Ντοστογιέφσκι Φιοντόρ: Ο ΗΛΙΘΙΟΣ σε μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου
(Σελ. 265-371) ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΚΑΘΕ ΛΙΓΟ ΚΑΙ ΛΙΓΑΚΙ παραπονιούνται πως δεν έχουμε στη χώρα μας πρακτικούς ανθρώπους∙ πως
οι πολιτικοί λόγου χάρη είναι πολλοί∙ οι στρατηγοί επίσης μπόλικοι∙ διάφορους διευθύνοντες
μπορείς να βρεις αμέσως όσους θέλεις, αν χρειαστεί, πρακτικούς ανθρώπους όμως δεν έχουμε. Ή,
τουλάχιστο, όλοι παραπονιούνται πως δεν έχουμε. Λένε μάλιστα πως σε μερικές σιδηροδρομικές
γραμμές δεν υπάρχουν ούτε υπηρεσίες της προκοπής. Είναι αδύνατο σου λένε να επανδρώσεις
κάπως υποφερτά τη διεύθυνση μιας ατμοπλοϊκής εταιρίας. Κάθε τόσο ακούς πως στην τάδε
καινούρια σιδηροδρομική γραμμή έγινε σύγκρουση ή γκρεμίστηκαν τα βαγόνια από μια γέφυρα∙
αλλού, γράφουν οι εφημερίδες, παραλίγο να ξεχειμωνιάσει ένα τρένο που αποκλείστηκε απ’ τα
χιόνια: ξεκίνησαν για μερικές ώρες ταξίδι και έμειναν καρφωμένοι στα χιόνια πέντε ολάκερες μέρες.
Αλλού, ακούς και σου λένε, χιλιάδες καντάρια εμπόρευμα σαπίζει στις αποθήκες δύο και τρεις
μήνες περιμένοντας να γίνει αποστολή, κι αλλού (εδώ που τα λέμε, αυτό πια καταντάει απίστευτο),
ένας διοικητικός υπάλληλος, δηλαδή κάποιος επόπτης, αντί να εξυπηρετήσει έναν υπάλληλο
εμπόρου που τον ενοχλούσε γυρεύοντας σώνει και καλά να καταφέρει να στείλει τα εμπορεύματά
του, του κατάφερε μια γροθιά στο σαγόνι κι είχε μάλιστα το θράσος να δικαιολογήσει τη
δημοσιοϋπαλληλική του αυτή πράξη λέγοντας πως «εξήφθη». Θα ‘λεγε κανείς πως είναι τόσες οι
δημόσιες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό μας, που τρομάζεις μόλις αναλογιστείς τον αριθμό τους∙
όλοι έκαναν υπάλληλοι, όλοι βρίσκονται σε δημόσιες υπηρεσίες κι όλοι προτίθενται να
υπηρετήσουν το δημόσιο∙ πώς είναι λοιπόν δυνατό να μην μπορεί κανείς να επανδρώσει τη
διαχείριση μιας ατμοπλοϊκής εταιρίας;
Στο ερώτημα αυτό, δίνουν καμιά φορά μιαν απλούστατη απάντηση—τόσο απλή που καταντά
απίστευτη. Είναι αλήθεια, λένε, πως όλοι εδώ στη χώρα μας δούλεψαν ή δουλεύουν σε δημόσιες
υπηρεσίες κι είναι διακόσια χρόνια τώρα που τραβάει έτσι το πράγμα σύμφωνα με το καλύτερο
γερμανικό πρότυπο, πάππου προς πάππου,—μα οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι ίσα‐ίσα οι λιγότερο
πρακτικοί και η κατάσταση έφτασε σε τέτοιο σημείο που η έλλειψη κάθε πρακτικότητας να
θεωρηθεί ακόμα κι ανάμεσα στους υπαλλήλους του κράτους, και να θεωρείται ακόμα και
πρόσφατα, σαν το καλύτερο συστατικό, σαν η πιο μεγάλη αρετή. Εδώ που τα λέμε, αδίκως πιάσαμε
κουβέντα για τους δημοσίους υπαλλήλους∙ ο σκοπός μας ήταν να μιλήσουμε ειδικά για τους
πρακτικούς ανθρώπους. Εδώ πια είναι απόλυτα σίγουρο πως η δειλία και η έλλειψη κάθε
προσωπικής πρωτοβουλίας λογαριαζόταν πάντοτε στη χώρα μας σαν το κυριότερο και το πιο
απαραίτητο προσόν ενός πρακτικού ανθρώπου—ακόμα και τώρα αυτή η γνώμη επικρατεί. Μα γιατί
να κατηγορούμε μονάχα τον εαυτό μας, αν φυσικά μπορεί να θεωρηθεί κατηγορία αυτό που
είπαμε; Η έλλειψη πρωτοτυπίας λογαριαζόταν παντού, σ’ όλο τον κόσμο κι από αμνημονεύτων
χρόνων, σαν το πιο απαραίτητο χάρισμα, σαν η καλύτερη σύσταση ενός δραστήριου ανθρώπου,
δραστήριου και πρακτικού και τουλάχιστο τα ενενήντα εννιά τοις εκατό των ανθρώπων (για να μην
πούμε παραπάνω), είχαν πάντα αυτές τις αντιλήψεις και μονάχα το ένα εκατοστό είχε και έχει
αντίθετη γνώμη.
Οι εφευρέτες και οι μεγαλοφυίες σχεδόν πάντα στην αρχή του σταδίου τους (πολύ συχνά και στο
τέλος) θεωρήθηκαν απ’ την κοινωνία ανάξιοι βλάκες—αυτό πια είναι μια κοινοτοπία και το ξέρουν
όλοι. Λόγου χάρη, δεκαετηρίδες ολάκερες, κουβαλούσαν όλοι τα χρήματά τους στο ταμιευτήριο και
τέλος μαζεύτηκαν δισεκατομμύρια με τόκο τέσσερα τα εκατό∙ όταν έλειψε το ταμιευτήριο και
έμειναν όλοι με την προσωπική τους πρωτοβουλία, τότε ήταν πολύ φυσικό ένα μεγάλο μέρος απ’
αυτά τα εκατομμύρια να χαθεί αναπόφευχτα μέσα στον χρηματιστηριακό πυρετό και στα χέρια των
απατεώνων—αυτό μάλιστα απαιτούσε η χρηστότητα και η ευπρέπεια. Ναι, η χρηστότητα∙ μια κι η
χρηστή δειλία κι η καθωσπρέπει έλλειψη πρωτοτυπίας αποτελούσαν ως τώρα στην πατρίδα μας
(σύμφωνα με την κοινώς παραδεγμένη αντίληψη) το αναπόσπαστο χαρακτηριστικό ενός
δραστήριου και ευυπόληπτου ανθρώπου, θα ‘ταν φυσικά υπερβολικά ανυπόληπτο, θα ‘ταν μάλιστα
τρομερά απρεπές ν’ αλλάξει κανείς ξαφνικά τόσο πολύ. Ποια, λόγου χάρη, μητέρα που αγαπά
τρυφερά το παιδί της δε θα τρομάξει και δε θ’ αρρωστήσει απ’ το φόβο της αν ο γιος της ή κι η κόρη
της ξεστρατίσουν έστω και στο ελάχιστο απ’ την πεπατημένη; «Όχι, ας είναι καλύτερα ευτυχισμένος
κι ας ζήσει χαρούμενος τη ζωή του και να του λείπουν οι πρωτοβουλίες», σκέφτεται η κάθε μάνα
κουνώντας στην κούνια το μωρό της. Κι οι νταντάδες μας, νανουρίζοντας τα μωρά, από
αμνημόνευτα χρόνια, τους ψιλοτραγουδάνε: «Νάνι‐νάνι το μικρό μου που θα γίνει στρατηγός και
χρυσάφι και ζαφείρια θα του δίνει ο Θεός!» Ώστε λοιπόν, ακόμα κι οι νταντάδες μας θεωρούν το
βαθμό του στρατηγού σαν το ακρότατο όριο της ρωσικής ευτυχίας και—το συμπέρασμα βγαίνει
μοναχό του—ο βαθμός αυτός στάθηκε το δημοφιλέστερο εθνικό ιδεώδες της ανέφελης και της
θεσπέσιας ευδαιμονίας. Και πράγματι: όταν πετύχαινε δίχως μέσα στις εξετάσεις και υπηρετούσε
επί τριανταπέντε συναπτά έτη, ποιος θα μπορούσε στο τέλος να μη γίνει εδώ στη χώρα μας
στρατηγός και να μην έχει αποταμιεύσει ένα ορισμένο ποσό στο ταμιευτήριο; Κατ’ αυτό τον τρόπο,
ο Ρώσος, σχεδόν χωρίς καμιά προσπάθεια, κατακτούσε τέλος τον τίτλο του δραστήριου και του
πρακτικού ανθρώπου. Ουσιαστικά, εδώ στη χώρα μας, μονάχα ένας άνθρωπος πρωτότυπος, μ’ άλλα
λόγια ανήσυχος, θα μπορούσε να μη γίνει στρατηγός. Δεν αποκλείεται σ’ όλ’ αυτά να υπάρχει
κάποια παρεξήγηση, μιλώντας όμως γενικά, φαίνεται πως δεν πέφτουμε έξω κι η κοινωνία μας είχε
απόλυτο δίκιο όταν τοποθετούσε έτσι τον ιδανικό πρακτικό της άνθρωπο. Όπως και να ‘ναι,
κάτσαμε και είπαμε πολλά περιττά πράγματα∙ αυτό που κυρίως μας ενδιέφερε, ήταν να δώσουμε
μερικές εξηγήσεις για τη γνωστή μας οικογένεια των Επάντσιν. Οι άνθρωποι αυτοί, ή τουλάχιστο τα
μέλη εκείνα της οικογένειας που σκέφτονταν κάπως περισσότερο, υπέφεραν πάντα από μια σχεδόν
οικογενειακή τους ιδιότητα που ερχόταν σε διαμετρική αντίθεση με τις αρετές εκείνες που
αναφέραμε παραπάνω. Χωρίς να κατανοούν πλήρως το γεγονός (γιατί είναι δύσκολο να το
κατανοήσεις) υποπτεύονταν ωστόσο ώρες‐ώρες πως τα πράγματα δεν πήγαιναν στην οικογένειά
τους όπως σ’ όλο τον άλλο κόσμο. Σ’ όλο τον κόσμο κυλούσαν ομαλά, αυτοί είχαν
σκαμπανεβάσματα∙ όλοι ρολάρουν πάνω σε ράγες, αυτοί κάθε λίγο και λιγάκι εκτροχιάζονται. Όλοι
δειλιάζουν τακτικά κι ενάρετα, κι αυτοί όχι. Η αλήθεια είναι πως η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα τρόμαζε
καμιά φορά και πολύ μάλιστα, μα και πάλι ο φόβος της αυτός δεν ήταν η ενάρετη εκείνη κοσμική
δειλία που τόσο τη νοσταλγούσαν όλοι τους. Κι εξάλλου ίσως η μόνη που ανησυχούσε να ‘ταν η ιζαβέτα Προκόφιεβνα: οι κοπέλες ήταν νέες ακόμα παρ’ όλο που διέθεταν μια σημαντική
διεισδυτικότητα και ειρωνεία κι ο στρατηγός, μόλο που προσπαθούσε να διεισδύσει (μ’ αρκετό
κόπο εδώ που τα λέμε) προτιμούσε ωστόσο στις δύσκολες περιστάσεις να λέει ένα χμ! και τέλος
εναπόθετε όλες τις ελπίδες του στη Λιζαβέτα Προκόφιεβνα. Που σημαίνει πως αυτή είχε και την
ευθύνη. Κι όχι να πεις πως η οικογένεια αυτή διακρινόταν λόγου χάρη για κάποια δική της
πρωτοβουλία ή ξέφευγε απ’ τις ράγες από μια συνειδητή έφεση προς την πρωτοτυπία, πράγμα που
θα ‘ταν πια ήκιστα καθωσπρέπει. Ω, όχι! Ουσιαστικά τίποτε απ’ αυτά δεν υπήρχε, δεν υπήρχε
δηλαδή κανένας συνειδητός σκοπός, παρ’ όλα αυτά όμως, στο φινάλε, τ’ αποτέλεσμα ήταν πως η
οικογένεια Επάντσιν μόλο που λογιζόταν εξαιρετικά σεβαστή, δεν τα κατάφερνε να γίνει ποτέ αυτό
που πρέπει να ‘ναι γενικά μια σεβαστή οικογένεια. Τον τελευταίο καιρό, η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα
άρχισε να βρίσκει πως αυτή ήταν ένοχη για όλα, αυτή κι ο «ατυχής» χαρακτήρας της—πράγμα που
έκανε να μεγαλώσει το μαρτύριό της. Κάθε λίγο και λιγάκι έλεγε: «είμαι μια ανόητη, μια
απρεπέστατη παράξενη»—και βασανιζόταν απ’ την καχυποψία της, τα ‘χανε συνεχώς, δεν
μπορούσε να βρει διέξοδο στις πιο συνηθισμένες αντιθέσεις και κάθε στιγμή έβλεπε σα μεγάλη
συμφορά και το πιο παραμικρό ατύχημα.
Στην αρχή ακόμα της αφήγησής μας, είχαμε πει πως οι Επάντσιν έχαιραν γενικού και ειλικρινούς
σεβασμού. Ακόμα και τον ίδιο το στρατηγό, τον Ιβάν Φιοντόροβιτς, που ήταν άνθρωπος με σκοτεινή
καταγωγή, τον είχαν δεχτεί παντού, με πολύ σεβασμό και χωρίς αντιρρήσεις. Κι εξάλλου, του άξιζε
κάθε σεβασμός, πρώτον γιατί ήταν πλούσιος «κι όχι απ’ τους τελευταίους» και δεύτερο γιατί ήταν
άνθρωπος ευπρεπέστατος μόλο που το μυαλό του δεν έκοβε και πολύ. Ωστόσο, μια ορισμένη
αμβλύνοια είναι, καθώς φαίνεται, ένα από τ’ απαραίτητα προσόντα, αν όχι του κάθε ανθρώπου της
δράσης, μα τουλάχιστον του κάθε σοβαρού επιχειρηματία. Τέλος, ο στρατηγός είχε λίαν ευπρεπείς
τρόπους, ήταν σεμνός, ήξερε να σωπαίνει και ταυτόχρονα να μην αφήνει να του πατάνε τον κάλο—
κι όχι μονάχα γιατί διέθετε το βαθμό του στρατηγού μα και γιατί ακόμα ήταν τίμιος κι ευγενικός
άνθρωπος. Το σπουδαιότερο απ’ όλα ήταν το γεγονός πως είχε ισχυρότατους προστάτες. Όσο για τη
Λιζαβέτα Προκόφιεβνα, όπως το έχουμε κιόλας εξηγήσει παραπάνω, ήταν κι από μεγάλο τζάκι, μόλο
που εδώ στον τόπο μας δε δίνουν και μεγάλη σημασία στα τζάκια, αν δε συνοδεύονται κι απ’ τις
απαραίτητες σχέσεις με υψηλά πρόσωπα. Αυτή όμως απόκτησε στο τέλος και σχέσεις. Τη σέβονταν
και τέλος την αγάπησαν μερικά πρόσωπα που μετά απ’ αυτά ήταν φυσικότατο να τη σεβαστούν και
να τη δεχτούν όλοι. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως τα οικογενειακά της μαρτύρια ήταν αβάσιμα, είχαν
ασήμαντες αιτίες και η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα τα ‘χε τόσο μεγαλοποιήσει που καταντούσε κωμικό,
όμως, αν τύχει και βρεθεί κάποιος με μια κρεατοελιά στη μύτη ή στο μέτωπο, νομίζει συνεχώς πως
όλος ο κόσμος δεν έχει άλλη δουλειά παρά να κοιτάει την κρεατοελιά του, να τον κοροϊδεύει και να
τον κατακρίνει γι’ αυτή την κρεατοελιά, έστω κι αν αυτός ο κάποιος είχε ανακαλύψει την Αμερική.
Δεν υπάρχει επίσης αμφιβολία πως στους κοσμικούς κύκλους τη Λιζαβέτα Προκόφιεβνα τη
θεωρούσαν πραγματικά «παράξενη», την εκτιμούσαν ωστόσο ασυζητητί: η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα
όμως, κατάντησε τέλος να μην πιστεύει πως την εκτιμούν κι αυτό ήταν όλο το κακό. Κοιτάζοντας τις
κόρες της, βασανιζόταν απ’ την υποψία πως βλάπτει συνεχώς κατά κάποιον άγνωστο τρόπο την
καριέρα τους, πως ο χαρακτήρας της είναι γελοίος, αναξιοπρεπής κι ανυπόφορος—και εννοείται
πως για όλ’ αυτά κατηγορούσε αδιάκοπα τις κόρες της και τον Ιβάν Φιοντόροβιτς και τσακωνόταν
μέρες ολάκερες μαζί τους, αγαπώντας τους ταυτόχρονα μέχρις αυτοθυσίας και σχεδόν με πάθος.
Περισσότερο απ’ όλα τη βασάνιζε η υποψία πως κι οι κόρες της γίνονται ίδιες κι απαράλλαχτες
«παράξενες» σαν κι αυτήν και πως τέτοιες κοπέλες σαν τις κόρες της δεν υπάρχουν στην καλή
κοινωνία κι ούτε πρέπει να υπάρχουν. «Μηδενίστριες γίνονται όλες τους και τίποτ’ άλλο!» έλεγε
κάθε τόσο μέσα της. Τον τελευταίο χρόνο κι ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες η μελαγχολική αυτή
σκέψη άρχισε να ριζώνει όλο και βαθύτερα μες στο μυαλό της. «Και πρώτα‐πρώτα γιατί δεν
παντρεύονται», αναρωτιόταν κάθε λίγο και λιγάκι. «Για να βασανίζουν τη μητέρα τους—αυτό έχει
γίνει ο σκοπός της ζωής τους και φυσικά για όλ’ αυτά φταίνε οι νέες ιδέες και εκείνο το καταραμένο
γυναικείο ζήτημα! Μήπως τάχα δεν της ήρθε της Αγλαΐας εδώ κι έξι μήνες να κόψει τα υπέροχα
μαλλιά της; (Θεέ μου, μα ούτε εγώ δεν είχα τέτοια μαλλιά, ακόμα και στα νιάτα μου!) Πήρε κιόλας
το ψαλίδι στα χέρια και χρειάστηκε να την παρακαλέσω γονατιστή για να μην το κάνει! Ε, αυτή το
έκανε από κακία, για να βασανίσει τη μητέρα της, γιατί είναι ένα παλιοκόριτσο, είναι αυταρχική, ραχαϊδεμένη και, το κυριότερο, κακιά, κακιά, κακιά! Μα μήπως τάχα εκείνη η χοντρή η
Αλεξάντρα δεν ήταν έτοιμη να κόψει κι αυτή τις κοτσίδες της κι όχι πια από κακία ούτε από
καπρίτσιο, μα γιατί πίστεψε ειλικρινά ο βλάκας αυτά που της είπε η Αγλαΐα πως τάχα θα μπορεί να
κοιμάται πιο ήσυχα με κομμένα μαλλιά και δε θα ‘χει πονοκεφάλους; Και πόσοι, πόσοι, πόσοι—
πέντε χρόνια τώρα—πόσοι γαμπροί δεν τις ζήτησαν; Και, μα την αλήθεια, ήταν άνθρωποι
περίφημοι, μερικοί μάλιστα υπεροχότατοι! Τι περιμένουν λοιπόν, γιατί δεν παντρεύονται; Μονάχα
για να κακοκαρδίζουν τη μητέρα τους—καμιά άλλη αιτία δεν υπάρχει! Καμιά! Καμιά!»
Τέλος, ανάτειλε ο ήλιος και για τη μητρική της καρδιά∙ η μια έστω κόρη, η Αδελαΐδα, θα βολευόταν
επιτέλους: «Θα ξεφορτωθώ τη μία τουλάχιστον», έλεγε η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα όταν τύχαινε να
μιλήσει δυνατά γι’ αυτό το ζήτημα (μέσα της εκφραζόταν πολύ πιο τρυφερά). Και τι όμορφα, με τι
ευπρέπεια που ‘χε κανονιστεί όλη η υπόθεση∙ ακόμα και στους κοσμικούς κύκλους άρχισαν να
σχολιάζουν το πράγμα ευμενώς. Ο γαμπρός ήταν άνθρωπος γνωστός, πρίγκιπας, με μεγάλη
περιουσία και επιπλέον τον είχε συμπαθήσει, τι καλύτερο θα μπορούσε λοιπόν να περιμένει; Μα
για την Αδελαΐδα δε φοβόταν ποτέ της τόσο όσο για τις άλλες της κόρες, μόλο που οι καλλιτεχνικές
της κλίσεις σάστιζαν ώρες‐ώρες ως εκεί που δεν παίρνει τη διαρκώς αμφιβάλλουσα καρδιά της
Λιζαβέτας Προκόφιεβνας. «Ναι, έχει όμως εύθυμο χαρακτήρα κι είναι πολύ λογική. Δεν πρόκειται
λοιπόν να πάει χαμένη», παρηγοριόταν τέλος η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα. Για την Αγλαΐα φοβόταν
περισσότερο απ’ όλες. Μια και το ‘φερε η κουβέντα, σχετικά με τη μεγαλύτερη, την Αλεξάνδρα, ούτε
η ίδια η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα δεν ήξερε τι να κάνει: ν’ ανησυχήσει ή να μην ανησυχήσει; Άλλοτε
της φαινόταν πως «πάει, είναι χαμένη». Έκλεισε τα εικοσπέντε και συνεπώς θα μείνει γεροντοκόρη.
Και—«με μια τέτοια ομορφιά!..» Η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα έκλαιγε μάλιστα εξαιτίας της τις νύχτες,
την ώρα που η Αλεξάνδρα Ιβάνοβνα, τις ίδιες νύχτες, κοιμόταν σαν αρνάκι. «Μα τι είναι επιτέλους;
Μηδενίστρια ή νέτα‐σκέτα βλάκας;» Το ότι δεν ήταν βλάκας, το πίστευε ακράδαντα κι η ίδια η
Λιζαβέτα Προκόφιεβνα: εκτιμούσε εξαιρετικά την κρίση της Αλεξάνδρας Ιβάνοβνας και της άρεσε να
τη συμβουλεύεται. Ωστόσο, δε χωρούσε αμφιβολία πως η Αλεξάνδρα ήταν μια «βρεμένη κότα».
«Είναι τόσο ήρεμη, τόσο ήσυχη που όσο κι αν τη σπρώξεις δεν πρόκειται να πάρει μπρος! Εδώ που
τα λέμε, οι «βρεμένες κότες» δεν είναι καθόλου ήρεμες—φτου! Τα μπέρδεψα ολότελα μ’ αυτές τις
κοπέλες!» Η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα είχε για την Αλεξάνδρα μιαν ανεξήγητη συμπονετική
συμπάθεια, μεγαλύτερη μάλιστα κι απ’ όση είχε για την Αγλαΐα που ήταν το ίνδαλμά της. Όμως, τα
χολωμένα λόγια της (που μ’ αυτά κυρίως εκδηλωνόταν η μητρική της φροντίδα κι η συμπάθεια), τα
πειράγματα, οι χαρακτηρισμοί της—«βρεμένη κότα» λόγου χάρη—δεν είχαν άλλο αποτέλεσμα
παρά να κάνουν την Αλεξάνδρα να γελά. Φορές‐φορές, η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα καταντούσε να
θυμώνει με τα πιο ασήμαντα μικροπράγματα και να γίνεται έξω φρενών. Της Αλεξάνδρας
Ιβάνοβνας, λόγου χάρη, της άρεσε πολύ να κοιμάται ως αργά το πρωί κι έβλεπε συνήθως ένα σωρό
όνειρα, τα όνειρά της όμως τα χαρακτήριζε πάντα μια ασυνήθιστη κενότητα και μια αθωότητα—λες
κι ήταν εφτά χρονών κοριτσάκι∙ όπου λοιπόν, ακόμα κι αυτή η αθωότητα, άρχισε για κάποιον
άγνωστο λόγο να δίνει στα νεύρα της μαμάκας της. Μια φορά, η Αλεξάνδρα Ιβάνοβνα είδε στ’
όνειρό της εννιά κότες κι αυτό έγινε αιτία να μαλώσουν για καλά μάνα και κόρη—και γιατί; δύσκολο
να το εξηγήσει κανείς. Μια φορά, μια μοναδική φορά όλη‐όλη, τα κατάφερε η Αλεξάνδρα κι είδε στ’
όνειρό της κάτι που ‘χε λίγη πρωτοτυπία—είδε έναν καλόγερο, μόνο του, σε κάποιο σκοτεινό
δωμάτιο, όπου αυτή δεν τ’ αποφάσιζε να μπει γιατί φοβόταν. Οι δύο αδερφές της πήγαν αμέσως
και ιστορήσανε τ’ όνειρο στη Λιζαβέτα Προκόφιεβνα και θριαμβολογούσαν και γέλαγαν, η μαμάκα
τους όμως θύμωσε και πάλι και τις είπε ανόητες και τις τρεις. «Χμ! είναι ήρεμη σαν αποβλακωμένη,
σωστή “βρεγμένη κότα”—και να τη σπρώξεις δεν παίρνει μπρος κι ωστόσο μελαγχολεί, ώρες‐ώρες
κάθεται και κοιτάει άπλανα και μελαγχολικά μπροστά της! Τι καημός να ‘ναι αυτός, τι μαράζι να ‘χει
στην καρδιά της;» Καμιά φορά, έκανε αυτή την ερώτηση και στον Ιβάν Φιοντόροβιτς και, όπως το
‘χε συνήθειο, τον ρώταγε υστερικά, απειλητικά, περιμένοντας μιαν άμεση απάντηση. Ο Ιβάν
Φιοντόροβιτς έκανε κάνα‐δυο φορές χμ! χμ! έσμιγε τα φρύδια του, ανασήκωνε τους ώμους κι
έβγαζε τέλος την απόφαση ανοίγοντας πλατιά τα χέρια του:
— Άντρας της χρειάζεται!
— Μονάχα να δώσει ο Θεός να μην της τύχει κανένας σαν και σας, Ιβάν Φιοντόροβιτς—έσκαγε
επιτέλους σαν μπόμπα η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα—ο Θεός να δώσει να μην της τύχει άντρας που να
κρίνει και να βγάζει συμπεράσματα σαν και σας, Ιβάν Φιοντόροβιτς, ο Θεός να δώσει να μην της
τύχει ένας αγροίκος βάνδαλος σαν και σας, Ιβάν Φιοντόροβιτς…
Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς φρόντιζε ν’ αποσυρθεί αμέσως κι η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα ησύχαζε μετά απ’
αυτή την έ κ ρ η ξ η . Εννοείται πως το ίδιο κιόλας βράδυ, άρχιζε και φερόταν με πολλή προσοχή,
στοργή, καλοσύνη και σεβασμό στον Ιβάν Φιοντόροβιτς, στον «πρόστυχό» της Ιβάν Φιοντόροβιτς,
στον καλόκαρδο κι αξιαγάπητο, τον Ιβάν της τον Φιοντόροβιτς που τόσο τον λάτρευε, γιατί τον
αγαπούσε σ’ όλη της τη ζωή κι ήταν μάλιστα ερωτευμένη με τον Ιβάν της τον Φιοντόροβιτς, πράγμα
που το ‘ξερε πολύ καλά κι ο ίδιος ο Ιβάν Φιοντόροβιτς κι εκτιμούσε απεριόριστα γι αυτό τη Λιζαβέτα
Προκόφιεβνα.
Όμως, το κυριότερο μαρτύριό της ήταν η Αγλαΐα∙ «είναι ολόιδια, ίδια κι απαράλλαχτη με μένα, είναι
το πορτρέτο μου απ’ όλες τις απόψεις, έλεγε μέσα της η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα∙ είναι ένα
αυταρχικό, κακό διαβολάκι! Μηδενίστρια, παράξενη, παλαβή, κακιά, κακιά, κακιά! Ω, Θεέ μου,
πόσο θα δυστυχήσει στη ζωή της!»
Όμως, όπως το ‘παμε κιόλας παραπάνω, ο ήλιος είχε ανατείλει και τα πράυνε όλα και τα φώτισε για
μια στιγμή όλα. Ένα μήνα σχεδόν, η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα είχε ξεχάσει ολότελα, μπορεί να πει
κανείς, τις ανησυχίες της. Όταν μαθεύτηκε πως η Αδελαΐδα θα παντρευόταν σε λίγους μήνες, οι
κοσμικοί κύκλοι άρχισαν να μιλούν και για την Αγλαΐα και η Αγλαΐα φερόταν παντού τόσο υπέροχα,
τόσο ατάραχα, τόσο έξυπνα, τόσο νικηφόρα, περήφανα λιγάκι είναι αλήθεια, όμως αυτό της
πηγαίνει τόσο πολύ! Τόσο στοργική, τόσο καλόκαρδη ήταν ολάκερο μήνα με τη μητέρα της! («Η
αλήθεια είναι πως αυτόν τον Ευγένιο Παύλοβιτς πρέπει ακόμα να τον καλοκοιτάξουμε απ’ όλες τις
μεριές, πρέπει να τον ξεψαχνίσουμε, μα, καθώς φαίνεται, κι η Αγλαΐα δεν του πολυχαρίζει
κάστανα!») όπως και να ‘ναι, είχε γίνει ξαφνικά ένα τόσο υπέροχο κορίτσι—και τι όμορφη που ‘ναι,
Θεέ μου, τι όμορφη, μέρα με τη μέρα όλο κι ομορφαίνει! Και να…
Και να που μόλις εμφανίστηκε αυτός ο απαίσιος πριγκιπάκος, αυτός ο παλιοχαζούλης, ξανάγιναν
όλα μαλλιά‐κουβάρια κι αναποδογύρισαν όλα μέσα στο σπίτι!
Μα τι έγινε ωστόσο;
Ένας άλλος δε θα ‘βλεπε να ‘χε συμβεί τίποτα, αυτό είναι σίγουρο. Μα αυτό ήταν ίσα‐ίσα το
χαρακτηριστικό της Λιζαβέτας Προκόφιεβνας. Αυτή, στους συνδυασμούς και στα μπλεξίματα των
πιο συνηθισμένων πραγμάτων (έτσι που ήταν πάντοτε ανήσυχη) πρόφταινε πάντοτε και διέκρινε
κάτι που την τρόμαζε τόσο που αρρώσταινε, την έπιανε ο πιο καχύποπτος κι ασυνήθιστος φόβος—
συνεπώς κι ο πιο καταθλιπτικός. Φαντάζεται λοιπόν κανείς τι θα πρέπει να ‘νιωσε όταν τώρα,
ξαφνικά, μες απ’ όλες τις ασύστατες, τις γελοίες κι αβάσιμες ανησυχίες, άρχισε να διακρίνεται ένα
κάτι που φαινόταν να ‘ναι πράγματι σημαντικό, ένα κάτι που φαινόταν να προκαλεί δικαιολογημένα
ανησυχίες, αμφιβολίες και υποψίες.
«Και πώς τόλμησαν, πώς τόλμησαν να μου γράψουν αυτό το καταραμένο ανώνυμο γράμμα και να
μου πούνε πως αυτή η π ρ ό σ τ υ χ η έχει φιλίες με την Αγλαΐα;» σκεφτόταν η Λιζαβέτα
Προκόφιεβνα σ’ όλο το δρόμο, καθώς τράβαγε ξοπίσω της τον πρίγκιπα, και ύστερα στο σπίτι όταν
τον έβαλε να κάτσει στο στρογγυλό τραπέζι όπου είχε μαζευτεί όλη η οικογένεια. «Πώς τόλμησαν να
το σκεφτούν τέτοιο πράγμα; Μα εγώ θα πέθαινα απ’ την ντροπή μου αν πίστευα έστω και μια στάλα
απ’ όλ’ αυτά ή αν έδειχνα αυτό το γράμμα στην Αγλαΐα! Να μας περιπαίζουν έτσι, εμάς, τους
Επάντσιν! Κι όλ’ αυτά, όλ’ αυτά εξαιτίας του Ιβάν Φιοντόροβιτς! Εξαιτίας σας, Ιβάν Φιοντόροβιτς.
Αχ! Γιατί δεν πήγαμε να ξεκαλοκαιριάσουμε στο Ελάγιν! Αφού το ‘λεγα να πάμε στο Ελάγιν! Το
γράμμα μπορεί να το ‘γραψε η Βάρκα, το ξέρω, ή… ή… ο Ιβάν Φιοντόροβιτς φταίει για όλα! Αυτόν
θέλησε να περιπαίξει αυτή η π ρ ό σ τ υ χ η , εις ανάμνησιν των παλαιών τους σχέσεων, ναι, θέλησε
να τον γελοιοποιήσει, ακριβώς όπως τον κορόιδευε κι άλλοτε και τον έσερνε σα βλάκα απ’ τη μύτη
τότε που πήγαινε ο προκομμένος και της χάριζε μαργαριτάρια… και τ’ αποτέλεσμα είναι να ‘χουμε
μπλέξει όλοι μας, κι είναι κι οι κόρες σας μπλεγμένες, Ιβάν Φιοντόροβιτς, οι κόρες σας που είναι
κοπέλες, δεσποινίδες, δεσποινίδες της καλύτερης κοινωνίας, κοπέλες της παντρειάς∙ βρίσκονταν
μπροστά, εδώ στέκονταν, όλα τ’ ακούσανε, μα και στην ιστορία με κείνα τα βρομόπαιδα και σ’ αυτή
την ιστορία είναι μπλεγμένες, μια χαρά τα καταφέρατε, Ιβάν Φιοντόροβιτς, ήταν μπροστά και τ’
άκουσαν όλα! Δε θα του το συγχωρέσω, δε θα του το συγχωρέσω αυτού του πριγκιπάκου, δε θα του
το συγχωρέσω ποτέ! Και τι έχει η Αγλαΐα και τρεις μέρες τώρα κάνει σαν υστερική, τι έχει και
τσακώθηκε σχεδόν με τις αδερφές της, ακόμα και με την Αλεξάνδρα που της φίλαγε πάντα τα χέρια
σα να ‘ταν μάνα της—τόσο πολύ την εκτιμούσε. Τι έχει και τρεις μέρες τώρα βάζει σ’ όλους μας
αινίγματα; Τι ρόλο παίζει εδώ πέρα ο Γαβρίλα Ιβόλγκιν; Τι της ήρθε χτες και σήμερα και βάλθηκε να
παινεύει το Γαβρίλα Ιβόλγκιν κι έβαλε μάλιστα τα κλάματα; Γιατί μου αναφέρουν αυτό τον
καταραμένο «φτωχό ιππότη» σε κείνο το ανώνυμο γράμμα τη στιγμή που το γράμμα του πρίγκιπα
δεν το ‘δειξε ούτε στις αδερφές της; Και γιατί… για ποιο λόγο, για ποιο λόγο έτρεξα τώρα σαν
αλαφιασμένη γάτα σπίτι του και τον κουβάλησα τώρα δω πέρα; Θεέ μου, τρελάθηκα, τι ήταν αυτό
που έκανα; Έκατσα κι είπα σ’ ένα νέο τα μυστικά της κόρης μου και μάλιστα… και μάλιστα του είπα
μυστικά που αφορούν σχεδόν αυτόν τον ίδιο! Θεέ μου, πάλι καλά που είναι ηλίθιος και… και…
φίλος του σπιτιού μας! Θα ‘ναι ποτέ δυνατό να τον συμπάθησε η Αγλαΐα έναν τέτοιο βλακέντιο! Θεέ
μου, τι κάθομαι και λέω! Φτου. Είμαστε για τα πανηγύρια… εγώ πρώτη απ’ όλους, πρέπει να μας
βάλουν μέσα σε γυάλες και να ‘ρχεται ο κόσμος να μας βλέπει με δέκα καπίκια είσοδο. Δε θα σας το
συγχωρέσω αυτό, Ιβάν Φιοντόροβιτς, δε θα σας το συγχωρέσω ποτέ. Και γιατί δεν τον πειράζει
τώρα; Έλεγε πως θα τον πάρει στο ψιλό και να που τώρα μήτε ένα πείραγμα δε λέει να του κάνει!
Να, να, τον κοιτάζει, τον προσέχει, δε βγάζει λέξη, δε φεύγει, στέκεται εδώ κι όμως του είπε η ίδια
να μην ξανάρθει… Αυτός έχει χλομιάσει τρομερά. Κι αυτός ο καταραμένος, ο τρισκαταραμένος
Ευγένιος Παύλιτς, τι φλυαρία είναι αυτή που τον έπιασε, δε θ’ αφήσει και κανέναν άλλον να
μιλήσει; Για κοίτα τον που δε λέει να σταματήσει, λέξη δε σ’ αφήνει να πεις. Τώρ’ αμέσως θα τα
μάθαινα όλα, φτάνει να γύριζα καταπώς θέλω την κουβέντα»…
Πραγματικά, ο πρίγκιπας καθόταν σχεδόν χλομός μπροστά στο στρογγυλό τραπέζι κι είχες την
εντύπωση πως ήταν τρομερά φοβισμένος και ταυτόχρονα, στιγμές‐στιγμές, τον έπιανε ένας
ακατανόητος και γι’ αυτόν τον ίδιο ενθουσιασμός. Ω, πόσο φοβόταν να ρίξει μια ματιά εκεί κατά τη
γωνιά απ’ όπου τον κοίταζαν επίμονα δύο γνωστά μαύρα μάτια, και ταυτόχρονα πόσο δυνατά
σφιγγόταν η καρδιά του απ’ την ευτυχία που ένιωθε τώρα που καθόταν και πάλι ανάμεσά τους,
τώρα που θ’ ακούσει και πάλι τη φωνή της—ύστερα από κείνα που του ‘χε γράψει. «Θεέ μου, τι θα
πει άραγε τώρα!» Ίσαμε τούτη τη στιγμή δεν είχε προφέρει ακόμα λέξη και με μεγάλη προσπάθεια
άκουγε τον «φλύαρο» Ευγένιο Παύλοβιτς, που σπάνια είχε τόσο κέφι όσο απόψε. Ο πρίγκιπας τον
άκουγε και για πολλήν ώρα δεν καταλάβαινε σχεδόν λέξη. Εκτός απ’ τον Ιβάν Φιοντόροβιτς που δεν
είχε γυρίσει ακόμα απ’ την Πετρούπολη, όλοι οι άλλοι ήταν εκεί. Ήταν κι ο πρίγκιπας Σ. Φαίνεται
πως είχαν σκοπό να πάνε λίγο αργότερα, μετά το τσάι, ν’ ακούσουν μουσική. Φαίνεται πως η τωρινή
συζήτηση είχε αρχίσει πριν έρθει ο πρίγκιπας. Σε λίγο εμφανίστηκε στη βεράντα ο Κόλια∙ γλίστρησε
τόσο ξαφνικά, που ο πρίγκιπας δεν κατάλαβε από πού είχε έρθει. «Σημαίνει λοιπόν πως τον
δέχονται δω πέρα σαν άλλοτε», σκέφτηκε ο πρίγκιπας.
Η βίλα των Επάντσιν ήταν πολυτελέστατη, σε στυλ ελβετικού χωριάτικου σπιτιού, κομψά
στολισμένη με λουλούδια και φυλλώματα. Ένας μικρός μα υπέροχος ανθόκηπος την έκλεινε
ολόγυρα. Κάθονταν όλοι στη βεράντα, όπως και στου πρίγκιπα, μονάχα που η βεράντα ήταν κάπως
πιο ευρύχωρη και πιο λουσάτη.
Το θέμα της συζήτησης που είχαν αρχίσει δε φαινόταν ν’ άρεσε παρά σε λίγους μονάχα∙ η συζήτηση,
όπως θα μπορούσε κανείς να μαντέψει, άρχισε από μια λογομαχία και φυσικά όλοι θα το
προτιμούσαν ν’ αλλάξουν θέμα, ο Ευγένιος Παύλοβιτς όμως, λες και το ‘κανε επίτηδες, επέμενε όλο
και περισσότερο και δεν έδινε σημασία στην εντύπωση που προκαλούσε∙ ο ερχομός του πρίγκιπα
τον έκανε να ζωηρέψει περισσότερο. Η Αγλαΐα που καθόταν παράμερα, σχεδόν στη γωνιά, δεν
έφευγε, άκουγε και σώπαινε επίμονα.
