Το διήγημα του μήνα
ΑΣΚΟΠΕΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ
Μέρος 1ο
Το παρόν διήγημα αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Οι απόψεις του επινοημένου αφηγητή, δεν απηχούν τις απόψεις του συγγραφέα.
Ε λοιπόν, πριν απ’ όλα, θα πρέπει να ομολογήσω ότι δεν το είχα πάρει και πολύ στα σοβαρά το όλο θέμα· εννοώ, όλο αυτό το πανηγυράκι, με τον θάνατο. Αν και κάπου μέσα μου βέβαια το ήξερα, ότι αργά ή γρήγορα θα πέθαινα κι εγώ, όπως όλοι, κατά κάποιον τρόπο δεν το είχα ακόμα χωνέψει. Έλα μωρέ, μαλακίες, έλεγα στον εαυτό μου· σιγά μην πεθάνεις! και δεν σκεφτόμουν έτσι μονάχα για ‘μένα, αλλά και για όλους όσους βρίσκονταν κοντά μου : για τη μάνα και για τον πατέρα μου, για τους φίλους, την κοπέλα μου… Παρ’ όλο που είχα δει με τα ίδια μου τα μάτια τη γιαγιά μου να ξεψυχάει, πάνω στο κρεβάτι εκείνου του γηροκομείου και την επόμενη μέρα, στην κηδεία, να κείτεται φαρδιά -πλατιά μες στο φέρετρο, κάτι μέσα μου αρνιότανε να το αποδεχτεί, ότι αυτή ήταν η φυσική μας κατάληξη κι έτσι είχα φτάσει σ’ ένα σημείο να μην αισθάνομαι την παραμικρή αγωνία, κανένα φόβο απολύτως· ένιωθα, πώς να το πω⸱ άφθαρτος, απρόσβλητος. Και φυσικά, δεν αναφέρομαι μόνο σε ό,τι είχε να κάνει με τον κορονοϊό, γενικότερα την είχα δει έτσι, με το θάνατο και τις αρρώστιες. Ήτανε σαν να είχα μέσα μου την ακλόνητη πίστη ότι εγώ, εγώ και οι αγαπημένοι μου, όλο και κάπως θα βρίσκαμε στο τέλος τον τρόπο για να τη σκαπουλάρουμε από τη μαύρη μέγγενη του θανάτου. Από την άλλη μεριά, αν εξαιρούσε κανείς τον φόβο που διέκρινες σ’ εκείνες τις ελεύθερες λωρίδες των ματιών, ανάμεσα από τις ιατρικές μάσκες, τους σκούφους και τις κουκούλες που καλύπτανε τα πρόσωπα των περαστικών, δεν υπήρχε κάτι άλλο, περίεργο ή απειλητικό, όταν έβγαινες έξω, στο δρόμο. Υπήρχε πράγματι κάτι το ζοφερό στην ατμόσφαιρα, χωρίς παρ’ όλα αυτά να συμβαίνει κάτι τόσο αξιοσημείωτο, που να δικαιολογεί όλο εκείνο το καθεστώς τρόμου· ούτε άνθρωποι να ψοφάνε στα πεζοδρόμια, ούτε γέροι να βήχουν και να ξερνάνε τα εντόσθιά τους στις ζαρντινιέρες, ούτε ζόμπι της Αποκάλυψης, ούτε τίποτα. Μονάχα ένας φόβος, συμπαγής, αν και απροσδιόριστος· μια υποβρύχια σιωπή⸱ ουρλιαχτά και ξυράφια στον αέρα που σφύριζε, λες κι από πάνω μας έκαναν πτήσεις αόρατοι δαίμονες και μάγισσες με σκουπόξυλα. Και φυσικά το ήξερα ότι τα νοσοκομεία ήτανε φίσκα και πώς, πράγματι, κάτι σερνότανε εκεί έξω, ένας ιός· το ήξερα ότι πολλοί πέθαιναν απ’ αυτό τον ιό και πως δεν ήταν παίξε -γέλασε, αλλά, όταν είσαι δεκαεφτά χρονών και μάλιστα τυχαίνει να ‘σαι κι ένας δεκαεφτάρης σαν εμένα, το