Μικρή περίληψη

Εσύ φώναζε με εκκρεμότητα

Λέει το καράβι

Στο σπίτι ήταν Κυριακή και το πλυντήριο λυσσομανούσε.

Στοίβες οι ξεθωριασμένες ώρες.

Είπα να κατέβω ως εκεί.

Μία γρατζουνιά στα πόδια μου, εκεί που με είχε πατήσει η αμφιλεγόμενη σιωπή με έκανε να μην πονάω.

Κι έτσι άπλωσα μία καρό ανάμνηση στο μικρό ταξίδι

Που λίγο καιρό πριν έλεγα βεβαιότητα.

Στο σπίτι άστραφτε το πάτωμα και μου γυρνούσε καταιγίδα.

Έκλεινα την πόρτα σε όλους τους απίθανους χρόνους της.

Και από διαδρομές διάλεγα μία ειδική.

Προς τα βήματα της μεγάλης διάψευσης.

Εσύ.

Το πλυντήριο βρυχάται μια.

Βρυχάται δυο βρυχάται τρεις.

Και σταματάει.

Το πάτωμα γλιστράει από την τόση χρήση.

Το καράβι πάει κάπου.

Διώχνω με τα χέρια μου μία σκέψη που έρχεται και γυρνάει γύρω από τα μαλλιά μου.

Με ήχο από κεντρί.

Επίμονο.

Λίγο πριν με τσιμπήσει.

Εσύ να με λες αταξίδευτο λέει το καράβι.

Εγώ να δεις του φωνάζω.

Και στρέφεται.

Κατά την πορεία του.


Βήματα

Όλοι γεννιούνται με ένα χάρισμα.

Εγώ περπατάω.

Και συχνά σταματάω για να δω από κοντά
Ό,τι ο δρόμος μου απο-δείξει.

Το παλιό ξενοδοχείο εκτός που στέκεται μόνο του μέσα σε ροζέ ηλιοβασιλέματα και τα καλοκαίρια των άλλων, μυρίζει επιπρόσθετα πεύκο.

Αντίθεση.

Και σταματάω.

Κάποτε το κατοικούσαν.

Αυτό το θυμάμαι, αμυδρά.

Δεν σταματούσα πάντα σε ακατοίκητες περιοχές.

Άνοιγαν τους ήλιους του κι άπλωναν τα μεσημέρια του να τα φυσήξει η θάλασσα.

Ανεβοκατέβαιναν τα πέτρινα πατήματα του κι έβγαιναν στα διάσπαρτα λουλούδια του.

Προσπέρασα πολλές φορές.

Και μία μέρα βοήθησα τον κάτοχο του με κάτι στάχυα.

Μου είχε φανεί αστείο να ψάχνει κανείς βάζο για στάχυα, αλλά κι εγώ ψάχνω συχνά για μισοσπασμένα κοχύλια επειδή οι άλλοι τα πετάνε.

Κι έτσι δεν γέλασα.

Τώρα στέκεται μόνο του.

Κι ό,τι δεν πήρε ο χρόνος

Του το πήραν οι άνθρωποι.

Συνεταιρικά.

Όταν πηγαίνω προς τη θάλασσα, σταματάω κάτω από το πεύκο.

Κρατάω ακόμη τη συμφωνία.

Όταν επιστρέφω θέλω να κλαίω για το πορτοκαλί φανάρι του.
Στέκει αναμμένο.

Μάταια.

Επί σκοπού.

Θα ήταν πολύ σκληρό να το λυπηθώ.

Κι ούτε το ερμηνεύω.

Καληνυχτίζω μόνο αυτό που του απέμεινε.

Μάταια.
Επί σκοπού.


Ύψωμα

Ήμουν κάπως απασχολημένη να μετράω πόσο νερό χωρίζει τον Μετά από όλα Ιούλιο μέχρι τον βρόχινο Νοέμβριο.

Είχαν στερέψει οι λέξεις μου.

Τις περίμενα να επιστρέψουν χείμαρρος.

Και τότε την ώρα που δεν ήθελα να ξέρω τι ώρα είναι
Ένα μυρμήγκι σκαρφάλωσε στο άσκοπο χέρι μου.

Κάποτε θα αναρωτιόμουν πώς και μετά γιατί.

Με χωρίζει πολλή σιωπή από τότε.

Είπα απλά παίζει κυνηγητό με τον χειμώνα.

Ή με τον γενέθλιο καιρό ενός θανάτου.