— Μα όχι, όχι,—αντέλεγε με θέρμη ο Ευγένιος Παύλοβιτς,—δεν έχω τίποτα εναντίον του
λιμπεραλισμού. Ο λιμπεραλισμός δεν είναι αμάρτημα∙ είναι έν’ απαραίτητο συστατικό του όλου,
που χωρίς αυτόν θα αποσυντεθεί ή θα νεκρωθεί∙ ο λιμπεραλισμός έχει το ίδιο δικαίωμα να υπάρχει,
όσο κι ο πλέον νομιμόφρων συντηρητισμός. Εγώ όμως τα βάζω με το ρωσικό λιμπεραλισμό και το
ξαναλέω πως, αν έχω αντιρρήσεις, είναι γιατί ο ρώσος λιμπεραλίστας δεν είναι Ρ ώ σ ο ς
λιμπεραλίστας, είναι ένας λιμπεραλίστας που δ ε ν έ χ ε ι τ ί π ο τ α ρ ω σ ι κ ό . Φέρτε μου έναν
Ρώσο λιμπεραλίστα και θα τον φιλήσω αμέσως εδώ μπροστά σας.
— Φτάνει να του κάνει όρεξη να δεχτεί το φιλί σας,—είπε η Αλεξάνδρα Ιβάνοβνα που βρισκόταν σε
ασυνήθιστη υπερδιέγερση. Ακόμα και τα μάγουλά της ήταν πιο κόκκινα από άλλοτε.
«Για κοίτα κει, σκέφτηκε η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα, άλλοτε κοιμάται και τρώει μονάχα, όσο και να τη
σπρώχνεις δεν παίρνει φωτιά, κι άλλοτε, μια φορά το χρόνο, ξεπετιέται και μιλάει έτσι που είναι ν’
απορείς.»
Ο πρίγκιπας παρατήρησε πως της Αλεξάνδρας Ιβάνοβνας φαίνεται να μην της άρεσε καθόλου που ο
Ευγένιος Παύλοβιτς μίλαγε τόσο εύθυμα, που συζήταγε ένα σοβαρό θέμα με τέτοιον τρόπο σα να
παθαινόταν και ταυτόχρονα σα ν’ αστειευόταν κιόλας.
— Υποστήριζα τώρα μόλις, λίγο πριν έρθετε, πρίγκηψ,—συνέχισε ο Ευγένιος Παύλοβιτς,—πως εδώ
στη χώρα μας οι λιμπεραλίστες προέρχονταν από δύο μονάχα στρώματα, απ’ τους πρώην
τσιφλικάδες (που δεν υπάρχουν πια) κι απ’ τους σεμιναρίστες. Και μια και τα δύο αυτά στρώματα
μεταβλήθηκαν τέλος σε δύο σωστές κάστες, σε κάτι εντελώς ξέχωρο απ’ το έθνος—κι όσο πέρναγε ο
καιρός, από γενιά σε γενιά, απομονώνονταν όλο και περισσότερο—βγαίνει μόνο του το
συμπέρασμα πως όλα όσα έκαναν και κάνουν δεν ήταν καθόλου εθνικά.
— Πώς; Ώστε λοιπόν όλα όσα έγιναν δεν είναι ρωσικά;—έφερε την αντίρρηση του ο πρίγκιπας Σ.
— Δεν είναι εθνικά∙ έστω κι αν ήταν ρωσικά, δεν είχαν τίποτα το εθνικό∙ κι οι λιμπεραλίστες μας δεν
είναι Ρώσοι κι οι συντηρητικοί δεν είναι Ρώσοι, κι όλοι τους… Και να ‘στε σίγουρος πως το έθνος δε
θα αναγνωρίσει τίποτε απ’ όσα έκαναν οι τσιφλικάδες κι οι σεμιναρίστες, ούτε και τώρα ούτε κι
αργότερα…
— Άλλο πάλι και τούτο! Πώς μπορείτε να υποστηρίζετε μια τέτοια παραδοξολογία, αν φυσικά
μιλάτε σοβαρά! Μου είναι αδύνατο ν’ ανεχτώ τέτοιες κρίσεις για το Ρώσο γαιοκτήμονα∙ και σεις ο
ίδιος Ρώσος γαιοκτήμονας είσαστε,—αντέλεγε με θέρμη ο πρίγκιπας Σ.
— Μα νομίζω πως με παρεξηγήσατε. Οι τσιφλικάδες είναι μια τάξη αξιοσέβαστη έστω και μόνο για
το λόγο ότι ανήκω και εγώ σ’ αυτήν ιδιαίτερα τώρα που έπαψε να υπάρχει…
— Και στη λογοτεχνία; Έχει γούστο να ισχυρίζεστε πως ούτε η λογοτεχνία μας δεν έχει τίποτα
εθνικό!—τον διέκοψε η Αλεξάνδρα.
— Από λογοτεχνία δεν καταλαβαίνω και πολλά πράγματα, μα κι η ρωσική λογοτεχνία, κατά τη
γνώμη μου, δεν είναι όλη ρωσική, εκτός ίσως απ’ τον Λομονόσοβ, τον Πούσκιν και τον Γκόγκολ.
— Πρώτον, αυτό δεν είναι λίγο και δεύτερον ο ένας είναι άνθρωπος του λαού κι οι άλλοι δύο
γαιοκτήμονες—γέλασε η Αδελαΐδα.
— Πολύ σωστά, μη θριαμβεύετε όμως. Μονάχα αυτοί οι τρεις απ’ όλους τους Ρώσους συγγραφείς
κατάφεραν να πουν ο καθένας τους κάτι πραγματικά δ ι κ ό τ ο υ ς , καταδικό τους, κάτι που δεν το
δανείστηκαν από κανέναν, κι αυτός ήταν ο λόγος που έγιναν αμέσως εθνικοί συγγραφείς. Ο Ρώσος
που θα πει, θα γράψει ή θα κάνει κάτι δικό του, δι κ ό τ ο υ , ανεπανάληπτο και μη δανεισμένο
από κανέναν, θα γίνει αναπόφευκτα εθνικός έστω κι αν μιλάει άσχημα τα ρούσικα. Αυτό για μένα
είναι αξίωμα. Το θέμα μας όμως δεν ήταν η λογοτεχνία, εμείς αρχίσαμε να συζητάμε για τους
σοσιαλιστές, από κει άναψε η συζήτηση∙ ε, λοιπόν, εγώ βεβαιώνω πως δεν υπάρχει στη χώρα μας
ούτε ένας Ρώσος σοσιαλιστής∙ δεν υπάρχει και δεν υπήρξε γιατί όλοι οι σοσιαλιστές μας
προέρχονται κι αυτοί απ’ τους τσιφλικάδες και τους σεμιναρίστες. Όλοι οι δεδηλωμένοι, οι
σταμπαρισμένοι σοσιαλιστές μας, τόσο οι εδώ, όσο κι αυτοί στο Εξωτερικό, δεν είναι τίποτ’ άλλο
παρά φιλελεύθεροι τσιφλικάδες της εποχής της δουλοπαροικίας. Τι γελάτε; Δώστε μου τα βιβλία
τους, δώστε μου τη διδασκαλία τους, τ’ απομνημονεύματά τους και γω, μόλο που δεν ασχολούμαι
με την κριτική, αναλαμβάνω να σας γράψω μια πειστικότατη φιλολογική κριτική, όπου θ’ αποδείξω
περίτρανα πως η κάθε σελίδα απ’ τα βιβλία, τις μπροσούρες, τ’ απομνημονεύματά τους, είναι
γραμμένη πρώτα απ’ όλα από έναν πρώην Ρώσο τσιφλικά. Το μίσος τους, η οργή τους, το πνεύμα
που κάνουν, όλα είναι τσιφλικάδικα∙ (και μάλιστα, σαν αυτά που συναντούσες πριν απ’ την εποχή
του Φαμουσόβ6
!) Ο ενθουσιασμός τους, τα δάκρυά τους, μπορεί να ‘ναι δάκρυα πραγματικά,
ειλικρινή, είναι όμως τσιφλικάδικα! Τσιφλικάδικα και σεμιναρίστικα… Πάλι γελάτε, και σεις γελάτε,
πρίγκηψ; Και σεις διαφωνείτε;
Πραγματικά, όλοι γελούσαν, μισογέλασε κι ο πρίγκιπας. —Δεν μπορώ ακόμα να σας πω αν
διαφωνώ ή όχι,—πρόφερε ο πρίγκιπας παύοντας ξάφνου να χαμογελά κι ανατρίχιασε σα
σκολιαρόπαιδο που το πιάνουν να κάνει μιαν αταξία,—σας βεβαιώ όμως πως σας ακούω μ’
εξαιρετική ευχαρίστηση…
Λέγοντάς τα αυτά, του κοβόταν σχεδόν η ανάσα και μάλιστα το μέτωπό του το περίλουσε κρύος
ιδρώτας. Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια που ‘χε πει απ’ την ώρα που ήρθε. Έκανε να κοιτάξει γύρω του
μα δεν τόλμησε∙ ο Ευγένιος Παύλοβιτς το πρόσεξε και χαμογέλασε.
— Κύριοι, θα σας πω ένα γεγονός,—συνέχισε στον ίδιο τόνο, δηλαδή, σάμπως να μίλαγε με μιαν
ασυνήθιστη έξαψη και θέρμη και ταυτόχρονα, σα να γέλαγε ίσως‐ίσως με τα ίδια του τα λόγια,—ένα
γεγονός, την παρατήρηση και την ανακάλυψη μάλιστα του οποίου έχω την τιμή ν’ αποδώσω στον
εαυτό μου και μάλιστα μονάχα στον εαυτό μου∙ απ’ όσο ξέρω τουλάχιστον, κανείς δεν έχει μιλήσει
ούτε έχει γράψει γι’ αυτό το γεγονός. Στο γεγονός αυτό εκφράζεται όλη η ουσία του ρωσικού
λιμπεραλισμού του είδους εκείνου που λέω. Και πρώτα‐πρώτα, τι άλλο είναι ο λιμπεραλισμός,
γενικά, αν όχι μια επίθεση (λογική ή σφαλερή αυτό είναι άλλο ζήτημα) ενάντια στην υπάρχουσα
τάξη πραγμάτων; Έτσι δεν είναι; Λοιπόν, το γεγονός που έχω να σας τονίσω, δείχνει πως ο ρωσικός
λιμπεραλισμός δεν είναι μια επίθεση ενάντια στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων μα είναι μια
επίθεση ενάντια στην ίδια την ουσία των πραγμάτων μας, ενάντια στα ίδια τα πράγματα κι όχι
μονάχα στην τάξη, όχι ενάντια στη ρωσική τάξη μα ενάντια στην ίδια τη Ρωσία. Ο λιμπεραλίστας
μου έφτασε στο σημείο ν’ αρνιέται τη Ρωσία, μισεί δηλαδή και χτυπά την ίδια τη μητέρα του. Κάθε
δυστυχία, κάθε αποτυχία της Ρωσίας τον κάνει και γελά και σχεδόν τον ενθουσιάζει. Μισεί τα λαϊκά
έθιμα, τη ρωσική ιστορία, τα πάντα. Αν έχει κάποια δικαιολογία, είναι πως δεν ξέρει τι κάνει κι όλο
το μίσος του για τη Ρωσία το περνάει για τον πιο καρποφόρο λιμπεραλισμό (ω, θα συναντήσετε
συχνά εδώ στη χώρα μας λιμπεραλίστες που τους χειροκροτούν οι άλλοι και που ουσιαστικά είναι
ίσως οι πιο παράλογοι, οι πιο κοντόθωροι κι οι πιο επικίνδυνοι συντηρητικοί, χωρίς να το ξέρουν
ούτε κι οι ίδιοι!) Αυτό το μίσος για τη Ρωσία, δεν πάει πολύς καιρός ακόμα, μερικοί λιμπεραλίστες
μας το νόμιζαν σχεδόν για την πιο αληθινή αγάπη προς την πατρίδα και καυχιόνταν πως βλέπουν
καλύτερα από τους άλλους τι λογής θα ‘πρεπε να ‘ναι αυτή η αγάπη. Τώρα όμως έγιναν πιο
ειλικρινείς κι άρχισαν να ντρέπονται ακόμα και τα λόγια «αγάπη προς την πατρίδα»∙ έχουν
αποδιώξει ακόμα και την έννοια αυτή και την έβαλαν κατά μέρος σαν κάτι βλαβερό κι ασήμαντο. Το
γεγονός αυτό είναι ακριβέστατο, σ’ αυτό επιμένω και… έπρεπε επιτέλους να πούμε κάποτε όλη την
αλήθεια, καθαρά και ντόμπρα∙ όμως, το γεγονός αυτό είναι ταυτόχρονα κάτι που δεν
παρατηρήθηκε ποτέ και πουθενά, σε καμιάν εποχή και σε κανένα λαό, που σημαίνει πως είναι
τυχαίο και μπορεί να περάσει, είμαι σύμφωνος. Δεν μπορεί να υπάρξει πουθενά λιμπεραλίστας που
να μισεί την πατρίδα του. Πώς εξηγείται λοιπόν που εδώ στη χώρα μας υπάρχουν τέτοιοι
λιμπεραλίστες; Η εξήγηση είναι αυτή που έδωσα και πριν: Είναι πως ο Ρώσος λιμπεραλίστας προς το
παρόν δεν είναι Ρώσος. Άλλη εξήγηση δεν υπάρχει κατά τη γνώμη μου.
— Όλα όσα είπες, Ευγένιε Παύλιτς, τα δέχουμαι μονάχα σαν αστείο,—έκανε σοβαρά ο πρίγκιπας Σ.
— Εγώ δεν τους είδα όλους τους λιμπεραλίστες και δεν αναλαμβάνω να κρίνω,—είπε η Αλεξάνδρα
Ιβάνοβνα,—άκουσα όμως με αγανάκτηση τη σκέψη σας: πήρατε μια μεμονωμένη περίπτωση και
την κάνατε γενικό κανόνα, που σημαίνει πως όσα είπατε είναι συκοφαντίες.
— Μεμονωμένη περίπτωση; Α‐α! Η λέξις ειπώθηκε,—βιάστηκε να πει ο Ευγένιος Παύλοβιτς.—
Πρίγκηψ, τι γνώμη έχετε, πρόκειται για μεμονωμένη περίπτωση ή όχι;
— Θα πρέπει και γω να ομολογήσω πως έχω δει πολύ λίγους και πολύ λίγη παρέα έχω κάνει με…
λιμπεραλίστες,—είπε ο πρίγκιπας,—μου φαίνεται όμως πως ως ένα σημείο ίσως και να ‘χετε δίκιο,
γιατί πραγματικά, ο ρωσικός λιμπεραλισμός που γι’ αυτόν μας μιλήσατε έχει ως ένα σημείο την
τάση να μισεί την ίδια τη Ρωσία κι όχι μονάχα την τάξη των πραγμάτων της. Φυσικά, αυτό δεν είναι
απόλυτο και δεν μπορεί με κανέναν τρόπο… να εφαρμόζεται σε όλους…
Μάσησε τα λόγια του και δεν τελείωσε. Παρ’ όλη την ταραχή του, η συζήτηση του είχε κινήσει πολύ
το ενδιαφέρον. Ο πρίγκιπας είχε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: άκουγε πάντα με μια αφελέστατη
προσοχή κάτι που τον ενδιέφερε κι απαντούσε πολύ σοβαρά όταν τύχαινε να του κάνουν κάποιαν
ερώτηση. Η αφέλεια αυτή σα να καθρεφτιζόταν στην έκφραση του προσώπου του, ακόμα και στη
στάση του κορμιού του, μια αφέλεια και μια πίστη που δεν υποπτευόταν ούτε την ειρωνεία ούτε το
χιούμορ. Και, μόλο που ο Ευγένιος Παύλοβιτς από καιρό τώρα του μίλαγε πάντα με κάποια
ιδιαίτερη ειρωνεία, αυτή τη φορά, σαν άκουσε την απάντησή του, τον κοίταξε με μια υπερβολική
σοβαρότητα, λες και δεν περίμενε ποτέ του μια τέτοια απάντηση απ’ τον πρίγκιπα.
— Ώστε… μα, πολύ παράξενο στ’ αλήθεια,—πρόφερε.—Μου απαντήσατε λοιπόν σοβαρά, πρίγκηψ;
— Μα μήπως δε με ρωτήσατε σοβαρά;—απάντησε εκείνος κατάπληκτος.
Όλοι γέλασαν.
— Είδατε τι παθαίνετε όταν τον πιστεύετε,—είπε η Αδελαΐδα.—Ο Ευγένιος Παύλιτς μας περιπαίζει
όλους! Αν ξέρατε τι κάθεται και λέει καμιά φορά με το σοβαρότερο ύφος του κόσμου!
— Κατά τη γνώμη μου, το θέμα είναι πολύ βαρύ, καλά θα κάναμε να μην την αρχίζαμε καθόλου τη
συζήτηση,—παρατήρησε απότομα η Αλεξάνδρα.—Λέγαμε να πάμε περίπατο…
— Και βέβαια να πάμε, η βραδιά είναι υπέροχη!—φώναξε ο Ευγένιος Παύλιτς.—Μα για να σας
αποδείξω πως αυτή τη φορά μιλούσα εντελώς σοβαρά και, το κυριότερο, για να τ’ αποδείξω στον
πρίγκιπα (ξέρετε, πρίγκηψ, μου κινήσατε εξαιρετικά το ενδιαφέρον και σας ορκίζομαι πως δεν είμαι
και τόσο κούφος, όσο θα πρέπει σίγουρα να φαίνομαι—μόλο που είμαι πραγματικά κούφος!) και…
αν μου το επιτρέπετε, κύριοι, θα κάνω στον πρίγκιπα ακόμα μια τελευταία ερώτηση, από
προσωπική περιέργεια και μ’ αυτήν θα κλείσουμε τη συζήτηση. Λες κι έγινε επίτηδες, μόλις εδώ και
δύο ώρες τη σκέφτηκα αυτή την ερώτηση (βλέπετε, πρίγκηψ, είναι φορές που στοχάζομαι και γω
σοβαρά πράγματα)∙ εγώ έδωσα την απάντηση, ας δούμε όμως τι θα πει ο πρίγκιπας. Μόλις πριν
από λίγο έγινε λόγος για τη «μεμονωμένη περίπτωση». Όλοι εδώ στη χώρα μας δίνουν μεγάλη
σημασία σ’ αυτές τις λέξεις, τις ακούς κάθε λίγο και λιγάκι. Δεν πάει πολύς καιρός που όλοι
μιλούσαν και έγραφαν για κείνο το φριχτό φόνο των έξι ανθρώπων που τους σκότωσε κείνος ο νέος
και για την παράξενη αγόρευση του συνηγόρου του που είπε πως μια κι ο εγκληματίας ήταν
φτωχός, ήταν φ υ σ ι κ ό τ α τ ο να σκεφτεί να σκοτώσει εκείνους τους έξι. Δεν το ‘πε έτσι κατά λέξη,
το νόημά του όμως ήταν αυτό ή κάτι παραπλήσιο. Εγώ προσωπικά, νομίζω πως ο συνήγορος,
εκφράζοντας μια τέτοια παράδοξη σκέψη, ήταν απόλυτα σίγουρος πως έτσι εκφράζει την πιο
λιμπεραλιστική, την πιο ουμανιστική και την πιο προοδευτική άποψη που θα μπορούσε να
εκφράσει κανείς στην εποχή μας. Λοιπόν, τι γνώμη έχετε εσείς; Αυτή η διαστρέβλωση των
αντιλήψεων και των πεποιθήσεων, αυτή η δυνατότητα να βλέπει κανείς τόσο στραβά και παράλογα
τα πράγματα είναι μεμονωμένη ή γενική περίπτωση;
Όλοι έβαλαν τα γέλια.
— Μεμονωμένη, και βέβαια μεμονωμένη,—είπαν μαζί γελώντας η Αλεξάνδρα κι η Αδελαΐδα.
— Και να μου επιτρέψεις να παρατηρήσω, Ευγένιε Παύλιτς,—πρόσθεσε ο πρίγκιπας Σ.,—πως το
αστείο σου παρατράβηξε.
— Εσείς τι γνώμη έχετε, πρίγκηψ;—ρώτησε ο Ευγένιος Παύλοβιτς, χωρίς να προσέξει τον πρίγκιπα
Σ., βλέποντας το Λέοντα Νικολάγιεβιτς να τον κοιτάει περίεργα και σοβαρά.—Τι λέτε σεις; Είναι
μεμονωμένη ή γενική αυτή η περίπτωση; Ομολογώ
πως για σας ειδικά τη σοφίστηκα αυτή την ερώτηση.
— Όχι, δεν είναι μεμονωμένη,—πρόφερε σιγά μα σταθερά ο πρίγκιπας.
— Μα τι λέτε, Λέων Νικολάγιεβιτς,—φώναξε κάπως πικραμένα ο πρίγκιπας Σ.—Δεν το βλέπετε
λοιπόν πως πάει να σας στήσει παγίδα; Δεν το βλέπετε πως αστειεύεται και το ‘χει βάλει σκοπό να
σας πιάσει;
— Νόμιζα πως ο Ευγένιος Παύλιτς μιλάει σοβαρά,—κοκκίνισε ο πρίγκιπας και χαμήλωσε τα μάτια.
— Καλέ μου πρίγκηψ,—συνέχισε ο πρίγκιπας Σ.,—μα θυμηθείτε λοιπόν την κουβέντα που κάναμε
κάποτε μαζί, κάπου εδώ και τρεις μήνες. Λέγαμε τότε πως στα καινούργια μας δικαστήρια μπορεί να
βρει κανείς πολλούς αξιοπρόσεχτους και υπεράξιους συνηγόρους! Και πόσες εξαίρετες αποφάσεις
ενόρκων! Πόσο χαιρόσασταν τότε και πόσο χαιρόμουνα και γω με τη χαρά σας… λέγαμε πως
μπορούμε να ‘μαστε περήφανοι… Όμως, αυτή η ατυχής αγόρευση, αυτό το παράξενο επιχείρημα,
είναι φυσικά κάτι τυχαίο, είναι σταγόνα στον ωκεανό.
Ο πρίγκιπας Λέων Νικολάγιεβιτς σκέφτηκε για λίγο, απάντησε όμως μ’ απόλυτη σιγουριά, μόλο που
μίλαγε σιγά και πρόφερε κάπως σαν δειλά τα λόγια του.
— Το μόνο που ήθελα να πω, ήταν πως η διαστρέβλωση των ιδεών και των εννοιών (όπως το είπε ο
Ευγένιος Παύλιτς) συναντιέται πολύ συχνά, είναι δυστυχώς πολύ περισσότερο μια γενική παρά μια
μεμονωμένη περίπτωση. Τόσο μάλιστα που αν αυτή η διαστρέβλωση δεν ήταν μια τόσο γενική
περίπτωση, ίσως να μην υπήρχαν και τ’ ακατονόμαστα εγκλήματα σαν αυτά που…
— Ακατονόμαστα εγκλήματα; Μα σας βεβαιώ πως τα ίδια ακριβώς εγκλήματα, ίσως μάλιστα και πιο
φριχτά ακόμα, γίνονταν και πριν, παντού και πάντα, όχι μονάχα στη χώρα μας, και κατά τη γνώμη
μου θα γίνονται για πολύν καιρό ακόμα. Η διαφορά είναι που πριν δε γίνονταν τόσο γνωστά, τώρα
όμως άρχισαν και μιλούν δυνατά γι’ αυτά τα εγκλήματα, τα συζητούν μάλιστα και στις εφημερίδες,
γι’ αυτό δημιουργήθηκε η εντύπωση πως οι τέτοιοι εγκληματίες μόλις τώρα πρωτοφάνηκαν. Να
ποιο είναι το λάθος σας, ένα λάθος, πρίγκηψ, που, σας βεβαιώ, προδίδει μεγάλη αφέλεια,—
χαμογέλασε ειρωνικά ο πρίγκιπας Σ.
— Το ξέρω φυσικά πως γίνονταν και πριν πάρα πολλά εγκλήματα, το ίδιο φριχτά με τα σημερινά∙
δεν πάει πολύς καιρός που είχα πάει στις φυλακές και μπόρεσα να γνωριστώ με μερικούς
εγκληματίες και υπόδικους. Υπάρχουν μάλιστα τρομερότεροι εγκληματίες απ’ αυτόν που λέγαμε,
υπάρχουν εγκληματίες που σκότωσαν δέκα ανθρώπους χωρίς να μετανιώσουν καθόλου. Να τι
παρατήρησα όμως: πως κι ο πιο αδιόρθωτος κι ο πιο αμετανόητος φονιάς, ξέρει ωστόσο πως είναι
εγκληματίας , έχει συνείδηση δηλαδή πως δεν έπραξε καλά, έστω κι αν δε μετανιώνει. Τέτοιοι
είναι όλοι τους∙ ενώ τούτοι δω, αυτοί που ανέφερε ο Ευγένιος Παύλιτς, δε θέλουν καν να
θεωρήσουν τον εαυτό τους εγκληματία και λένε μέσα τους πως είχαν το δικαίωμα και… έκαναν
μάλιστα καλά, δηλαδή, θέλω να πω, περίπου έτσι σκέφτονται. Εδώ ακριβώς βρίσκεται κατά τη
γνώμη μου η τρομερή διαφορά. Και προσέχετε πως όλοι αυτοί είναι νέοι, βρίσκονται δηλαδή σε
μιαν ηλικία όπου δεν είναι καθόλου δύσκολο να πάθουν οι ιδέες τους τη διαστρέβλωση που
λέγαμε.
Ο πρίγκιπας Σ. δε γέλαγε πια κι άκουσε τον πρίγκιπα ως το τέλος με απορία. Η Αλεξάνδρα Ιβάνοβνα,
που από ώρα τώρα κάτι ήθελε να παρατηρήσει, σώπασε, λες και τη σταμάτησε κάποια ιδιαίτερη
σκέψη. Όσο για τον Ευγένιο Παύλοβιτς, αυτός κοίταζε τον πρίγκιπα κατάπληκτος κι αυτή τη φορά
χωρίς καμιάν ειρωνεία.
— Μα γιατί λοιπόν τον κοιτάτε έτσι κι απορείτε, πατερούλη,—μπήκε αναπάντεχα στη μέση η
Λιζαβέτα Προκόφιεβνα,—τι δηλαδή, νομίζετε πως είναι πιο ανόητος από σας και δεν μπορεί να
σκέφτεται όπως σκέφτεστε εσείς;
— Όχι, κάθε άλλο,—είπε ο Ευγένιος Παύλοβιτς,—μονάχα που, πώς μπορείτε αλήθεια, πρίγκηψ, (με
συγχωρείτε για την ερώτηση) αφού έτσι τα βλέπετε τα πράγματα και παρατηρείτε όλ’ αυτά, πώς
λοιπόν (και πάλι να με συγχωρείτε) πώς λοιπόν σε κείνη την παράξενη ιστορία… σ’ αυτήν που
συνέβη προ ημερών… του Μπουρντόβσκη, αν δεν κάνω λάθος… πώς δεν προσέξατε την ίδια
ακριβώς διαστρέβλωση ιδεών και ηθικών αντιλήψεων; Γιατί βέβαια ήταν μια διαστρέβλωση ίδια κι
απαράλλακτη μ’ αυτήν που λέμε! Μου φάνηκε τότε πως δεν το προσέξατε καθόλου. Έπεσα έξω;
— Άκου λοιπόν και τούτο, πατερούλη,—άναψε και κόρωσε η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα.—Όλοι εμείς
το προσέξαμε και καθόμαστε δω πέρα και του κάνουμε το σπουδαίο, αυτός όμως πήρε σήμερα
γράμμα από έναν της παρέας, απ’ τον αρχηγό τους το σπυριάρη, τον θυμάσαι, Αλεξάνδρα; Του ζητά
συγνώμη στο γράμμα του, έστω και με το δικό του τρόπο, και του κάνει γνωστό πως τα χάλασε με
κείνο τον άλλον το φίλο του που τον τσίγκλαγε προχτές όλη την ώρα—θυμάσαι, Αλεξάνδρα; Και λέει
πως τώρα πιστεύει περισσότερο στον πρίγκιπα. Ε, λοιπόν, εμείς δεν πήραμε ακόμα κανένα τέτοιο
γράμμα και καλά θα κάνουμε να μην είμαστε τόσο ψηλομύτες μπροστά του!
— Κι ο Ιππόλυτος μετακόμισε μόλις τώρα στη βίλα μας!—φώναξε ο Κόλια.
— Πώς! Εδώ είναι κιόλας;—ταράχτηκε ο πρίγκιπας.
— Μόλις φύγατε με τη Λιζαβέτα Προκόφιεβνα, έφτασα εγώ. Εγώ τον έφερα!
— Ε, λοιπόν, κόβω το κεφάλι μου,—έγινε ξάφνου έξω φρενών η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα ξεχνώντας
πως μόλις τώρα ήταν όλο επαίνους για τον πρίγκιπα,—κόβω το κεφάλι μου πως πήγε χτες στη
σοφίτα του και του γύρεψε γονατιστός συγνώμη για να καταδεχτεί αυτό το κακό παλιόπαιδο να
μετακομίσει εδώ πέρα. Πήγες χτες στην Πετρούπολη; Αφού μου τ’ ομολόγησες ο ίδιος πριν λίγη
ώρα. Είναι ή δεν είναι έτσι; Έπεσες ή δεν έπεσες στα γόνατα;
— Κάθε άλλο. Δεν έπεσε καθόλου στα γόνατα,—φώναξε ο Κόλια.—Τ’ αντίθετο μάλιστα: Ο
Ιππόλυτος άρπαξε χτες το χέρι του πρίγκιπα και το φίλησε δύο φορές, το ‘δα με τα μάτια μου, έτσι
τελείωσε η εξήγηση ανάμεσά τους. Το μόνο που είπε ο πρίγκιπας, ήταν πως θα του κάνει καλό στην
υγεία του αν έρθει στην εξοχή κι ο Ιππόλυτος συμφώνησε αμέσως να μετακομίσει, μόλις θα
καλυτέρευε λιγάκι.
— Δεν υπήρχε λόγος, Κόλια—μουρμούρισε ο πρίγκιπας καθώς σηκωνόταν κι άρπαζε το καπέλο
του,—γιατί κάθεστε και τα λέτε, εγώ…
— Για πού το ‘βαλες;—τον σταμάτησε η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα.
— Μην ανησυχείτε, πρίγκηψ,—συνέχισε ο Κόλια ξαναμμένος,—μην πηγαίνετε, θα τον ανησυχήσετε,
κουράστηκε απ’ το ταξίδι και τον πήρε ο ύπνος. Είναι πολύ χαρούμενος∙ και, ξέρετε, πρίγκηψ, κατά
τη γνώμη μου θα ‘ταν πολύ προτιμότερο να μη συναντηθείτε τώρ’ αμέσως, καλύτερα μάλιστα να το
αναβάλλετε για αύριο, γιατί μπορεί να ξανασαστίσει και να ντραπεί. Το πρωί μου ‘λεγε πως έχει έξι
μήνες να νιώσει τόσο καλά, τόσο γερός και δυνατός, ακόμα κι ο βήχας του—βήχει πολύ λιγότερο
τώρα.
Ο πρίγκιπας παρατήρησε πως η Αγλαΐα σηκώθηκε ξάφνου απ’ τη θέση της και πλησίασε στο
τραπέζι. Δεν τολμούσε να την κοιτάξει, ένιωθε όμως μόλο του το είναι πως εκείνη τη στιγμή αυτή
είχε καρφώσει το βλέμμα της πάνω του και ίσως να τον κοιτάει αυστηρά, τα μαύρα της μάτια το
δίχως άλλο θα πρέπει να ‘ναι γεμάτα αγανάκτηση και τα μάγουλά της φλογισμένα.
— Εμένα όμως, Νικολάι Αρνταλιόνοβιτς, μου φαίνεται πως άδικα τον φέρατε εδώ πέρα, αν είναι
κείνο το ίδιο φθισικό παιδί που ‘χε βάλει τα κλάματα και μας κάλεσε όλους στην κηδεία του,—
παρατήρησε ο Ευγένιος Παύλοβιτς.—Μίλαγε με τόση ευφράδεια για τον τοίχο του γειτονικού του
σπιτιού, που το δίχως άλλο θα τον νοσταλγήσει κείνο τον τοίχο, να ‘στε σίγουρος.
— Σωστά το λέει: θα μαλώσει, θα τσακωθεί μαζί σου και θα φύγει. Να μου το θυμηθείς!
Κι η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα πήρε με πολλήν αξιοπρέπεια το καλαθάκι με το εργόχειρό της
ξεχνώντας πως όλοι τους σηκώνονταν κιόλας για να πάνε περίπατο.
— Θυμάμαι πως καμάρωνε πολύ για κείνο τον τοίχο,—βρήκε την ευκαιρία να προσθέσει ο Ευγένιος
Παύλοβιτς,—δίχως αυτό τον τοίχο δε θα μπορέσει να πεθάνει με ευφράδεια, κι αυτός πολύ το θέλει
να πεθάνει ευφραδώς.
— Γιατί όχι λοιπόν;—μουρμούρισε ο πρίγκιπας.—Αν δε θελήσετε να τον συγχωρέσετε, θα πεθάνει
και δίχως εσάς.—Τώρα ήρθε εδώ για να βλέπει τα δέντρα.
— Ω, από μέρος μου, εγώ του τα συγχωρώ όλα∙ μπορείτε να του το πείτε.
— Φοβάμαι πως δε με καταλάβατε,—απάντησε σιγά, απρόθυμα, θα ‘λεγες, ο πρίγκιπας
εξακολουθώντας να κοιτάζει σ’ ένα ορισμένο σημείο στο πάτωμα, χωρίς να σηκώνει τα μάτια.—
Πρέπει να συγκατατεθείτε και σεις να δεχτείτε τη συγνώμη του.
— Και γω τι δουλειά έχω; Σε τι είμαι ένοχος εγώ απέναντί του;
— Αν δεν το καταλαβαίνετε, τότε… μα εσείς το καταλαβαίνετε∙ ο Ιππόλυτος ήθελε τότε… να μας
ευλογήσει όλους και να δεχτεί από σας την ευλογία σας, αυτό είν’ όλο…
— Καλέ μου πρίγκηψ,—βιάστηκε να πει κάπως αβέβαια ο πρίγκιπας Σ. αφού κοιτάχτηκε με κάνα
δύο γύρω του,—ο επίγειος παράδεισος δεν είναι και τόσο εύκολο να πραγματοποιηθεί, εσείς όμως
υπολογίζετε όσο να ‘ναι σ’ έναν παράδεισο: ο παράδεισος είναι δύσκολο πράγμα, πρίγκηψ, πολύ
πιο δύσκολο απ’ όσο φαίνεται στην υπέροχη καρδιά σας. Ας αφήσουμε καλύτερα αυτή την
κουβέντα, αλλιώς θα σαστίσουμε και θα ντραπούμε όλοι μας και τότε…
— Πάμε ν’ ακούσουμε τη μουσική,—πρόφερε απότομα η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα και σηκώθηκε
θυμωμένη.
Σηκώθηκαν κι όλοι οι άλλοι.
IIII
Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΠΛΗΣΙΑΣΕ ξάφνου τον Ευγένιο Παύλοβιτς. —Ευγένιε Παύλιτς—είπε με παράξενη θέρμη
αρπάζοντάς τον απ’ το χέρι—να είστε σίγουρος πως σας θεωρώ ευγενέστατο και καλότατο άνθρωπο
παρ’ όλα αυτά∙ να ‘στε σίγουρος…
Ο Ευγένιος Παύλοβιτς απόρησε τόσο, που έκανε ένα βήμα πίσω. Για μια στιγμή, πάσκιζε να
συγκρατήσει τα γέλια του όμως, προσέχοντας περισσότερο, παρατήρησε πως ο πρίγκιπας ένιωθε
κάπως άβολα ή τουλάχιστο θα πρέπει να του συνέβαινε κάτι περίεργο.
— Κόβω το κεφάλι μου—φώναξε ο Ευγένιος Παύλοβιτς—κόβω το κεφάλι μου, πρίγκηψ, πως ίσως
να θέλατε να πείτε κάτι εντελώς διαφορετικό, ίσως μάλιστα να μην είχατε καθόλου σκοπό να το
πείτε σε μένα… Μα τι έχετε; Μήπως είστε αδιάθετος;
— Δεν αποκλείεται, δεν αποκλείεται καθόλου, και η παρατήρησή σας ήταν πολύ εύστοχη όταν
είπατε πως ίσως να μην ήθελα να πλησιάσω εσάς!
Όταν το είπε αυτό, χαμογέλασε κάπως παράξενα και μάλιστα γελοία, μα ξαφνικά, λες και
φουρκίστηκε, φώναξε:
— Μη μου θυμίζετε αυτό που έκανα προχτές! Ντρεπόμουν πολύ όλες αυτές τις τρεις μέρες… το
ξέρω πως είμαι ένοχος…
— Μα… μα τι κάνατε λοιπόν που το βρίσκετε τόσο τρομερό;
— Βλέπω πως εσείς ίσως να ντρέπεστε περισσότερο απ’ όλους για λογαριασμό μου, Ευγένιε
Παύλοβιτς∙ κοκκινίζετε, αυτό δείχνει πως έχετε υπέροχη καρδιά. Τώρ’ αμέσως θα φύγω, σας
βεβαιώ…
— Μα τι έπαθε λοιπόν! Έτσι αρχίζουν οι κρίσεις του;—γύρισε τρομαγμένη η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα
στον Κόλια.
— Μη δίνετε σημασία, Λιζαβέτα Προκόφιεβνα, δεν είναι κρίση. Τώρ’ αμέσως θα φύγω. Ξέρω πως
εγώ… είμαι αδικημένος απ’ τη φύση. Ήμουν άρρωστος εικοστέσσερα χρόνια, από τότε που
γεννήθηκα ως τα εικοστέσσερα χρόνια μου. Δεχτείτε λοιπόν και τώρα τα λόγια μου σα να σας τα
λέει ένας άρρωστος. Θα φύγω αμέσως, τώρ’ αμέσως, μην αμφιβάλλετε καθόλου. Δεν κοκκινίζω
γιατί θα ‘ταν παράξενο να κοκκινίσει κανείς επειδή είναι άρρωστος∙ ψέματα; Ανάμεσα στους
ανθρώπους όμως είμαι περιττός… Δεν το λέω από εγωισμό… Αυτές τις τρεις μέρες το σκέφτηκα και
κατέληξα στο συμπέρασμα πως θα πρέπει να σας το κάνω γνωστό με πρώτη ευκαιρία, ειλικρινά και
γενναιόψυχα. Υπάρχουν ορισμένες ιδέες, υπάρχουν ιδέες, υπάρχουν ιδέες υψηλές που γι’ αυτές δεν
πρέπει να μιλάω εγώ γιατί το δίχως άλλο θα τους κάνω όλους να βάλουν τα γέλια∙ μόλις πριν από
λίγο μου το θύμισε ο πρίγκιπας Σ… Εγώ δεν έχω καλούς τρόπους, δεν έχω συναίσθηση του μέτρου∙
τα λόγια μου είναι παράταιρα, δεν ταιριάζουν καθόλου στην ιδέα κι αυτό είναι ταπεινωτικό γι’
αυτές τις ιδέες. Και γι’ αυτό δεν έχω το δικαίωμα… επιπλέον είμαι φιλύποπτος, είμαι… είμαι
σίγουρος πως σ’ αυτό το σπίτι δεν μπορούν να με κακομεταχειριστούν και μ’ αγαπούν περισσότερο
απ’ όσο τ’ αξίζω, ξέρω όμως (το ξέρω κι είμαι σίγουρος) πως ύστερ’ από είκοσι χρόνια αρρώστιας
κάτι θα πρέπει να μου ‘χει μείνει έτσι που δεν μπορεί να μη γελάσει κανείς μαζί μου… καμιά φορά…
έτσι δεν είναι;
Λες και περίμενε την απάντηση και την ετυμηγορία τους κοιτάζοντας γύρω του. Όλοι στέκονταν
μέσα σε μια καταθλιπτική απορία απ’ την αναπάντεχη, τη νοσηρή και—καθώς φαίνεται—την
αδικαιολόγητη συμπεριφορά του. Τα λόγια αυτά όμως στάθηκαν αιτία να γίνει ένα παράξενο
επεισόδιο.
— Γιατί τα λέτε όλ’ αυτά δω πέρα;—φώναξε ξάφνου η Αγλαΐα.—Γιατί τα λέτε σ’ αυτούς ; Σ’
αυτούς, σ’ αυτούς!
Θα ‘λεγε κανείς πως δε θα μπορούσε ν’ αγανακτήσει περισσότερο: τα μάτια της πετούσαν σπίθες. Ο
πρίγκιπας στεκόταν μπροστά της μουγκός κι άλαλος και ξαφνικά χλόμιασε.