να σου λένε καθημερινά ότι κάποιοι, κάπως, κάπου, σ’ ένα τριτοκοσμικό νοσοκομείο της Ελλάδας, ή σε κάποια χώρα του κόσμου της οποίας το όνομα πασχίζεις να ταιριάξεις με το αντίστοιχο σημείο πάνω στον χάρτη, όταν λοιπόν σου ανακοινώνουνε όλη τη μέρα αριθμούς και στατιστικές, μια απρόσωπη μάζα των πενήντα και των εκατό και των δέκα χιλιάδων ατόμων που ξεψυχάνε κάπου εκεί έξω εξαιτίας ενός ύπουλου ιού, το παίρνεις και λιγάκι αψήφιστα, πώς να σας πω…Εννοώ ότι, ειδικά για ένα άτομο στην ηλικία μου, δεν πάει καθόλου έτσι μ’ αυτά τα θέματα : το να ακούς στην τηλεόραση λόγου χάρη ότι πέθαναν τόσοι, στην τάδε κλινική ή στην τάδε χώρα, δεν έχει να σου πει και πολλά· αν δεν το δεις να συμβαίνει μπροστά σου, αν δεν το πάθεις, εσύ ο ίδιος ή κάποιος δικός σου, δεν μπορείς να το πάρεις και πολύ στα σοβαρά όλο αυτό, έτσι δεν είναι; Γιατί στα δεκαεφτά σου θες να βγεις. Να πιεις. Να γαμήσεις και να γαμηθείς. Να πας διακοπές, να πας σε συναυλίες, σε μπαρ, να κόψεις όσες άσκοπες μετακινήσεις σου κάνει κέφι… Να κάνεις πρόβα με την μπάντα σου και μετά ν’ αράξετε σ’ ένα πάρκο, να καπνίσετε ένα τσιγαριλίκι και να πιείτε καμιά μπύρα στο χαλαρό… Αυτά θέλει να κάνει κάποιος στα δεκαεφτά και στα δεκαοχτώ και στα δεκαεννιά του⸱ ακόμα κι εκείνοι που κάθονται όλη μέρα σπίτια τους και μελετάνε χημεία και βιολογία για να περάσουνε στην ιατρική, κατά βάθος αυτά που είπα θα ‘θελαν να κάνουν. Τι να θέλει δηλαδή ένα παιδί στην ηλικία μου; Να μένει ταμπουρωμένος για να προστατέψει τους ηλικιωμένους, μέχρι να γίνει ηλικιωμένος κι αυτός; Να μην ζει για ν’ αποφύγει το ενδεχόμενο να πεθάνει, ή να σκοτώσει άθελά του κάποιον άλλο που επίσης δε ζει; Την πιάνετε την αντίφαση, έτσι; Κι αν η ζωή είναι από μόνη της μια σκέτη τρελά, χωρίς σκοπό και συνοχή, ε τότε, αυτό, αυτό που ζούμε τον τελευταίο ένα χρόνο, είναι κάτι παραπάνω κι από άσκοπη τρέλα. Είναι η ίδια η κόλαση· η κόλαση του εαυτού. Η κόλαση των άλλων. Χτισμένος μέσα σ’ ένα κελί που ονομάζεις «σπίτι» και το οποίο είσαι αναγκασμένος να μοιράζεσαι με γονείς, αδέρφια, γυναίκες, γάτες, παιδιά… Όπως σ’ εκείνο το έργο που με είχε κάποτε πάει η μάνα μου να δω στο θέατρο, όπου ήταν τρεις άνθρωποι που μισιόντουσαν, κλεισμένοι σ’ ένα αδιέξοδο δωμάτιο, αναγκασμένοι να συνυπάρχουν εκεί μέσα στον αιώνα τον άπαντα. Σ’ αυτό το αλλόκοτο έργο παίζαμε όλοι, εδώ και πάνω από ένα χρόνο κι εγώ περίμενα πότε θα έπεφταν επιτέλους η αυλαία κι οι τίτλοι τέλους, για να δω το όνομά μου ανάμεσα στους συντελεστές αυτής της γελοίας και διόλου αληθοφανούς ταινίας, στην οποία συμμετείχα κι εγώ ως κομπάρσος.
