ΑΣΚΟΠΕΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ
Το παρόν διήγημα αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Οι απόψεις του επινοημένου αφηγητή, δεν απηχούν τις απόψεις του συγγραφέα.
Μέρος 3ο
…Ο Ιορδάνης, με ένα πρόσωπο χλωμό σαν κέρινη μάσκα, υπακούει. Ο νεαρός από δίπλα έχει σαστίσει. Κοιτάζει τον ανώτερό του με ένα ύφος σαν να του λέει, μήπως το παρατραβάς; Ο άλλος όμως είναι αποφασισμένος να κάνει το κομμάτι του :
-Ψάξ’ τον, τώρα αμέσως! διατάζει τον συνάδελφό του. Και ο νεοσύλλεκτος υπακούει κι αρχίζει να κάνει σωματική έρευνα στον Ιορδάνη. Αδειάζει ό,τι βρίσκει μες στις τσέπες του πάνω στο παγκάκι.
-Σας φαινόμαστε για κακοποιοί; κάνει ο Ιορδάνης, απευθυνόμενος στη βλαχόφατσα περισσότερο.
-Όχι, ρε μαλακισμένο, για χασικλήδες μού φαινόσαστε, μουγκρίζει η βλαχόφατσα. Ανάβει τον φακό του και αφού πρώτα ρίξει μια ματιά και στα δικά μου τα ματάκια, ύστερα αρχίζει να ψάχνει διεξοδικά τα πράγματα του Ιορδάνη στο παγκάκι. Όντως, δεν υπάρχει κάτι παράνομο εκεί, αλλά, ένα κουτί με μεγάλα χαρτάκια και μάλιστα με τις τζιβάνες κομμένες, είναι πάντα κάτι το επιλήψιμο. Ο μπάτσος επιδεικνύει το εύρημά του μ’ ένα ύφος λες κι έχει τσακώσει τον Αρσέν Λουπέν κι έπειτα σκίζει τα χαρτάκια και τα κάνει κομφετί. Τραβάει ένα απρόσμενα δυνατό φούσκο στον Ιορδάνη, που φυσικά δεν το περιμένει και παραπατάει, ανάμεσα σε κομματάκια χαρτιού που ακόμα στροβιλίζονται στον αέρα. Ο νεαρός από δίπλα έχει ξενερώσει αφάνταστα με την όλη φάση. Είναι έτοιμος να πάθει κρίση πανικού και τον καταλαβαίνω, γιατί το έχω πάθει κι εγώ μερικές φορές και ξέρω καλά πως ξεκινάει : Κρύος ιδρώτας· δυσκολία στην αναπνοή… Εγώ, από την άλλη, αισθάνομαι ένα πολύ περίεργο πράγμα : ενώ από τη μία μεριά είμαι όντως χεσμένος από το φόβο μου, από την άλλη με το ζόρι κρατιέμαι να μην ξεσπάσω σε νευρικά γέλια.
-Θα… θα τους πάμε στο τμήμα; Ψελλίζει ο νεαρός.
-Στο τμήμα;
-Δεν έχουν κάτι παράνομο επάνω τους.
-Ε τότε γιατί να τους πάμε στο τμήμα; Θα τους κόψουμε από ένα πρόστιμο για παραβίαση της απαγόρευσης και φύγαμε.
-Θα… θα τους κόψουμε πρόστιμο; τον ρωτάει ο νεαρός έκπληκτος κι αυτό επειδή έχει δει πως είμαι ανήλικος και ξέρει πως αν το δει κι ο άλλος στην ταυτότητά όταν θα κόβει το πρόστιμο, έχει να γίνει ολόκληρη ιστορία.
-Αυτά τα μουνάκια που βλέπεις, γυρνάνε όλη έξω νύχτα σαν αλήτες κι έπειτα πάνε στα σπίτια τους και πεθαίνουνε τους παππούδες και τους γονείς τους. Όχι πρόστιμο, στο ξύλο θα ‘πρεπε να τους λυσσάξω, λέει η βλαχόφατσα.