— Εδώ δεν υπάρχει κανένας που ν’ αξίζει τέτοια λόγια!—ξέσπασε η Αγλαΐα.—Όλοι τους εδώ, όλοι
τους δεν αξίζουν ούτε το μικρό σας δαχτυλάκι, δεν έχουν ούτε το μυαλό σας, ούτε την καρδιά σας!
Είστε πιο τίμιος απ’ όλους, πιο ευγενικός απ’ όλους, πιο καλός απ’ όλους, πιο αγαθός απ’ όλους, πιο
έξυπνος απ’ όλους! Εδώ υπάρχουν μερικοί που δεν είναι άξιοι να σκύψουν και να σας σηκώσουν το
μαντίλι που σας έπεσε τώρα… Γιατί λοιπόν ταπεινώνετε τον εαυτό σας και τον βάζετε πιο χαμηλά
απ’ όλους; Γιατί τα διαστρεβλώσατε όλα μέσα σας, γιατί δεν έχετε λίγη περηφάνια;
— Θεέ μου, αυτό πια είναι από τ’ άγραφα!—χτύπησε τα χέρια της η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα.
— Ο φτωχός ιππότης. Ζήτω!—φώναξε έξαλλος ο Κόλια.
— Σωπάστε! Πώς τολμούν να με προσβάλλουν έτσι μέσα στο σπίτι σας!—τα ‘βαλε ξάφνου η Αγλαΐα
με τη Λιζαβέτα Προκόφιεβνα. Βρισκόταν στην υστερική εκείνη κατάσταση, που δε λογαριάζει κανείς
τίποτα και προχωρεί πάνω από κάθε εμπόδιο. —Γιατί με βασανίζουν όλοι, όλοι ως τον τελευταίο!
Γιατί δε μ’ αφήνουν σε ησυχία όλες αυτές τις τρεις μέρες, γιατί με πειράζουν όλη την ώρα εξαιτίας
σας, πρίγκηψ; Για τίποτα στον κόσμο δε θα σας παντρευτώ! Να το ξέρετε, για τίποτα στον κόσμο και
ποτέ! Να το ξέρετε! Είναι ποτέ δυνατό να παντρευτεί κανείς ένα γελοίο σαν και σας; Κοιταχτείτε
στον καθρέφτη και δείτε τα χάλια σας! Γιατί, γιατί με κοροϊδεύουν όλη την ώρα πως θα σας
παντρευτώ; Εσείς πρέπει να το ξέρετε! Είστε και σεις ένα μαζί τους στη συνωμοσία!
— Κανένας δε σε κορόιδεψε ποτέ!—μουρμούρισε τρομαγμένη η Αδελαΐδα.
— Ούτε το σκέφτηκε κανείς, κανείς δεν είπε τέτοιο πράγμα!—φώναξε η Αλεξάνδρα Ιβάνοβνα.
— Ποιος την κορόιδεψε; Πότε την κορόιδεψαν; Ποιος μπορούσε να της το πει; Είναι στα καλά της ή
παραμιλάει;—γύριζε και τους ρωτούσε όλους η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα τρέμοντας απ’ το θυμό της.
— Όλοι το έλεγαν, όλοι ως τον τελευταίο, όλες αυτές τις μέρες! Δε θα τον παντρευτώ ποτέ, ποτέ!
Φωνάζοντάς το αυτό, η Αγλαΐα ξέσπασε σε πικρά δάκρυα, σκέπασε το πρόσωπό της με το μαντίλι κι
έπεσε στην καρέκλα.
— Μα αυτός ούτε σε ζητ…
— Δε σας ζήτησα, Αγλαΐα Ιβάνοβνα,—του ξέφυγε του πρίγκιπα.
— Τι‐ι;—έσυρε ξάφνου τη φωνή της η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα κατάπληκτη, αγανακτισμένη, λες και
την είχε πιάσει φρίκη.—Τι‐ι εί‐πες;
Δεν ήθελε να πιστέψει στ’ αυτιά της.
— Ήθελα να πω… ήθελα να πω,—τον έπιασε τρομερή ταραχή τον πρίγκιπα,—ήθελα μονάχα να
εξηγήσω στην Αγλαΐα Ιβάνοβνα… να έχω την τιμή να της εξηγήσω πως δεν είχα καθόλου την
πρόθεση… να έχω την τιμή να ζητήσω το χέρι της… έστω και στο μέλλον… Εγώ δε φταίω καθόλου σε
όλ’ αυτά, μα το Θεό, δε φταίω σε τίποτα, Αγλαΐα Ιβάνοβνα! Δεν το ‘θελα ποτέ μου, ποτέ δε μου
πέρασε μια τέτοια σκέψη απ’ το μυαλό, ποτέ δε θα το θελήσω, θα το δείτε: Σας βεβαιώ! Σίγουρα θα
βρέθηκε κανένας κακός άνθρωπος που με συκοφάντησε! Μην ανησυχείτε καθόλου!
Λέγοντάς τα αυτά, πλησίασε την Αγλαΐα. Αυτή έβγαλε το μαντίλι απ’ το πρόσωπό της, του ‘ριξε μια
γρήγορη ματιά στο πρόσωπο και σ’ όλο το τρομαγμένο του σουλούπι, κατάλαβε τα λόγια του και
ξάφνου ξέσπασε σε γέλια και του γέλασε κατάμουτρα—κάτι γέλια τόσο εύθυμα κι ασυγκράτητα,
τόσο αστεία και κοροϊδευτικά, που η Αδελαΐδα πρώτη δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί, ιδιαίτερα όταν
κοίταξε κι αυτή τον πρίγκιπα∙ ρίχτηκε στην αδερφή της, την αγκάλιασε κι άρχισε να γελάει το ίδιο
ασυγκράτητα, το ίδιο εύθυμα, σαν άτακτη μαθήτρια. Κοιτάζοντάς τες άρχισε ξάφνου να χαμογελάει
κι ο πρίγκιπας και, καταχαρούμενος, ευτυχισμένος, έλεγε και ξανάλεγε:
— Ε, δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ!
Τότε πια δεν κρατήθηκε η Αλεξάνδρα κι άρχισε να γελάει κι αυτή με την καρδιά της. Θα ‘λεγε κανείς
πως δε θα έπαιρναν τέλος τα γέλια των τριών τους.
— Ουφ, να χαθείτε, τρελές!—μουρμούρισε η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα.—Μια σε τρομάζουν και μια…
Όμως, γέλαγε κιόλας κι ο πρίγκιπας Σ., γέλαγε κι ο Ευγένιος Παύλοβιτς, ο Κόλια χαχάνιζε
ασταμάτητα, γέλαγε δυνατά κοιτάζοντάς τους όλους κι ο ίδιος ο πρίγκιπας.
— Πάμε περίπατο, πάμε περίπατο!—φώναξε η Αδελαΐδα. Όλοι μαζί, κι ο πρίγκιπας το δίχως άλλο να
‘ρθει μαζί μας. Δεν υπάρχει λόγος να φύγετε, αγαθέ μου κύριε! Καλέ Αγλαΐα, είδες τι χρυσή καρδιά
που έχει; Ψέματα λέω, μαμά; Εξάλλου, πρέπει το δίχως άλλο, το δίχως άλλο να τον αγκαλιάσω τώρα
και να τον φιλήσω… για… για την εξήγησή του με την Αγλαΐα. Maman, καλή μου, θα μου επιτρέψετε
να τον φιλήσω; Αγλαΐα! δώσε μου την άδεια να φιλήσω τον πρίγκιπά σου!—φώναξε η κατεργάρα
και πραγματικά ζύγωσε βιαστικά τον πρίγκιπα και τον φίλησε στο μέτωπο. Αυτός άρπαξε τα χέρια
της, τα ‘σφιξε δυνατά, τόσο που παραλίγο η Αδελαΐδα θα ξεφώνιζε, την κοίταξε καταχαρούμενος και
ξάφνου έφερε βιαστικά το χέρι της στα χείλη του και το φίλησε τρεις φορές.
— Πάμε λοιπόν!—τους φώναξε η Αγλαΐα.—Πρίγκηψ, θα με συνοδέψετε εσείς. Επιτρέπετε, maman;
Μπορεί να με συνοδέψει ο μνηστήρας που με απέκρουσε; Γιατί βέβαια μ’ αποκρούσατε για πάντα,
έτσι δεν είναι, πρίγκηψ; Μα όχι έτσι, δεν το δίνουν έτσι το μπράτσο τους στην ντάμα, δεν ξέρετε
λοιπόν πώς πρέπει να προσφέρετε το μπράτσο σας σε μια ντάμα; Να, έτσι, πάμε, θα προχωρήσουμε
μπροστά απ’ όλους∙ θέλετε να πάμε μπροστά απ’ όλους, tête a tête;
Μίλαγε ασταμάτητα, ξεσπώντας ακόμα κάθε τόσο σε γέλια.
— Δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ!—έλεγε και ξανάλεγε η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα, μην ξέροντας κι η
ίδια γιατί χαίρεται.
«Απίστευτα παράξενοι άνθρωποι!» σκέφτηκε ο πρίγκιπας Σ. για εκατοστή ίσως φορά από τότε που
γνωρίστηκε μαζί τους, μα… του άρεσαν αυτοί οι παράξενοι άνθρωποι. Όσο για τον Μίσκιν, ίσως να
μην του άρεσε και τόσο∙ ο πρίγκιπας Σ. ήταν κάπως σκυθρωπός και σκεφτικός όταν ξεκίνησαν όλοι
για τον περίπατο.
Ο Ευγένιος Παύλοβιτς φαινόταν στα μεγάλα του κέφια και σ’ όλο το δρόμο, ως το σταθμό, έλεγε
αστεία στην Αλεξάνδρα και στην Αδελαΐδα. Αυτές σα να γελούσαν με κάποιαν υπερβολική
προθυμία σ’ ό,τι τους έλεγε, έτσι που άρχισε τελικά να υποπτεύεται πως ίσως να μην τον ακούν και
καθόλου. Μόλις το σκέφτηκε αυτό, χωρίς να δώσει καμιάν εξήγηση, έβαλε κι ο ίδιος τα γέλια,
ειλικρινά και μ’ όλη του την καρδιά (τέτοιος ήταν, βλέπεις, ο χαρακτήρας του!) Οι αδερφές που,
άλλωστε, είχαν διάθεση πολύ γιορταστική, έριχναν όλη την ώρα βλέμματα στην Αγλαΐα και στον
πρίγκιπα που προχωρούσαν μπροστά∙ ήταν φανερό πως η μικρότερη αδερφούλα τους τους είχε
θέσει ένα μεγάλο αίνιγμα. Ο πρίγκιπας Σ. προσπαθούσε όλη την ώρα να πιάσει κουβέντα με τη
Λιζαβέτα Προκόφιεβνα για άσχετα πράγματα, ίσως για να τη διασκεδάσει, και τ’ αποτέλεσμα ήταν
να τον βαρεθεί τρομερά. Αυτή φαινόταν να τα ‘χει χαμένα κι απαντούσε άλλα αντ’ άλλων ή δεν
απαντούσε καθόλου. Τα αινίγματα όμως της Αγλαΐας Ιβάνοβνας δεν είχαν τελειώσει ακόμα κείνο το
βράδυ. Το τελευταίο έπεσε στο μερτικό του πρίγκιπα. Όταν είχαν ξεμακρύνει κάπου εκατό βήματα
απ’ τη βίλα, η Αγλαΐα είπε μισοψιθυριστά στον καβαλιέρο της που δεν έλεγε να βγάλει λέξη απ’ το
στόμα του.
— Κοιτάξτε δεξιά.
Ο πρίγκιπας κοίταξε.
— Κοιτάξτε προσεχτικότερα. Το βλέπετε κείνο το παγκάκι, στο πάρκο, να, εκεί που είναι τα τρία
μεγάλα δέντρα… το πράσινο παγκάκι;
Ο πρίγκιπας απάντησε πως το βλέπει.
— Σας αρέσει το μέρος; Πηγαίνω καμιά φορά και κάθομαι κει πέρα, νωρίς το πρωί, κατά τις εφτά,
όταν ακόμα κοιμούνται όλοι. Έρχομαι και κάθομαι ολομόναχη εδώ.
Ο πρίγκιπας μουρμούρισε πως το τοπίο είναι υπέροχο.
— Και τώρα φύγετε από κοντά μου, δε θέλω πια να πηγαίνω αγκαζέ μαζί σας. Ή, καλύτερα, ας
προχωρήσουμε αγκαζέ, μη μου λέτε όμως λέξη. Θέλω να σκεφτώ μοναχή μου.
Όπως και να ‘ταν, η προειδοποίηση ήταν περιττή∙ ο πρίγκιπας, και χωρίς τη διαταγή της, ήταν
σίγουρο πως δε θα ‘βγαζε λέξη σ’ όλο το δρόμο. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά τρομερά, όταν
άκουσε αυτά που του είπε η Αγλαΐα για το παγκάκι. Σε λίγο συνήλθε κι απόδιωξε ντροπιασμένος την
παράλογη σκέψη του.
Όπως είναι γνωστό, κι όπως το βεβαιώνουν τουλάχιστον όλοι, στο σταθμό του Παυλόβσκ μαζεύεται
τις καθημερινές πολύ πιο «εκλεκτός» κόσμος απ’ ό,τι γίνεται τις Κυριακές και τις γιορτές όταν
κουβαλιέται κει «κάθε καρυδιάς καρύδι» απ’ την πολιτεία. Οι τουαλέτες δεν είναι επίσημες, είναι
όμως κομψές. Έχει γίνει συνήθεια να μαζεύονται κει για ν’ ακούσουν μουσική. Η ορχήστρα ίσως να
‘ναι πραγματικά μια απ’ τις καλύτερες υπαίθριες ορχήστρες μας και παίζει όλο καινούργια
κομμάτια. Όλα είναι πολύ σεμνά και πολύ καθωσπρέπει, παρ’ όλο που γενικά επικρατεί ένας
οικογενειακός και μάλιστα ανεπιτήδευτος τόνος. Οι γνωστοί, όλοι τους παραθεριστές, μαζεύονται
κει για να χαζέψουν ο ένας τον άλλον. Πολλοί το κάνουν με αληθινή ευχαρίστηση κι έρχονται
μονάχα γι αυτό∙ υπάρχουν όμως κι άλλοι που πηγαίνουν μονάχα για τη μουσική. Τα σκάνδαλα είναι
απίστευτα σπάνια, μόλο που συμβαίνουν καμιά φορά ακόμα και τις καθημερινές. Άλλωστε χωρίς
αυτά δε γίνεται.
Τούτη τη φορά η βραδιά ήταν υπέροχη κι είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος. Όλες οι θέσεις κοντά στην
ορχήστρα ήταν πιασμένες. Η παρέα μας έκατσε λίγο παράμερα, κοντά στην αριστερή έξοδο του
σταθμού. Το πλήθος κι η μουσική έκαναν τη Λιζαβέτα Προκόφιεβνα να ζωηρέψει λιγάκι κι οι
δεσποινίδες άρχισαν να διασκεδάζουν. Πρόφτασαν ν’ ανταλλάξουν βλέμματα με μερικούς γνωστούς
και να χαιρετίσουν μερικούς άλλους με φιλικά νεύματα. Πρόφτασαν να δουν τις τουαλέτες, να
προσέξουν μερικές παραξενιές, να τα συζητήσουν και να χαμογελάσουν ειρωνικά. Ο Ευγένιος
Παύλοβιτς έκανε κι αυτός πολύ συχνά υποκλίσεις. Μερικοί άρχισαν κιόλας να προσέχουν την
Αγλαΐα και τον πρίγκιπα που εξακολουθούσαν να ‘ναι ακόμα μαζί. Σε λίγο μερικοί γνωστοί νεαροί
πλησίασαν τη Λιζαβέτα Προκόφιεβνα και τις δεσποινίδες, δυο‐τρεις έμειναν να κουβεντιάσουν∙ όλοι
τους ήταν φίλοι του Ευγένιου Παύλοβιτς. Ανάμεσά τους βρισκόταν ένας νεαρός και πολύ όμορφος
αξιωματικός, πολύ εύθυμος, πολύ ομιλητικός. Βιάστηκε να πιάσει κουβέντα με την Αγλαΐα κι έβαζε
τα δυνατά του να την κάνει να τον προσέξει. Η Αγλαΐα τον άκουγε πολύ ευπροσήγορα και γέλασε
αμέσως με τ’ αστεία του. Ο Ευγένιος Παύλοβιτς ζήτησε απ’ τον πρίγκιπα την άδεια να τον συστήσει
σ’ αυτόν το φίλο του∙ είναι ζήτημα αν κατάλαβε ο πρίγκιπας τι του ζητούν∙ η γνωριμία όμως
πραγματοποιήθηκε∙ υποκλίθηκαν κι οι δύο κι έσφιξαν τα χέρια. Ο φίλος του Ευγένιου Παύλοβιτς
κάτι τον ρώτησε, ο πρίγκιπας όμως φαίνεται πως δεν απάντησε τίποτα ή μουρμούρισε σιγανά κάτι
τόσο παράξενο, που ο αξιωματικός τον κοίταξε πολύ επίμονα, έριξε ύστερα ένα βλέμμα στον
Ευγένιο Παύλοβιτς, κατάλαβε αμέσως γιατί την είχε σοφιστεί αυτή γνωριμία, μισοχαμογέλασε
ειρωνικά, και ξαναγύρισε στην Αγλαΐα. Μονάχα ο Ευγένιος Παύλοβιτς παρατήρησε πως η Αγλαΐα
έγινε κατακόκκινη κείνη τη στιγμή.
Ο πρίγκιπας ούτε το πρόσεξε καν πως οι άλλοι κουβεντιάζουν και χαριεντίζονται με την Αγλαΐα∙
ήταν μάλιστα στιγμές που το ξέχναγε ολότελα πως κάθεται πλάι της. Φορές‐φορές του ‘ρχόταν η
επιθυμία να φύγει, να εξαφανιστεί εντελώς από δω, θα του άρεσε μάλιστα ένα σκυθρωπό, ερημικό
μέρος, αρκεί να μείνει μονάχος με τις σκέψεις του και να μην ξέρει κανένας πού βρίσκεται. Ή,
τουλάχιστο, να ‘ναι στο σπίτι του, στη βεράντα, μα να μην είναι κανένας άλλος, ούτε ο Λέμπεντεβ,
ούτε τα παιδιά: να πέσει στο ντιβάνι του, να χώσει το πρόσωπο στο μαξιλάρι και να μείνει έτσι
ξαπλωμένος όλη μέρα, όλη νύχτα και την άλλη μέρα. Ήταν στιγμές που ονειρευόταν τα βουνά κι
ιδιαίτερα ένα ορισμένο μέρος εκεί πάνω που του άρεσε να το θυμάται κι όπου του άρεσε να
πηγαίνει όταν ακόμα έμενε κει και να κοιτάει από πάνω το χωριό στα ριζά, να κοιτάει την άσπρη
κλωστή του καταρράχτη που μόλις φαινόταν, να κοιτάει τ’ άσπρα σύννεφα και τον εγκαταλειμμένο
παλιό πύργο. Ω, πόσο θα ‘θελε τώρα να βρεθεί κει πέρα και να σκέφτεται ένα πράγμα μονάχα—ω!
σ’ όλη του τη ζωή μονάχα αυτό να σκέφτεται—αυτή η ανάμνηση θα του ‘φτανε για χιλιάδες χρόνια!
Κι ας τον ξεχάσουν, ας τον ξεχάσουν εντελώς εδώ πέρα! Ω, αυτό μάλιστα είναι απαραίτητο, θα ‘ταν
καλύτερο αν δεν τον είχαν γνωρίσει καθόλου κι αν όλο αυτό το όραμα ήταν μονάχα όνειρο. Μα
μήπως τάχα το ίδιο δεν κάνει; Τι όνειρο, τι πραγματικότητα! Άλλοτε κάρφωνε τα μάτια του πάνω
στην Αγλαΐα και πέντε ολάκερα λεπτά δεν έλεγε ν’ αποτραβήξει το βλέμμα του απ’ το πρόσωπό της,
το βλέμμα του όμως ήταν υπερβολικά παράξενο: θα ‘λεγε κανείς πως την κοίταζε σαν αντικείμενο
που βρισκόταν δύο βέρστια μακριά του ή λες και κοίταζε το πορτρέτο της κι όχι αυτή την ίδια.
— Τι με κοιτάτε έτσι, πρίγκηψ;—είπε αυτή ξαφνικά, διακόπτοντας την εύθυμη συνομιλία και τα
γέλια με τους γύρω της.—Σας φοβάμαι. Έχω συνεχώς την εντύπωση πως θέλετε ν’ απλώσετε το χέρι
σας και ν’ αγγίξετε με το δάχτυλο το πρόσωπό μου για να το ψηλαφίσετε. Έχω άδικο, Ευγένιε
Παύλιτς: Έτσι δε με κοιτάει;
Ο πρίγκιπας φαινόταν να την άκουσε απορώντας που του μίλησε, έμεινε για λίγο σκεφτικός αν και
δεν καλοκατάλαβε ίσως περί τίνος πρόκειται, δεν απάντησε, βλέποντας όμως πως αυτή κι όλοι οι
άλλοι γελούν, άνοιξε ξάφνου το στόμα του κι άρχισε να γελά κι ο ίδιος. Τα γέλια ένα γύρω
δυνάμωσαν, ο αξιωματικός που φαίνεται να ‘ταν από κείνους που γελούν εύκολα, ξέσπασε σε
χάχανα. Η Αγλαΐα ψιθύρισε ξάφνου καταφουρκισμένη:
— Ηλίθιε!
— Θεέ μου! Μα είναι ποτέ δυνατό να τον… έναν τέτοιο… έχει γούστο να τρελάθηκε στ’ αλήθεια!—
μουρμούρισε η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα τρίζοντας τα δόντια της.
— Είναι ένα αστείο. Είναι το ίδιο αστείο σαν και κείνο με το «φτωχό ιππότη»,—της ψιθύρισε με
σταθερότητα στ’ αυτί η Αλεξάνδρα.—Ένα αστείο και τίποτ’ άλλο! Άρχισε και πάλι να τον περιπαίζει
με τον τρόπο της. Μονάχα που παρατράβηξε πια τ’ αστείο∙ πρέπει να σταματήσουν αυτά, maman!
Πριν λίγη ώρα έκανε σα θεατρίνα, μας έκανε και τρομάξαμε με τα παιδιαρίσματά της…
— Πάλι καλά που έπεσε σ’ έναν τέτοιο ηλίθιο,—της ψιθύρισε η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα. Η
παρατήρηση της κόρης της την παρηγόρησε όσο και να ‘ναι λιγάκι.
Ο πρίγκιπας ωστόσο τ’ άκουσε πως τον είπαν ηλίθιο κι ανατρίχιασε, όχι όμως γιατί τον είπαν ηλίθιο.
Το «ηλίθιε» το ξέχασε αμέσως. Μέσα στο πλήθος όμως, όχι πολύ μακριά απ’ το μέρος που καθόταν,
κάπου απ’ το πλάι—δε θα μπορούσε με κανέναν τρόπο να καθορίσει σε ποιο ακριβώς μέρος και σε
ποιο σημείο—γλίστρησε για μια στιγμή μια μορφή, μια χλομή μορφή, με κατσαρά σκούρα μαλλιά,
μ’ ένα γνωστό, μ’ ένα πολύ γνωστό χαμόγελο και βλέμμα, γλίστρησε και χάθηκε. Δεν αποκλείεται
καθόλου να ‘ταν φαντασία του μονάχα. Το μόνο που απόμεινε στη μνήμη του απ’ όλη αυτή την
οπτασία, ήταν το στραβό χαμόγελο, τα μάτια κι η ανοιχτοπράσινη κομψή γραβάτα που φόραγε ο
κύριος που ‘χε φανεί για μια στιγμή. Ο πρίγκιπας δε θα μπορούσε να πει αν ο κύριος αυτός χάθηκε
μέσα στον κόσμο ή γλίστρησε στο σταθμό.
Μα ένα λεπτό αργότερα, άρχισε ξάφνου να κοιτάει ανήσυχα γύρω του. Η πρώτη αυτή οπτασία,
μπορούσε να ‘ταν ο προπομπός κι ο προάγγελος μιας δεύτερης οπτασίας. Σίγουρα κάτι τέτοιο θα
‘πρεπε να γίνει. Πώς έγινε λοιπόν και το ξέχασε πως υπήρχε πιθανότητα μιας τέτοιας συνάντησης
όταν ξεκίναγε για το σταθμό; Η αλήθεια είναι πως όταν ξεκίναγε για το σταθμό, ίσως‐ίσως να μην το
‘ξερε καθόλου που πηγαίνει—τόσο πολύ τα ‘χε χαμένα. Αν ήξερε, ή αν μπορούσε να ‘ναι
προσεχτικότερος, θα ‘χε παρατηρήσει εδώ κι ένα τέταρτο ακόμα, πως κι η Αγλαΐα κοίταζε πού και
πού ανήσυχα γύρω της, πως κι αυτή σάμπως κάτι να ‘ψαχνε γύρω της. Τώρα, όταν η ανησυχία του
έγινε πια ολοφάνερη, μεγάλωσε κι η ταραχή και η ανησυχία της Αγλαΐας, και μόλις αυτός κοίταζε
πίσω του, αμέσως σχεδόν κοίταζε και κείνη. Ο λόγος της ταραχής τους δεν άργησε να φανεί.
Απ’ την ίδια εκείνη πλαϊνή έξοδο του σταθμού—όπου λίγο παρακάτω καθόταν ο πρίγκιπας κι όλη η
παρέα των Επάντσιν—βγήκε ξάφνου ένα ολάκερο μπουλούκι∙ θα ‘ταν τουλάχιστο δέκα άνθρωποι.
Μπροστά‐μπροστά πήγαιναν τρεις γυναίκες∙ οι δυο ήταν καταπληκτικά όμορφες και δεν ήταν
καθόλου παράξενο που τις είχαν πάρει από πίσω τόσοι θαυμαστές. Όμως, και οι θαυμαστές και οι
γυναίκες είχαν κάτι το ιδιαίτερο, δεν έμοιαζαν καθόλου με τον άλλο κόσμο που ‘χε έρθει ν’ ακούσει
μουσική. Αμέσως τους πρόσεξαν σχεδόν όλοι, οι περισσότεροι όμως προσπαθούσαν να δείξουν πως
δεν τους βλέπουν καθόλου και μονάχα μερικοί νεαροί χαμογέλασαν σαν τους είδαν κι άρχισαν να
μιλούν χαμηλόφωνα μεταξύ τους. Ήταν αδύνατο να μην τους προσέξεις: βγήκαν απ’ την έξοδο με
πολλή φασαρία, μιλούσαν δυνατά και γελούσαν. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως ανάμεσά
τους ήταν και πολλοί μεθυσμένοι, μόλο που μερικοί απ’ αυτούς ήταν ντυμένοι κομψά, σα δανδήδες∙
ήταν όμως κι άλλοι με πολύ παράξενο παρουσιαστικό, παράξενα ντυμένοι, με παράξενα ξαναμμένα
πρόσωπα∙ ανάμεσά τους ήταν κι αρκετοί στρατιωτικοί∙ μερικοί ήταν κιόλας μεσόκοποι∙ υπήρχαν κι
άνθρωποι ντυμένοι με άνετα και κομψά κοστούμια, με δαχτυλίδια και πολύτιμα κουμπιά στα
μανικέτια, με υπέροχες μαύρες σαν την πίσσα περούκες και φαβορίτες και με ύφος εξαιρετικά
ευγενικό αν και κάπως ακατάδεχτο—από κείνους όμως ακριβώς που η καλή κοινωνία τους
αποφεύγει σαν την πανούκλα. Στις εξοχικές μας συγκεντρώσεις, υπάρχουν φυσικά και άνθρωποι
που τους διακρίνει μια ξεχωριστή ευπρέπεια και χαίρουν εξαιρετικής φήμης, όμως, κι ο πιο
προσεκτικός ακόμα άνθρωπος δεν μπορεί να προφυλαχτεί πάντοτε απ’ την κεραμίδα που πέφτει
πάνω του απ’ το σπίτι του γείτονα. Αυτή η κεραμίδα ετοιμαζόταν τώρα να πέσει και στους δικούς
μας ευπρεπείς παραθεριστές που ‘χαν έρθει ν’ ακούσουν μουσική.
Για να περάσει κανείς απ’ το σταθμό στη μικρή πλατειούλα όπου βρίσκεται η ορχήστρα, πρέπει να
κατέβει τρία σκαλοπάτια. Μπροστά σ’ αυτά τα σκαλοπάτια ακριβώς το μπουλούκι σταμάτησε∙ δεν τ’
αποφάσιζαν να κατεβούν∙ η μια απ’ τις τρεις γυναίκες όμως προχώρησε μπροστά∙ μονάχα δύο απ’
την ακολουθία της τόλμησαν να κατεβούν το κατόπι της. Ο ένας ήταν μεσόκοπος, με ύφος αρκετά
σεμνό, με παρουσιαστικό πολύ καθωσπρέπει από κάθε άποψη, φαινόταν όμως να ‘ναι ένα
ακοινώνητο γεροντοπαλίκαρο. Ο άλλος που ακολουθούσε κατά βήμα τη ντάμα του ήταν ολότελα
λέτσος—ένα πολύ ύποπτο υποκείμενο. Κανένας άλλος δεν ακολούθησε την εκκεντρική κυρία∙ όμως
εκείνη, κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια, ούτε γύρισε να κοιτάξει πίσω της, λες και της ήταν ολότελα
αδιάφορο αν έρχονται ή δεν έρχονται οι άλλοι μαζί της. Γελούσε και μιλούσε δυνατά όπως και πριν.
Ήταν ντυμένη με εξαιρετικό γούστο και πολύ πλούσια, κάπως πιο λουσάτα όμως απ’ όσο έπρεπε.
Τράβηξε μπροστά απ’ την ορχήστρα πηγαίνοντας στην άλλη μεριά της πλατείας όπου, κοντά στο
δρόμο, στάθμευε μια καρότσα που κάποιον περίμενε.
Ο πρίγκιπας είχε να τ η δ ε ι πάνω από τρεις μήνες. Όλες αυτές τις μέρες από τότε που γύρισε στην
Πετρούπολη, έλεγε να πάει να την επισκεφτεί∙ ένα μυστικό προαίσθημα όμως ίσως να τον
σταμάτησε. Αν όχι τίποτ’ άλλο, με κανέναν τρόπο δεν μπορούσε να μαντέψει την εντύπωση που θα
του ‘κανε όταν θα τη συναντούσε—κι όμως ήταν φορές που πάσκιζε με τρόμο να τη φανταστεί. Για
ένα μονάχα ήταν σίγουρος, πως η συνάντηση θα τον έκανε να υποφέρει. Αυτούς τους έξι μήνες, ναθυμόταν αρκετές φορές την πρώτη εκείνη εντύπωση που του ‘χε κάνει το πρόσωπο αυτής της
γυναίκας, όταν ακόμα το ‘χε δει μονάχα σε φωτογραφία∙ μα ακόμα και η φωτογραφία—αυτό το
θυμόταν—είχε κάνει την καρδιά του να σφιχτεί. Εκείνος ο μήνας στην επαρχία, όταν την έβλεπε
σχεδόν κάθε μέρα, είχε μια τρομερή επίδραση πάνω του, τόσο που ο πρίγκιπας απόδιωχνε ακόμα κι
απ’ τη μνήμη του αυτό το πρόσφατο παρελθόν. Το πρόσωπο αυτής της γυναίκας είχε γι αυτόν κάτι
το βασανιστικό: ο πρίγκιπας, μιλώντας με το Ραγκόζιν, χαρακτήρισε αυτό το αίσθημα σαν απέραντο
οίκτο και δεν έλεγε ψέματα. Το πρόσωπο στο πορτρέτο της τον έκανε να βασανίζεται από οίκτο.
Αυτή η συμπόνια και μάλιστα ο πόνος γι αυτό το πλάσμα δεν έλειψε ποτέ απ’ την καρδιά του, δεν
είχε λείψει ούτε και τώρα∙ ω, όχι, ήταν μάλιστα ακόμα δυνατότερος. Ο πρίγκιπας ωστόσο δεν είχε
μείνει ευχαριστημένος με κείνα που είχε πει στο Ραγκόζιν και μονάχα τώρα, τη στιγμή της
αναπάντεχης εμφάνισής της, κατάλαβε ίσως με μιαν άμεση αίσθηση τι ήταν εκείνο που έλειπε απ’
τα λόγια που ‘χε πει στο Ραγκόζιν. Έλειπαν τα λόγια που θα μπορούσαν να εκφράσουν τη φρίκη∙ ναι,
τη φρίκη! Τώρα, αυτή τη στιγμή, ο πρίγκιπας ένιωθε βαθύτατη φρίκη∙ ήταν σίγουρος, απόλυτα
σίγουρος—κι είχε τους λόγους του—πως αυτή η γυναίκα είναι τρελή. Αν αγαπούσε μια γυναίκα
περισσότερο από καθετί στον κόσμο ή αν προαισθανόταν τη δυνατότητα μιας τέτοιας αγάπης και
την έβλεπε ξαφνικά αυτή τη γυναίκα αλυσοδεμένη, πίσω απ’ τα σιδερένια κάγκελα, κάτω απ’ το
μαστίγιο του φύλακα—τότε, μια τέτοια εντύπωση θα ‘μοιαζε αρκετά με κείνο που ένιωθε τώρα ο
πρίγκιπας.
— Τι πάθατε;—ψιθύρισε βιαστικά η Αγλαΐα κοιτάζοντάς τον και τραβώντας τον με αφέλεια απ’ το
χέρι.
Αυτός γύρισε το κεφάλι του, την κοίταξε, έριξε ένα βλέμμα στα μαύρα της μάτια, που—ακατανόητα
γι’ αυτόν—αστραφτοκοπούσαν κείνη τη στιγμή, δοκίμασε να της χαμογελάσει μα ξαφνικά, σα να
την είχε ξεχάσει μονομιάς, γύρισε και πάλι το βλέμμα του δεξιά κι άρχισε να παρακολουθεί το
παράξενο όραμά του. Η Ναστάσια Φιλίπποβνα πέρναγε κείνη τη στιγμή μπροστά απ’ τις
δεσποινίδες. Ο Ευγένιος Παύλοβιτς εξακολουθούσε να διηγείται στην Αλεξάνδρα Ιβάνοβνα κάτι που
θα πρέπει να ‘ταν πολύ αστείο κι ενδιαφέρον∙ μιλούσε γρήγορα, σχεδόν εμπνευσμένα. Ο πρίγκιπας
θυμόταν πως η Αγλαΐα πρόφερε ξάφνου μισοψιθυριστά: «Κοίτα τι…» Είπε μια λέξη ακαθόριστη και
μισοειπωμένη∙ συγκρατήθηκε αμέσως και δεν πρόστεσε τίποτ’ άλλο, αυτό όμως ήταν κιόλας
αρκετό. Η Ναστάσια Φιλίπποβνα που περνούσε σα να μην πρόσεχε κανένα, γύρισε ξάφνου κατά τη
μεριά τους και θα ‘λεγε κανείς πως μόλις τώρα είδε τον Ευγένιο Παύλοβιτς.
— Μπα, μπα! Καλέ εδώ είναι!—φώναξε ξαφνικά σταματώντας.—Έστειλα ανθρώπους και πάλι δεν
τα κατάφερα να τον βρω και τώρα, λες και το κάνει επίτηδες, τον βρίσκω σε μέρος που δεν το
φανταζόμουν ποτέ μου… Νόμιζα, βλέπεις, πως είσαι εκεί… στου θείου σου!..
Ο Ευγένιος Παύλοβιτς κατακοκκίνισε, κοίταξε μανιασμένα τη Ναστάσια Φιλίπποβνα, βιάστηκε όμως
να της γυρίσει την πλάτη.
— Τι;! Έχει γούστο να μην το ξέρεις! Δεν το ξέρει ακόμα, για φαντάσου!. Αυτοκτόνησε! Σήμερα το
πρωί ο θείος σου τίναξε τα μυαλά του στον αέρα! Μου το είπαν στις δύο τ’ απόγευμα∙ η μισή
πολιτεία το ‘χει μάθει∙ του λείπουν, λένε, τριακόσιες πενήντα χιλιάδες απ’ τα χρήματα του δημοσίου
κι άλλοι λένε πεντακόσιες. Και γω που υπολόγιζα πάντα πως θα σ’ άφηνε και κληρονομιά από πάνω∙
όλα τα ξεκοκάλισε. Εξώλης και προώλης ο γεροντάκος… Ε, γεια‐χαρά, bonne chance! (καλή τύχη).
Μα δε θα πας λοιπόν στην πόλη; Γι’ αυτό μου πρόλαβες και παραιτήθηκες απ’ το στρατό,
κατεργαράκο! Μπα, σαχλαμάρες, είμαι σίγουρη πως το ‘ξερες, το ‘ξερες κι από πριν ίσως κι από
χτες…
Μόλο που θα πρέπει να ‘χε κάποιο σκοπό για να τον παρενοχλεί με τόση αναίδεια και να δείχνει
πως είναι τάχα τόσο στενά γνώριμη μαζί του ώστε να του μιλά με το συ, ωστόσο ο Ευγένιος
Παύλοβιτς νόμιζε στην αρχή πως θα μπορούσε να ξεμπλέξει με τρόπο απ’ αυτή τη γυναίκα κάνοντας
πως δεν πρόσεξε την προσβολή. Τα λόγια της Ναστάσιας Φιλίπποβνας όμως τον χτύπησαν σαν
αστροπελέκι∙ ακούγοντας πως πέθανε ο θείος του, χλόμιασε πάνιασε και γύρισε στη Ναστάσια
Φιλίπποβνα. Εκείνη τη στιγμή η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα σηκώθηκε βιαστικά απ’ την καρέκλα της,
σήκωσε κι όλους τους άλλους και το ‘βαλε σχεδόν στα πόδια. Μονάχα ο πρίγκιπας Λέων
Νικολάγιεβιτς έμεινε για μια στιγμή στη θέση του, σα να μην ήξερε τι να κάνει∙ ο Ευγένιος
Παύλοβιτς στεκόταν ακόμα εκεί και τα ‘χε χαμένα. Οι Επάντσιν όμως δεν είχαν προφτάσει να
ξεμακρύνουν ούτε είκοσι βήματα όταν ξέσπασε ένα τρομερό σκάνδαλο.
Ο αξιωματικός, ο στενός φίλος του Ευγένιου Παύλοβιτς που κουβέντιαζε με την Αγλαΐα, είχε γίνει
έξω φρενών:
— Εδώ πια χρειάζεται μαστίγιο, αλλιώς δεν τα βγάζεις πέρα μ’ αυτό το γύναιο!—πρόφερε σχεδόν
μεγαλόφωνα. (Φαίνεται πως ήταν από καιρό έμπιστος του Ευγένιου Παύλοβιτς.)
Η Ναστάσια Φιλίπποβνα γύρισε αμέσως καταπάνω του. Τα μάτια της έβγαζαν σπίθες∙ όρμησε σ’ ένα
νέο που στεκόταν δύο βήματα μακριά της και που της ήταν ολότελα άγνωστος—σ’ ένα νεαρό που
κράταγε ένα λεπτό, πλεκτό μαστίγιο, του τ’ άρπαξε απ’ το χέρι και χτύπησε μ’ όλη της τη δύναμη τον
αξιωματικό που την πρόσβαλε, λοξά στο πρόσωπο. Όλ’ αυτά έγιναν σ’ ένα δευτερόλεπτο… Ο
αξιωματικός, εκτός εαυτού, ρίχτηκε πάνω της∙ η Ναστάσια Φιλίπποβνα δεν είχε πια κανέναν απ’ την
παρέα κοντά της∙ ο καθωσπρέπει μεσόκοπος κύριος είχε προφτάσει κιόλας να εξαφανιστεί κι ο
κύριος που «διατελούσε εν ευθυμία» στεκόταν παράμερα και ξεκαρδιζόταν στα γέλια. Σ’ ένα λεπτό
φυσικά θα ‘φτανε η αστυνομία, μα σ’ αυτό το λεπτό θα τα ‘βρισκε σκούρα η Ναστάσια Φιλίπποβνα
αν δεν έφτανε έγκαιρα μια αναπάντεχη βοήθεια: ο πρίγκιπας, που βρισκόταν δυο βήματα πιο πέρα,
πρόφτασε κι άρπαξε τον αξιωματικό από πίσω, απ’ τα χέρια. Πασκίζοντας να λευτερώσει το χέρι
του, ο αξιωματικός τον έσπρωξε δυνατά στο στήθος∙ ο πρίγκιπας εκσφεντονίστηκε τρία βήματα
πίσω κι έπεσε σε μια καρέκλα. Στο μεταξύ όμως, πρόλαβαν και κατέφθασαν άλλοι δυο
υπερασπιστές της Ναστάσιας Φιλίπποβνας. Μπροστά στον αξιωματικό στεκόταν ο μποξέρ, ο
συγγραφέας του γνωστού στον αναγνώστη άρθρου και ενεργό μέλος της πρώην παρέας του
Ραγκόζιν.