Εντάξει όμως, σου έλεγε ο άλλος, ο κλασσικός πενηντάρης “μπούμερ”, Εσύ πες, πάει καλά… Τον παππού σου; Τον κακομοίρη τον παππού σου, δεν τον σκέφτεσαι ρε μπαγάσα; Μα δεν έχω παππού, βρε μαλακοτρίφτη! Ε τη γιαγιά σου τότε! Ούτε γιαγιάδες έχω. Έχουν πεθάνει κι αυτές και μάλιστα, με τη μία από τις δύο, κρατούσαμε την «κοινωνική απόσταση» και πριν να γίνει της μόδας, όσο ήτανε εν ζωή· δυο φορές την είχα δει όλες κι όλες να φανταστείτε, όταν ήμουν έξι- εφτά χρονών. Κάποια στιγμή, για να μην τα πολυλογώ, η τύπισσα φλιπάρισε τελείως, πούλησε όλα της τα υπάρχοντα και πήγε και κλείστηκε σ’ ένα Άσραμ, στην Ινδία, με κάποιον γκουρού που της έτρωγε χρήματα κι είχε ένα όνομα σωστό γλωσσοδέτη. Έκτοτε τα ίχνη της γιαγιάς μου χάθηκαν και, από ‘να σημείο κι έπειτα, όλοι πια τη λογαριάζουνε για πεθαμένη. Εγώ πάντως δεν είμαι και εκατό τα εκατό σίγουρος ότι έχει πεθάνει· σε περίπτωση που ζει, θα πρέπει τώρα λογικά να κοντεύει τα ογδόντα.
Εν πάση περιπτώσει, ξέφυγα κάπως από το θέμα μας και το θέμα εδώ είναι ο κορονοϊός : ο εγκλεισμός και τα SMS που είσαι αναγκασμένος να στέλνεις πριν βγάλεις το σκύλο σου να χέσει, οι ειδικοί στη λεκάνη τουαλέτας σου, οι μπάτσοι και η πολιτική προστασία στο σαλόνι, οι λαλημένοι των σόσιαλ μίντια, που πιστεύουν ότι όλα είναι μια συνωμοσία ροδόσταυρων και ιλουμινάτι… Ή μάλλον, όχι, το μεγάλο θέμα είναι ότι, μέσα σε όλη αυτή την παρανοϊκή κατάσταση, ύστερα από μήνες και μήνες επίμονης σιωπής, μου έχει επιτέλους στείλει μήνυμα στο μέσεντζερ η Μυρτώ, η πρώην κοπέλα μου (με την οποία, για την ιστορία, είμαι ακόμα κολλημένος), ότι θέλει να βρεθούμε -και καλά για να μιλήσουμε. Αλλά η ώρα είναι ήδη εννιά, όταν μού στέλνει το πρώτο μήνυμα και στις δέκα νταν ξεκινάει η απαγόρευση κυκλοφορίας. Της γράφω στο τσατ:
-Μυρτώ, στείλε μου τη διεύθυνσή σου, να φτιάξω ένα SMS για τους κωλόμπατσους, μην τύχει και με σταματήσουν.