-Εντάξει, ξέρω κι εγώ… Εδώ δίπλα μένουνε τα παιδιά… Μήπως να τους αφήναμε γι’ απόψε; προτείνει δειλά ο νεαρός.
Αυτός με τη βλαχόφατσα δεν του απαντάει, παρά γυρίζει και καρφώνει το βλέμμα του επάνω μας, σαν να μας κόβει.
-Πόσο δίπλα μένουν; ρωτάει τελικά τον άλλον, συνεχίζοντας να μας κοιτάζει.
-Ένα -δυο στενά πιο πάνω, λέει το παιδί, με τις ταυτότητές μας στο χέρι.
Ο ένστολος «Μπόρατ» κουνάει το κεφάλι του, παίρνει τις ταυτότητές μας απ’ το τρεμάμενο χέρι του συναδέλφου του και τις πετάει στο παγκάκι μαζί με τα υπόλοιπα πράγματα, χωρίς ευτυχώς να τις κοιτάξει πρώτα. Έπειτα σηκώνει το δείκτη του χεριού του απειλητικά κατά πάνω μας και λέει :
-Έτσι και σας ξαναπετύχω έξω νύχτα εσάς τους δυο τη γαμήσατε…
Οι μπάτσοι τελικά φεύγουν κι εμείς σωριαζόμαστε στο παγκάκι, ξέπνοοι. Παίρνουμε βαθιές ανάσες για λίγα λεπτά, χωρίς να μιλάμε. Νιώθουμε κάπως σαν βιασμένοι. Δηλαδή, εντάξει, σίγουρα όχι και τόσο χάλια, αλλά πολύ -πολύ φρικτά. Είναι τρομερό το σοκ, γιατί ξαφνικά συνειδητοποιείς πόσο ανυπεράσπιστος είσαι απέναντι σε όλο αυτό το έκτρωμα. Γιατί, πείτε μου, πώς μπορεί να αμυνθεί ένας μικροκαμωμένος δεκαεφτάχρονος απέναντι σ’ ένα δίμετρο ντερέκι που κουβαλά όπλο στη ζώνη του και το οποίο δίμετρο ντερέκι, εκτός των άλλων, δουλεύει για το κράτος και την κυβέρνηση; Βασικά, δεν μπορείς, είναι η απάντηση. Βρίσκεσαι στο απόλυτο έλεος του κάθε ψυχοπαθή κι αυτή, είναι μια διαπίστωση τρομακτική αν μη τι άλλο⸱ συνειδητοποιείς ότι όλο αυτό, είναι εντέλει μια τυφλή ζαριά που έχεις κάθε φορά να παίξεις, κάτι εντελώς τυχαίο, το πάνω σε ποιον μπάτσο θα πέσεις και τι θα σου κάνει δηλαδή. Μπορεί ας πούμε να σε τσακώσουνε με δέκα τσιγαριλίκια στην τσέπη και να σου πούνε σήκω φύγε, όπως επίσης μπορεί, το ίδιο εύκολα, να σε τσιμπήσουν χωρίς να έχεις κάνει το παραμικρό και από τη μια στιγμή στην άλλη να βρεθείς πίσω απ’ τα κάγκελα για ένοπλη ληστεία, εμπρησμό, για ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί. Ένα και δύο έχουνε γίνει; Λες και δεν έχει τελικά τόση σημασία ο νόμος, όσο το πάνω σε ποιον μπάτσο θα πέσεις και το ποιοι είναι οι γονείς σου. Αν για παράδειγμα είσαι ένας τυχάρπαστος τυπάκος, όπως εγώ, και ο μπάτσος θελήσει να βάλει το γκλοπ του βαθειά μες στον κώλο σου, επειδή ας πούμε δεν του αρέσουνε τα σκουλαρίκια σου, ή επειδή τσακώθηκε με τη γυναίκα του, θεωρητικά, ναι, είναι κάτι που μπορεί να το κάνει και μάλιστα να μην έχει και τίποτα φοβερά ντράβαλα μετά.