— Κέλερ, ανθυπολοχαγός εν αποστρατεία!—συστήθηκε με πολύ ύφος∙—εάν επιθυμείτε να έλθουμε
στα χέρια, λοχαγέ, τότε, αντικαθιστών το ασθενές φύλον, είμαι διαθέσιμος∙ εσπούδασα ολόκληρον
το αγγλικόν μποξ. Μη σπρώχνετε, λοχαγέ∙ συναισθάνομαι την α ι μ α τ η ρ ά ν προσβολήν, μου είναι
αδύνατον όμως να σας επιτρέψω να λύσετε τας διαφοράς σας με μίαν κυρίαν διά των γρόνθων και
μάλιστα ενώπιον του κοινού. Εάν πάλι, όπως αρμόζει εις ευγενέ‐έστατο πρόσωπο, επιθυμείτε δι
άλλου τρόπου, τότε… ελπίζω να με καταλαβαίνετε, λοχαγέ…
Ο λοχαγός όμως είχε κιόλας συνέλθει και δεν τον άκουγε. Εκείνη τη στιγμή, ο Ραγκόζιν βγήκε μες
απ’ το πλήθος και παίρνοντας τη Ναστάσια Φιλίπποβνα απ’ το μπράτσο την τράβηξε γρήγορα μαζί
του. Ο Ραγκόζιν φαινόταν να ‘ναι τρομερά ταραγμένος, ήταν χλομός κι έτρεμε. Παίρνοντας μαζί του
τη Ναστάσια Φιλίπποβνα, πρόφτασε να γελάσει με κακία κατάμουτρα στον αξιωματικό κανα
προφέρει με ύφος θριαμβεύοντος εμπορομανάβη:
— Και τώρα, τι έβγαλες; Σου χάλασε τα μούτρα!
Ο αξιωματικός είχε συνέλθει εντελώς και καταλαβαίνοντας με ποιους είχε να κάνει, γύρισε ευγενικά
(σκεπάζοντας ωστόσο το πρόσωπο με το μαντίλι του) στον πρίγκιπα που ‘χε κιόλας σηκωθεί απ’ την
καρέκλα:
— Είστε ο πρίγκηψ Μίσκιν με τον οποίο είχα την ευχαρίστηση να γνωριστώ;
— Είναι τρελή! Ανισόρροπη! Σας βεβαιώ!—απάντησε ο πρίγκιπας με τρεμάμενη φωνή, απλώνοντας,
χωρίς κι ο ίδιος να ξέρει το γιατί, τα τρεμάμενα χέρια του προς τον αξιωματικό.
— Εγώ φυσικά δεν μπορώ να καυχηθώ πως έχω κάτι τέτοιες πληροφορίες, πρέπει όμως να ξέρω τ’
όνομά σας.
Κούνησε το κεφάλι του κι απομακρύνθηκε. Η αστυνομία κατέφθασε πέντε δευτερόλεπτα ακριβώς
μετά την εξαφάνιση των τελευταίων πρωταγωνιστών του σκανδάλου. Εξάλλου, το σκάνδαλο δεν
κράτησε παραπάνω από δύο λεπτά. Μερικοί απ’ το κοινό σηκώθηκαν απ’ τις καρέκλες τους κι
έφυγαν, άλλοι σηκώθηκαν απλώς απ’ τις θέσεις τους κι έκατσαν αλλού, άλλοι έμειναν
κατενθουσιασμένοι με το σκάνδαλο, άλλοι ενδιαφέρθηκαν τρομερά και βάλθηκαν να συζητούν. Με
δυο λόγια, η υπόθεση έληξε όπως συνήθως. Η ορχήστρα ξανάρχισε να παίζει. Ο πρίγκιπας τράβηξε
ξοπίσω απ’ τις Επάντσιν. Αν το ‘χε σκεφτεί ή αν είχε προφτάσει να ρίξει μια ματιά αριστερά, όταν
καθόταν στην καρέκλα όπου είχε πέσει απ’ τη σπρωξιά του αξιωματικού, θα ‘βλεπε την Αγλαΐα να
στέκεται κάπου, είκοσι βήματα πιο πέρα και να κοιτάζει τη σκανδαλώδη σκηνή χωρίς να δίνει
σημασία στη μητέρα της και στις αδερφές της που είχαν προχωρήσει πιο κάτω και τη φώναζαν∙ ο
πρίγκιπας Σ. έτρεξε κοντά της και την κατάφερε επιτέλους να τους ακολουθήσει. Η Λιζαβέτα
Προκόφιεβνα θυμόταν πως η Αγλαΐα γύρισε κοντά τους τόσο ταραγμένη που ήταν ζήτημα αν τις
είχε ακούσει όταν τη φώναζαν. Όμως, ακριβώς δυο λεπτά αργότερα, μόλις μπήκαν στο πάρκο, η
Αγλαΐα πρόφερε με τη συνηθισμένη αδιάφορη και καπριτσιόζα φωνή της:
— Ήθελα να δω πώς θα τελείωνε αυτή η κωμωδία!
IIIIII
ΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΣΤΟ ΣΤΑΘΜΟ έκανε και τη μαμάκα και τις κόρες να φρίξουν. Ταραγμένη κι ανήσυχη,
η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα έτρεχε κυριολεκτικά σ’ όλο το δρόμο απ’ το σταθμό ως τη βίλα της.
Σύμφωνα με τις απόψεις και τις αντιλήψεις της, συνέβησαν κι αποκαλύφθηκαν πάρα πολλά απ’
αυτό το επεισόδιο, τόσο που μέσα στο μυαλό της, παρ’ όλο τον τρόμο και τη σύγχυση που βασίλευε,
άρχισαν κιόλας να ριζώνουν πιο αποφασιστικές σκέψεις. Μα κι όλοι οι άλλοι το καταλάβαιναν πως
είχε συμβεί κάτι εξαιρετικό και πως—ευτυχώς ίσως—άρχιζε κιόλας ν’ αποκαλύπτεται ένα σημαντικό
μυστικό. Παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις και τις εξηγήσεις του πρίγκιπα Σ., ο Ευγένιος Παύλοβιτς «είχε
τώρα ξεσκεπαστεί», είχε ξεμασκαρευτεί και «ήρθαν εις φως οι σχέσεις του μ’ αυτό το γύναιο». Έτσι
σκεφτόταν η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα, ακόμα κι οι δυο μεγαλύτερες κόρες της. Το κέρδος απ’ αυτό το
συμπέρασμα ήταν πως πλήθαιναν ακόμα περισσότερο τα αινίγματα. Οι δεσποινίδες, μόλο που ‘χαν
αγανακτήσει μέσα τους για τον υπερβολικό φόβο της μαμάκας τους που το ‘βαλε τόσο φανερά στα
πόδια, δεν τ’ αποφάσιζαν ωστόσο τις πρώτες στιγμές της φασαρίας να την ανησυχήσουν μ’
ερωτήσεις. Εκτός απ’ αυτό, είχαν την εντύπωση πως η αδερφούλα τους, η Αγλαΐα Ιβάνοβνα, ξέρει
ίσως πολύ περισσότερα απ’ όσα ξέρουν αυτές οι δυο κι η μαμάκα τους. Ο πρίγκιπας Σ. ήταν κι αυτός
σκοτεινός σαν τη νύχτα και πολύ συλλογισμένος. Η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα δεν του είπε λέξη σ’ όλο
το δρόμο κι αυτός φαίνεται πως ούτε καν το παρατήρησε. Η Αδελαΐδα έκανε να τον ρωτήσει: «Για
ποιο θείο έλεγαν τώρα και τι είχε συμβεί εκεί στην Πετρούπολη;» Αυτός όμως—ξινίζοντας τρομερά
τα μούτρα του—τραύλισε κάτι πολύ αόριστο για κάτι πληροφορίες και πως όλ’ αυτά φυσικά είναι
μωρολογίες. «Δε χωράει καμιά αμφιβολία!» απάντησε η Αδελαΐδα και δεν ξαναρώτησε τίποτα. Όσο
για την Αγλαΐα, είχε γίνει υπερβολικά ψύχραιμη και το μόνο που είπε στο δρόμο ήταν πως τρέχουν
πολύ. Μια φορά γύρισε κι είδε τον πρίγκιπα που βιαζόταν να τους προφτάσει. Όταν είδε τις
προσπάθειές του να τους πλησιάσει, η Αγλαΐα χαμογέλασε ειρωνικά και δεν ξαναγύρισε το κεφάλι.
Τέλος, λίγο πιο δω απ’ τη βίλα, συνάντησαν τον Ιβάν Φιοντόροβιτς, που μόλις είχε γυρίσει απ’ την
Πετρούπολη κι ερχόταν να τους βρει. Τους ρώτησε αμέσως για τον Ευγένιο Παύλοβιτς. Η σύζυγός
του όμως πέρασε τρομερή κι αμίλητη από μπροστά του∙ ούτε τον κοίταξε καν. Απ’ τα βλέμματα των
δεσποινίδων και του πρίγκιπα Σ. ο στρατηγός κατάλαβε αμέσως πως στο σπίτι έχει ενσκήψει
θύελλα. Μα και δίχως αυτό, το ‘βλεπε κανείς απ’ το πρόσωπό του πως ήταν ασυνήθιστα ανήσυχος.
Πήρε αμέσως αλαμπρατσέτα τον πρίγκιπα Σ., τον σταμάτησε στην είσοδο του σπιτιού και του ‘πε
σχεδόν ψιθυριστά λίγες λέξεις. Απ’ το ταραγμένο ύφος που ‘χαν κι οι δυο όταν ανέβηκαν ύστερα
στη βεράντα και πέρασαν στο δωμάτιο της Λιζαβέτας Προκόφιεβνας, μπορούσε κανείς να
συμπεράνει πως είχαν ακούσει κάποιο συνταρακτικό νέο. Σιγά‐σιγά, μαζεύτηκαν όλοι στης
Λιζαβέτας Προκόφιεβνας, στο πάνω πάτωμα, και στη βεράντα έμεινε μονάχα ο πρίγκιπας. Καθόταν
στη γωνιά, λες και κάτι περίμενε, ή μάλλον ούτε κι ο ίδιος δεν ήξερε γιατί καθόταν εκεί, ούτε καν
του πέρασε η σκέψη να φύγει τώρα που ‘βλεπε τη φασαρία στο σπίτι∙ θα ‘λεγε κανείς πως είχε
ξεχάσει όλο τον κόσμο κι ήταν έτοιμος να μείνει ακόμα και δυο χρόνια συνέχεια όπου κι αν τον
έβαζαν να κάτσει. Από πάνω, έφτανε πού και πού στ’ αυτιά του ο αντίλαλος από ταραγμένες
συζητήσεις. Ούτε ο ίδιος δε θα μπορούσε να πει πόσην ώρα καθόταν στη βεράντα. Βράδιαζε κι
άρχισε πια να σκοτεινιάζει. Ξάφνου βγήκε στη βεράντα η Αγλαΐα∙ φαινόταν ήρεμη, αν και κάπως
χλομή. Βλέποντας τον πρίγκιπα που «ασφαλώς δεν το περίμενε καθόλου» να τον βρει να κάθεται
δω στη γωνιά, η Αγλαΐα χαμογέλασε σα να τα ‘χε λίγο χαμένα.
— Τι κάνετε εδώ;—τον πλησίασε.
Ο πρίγκιπας κάτι μουρμούρισε σαστισμένος και πετάχτηκε όρθιος, η Αγλαΐα όμως έκατσε αμέσως
δίπλα του∙ ξανάκατσε κι αυτός. Η Αγλαΐα τον κοίταξε ξαφνικά από πάνω ως κάτω, ύστερα κοίταξε το
παράθυρο—κι είχε ένα ύφος σα να μη σκεφτόταν τίποτα—κι ύστερα τον ξανακοίταξε. «Ίσως να
θέλει να γελάσει», σκέφτηκε ο πρίγκιπας, «μα όχι, αν το ‘θελε θα γέλαγε».
— Ίσως να θέλετε τσάι, θα πω να σας φέρουν,—είπε αφού έμεινε για λίγο σιωπηλή.
— Ο‐όχι… Δεν ξέρω…
— Αχ, πώς μπορεί να μην ξέρετε! Α, ναι, ακούστε: αν σας καλούσε κανένας σε μονομαχία, τι θα
κάνατε; Είναι ώρα τώρα που ήθελα να σας ρωτήσω.
— Μα… ποιος λοιπόν… εμένα δε θα βρεθεί κανένας να με καλέσει σε μονομαχία.
— Μα αν σας καλούσαν; Θα τρομάζατε πολύ;
— Νομίζω πως… θα φοβόμουν πολύ.
— Σοβαρά; Ώστε είστε δειλός;
— Ο‐όχι∙ μπορεί και να μην είμαι. Δειλός είναι κείνος που φοβάται και το βάζει στα πόδια∙ εκείνος
που φοβάται και δεν το βάζει στα πόδια δεν είναι ακόμα δειλός,—χαμογέλασε ο πρίγκιπας αφού
έμεινε για λίγο συλλογισμένος.
— Και σεις δε θα το βάλετε στα πόδια;
— Μπορεί και να μην το βάλω στα πόδια,—γέλασε τέλος με τις ερωτήσεις της.
— Εγώ, μόλο που είμαι γυναίκα, δε θα το ‘σκαγα ποτέ μου,—παρατήρησε η Αγλαΐα σχεδόν
πειραγμένη.—Μα τι κάθομαι και λέω, εσείς με κοροϊδεύετε και παίζετε θέατρο όπως συνήθως για
να φανείτε πιο ενδιαφέρων. Πέστε μου: πυροβολούν συνήθως από δώδεκα βήματα; Ή, κι από δέκα;
Ώστε λοιπόν είναι σίγουρο πως σκοτώνεσαι ή πληγώνεσαι;
— Στις μονομαχίες, καθώς φαίνεται, σπάνια βρίσκουν το στόχο.
— Σπάνια; Τι λέτε εκεί! Τον Πούσκιν δεν τον σκότωσαν;
— Αυτό μπορεί να ‘ταν τυχαίο.
— Δεν ήταν καθόλου τυχαίο∙ ήταν μονομαχία μέχρι θανάτου και τον σκότωσαν.
— Η σφαίρα τον βρήκε τόσο χαμηλά που ασφαλώς ο Νταντές θα σκόπευε κάπου αλλού, ψηλότερα,
στο στήθος ή στο κεφάλι∙ εκεί που τον βρήκε δε σκοπεύει κανένας, που σημαίνει πως ο Πούσκιν
χτυπήθηκε τυχαία, από αστοχία, εκεί που χτυπήθηκε. Μου το ‘παν άνθρωποι που ξέρουν απ’ αυτά.
— Και μένα μου είπε ένας φαντάρος που έπιασα μια φορά κουβέντα μαζί του πως, σύμφωνα με τον
κανονισμό, πρέπει να σκοπεύουν στο κέντρο του στόχου όταν βρίσκονται σε ακροβολισμό, που
σημαίνει πως πρέπει να πυροβολούν στη μέση κι όχι στο κεφάλι ούτε στο στήθος. Ρώτησα αργότερα
κι έναν αξιωματικό και μου είπε πως έτσι ακριβώς συμβαίνει.
— Είναι σωστό για βολή μεγάλης αποστάσεως.
— Και σεις, ξέρετε να πυροβολείτε;
— Δεν έχω πυροβολήσει ποτέ μου.
— Έχει γούστο να μην ξέρετε να γεμίσετε το πιστόλι!
— Δεν ξέρω. Δηλαδή, καταλαβαίνω πώς θα πρέπει να γίνεται, δεν έτυχε όμως να γεμίσω ποτέ μου.
— Ε, σημαίνει λοιπόν πως δεν ξέρετε, γιατί εδώ χρειάζεται πείρα! Ακούστε λοιπόν και βάλτε το καλά
στο μυαλό σας: και πρώτα‐πρώτα να πάτε ν’ αγοράσετε καλό μπαρούτι για πιστόλια που να μην
είναι υγρό (λένε πως δεν κάνει το υγρό, πρέπει να ‘ναι πολύ στεγνό) και να ‘ναι ακόμα ψιλό, ακούτε;
να ζητήσετε ψιλό μπαρούτι∙ μην τύχει και σας δώσουν από κείνο που βάζουν στα κανόνια,
καταλάβατε; Τη σφαίρα λένε πως τη χύνουν μοναχοί τους7
. Έχετε πιστόλια;
— Δεν έχω, κι ούτε μου χρειάζονται,—γέλασε ξαφνικά ο πρίγκιπας.
— Αχ, τι ανοησίες! Το δίχως άλλο ν’ αγοράσετε ένα καλό πιστόλι γαλλικό ή εγγλέζικο, λένε πως αυτά
είναι τα καλύτερα. Ύστερα πάρτε μπαρούτι ως μια δαχτυλήθρα, μπορεί και δυο δαχτυλήθρες και
ρίξτε το μέσα. Μην κάνετε οικονομία, καλύτερα να ‘ναι μπόλικο. Να το στουμπώσετε καλά με κετσέ
(λένε πως το δίχως άλλο πρέπει να ‘ναι κετσές) μπορείτε να πάρετε από κανένα στρώμα ή από
καμιά πόρτα—τις πόρτες τις ντύνουν καμιά φορά με κετσέ. Ύστερα, όταν θα ‘χετε βάλει τον κετσέ,
τοποθετείστε και τη σφαίρα∙ ακούτε; Πρώτα το μπαρούτι κι ύστερα τη σφαίρα αλλιώς δε θα
πυροβολήσει. Τι γελάτε; θέλω να πυροβολάτε το δίχως άλλο αρκετές φορές κάθε μέρα και να
μάθετε να πετυχαίνετε το στόχο. Θα το κάνετε;
Ο πρίγκιπας γέλασε∙ η Αγλαΐα χτύπησε φουρκισμένη το πόδι της στο πάτωμα. Το σοβαρό της ύφος
σε μια τέτοια κουβέντα έκανε τον πρίγκιπα ν’ απορήσει αρκετά. Ένιωθε πως θα ‘πρεπε κάτι να
μάθει, για κάτι να ρωτήσει—για κάτι που, όπως και να το πάρεις, ήταν πιο σοβαρό απ’ το πώς
γεμίζουν ένα πιστόλι. Όλ’ αυτά όμως τα ‘χε ολότελα ξεχάσει και το μόνο που ‘ξερε ήταν πως η
Αγλαΐα κάθεται μπροστά του κι αυτός την κοιτάζει∙ εκείνη τη στιγμή δεν είχε σχεδόν σημασία τι του
‘λεγε, του ‘φτανε που άκουγε τη φωνή της.
Τέλος, κατέβηκε στη βεράντα ο ίδιος ο Ιβάν Φιοντόροβιτς∙ κάπου πήγαινε με σκυθρωπό, γεμάτο
έγνοια κι αποφασιστικότητα ύφος.
— Α, Λέων Νικολάγιεβιτς… Για πού είσαι τώρα;—ρώτησε, παρ’ όλο που ο Λέων Νικολάγιεβιτς ούτε
το σκεφτόταν καν να το κουνήσει από κει που καθόταν.—Έλα, θα σου κάνω παρέα, έχω και δυο
λόγια να σου πω.
— Ορβουάρ,—είπε η Αγλαΐα κι έδωσε το χέρι της στον πρίγκιπα.
Στη βεράντα ήταν πια αρκετά σκοτεινά, ο πρίγκιπας δε θα μπορούσε να διακρίνει καθαρά το
πρόσωπό της. Σε λίγο, όταν έβγαιναν με το στρατηγό απ’ τη βίλα, ο πρίγκιπας κοκκίνισε τρομερά κι
έσφιξε δυνατά το δεξί του χέρι.
Αποδείχτηκε πως ο Ιβάν Φιοντόροβιτς θα πήγαινε απ’ τον ίδιο δρόμο με τον πρίγκιπα∙ ο Ιβάν
Φιοντόροβιτς, παρ’ όλο που η ώρα ήταν προχωρημένη, βιαζόταν να κουβεντιάσει με κάποιον για
κάποιο σοβαρό ζήτημα. Στο μεταξύ όμως, άρχισε ξάφνου να μιλάει στον πρίγκιπα γρήγορα,
ταραγμένα, αρκετά ασύνδετα, αναφέροντας συχνά τη Λιζαβέτα Προκόφιεβνα. Αν μπορούσε ο
πρίγκιπας να ‘ναι πιο προσεκτικός εκείνη τη στιγμή, θα μάντευε ίσως πως ο Ιβάν Φιοντόροβιτς κάτι
θέλει να μάθει κι απ’ αυτόν ή, για να το πούμε καλύτερα, να τον ρωτήσει ανοιχτά και καθαρά για
κάποιο ζήτημα, δεν τα κατάφερνε ωστόσο να φτάσει στο κύριο σημείο. Για μεγάλη του ντροπή, ο
πρίγκιπας ήταν τόσο αφηρημένος που στην αρχή δεν άκουγε τίποτα κι όταν ο στρατηγός σταμάτησε
μπροστά του και κάτι τον ρώτησε με πολλή θέρμη, αναγκάστηκε να του ομολογήσει πως δεν
κατάλαβε τίποτα.
Ο στρατηγός ανασήκωσε τους ώμους του.
— Πολύ παράξενοι γίνατε όλοι σας, απ’ όλες τις απόψεις,—ξανάρχισε πάλι να λέει.—Στο ξαναλέω
πως δεν καταλαβαίνω καθόλου τις ιδέες και τις ανησυχίες της Λιζαβέτας Προκόφιεβνας. Την έχει
πιάσει υστερία, κλαίει και φωνάζει πως μας ντρόπιασαν και μας ρεζίλεψαν. Ποιος; Πώς; Με ποιον;
Πότε και γιατί; Το παραδέχομαι πως φταίω και γω (αυτό τ’ ομολογώ) φταίω σε πολλά πράγματα, οι
προκλήσεις όμως αυτής της… ανήσυχης γυναίκας (που επιπλέον είναι κακής διαγωγής) μπορούν
επιτέλους να σταματήσουν με την επέμβαση της αστυνομίας κι έχω σκοπό σήμερα κιόλας να δω
μερικούς αρμόδιους και να τους προειδοποιήσω. Όλα μπορούν να κανονιστούν ήσυχα, με το
μαλακό, με το καλό. Χάρη στις γνωριμίες μας και χωρίς κανένα σκάνδαλο. Συμφωνώ επίσης πως το
μέλλον μας επιφυλάσσει πολλά και πολλά έχουν μείνει σκοτεινά. Βέβαια, κάποια ίντριγκα θα
πρέπει να ‘ναι στη μέση, όμως ρωτάς τον έναν, δεν ξέρει, ρωτάς τον άλλον, δεν ξέρει∙ αφού εγώ δεν
έχω ακούσει τίποτα, εσύ δεν άκουσες τίποτα, ο τρίτος δεν άκουσε τίποτα, ο πέμπτος δεν άκουσε
τίποτα, ποιος άκουσε λοιπόν επιτέλους; σε ρωτώ. Τι άλλη εξήγηση μπορείς να δώσεις κατά τη
γνώμη σου αν όχι πως η μισή υπόθεση είναι αντικατοπτρισμός, δεν υπάρχει καθόλου, είναι κάτι σαν
το φως του φεγγαριού… ή άλλων λογιών φαντασιώσεις.
— Α υ τ ή είναι ανισόρροπη,—μουρμούρισε ο πρίγκιπας καθώς θυμήθηκε ξάφνου με πόνο όλο το
επεισόδιο του σταθμού. —Απ’ το στόμα μου το πήρες, αν λες για κείνην. Και μένα μου πέρναγε
ώρες‐ώρες αυτή η ιδέα και κοιμόμουν ήσυχος. Τώρα όμως βλέπω πως έχουν εδώ σωστότερη γνώμη
και δεν πιστεύω στην τρέλα της. Δε λέω, πρόκειται για μια επιπόλαιη γυναίκα, της κόβει όμως και
πολύ μάλιστα, με κανέναν τρόπο δε θα την έλεγα τρελή. Αυτά που μας ξεφούρνισε σήμερα σχετικά
με τον Καπιτόν Αλεξέιτς, το αποδείχνουν περίτρανα. Πρόκειται για μια βρομοδουλειά, δηλαδή, είναι
τουλάχιστο ιησουϊτισμός κι έχει το σκοπό της.
— Ποιον Καπιτόν Αλεξέιτς;
— Αχ Θεέ μου, Λέων Νικολάιτς, δεν ακούς τίποτα. Μα γι’ αυτόν τον Καπιτόν Αλεξέιτς άρχισα και σου
μίλαγα πριν λίγο: Ηταν μια είδηση τόσο αναπάντεχη που και τώρα ακόμα τρέμω σύγκορμος. Γι’
αυτό καθυστέρησα σήμερα στην πολιτεία. Ο Καπιτόν Αλεξέιτς, ο Ραντόμσκη, ο θείος του Ευγένιου
Παύλοβιτς…
— Τι;—φώναξε ο πρίγκιπας.
— Αυτοκτόνησε το πρωί, τα χαράματα, στις εφτά η ώρα. Ενας σεβάσμιος γέρος, εβδομήντα χρονών,
επικούρειος—κι ακριβώς όπως το είπε, λείπει ένα ποσό, ένα σημαντικό ποσό απ’ τα χρήματα του
δημοσίου!
— Μα από πού το…
— Το ‘μαθε; Χα‐χα! Μα δεν το ξέρετε πως μόλις ήρθε δω σχηματίστηκε γύρω της ένα ολόκληρο
επιτελείο: Ξέρεις τι πρόσωπα την επισκέπτονται τώρα κι επιζητούν την «τιμή» να τη γνωρίσουν;
Φυσικά, κάτι μπορεί ν’ άκουσε απ’ τους παραθεριστές που ήρθαν τ’ απόγευμα, γιατί τώρα πια το
ξέρει όλη η Πετρούπολη και δω το μισό Παυλόβσκ ή μπορεί κι όλο το Παυλόβσκ. Μα τι ήταν εκείνη
η οξύτατη παρατήρησή της σχετικά με τη στολή, όπως μου είπαν, δηλαδή για το ότι ο Ευγένιος
Παύλοβιτς πρόφτασε κι έδωσε έγκαιρα την παραίτησή του! Τι σατανικός υπαινιγμός! Όχι, όλ’ αυτά
δε δείχνουν τρέλα. Εγώ φυσικά αρνούμαι να πιστέψω πως ο Ευγένιος Παύλιτς μπορούσε να
γνωρίζει προκαταβολικά την καταστροφή, δηλαδή πως την τάδε ημερομηνία, στις εφτά η ώρα κ.τ.λ.
Μπορούσε όμως να τα ‘χε προαισθανθεί. Και γω που… και μεις κι ο πρίγκιπας Σ. που υπολογίζαμε
πως θα του άφηνε και κληρονομιά ο θείος του! Φρίκη! Φρίκη! Θέλω να με καταλάβεις, εγώ τον
Ευγένιο Παύλοβιτς δεν τον κατηγορώ για τίποτα και σπεύδω να στο εξηγήσω, ωστόσο, όπως και να
το πάρεις, είναι ύποπτο. Ο πρίγκιπας Σ. τα ‘χει κυριολεκτικά χαμένα. Όλ’ αυτά έγιναν κάπως πολύ
παράξενα.
— Μα τι το ύποπτο υπάρχει λοιπόν στη διαγωγή του Ευγένιου Παύλοβιτς;
— Τίποτα απολύτως! Φέρθηκε ευπρεπέστατα. Δεν κάνω καμιά νύξη γι’ αυτό. Η δική του περιουσία
νομίζω πως έμεινε άθιχτη. Η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα, εννοείται, δε θέλει ν’ ακούσει τίποτα… Το
κυριότερο όμως—όλες αυτές οι οικογενειακές καταστροφές ή, για να το πούμε καλύτερα, όλ’ αυτά
τα δυσάρεστα… δεν ξέρω, μα την πίστη μου, πώς να τα πω… Εσύ, αληθώς ειπείν, Λέων
Νικολάγιεβιτς, είσαι φίλος του σπιτιού και, φαντάσου, τώρα μόλις αποδείχτηκε, αν και για να λέμε
την αλήθεια δεν είναι σίγουρο, πως ο Ευγένιος Παύλιτς εξηγήθηκε τάχα εδώ κι ένα μήνα με την
Αγλαΐα και πήρε τάχα τη ρητή της άρνηση.
— Αδύνατον!—φώναξε με θέρμη ο πρίγκιπας.
— Μα τι, μπας και ξέρεις τίποτα; Βλέπεις, φίλτατε,—ταράχτηκε κι απόρησε ο στρατηγός
σταματώντας σα να τον είχαν καρφώσει στη θέση του,—μπορεί να μου ξέφυγε κάτι που δεν έπρεπε
να σου πω, κάτι που ήταν απρέπεια να σ’ το πω, μα αυτό έγινε γιατί… γιατί εσύ… είσαι, μπορεί να
πει κανείς, ένας τέτοιος άνθρωπος. Μήπως ξέρεις τίποτα ιδιαίτερο;
— Δεν ξέρω τίποτα… για τον Ευγένιο Παύλιτς,—μουρμούρισε ο πρίγκιπας.
— Και γω δεν ξέρω! Εμένα… εμένα, αδερφέ μου, θέλουν, μα το ναι, να με καταχωνιάσουν, να με
θάψουν και δε μπαίνουν στον κόπο να σκεφτούν πως είναι δύσκολο να τ’ αντέξει κανείς κάτι τέτοιο
και γω δε θα τ’ ανεχτώ. Τώρα είχαμε μια σκηνή που ήταν φρίκη! Σ’ τα λέω σα να ‘σουνα γιος μου. Το
κυριότερο είναι που η Αγλαΐα λες και κοροϊδεύει τη μητέρα της. Το ότι, όπως φαίνεται, απέκρουσε
την πρόταση του Ευγένιου Παύλιτς εδώ κι ένα μήνα κι εξηγήθηκαν ρητά μεταξύ τους, μας το είπαν
οι αδερφές της εν είδει εικασίας… εδώ που τα λέμε όμως, φαίνεται να πιστεύουν ατράνταχτα σ’
αυτή την εικασία τους. Μα είναι ένα τόσο αυταρχικό και ευφάνταστο πλάσμα που… δηλώνω
αδυναμία να σ’ το περιγράψω! Όλες τις μεγαλοψυχίες, όλες τις λαμπρές ιδιότητες του νου και της
καρδιάς—όλ’ αυτά, δε λέω, μπορεί να τα ‘χει, ταυτόχρονα όμως είναι πεισματάρα, όλο καπρίτσια
και ειρωνείες,—με δυο λόγια είναι ένας διαολοχαρακτήρας κι επιπλέον φαντασιόπληκτη. Τώρα πριν
λίγη ώρα, τους κορόιδευε όλους και γέλαγε κατάμουτρα στη μάνα της, στις αδερφές της, στον
πρίγκιπα Σ. Για μένα δε γίνεται λόγος, εμένα σπάνια να μη με κοροϊδέψει, σπάνια να μη γελάσει
μαζί μου κι όμως εγώ, εγώ ξέρεις την αγαπώ, μ’ αρέσει και την αγαπώ που γελάει μαζί μου και
φαίνεται πως αυτός ο μικρός δαίμονας γι αυτό ίσα‐ίσα μ’ αγαπάει ιδιαίτερα, δηλαδή περισσότερο
απ’ όλους, καθώς φαίνεται. Κόβω το κεφάλι μου πως και σένα θα σ’ έχει πάρει κιόλας στο ψιλό. Σας
βρήκα τώρα να κουβεντιάζετε, μετά τη θύελλα που είχαμε πάνω καθόταν μαζί σου σα να μην είχε
γίνει τίποτα.
Ο πρίγκιπας κοκκίνισε τρομερά κι έσφιξε το δεξί του χέρι, δεν έβγαλε όμως λέξη.
— Αξιολάτρευτε, καλέ μου Λέων Νικολάγιεβιτς!—είπε ξάφνου με πολλή συγκίνηση και θέρμη ο
στρατηγός—Εγώ… και μάλιστα κι η ίδια η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα (η οποία άλλωστε άρχισε και πάλι
να σε στολίζει και μαζί με σένα στόλισε και μένα εξαιτίας σου, δεν καταλαβαίνω μονάχα γιατί),
εμείς, παρ’ όλα αυτά σ’ αγαπάμε, σ’ αγαπάμε ειλικρινά και σ’ εκτιμάμε, παρ’ όλο που… παρ’ όλα τα
φαινόμενα. Συμφώνησε όμως και συ, καλέ μου φίλε, συμφώνησε και συ πως είναι ακατανόητο,
είναι κάτι που σε θλίβει και σε πικραίνει όταν ακούς ξαφνικά αυτό το ψύχραιμο διαβολάκι (γιατί
στεκόταν μπροστά στη μάνα της με ύφος βαθύτατης περιφρονήσεως προς όλες τις ερωτήσεις μας
και προς τις δικές μου ιδιαίτερα∙ γιατί εγώ, που να πάρει ο διάολος, έκανα μια βλακεία, μου ‘ρθε να
της κάνω τον αυστηρό, μια κι είμαι η κεφαλή της οικογενείας—ε, ναι, στάθηκα ένας βλάκας και
μισός), αυτός ο ψύχραιμος διαβολάκος μας δηλώνει ξάφνου κοροϊδευτικά πως αυτή η «παλαβή»
(έτσι ακριβώς το είπε και μου φαίνεται παράξενο που συμφωνάτε απολύτως οι δυο σας: «πώς είναι,
λέει, δυνατό να μην το καταλάβατε ακόμα»), πως αυτής της παλαβής «της μπήκε η ιδέα να με
παντρέψει το δίχως άλλο με τον πρίγκιπα Λέοντα Νικολάγιεβιτς και γι αυτό θέλει να διώξει τον
Ευγένιο Παύλιτς απ’ το σπίτι μας…» αυτό μονάχα είπε: δε μας έδωσε καμιάν άλλη εξήγηση, γελάει,
γελάει και μεις απομείναμε όλοι με το στόμ’ ανοιχτό, βρόντησε την πόρτα και βγήκε. Ύστερα μου
είπαν για κείνα που έγιναν ανάμεσά σας… και… και… άκου, καλέ μου πρίγκηψ, είσαι άνθρωπος
πολύ λογικός και δε θίγεσαι… το ‘χω παρατηρήσει όμως… μη θυμώσεις: Μα το Θεό, σε κοροϊδεύει.
Γελάει μαζί σου σα μικρό παιδί, μην της θυμώνεις, είναι όμως ακριβώς όπως σ’ το λέω. Μη βάζεις
τίποτα με το νου σου, απλούστατα σαχλαμαρίζει μαζί σου και μαζί μας, επειδή δεν έχει τι άλλο να
κάνει. Ε, γεια σου λοιπόν! Τα αισθήματά μας τα ξέρεις, έτσι δεν είναι; Τα ειλικρινή μας αισθήματα
απέναντι σου; Δεν πρόκειται ν’ αλλάξουν ποτέ, μα… τώρα πρέπει να πάω από δω, ορβουάρ! Σπάνια
μου ‘τυχε να ‘χω μπλέξει έτσι άσχημα… παραθερισμός να σου πετύχει!
Μένοντας μόνος στη διασταύρωση του δρόμου, ο πρίγκιπας κοίταξε γύρω του, πέρασε βιαστικός
απέναντι, πλησίασε στο φωτισμένο παράθυρο μιας βίλας, ξεδίπλωσε το μικρό χαρτάκι που
κρατούσε σφιχτά στο δεξί του χέρι όλη την ώρα που μιλούσε με τον Ιβάν Φιοντόροβιτς και διάβασε
στο λίγο φως που ‘πεφτε απ’ το παράθυρο:
«Αύριο το πρωί στις εφτά θα ‘μαι στο πράσινο παγκάκι, στο πάρκο, και θα σας περιμένω.
Αποφάσισα να σας μιλήσω για μια εξαιρετικά σημαντική υπόθεση που σας αφορά άμεσα.
Υ.Γ. Ελπίζω να μη δείξετε σε κανέναν αυτό το σημείωμα. Μόλο που ντρέπομαι να σας γράφω τέτοιες
συστάσεις, σκέφτηκα όμως πως τ’ αξίζετε και το ‘γραψα—κοκκινίζοντας από ντροπή για το γελοίο
χαρακτήρα σας.
Υ.Γ. Υ.Γ. Είναι κείνο το πράσινο παγκάκι που σας έδειξα τ’ απόγευμα. Ντροπή σας! Αναγκάστηκα κι
αυτό να το προσθέσω».
Το σημείωμα ήταν γραμμένο βιαστικά και διπλωμένο όπως‐όπως. Το πιθανότερο είναι να το ‘γραψε
η Αγλαΐα λίγο πριν βγει στη βεράντα. Τον πρίγκιπα τον έπιασε μια απερίγραπτη ταραχή που έμοιαζε
με τρόμο∙ έσφιξε και πάλι δυνατά το χαρτάκι στο χέρι του και βιάστηκε να φύγει απ’ το παράθυρο,
απ’ το φως, σαν τρομαγμένος κλέφτης∙ ξάφνου όμως έπεσε πάνω σ’ έναν κύριο που βρέθηκε
ακριβώς από πίσω του.
— Σας παρακολουθώ, πρίγκηψ,—πρόφερε ο κύριος.
— Εσείς είστε, Κέλερ;—φώναξε ο πρίγκιπας κατάπληκτος.
— Σας γυρεύω, πρίγκηψ. Σας περίμενα έξω απ’ τη βίλα των Επάντσιν καταλαβαίνετε βέβαια πως δεν
μπορούσα να μπω. Σας παρακολουθούσα όσο κουβεντιάζατε με το στρατηγό. Είμαι στη διάθεσή
σας, πρίγκηψ, μπορείτε να βασίζεστε στον Κέλερ. Είμαι έτοιμος για κάθε θυσία, είμαι έτοιμος να
δώσω και τη ζωή μου ακόμα αν χρειαστεί.
— Μα… γιατί;
— Να, είναι σίγουρο πως θα επακολουθήσει πρόκληση. Αυτός ο υπολοχαγός Μολοβτσόβ,—τον
ξέρω, όχι προσωπικά δηλαδή… δε θ’ ανεχτεί την προσβολή. Κάτι τέτοιους σαν και μας, δηλαδή
εμένα και το Ραγκόζιν, θα προτιμήσει φυσικά να μας θεωρήσει για σκουπίδια—μπορεί να μας αξίζει
κιόλας—ώστε λοιπόν μονάχα από σας του μένει να ζητήσει ικανοποίηση∙ θα χρειαστεί να
πληρώσετε τα σπασμένα, πρίγκηψ. Άκουσα που ζητούσε πληροφορίες για σας και σίγουρα αύριο
κιόλας θα ‘ρθει να σας επισκεφτεί κάποιος φίλος του, δεν αποκλείεται μάλιστα να σας περιμένει και
τώρα στη βίλα σας. Αν μου κάνετε την τιμή να με πάρετε μάρτυρά σας, είμαι έτοιμος και στο
κάτεργο ακόμα να πάω∙ γι αυτό και σας γύρευα, πρίγκηψ.
— Έτσι λοιπόν. Και σεις για μονομαχίες μου μιλάτε!—έβαλε ξάφνου τα γέλια ο πρίγκιπας
αφήνοντας τον Κέλερ με το στόμα ανοιχτό. Γελούσε μανιασμένα. Ο Κέλερ που βρισκόταν
πραγματικά σε τρομερή ανυπομονησία και καθόταν σ’ αναμμένα κάρβουνα ίσαμε τη στιγμή που
πρότεινε στον πρίγκιπα να τον πάρει μάρτυρά του, είχε σχεδόν προσβληθεί βλέποντας τον πρίγκιπα
να γελάει με τόσο κέφι.
— Μην ξεχνάτε, πρίγκηψ, πως τον αρπάξατε απ’ τα χέρια. Ένας άνθρωπος με αξιοπρέπεια είναι
δύσκολο να τ’ ανεχτεί, όταν μάλιστα αυτό έγινε μπροστά σε τόσο κόσμο.