-Paroxh bohthias ua baleis? μου γράφει εκείνη, στα greenklish, αν και ξέρει ότι τα απεχθάνομαι. Της απαντάω με ένα ξερό ναι και μου στέλνει την καινούρια της διεύθυνση, στα greenklish κι αυτή. Η μάνα της δεν έχει πρόβλημα να μείνω εκεί το βράδυ, γιατί κόλλησαν κι οι δυο τους τον κωλοϊό πριν από κάνα μήνα και τώρα θα ‘χουνε για μπόλικο καιρό αντισώματα, ή τουλάχιστον έτσι τους είπανε οι γιατροί. Γιατί μπορεί -ξέρω ‘γω- να βγούνε αύριο και να το πάρουν κι αυτό πίσω, όπως έχουν κάνει με ένα σωρό άλλα και ξαφνικά να γυρίσουν και να πουν, «Μαλακίες σας λέγαμε, γράψτε λάθος. Αλλάζει το ’’πρωτόκολλο’’ : Αυτός ο ιός δεν είναι σαν τους άλλους και μπορεί να τον ξανακολλήσεις, ακόμα και στο καπάκι!»
Άντε να βγει το εμβόλιο να ησυχάσουμε, σκέφτομαι, καθώς ετοιμάζομαι να την κάνω από το σπίτι. Γιατί, πραγματικά, δεν αντέχεται άλλο αυτό το ελεεινό και τρισάθλιο πράγμα που ζούμε! Ναι, να βγει το καταραμένο το κωλοεμβόλιο και πρώτος των πρώτων θα τρέξω να το σουτάρω. Και στ’ αρχίδια μου κι αν είναι «πειραματικό». Στ’ αρχίδια μου κι αν έχει βάλει μέσα «τσιπάκι» ο Έλον Μασκ, ή ακόμα κι ο ίδιος ο εωσφόρος, αυτοπροσώπως. Στ’ αρχίδια μου, γενικώς. Αν είναι να με αφήσουν επιτέλους ήσυχο, να συνεχίσω τη ζωή μου όπως πριν, πρώτος -πρώτος θα πάω. Πειραματόζωο ρε, ναι. Τραβάτε κανένα ζόρι; Και μετά, αφού εμβολιαστώ και κάνω «το χρέος μου απέναντι στην κοινωνία», θα μπω στο πρώτο μπαρ που θα βρω μπροστά μου και θα χεστώ στη μπύρα. Ολόκληρο βαρελάκι θα παραγγείλω και θα το ‘χω εκεί, μπροστά μου στη μπάρα, αγκαλιά· θ’ ανοίγω την κάνουλα και θα πίνω κατευθείαν από το βαρελάκι, χωρίς ποτήρια, πατατάκια και μαλακίες⸱ σαν τον Τζακ Σπάροου στους «Πειρατές της Καραϊβικής». Και μετά θα σκουπίζω και το σαγόνι μου στο μανίκι. Ούτε μάσκες, ούτε αντισηπτικά, ούτε σαπούνια, ούτε τίποτα. Και δε θα πάω να το χτυπήσω το εμβόλιο επειδή φοβάμαι τον ιό, όχι, ούτε φυσικά επειδή εμπιστεύομαι την “επιστήμη”, τους δημοσιογράφους κι όλες αυτές τις λέρες που μου λένε να το κάνω⸱ θα πάω και θα το βαρέσω απλώς για να τελειώνουμε, επειδή δεν αντέχω άλλο να παίζω σ’ αυτή την ανελέητη φαρσοκωμωδία· να πρέπει ας πούμε τώρα να κάθομαι να καταστρώνω ολόκληρο σχέδιο διαφυγής, σαββατιάτικο, για να πάω μέχρι το σπίτι της πρώην γκόμενάς μου, στην άλλη άκρη της Αθήνας! Λες κι είμαι ο Νίκολας Κέητζ στο «Βράχο» ξέρω ‘γω. Μιλάμε για εντελώς οικτρή και συγχρόνως γελοία κατάσταση.