Υπήρξα σύντομος δρόμος.

Για μία στιγμή.

Μετά πάλι έγινα

μονόλογος

Μεσίτης δύο κόσμων.

Κι άσκοπα ξεκίνησα πάλι να σκέφτομαι

Ή του ύψους ή του βάθους.


Τετάρτη μεσημέρι

Να φανείς δυνατή μου λέει η δύση.

Καλά, αυτή την έχω πολύ άχτι.

Όλο κάτι μου δύει και μετά έχει κάτι χαζές απαντήσεις.

Από που κι ώσπου είμαστε ότι φαινόμαστε κυρά μου;

Από που ως που.

Έκανα ό,τι συμφωνώ για χάρη των πιθανοτήτων.

Είναι ένα όνομα μου λέει.

Σβήστο.

Πες πως είναι καλάμι δίπλα σε ένα σπίτι.

Πες πως είναι γλάστρες μόνες τους μες στο Κατακαλόκαιρο.

Χωρίς νερό.

Κι εκεί δεν άντεξα.

Κι όποιος το λέει είναι.

Και πάω ως το όνομα.

Βγες έξω του λέω.

Γιατί ένα σημείο του ορίζοντα
Λέει πως δεν υπάρχεις.

Σιωπή.

Όχι κρυφτού.

Ούτε κυνηγητού.

Μόνο άκρα.

Θέλω να φανείς δυνατή.

Της λέω.

Γιατί την ώρα που μας δαγκώνεις δεν μπορεί και σένα θα πονάνε τα δόντια σου.

Και πήγαμε προς τα καλάμια.

Συμφιλιωμένες ως την πόρτα.


Απέραντη

Διασχίζω ένα δρόμο.

Μια κοπέλα προβάρει ένα Σαββατόβραδο σε έναν μικρό μαύρο καθρέφτη.

Της εύχομαι καλή αντάμωση και βγαίνω στη διάβαση.

Ένα περιστέρι τσιμπολογάει ένα πεσμένο σουσαμένιο βράδυ μίας οποιασδήποτε μέρας.

Γεια σου γείτονα του λέω.

Μένω ακριβώς δίπλα.

Με ακρίβεια χιλιοστού.

Συγκατοικούμε συχνά.

Μοιραζόμαστε μία απέραντη επουράνια πείνα.

Κι επειδή για να χαιρετήσω την μικρή σταματημένη μέρα σταμάτησα πάνω στη διάβαση,

Σταμάτησε μαζί μου ό,τι πλησίον μου κατοικεί.

Εις την χιλιοστή.

Περίεργο πράγμα η μνήμη.

Βλέπεις ας πούμε έναν καθρέφτη σε μία μεγάλη πόλη

Και καταλήγεις σε ένα μικρό σπίτι.

Περίεργο πράγμα το σουσάμι που κολλάει άθικτο στα τσιμπλογήματα του ύψους στα βάθη μας.

Αν συνέχισα την πορεία μου

Δεν ξέρω με βεβαιότητα να πω.

Περίεργο πράγμα οι δρόμοι.

Απέραντοι.


Λίγο, λιγότερο, ελάχιστο

Κι έρχεται η διαχειρίστρια νύχτα και μου χτυπάει.
Υπήρξατε βιαστικά μου λέει και δεν συνεννοηθήκαμε.
Ποιον αφήνετε υπεύθυνο για το γιασεμί;
Ποιος θα το ποτίζει;

Εγώ εν τω μεταξύ δεν θα έβαζα την ευθύνη κάδρο στον τοίχο έτσι ακαταλόγιστα
Αλλά για αυτό έρχεται και μου χτυπάει η διαχειρίστρια νύχτα.

Έχουμε να λογαριαστούμε.

Εγώ κι αυτή.

Κανένας άλλος.

Την άφηνα να μετράει.

Να προσθέτει και πιο πολύ να αφαιρεί.

Έριχνε που και που περίεργες ματιές στο σπίτι.

Θέλει να κουτσομπολέψει μετά με τις φίλες της.

Την λήθη και τη μνήμη.

Δυστυχώς για όλους μας, είμαι πολύ ξεκάθαρη με όσα δεν κατέχω.

Κι όλα καθρεφτίζονται στο πάτωμα.

Χρωστάτε μου λέει.

Εδώ το λέει .

Και βγάζει ένα συνολικό μηδέν και μου το δίνει.