— Κι αυτός μου ‘δωσε μια σπρωξιά στο στήθος!—φώναξε γελώντας ο πρίγκιπας.—Δεν υπάρχει
λόγος να χτυπηθούμε! Θα του ζητήσω συγνώμη, και το ζήτημα θα λήξει. Μα αν θέλει να
χτυπηθούμε, ας χτυπηθούμε! Ας πυροβολήσει, το θέλω μάλιστα. Χα‐χα! Τώρα ξέρω να γεμίζω ένα
πιστόλι. Το ξέρετε πως μόλις πριν από λίγο με έμαθαν πώς γεμίζουν τα πιστόλια; Εσείς ξέρετε να
γεμίσετε ένα πιστόλι, Κέλερ; Πρέπει πρώτα ν’ αγοράσετε μπαρούτι, μπαρούτι για πιστόλια, που να
μην είναι ούτε υγρό ούτε τόσο χοντρό σαν εκείνο που βάζουν στα κανόνια κι ύστερα να βάλετε
πρώτα το μπαρούτι, να πάρετε λίγο κετσέ από καμιά πόρτα κι ύστερα να χώσετε μέσα τη σφαίρα κι
όχι τη σφαίρα πριν απ’ το μπαρούτι γιατί δε θα πυροβολήσει. Τ’ ακούτε, Κέλερ; αλλιώς δε θα
πυροβολήσει. Χα‐χα! Αξιοθαύμαστη λογική, δε βρίσκετε φίλε μου Κέλερ; Αχ, Κέλερ, ξέρετε, έτσι μου
‘ρχεται να σας αγκαλιάσω και να σας φιλήσω. Χα‐χα‐χα! Πώς έγινε και βρεθήκατε έτσι έξαφνα
μπροστά του τ’ απόγευμα; Ελάτε καμιά μέρα σπίτι μου, όσο πιο γρήγορα μπορείτε, να πιούμε
σαμπάνια. Θα μεθύσουμε όλοι! Το ξέρετε πως έχω δώδεκα μποτίλιες σαμπάνια στο υπόγειο του
Λέμπεντεβ; Ο Λέμπεντεβ μου τις πούλησε προχτές «σε τιμή ευκαιρίας» την άλλη κιόλας μέρα σαν
μετακόμισα σπίτι του, όλες τις αγόρασα! Θα μαζέψω όλη την παρέα! Και, δε μου λέτε, θα
κοιμηθείτε απόψε τη νύχτα;
— Όπως και κάθε νύχτα, πρίγκηψ.
— Όνειρα γλυκά λοιπόν! Χα‐χα!
Ο πρίγκιπας πέρασε το δρόμο κι εξαφανίστηκε μέσα στο πάρκο αφήνοντας τον Κέλερ σκεφτικό κι
αμήχανο: (για να ‘μαστε ακριβέστεροι τα ‘χε λίγο χαμένα). Δεν είχε ξαναδεί τον πρίγκιπα σε τέτοια
παράξενη διάθεση, ούτε και το φανταζόταν ποτέ του πως θα τον έβλεπε έτσι.
«Μπορεί να ‘χει πυρετό γιατί είναι άνθρωπος νευρικός κι όλ’ αυτά που έγιναν τον έχουν επηρεάσει,
δε θα δειλιάσει όμως, αυτό είναι σίγουρο. Κάτι τέτοιοι είναι που δε δειλιάζουν, μα το Θεό!
σκέφτηκε ο Κέλερ. Χμ! Σαμπάνια! Ενδιαφέρουσα πληροφορία ωστόσο. Δώδεκα μπουκάλες, μια
ντουζίνα∙ δεν είναι και λίγες. Αξιοσέβαστη παρακαταθήκη. Κόβω το κεφάλι μου πως ο Λέμπεντεβ τις
πήρε ενέχυρο αυτές τις σαμπάνιες. Χμ… είναι ωστόσο αρκετά συμπαθητικός αυτός ο πρίγκιπας∙ μα
την αλήθεια, τους αγαπώ κάτι τέτοιους∙ ωστόσο, δεν υπάρχει λόγος να χάνω καιρό και… η ώρα
αυτή είναι η καλύτερη ώρα για σαμπάνια».
Το ότι ο πρίγκιπας έκανε σα να ‘χε πυρετό, αυτό φυσικά ήταν σωστό.
Ώρα πολλή περιπλανιόταν στο σκοτεινό πάρκο και τέλος, βρήκε τον εαυτό του να περπατάει σε μιαν
αλέα. Στη συνείδησή του έμενε η θύμηση πως είχε ξαναπεράσει απ’ αυτή την αλέα, αρχίζοντας απ’
το παγκάκι ως ένα γέρικο δέντρο, ψηλό και ευδιάκριτο, εκατό βήματα όλα‐όλα πιο πέρα κι είχε
κάνει αυτή τη βόλτα πάνω κάτω κάπου τριάντα με σαράντα φορές. Και το ‘θελε ακόμα, με κανέναν
τρόπο δε θα μπορούσε να θυμηθεί τι σκεφτόταν όλην αυτή τη μια τουλάχιστο ώρα που βρισκόταν
στο πάρκο. Ωστόσο, έπιασε τον εαυτό του να σκέφτεται κάτι που τον έκανε ξάφνου να σκάσει στα
γέλια∙ μόλο που δεν υπήρχε κανένας λόγος για γέλια, είχε συνεχώς την επιθυμία να γελάσει. Του
πέρασε η σκέψη πως ο Κέλερ μπορεί να μην ήταν ο μόνος που έβλεπε πιθανή μια μονομαχία και
κατά συνέπεια η ιστορία για το πώς γεμίζουν τα πιστόλια μπορεί να μην ήταν καθόλου τυχαία…
«Μπα—σταμάτησε ξαφνικά λες και τον χτύπησε μια άλλη σκέψη —κατέβηκε στη βεράντα όταν
καθόμουν στη γωνιά κι απόρησε τρομερά βρίσκοντάς με εκεί και… πώς γέλαγε… άρχισε να μου λέει
αν θέλω τσάι∙ κι όμως εκείνη την ίδια στιγμή είχε τούτο το χαρτάκι στο χέρι της που θα πει πως το
‘ξερε… το ‘ξερε πως είμαι στη βεράντα—γιατί απόρησε λοιπόν; Χα‐χα‐χα!» Έβγαλε το γραμματάκι
απ’ την τσέπη και το φίλησε, αμέσως όμως σταμάτησε κι απόμεινε σκεφτικός.
«Τι παράξενο που είναι! Τι παράξενο!» πρόφερε σε λίγο με κάποια θλίψη μάλιστα: τις στιγμές που
ένιωθε μια δυνατή χαρά, τον έπιανε μια παράξενη θλίψη, χωρίς να ξέρει κι ο ίδιος γιατί. Κοίταξε
προσεκτικά γύρω του κι απόρησε που ‘χε φτάσει ως εδώ. Ήταν πολύ κουρασμένος, έφτασε στο
παγκάκι κι έκατσε. Απόλυτη ησυχία τριγύρω. Η μουσική είχε πάψει να παίζει στο σταθμό. Στο πάρκο
ίσως να μην ήταν πια κανένας∙ βέβαια, θα ‘ταν εντεκάμιση περασμένες. Η νύχτα ήταν ήσυχη, ζεστή,
φωτεινή—μια πετρουπολίτικη νύχτα στις αρχές Ιουνίου, όμως μέσα στο πυκνό και σκιερό πάρκο,
στην αλέα όπου βρισκόταν, ήταν σχεδόν θεοσκότεινα.
Αν του ‘λεγε κανείς εκείνη τη στιγμή πως είχε ερωτευθεί, πως ήταν ερωτευμένος με μια παράφορη
αγάπη, θα τ’ αρνιόταν κατάπληκτος, ίσως μάλιστα κι αγανακτισμένος. Κι αν βρισκόταν κανένας να
του πει πως το γραμματάκι της Αγλαΐας είναι γραμματάκι ερωτικό, πως του ορίζει ένα ερωτικό
ραντεβού, τότε θα έλιωνε από ντροπή για λογαριασμό εκείνου που θα του το ‘λεγε—δεν
αποκλείεται μάλιστα να τον καλούσε και σε μονομαχία. Όλ’ αυτά ήταν απόλυτα ειλικρινή και δεν
επέτρεψε στον εαυτό του να κάνει ούτε την παραμικρή «διπλή» σκέψη για τη δυνατότητα να τον
αγαπάει αυτή η κοπέλα—ούτε καν για τη δυνατότητα να την αγαπάει αυτός. Μια τέτοια σκέψη θα
τον έκανε να ντραπεί! Θα το θεωρούσε τερατώδες να τον έχει αγαπήσει—«έναν άνθρωπο σαν κι
αυτόν». Έλεγε με το νου του πως δεν ήταν παρά μια παιδιάστικη αταξία από μέρος της—αν έπρεπε
σώνει και καλά κάτι να υπάρχει σ’ όλ’ αυτά∙ ήταν όμως κάπως υπερβολικά αδιάφορος γι αυτή την
ιδέα και δεν της έβρισκε τίποτα το εξαιρετικό. Τον απασχολούσε και τον ταλαιπωρούσε κάτι
ολότελα διαφορετικό. Είχε πιστέψει απόλυτα τα λόγια που του ξέφυγαν πριν λίγο του στρατηγού,
πως δηλαδή η Αγλαΐα σπάει κέφι μ’ όλους και γελάει μαζί τους, ιδιαίτερα μάλιστα μ’ αυτόν—με τον
πρίγκιπα. Ούτε που θίχτηκε καθόλου απ’ αυτό. Κατά τη γνώμη του, έτσι έπρεπε να ‘ταν. Το μόνο
που ‘χε σημασία για τον πρίγκιπα, ήταν πως αύριο θα την ξανάβλεπε. Αύριο νωρίς το πρωί θα
κάθεται κοντά της στο πράσινο παγκάκι, θ’ ακούει πώς γεμίζουν τα πιστόλια και θα την κοιτάζει.
Αυτό του ήταν υπεραρκετό. Κάνα δυο φορές του πέρασε η σκέψη κι αναρωτήθηκε σαν τι να ‘θελε
άραγε να του πει και ποια να ‘ταν αυτή η σημαντική υπόθεση που τον αφορούσε άμεσα. Εξάλλου,
δεν αμφέβαλλε καθόλου πως υπάρχει πραγματικά αυτή η «σημαντική υπόθεση» που έγινε αιτία να
τον καλέσει η Αγλαΐα∙ απ’ την άλλη όμως μεριά δεν τη σκεφτόταν σχεδόν καθόλου αυτή τη
σημαντική υπόθεση, ούτε ένιωθε καμιά διάθεση να τη σκεφτεί.
Ένα τρίξιμο από σιγανά βήματα στην άμμο τον έκανε να σηκώσει το κεφάλι του. Ένας άνθρωπος,
που το πρόσωπό του ήταν δύσκολο να το διακρίνει μέσα στο σκοτάδι, πλησίασε στο παγκάκι κι
έκατσε δίπλα του. Ο πρίγκιπας γύρισε προς το μέρος του αμέσως, (σχεδόν τον άγγιξε) και διέκρινε
το χλομό πρόσωπο του Ραγκόζιν.
— Καλά το ‘λεγα πως κάπου εδώ τριγυρνάς, δεν παιδεύτηκα και πολύ να σε βρω,—μουρμούρισε
μες απ’ τα δόντια του ο Ραγκόζιν.
Ήταν η πρώτη φορά που βλέπονταν μετά τη συνάντησή τους στο διάδρομο του ξενοδοχείου. Ο
πρίγκιπας είχε μείνει τόσο κατάπληκτος απ’ την αναπάντεχη εμφάνιση του Ραγκόζιν, που για
κάμποση ώρα δεν τα κατάφερνε να συγκεντρώσει τις σκέψεις του και μια βασανιστική αίσθηση
ξαναζωντάνεψε στην καρδιά του. Ο Ραγκόζιν φαινόταν να καταλαβαίνει την εντύπωση που ‘χε
προκαλέσει∙ όμως, παρ’ όλο που στην αρχή έχανε κάπως τα λόγια του και θα ‘λεγες πως μίλαγε μ’
ένα ύφος επίπλαστης ανεμελιάς, ωστόσο ο πρίγκιπας παρατήρησε σε λίγο πως δεν είχε τίποτα
επίπλαστο∙ φαινόταν μάλιστα να μην είναι ιδιαίτερα σαστισμένος∙ αν υπήρχε κάποια αδεξιότητα
στις χειρονομίες και στα λόγια του αυτό ήταν μονάχα επιφανειακό∙ μες στην ψυχή του, ο άνθρωπος
αυτός δεν μπορούσε ν’ αλλάξει.
— Πώς με… βρήκες εδώ πέρα;—ρώτησε ο πρίγκιπας για να πει κάτι.
— Μου το ‘πε ο Κέλερ (πέρασα απ’ τη βίλα σου). «Πήγε στο πάρκο» μου λέει. Ε, σκέφτηκα, καλά το
‘λεγα εγώ.
— Τι έλεγες δηλαδή;—έκανε ταραγμένος ο πρίγκιπας.
Ο Ραγκόζιν χαμογέλασε ειρωνικά, δεν έδωσε όμως καμιάν εξήγηση.
— Πήρα το γράμμα σου, Λέων Νικολάιτς, ποιος ο λόγος που μου το ‘στειλες… όρεξη που την έχεις,
μα την αλήθεια!… Τώρα μ’ έστειλε εκείνη∙ μου λέει να σε καλέσω το δίχως άλλο∙ είναι, λέει,
απόλυτη ανάγκη κάτι να σου πει. Σήμερα μου ‘πε να πας.
— Θα ‘ρθω αύριο. Τώρα πάω σπίτι μου. Θα ‘ρθεις… μαζί μου;
— Ποιος ο λόγος; Σ’ τα είπα όλα∙ γεια σου.
— Δε θα περάσεις λοιπόν;—ρώτησε σιγά ο πρίγκιπας.
— Μα το ναι, είσαι πολύ παράξενος άνθρωπος, Λέων Νικολάιτς. Με κάνεις ν’ απορώ.
Ο Ραγκόζιν χαμογέλασε φαρμακερά.
— Γιατί; Γιατί μου ‘χεις τόση κακία;—είπε με λύπη και έξαψη ο πρίγκιπας.—Αφού τώρα πια το
ξέρεις πως όλ’ αυτά που νόμιζες δεν είναι αλήθεια. Κι όμως το περίμενα πως δε θα σου ‘χει περάσει
ακόμα το μίσος και ξέρεις γιατί; Επειδή θέλησες να με σκοτώσεις, γι’ αυτό δεν περνάει η κακία σου.
Σ’ το ξαναλέω πως εγώ θυμάμαι μονάχα κείνον τον Παρφιόν Ραγκόζιν που άλλαξα μαζί του
σταυρούς κι έγινα αδερφός του, σ’ το έγραψα και στο χθεσινό μου γράμμα∙ να τον ξεχάσεις όλον
αυτόν τον εφιάλτη και να μη μου ξαναμιλήσεις για όλα αυτά. Γιατί ξεμακραίνεις από κοντά μου;
Γιατί κρύβεις το χέρι σου; Σ’ το ξαναλέω, όλα όσα έγιναν τότε τα θεωρώ παραλήρημα και τίποτ’
άλλο. Τώρα πια σε ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά πώς ήσουν εκείνη τη μέρα—σε ξέρω όσο ξέρω και
τον εαυτό μου. Αυτό που ‘χες φανταστεί δεν υπήρχε και δεν μπορούσε να υπάρχει. Γιατί λοιπόν να
υπάρχει το μίσος μας;
— Τι μίσος μπορείς να ‘χεις εσύ!—ξαναγέλασε ο Ραγκόζιν απαντώντας στ’ αναπάντεχα και
συγκινημένα λόγια του πρίγκιπα. Πραγματικά είχε σηκωθεί, είχε πισωπατήσει κάνα‐δυο βήματα κι
έκρυβε τα χέρια του.
— Τώρα πια δε βλέπω το λόγο να ξανάρθω σπίτι σου, Λέων Νικολάιτς,—πρόφερε αργά κι
αποφθεγματικά.
— Τόσο πολύ με σιχαίνεσαι λοιπόν;
— Δε σ’ αγαπάω, Λέων Νικολάιτς, γιατί λοιπόν να ‘ρθω σπίτι σου; Εχ, πρίγκιπα, κάνεις σα μικρό
παιδί, μα την αλήθεια. Ένα παιδί που θέλει να του δώσουν ένα παιχνίδι και το ζητάει και δεν
καταλαβαίνει τίποτα το σοβαρό. Μου τα ‘γραψες και στο γράμμα σου όλ’ αυτά που λες, μα μήπως
τάχα εγώ δε σε πιστεύω; Πιστεύω στην κάθε σου λέξη και ξέρω πως δε με γέλασες ποτέ και τώρα δε
θα με γελάσεις. Παρ’ όλα αυτά, εγώ δε σ’ αγαπάω. Μου γράφεις πως τα ξέχασες όλα και θυμάσαι
μονάχα τον αδερφοποιτό σου το Ραγκόζιν που άλλαξες μαζί του σταυρούς κι όχι εκείνο το Ραγκόζιν
που σήκωσε το μαχαίρι να σε χτυπήσει. Και πού ξέρεις τι αισθάνομαι εγώ; (Ο Ραγκόζιν χασκογέλασε
και πάλι ειρωνικά). Μα εγώ μπορεί να μη μετάνιωσα καθόλου γι αυτό που έκανα και συ βιάστηκες
κιόλας να μου στείλεις την αδερφική σου συγνώμη. Μπορεί εγώ, το ίδιο εκείνο βράδυ να
σκεφτόμουν κιόλας εντελώς άλλα πράγματα∙ όσο γι αυτό…
— Μα το ξέχασες ολότελα!—είπε ο πρίγκιπας.—Αυτό έλειπε, να το θυμόσουν! Κόβω το κεφάλι μου
πως πήρες αμέσως το τρένο κι ήρθες εδώ πέρα στο Παυλόβσκ, στη μουσική, και την
παρακολουθούσες μες στο πλήθος και κοίταζες όλη την ώρα γύρω σου όπως και σήμερα. Λες και
δεν το ξέρω! Μα αν δεν ήσουν τότε στην κατάσταση που ήσουν, αν δεν είχες εκείνη την έμμονη
ιδέα, μπορεί και να μη σήκωνες το μαχαίρι να με χτυπήσεις… Απ’ το πρωί ακόμα το ‘χα
προαισθανθεί κοιτάζοντάς σε∙ ξέρεις σε τι κατάσταση βρισκόσουν τότε; Την ώρα που αλλάξαμε
σταυρούς, ίσως εκείνη ακριβώς τη στιγμή να μου πέρασε αυτή η σκέψη. Γιατί με πήγες τότε στη
γριούλα; Σκέφτηκες πως έτσι θα συγκρατούσες το χέρι σου; Μπα δεν μπορεί να το σκέφτηκες,
απλώς το αισθάνθηκες όπως και γω… το νιώσαμε τότε την ίδια στιγμή. Αν δεν σήκωνες τότε το χέρι
σου να με χτυπήσεις (ο Θεός το παραμέρισε τότε), αν δεν το σήκωνες τι θα ήμουν τώρα εγώ
απέναντί σου; Αφού έτσι κι αλλιώς σε υποπτευόμουν πως θα το κάνεις, η αμαρτία είναι και των
δυονών μας! (μα μη στραβομουτσουνιάζεις! Τι γελάς;) «Δε μετάνιωσα!» Μα και να το ‘θελες, ίσως
να μην μπορούσες να μετανιώσεις αφού δε μ’ αγαπάς. Και αθώος σαν άγγελος να ήμουν απέναντί
σου, πάλι δε θα με χώνευες—ούτε θα με χωνέψεις ποτέ όσο θα νομίζεις πως αγαπάει εμένα κι όχι
εσένα. Έχω δίκιο λοιπόν να λέω πως όλ’ αυτά είναι ζήλια. Άκου όμως τι σκέφτηκα αυτή την
εβδομάδα, Παρφιόν. Το ξέρεις τάχα πως μπορεί να σ’ αγαπάει περισσότερο απ’ όλους και μάλιστα,
όσο περισσότερο σε βασανίζει, τόσο περισσότερο να σ’ αγαπάει; Αυτό δε θα σ’ το πει ποτέ, μα
πρέπει να ξέρεις να το δεις. Γιατί πάει να σε παντρευτεί στο τέλος‐τέλος παρ’ όλα αυτά; Κάποτε θα
σ’ το πει, να το δεις. Είναι μάλιστα μερικές γυναίκες που το θέλουν να τις αγαπούν έτσι, κι αυτηνής
τέτοιος είναι ο χαρακτήρας της! Κι ο δικός σου χαρακτήρας κι η αγάπη σου, δεν μπορεί παρά να της
κάνουν εντύπωση! Το ξέρεις τάχα πως μια γυναίκα είναι ικανή να σε καταβασανίσει με τη
σκληρότητα και την ειρωνεία της και να μη νιώσει ποτέ της τύψεις γιατί κάθε φορά θα σκέφτεται
κοιτάζοντάς σε: «Τώρα θα τον βασανίσω θανατερά, αργότερα όμως θα τον αποζημιώσω με την
αγάπη μου»…
Ο Ραγκόζιν έβαλε τα γέλια.
— Δε μου λες, πρίγκηψ, μπας κι έμπλεξες και συ με καμιά τέτοια; Κάτι έχω ακουστά, αλήθεια είναι;
— Τι; Τι άκουσες;—ανατρίχιασε ξάφνου ο πρίγκιπας και σταμάτησε τρομερά σαστισμένος.
Ο Ραγκόζιν εξακολουθούσε να γελάει. Άκουσε με περιέργεια και ίσως‐ίσως μ’ ευχαρίστηση αυτά
που του είπε ο πρίγκιπας∙ η χαρούμενη έξαψη του πρίγκιπα του ‘κανε εντύπωση και του ‘δωσε
κουράγιο.
— Όχι πως άκουσα, μα το βλέπω τώρα με τα μάτια μου πως ειναι αλήθεια. Όχι πες μου, πότε
μίλησες όπως μίλησες τώρα; Αυτές οι κουβέντες δε μοιάζουν καθόλου για δικές σου. Αν δεν είχα
ακούσει αυτά που άκουσα για σένα, δε θα ‘ρχόμουν εδώ πέρα∙ και μάλιστα στο πάρκο, τα
μεσάνυχτα.
— Δε σε καταλαβαίνω, Παρφιόν Σεμιόνιτς.
— Είναι καιρός που μου τα λέει, τώρα όμως το ‘δα και με τα μάτια μου, σε είδα που καθόσουν μαζί
της εκεί στην ορχήστρα. Μου ορκιζόταν, χτες και σήμερα, μου ορκιζόταν πως είσαι ερωτευμένος με
την Αγλαΐα Επάντσινα σα γάτος. Εμένα, πρίγκηψ, το ίδιο μου κάνει κι ούτε είναι δική μου δουλειά:
αν έπαψες να την αγαπάς, αυτή δεν έπαψε ακόμη να σ’ αγαπάει. Το ξέρεις βέβαια πως θέλει το
δίχως άλλο να σε παντρέψει με κείνην, έδωσε το λόγο της πως θα το κάνει, χε‐χε! Μου λέει: «δίχως
αυτό δε σε παντρεύομαι, σαν θα πάνε εκείνοι στην εκκλησία, θα πάμε κι εμείς». Δεν μπόρεσα να
καταλάβω τι νόημα έχουν όλ’ αυτά: ή σ’ αγαπάει αφάνταστα ή… αν σ’ αγαπάει πώς λοιπόν θέλει να
σε παντρέψει με άλλην; Λέει: «θέλω να τον δω ευτυχισμένο», που σημαίνει πως σ’ αγαπάει.
— Σ’ το είπα και σ’ το έγραψα πως… δεν είναι στα καλά της,—είπε ο πρίγκιπας ακούγοντας με βαθύ
πόνο το Ραγκόζιν.
— Ένας Θεός το ξέρει! Μπορεί και να ‘πεσες έξω… κι εξάλλου, μου όρισε σήμερα την ημέρα, μόλις
γυρίσαμε σπίτι απ’ τη μουσική: σε τρεις εβδομάδες, μπορεί και νωρίτερα, θα παντρευτούμε στα
σίγουρα, λέει∙ έκανε όρκο, πήρε την εικόνα και τη φίλησε. Που σημαίνει πως από σένα εξαρτάται,
πρίγκηψ, χε‐χε!
— Όλ’ αυτά είναι παραμιλητό! Αυτό που είπες για μένα, δεν μπορεί να γίνει ποτέ, ποτέ! Αύριο θα
έρθω να σας δω…
— Από πού κι ως πού είναι τρελή;—παρατήρησε ο Ραγκόζιν.—Πώς γίνεται να είναι λογική για όλους
τους άλλους και μονάχα για σένα να ‘ναι τρελή; Πώς γίνεται και γράφει γράμματα κει πέρα; Αν ήταν
τρελή θα το καταλάβαιναν και κει απ’ τα γράμματά της.
— Ποια γράμματα;—ρώτησε ο πρίγκιπας τρομαγμένος.
— Εκεί τα γράφει, στην ά λ λ η , και κείνη τα διαβάζει. Έχει γούστο να μην το ξέρεις! Ε, θα το μάθεις,
είμαι σίγουρος πως θα σου τα δείξει.
— Αυτό είναι απίστευτο!—φώναξε ο πρίγκιπας.
— Εχ! Καταπώς βλέπω, Λέων Νικολάιτς, είσαι στην αρχή ακόμα. Πομόνεψε λιγάκι: Θα ‘χεις την
ιδιωτική σου αστυνομία, θα παραφυλάς μοναχός σου νύχτα‐μέρα και θα μαθαίνεις το κάθε της
βήμα, φτάνει να…
— Πάψε και μη μου ξαναμιλήσεις για όλ’ αυτά!—φώναξε ο πρίγκιπας.—Άκου, Παρφιόν, πριν
έρθεις, έκοβα βόλτες εδώ πέρα και ξαφνικά έβαλα τα γέλια—γιατί; δεν ξέρω—η μόνη αιτία ήταν
που θυμήθηκα πως αύριο έχω τα γενέθλιά μου, λες και συνέπεσε επίτηδες. Τώρα κοντεύουν
δώδεκα. Πάμε να προϋπαντήσουμε τη μέρα! Έχω κρασί, πάμε να πιούμε. Έλα να μου ευχηθείς
εκείνο που δεν ξέρω ούτε ο ίδιος να ευχηθώ—θέλω εσύ να μου το ευχηθείς κι όχι άλλος—και γω θα
σου ευχηθώ κάθε ευτυχία. Αλλιώς δώσ’ μου πίσω το σταυρό! Τον έχεις επάνω σου, έτσι δεν είναι;
Δε μου τον επέστρεψες μετά από κείνο! Τον φοράς;
— Τον φοράω,—πρόφερε ο Ραγκόζιν.
— Ε, πάμε λοιπόν. Δε θέλω να προϋπαντήσω την καινούργια μου ζωή δίχως εσένα—γιατί η
καινούργια μου ζωή άρχισε σήμερα, ψέματα;
— Τώρα το βλέπω και μόνος μου και το ξέρω πως άρχισε. Θα της το πω και κείνης. Έχεις γίνει άλλος
άνθρωπος, Λέων Νικολάιτς!
Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ, ΠΛΗΣΙΑΖΟΝΤΑΣ στη βίλα του με το Ραγκόζιν, παρατήρησε κατάπληκτος πως η βεράντα του ήταν κατάφωτη κι είχε μαζευτεί κει πέρα μια μεγάλη και θορυβώδικη παρέα. Γελούσαν και μιλούσαν δυνατά. Θα ‘λ εγε μάλιστα κανείς πως είχαν έρθει στα λόγια και φώναζαν∙ το ‘β λεπες απ’ την πρώτη ματιά πως περνούσαν πολύ κεφάτα την ώρα τους. Και πραγματικά, σαν ανέβηκε στη βεράντα, είδε πως όλοι έπιναν, κι έπιναν σαμπάνια και φαίνεται να είχαν αρχίσει από ώρα γιατί πολλοί είχαν προφτάσει να έρθουν κιόλας στο κέφι. Οι επισκέπτες ήταν όλοι γνωστοί του πρίγκιπα, το παράξενο όμως ήταν που είχαν μαζευτεί όλοι τους απόψε, λες και τους είχαν καλέσει, μόλο που ο πρίγκιπας δεν είχε καλέσει κανέναν και τη μέρα των γενεθλίων του την είχε μόλις πριν λίγο θυμηθεί κι αυτό εντελώς τυχαία.
— Φαίνεται πως είπες σε κανέναν ότι θα κεράσεις σαμπάνια και μαζεύτηκαν όλοι τους,—μουρμούρισε ο Ραγκόζιν ανεβαίνοντας ξοπίσω απ’ τον πρίγκιπα στη βεράντα.— Τα ξέρω εγώ κάτι τέτοια∙ φτάνει να τους σφυρίξεις…— πρόσθεσε σχεδόν με μίσος, γιατί βέβαια θα θυμήθηκε το δικό του πρόσφατο παρελθόν.
Όλοι υποδέχτηκαν τον πρίγκιπα με φωνές κι ευχές και τον τριγύρισαν. Μερικοί έκαναν πολλή
φασαρία, άλλοι ήταν πολύ πιο ήσυχοι, όλοι τους όμως βιάζονταν να του πουν τα χρόνια πολλά
μόλις άκουσαν πως ο πρίγκιπας έχει τα γενέθλιά του κι ο καθένας περίμενε τη σειρά του. Η
παρουσία ορισμένων προσώπων κίνησε το ενδιαφέρον του πρίγκιπα, λόγου χάρη ο Μπουρντόβσκη∙
μα το καταπληκτικότερο απ’ όλα ήταν που μέσα σ’ αυτή την παρέα βρέθηκε ξαφνικά κι ο Ευγένιος
Παύλοβιτς∙ ο πρίγκιπας δεν πίστευε στα μάτια του και σχεδόν τρόμαξε μόλις τον είδε.
Στο μεταξύ, ο Λέμπεντεβ πρόλαβε να τρέξει κοντά του, κατακόκκινος κι ενθουσιασμένος, κι άρχισε
να του δίνει εξηγήσεις∙ φαινόταν να είναι ε ν τ ά ξ ε ι . Απ’ τη φλυαρία του αποδείχτηκε πως όλοι
είχαν μαζευτεί έτσι εντελώς φυσικά και μάλιστα τυχαία. Πρώτος απ’ όλους, κατά το βραδάκι, είχε
έρθει με το τρένο ο Ιππόλυτος και, νιώθοντας τον εαυτό του πολύ καλύτερα, θέλησε να περιμένει
τον πρίγκιπα στη βεράντα. Βολεύτηκε στο ντιβάνι∙ ύστερα κατέβηκε να του κάνει παρέα ο
Λέμπεντεβ, ύστερα όλη η οικογένειά του, δηλαδή ο στρατηγός Ιβόλγκιν κι οι κόρες του. Ο
Μπουρντόβσκη είχε έρθει με τον Ιππόλυτο συνοδεύοντάς τον. Ο Γάνια κι ο Πτίτσιν ήταν περαστικοί
κι είχαν μπει, όπως φαίνεται, πριν λίγη ώρα (η εμφάνισή τους συνέπεσε με το επεισόδιο στο
σταθμό), ύστερα έφθασε ο Κέλερ, τους έκανε γνωστό πως ο πρίγκιπας έχει τα γενέθλιά του και
ζήτησε σαμπάνια. Ο Ευγένιος Παύλοβιτς είχε έρθει μόλις μισή ώρα πριν. Για τη σαμπάνια και γενικά
για τη γιορτή, επέμενε με όλα του τα δυνατά κι ο Κόλια. Ο Λέμπεντεβ με μεγάλη προθυμία έφερε το
κρασί.
— Εξ ιδίων μου, εξ ιδίων μου!—έλεγε γρήγορα‐γρήγορα στον πρίγκιπα.—Όλα τα έξοδα τα βάζω
εγώ, να το ρίξουμε έξω και να σας πούμε τα χρόνια πολλά, θα ‘χουμε και μεζέδες, τα φροντίζει όλα
η κόρη μου∙ όμως πρίγκηψ, να ξέρατε τι συζήτηση είχαμε∙ τον θυμάστε τον Άμλετ; «Να ζει κανείς ή
να μη ζει;» Σύγχρονο θέμα, συγχρονότατο! Ερωτήσεις κι απαντήσεις… Κι ο κύριος Τερέντιεβ με
κανέναν τρόπο… δε θέλει να κοιμηθεί! Όσο για σαμπάνια, μια γουλιά ήπιε μονάχα, μια γουλίτσα, δε
θα του κάνει κακό… Πλησιάστε, πρίγκηψ, και αποφασίσατε! Όλοι σας περιμέναμε, όλη την ώρα
περιμέναμε τη φωτισμένη κρίση σας.
Ο πρίγκιπας παρατήρησε το αξιαγάπητο, το τρυφερό βλέμμα της Βέρας Λέμπεντεβα που βιαζόταν κι
αυτή να τον πλησιάσει, ανοίγοντας δρόμο μες απ’ τους άλλους. Ο πρίγκιπας έδωσε πρώτα σ’ αυτήν
το χέρι του. Εκείνη κοκκίνισε κατευχαριστημένη και του ευχήθηκε «κάθε ευτυχία α π ό δ ω κ α ι
πέρα ». Ύστερα ξανάτρεξε βιαστικά στην κουζίνα να ετοιμάσει τους μεζέδες∙ μα και πριν απ’ τον
ερχομό του πρίγκιπα, μόλις της δινόταν ευκαιρία, παράταγε τη δουλειά της, ερχόταν στη βεράντα κι
άκουγε με μεγάλη προσοχή τους πιωμένους επισκέπτες που συζητούσαν ζωηρά για τα πιο
αφηρημένα και παράξενα γι’ αυτήν θέματα. Τη μικρότερη αδερφή της—αυτήν που άνοιγε το στόμα
της—την είχε πάρει ο ύπνος στο διπλανό δωμάτιο εκεί που ‘χε κάτσει πάνω στο σεντούκι, τ’ αγόρι
όμως, ο γιος του Λέμπεντεβ, στεκόταν δίπλα στον Κόλια και στον Ιππόλυτο κι έφθανε να δεις το
ξαναμμένο πρόσωπό του για να καταλάβεις πως θα μπορούσε να σταθεί εκεί ακίνητος,
απολαμβάνοντας κι ακούγοντας, ακόμα και δέκα ώρες συνέχεια.
— Σας περίμενα με ανυπομονησία κι είμαι τρομερά χαρούμενος που σας βλέπω τόσο
ευτυχισμένο,—πρόφερε ο Ιππόλυτος όταν ο πρίγκιπας, αμέσως μετά τη Βέρα, τον πλησίασε να του
σφίξει το χέρι.
— Και πού το ξέρετε πως είμαι «τόσο ευτυχισμένος;»
— Φαίνεται απ’ το πρόσωπό σας. Χαιρετείστε τους κυρίους κι ελάτε να καθίσετε εδώ μαζί μας όσο
πιο γρήγορα μπορείτε. Σας περίμενα όλως ιδιαιτέρως,—πρόσθεσε τονίζοντας πολυσήμαντα τη λέξη
«ιδιαιτέρως». Όταν ο πρίγκιπας του ‘κανε την παρατήρηση «μήπως θα του κάνει κακό που κάθεται
τόσο αργά;» απάντησε πως απορεί κι ο ίδιος με τον εαυτό του που εδώ και τρεις μέρες ετοιμαζόταν
να πεθάνει και πως ποτέ δεν είχε νιώσει καλύτερα από απόψε.
Ο Μπουρντόβσκη πετάχτηκε πάνω και μουρμούρισε πως ήρθε «έτσι…», πως «συνόδεψε» τον
Ιππόλυτο και πως «χαίρει» κι αυτός∙ πως στο γράμμα είχε «γράψει ανοησίες» και τώρα «χαίρει
απλώς…» Χωρίς να τελειώσει τη φράση του, έσφιξε δυνατά το χέρι του πρίγκιπα κι έκατσε στην
καρέκλα.
Ύστερα απ’ όλους, ο πρίγκιπας πλησίασε τον Ευγένιο Παύλοβιτς. Αυτός τον πήρε αμέσως αγκαζέ.
— Έχω δυο λόγια να σας πω μονάχα,—του ψιθύρισε με μισή φωνή.—Πρόκειται για κάτι πολύ
σημαντικό. Πάμε λίγο πιο πέρα.
— Δυο λόγια,—ψιθύρισε μια άλλη φωνή στ’ άλλο αυτί του πρίγκιπα κι ένα άλλο χέρι τον πήρε απ’
την άλλη μεριά αλαμπρατσέτα. Ο πρίγκιπας γύρισε κι είδε με απορία ένα ξεμαλλιασμένο μούτρο,
κατακόκκινο απ’ το κρασί, που του ‘κλεινε το μάτι και γελούσε. Γνώρισε αμέσως το Φερντιστσένκο,
που ένας Θεός ξέρει από πού ξεφύτρωσε.
— Τον θυμάστε το Φερντιστσένκο;—τον ρώτησε κείνος.
— Πώς βρεθήκατε εδώ;—φώναξε ο πρίγκιπας.
— Μετανιώνει!—φώναξε ο Κέλερ που έτρεξε κοντά τους.—Είχε κρυφτεί, δεν ήθελε να εμφανιστεί
μπροστά σας, κρύφτηκε κει πέρα στη γωνιά, μετανιώνει, πρίγκηψ, νιώθει τον εαυτό του ένοχο.
— Μα τι έκανε λοιπόν κι είναι ένοχος;
— Εγώ τον συνάντησα, πρίγκηψ, εγώ τον συνάντησα και τον έφερα∙ είναι ένας σπάνιος φίλος μου,
μετανιώνει όμως ειλικρινά.
— Χαίρω πολύ, κύριοι∙ πηγαίνετε, καθίστε κει με τους άλλους, θα έρθω αμέσως,—τους
ξεφορτώθηκε επιτέλους ο πρίγκιπας και βιάστηκε να πλησιάσει τον Ευγένιο Παύλοβιτς.
— Είναι πολύ διασκεδαστικά όλ’ αυτά που γίνονται εδώ στη βίλα σας,—παρατήρησε κείνος,—και
πέρασα πολύ ευχάριστα τη μισή ώρα που σας περιμένω. Ιδού τι συμβαίνει, ευγενέστατε Λέων
Νικολάγιεβιτς: τα κανόνισα όλα με τον Κουρμίσεβ και πέρασα να σας πω να μην ανησυχείτε∙ δεν
υπάρχει λόγος ανησυχίας, φάνηκε πολύ λογικός, πολλώ μάλλον που κατά τη γνώμη μου το φταίξιμο
ήταν πολύ περισσότερο δικό του.
— Με ποιον Κουρμίσεβ;
— Με κείνον που τον αρπάξατε απ’ τα χέρια, εκεί στο σταθμό… Τόσο πολύ είχε λυσσάξει απ’ το
κακό του που σκόπευε να σας στείλει αύριο άνθρωπο να σας ζητήσει εξηγήσεις.
— Σωπάτε∙ τι ανοησίες!
— Και βέβαια είναι ανοησίες και σίγουρα θα είχαν κακό τέλος∙ έχετε όμως τους επισκέπτες σας…
— Μήπως ήρθατε και για κανέναν άλλο λόγο, Ευγένιε Παύλοβιτς;
— Ω, φυσικά, έχω και κάτι άλλο να σας πω,—γέλασε εκείνος.—Αύριο, καλέ μου πρίγκηψ, μόλις
χαράξει, φεύγω γι’ αυτήν την άτυχη υπόθεση (καταλαβαίνετε, του θείου μου) και πάω στην
Πετρούπολη∙ φανταστείτε: όλα ήταν αλήθεια κι όλοι τα ήξεραν εκτός από μένα. Τόσο πολύ μ’
αναστάτωσαν όλ’ αυτά που δεν πρόφτασα να περάσω από κ ε ι (απ’ τους Επάντσιν)∙ κι αύριο επίσης
δε θα περάσω, γιατί θα είμαι στην Πετρούπολη, καταλαβαίνετε; Μπορεί να λείψω και τρεις μέρες—
με δυο λόγια οι υποθέσεις μου χωλαίνουν. Μόλο που το ζήτημα δεν είναι και τρομερά σημαντικό,
σκέφτηκα ωστόσο πως θα ‘πρεπε να εξηγηθώ μαζί σας για μερικά πράγματα με ειλικρίνεια και
μάλιστα δίχως να χάνω καιρό, δηλαδή πριν απ’ την αναχώρησή μου. Θα κάτσω τώρα και θα
περιμένω, αν μου το επιτρέπετε, ώσπου να φύγει η παρέα∙ εξάλλου, δεν έχω που αλλού να πάω:
είμαι τόσο ταραγμένος που δε θα πέσω για ύπνο. Τέλος, μόλο που είναι ασυνειδησία κι απρέπεια
να φορτώνεται κανείς έτσι δα σ’ έναν άνθρωπο, εγώ θα σας το πω ανοιχτά: ήρθα να γυρέψω τη
φιλία σας, καλέ μου πρίγκηψ: είστε σπανιότατος άνθρωπος, άνθρωπος δηλαδή που δε λέει ψέματα
σε κάθε του βήμα, μπορεί μάλιστα να μη λέει και καθόλου και μένα μου χρειάζεται τώρα ένας φίλος
κι ένας συμβουλάτορας για μιαν υπόθεσή μου γιατί είμαι πραγματικά πολύ δυστυχισμένος.