Μας παίρνει λοιπόν κάνα δεκάλεπτο μέχρι να συνέλθουμε απ’ αυτό το ακατανόητο κύμα βίας που μόλις δεχτήκαμε. Όταν τελικά ξαναβρίσκουμε την ανάσα και τη φωνή μας, σηκωνόμαστε από το παγκάκι, μαζεύουμε τα πράγματά μας και, χωρίς πολλές κουβέντες, το σπάμε και φεύγουμε σαν συγκαμένοι.
«Φίλε», μου λέει τότε ο Ιορδάνης, λίγο πριν στρίψει για το σπίτι του, «Αν καθόμαστε και μας γαμάνε έτσι για έναν κωλοϊό που κατά 99% δεν πρόκειται να μας σκοτώσει, τότε φαντάσου τι είμαστε ικανοί να κάνουμε αν κάποια στιγμή βρεθούμε αντιμέτωποι κάτι πολύ πιο επικίνδυνο…»
Και με τη σκέψη μου καρφωμένη στην τελευταία αυτή φράση του Ιορδάνη, πηγαίνω και τσιμπάω το άδειο, στοιχειωμένο μετρό. Σ’ ένα τέταρτο της ώρας είμαι στο Μοναστηράκι. Οι σκέψεις μου είναι πλέον ένα χάος, μια σούπα⸱ τσουλάνε η μια μετά την άλλη σαν πρόσωπα ή σαν τοπία, χωρίς να οδηγούμαι ή να μπορώ –έστω- να εστιάσω κάπου. Το κόβω με τα πόδια μέχρι το καινούριο σπίτι της Μυρτώς, που βρίσκεται κάπου στον Κεραμεικό, μ’ ένα καζάνι από στίχους και μελωδίες να κοχλάζει μες στο κεφάλι μου. Αποφεύγω τους κεντρικούς δρόμους, για ευνόητους λόγους… Είναι παρανοϊκό αυτό που ζούμε, είναι θεότρελο! σκέφτομαι, σαν να μην μπορεί να το χωρέσει το μυαλό μου. Κοιτάζω το κέντρο της Αθήνας γύρω μου : Όλα ακινησία και σιωπή θανατερή, ενώ ο ήλιος και η σελήνη συνεχίζουν να εναλλάσσονται χωρίς να δίνουν δεκάρα.
Περνώντας την Ιερά Οδό, επί της Κωνσταντινουπόλεως, βλέπω το περιπολικό να έρχεται προς το μέρος μου, ελαττώνοντας ταχύτητα. Μου κόβονται τα γόνατα. Οι μπάτσοι μου ρίχνουν μια ματιά, αλλά ούτε που ασχολούνται παραπάνω μαζί μου. Σταματάνε στο φανάρι και περνάω από μπροστά τους, αποφεύγοντας να τους κοιτάξω. Κουβεντιάζουν χαλαρά, χωρίς να φοράνε τις μάσκες τους… Αυτό που έλεγα πριν : πού θα πέσεις και σε τι φάση θα τον πετύχεις τον άλλο⸱ γεγονός που κάνει τα πράγματα αρκετά ρευστά, αν αναλογιστούμε ότι οι τύποι κουβαλάνε πιστόλια, γκλοπ και παραλάιζερ.
Οι οδηγίες της Μυρτώς αποδεικνύονται κατατοπιστικότατες και βρίσκω το διαμέρισμα πανεύκολα. Ανεβαίνω στον πρώτο και μου ανοίγει η μητέρα της. Η Μυρτώ στέκεται ακριβώς από πίσω και κοιτάζει αμήχανα προς το μέρος μου. Η μάνα της μου ανοίγει την αγκαλιά της, μ’ έναν τρόπο σα να μην θέλει στ’ αλήθεια να μ’ αγκαλιάσει, αλλά ωστόσο να προσπαθεί έτσι να μου δείξει το πόσο θα ήθελε.