Με την αλαζονεία που κάθε τίποτα οφείλει να έχει.

Εν τω μεταξύ εγώ δεν θα έβαζα ποτέ το χρέος στην κουβέντα με τη νύχτα.

Και τι σημαίνει καθαρά.

Και ποιος το λέει.

Αναδρομικά.

Έβηχε και κρατούσε ένα τσιγάρο.

Έβηχε γιατί ο καπνός που μου καταλογίζει πήγαινε προς τα πάνω.

Κι ο καπνός που πάει επάνω πέφτει απουσία.

Φασαριόζα κι απασράπτουσα.

Μεγάλη κυρία.

Τέλος πάντων.

Αφήστε μου το άσπρο που μου αντιστοιχεί της λέω.

Δεν χρειάζεται πότισμα ό,τι δεν σύραμε στον πίνακα των κοινοχρήστων.

Υπάρχει.
Κι αυτό του αρκεί.

Δεν είχε πει την τελευταία της κουβέντα.

Και τώρα κάθεται με της φίλες της και κλαίει.

Εγώ εν τω μεταξύ δεν θα έβαζα ποτέ στις δαπάνες ό,τι μόνη μου έκλαψα.

Είναι ζήτημα τιμής.

Θα επιστρέψω μου λέει.

Θα λείπω της λέω.

Όχι για πολύ.

Για όσο είναι απαραίτητο.

Και παραιτήθηκε.

Κι έφυγε.

Όπως ακριβώς ήρθε.

Με άδεια χέρια.

Κι όρεξη για λογαριασμούς.

Και μου έκανα έξωση.

Γιατί η μεγαλοκυρία η απουσία με ήθελε για ιδιοκατοίκηση.

Κι εγώ είμαι ήδη μόνη μου.

Δεν χωράμε.


Φθινόπωρα τσέπης

Έβρεχε και από το μεγάλο παράθυρο φαινότανε πιο ανθρώπινη η πόλη που μάταια βάζω στην τσέπη μου κάθε πρωί.

Από κεκτημένη ταχύτητα.

Πιο ευάλωτη και μου φάνηκε πώς άκουσα ομιλίες.

Λυπάμαι.
Λυπάμαι.
Λυπάμαι.

Είπα πως λυπάμαι κι εγώ.

Πως ναι, είχα έρθει στη μεγάλη γιορτή της λύπης.

Κι όχι δεν χαιρέτησα κανέναν γιατί με το ζόρι κρατιόμουν να μη φωνάξω φτου ξελευτερία για όλους.
Πράγμα που θα μας έφερνε όλους σε δύσκολη θέση γιατί παίζαμε αγαλματάκια ακούνητα.

Μέρα ή νύχτα.

Κρυφτό.

Πώς ναι
Άλλαξε το κλειδί της εισόδου.

Κι όλο αυτό το είπαμε η ζωή συνεχίζεται.

Μέρα η νύχτα;

Ο τελευταίος τα φυλάει.

Μετά ζαρώσαμε το βλέμμα κοιτώντας προς τα πίσω.

Κι εγώ στηριζόμουν μία στο ένα πόδι μία στο άλλο.

Άλλαζα θέση ακίνητη.

Η βροχή συνέχιζε να πέφτει.

Αν με χωράει το σπίτι.

Ναι. Ναι.

Η κιμωλία στο πάτωμα.

Ανεξίτηλη.

Αλάτι ψιλό.

Αλάτι χοντρό.

Άλλαξε το κλειδί της εξόδου.

Ναι.
Έχω κι εγώ.

Δύο.

Κι έκρυψα τα χέρια μου.

Γιατί αυτό ήταν μία αλήθεια και μισή.

Μετά κοιτάξαμε προς την πόρτα.

Αμίλητα κι αγέλαστα.

Κι όλων τα ονόματα ένα ψέμα.

Έλεγα από μέσα μου το δικό μου ξανά και ξανά.

Στο τέλος φοβήθηκα ότι θα φύγει κι αυτό γιατί νυχτώνει.

Κι έφυγα εγώ λέγοντας λυπάμαι.

Χωρίς να κοιτάω πίσω.

Άνοιξα και βγήκα.

Από το μεγάλο παράθυρο.

Ολόκληρη.

Μία αλήθεια και μισή.

Το ΣημειΩματάριο της Μαρίας Σωτηροπούλου

Πηγή φωτογραφιών: Μαρία Σωτηροπούλου


Αφήστε ένα σχόλιο