Ξαναγέλασε.
— Το κακό είναι τούτο,—είπε ο πρίγκιπας αφού έμεινε για λίγο σκεφτικός,—θέλετε να περιμένετε
ώσπου να φύγουν, ένας Θεός ξέρει όμως πότε θα γίνει αυτό. Δε θα ‘ταν καλύτερο να κατεβούμε
τώρα στο πάρκο; Είμαι βέβαιος πως θα περιμένουν. Θα τους ζητήσω συγνώμη.
— Α, πα πα, έχω τους λόγους μου να μη θέλω να υποπτευθούν πως είχαμε μια επείγουσα
συζήτηση∙ εδώ υπάρχουν άνθρωποι που ενδιαφέρονται πολύ για τις σχέσεις μας—δεν το ξέρετε,
πρίγκηψ; Και θα ‘ναι πολύ καλύτερο αν δουν πως οι σχέσεις μας είναι φιλικότατες κι όχι απλώς
επείγουσες, καταλαβαίνετε; Σε κάνα δυο ώρες θα φύγουν∙ δε θα σας απασχολήσω παραπάνω από
είκοσι λεπτά, το πολύ μισή ώρα…
— Μα τι λέτε, πολύ ευχαρίστως∙ σας παρακαλώ, προς τι όλες αυτές οι εξηγήσεις; Όσο για την
καλοσύνη σας σχετικά με τις φιλικές σχέσεις μας σας ευχαριστώ πολύ. Με συγχωρείτε που είμαι
λίγο αφηρημένος σήμερα∙ ξέρετε, μου είναι αδύνατο αυτή τη στιγμή να συγκεντρωθώ.
— Το βλέπω, το βλέπω,—μουρμούρισε ο Ευγένιος Παύλοβιτς με κάποια ανάλαφρη ειρωνεία. (Σαν
πολύ ευκολογέλαστος να ήταν εκείνο το βράδυ).
— Τι βλέπετε;—αναταράχτηκε ο πρίγκιπας.
— Και δεν υποψιάζεστε λοιπόν καθόλου, καλέ μου πρίγκηψ, —εξακολουθούσε να χαμογελάει ο
Ευγένιος Παύλοβιτς, χωρίς ν’ απαντήσει στην ερώτηση,—δεν υποψιάζεστε πως ήρθα μόνο και μόνο
για να σας ξεγελάσω και να σας ψαρέψω;
— Και βέβαια ήρθατε για να με ψαρέψετε∙ γι’ αυτό δεν αμφιβάλλω καθόλου,—γέλασε επιτέλους κι
ο πρίγκιπας.—Δεν αποκλείεται μάλιστα να το αποφασίσατε να με ξεγελάσετε κιόλας λιγάκι. Μα δεν
έχει να κάνει—με πιστεύετε τάχα; Και… και… και μια και πριν απ’ όλα είμαι σίγουρος πως παρ’ όλα
αυτά είστε υπεροχότατος άνθρωπος, δε βλέπω το λόγο γιατί να μη γίνουμε τελικά φίλοι. Μου
αρέσετε πολύ, Ευγένιε Παύλοβιτς, είστε… πολύ, πολύ καθωσπρέπει άνθρωπος κατά τη γνώμη μου.
— Ε, όπως και να ‘ναι, είναι τρομερά ευχάριστο να ‘χει να κάνει κανείς μαζί σας, έστω για
οτιδήποτε,—συμπέρανε ο Ευγένιος Παύλοβιτς.—Πάμε, θα πιω ένα ποτήρι στην υγειά σας. Είμαι
φοβερά ευχαριστημένος που σας φορτώθηκα. Α!—σταμάτησε ξάφνου.—Αυτός ο κύριος Ιππόλυτος
ήρθε να μείνει σπίτι σας;
— Ναι.
— Ελπίζω να μην πεθάνει απόψε, ε;
— Γιατί;
— Έτσι, τίποτα∙ έμεινα μισή ώρα εδώ πέρα μαζί του…
Ο Ιππόλυτος όλη αυτή την ώρα περίμενε τον πρίγκιπα και κάθε λίγο και λιγάκι όσο συζητούσε
παράμερα με τον Ευγένιο Παύλοβιτς του ‘ριχνε ματιές. Ζωήρεψε πυρετικά όταν πλησίασαν στο
τραπέζι. Ήταν ανήσυχος και βρισκόταν σε έξαψη∙ το μέτωπό του ήταν ιδρωμένο. Στα λαμπερά του
μάτια έβλεπε κανείς εκτός απ’ την αδιάκοπη ανησυχία και μιαν ακαθόριστη ανυπομονησία. Το
βλέμμα του γλιστρούσε χωρίς σκοπό από αντικείμενο σε αντικείμενο, από το ένα πρόσωπο στο
άλλο. Παρ’ όλο που έπαιρνε ως τα τώρα μεγάλο μέρος στη γενική ζωηρή συζήτηση, η έξαψή του
όμως ήταν απλά και μόνο έξαψη πυρετού∙ τη συζήτηση δεν την πρόσεχε και τόσο∙ τα επιχειρήματά
του ήταν ασύνδετα και σαρκαστικά∙ έλεγε συνεχώς περιφρονητικές παραδοξολογίες∙ δεν τέλειωνε
τη σκέψη του και παρατούσε στη μέση εκείνο που άρχιζε πριν ένα λεπτό να υποστηρίζει με
ακράτητη θέρμη. Ο πρίγκιπας—κι αυτό τον έκανε ν’ απορήσει και να λυπηθεί πολύ—έμαθε πως του
επέτρεψαν εκείνο το βράδυ να πιει δυο γεμάτα ποτήρια σαμπάνια και πως το αρχινισμένο ποτήρι
που βρισκόταν μπροστά του, ήταν κιόλας το τρίτο. Αυτό όμως το έμαθε αργότερα∙ εκείνη τη στιγμή
δεν ήταν και τόσο παρατηρητικός.
— Ξέρετε κάτι; Είμαι τρομερά χαρούμενος που σήμερα ακριβώς έχετε τα γενέθλιά σας,—φώναξε ο
Ιππόλυτος.
— Γιατί;
— Θα δείτε∙ ελάτε, κάντε γρήγορα, καθίστε∙ και πρώτα‐πρώτα επειδή μαζεύτηκαν όλοι αυτοί… οι
γνωστοί σας. Αυτό ακριβώς υπολόγιζα—πως θα υπάρχει κόσμος∙ και για πρώτη φορά στη ζωή μου
δεν έπεσα έξω στους υπολογισμούς μου! Κρίμα που δεν ήξερα πως έχετε τα γενέθλιά σας, αλλιώς
θα σας έφερνα ένα δώρο… χα‐χα! Ποιος ξέρει όμως, μπορεί και να σας το ‘φερα το δώρο! Θέλουμε
πολλήν ώρα ως τα χαράματα;
— Σε λιγότερο από δυο ώρες θα ‘χει φέξει,—παρατήρησε ο Πτίτσιν κοιτάζοντας το ρολόι του.
— Μα τι μας χρειάζεται η αυγή αφού έξω και τώρ’ ακόμα μπορεί κανείς να διαβάσει;—παρατήρησε
κάποιος.
— Μου χρειάζεται γιατί θέλω να δω μιαν ακρούλα του ήλιου. Μπορεί να πιει κανείς στην υγειά του
ήλιου; Τι γνώμη έχετε, πρίγκηψ;
Ο Ιππόλυτος ρωτούσε απότομα, γυρίζοντας σ’ όλους, σα να πρόσταζε, φαίνεται όμως πως δεν το
αντιλαμβανόταν ο ίδιος.
— Γιατί όχι; ας πιούμε∙ μονάχα να πέφτατε να ησυχάσετε, Ιππόλυτε, τι λέτε;
— Όλο για ύπνο μου μιλάτε∙ πάτε να γίνετε νταντά μου, πρίγκηψ! Μόλις φανεί ο ήλιος και
«αντηχήσει» στον ουρανό (ποιος ποιητής το ‘πε αυτό; «στον ουρανό αντήχησε ο ήλιος»; Δεν έχει
νόημα, είναι όμως ωραίο!) θα πέσουμε αμέσως για ύπνο. Λέμπεντεβ! Ο ήλιος είναι η πηγή της
ζωής, ψέματα; Τι σημαίνουν «οι πηγές της ζωής» στην Αποκάλυψη; Πρίγκηψ, έχετε ακουστά τον
«αστέρα Άψινθο»;
— Άκουσα πως ο Λέμπεντεβ αναγνωρίζει σ’ αυτό τον «αστέρα Άψινθο» το δίκτυο των
σιδηροδρομικών γραμμών που έχουν απλωθεί στην Ευρώπη.
— Όχι, επιτρέψτε μου, δεν είν’ έτσι!—έβαλε τις φωνές ο Λέμπεντεβ πηδώντας επάνω και κουνώντας
τα χέρια του σάμπως να ‘θελε να σταματήσει τα γέλια που άρχισαν ν’ ακούγονται απ’ όλες τις
μεριές.—Και να με συμπαθάτε! Μ’ αυτούς τους κυρίους… όλοι αυτοί οι κύριοι,—γύρισε ξάφνου κι
είπε στον πρίγκιπα,—σε ορισμένα ζητήματα είναι ξύλο απελέκητο…—και χτύπησε δυο φορές το
τραπέζι μ’ αποτέλεσμα να δυναμώσουν ακόμα περισσότερο τα γέλια.
Ο Λέμπεντεβ, μόλο που βρισκόταν στη συνηθισμένη του, «βραδινή» κατάσταση, τούτη τη φορά είχε
υπερβολικά εξαφθεί κι ερεθιστεί απ’ την πολύωρη «επιστημονική» συζήτηση που είχε προηγηθεί,
και στις τέτοιες περιπτώσεις φερόταν στους αντιπάλους του με απεριόριστη κι απροκάλυπτη
περιφρόνηση.
— Δεν είν’ έτσι! Εδώ και μισή ώρα, πρίγκηψ, κάναμε τη συμφωνία να μη διακόπτουμε αυτόν που
μιλάει∙ να μη γελάμε όσο δεν έχει τελειώσει την κουβέντα του∙ να του δίνουμε την ευκαιρία να
εκφράσει ελεύθερα όλες τις απόψεις του κι ύστερα πια ας του φέρουν τις αντιρρήσεις τους ακόμα
κι οι αθεϊστές αν θέλουν. Βάλαμε το στρατηγό πρόεδρο, να! Αλλιώς τι γίνεται; Με τις ειρωνείες και
τις διακοπές μπορεί ο καθένας να τα χάσει εκεί που πραγματεύεται μιαν υψηλή, μια βαθυστόχαστη
ιδέα…
— Μα μιλείστε, μιλείστε, κανείς δε σας διακόπτει!—ακούστηκαν φωνές.
— Μάλιστα, χωρίς πολυλογίες όμως.
— Τι είν’ αυτός ο «αστήρ Άψινθος»; —ρώτησε κάποιος.
— Ιδέα δεν έχω!—απάντησε ο στρατηγός Ιβόλγκιν με πολύ ύφος, καταλαμβάνοντας ξανά τη θέση
του προέδρου.
— Μ’ αρέσουν καταπληκτικά όλες αυτές οι συζητήσεις κι οι μικροκαυγάδες, πρίγκηψ, οι
επιστημονικοί, εννοείται,—μουρμούρισε στο μεταξύ ο Κέλερ κατενθουσιασμένος και στριφογύριζε
ανυπόμονα στην καρέκλα του,—οι επιστημονικοί κι οι πολιτικοί,—γύρισε ξάφνου αναπάντεχα στον
Ευγένιο Παύλοβιτς που καθόταν σχεδόν δίπλα του.—Ξέρετε, μ’ αρέσει πάρα πολύ να διαβάζω στις
εφημερίδες για τις αγγλικές βουλές, όχι δηλαδή πως μ’ ενδιαφέρουν τα θέματα που συζητιούνται
κει πέρα (εγώ, ξέρετε, δεν είμαι πολιτικός) όμως μ’ αρέσει ιδιαίτερα ο τρόπος που συνεννοούνται
μεταξύ τους και συμπεριφέρονται σαν πολιτικοί: «ο εντιμότατος υποκόμης ο απέναντί μου
καθήμενος», «ο εντιμότατος κόμης όστις μου κάνει την τιμή να συμμερίζεται την άποψή μου», «ο
εντιμότατος μου αντίπαλος, όστις εξέπληξε την Ευρώπη με την πρότασή του» δηλαδή όλες αυτές οι
εκφρασούλες, όλος αυτός ο κοινοβουλευτισμός ενός ελευθέρου λαού—αυτά είναι που κάνουν
εντύπωση σ’ ανθρώπους σαν και μας! Εγώ μένω καταγοητευμένος, πρίγκηψ. Εγώ ήμουν πάντα
καλλιτέχνης στο βάθος της ψυχής μου, σας τ’ ορκίζομαι, Ευγένιε Παύλιτς.
— Ώστε λοιπόν,—έλεγε ξαναμμένα στην άλλη γωνιά ο Γάνια,—το συμπέρασμά σας είναι πως οι
σιδηροδρομικές γραμμές είναι καταραμένες, πως είναι η καταστροφή της ανθρωπότητας, πως είναι
πανούκλα που έπεσε στη γη για να θολώσει τις «πηγές της ζωής»;
Ο Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς βρισκόταν σε ιδιαίτερη έξαψη κείνο το βράδυ κι η διάθεσή του ήταν
πολύ κεφάτη—σχεδόν θριαμβευτική, όπως του φάνηκε του πρίγκιπα. Με τον Λέμπεντεβ φυσικά
αστειευόταν τώρα, τον συδαύλιζε, σε λίγο όμως πήρε κι ο ίδιος φωτιά.
— Δεν είναι οι σιδηροδρομικές γραμμές, όχι!—αντέλεγε ο Λέμπεντεβ που γινόταν έξω φρενών απ’
το κακό του και ταυτόχρονα ένιωθε μια απροσμέτρητη αγαλλίαση:—Μόνες τους οι σιδηροδρομικές
γραμμές δεν μπορούν να θολώσουν τις πηγές της ζωής. Καταραμένα είναι όλ’ αυτά στο σύνολό
τους, όλη η νοοτροπία των τελευταίων μας αιώνων γενικά, η επιστημονική και η πρακτική, αυτή
μάλιστα ίσως να ‘ναι πραγματικά καταραμένη.
— Ίσως να είναι ή είναι στα σίγουρα; Αυτό έχει μεγάλη σημασία σ’ αυτή την περίπτωση,—είπε ο
Ευγένιος Παύλοβιτς.
— Είναι καταραμένη, καταραμένη, αναμφισβήτητα καταραμένη!—βεβαίωνε μ’ έξαψη ο Λέμπεντεβ.
— Μη βιάζεστε, Λέμπεντεβ, τις πρωινές ώρες είστε πολύ επιεικέστερος,—παρατήρησε
χαμογελώντας ο Πτίτσιν.
— Και τις βραδινές είμαι ειλικρινέστερος! Τις βραδινές είμαι πιο πηγαίος και πιο ειλικρινής!—
γύρισε και του είπε ξαναμμένος ο Λέμπεντεβ.—Είμαι πιο αφελής και πιο συγκεκριμένος, πιο τίμιος
και πιο ευυπόληπτος, και μόλο που λέγοντάς τα αυτά σας αποκαλύπτω το ασθενές μου σημείο, στα
παλιά μου τα παπούτσια: σας προκαλώ όλους τώρα, όλους τους αθεϊστές: με τι θα σώσετε τον
κόσμο και ποιος είναι ο σωστός δρόμος που τον βρήκατε σεις οι άνθρωποι της επιστήμης, της
βιομηχανίας, οι θεωρητικοί της συλλογικής οργάνωσης, του μεροκάματου και δε συμμαζεύεται; Με
τι; Με τις πιστώσεις; Τι είναι οι πιστώσεις; Πού θα μας οδηγήσουν οι πιστώσεις;
— Μωρέ περιέργεια που την έχετε!—παρατήρησε ο Ευγένιος Παύλοβιτς.
— Και γω σας λέω—αν θέλετε να ξέρετε τη γνώμη μου—πως όποιος δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτά τα
ζητήματα, είναι ένας κοσμικός αλήτης.
— Θα μας οδηγήσει στην πανανθρώπινη αλληλεγγύη και στην ισορροπία των συμφερόντων. Λίγο
είναι;—παρατήρησε ο Πτίτσιν.
— Μονάχα αυτό, μονάχα αυτό; Χωρίς καμιάν ηθική βάση, εκτός απ’ την ικανοποίηση του
προσωπικού εγωισμού και των υλικών αναγκών; Η πανανθρώπινη ειρήνη, η πανανθρώπινη ευτυχία
να στηριχτεί μονάχα στην ανάγκη! Σας κατάλαβα καλά, τολμώ να ρωτήσω, ευγενέστατε κύριε;
— Μα η πανανθρώπινη ανάγκη να ζήσει ο άνθρωπος, να πιει και να φάει κι η ατράνταχτη, η
επιστημονική επιτέλους πεποίθηση πως δε θα ικανοποιήσετε αυτές τις ανάγκες χωρίς την
πανανθρώπινη συλλογική οργάνωση και την αλληλεγγύη των συμφερόντων, είναι, αν δεν κάνω
λάθος, μια αρκετά ανθεκτική ιδέα για να χρησιμέψει σα θεμέλιος λίθος και «πηγή ζωής» για τους
μελλούμενους αιώνες της ανθρωπότητας,—παρατήρησε ο Γάνια που το ‘χε πάρει κιόλας σοβαρά το
πράγμα και βρισκόταν σ’ έξαψη.
— Η ανάγκη να πιούμε και να φάμε, δηλαδή μονάχα το ένστικτο της αυτοσυντήρησης…
— Και μήπως είναι λίγο το ένστικτο της αυτοσυντήρησης; Μα το ένστικτο της αυτοσυντήρησης είναι
ο φυσικός νόμος της ανθρωπότητας…
— Ποιος σας το ‘πε αυτό;—φώναξε ξαφνικά ο Ευγένιος Παύλοβιτς.—Είναι νόμος βέβαια, δεν είναι
όμως περισσότερο φυσικός απ’ το νόμο της καταστροφής, ίσως μάλιστα και της αυτοκαταστροφής.
Λέτε να ‘ναι μονάχα το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ο φυσικός νόμος της ανθρωπότητας;
— Αχά!—φώναξε ο Ιππόλυτος γυρίζοντας βιαστικά στον Ευγένιο Παύλοβιτς και κοιτάζοντάς τον με
μιαν άγρια περιέργεια, βλέποντας όμως πως ο Ευγένιος Παύλοβιτς γελάει, γέλασε κι αυτός,
έσπρωξε τον Κόλια που στεκόταν δίπλα του και τον ξαναρώτησε την ώρα, τράβηξε μάλιστα το
ασημένιο ρολόι του Κόλια και κοίταξε με απληστία τους δείκτες του. Ύστερα, σα να τα ξέχασε όλα,
τεντώθηκε στο ντιβάνι, έβαλε τα χέρια πίσω απ’ το κεφάλι του κι άρχισε να κοιτάζει το ταβάνι∙ σε
μισό λεπτό ήταν και πάλι καθισμένος μπροστά στο τραπέζι με ίσιο το κορμί κι άκουγε τη φλυαρία
του Λέμπεντεβ που εξακολουθούσε τρομερά ξαναμμένος.
— Η σκέψη αυτή είναι ύπουλη και κοροϊδευτική, σκέψη που σε σουβλίζει!—αρπάχτηκε ο
Λέμπεντεβ με πάθος απ’ την παραδοξολογία του Ευγένιου Παύλοβιτς.—Είναι μια σκέψη που
ειπώθηκε για να σπρώξει τους αντιπάλους στον καυγά, είναι όμως μια σκέψη σωστή! Διότι και σεις,
κοσμικέ κύριε, που ειρωνεύεστε τα πάντα, αξιωματικέ του ιππικού (με πολλές ικανότητες
ομολογουμένως!) δεν ξέρετε ούτε ο ίδιος ως ποιο σημείο είναι η σκέψη σας βαθιά και σωστή!
Μάλιστα! Ο νόμος της αυτοκαταστροφής κι ο νόμος της αυτοσυντήρησης είναι εξίσου ισχυροί στην
ανθρωπότητα! Ο διάβολος είναι συγκυρίαρχος πάνω στην ανθρωπότητα και θα είναι ως ένα
χρονικό όριο που παραμένει άγνωστο ακόμα σε μας. Γελάτε; Δεν πιστεύετε στο διάβολο; Όποιος
δεν πιστεύει στο διάβολο, έχει γαλλικές ιδέες, έχει ελαφρές ιδέες. Ξέρετε ποιος είναι ο διάβολος;
Ξέρετε ποιο είναι τ’ όνομά του; Και μην ξέροντας ούτε τ’ όνομά του, γελάτε με τη μορφή του,
ακολουθώντας το παράδειγμα του Βολταίρου, γελάτε με τας οπλάς, τα κέρατα και την ουρά του—
ενώ όλ’ αυτά είναι εφεύρεση δική σας. Διότι το κακό πνεύμα είναι ένα πνεύμα μεγάλο και τρομερό
και δεν έχει οπλές μήτε κέρατα που του εφεύρατε σεις. Μα τούτη τη στιγμή δεν πρόκειται γι’ αυτόν.
— Και πού το ξέρετε πως δεν πρόκειται γι’ αυτόν;—φώναξε ξάφνου ο Ιππόλυτος κι άρχισε να γελά
σαν υστερικός.
— Πολύ επιδέξια παρατήρηση, παρατήρηση γεμάτη υπαινιγμούς!—βιάστηκε να πει ο Λέμπεντεβ.—
Επιμένω ωστόσο πως δε μας ενδιαφέρει, γιατί το θέμα μας είναι άλλο, το θέμα μας είναι αν
εξασθένησαν πραγματικά οι «πηγές της ζωής» με την ισχυροποίηση…
— Των σιδηροδρόμων;—φώναξε ο Κόλια.
— Όχι των σιδηροδρομικών μέσων συγκοινωνίας, νεαρέ και προπέτη έφηβε, μα όλων εκείνων των
ιδεολογικών τάσεων στις οποίες οι σιδηροδρομικές γραμμές μπορούν να χρησιμέψουν, ούτως
ειπείν, σαν εικόνα, σαν καλλιτεχνική έκφραση. Βιάζονται, θορυβούν, χτυπούν και επείγονται, λένε,
για την ευτυχία της ανθρωπότητας. Η ανθρωπότητα παραέγινε θορυβώδης και βιομηχανική,
ελάχιστη είναι η «ψυχική ηρεμία», παραπονιέται ένας διανοούμενος αναχωρητής. «Ας είναι, ο
θόρυβος όμως των κάρων που κουβαλάνε ψωμί στην πεινασμένη ανθρωπότητα, μπορεί να ‘ναι
προτιμότερος απ’ την ψυχική ηρεμία» τού απαντά θριαμβευτικά ο άλλος στοχαστής που ταξιδεύει
εδώ και κει και φεύγει από κοντά του κορδωμένος. Εγώ, ο τιποτένιος Λέμπεντεβ, δεν πιστεύω στα
κάρα που κουβαλάνε ψωμί στην ανθρωπότητα! Γιατί τα κάρα που κουβαλάνε ψωμί σ’ όλη την
ανθρωπότητα, μην έχοντας ηθικές βάσεις, μπορούν ψυχραιμότατα ν’ αποκλείσουν απ’ την
απόλαυση του ψωμιού ένα σημαντικό μέρος της ανθρωπότητας, πράγμα που ήδη συνέβη.
— Τα κάρα είναι που μπορούν ν’ αποκλείσουν ψυχραιμότατα;—βρήκε την ευκαιρία να πει κάποιος.
— Πράγμα που ήδη συνέβη,—βεβαίωσε ο Λέμπεντεβ απαξιώντας να προσέξει την ερώτηση.—
Υπήρξε κιόλας ο Μάλθος, ένας φίλος της ανθρωπότητας. Όμως, ένας φίλος της ανθρωπότητας με
ασταθείς ηθικάς βάσεις είν’ ένας ανθρωποφάγος της ανθρωπότητας, για να μην αναφέρω και τη
ματαιοδοξία του: γιατί για δοκιμάστε να προσβάλετε τον εγωισμό κανενός απ’ αυτούς τους
αμέτρητους φίλους της ανθρωπότητας∙ είναι αμέσως έτοιμος να βάλει φωτιά στον κόσμο κι απ’ τις
τέσσερις μεριές από ταπεινή εκδίκηση, εδώ που τα λέμε, το ίδιο ακριβώς όπως κι ο καθένας από
μας, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, όπως και γω, ο πιο τιποτένιος απ’ όλους, γιατί εγώ θα
‘μαι ίσως ο πρώτος που θα κουβαλήσω τα ξύλα και θα φροντίσω ύστερα να κρυφτώ. Μα και πάλι,
δεν είναι αυτό το θέμα μας!
— Μα ποιο είναι επιτέλους;
— Μας παραζάλισε!
— Το θέμα μας είναι στο παρακάτω ανέκδοτο απ’ τους περασμένους αιώνες, γιατί βρίσκομαι στην
ανάγκη να διηγηθώ ένα ανέκδοτο απ’ τους περασμένους αιώνες. Στην εποχή μας, στην πατρίδα μας,
την οποία ελπίζω ν’ αγαπάτε όπως και γω, κύριοι, γιατί εγώ από μέρος μου είμαι έτοιμος να χύσω κι
όλο μου το αίμα ακόμα…
— Παρακάτω, παρακάτω!
— Στην πατρίδα μας, όπως και στην Ευρώπη, οι γενικοί, οι εκτεταμένοι και οι τρομεροί λιμοί
επισκέπτονται την ανθρωπότητα, σύμφωνα με τους δυνατούς υπολογισμούς και απ’ όσο θυμάμαι,
την επισκέπτονται τώρα κάθε εικοσπέντε περίπου χρόνια, μ’ άλλα λόγια, μια φορά κάθε τέταρτο
αιώνος. Δεν επιμένω για την ακρίβεια του αριθμού, πάντως, συγκριτικά, οι λιμοί είναι αρκετά
σπάνιοι.
— Συγκριτικά με τι;
— Με το δωδέκατο αιώνα και τους γειτονικούς του αιώνες ένθεν και εκείθεν. Διότι τότε, όπως
γράφουν και βεβαιώνουν οι συγγραφείς, οι γενικοί λιμοί επισκέπτονταν την ανθρωπότητα μια φορά
κάθε δυο χρόνια ή τουλάχιστο μια φορά στα τρία χρόνια, έτσι που, ούτως εχόντων των πραγμάτων,
ο άνθρωπος κατέφευγε και στην ανθρωποφαγία ακόμα, παρ’ όλο που το κρατούσε μυστικό. Ένας
απ’ αυτούς τους κανίβαλους, όταν τον πήραν τα γηρατειά, δήλωσε μονάχος του και χωρίς κανέναν
καταναγκασμό πως στη διάρκεια της πολύχρονης και νηστικής ζωής του θανάτωσε κι έφαγε αυτός
προσωπικά και με απόλυτη μυστικότητα, εξήντα καλόγερους και μερικά παιδιά κοσμικών—έξι
κομμάτια το πολύ‐πολύ, δηλαδή ελάχιστα σε σύγκριση με τον κλήρο που ‘χε φάει. Επίσης, όπως
αποδείχτηκε, τους ενήλικους κοσμικούς δεν τους πείραζε ποτέ του με τέτοιους σκοπούς.
— Αυτό είναι αδύνατο!—φώναξε ο πρόεδρος, ο στρατηγός, σχεδόν προσβλημένος.—Κύριοι, συχνά
συζητώ κι έρχομαι στα λόγια μαζί του, όλο για κάτι τέτοια∙ μα τις περισσότερες φορές μου
ξεφουρνίζει κάτι ανοησίες που είναι να τραβάς τα μαλλιά σου—κάτι πράγματα που δεν έχουν ούτε
μιας πεντάρας αληθοφάνεια!
— Στρατηγέ! Θυμήσου την πολιορκία του Καρς, και σεις, κύριοι, μάθετε πως το ανέκδοτο μου είναι
η γυμνή αλήθεια. Θα προσθέσω δε εκ μέρους μου, πως κάθε σχεδόν πραγματικότητα, μόλο που ‘χει
τους αναλλοίωτους νόμους της, είναι όμως σχεδόν πάντα απίθανη και αναληθοφανής. Και μάλιστα,
καμιά φορά, όσο πραγματικότερο είναι ένα γεγονός, τόσο αναληθοφανέστερο φαίνεται.
— Μα είναι ποτέ δυνατό να έφαγε εξήντα καλόγερους;—γέλαγαν γύρω.
— Δεν τους έφαγε όλους μονοκοπανιάς, αυτό εννοείται. Μπορεί να τους έφαγε μέσα σε δεκαπέντε
ή και σε είκοσι χρόνια. Γιατί ν’ απορούμε λοιπόν; Είναι τόσο ευνόητο και φυσικό…
— Και φυσικό;
— Μάλιστα, και φυσικό!—απάντησε με σχολαστική επιμονή ο Λέμπεντεβ.—Κι εκτός απ’ αυτό, ο
καθολικός καλόγερος είναι από φυσικού του κοινωνικός και περίεργος και είναι υπερβολικά εύκολο
να τον παρασύρεις στο δάσος ή σε κανένα απόμερο μέρος και κει να του φερθείς όπως είπα
παραπάνω∙ παραδέχομαι ωστόσο πως η ποσότης των καταβροχθισθέντων ατόμων είναι εκπληκτική,
μέχρις απίστευτου μάλιστα βαθμού.
— Δεν αποκλείεται να ‘ναι αλήθεια όλα αυτά, κύριοι,—παρατήρησε ξάφνου ο πρίγκιπας.
Ως τα τώρα άκουγε σιωπηλός τους συζητητές και δεν ανακατευόταν στην κουβέντα∙ συχνά γελούσε
με την καρδιά του όταν ξέσπαγαν κι όλοι οι άλλοι σε γέλια. Ήταν φανερό πως χαιρόταν τρομερά που
επικρατούσε τόση ευθυμία και γινόταν τόση φασαρία, ακόμα και που έπιναν τόσο πολύ. Μπορεί να
μην έλεγε ούτε λέξη όλο το βράδυ, ξάφνου όμως του ‘ρθε η διάθεση να μιλήσει. Μίλησε πολύ
σοβαρά, έτσι που όλοι γύρισαν και τον κοίταξαν με περιέργεια.
— Το είπα, κύριοι, γιατί πραγματικά οι λιμοί ήταν τότε πολύ συχνοί. Το ‘χω ακούσει και γω, μόλο
που δεν ξέρω καλά Ιστορία, φαίνεται όμως πως έτσι θα ‘πρεπε να ‘ταν. Όταν βρέθηκα στα ελβετικά
βουνά, μου έκαναν μεγάλη εντύπωση τα ερείπια των παλιών ιπποτικών πύργων που είναι χτισμένοι
πάνω στις πλαγιές των βουνών, πάνω σε απότομους γκρεμούς, που έχουν τουλάχιστο μισό βέρστι
ύψος (που σημαίνει πως πρέπει να κάνεις αρκετά βέρστια για να φτάσεις ως εκεί απ’ τα μονοπάτια).
Ο πύργος, το ξέρετε όλοι σας, είναι ένα ολάκερο βουνό πέτρες. Χρειάστηκε τρομερή δουλειά,
απίστευτη δουλειά για να χτιστούν! Και φυσικά, όλους αυτούς τους πύργους τους έχτισαν εκείνοι οι
δυστυχισμένοι άνθρωποι, οι υποτελείς. Εκτός απ’ αυτό, ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν όλων
των ειδών τους φόρους και να συντηρούν τον κλήρο. Πού να θρέψουν λοιπόν τον εαυτό τους και να
καλλιεργήσουν τα χωράφια! Εξάλλου, ήταν λίγοι τότε και σίγουρα θα πέθαιναν σαν τις μύγες απ’
την πείνα και δεν αποκλείεται να μην είχαν να βάλουν μπουκιά στο στόμα τους. Ώρες‐ώρες μάλιστα
σκεφτόμουν τότε κι έλεγα, πώς έγινε και δεν ξεκληρίστηκε αυτός ο λαός, πώς δεν έπαθε τίποτα, πώς
τα κατάφερε να τα βγάλει πέρα και να επιζήσει; Το ότι υπήρχαν ανθρωποφάγοι, ίσως μάλιστα πάρα
πολλοί, σ’ αυτό ο Λέμπεντεβ έχει αναμφισβήτητα δίκιο∙ δεν ξέρω μονάχα γιατί ανακάτεψε σ’ όλ’
αυτά τους καλόγερους και τι θέλει να πει μ’ αυτό;
— Σίγουρα θέλει να πει πως στο δωδέκατο αιώνα μονάχα οι καλόγεροι ήταν φαγώσιμοι, γιατί
μονάχα οι καλόγεροι είχαν παχύ κρέας,—παρατήρησε ο Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς.
— Υπεροχότατη και σωστότατη σκέψη!—φώναξε ο Λέμπεντεβ.—Διότι κοσμικούς ούτε άγγιξε
καθόλου ο κανίβαλος που λέγαμε. Ούτε έναν κοσμικό έναντι εξήντα αντιπροσώπων του κλήρου κι
αυτό είναι μια σκέψη φοβερή, ιστορική, στατιστική επιτέλους κι από κάτι τέτοια γεγονότα
αποκαθιστά την ιστορία εκείνος που ξέρει να κρίνει∙ διότι αποδεικνύεται με μαθηματική ακρίβεια
πως ο κλήρος ζούσε τουλάχιστο εξήντα φορές ευτυχέστερα και ανετότερα απ’ όλη την άλλη τοτινή
ανθρωπότητα. Και αν όχι τίποτ’ άλλο, φαίνεται πως το κρέας του ήταν εξήντα φορές πιο παχύ απ’
όλης της άλλης ανθρωπότητας.
— Τα παραλέτε, Λέμπεντεβ, όλ’ αυτά είναι υπερβολές,—γέλαγαν γύρω του.
— Συμφωνώ πως είναι μια σκέψη ιστορική∙ πού πάτε ωστόσο να καταλήξετε;—εξακολουθούσε να
ρωτάει ο πρίγκιπας. (Μίλαγε με τόση σοβαρότητα κι ήταν τόσο φανερό πως δεν είχε σκοπό ν’
αστειευτεί με το Λέμπεντεβ, ούτε να τον ειρωνευτεί—ενώ όλοι οι άλλοι γέλαγαν μαζί του—που ο
τόνος του, μέσα στη γενική ιλαρότητα όλης της παρέας, άρχισε να γίνεται κωμικός∙ σε λίγο άρχισαν
να γελούν και μαζί του, ο πρίγκιπας όμως δεν το πρόσεξε).
— Μα, δεν το βλέπετε λοιπόν, πρίγκηψ, πως είναι παλαβός;—έσκυψε και του είπε ο Ευγένιος
Παύλοβιτς.—Πριν από λίγο μου είπαν εδώ πέρα πως έχει ξετρελαθεί με το δικηγοριλίκι και με τις
δικηγορικές αγορεύσεις και θέλει να δώσει κι εξετάσεις. Περιμένω μιαν υπέροχη παρωδία.
— Πάω να καταλήξω σ’ ένα τεράστιο συμπέρασμα,—βροντοφωνούσε στο μεταξύ ο Λέμπεντεβ.—
Μα ας εξετάσουμε πρώτα απ’ όλα την ψυχολογική και τη νομική κατάσταση του εγκληματία.
Βλέπουμε ότι ο εγκληματίας ή, ούτως ειπείν, ο πελάτης μου, παρ’ όλο που του ήταν αδύνατο να
βρει άλλο φαγώσιμο, δείχνει αρκετές φορές στη διάρκεια της περίεργης σταδιοδρομίας του την
επιθυμία να μετανοήσει και αποκλείει την καταβρόχθιση του κλήρου. Αυτό το αποδείχνουν
πεντακάθαρα τα γεγονότα: θυμηθείτε ότι, όπως και να ‘ναι, έφαγε πέντε ή έξι μικρά παιδιά, που
συγκριτικά είναι βέβαια ένας ελάχιστος αριθμός, έχει όμως τρομερή σημασία από μιαν άλλη
άποψη. Είναι φανερό ότι βασανιζόμενος υπό φοβερών τύψεων (διότι ο πελάτης μου είναι
άνθρωπος θεοφοβούμενος κι ευσυνείδητος, πράγμα που θ’ αποδείξω περαιτέρω) και για να
ελαττώσει κατά το δυνατόν το αμάρτημά του, άλλαξε εν είδει δοκιμής έξι ολόκληρες φορές την
καλογερικήν τροφήν του και δοκίμασε τροφή κοσμική. Το ότι γινόταν αυτό εν είδει δοκιμής, είναι
και πάλι αναμφισβήτητο∙ διότι, αν το έκανε μόνο διά την γαστρονομική ποικιλίαν του πράγματος,
τότε ο αριθμός έξι θα ήταν υπερβολικά ελάχιστος: γιατί μόνο έξι φορές κι όχι τριάντα; (Λέω τριάντα
που είναι το μισό των εξήντα καλογέρων: γιατί να μην έτρωγε μισά‐μισά;) Μα αν ήταν μονάχα μια
δοκιμή, προερχομένη από την απελπισία ενώπιον του φόβου της ιεροσυλίας και της προσβολής
εναντίον της Εκκλησίας, τότε ο αριθμός έξι δε μας αφήνει πλέον ουδεμίαν απορίαν διότι έξι δοκιμές,
για να ικανοποιηθούν οι τύψεις της συνειδήσεως είναι υπεραρκετές καθότι οι δοκιμές δεν
μπορούσαν φυσικά να είναι επιτυχείς. Και κατά πρώτον, έχω τη γνώμη ότι το βρέφος είναι
υπερβολικά μικρό, έχει δηλαδή πολύ λίγο κρέας, έτσι που για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα θα
του χρειαζόταν τριπλάσιος, πενταπλάσιος αριθμός μικρών παιδιών από εκείνον του κλήρου, έτσι
που και το αμάρτημα παρ’ όλο που μίκραινε απ’ τη μια μεριά, μεγάλωνε όμως σε τελευταία
ανάλυση απ’ την άλλη, αν όχι ως προς την ποιότητα πάντως όμως ως προς την ποσότητα. Κάνοντας
αυτούς τους συλλογισμούς, κύριοι, ορμώμαι απ’ τις μύχιες σκέψεις του εγκληματία του δωδεκάτου
αιώνος. Όσον αφορά όμως εμένα, τον άνθρωπο του δεκάτου ενάτου αιώνος, εγώ ίσως να
σκεφτόμουν διαφορετικά και σπεύδω να σας το κάνω γνωστόν, ώστε λοιπόν, κύριοι, δεν υπάρχει
λόγος να με κοιτάτε έτσι και να χασκογελάτε, και σας ιδίως, στρατηγέ, δε σας πάει καθόλου, μα την
πίστη μου, καταντάει απρέπεια μάλιστα εκ μέρους σας. Εκ δευτέρου, το βρέφος, κατά την
προσωπική μου γνώμη, δεν είναι θρεπτικό, ίσως μάλιστα να είναι πολύ γλυκερό κι άνοστο, έτσι που,
χωρίς να ικανοποιεί την ανάγκη του φαγητού, αφήνει μόνον τύψεις συνειδήσεως. Και τώρα το
συμπέρασμα, το φινάλε, κύριοι, το φινάλε που θα σας δώσει τη λύση σ’ ένα απ’ τα μεγαλύτερα
προβλήματα της τοτινής και της σημερινής εποχής! Ο εγκληματίας πηγαίνει τελικά και καταγγέλλει
τον εαυτό του στον κλήρο και παραδίδεται εις τας κυβερνητικάς αρχάς. Ερωτάται∙ τι βασανιστήρια
τον περίμεναν εκείνη την εποχή, τι τροχοί, πυρές και φωτιές; Ποιος τον έσπρωξε λοιπόν να πάει να
καταγγείλει μόνος του τον εαυτό του; Γιατί να μη σταματούσε απλώς στον αριθμό εξήντα, γιατί να
μην κρατήσει το μυστικό του ως την τελευταία του πνοή; Γιατί να μην αφήσει ήσυχους τους
καλόγερους και να μη ζήσει τον υπόλοιπον βίον του μετανοών ως ερημίτης; Γιατί τέλος να μη γίνει
κι ο ίδιος καλόγερος; Εδώ είναι η λύση: Σημαίνει λοιπόν πως υπάρχει κάτι ισχυρότερο των πυρών
και των τροχών, ακόμα και της εικοσαετούς συνήθειας! Σημαίνει λοιπόν πως υπήρχε μια σκέψη που
ήταν ισχυρότερη απ’ όλες τις δυστυχίες, τις σιτοδείες, τα βάσανα, την πανώλη, τη λέπρα και όλην
εκείνη την κόλαση στην οποία δε θα μπορούσε ποτέ να ανταπεξέλθει η τότε ανθρωπότητα δίχως
εκείνη τη νουθετούσα, την καθοδηγούσα τας καρδίας και τη ζωοποιούσα τας πηγάς της ζωής
σκέψη! Δείξτε μου λοιπόν εσείς κάτι παρόμοιο μ’ αυτή την δύναμη στο δικό μας αιώνα της
διαφθοράς και των σιδηροδρομικών γραμμών… δηλαδή θα ‘πρεπε να πω: στον αιώνα μας των
ατμοπλοίων και των σιδηροδρόμων, εγώ όμως λέω, στον αιώνα μας της διαφθοράς και των
σιδηροδρόμων, γιατί είμαι μεθυσμένος, είμαι όμως δίκαιος! Δείξτε μου μια σκέψη που να νουθετεί
τη σύγχρονη ανθρωπότητα, μια σκέψη που να ‘χει τη μισή έστω δύναμη απ’ τη σκέψη εκείνων των
αιώνων. Και τολμείστε να πείτε πως δεν εξασθένησαν, δε θόλωσαν οι πηγές της ζωής κάτω απ’
αυτόν τον «Αστέρα», κάτω απ’ αυτό το δίχτυ όπου μπλέχτηκαν και πιάστηκαν οι άνθρωποι. Και μη
με φοβίζετε με την ευμάρειά σας, με τα πλούτη σας, με την σπάνιν των λιμών και την ταχύτητα των
μέσων συγκοινωνίας! Τα πλούτη είναι περισσότερα, η δύναμη όμως είναι λιγότερη∙ έλειψε η
συνδετική σκέψη! Όλα έγιναν πλαδαρά, όλα σάπισαν κι όλοι σάπισαν! Όλοι, όλοι μας σαπίσαμε!…
Φτάνει όμως∙ δεν είναι αυτό το σημαντικό—το σημαντικό είναι τούτο: δε νομίζετε, υπεραξιότιμε
πρίγκηψ, πως είναι ώρα να διατάξετε να έρθουν τα μεζεδάκια που ετοιμάσαμε για τους
καλεσμένους σας;
Ο Λέμπεντεβ, που τα ‘χε καταφέρει ν’ αγανακτήσει τρομερά μερικούς απ’ τους ακροατές του,
(πρέπει να παρατηρήσουμε πως όλο κι άνοιγαν μποτίλιες, όσο μίλαγε) ξαναφιλιώθηκε αμέσως μ’
όλους τους αντιπάλους του με το απροσδόκητο συμπέρασμά του σχετικά με τα μεζεδάκια. Ο ίδιος ο
Λέμπεντεβ ονόμαζε μια τέτοια κατάληξη «επιτυχή δικηγορικόν ελιγμόν». Ξανακούστηκαν και πάλι
εύθυμα γέλια, οι επισκέπτες ζωήρεψαν∙ όλοι σηκώθηκαν απ’ το τραπέζι για να κάνουν δυο βήματα
στη βεράντα και να ξεμουδιάσουν. Μονάχα ο Κέλερ δεν έμεινε ευχαριστημένος απ’ το λόγο του
Λέμπεντεβ και φαινόταν τρομερά νευριασμένος.