Όταν παίρνω το μήνυμα της Μυρτώς, βρίσκομαι -δόξα τω Θεώ- στο σπίτι του πατέρα μου, ο οποίος δεν είναι τόσο χέστης όπως η μάνα μου και τις μέρες που μένω μαζί του, μ’ αφήνει να βγαίνω και να κοιμάμαι και σε κάνα σπίτι φίλου άμα κάτσει. Φαντάζομαι ας πούμε τι θα γινότανε αν τύχαινε να ‘μουν απόψε στης μάνας μου και να ‘πρεπε να φύγω δέκα το βράδυ, μέσα στην απαγόρευση κυκλοφορίας… Ο τρίτος παγκόσμιος θα γινότανε· αυτή είναι τόσο υστερική με τα μικρόβια και τις αρρώστιες, που ούτε μέχρι το φούρνο απέναντι δε γουστάρει να ξεμυτίζω. Αλλά εγώ, είτε έτσι -είτε αλλιώς, θα πήγαινα να την συναντήσω απόψε τη Μυρτώ, ο κόσμος να χαλούσε. Κι αν η μουρλή έμπαινε πάλι μπροστά στην πόρτα για να με εμποδίσει να βγω, όπως την προηγούμενη φορά, θα της τράβαγα ένα χαστούκι ξεγυρισμένο, ναι, μα τον Χριστό, θα της το τράβαγα γιατί της αξίζει- θα την έκανα πέρα και θα ‘βγαινα στη σκάλα, κύριος… Για την πάρτη της Μυρτώς, όχι αυτό, τα πάντα είμαι ικανός να κάνω… Αν κάποιος σήκωνε ένα όπλο και πήγαινε να την πυροβολήσει λόγου χάρη, θα έμπαινα χωρίς δεύτερη σκέψη μπροστά για να τη φάω εγώ τη σφαίρα, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ. Και το ξέρω ότι αργά ή γρήγορα θα χωρίσουμε, δεκαοχτώ χρονών παιδιά είμαστε στο κάτω-κάτω, αλλά ξέρω επίσης με απόλυτη σιγουριά και κάτι ακόμα : ότι ποτέ ξανά δεν πρόκειται να ζήσω κάτι τέτοιο, σαν κι αυτό που είχα μαζί της, κάτι τόσο μαγικά φευγαλέο και φωτεινό⸱ ήταν η πρώτη μου και ήμουν ο πρώτος της. Και καθώς τα χέρια του ενός γλιστρούσαν πάνω στη σάρκα του άλλου, σαν μαλακά, ακίνδυνα ξυράφια, ανακαλύπταμε μέσα από κείνα τα αβέβαια αγγίγματα, όχι μονάχα του άλλου την αλχημεία, αλλά συγχρόνως ψηλαφούσαμε και την υπόσταση τη δική μας.
Ναι, είμαι σίγουρος : αυτό που έζησα με την Μυρτώ, δεν πρόκειται να το ξαναζήσω· τουλάχιστον όχι μ’ αυτό τον τρόπο· όχι σ’ αυτή την ένταση. Και ξέρω επίσης πως ό,τι και να γίνει στην αποψινή μας συνάντηση, ό,τι κι αν πούμε ή κάνουμε από εδώ και μπρος, όλο αυτό, το μεταξύ μας, είναι κιόλας στο παρελθόν και η διαπίστωση αυτή για κάποιο λόγο με στενοχωρεί αφάνταστα και με κάνει να σφιχτώ μες στο μπουφάν μου, καθώς κατηφορίζω την άδεια λεωφόρο. Κατευθύνομαι προς τη στάση του μετρό, κάνα χιλιόμετρο παρακάτω. Δυο λεπτά πριν φτάσω, μού τηλεφωνεί ο Ιορδάνης. Συνεχίζεται…
Το δεύτερο μέρος από το διήγημα του μήνα του Νίκου Δημητρόπουλου ” Άσκοπες Μετακινήσεις” θα δημοσιευτεί την επόμενη Τρίτη 8/3/2022
Μέρος 1ο