-Γιάννη, αγόρι μου, αναφωνεί, πόσο μας έλειψες! Με συμπαθεί πολύ η μάνα της Μυρτώς, η κυρία Ισμήνη. Κι εγώ τη συμπαθώ, αν και μου φαίνεται λιγάκι ψηλομύτα ώρες- ώρες. Η Μυρτώ μου έχει πει ότι ο πατέρας της μάνας της, ο παππούς της, είχε μια φορά κι έναν καιρό πολλά λεφτά, αλλά τα έχασε και φαντάζομαι ότι από ‘κει θα πρέπει να της έχει μείνει της κυρίας Ισμήνης αυτό το ψηλομύτικο που βγάζει καμιά φορά, οπότε δικαιολογείται.
-Γεια σου Γιάννη, άργησες κι ανησυχήσαμε, ακούω την Μυρτώ να λέει χαμηλόφωνα. Με κοιτάζει κάπως σαν να μην το πιστεύει ότι είμαι πράγματι εγώ. Η αλήθεια είναι ότι τον τελευταίο ένα χρόνο και, δεν έχουμε συναντηθεί σχεδόν καθόλου. Στην πρώτη καραντίνα, που τα είχαμε υποτίθεται, εκείνη έμενε ακόμα στην Πάτρα με τον πατέρα της κι έτσι ήταν αδύνατο να βρεθούμε, ενώ όταν μετακόμισε στην Αθήνα με τη μητέρα της, λίγο πριν τη δεύτερη καραντίνα, ήτανε τότε που τα χαλάσαμε οριστικά και σταματήσαμε να μιλάμε. Την κοιτάζω λοιπόν και διαπιστώνω αμέσως ότι έχει αλλάξει. Όχι μόνο εξωτερικά, που της έχει φύγει πια σχεδόν τελείως εκείνο το κοριτσίστικο που είχε κι έχει αρχίσει να αναδύεται η γυναίκα, αλλά και μέσα της, κάτι έχει αλλάξει τελείως. Δεν νιώθει το ίδιο, δεν είναι το ίδιο⸱ βγάζει μάτι. Αισθάνομαι μια απόσταση ανάμεσά μας, αλλά μετά σκέφτομαι ότι μπορεί να ‘ναι και λογικό αυτό, ύστερα από τόσο καιρό που έχουμε να ιδωθούμε και που είμαστε κλεισμένοι στα σπίτια μας.
-Πώς τον περάσατε τον ιό; ρωτάω την μητέρα της, περισσότερο για να πω κάτι, γιατί ήδη ξέρω πώς τον πέρασε.
-Σαν βαριά γρίπη. Μια βδομάδα πυρετό και βήχα και ύστερα άλλες δυο βδομάδες μυαλγίες και εξάντληση. Η Μυρτώ θα σου είπε. Εκείνη δεν είχε καθόλου συμπτώματα· λίγες κομμάρες μόνο, για δυο-τρεις μέρες.
-Και τώρα δεν ξανακολλάτε;
-Για ένα οχτάμηνο, αλλά δεν είναι και σίγουρο. Άλλος λέει έξι μήνες, άλλος τέσσερις, άλλος ένα χρόνο… Ασ’ τα, αγόρι μου, θα τρελαθούμε όλοι στο τέλος, όπως πάμε. Η μαμά σου, πώς είναι;
-Απ’ αυτούς που τρελάθηκαν πρώτοι από το τέλος, λέω εγώ στ’ αστεία και η κυρία Ισμήνη γελάει.
Η Μυρτώ έρχεται και με παίρνει μια διστακτική αγκαλιά. Νιώθω το σώμα της ψυχρόαιμο επάνω στο δικό μου. Συνεχίζεται…
Το τέταρτο και τελευταίο μέρος από το διήγημα του μήνα του Νίκου Δημητρόπουλου ” Άσκοπες Μετακινήσεις” θα δημοσιευτεί την επόμενη Τρίτη 22/3/2022