— Τα βάζει με την παιδεία, κηρύττει το φανατισμό του δωδεκάτου αιώνος, κάνει τον καραγκιόζη,
και μάλιστα χωρίς καμιά ψυχική αφέλεια: πώς το ‘φτιαξε αυτός το σπίτι του, επιτρέψτε μου να
ρωτήσω;—έλεγε δυνατά σταματώντας τους όλους και τον καθένα χωριστά.
— Έχω δει έναν πραγματικό ερμηνευτή της Αποκαλύψεως,—έλεγε ο στρατηγός στην άλλη γωνιά, σ’
άλλους ακροατές και ιδιαίτερα στον Πτίτσιν που τον είχε αρπάξει απ’ το κουμπί.—Το μακαρίτη τον
Γρηγόρη Σεμιόνοβιτς Μπουρμίστροβ: εκείνος, ούτως ειπείν, διαπερνούσε τας καρδίας με καυτό
σίδερο. Και κατά πρώτον, έβαζε τα οματογυάλια του, άνοιγε ένα μεγάλο παλιό βιβλίο δεμένο με
μαύρο δέρμα και… είχε επιπλέον κι άσπρα γένια και δύο παράσημα εις αναγνώρισιν των
φιλανθρωπιών του. Άρχιζε άτεγκτα και σοβαρά, μπροστά του έκλιναν το γόνυ κοτζάμ στρατηγοί κι οι
κυρίες έπεφταν λιπόθυμες ενώ αυτός—καταλήγει στους μεζέδες! Ακατονόμαστα πράγματα!
Ο Πτίτσιν, ακούγοντας το στρατηγό, χαμογελούσε και φαινόταν να ετοιμάζεται να πάρει το καπέλο
του, μα λες και δεν τ’ αποφάσιζε ή το ξεχνούσε. Ο Γάνια, πριν ακόμα σηκωθούν οι άλλοι απ’ το
τραπέζι, έπαψε ξάφνου να πίνει κι έσπρωξε μακριά του το ποτήρι. Κάτι σκοτεινό πέρασε στο
πρόσωπό του. Όταν σηκώθηκαν απ’ το τραπέζι, πλησίασε το Ραγκόζιν κι έκατσε δίπλα του. Θα
μπορούσε κανείς να υποθέσει πως οι σχέσεις τους ήταν πολύ φιλικές. Ο Ραγκόζιν, που στην αρχή
είχε κάνει αρκετές φορές να σηκωθεί και να φύγει κρυφά, καθόταν τώρα ασάλευτος, με σκυμμένο
κεφάλι κι ήταν σάμπως να ‘χε ξεχάσει κι αυτός πως ήθελε να φύγει. Όλο το βράδυ δεν ήπιε σταγόνα
κι ήταν πολύ σκεφτικός∙ πού και πού μονάχα σήκωνε τα μάτια του και τους κοίταζε όλους γύρω του
και τον καθένα χωριστά. Τώρα θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως κάτι περιμένει εδώ πέρα, κάτι
τρομερά σημαντικό γι’ αυτόν κι αποφάσισε προς ώρας να μη φύγει.
Ο πρίγκιπας είχε πιει δυο‐τρία ποτήρια όλα‐όλα κι ήταν απλώς εύθυμος. Όταν σηκώθηκε απ’ το
τραπέζι, συνάντησε το βλέμμα του Ευγένιου Παύλοβιτς, θυμήθηκε πως είχαν να κουβεντιάσουν και
να εξηγηθούν οι δυο τους και του χαμογέλασε ευπροσήγορα. Ο Ευγένιος Παύλοβιτς του κούνησε το
κεφάλι και ξάφνου του ‘δειξε τον Ιππόλυτο, που τον παρακολουθούσε επίμονα εκείνη τη στιγμή: Ο
Ιππόλυτος κοιμόταν, τεντωμένος στο ντιβάνι.
— Γιατί ήρθε και σας φορτώθηκε αυτό το παιδαρέλι, πρίγκηψ;—είπε ξαφνικά με τόσο φανερή
αγανάκτηση και μάλιστα μίσος, που ο πρίγκιπας απόρησε.—Κόβω το κεφάλι μου πως κάτι κακό έχει
στο νου του!
— Παρατήρησα,—είπε ο πρίγκιπας,—μου φάνηκε τουλάχιστο πως αυτός σας ενδιαφέρει
υπερβολικά απόψε, Ευγένιε Παύλιτς∙ είναι αλήθεια;
— Και προσθέστε πως στην κατάσταση που βρίσκομαι, έχω πολλά άλλα να σκεφτώ, τόσο που
απορώ κι ο ίδιος με τον εαυτό μου που όλο το βράδυ δεν μπορώ να ξεκολλήσω τα μάτια μου απ’
αυτή τη σιχαμερή φυσιογνωμία!
— Έχει όμορφο πρόσωπο…
— Να, να, κοιτάξτε!—φώναξε ο Ευγένιος Παύλοβιτς τραβώντας απ’ το χέρι τον πρίγκιπα.—Να!
Ο πρίγκιπας ξανακοίταξε απορημένος τον Ευγένιο Παύλοβιτς.
V
Ο ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ, ΠΟΥ ‘ΧΕ ξάφνου κοιμηθεί κατά το τέλος της αγόρευσης του Λέμπεντεβ, τώρα
ξύπνησε ξαφνικά, σάμπως κάποιος να τον είχε σκουντήσει στο πλευρό, ανατρίχιασε, ανασηκώθηκε,
κοίταξε γύρω του και χλόμιασε∙ θα ‘λεγε κανείς πως κοίταζε γύρω του τρομαγμένος∙ μα όταν
θυμήθηκε πού βρίσκεται και κατάλαβε τι συμβαίνει, τον έπιασε κάτι σα φρίκη:
— Τι, φεύγουμε κιόλας; Τέλειωσαν; Τέλειωσαν όλα; Βγήκε ο ήλιος;—ρωτούσε ανήσυχα αρπάζοντας
τον πρίγκιπα απ’ το χέρι.—Τι ώρα είναι; Για όνομα του Θεού, τι ώρα είναι; Με πήρε ο ύπνος.
Κοιμήθηκα πολύ;—πρόσθεσε σχεδόν απελπισμένος, λες κι είχε αργήσει να ξυπνήσει κι έχασε κάτι
που απ’ αυτό εξαρτιόταν τουλάχιστο η μοίρα του ολάκερη.
— Κοιμηθήκατε εφτά, το πολύ οκτώ λεπτά,—απάντησε ο Ευγένιος Παύλοβιτς.
Ο Ιππόλυτος τον κοίταξε άπληστα και μερικές στιγμές έμεινε σκεφτικός.
— Α… μονάχα! Ώστε λοιπόν εγώ…—και πήρε μια βαθιά ανάσα, λες κι είχε πετάξει από πάνω του
ένα μεγάλο βάρος. Κατάλαβε επιτέλους πως τίποτα δεν είχε «τελειώσει», πως δε χάραξε ακόμα,
πως οι επισκέπτες σηκώθηκαν απ’ το τραπέζι μονάχα για τους μεζέδες και πως το μόνο που είχε
τελειώσει ήταν η φλυαρία του Λέμπεντεβ. Χαμογέλασε, κι ένα νοσηρό κοκκίνισμα, σα δυο ζωηροί
λεκέδες, φάνηκε στα μάγουλά του.
— Και σεις μετράγατε και τα λεπτά ακόμα, όσο κοιμόμουν, Ευγένιε Παύλοβιτς,—είπε
κοροϊδευτικά∙—όλο το βράδυ με κοιτάζατε, το είδα… Α! Ο Ραγκόζιν! Τον είδα τώρα στ’ όνειρό
μου,—ψιθύρισε στον πρίγκιπα σμίγοντας τα φρύδια του και δείχνοντας μ’ ένα κούνημα του
κεφαλιού το Ραγκόζιν που καθόταν στο τραπέζι.—Αχ, ναι,—μεταπήδησε ξάφνου ξανά,—πού είναι
λοιπόν ο ρήτορας, πού είναι ο Λέμπεντεβ; Ώστε ο Λέμπεντεβ τέλειωσε; Τι έλεγε; Είναι αλήθεια,
πρίγκηψ, πως είπατε κάποτε ότι τον κόσμο θα τον σώσει η «ομορφιά»; Κύριοι,—φώναξε δυνατά σε
όλους,—ο πρίγκηψ ισχυρίζεται πως τον κόσμο θα τον σώσει η ομορφιά! Και γω ισχυρίζομαι πως
έχει τόσο χαριτωμένες ιδέες γιατί είναι ερωτευμένος∙ βεβαιώθηκα πριν λίγη ώρα, μόλις ανέβηκε
στη βεράντα. Μην κοκκινίζετε, πρίγκηψ, θ’ αρχίσω να σας λυπάμαι. Ποια ομορφιά θα σώσει τον
κόσμο; Αυτό μου το μετέδωσε ο Κόλια… Είστε πραγματικός χριστιανός; Ο Κόλια λέει ότι
αυτοαποκαλείσθε πιστός χριστιανός.
Ο πρίγκιπας τον κοίταζε προσεχτικά και δεν του απαντούσε.
— Δε μου απαντάτε; Ίσως να νομίζετε πως σας αγαπώ πολύ;—πρόσθεσε ξάφνου ο Ιππόλυτος λες
και του ξέφυγε.
— Όχι, δεν το νομίζω. Το ξέρω πως δε μ’ αγαπάτε.
— Πώς! Ακόμα και μετά τα χθεσινά; Χθες δεν ήμουν ειλικρινής μαζί σας;
— Και χθες το ήξερα πως δε μ’ αγαπάτε.
— Επειδή δηλαδή σας ζηλεύω, σας ζηλεύω; Πάντα το νομίζατε και το νομίζετε και τώρα, μα… γιατί
σας τα λέω όλ’ αυτά; Θέλω να πιω κι άλλη σαμπάνια∙ γεμίστε μου το ποτήρι, Κέλερ.
— Δεν πρέπει να πιείτε άλλο, Ιππόλυτε, δε θα σας δώσω…
Κι ο πρίγκιπας του τράβηξε το ποτήρι.
— Πράγματι…—συμφώνησε αμέσως ο Ιππόλυτος κι απόμεινε κάπως σκεφτικός.—Αλλιώς μπορεί να
πουν… μπα, πολύ που με κόφτει τι θα κάτσουν να πουν! Ψέματα, ψέματα; Άσ’ τους ύστερα να λένε,
έτσι δεν είναι, πρίγκηψ; Και τι μας νοιάζει όλους μας τι θα γίνει ύ σ τ ε ρ α !… Ωστόσο, δεν
καλοξύπνησα ακόμα. Τι φριχτό όνειρο που είδα, τώρα μόλις το θυμήθηκα… Δε σας εύχομαι να δείτε
τέτοια όνειρα, πρίγκηψ, μόλο που ίσως να ‘ναι αλήθεια πως δε σας αγαπώ. Εξάλλου, όταν δεν
αγαπάς έναν άνθρωπο, γιατί να θέλεις το κακό του, ψέματα; Τι κάθομαι και ρωτάω όλη την ώρα∙
όλο ρωτάω! Δώστε μου το χέρι σας∙ θα σας το σφίξω δυνατά, να, έτσι… Μου δώσατε ωστόσο το
χέρι σας, ε; Ώστε λοιπόν το ξέρετε πως σας το σφίγγω ειλικρινά; Ναι, λέω να μην πιω άλλο. Τι ώρα
είναι; Αφήστε, δε χρειάζεται, ξέρω τι ώρα είναι. Ήρθε η ώρα! Τώρα είναι η πιο κατάλληλη ώρα. Τι
κάνουν εκεί στη γωνιά, εκεί τους σερβίρουν τους μεζέδες; Ώστε λοιπόν αυτό το τραπέζι είναι
ελεύθερο; Υπέροχα! Κύριοι… Ωστόσο όλοι αυτοί οι κύριοι δε μ’ ακούνε καθόλου… σκοπεύω να
διαβάσω ένα άρθρο, πρίγκηψ∙ φυσικά, οι μεζέδες έχουν περισσότερο ενδιαφέρον, μα…
Και ξαφνικά, εντελώς αναπάντεχα, έβγαλε απ’ τη μέσα τσέπη του σακακιού του ένα μεγάλο φάκελο,
σφραγισμένο με κόκκινο βουλοκέρι. Τον έβαλε μπροστά του πάνω στο τραπέζι.
Αυτό το απροσδόκητο έκανε μεγάλη εντύπωση στη συντροφιά που ήταν στο κέφι μα που δεν είχε
καθόλου κ έ φ ι γι’ αυτό. Ο Ευγένιος Παύλοβιτς αναπήδησε μάλιστα στην καρέκλα, ο Γάνια τράβηξε
βιαστικά τη δική του πιο κοντά στο τραπέζι. Το ίδιο κι ο Ραγκόζιν, με κάποια σιχασιά όμως, λες κι
είχε καταλάβει τι τρέχει. Ο Λέμπεντεβ που έτυχε να ‘ναι εκεί δίπλα, πλησίασε με τα περίεργα
ματάκια του και κοίταζε το πακέτο, προσπαθώντας να μαντέψει περί τίνος πρόκειται.
— Τι είναι αυτό;—ρώτησε ανήσυχα ο πρίγκιπας.
— Μόλις φανεί η πρώτη ακρούλα του ήλιου, θα πέσω στο κρεβάτι, πρίγκηψ, σας το είπα∙ στο λόγο
της τιμής μου, θα το δείτε!—φώναξε ο Ιππόλυτος.—Μα… μα… έχει γούστο να νομίζετε πως δεν
είμαι σε θέση να ξεσφραγίσω αυτό το πακέτο!—πρόσθεσε κοιτάζοντας κάπως προκλητικά γύρω
του, σάμπως να το ‘λεγε σ’ όλους. Ο πρίγκιπας παρατήρησε πως έτρεμε σύγκορμος.
— Κανένας δεν το νομίζει,—απάντησε ο πρίγκιπας για όλους, —και γιατί νομίζετε πως μας πέρασε
μια τέτοια σκέψη και τι… τι παράξενη ιδέα είναι αυτή να θέλετε να διαβάσετε… Τι έχετε κει μέσα,
Ιππόλυτε;
— Τι συμβαίνει; Τι τον έπιασε πάλι;—ρωτούσαν γύρω. Όλοι πλησίασαν στο τραπέζι, μερικοί
μασουλώντας ακόμα∙ το πακέτο με το κόκκινο βουλοκέρι τους τράβαγε όλους σα μαγνήτης.
— Το ‘γραψα χθες, αμέσως μόλις σας έδωσα το λόγο μου πως θα ‘ρθω να μείνω στη βίλα σας,
πρίγκηψ. Το ‘γραφα χθες όλη μέρα, ύστερα τη νύχτα και το τελείωσα σήμερα το πρωί. Τη νύχτα,
κατά τα χαράματα, είδα ένα όνειρο…
— Δε θα ‘ταν προτιμότερο να τ’ αναβάλουμε γι’ αύριο;—τον διέκοψε δειλά ο πρίγκιπας.
— Αύριο «ουκ έσται χρόνος!»—χασκογέλασε υστερικά ο Ιππόλυτος.—Εξάλλου, μην ανησυχείτε, θα
κάνω σαράντα λεπτά να το διαβάσω, το πολύ μια ώρα… Και κοιτάξτε πώς ενδιαφέρονται όλοι. Όλοι
πλησίασαν∙ όλοι κοιτούν τη σφραγίδα μου και, μα την αλήθεια, αν δεν το σφράγιζα το άρθρο μου
στο φάκελο, δε θα ‘κανε καμιά εντύπωση! Χα‐χα! Να τι θα πει μυστήριο! Να το ξεσφραγίσω, ναι ή
όχι, κύριοι;—φώναξε γελώντας με το παράξενο γέλιο του και τα μάτια του άστραψαν!—Μυστήριο!
Μυστήριο! Πρίγκηψ, θυμάστε ποιος είπε ότι «ουκ έσται χρόνος!» Το είπε ο γιγάντιος και κραταιός
άγγελος στην Αποκάλυψη.
— Καλύτερα να μην το διαβάσετε!—φώναξε ξάφνου ο Ευγένιος Παύλοβιτς, μα με τόση ανησυχία,
που δεν την περίμεναν απ’ αυτόν και που πολλοί τη βρήκαν παράξενη.
— Μην το διαβάζετε!—φώναξε ο πρίγκιπας βάζοντας το χέρι του πάνω στο πακέτο.
— Ώρα για διαβάσματα είναι; Τώρα έχουμε τους μεζέδες,—παρατήρησε κάποιος.
— Άρθρο είναι; Για περιοδικό μήπως;—ρώτησε άλλος.
— Μήπως θα ‘ναι πληκτικό;—πρόσθεσε τρίτος.
— Μα τι συμβαίνει λοιπόν εδώ πέρα;—ρωτούσαν οι άλλοι.
Όμως, η φοβισμένη κίνηση του πρίγκιπα, σάμπως να τρόμαξε και τον ίδιο τον Ιππόλυτο.
— Ώστε… να μην το διαβάσω;—του ψιθύρισε κάπως δειλά, μ’ ένα στραβό χαμόγελο στα
μελανιασμένα του χείλη.—Να μην το διαβάσω;—μουρμούρισε κοιτάζοντας όλη την παρέα,
ερευνώντας όλα τα μάτια κι όλα τα πρόσωπα σα να προσπαθούσε να γαντζωθεί και πάλι πάνω τους
με μιαν άπληστη ανάγκη διαχυτικότητας.—Φοβάστε;—γύρισε κι είπε στον πρίγκιπα.
— Τι να φοβάμαι;—ρώτησε εκείνος ενώ το πρόσωπό του αλλοιωνόταν.
— Έχει κανένας ένα εικοσαράκι, είκοσι καπίκια;—πήδηξε ξάφνου ο Ιππόλυτος απ’ την καρέκλα του,
λες και τον τράβηξε κάποιος.—Ένα οποιοδήποτε νόμισμα!
— Ορίστε!—του ‘δωσε αμέσως ο Λέμπεντεβ. Του πέρασε η σκέψη πως ο άρρωστος Ιππόλυτος είχε
τρελαθεί.
— Βέρα Λουκιάνοβνα!—τη φώναξε βιαστικά ο Ιππόλυτος.—Πάρτε το και ρίξτε το στο τραπέζι
κορόνα ή γράμματα. Αν έρθει κορόνα θα το διαβάσω!
Η Βέρα κοίταξε τρομαγμένη το νόμισμα, τον Ιππόλυτο, ύστερα τον πατέρα της και κάπως αδέξια,
ρίχνοντας προς τα πίσω το κεφάλι της, λες κι είχε την πεποίθηση πως αυτή δε θα ‘πρεπε να βλέπει
το νόμισμα, το πέταξε στο τραπέζι. Ήρθε κορόνα.
— Να διαβάσω!—ψιθύρισε ο Ιππόλυτος συντριμμένος θα ‘λεγες απ’ την απόφαση της Μοίρας∙ δε
θα χλόμιαζε περισσότερο αν του διάβαζαν τη θανατική του καταδίκη.—Ωστόσο, (ανατρίχιασε
ξάφνου αφού έμεινε για λίγο σιωπηλός), τι είναι αυτό που έκανα; Είναι ποτέ δυνατό να ‘ριξα τον
κύβο;—κοίταξε γύρω του με την ίδια φορτική ειλικρίνεια.—Μα αυτό είναι μια καταπληκτική
ψυχολογική περίπτωση!—φώναξε ξάφνου γυρίζοντας στον πρίγκιπα ειλικρινά κατάπληκτος.—
Αυτό… αυτό είναι μια απίστευτη περίπτωση, πρίγκηψ!—βεβαίωσε ζωηρεύοντας κι είχες την
εντύπωση πως αρχίζει να συνέρχεται.—Αυτό να το σημειώσετε, πρίγκηψ, μην το ξεχάσετε∙ αν δεν
κάνω λάθος μαζεύετε υλικό σχετικό με τις θανατικές εκτελέσεις… Μου το έλεγαν, χα‐χα! Ω, Θεέ
μου, τι ανόητη μωρολογία!—έκατσε στο ντιβάνι, ακούμπησε τους αγκώνες του στο τραπέζι κι
άρπαξε με τα χέρια το κεφάλι του.—Αυτό πια καταντάει ντροπή!… Πολύ που με κόφτει, αν είναι
ντροπή,—σήκωσε σχεδόν αμέσως το κεφάλι.—Κύριοι! Κύριοι, ξεσφραγίζω το φάκελο!—φώναξε με
μια ξαφνική αποφασιστικότητα.—Εγώ… εγώ… άλλωστε, δεν αναγκάζω κανένα ν’ ακούσει!…
Με χέρια που έτρεμαν απ’ την ταραχή, ξεσφράγισε το φάκελο, έβγαλε από μέσα μερικές κόλλες
διαγωνισμού—ήταν όλες τους ψιλογραμμένες. Τις έβαλε μπροστά του κι άρχισε να τις ισιώνει.
— Μα τι ‘ναι αυτό; Τι συμβαίνει; Τι θα διαβάσει;—μουρμούριζαν βλοσυρά μερικοί∙ οι άλλοι
σώπαιναν. Όλοι όμως έκατσαν και κοίταζαν με περιέργεια. Ίσως να περίμεναν πραγματικά κάτι
ασυνήθιστο. Η Βέρα γαντζώθηκε απ’ την καρέκλα του πατέρα της κι ήταν τόσο τρομαγμένη που λίγο
ακόμα και θα ‘βαζε τα κλάματα. Σχεδόν το ίδιο τρομαγμένος ήταν κι ο Κόλια. Ο Λέμπεντεβ, που ‘χε
κάτσει κιόλας στην καρέκλα του, ανασηκώθηκε ξαφνικά, άρπαξε τα κεριά και τα ‘φερε πιο κοντά
στον Ιππόλυτο για να βλέπει καλύτερα.
— Κύριοι… αυτό… θα δείτε τώρ’ αμέσως τι είναι,—πρόσθεσε άγνωστο γιατί ο Ιππόλυτος και ξάφνου
άρχισε να διαβάζει: «Απαραίτητη εξήγηση»: Μότο: «Après moi le déluge»… Φτου, που να πάρει ο
διάολος!—φώναξε σα να τσουρουφλίστηκε:—Είναι ποτέ δυνατό να ‘βαλα στα σοβαρά ένα τέτοιο
μότο; Ακούστε, κύριοι!… Σας βεβαιώ πως όλ’ αυτά μπορεί να ‘ναι στο κάτω‐κάτω αφόρητες
σαχλαμάρες! Είναι μονάχα μερικές σκέψεις δικές μου… Αν νομίζετε πως υπάρχει τίποτα
μυστηριώδες και… απαγορευμένο… με δυο λόγια…
— Αφήστε τους προλόγους και διαβάστε,—του έκανε ο Γάνια.
— Άρχισε τις τσιριμόνιες!—πρόσθεσε κάποιος.
— Περιττές κουβέντες,—είπε ο Ραγκόζιν που ως τότε καθόταν σιωπηλός.
Ο Ιππόλυτος τον κοίταξε ξαφνικά κι όταν οι ματιές τους συναντήθηκαν, ο Ραγκόζιν χαμογέλασε
πικρά και φαρμακερά και πρόφερε αργά τούτα τα παράξενα λόγια:
— Δεν τα κανονίζουν έτσι κάτι τέτοια, παλικάρι μου, δεν τα κανονίζουν έτσι…
Φυσικά, κανένας δεν κατάλαβε τι ήθελε να πει ο Ραγκόζιν, τα λόγια του όμως έκαναν αρκετά
παράξενη εντύπωση σ’ όλους∙ όλους τούς ακράγγιξε η ίδια σκέψη. Όσο για τον Ιππόλυτο, τα λόγια
αυτά του έκαναν τρομερή εντύπωση: άρχισε να τρέμει τόσο που ο πρίγκιπας έκανε ν’ απλώσει το
χέρι του για να τον συγκρατήσει κι ο Ιππόλυτος σίγουρα θα ξεφώνιζε αν δεν του κοβόταν ξάφνου η
μιλιά. Ένα ολόκληρο λεπτό δεν μπορούσε να προφέρει λέξη και, ανασαίνοντας βαριά,
εξακολουθούσε να κοιτάει το Ραγκόζιν. Τέλος, με κομμένη την ανάσα και με τρομερή προσπάθεια,
πρόφερε:
— Ώστε εσείς ήσασταν… εσείς ήσασταν… εσείς;
— Τι ήμουν; Τι έκανα;—απάντησε ο Ραγκόζιν μη μπορώντας να καταλάβει, ο Ιππόλυτος όμως
κατακοκκίνισε και σχεδόν λυσσώντας απ’ το κακό του φώναξε δυνατά κι απότομα:
— Ε σ ε ί ς ήσασταν που ήρθατε σπίτι μου την περασμένη εβδομάδα, τη νύχτα κατά τη μία, εκείνη
τη μέρα που σας επισκέφτηκα το πρωί, ε σ ε ί ς !! Ομολογείστε το, εσείς ήσασταν;
— Την περασμένη εβδομάδα, τη νύχτα; Μπας και σου ‘στριψε στ’ αλήθεια, παλικάρι μου;
Το «παλικάρι» έμεινε και πάλι σιωπηλό για λίγο, ακουμπώντας το δάχτυλό του στο μέτωπο σα να
ζύγιαζε κάτι∙ όμως στο χλομό του χαμόγελο που το στράβωνε ο τρόμος, φάνηκε ξάφνου ένα κάτι —
κάτι πονηρό και θριαμβευτικό.
— Εσείς ήσασταν!—ξανάπε τέλος σχεδόν ψιθυριστά, με απόλυτη σιγουριά ωστόσο.—Εσείς
είχατε έρθει στο δωμάτιό μου και καθόσασταν σωπαίνοντας στην καρέκλα, δίπλα στο παράθυρο
μιαν ολάκερη ώρα∙ τι λέω, πιο πολύ∙ απ’ τα μεσάνυχτα περίπου ως τις δύο σχεδόν∙ σηκωθήκατε
ύστερα και φύγατε, δύο περασμένες… Εσείς ήσασταν, εσείς! Γιατί με φοβερίζατε, γιατί ήρθατε να
με βασανίσετε! Δεν το καταλαβαίνω, μα ήσασταν εσείς!
Και στο βλέμμα του άστραψε ξάφνου ένα απέραντο μίσος μόλο που έτρεμε ακόμα απ’ τον τρόμο
του.
— Κύριοι, τώρα αμέσως θα τα μάθετε όλα. Εγώ… εγώ… ακούστε…
Ξανάρπαξε τρομερά βιαστικός τα χαρτιά του. Τα χαρτιά γλίστρησαν κι ανακατεύτηκαν αυτός
πάσκιζε να τα ξαναφτιάξει∙ τα χαρτιά έτρεμαν μες στα τρεμάμενα χέρια του∙ έκανε πολλήν ώρα να
τα βολέψει.
— Ή παλάβωσε ή παραμιλάει!—μουρμούρισε σιγανά ο Ραγκόζιν.
Επιτέλους η ανάγνωση άρχισε. Στην αρχή, κάπου πέντε λεπτά, ο συγγραφέας του αναπάντεχου
ά ρ θ ρ ο υ εξακολουθούσε ακόμα να κοντανασαίνει και διάβαζε ασύνδετα και κομμένα, αργότερα
όμως η φωνή του έγινε πιο σταθερή κι άρχισε να εκφράζει σωστά το νόημα των φράσεων. Μονάχα
στιγμές‐στιγμές τον έκοβε ένας δυνατός βήχας∙ απ’ τη μέση κι ύστερα, βράχνιασε πολύ∙ η μεγάλη
έξαψη που τον κάτεχε και μεγάλωνε συνεχώς όσο προχωρούσε η ανάγνωση, έφτασε κατά το τέλος
στο κατακόρυφο, όπως κι η νοσηρή εντύπωση που έκανε το άρθρο στους ακροατές. Παραθέτουμε
εδώ όλο αυτό το «άρθρο»:
Η ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΕΞΗΓΗΣΗ ΜΟΥ
Après moi le déluge!
«Χθες το πρωί ήρθε να με δει ο πρίγκιπας∙ ανάμεσα στ’ άλλα, μ’ έπεισε να μεταφερθώ στη βίλα του.
Το ‘ξερα πως θα επέμενε το δίχως άλλο σ’ αυτό κι ήμουν σίγουρος πως θα μου ξεφούρνιζε μ’ όλη
του την αφέλεια πως στην εξοχή «ο θάνατός μου θα ‘ταν πιο ανάλαφρος ανάμεσα στους
ανθρώπους και στα δέντρα», όπως εκφράζεται. Σήμερα όμως δεν είπε ο θ ά ν α τ ό ς μ ο υ μα
είπε «η ζωή μου θα ‘ναι πιο ανάλαφρη», πράγμα που ωστόσο για μένα είναι σχεδόν το ίδιο στην
κατάσταση που βρίσκομαι. Τον ρώτησα τι εννοεί με τα αιώνια «δέντρα» του, και γιατί μου
φορτώνεται μ’ αυτά τα «δέντρα» και με μεγάλη μου απορία τον άκουσα να λέει πως εγώ ο ίδιος
τάχα είχα πει τις προάλλες πως ήρθα στο Παυλόβσκ για να δω για τελευταία φορά τα δέντρα. Όταν
του έκανα την παρατήρηση πως το ίδιο κάνει όπου κι αν πεθάνεις, τι κάτω απ’ τα δέντρα, τι
κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο τα τούβλα μου, και πως για δυο εβδομάδες ζωή δεν αξίζουν τόσες
διατυπώσεις, αυτός συμφώνησε αμέσως∙ ωστόσο, η πρασινάδα κι ο καθαρός αέρας θα
προκαλέσουν μέσα μου—κατά τη γνώμη του—το δίχως άλλο θα προκαλέσουν κάποια σωματική
αλλαγή και η ταραχή μου και τα ό ν ε ι ρ ά μ ο υ θ’ αλλάξουν και ίσως να γίνουν πιο ανάλαφρα.
Του παρατήρησα και πάλι, γελώντας, πως μιλά σαν υλιστής. Αυτός μου απάντησε—με κείνο το
χαμόγελό του—πως και πάντα του ήταν υλιστής. Και μια και δε λέει ποτέ του ψέματα, τα λόγια
αυτά κάτι θα σημαίνουν. Το χαμόγελό του είναι όμορφο. Τώρα τον κοίταξα πιο προσεκτικά. Δεν
ξέρω αν τον αγαπάω ή όχι τώρα. Τώρα δεν έχω καιρό να χάνω μ’ αυτό. Πρέπει ωστόσο να
παρατηρήσω πως το πεντάμηνο μίσος που του είχα, άρχισε τον τελευταίο μήνα να καταλαγιάζει
εντελώς. Ποιος ξέρει, ίσως να ‘χα πάει στο Παυλόβσκ κυρίως για να τον δω. Μα… γιατί άφησα τότε
το δωμάτιό μου; Ο καταδικασμένος σε θάνατο δεν πρέπει ν’ αφήνει τη γωνιά του∙ κι αν δεν είχα
πάρει τώρα την τελευταία απόφαση μα είχα αποφασίσει απεναντίας να περιμένω ως την τελευταία
ώρα, τότε φυσικά δε θ’ άφηνα με κανέναν τρόπο το δωμάτιό μου και δε θα δεχόμουν την
πρόσκληση να μετακομίσω στη βίλα του και να «πεθαίνω» στο Παυλόβσκ.
Πρέπει να βιαστώ και να τελειώσω όλη αυτή την «Εξήγηση» το δίχως άλλο ως αύριο. Που σημαίνει
πως δε θα ‘χω καιρό για να ξαναδιαβάσω όλ’ αυτά και να τα διορθώσω∙ θα τα ξαναδιαβάσω αύριο
όταν θα τα διαβάζω στον πρίγκιπα και σε δυο‐τρεις άλλους μάρτυρες που σκοπεύω να βρω στο
σπίτι του. Μια και δε θα πω ούτε μια λέξη ψέματα, μα όλα θα ‘ναι μονάχα η αλήθεια, η τελευταία κι
η θριαμβευτική αλήθεια, είμαι απ’ τα πριν περίεργος τι εντύπωση θα κάνει σε μένα τον ίδιο εκείνη
την ώρα και εκείνη τη στιγμή όταν θα τα ξαναδιαβάζω! Άλλωστε, δεν υπήρχε λόγος να γράψω: «η
τελευταία και θριαμβευτική αλήθεια». Για δυο εβδομάδες ζωή, έτσι κι αλλιώς δεν αξίζει τον κόπο να
πει κανένας ψέματα γιατί δεν αξίζει τον κόπο να ζήσει δυο εβδομάδες∙ αυτή είναι η καλύτερη
απόδειξη πως θα γράψω μονάχα την αλήθεια. (Σημείωση: Να μην ξεχάσω τη σκέψη: μήπως είμαι
τρελός αυτή τη στιγμή, δηλαδή στιγμές‐στιγμές; Μου είπαν θετικά πως οι φυματικοί στο τελευταίο
στάδιο έχουν πότε‐πότε στιγμές τρέλας. Να το εξακριβώσω αυτό αύριο κατά την ανάγνωση, απ’ την
εντύπωση στους ακροατές. Αυτό το ζήτημα να το εξακριβώσω το δίχως άλλο∙ αλλιώς δεν μπορώ να
βάλω τίποτα μπροστά.)
«Μου φαίνεται πως έγραψα τώρα μια φοβερή ανοησία∙ μα δεν έχω καιρό να κάνω διορθώσεις, το
είπα∙ εκτός απ’ αυτό δίνω το λόγο μου να μη διορθώνω επίτηδες σ’ αυτό το χειρόγραφο ούτε μια
λέξη έστω κι αν παρατηρήσω πως αντιφάσκω σε κάθε πέντε αράδες. Θέλω ίσα‐ίσα να εξακριβώσω
αύριο στην ανάγνωση αν είναι σωστή η λογική ροή των σκέψεών μου∙ να δω αν αντιλαμβάνομαι τα
λάθη μου κι αν κατά συνέπεια είναι σωστά όλ’ αυτά που σκέφτηκα σε τούτο το δωμάτιο αυτούς
τους έξι μήνες ή είναι απλά και σκέτα ένα παραλήρημα.
«Αν βρισκόμουν στην ανάγκη εδώ και δυο μήνες να εγκαταλείψω εντελώς το δωμάτιό μου και ν’
αποχαιρετήσω τον τοίχο του Μάγιερ, τότε, είμαι σίγουρος, θα μελαγχολούσα. Τώρα δεν αισθάνομαι
τίποτα, κι όμως αφήνω αύριο και το δωμάτιο και τον τοίχο για πάντα ! Πράγμα που σημαίνει
πως η πεποίθησή μου ότι για δυο εβδομάδες ζωή δεν αξίζει πια να λυπάσαι ή ν’ αφήνεσαι να
παρασυρθείς από οποιαδήποτε συναισθήματα, έχει κυριαρχήσει στη φύση μου και μπορεί τώρα
πια να διατάζει όλα μου τα συναισθήματα. Μα είναι αλήθεια άραγε αυτό; Είναι αλήθεια άραγε πως
η φύση μου είναι τώρα απόλυτα νικημένη; Αν άρχιζαν τώρα να με βασανίζουν, σίγουρα θα ‘βαζα τις
φωνές και δε θα ‘λεγα πως δεν αξίζει τον κόπο να φωνάζω και να νιώθω τον πόνο γιατί μου μένουν
μονάχα δυο εβδομάδες να ζήσω.
Μα είναι αλήθεια άραγε πως μου μένουν μονάχα δυο εβδομάδες να ζήσω κι όχι περισσότερο; Τότε,
στο Παυλόβσκ, είπα ψέματα: Ο Μπ—ν δε μου ‘πε τίποτα και ποτέ δε μ’ εξέτασε, εδώ και μια
εβδομάδα όμως μου έφεραν το φοιτητή Κισλορόντοβ∙ από άποψη πεποιθήσεων είναι υλιστής,
αθεϊστής και μηδενιστής, γι’ αυτό ακριβώς τον φώναξα: είχα ανάγκη από έναν άνθρωπο που θα μου
‘λεγε επιτέλους γυμνή την αλήθεια, χωρίς συναισθηματισμούς και χωρίς τσιριμόνιες. Αυτό ακριβώς
έκανε, κι όχι μονάχα με προθυμία και χωρίς τσιριμόνιες μα και με φανερή ευχαρίστηση (πράγμα
που αυτό πια κατά τη γνώμη μου ήταν περιττό). Μου ‘πε ξεκάθαρα πως μου μένει κάνας μήνας∙
ίσως λίγο παραπάνω, αν οι συνθήκες θα ‘ναι καλές! Μπορεί όμως να πεθάνω και πολύ νωρίτερα.
Κατά τη γνώμη του, μπορεί να πεθάνω κι αναπάντεχα! Ακόμα κι αύριο λόγου χάρη: κάτι τέτοιο έχει
ξαναγίνει και, μόλις προχτές, μια νεαρή κυρία που ‘χε φυματίωση και βρισκόταν σε κατάσταση
παρόμοια με τη δική μου, στη συνοικία Καλόμνα, ετοιμαζόταν να πάει στην αγορά να ψωνίσει μα
ξαφνικά ένιωσε άσχημα ξάπλωσε στο ντιβάνι, αναστέναξε και πέθανε. Όλ’ αυτά μου τα ‘κανε
γνωστά ο Κισλορόντοβ με κάποια επίδειξη αναισθησίας κι αδιαφορίας. Είχε ένα ύφος σα να μου
‘κανε τιμή, δείχνοντάς μου δηλαδή πως με θεωρεί και μένα για ανώτερον άνθρωπο που αρνιέται τα
πάντα, όπως είναι κι αυτός που, φυσικά, δεν του κοστίζει καθόλου να πεθάνει. Όπως και να ‘ναι, το
γεγονός είναι ξεκαθαρισμένο: ένας μήνας και με κανέναν τρόπο περισσότερο! Είμαι απόλυτα
βέβαιος πως δεν έπεσε έξω στους υπολογισμούς του.
«Μ’ έκανε κι απόρησα πολύ, πώς έγινε και το μάντεψε πριν από λίγο ο πρίγκιπας πως βλέπω
«άσχημα όνειρα»∙ είπε κατά λέξη πως στο Παυλόβσκ «η ταραχή μου και τα ό ν ε ι ρ α θ’ αλλάξουν».
Και γιατί ν’ αλλάξουν λοιπόν τα όνειρα; Ή πρέπει να ‘ναι γιατρός ή πραγματικά έχει σπάνιο μυαλό
και μπορεί να μαντεύει πάρα πολλά πράγματα. (Μα το ότι, σε τελευταία ανάλυση, είναι «ηλίθιος»
γι’ αυτό δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία). Λες κι έγινε επίτηδες, μόλις πριν απ’ τον ερχομό του, είδα
ένα χαριτωμένο όνειρο (εδώ που τα λέμε από κείνα που βλέπω τώρα κατά εκατοντάδες). Με πήρε ο
ύπνος—θα ‘ταν νομίζω μια ώρα πριν έρθει—κι είδα πως είμαι σ’ ένα δωμάτιο (όχι όμως στο δικό
μου). Ένα δωμάτιο πιο μεγάλο και πιο ψηλό απ’ το δικό μου, καλύτερα επιπλωμένο, φωτεινό, με
ντουλάπα, κομοδίνο, ντιβάνι κι ένα κρεβάτι, μεγάλο και φαρδύ, σκεπασμένο μ’ ένα πράσινο
μεταξωτό πάπλωμα. Σ’ αυτό το δωμάτιο όμως είδα ένα φριχτό ζώο, κάποιο τέρας. Ήταν κάτι σα
σκορπιός, όχι σκορπιός όμως, μα κάτι πιο σιχαμερό και πολύ πιο τρομερό και φαίνεται πως ο λόγος
που μου φάνηκε έτσι είναι πως τέτοια ζώα δεν υπάρχουν στη φύση και πως αυτό εμφανίστηκε
ε π ί τ η δ ε ς στο δωμάτιό μου και στην εμφάνιση αυτή κρύβεται τάχα κάποιο μυστήριο. Το εξέτασα
πολύ προσεχτικά: ήταν καφετί και λεπιδωτό, ένα πράγμα σερνάμενο, μακρύ κάπου δέκα πόντους,
στο κεφάλι χοντρό ίσαμε δυο δάχτυλα κι όσο πήγαινε στην ουρά στένευε, έτσι που η άκρη της
ουράς δε θα ήταν πιότερο από ένα τέταρτο του πόντου. Διόμιση πόντους πιο κάτω απ’ το κεφάλι,
ξεπετάγονταν απ’ το κορμί του, σε γωνία σαράντα πέντε μοιρών, δυο πόδια, ένα απ’ την κάθε μεριά,
κάπου πέντε πόντους στο μάκρος, έτσι που όλο το ζώο, άμα το κοίταζες από πάνω, φαινόταν σαν
τρίαινα. Το κεφάλι δεν το πρόσεξα καλά, είδα όμως δύο μικρές κεραίες, κοντές, σα δυο γερές
βελόνες, καφετιές κι εκείνες. Παρόμοιες κεραίες είχε και στην άκρη της ουράς και στην άκρη του
κάθε ποδιού, συνολικά δηλαδή οι κεραίες ήταν οκτώ. Το ζώο έτρεχε μέσα στο δωμάτιο πολύ
γρήγορα, πατώντας στα πόδια και στην ουρά κι όταν έτρεχε, το σώμα του και τα πόδια σούρνονταν
σα μικρά φίδια, με καταπληκτική ταχύτητα, παρ’ όλα του τα χοντρά λέπια κι αυτό ήταν πολύ
σιχαμερό να το βλέπεις. Εγώ φοβόμουν τρομερά πως θα με κεντρίσει∙ μου είπαν πως είναι
φαρμακερό, μα αυτό που με βασάνιζε περισσότερο ήταν το ποιος το έστειλε στην κάμαρά μου, τι
θέλουν να μου κάνουν και πού βρίσκεται σ’ όλ’ αυτά το μυστήριο; Το ζώο κρυβόταν κάτω απ’ το
κομό, κάτω απ’ τη ντουλάπα, χωνόταν στις γωνιές. Εγώ έκατσα στην καρέκλα και μάζεψα τα πόδια
μου επάνω. Αυτό έτρεξε γρήγορα στο δωμάτιο, διαγώνια, κι εξαφανίστηκε κάπου δίπλα στην
καρέκλα μου. Εγώ κοίταζα κατατρομαγμένος γύρω μου, επειδή όμως καθόμουν έχοντας διπλωμένα
τα πόδια μου, έλπιζα πως δε θα σκαρφάλωνε στην καρέκλα. Ξάφνου άκουσα από πίσω μου, δίπλα
σχεδόν στο κεφάλι μου, ένα τριζάτο χαρχάλεμα∙ γύρισα και είδα πως εκείνο το σερπετό
σκαρφαλώνει στον τοίχο κι είναι κιόλας στο ίδιο ύψος με το κεφάλι μου κι αγγίζει μάλιστα τα
μαλλιά μου με την ουρά του που σάλευε και στριφογύριζε με καταπληκτική ταχύτητα. Πετάχτηκα
πάνω∙ το ζώο εξαφανίστηκε. Στο κρεβάτι φοβόμουν να πλαγιάσω, για να μη χωθεί κάτω απ’ το
μαξιλάρι. Στο δωμάτιο μπήκαν η μητέρα μου και κάποιος γνωστός της. Άρχισαν να το κυνηγούν,
ήταν όμως πιο ήρεμοι από μένα κι ούτε φοβόνταν καν. Αυτοί όμως δεν καταλάβαιναν τίποτα.
Ξάφνου εκείνο ξαναφάνηκε∙ αυτή τη φορά σουρνόταν πολύ σιγά κι είχε λες κάποια ιδιαίτερη
πρόθεση, φιδοσάλευε αργά, πράγμα που ήταν ακόμα πιο σιχαμερό και τράβαγε πάλι διαγώνια στο
δωμάτιο, κατά την πόρτα. Τότε η μάνα μου άνοιξε την πόρτα και φώναξε τη Νόρμα, το σκυλί μας—
ένα τεράστιο σκυλί της Νέας Γης, μαύρο και κατσαρομάλλικο∙ ψόφησε εδώ και πέντε χρόνια. Το
σκυλί όρμησε μέσα στο δωμάτιο και στάθηκε πάνω απ’ το σερπετό, σα να το κάρφωσαν στη θέση
του. Σταμάτησε και το σερπετό, εξακολουθούσε όμως να φιδοσαλεύει και να χτυπάει στο πάτωμα
με την άκρη των ποδιών και της ουράς. Τα ζώα δεν μπορούν να νιώσουν μυστικιστικό φόβο, αν δεν
κάνω λάθος∙ εκείνη όμως τη στιγμή μού φάνηκε πως στον τρόμο της Νόρμας υπήρχε κάτι
υπερβολικά ασυνήθιστο, σχεδόν μυστικιστικό και κατά συνέπεια ένιωθε κι αυτή, όπως και γω, πως
τούτο το πράγμα είχε κάτι το μοιραίο και κρύβει κάποιο μυστήριο. Άρχισε να πισωπατάει αργά
φεύγοντας απ’ το σερπετό που σουρνόταν σιγά και προσεχτικά καταπάνω της∙ φαίνεται πως ήθελε
να της ριχτεί ξαφνικά και να την κεντρίσει. Μα παρ’ όλο τον τρόμο της, η Νόρμα το κοίταζε με
τρομερό μίσος, μόλο που έτρεμε σύγκορμη. Ξάφνου, άνοιξε αργά τα τρομερά της δόντια, άνοιξε όλο
το τεράστιο κόκκινο στόμα της, ετοιμάστηκε, ζυγιάστηκε, τ’ αποφάσισε και ξαφνικά άρπαξε το
σερπετό με τα δόντια της. Φαίνεται πως το σερπετό τινάχτηκε δυνατά προσπαθώντας να
ξεγλιστρήσει, έτσι που η Νόρμα το ξανάπιασε άλλη μια φορά, στον αέρα τώρα, και δυο φορές το
άρπαξε με το μεγάλο της στόμα, πάντα στον αέρα, σα να ‘θελε να το καταπιεί. Τα χοντρά λέπια
έτριξαν στα δόντια της∙ η μικρή ουρά και τα πόδια που κρέμονταν απ’ το στόμα της, κουνιόνταν με
τρομερή ταχύτητα. Ξάφνου η Νόρμα ούρλιαξε παραπονιάρικα: Το σερπετό είχε προφτάσει παρ’ όλα
αυτά να της δαγκώσει τη γλώσσα. Ουρλιάζοντας και τσιρίζοντας, άνοιξε απ’ τον πόνο το στόμα της
κι είδα πως το κατακομματιασμένο σερπετό σάλευε ακόμα μέσα στο στόμα της, βγάζοντας απ’ το
μισολιωμένο κορμί του πάνω στη γλώσσα της μπόλικο άσπρο υγρό που έμοιαζε με το υγρό μιας
πατημένης μαύρης κατσαρίδας… Εκείνη τη στιγμή ξύπνησα και μπήκε ο πρίγκιπας».
— Κύριοι,—είπε ο Ιππόλυτος σταματώντας ξαφνικά την ανάγνωση λες και ντράπηκε,—δεν τα
ξαναδιάβασα μα φαίνεται πως έγραψα πράγματι πολλά περιττά. Αυτό το όνειρο…
— Κάτι έχει…—βιάστηκε να πει το λογάκι του ο Γάνια.
— Εδώ είναι πάρα πολλά τα προσωπικά, συμφωνώ, πράγματα δηλαδή που αφορούν εμένα…
Λέγοντας το αυτό ο Ιππόλυτος είχε ύφος κουρασμένο κι εξασθενημένο και σκούπιζε τον ιδρώτα απ’
το μέτωπό του με το μαντίλι.
— Ναι, δείχνετε υπερβολικό ενδιαφέρον για τον εαυτό σας,—έκανε σα φίδι ο Λέμπεντεβ.
— Κύριοι, δεν αναγκάζω κανέναν… όποιος θέλει μπορεί να φύγει.
— Μας διώχνει απ’ το ξένο σπίτι,—γκρίνιαξε ο Ραγκόζιν έτσι που μόλις ακούστηκε.
— Και πώς θα σηκωθούμε όλοι ξαφνικά και θα φύγουμε;—πρόφερε αναπάντεχα ο Φερντιστσένκο
που, για να λέμε την αλήθεια, δεν είχε τολμήσει ως τα τώρα να προφέρει λέξη.
Ο Ιππόλυτος χαμήλωσε ξάφνου τα μάτια κι άρπαξε τα χειρόγραφα∙ μα την ίδια στιγμή ξανασήκωσε
το κεφάλι και, με μάτια που πετούσαν σπίθες, με δυο κόκκινους λεκέδες στα μάγουλα, πρόφερε
κοιτάζοντας κατάματα τον Φερντιστσένκο:
— Εσείς δε μ’ αγαπάτε καθόλου!
Ακούστηκαν γέλια∙ οι περισσότεροι όμως δε γελούσαν. Ο Ιππόλυτος κοκκίνισε φοβερά.
— Ιππόλυτε,—είπε ο πρίγκιπας,—κλείστε το χειρόγραφό σας, δώστε τό μου εμένα και σεις
πηγαίνετε να κοιμηθείτε εδώ στο δωμάτιό μου. Θα μιλήσουμε πριν σας πάρει ο ύπνος και αύριο
πάλι∙ με τη συμφωνία όμως να μην τα ξανανοίξετε ποτέ πια αυτά τα χαρτιά. Θέλετε;
— Είναι ποτέ δυνατόν κάτι τέτοιο;—τον κοίταξε ο Ιππόλυτος κατάπληκτος.—Κύριοι!—φώναξε
ξαναζωηρεύοντας πυρετικά, —όλ’ αυτά ήταν ένα ανόητο επεισόδιο όπου φέρθηκα σα βλάκας. Δε
θα ξαναδιακόψω την ανάγνωση. Όποιος θέλει ν’ ακούσει, ας ακούσει…
Βιάστηκε να πιει μια γουλιά νερό, ακούμπησε αμέσως τους αγκώνες στο τραπέζι για να κρυφτεί απ’
τα βλέμματα και συνέχισε με πείσμα την ανάγνωση. Άλλωστε, η ντροπή τού πέρασε σε λίγο…
«Η ιδέα πως δεν αξίζει (συνέχισε να διαβάζει) να ζήσει κανείς μερικές εβδομάδες, άρχισε να με
κυριεύει για τα καλά εδώ κι ένα μήνα νομίζω, όταν μου έμεναν ακόμα να ζήσω τέσσερις εβδομάδες,
με κυριάρχησε όμως εντελώς μόλις εδώ και τρεις μέρες, όταν γύρισα εκείνο το βράδυ απ’ το
Παυλόβσκ. Η πρώτη φορά που με διαπότισε σύγκορμα και άμεσα αυτή η σκέψη ήταν στη βεράντα
του πρίγκιπα, τη στιγμή ακριβώς που μου ‘ρθε να κάνω την τελευταία δοκιμή να ζήσω, τότε που
ήθελα να δω τους ανθρώπους και τα δέντρα (ας πούμε πως το είχα πει ο ίδιος), τότε που σκιζόμουν,
επέμενα στο δικαίωμα του Μπουρντόβσκη, «του πλησίον μου», κι ονειρευόμουν πως όλοι ίσως θ’
ανοίξουν διάπλατα την αγκαλιά τους να με δεχτούν και πως θα μου ζητήσουν για κάτι συγνώμη και
γω θα ζητήσω απ’ αυτούς∙ με δυο λόγια φέρθηκα σα χαζόβλακας. Εκείνες τις ώρες ακριβώς,
φούντωσε μέσα μου αυτή η «τελευταία πεποίθηση». Απορώ τώρα πώς μπόρεσα κι έζησα έξι
ολάκερους μήνες χωρίς αυτή την «πεποίθηση!» Το ‘ξερα θετικά πως είμαι φυματικός και πως η
αρρώστια μου είναι ανίατη∙ δεν ξεγελούσα τον εαυτό μου, καταλάβαινα πεντακάθαρα πώς έχουν τα
πράγματα. Μα όσο καθαρότερα τα καταλάβαινα τόσο πιο σπασμωδικός ήταν ο πόθος μου να ζήσω∙
γαντζωνόμουν απ’ τη ζωή κι ήθελα να ζήσω με κάθε θυσία. Συμφωνώ πως θα μπορούσα τότε ν’
αγανακτώ με τη σκοτεινή κι ανάλγητη Μοίρα που το ‘βαλε σκοπό να με συντρίψει σα μύγα και,
φυσικά, χωρίς να ξέρει γιατί∙ μα γιατί δεν τελείωσα μονάχα με το μίσος; Γιατί αλήθεια ά ρ χ ι ζ α να
ζω ξέροντας πως δεν μπορώ πια ν’ αρχίζω; Γιατί επιχειρούσα ξέροντας πως δεν μπορώ πια τίποτα να
επιχειρώ; Στο μεταξύ, ούτε βιβλία δεν μπορούσα να διαβάσω κι έπαψα να διαβάζω: Προς τι να
διαβάζεις, προς τι να μαθαίνεις για έξι μήνες; Αυτή η σκέψη μ’ έκανε και παράτησα πολλές φορές το
βιβλίο.
«Ναι, εκείνος ο τοίχος του Μάγιερ μπορεί να διηγηθεί πολλά! Πολλές σημειώσεις έχω κάνει επάνω
του! Δεν υπάρχει λεκές σε εκείνο το βρόμικο τοίχο που να μην τον έχω μάθει απ’ έξω. Καταραμένος
τοίχος! Κι ωστόσο μου είναι πιο αγαπητός απ’ όλα τα δέντρα του Παυλόβσκ, δηλαδή θα ‘πρεπε να
μου ήταν πιο αγαπητός απ’ όλα αν τώρα πια δε μου ήταν όλα αδιάφορα. «Αναθυμάμαι τώρα με τι
άπληστο ενδιαφέρον άρχισα τότε να παρακολουθώ τη δ ι κ ή τ ο υ ς ζωή∙ ποτέ ως τα τότε δεν είχα
ένα τέτοιο ενδιαφέρον. Περίμενα μ’ ανυπομονησία τον Κόλια και τον μάλωνα σαν αργούσε να ‘ρθει
όταν ήμουν τόσο άρρωστος που δεν μπορούσα να βγω απ’ το δωμάτιο. Ήθελα τόσο πολύ να μάθω
όλες τις λεπτομέρειες, ενδιαφερόμουν τόσο για τις διάφορες φήμες, που μου φαίνεται πως είχα
γίνει κουτσομπόλης. Δεν καταλάβαινα λόγου χάρη πώς αυτοί οι άνθρωποι, διαθέτοντας τόση ζωή,
δεν τα καταφέρνουν να γίνουν πλούσιοι (εδώ που τα λέμε, ούτε και τώρα το καταλαβαίνω). Ήξερα
ένα φτωχό που μου είπαν αργότερα πως πέθανε από πείνα και θυμάμαι πως αυτό μ’ έκανε έξω
φρενών: αν ήταν δυνατό να τον αναστήσει κανείς αυτόν τον φτωχό, μου φαίνεται πως θα τον
εκτελούσα. Ήταν φορές που ένιωθα καλύτερα για ολάκερες εβδομάδες και μπορούσα να βγαίνω
στο δρόμο∙ ο δρόμος όμως άρχισε στο τέλος να μου δίνει τόσο στα νεύρα, που καθόμουν επίτηδες
μέρες ολάκερες κλεισμένος μέσα, παρ’ όλο που μπορούσα να βγαίνω όπως κι όλοι οι άλλοι. Μου
ήταν αδύνατο να υποφέρω όλο αυτό το βιαστικό πηγαινέλα στα πεζοδρόμια δίπλα μου, όλον αυτό
τον κόσμο που φαινόταν πάντα πολυάσχολος, κατσούφης κι ανήσυχος. Προς τι η αιώνια θλίψη τους,
η αιώνια ταραχή τους και τα σούρτα φέρτα; Η αιώνια σκυθρωπή τους κακία; (Γιατί είναι όλοι τους
κακοί, κακοί, κακοί!) Ποιος φταίει που είναι δυστυχισμένοι και δεν ξέρουν να ζήσουν έχοντας
μπροστά τους εξήντα χρόνια ζωής ο καθένας; Γιατί ο Ζαρνίτσιν αφέθηκε να πεθάνει απ’ την πείνα
έχοντας εξήντα χρόνια ζωής ακόμα; Κι ο καθένας τους δείχνει τα κουρέλια του, τα εργατικά του
χέρια, οργίζεται και φωνάζει: «δουλεύουμε σαν τα βουβάλια, μοχθούμε κι είμαστε πεινασμένοι σαν
παλιόσκυλα κι είμαστε φτωχοί! Οι άλλοι δε δουλεύουν μήτε κοπιάζουν κι είναι πλούσιοι!» (Το
αιώνιο τροπάρι!) Δίπλα σ’ αυτούς, τρέχει πολυάσχολος απ’ το πρωί ως τα βαθιά μεσάνυχτα κάποιος
δυστυχισμένος παρακεντές «από τζάκι», ο Ιβάν Φόμιτς Σούρικοβ—μένει στο σπίτι μας, πάνω από
μας—πάντα με σκισμένους τους αγκώνες, τα κουμπιά του πέφτουν ολοένα, κάνει μικροθελήματα
στον έναν και στον άλλον, τον στέλνουν και τρέχει εδώ και κει απ’ το πρωί ως το βράδυ. Πιάστε
κουβέντα μαζί του και θα σας πει: «είμαι φτωχός, άπορος κι αξιολύπητος, πέθανε η γυναίκα μου,
δεν είχα λεφτά να της αγοράσω φάρμακα και το χειμώνα ξεπαγιάσαμε το μωρό. Η μεγάλη μας κόρη
πήγε να σπιτωθεί…» Όλη την ώρα κλαψουρίζει, όλο παραπονιέται! Ω, δεν είχα κανέναν, κανέναν
οίκτο γι’ αυτούς τους βλάκες, ούτε τώρα ούτε πριν—το λέω και το καυχιέμαι! Γιατί λοιπόν δεν έγινε
κι αυτός Ρότσιλντ; Ποιος φταίει που δεν έχει εκατομμύρια σαν τον Ρότσιλντ, που δεν έχει βουνά τα
χρυσά ρούβλια και τα ναπολεόνια; Ένα ολάκερο βουνό σαν εκείνα που βλέπει κανείς στα πανηγύρια
της Αποκριάς; Μια και ζει, σημαίνει πως όλα τα πάντα είναι στην εξουσία του! Ποιος φταίει που δεν
το καταλαβαίνει;
«Ω, τώρα πια το ίδιο μου κάνει, τώρα πια δεν έχω καιρό να οργίζομαι, τότε όμως, τότε, το ξαναλέω,
δάγκωνα κυριολεκτικά τις νύχτες το μαξιλάρι μου και ξέσκιζα το πάπλωμα απ’ τη λύσσα μου. Ω, πως
το ονειρευόμουν τότε, πώς το λαχταρούσα, πώς το λαχταρούσα επίτηδες να μ’ έδιωχναν ξαφνικά
εμένα τον δεκαοχτάρη, εμένα που δεν είχα καλά‐καλά ένα ρούχο να φορέσω, να με πετούσαν
ξαφνικά στο δρόμο και να με άφηναν ολομόναχο, χωρίς στέγη, χωρίς δουλειά, χωρίς ένα κομμάτι
ψωμί, χωρίς συγγενείς, χωρίς ούτε ένα γνωστό μέσα σε μια τεράστια πολιτεία, πεινασμένο,
δαρμένο (τόσο το καλύτερο μάλιστα!) μα να ‘χα την υγειά μου και τότε θα τους έδειχνα εγώ…
«Τι θα τους έδειχνα;
«Ω, είναι ποτέ δυνατό να νομίζετε πως δεν το ξέρω πόσο έχω εξευτελίσει τον εαυτό μου με την
«Εξήγησή» μου; Όχι, πέστε μου, και ποιος δε θα πει πως είμαι ένα μυξιάρικο που δεν ξέρει τη ζωή,
και δε θα ξεχάσει πως δεν είμαι πια δεκαοκτώ χρονών, και δε θα ξεχάσει πως όταν ζήσει κανείς έτσι
που έζησα εγώ αυτούς τους τελευταίους έξι μήνες έχει φτάσει κιόλας σε ηλικία που ασπρίζουν τα
μαλλιά! Μα ας γελούν κι ας λένε πως όλ’ αυτά είναι παραμύθια. Ναι, δεν το κρύβω, καθόμουν κι
έλεγα στον εαυτό μου παραμύθια. Γέμιζα μ’ όλ’ αυτά τα παραμύθια νύχτες ολάκερες ίσαμε το
ξημέρωμα. Όλο και τ’ αναθυμάμαι τώρα.
«Μα τι, έχει γούστο να κάτσω τώρα και να τα ξαναπώ—τώρα που πέρασε πια και για μένα ο καιρός
των παραμυθιών! Και σε ποιον να τα πω; Δε λέω, παρηγοριόμουν τόσο μ’ αυτά τα παραμύθια,
ακόμα και τότε όταν πια το ‘δα καθαρά πως μου απαγορεύεται να μάθω έστω και την ελληνική
γραμματική, όπως ήθελα κάποτε, γιατί αμέσως σκέφτηκα: «Πριν φτάσω στο συντακτικό, θα ‘χω
πεθάνει». Το σκέφτηκα απ’ την πρώτη σελίδα και πέταξα το βιβλίο κάτω απ’ το τραπέζι. Και τώρα
εκεί είναι πεσμένο∙ απαγόρεψα στη Ματριόνα να το σηκώσει.
«Ας με περάσει για τρελό, ακόμα και για γυμνασιόπαιδα, εκείνος που θα του πέσει στα χέρια η
«Εξήγησή» μου και θα ‘χει την υπομονή να τη διαβάσει∙ ή, ακόμα ακριβέστερα, ας με θεωρήσει για
καταδικασμένο σε θάνατο που είναι φυσικό να του φαίνεται πως όλοι οι άνθρωποι, εκτός απ’
αυτόν, δε δίνουν καμιά σημασία στη ζωή, την ξοδεύουν πολύ φτηνά, πολύ τεμπέλικα,
επωφελούνται πολύ ασυνείδητα απ’ τη ζωή τους και κατά συνέπεια όλοι ως τον τελευταίο είναι
ανάξιοί της! Κι όμως. Δηλώνω πως ο αναγνώστης μου θα πέσει έξω και πως η πεποίθησή μου είναι
τελείως ανεξάρτητη απ’ τη θανατική μου καταδίκη. Ρωτείστε, ρωτείστε τους μονάχα πώς την
αντιλαμβάνονται όλοι τους την ευτυχία. Ω, να ‘στε σίγουροι πως ο Κολόμβος ήταν ευτυχισμένος όχι
τότε που ανακάλυψε την Αμερική μα όταν πήγαινε να την ανακαλύψει, να ‘στε σίγουροι πως το
ψηλότερο σημείο της ευτυχίας του ήταν ίσως τρεις μέρες ακριβώς πριν απ’ την ανακάλυψη του
Νέου Κόσμου, όταν το επαναστατημένο πλήρωμα, μέσα στην απελπισία του, παραλίγο να γύριζε το
καράβι πίσω στην Ευρώπη! Δεν πρόκειται για το Νέο Κόσμο—δεν πα’ να χαθεί! Ο Κολόμβος πέθανε
χωρίς σχεδόν να τον δει και, ουσιαστικά, χωρίς να ξέρει τι ανακάλυψε. Το σπουδαίο είναι η ζωή,
μόνη η ζωή, η συνεχής ανακάλυψη αυτής της ζωής, της αδιάκοπης κι αιώνιας, κι όχι απλώς μια
ανακάλυψη! Μα τι να τα λέω! Υποπτεύομαι πως όλα όσα λέω τώρα μοιάζουν με κοινοτοπίες, πως
θα με περάσουν σίγουρα για μαθητή των κατωτέρων τάξεων που παρουσιάζει την έκθεσή του με
θέμα «την ανατολή του ηλίου» ή θα πούνε πως εγώ μπορεί και να ‘θελα κάτι να πω μα, παρ’ όλη
μου την προσπάθεια, δεν τα κατάφερα να… «εξηγηθώ»∙ θα προσθέσω ωστόσο πως σε κάθε
μεγαλοφυία ή καινούργια ανθρώπινη σκέψη ή απλώς και μόνο σε κάθε σοβαρή ανθρώπινη σκέψη
που γεννιέται σε κάποιο μυαλό, πάντοτε μένει ένα κάτι που με κανέναν τρόπο δεν μπορείτε να το
μεταδώσετε στους άλλους, έστω κι αν γράφατε ολόκληρους τόμους, έστω κι αν κάνατε λιανά τη
σκέψη σας τριάντα πέντε ολάκερα χρόνια∙ πάντα θα μένει ένα κάτι που με κανέναν τρόπο δε θα
θέλει να βγει απ’ το κρανίο σας και θα μείνει μέσα σας για πάντα∙ και θα πεθάνετε έτσι, δίχως να
‘χετε μεταδώσει σε κανέναν το κυριότερο ίσως κομμάτι απ’ τη σκέψη σας. Μα αν και γω επίσης δεν
τα κατάφερα τώρα να μεταδώσω όλα εκείνα που με βασάνιζαν τους έξι τούτους μήνες, θα
καταλάβουν τουλάχιστο πως έχοντας φτάσει στην τωρινή «τελευταία μου πεποίθηση», την
πλήρωσα ίσως πολύ ακριβά∙ νόμισα πως ήταν απαραίτητο να τονίσω αυτό ίσα‐ίσα το σημείο στην
«Εξήγησή» μου, κι είχα το σκοπό μου που το έκανα. «Ωστόσο, συνεχίζω.
VI
ΔΕ ΘΕΛΩ ΝΑ πω ψέματα: η πραγματικότητα μ’ έπιανε και μένα στ’ αγκίστρι της σ’ αυτό το εξάμηνο
κι ώρες‐ώρες με γοήτευε τόσο που ξέχναγα τη θανατική μου καταδίκη ή, καλύτερα, δεν ήθελα καν
να τη σκέφτομαι —καταπιανόμουνα μάλιστα με διάφορες υποθέσεις. Μια και το ‘φερε η κουβέντα,
ας πω δυο λόγια για το τοτινό περιβάλλον μου. Όταν εδώ κι οχτώ μήνες αρρώστησα βαριά, έκοψα
όλες μου τις σχέσεις και παράτησα όλους τους παλιούς μου φίλους. Επειδή απ’ ανέκαθεν ήμουν
άνθρωπος αρκετά δύσθυμος, οι φίλοι μου με ξέχασαν γρήγορα∙ φυσικά, θα με ξεχνούσαν, όπως και
να ‘ταν. Επίσης και στο σπίτι, δηλαδή «στην οικογένεια», ήμουν και κει ακόμα ξεμοναχιασμένος.
Εδώ και πέντε μήνες πάνω κάτω, κλειδώθηκα μια για πάντα από μέσα κι απομονώθηκα εντελώς απ’
την οικογένειά μου. Πάντα κάνανε ό,τι τους έλεγα και κανένας δεν τολμούσε να μπει στο δωμάτιό
μου, εκτός απ’ τις ορισμένες ώρες που ήταν να συγυρίσουν ή να μου φέρουν να φάω. Η μάνα μου
έτρεμε τις προσταγές μου και μάλιστα δεν τολμούσε ούτε να μιξοκλάψει μπροστά μου, όταν
αποφάσιζα καμιά φορά να την αφήσω να μπει στην κάμαρά μου. Τα παιδιά τα ‘δερνε συνεχώς
εξαιτίας μου, για να μην κάνουν φασαρία και μ’ ανησυχούν γιατί εγώ παραπονιόμουνα συχνά κι
έλεγα πως με πειράζουν οι φωνές τους∙ φαντάζομαι λοιπόν πόσο θα μ’ αγαπάνε τώρα! Τον «πιστό
Κόλια», όπως τον λέω, νομίζω πως τον βασάνιζα κι αυτόν αρκετά∙ τον τελευταίο καιρό κι αυτός με
βασάνιζε: όλ’ αυτά ήταν πολύ φυσικά, γι’ αυτό γίναν οι άνθρωποι —για να βασανίζουν ο ένας τον
άλλον. Παρατήρησα όμως πως ανεχόταν τα νεύρα μου μ’ έναν τρόπο, λες και το ‘χε πάρει απ’ τα
πριν απόφαση να μου χαρίζεται όλη την ώρα γιατί ήμουν άρρωστος∙ βλέποντάς το αυτό, ήταν
φυσικό να πειράζουμαι ακόμα περισσότερο∙ φαίνεται όμως πως του κάπνισε να μιμηθεί τον
πρίγκιπα στη «χριστιανική ταπεινοφροσύνη», κι αυτό καταντούσε πια αρκετά γελοίο. Είναι ένα
νεαρό και φλογερό παιδί και φυσικά όλα τα μιμείται∙ ώρες‐ώρες όμως μου φαινόταν πως ήταν πια
καιρός να ζήσει και με το δικό του μυαλό. Τον αγαπάω πολύ. Βασάνιζα επίσης και το Σούρικοβ που
μένει πάνω από μας και τρέχει απ’ το πρωί ως το βράδυ σε δουλιές του ενός και του άλλου. Του
‘φερνα συνεχώς αποδείξεις πως φταίει ο ίδιος για τη φτώχεια του, έτσι που τέλος με πήρε από
φόβο κι έπαψε να ‘ρχεται να με βλέπει. Είναι ένας πολύ ταπεινός άνθρωπος, το πιο ταπεινό πλάσμα
που γνώρισα. (Σημείωση: Λένε πως η ταπεινοφροσύνη είναι μια τρομερή δύναμη∙ πρέπει να
ρωτήσω σχετικά τον πρίγκιπα, είναι δικά του τα λόγια). Μα όταν το Μάρτη ανέβηκα απάνω στο
διαμέρισμά του για να δω πώς είχαν «ξεπαγιάσει» (όπως το είπε ο ίδιος) το μωρό τους και
χαμογέλασα ασυναίσθητα πάνω απ’ το πτώμα του μικρού του καθώς άρχισα και πάλι να εξηγώ στο
Σούρικοβ πως «φταίει ο ίδιος», είδα τα χείλη αυτού του ασήμαντου ανθρωπάκου να τρέμουν κι
αρπάζοντάς με με το ‘να του χέρι απ’ τον ώμο, μού ‘δειξε με τ’ άλλο την πόρτα και σιγά, δηλαδή
σχεδόν ψιθυριστά μου είπε «πηγαίνετε!». Εγώ βγήκα και μου άρεσε πολύ που μ’ έδιωξε έτσι, μ’
άρεσε και την ίδια ακόμα τη στιγμή που μ’ έδιωχνε∙ τα λόγια του όμως μου σφίγγανε για πολύν
καιρό ύστερα την καρδιά κάθε φορά που τα ξαναθυμόμουνα —ένιωθα γι’ αυτόν έναν παράξενο
περιφρονητικό οίχτο που δε θα ‘θελα με κανέναν τρόπο να νιώθω. Ακόμα και τη στιγμή μιας τέτοιας
προσβολής (γιατί βέβαια το συναισθάνομαι πως τον είχα προσβάλει, μόλο που δεν είχα αυτή την
πρόθεση) ακόμα και σε μια τέτοια στιγμή, ο άνθρωπος αυτός δεν μπόρεσε να θυμώσει! Αν άρχισαν
και τρέμανε τότε τα χείλη του, αυτό δεν έγινε καθόλου από θυμό —κάνω όρκο! Μ’ άρπαξε απ’ το
χέρι και πρόφερε κείνο το υπέροχο «πηγαίνετε» χωρίς να ‘ναι καθόλου φουρκισμένος. Είχε
αξιοπρέπεια, πολλήν αξιοπρέπεια, τόση μάλιστα που δεν του πήγαινε καθόλου και, μα την αλήθεια,
καταντούσε κωμική, θυμό όμως δεν είχε καθόλου. Μπορεί απλούστατα ν’ άρχισε ξάφνου να με
περιφρονεί. Από τότε, δυο‐τρεις φορές που τον συνάντησα στη σκάλα, άρχισε ξάφνου να μου βγάζει
το καπέλο, πράμα που δεν έκανε ποτέ ως τότε, δε σταμάταγε όμως, όπως πριν, μα βιαζόταν να
περάσει βιαστικός και σαστισμένος από μπροστά μου. Κι αν ακόμα με περιφρονούσε, με
περιφρονούσε με τον τρόπο του: «ταπεινοφρόνως ». Μπορεί ακόμα να ‘βγαζε το καπέλο του
μόνο και μόνο από φόβο —γιατί χρωστούσε στη μάνα μου —και με κανέναν τρόπο δεν τα
κατάφερνε να ξεμπλέξει απ’ αυτό το χρέος. Αυτό μάλιστα είναι το πιθανότερο απ’ όλα. Μου πέρασε
η σκέψη να εξηγηθώ μαζί του κι είμαι σίγουρος πως πριν περάσουν δέκα λεπτά θ’ άρχιζε να μου
ζητάει συγνώμη∙ συλλογίστηκα όμως πως το καλύτερο θα ‘ταν να τον αφήσω στην ησυχία του.
«Τότε ακριβώς, τις μέρες δηλαδή που ο Σούρικοβ το «ξεπάγιασε» το παιδί του, κατά τα μέσα του
Μάρτη, ένιωσα ξάφνου, δεν ξέρω γιατί, πολύ καλύτερα κι αυτό συνεχίστηκε κάπου δυο βδομάδες.
Άρχισα να βγαίνω έξω, τις περισσότερες φορές την ώρα που σκοτείνιαζε. Μ’ άρεσε το μαρτιάτικο
σούρουπο, όταν άρχιζε να πέφτει παγωνιά κι ανάβανε το γκάζι. Ήταν φορές που έκανα μακρινούς
περιπάτους. Μια φορά, στην οδό Σεστιλάβοτσναγια με προσπέρασε μες στο σκοτάδι ένας απ’ τους
«ευγενείς», δεν μπόρεσα να τον διακρίνω καλά∙ κρατούσε κάτι τυλιγμένο σ’ ένα χαρτί και φορούσε
ένα πολύ κοντό κι ανεκδιήγητο παλτουδάκι —πολύ ελαφρό για την εποχή. Όταν έφτασε στο φανάρι,
κάπου δέκα βήματα μπροστά μου, παρατήρησα πως κάτι του ‘πεσε απ’ την τσέπη. Βιάστηκα να το
σηκώσω και καλά που πρόλαβα γιατί είχε ορμήσει κιόλας ένας άλλος που φόραγε μακρύ καφτάνι,
μα βλέποντας το πράγμα στα χέρια μου, δεν είπε τίποτα, του ‘ριξε μονάχα μια ματιά και χάθηκε
γλιστρώντας στο σκοτάδι. Το πράγμα εκείνο ήταν ένα μεγάλο, πέτσινο πορτοφόλι, παλιού τύπου∙
ήταν παραφουσκωμένο μα, για κάποιο λόγο, με την πρώτη ματιά που του ‘ριξα, μάντεψα αμέσως
πως μπορεί να ‘χε ό,τι άλλο, εκτός από χρήματα. Ο διαβάτης που το ‘χασε προχωρούσε κάπου
σαράντα βήματα πιο μπρος και σε λίγο χάθηκε μέσα στον κόσμο. Έτρεξα κι άρχισα να του φωνάζω.
Όμως, μια και δεν είχα να του φωνάξω τίποτ’ άλλο από «έι!» δε γύρισε κι όλο προχωρούσε. Ξάφνου
έστριψε αριστερά και μπήκε στην εξώπορτα ενός σπιτιού. Όταν έφτασα τρέχοντας στην είσοδο,
όπου ήταν πολύ σκοτεινά, δεν είδα πια κανέναν∙ το σπίτι ήταν τεράστιο, ένα από κείνα τα
μεγαθήρια που χτίζουν οι κερδοσκόποι με πολλά μικροδιαμερίσματα∙ σε μερικά τέτοια σπίτια
υπάρχουν καμιά φορά ως εκατό κατοικίες∙ όταν πέρασα τρέχοντας τη στοά μου φάνηκε πως στη
δεξιά, την πέρα γωνιά της τεράστιας αυλής, προχωράει ένας άνθρωπος, αν και μετά στο σκοτάδι
μόλις που μπορούσα να τον διακρίνω. Έτρεξα στη γωνιά και σαν έφτασα κει, είδα την είσοδο μιας
σκάλας∙ η σκάλα ήταν στενή, τρομερά βρόμικη και χωρίς φως∙ άκουσα όμως πως ψηλά από πάνω
μου εξακολουθούσε ακόμα ν’ ανεβαίνει ο άνθρωπος κι όρμησα στη σκάλα, υπολογίζοντας πως,
ώσπου να του ανοίξουν την πόρτα, θα τον προφτάσω. Έτσι κι έγινε. Οι σκάλες ήταν πολύ κοντές, ο
αριθμός τους ατέλειωτος, έτσι που λαχάνιασα τρομερά∙ η πόρτα άνοιξε και ξανάκλεισε στο πέμπτο
πάτωμα, αυτό το μάντεψα όταν βρισκόμουν ακόμα τρεις σκάλες πιο κάτω. Ώσπου να φτάσω ως
εκεί, ώσπου να ξελαχανιάσω λιγάκι, ώσπου να βρω το κουδούνι, πέρασαν μερικά λεπτά. Μου
άνοιξε επιτέλους μια γυναίκα που μέσα σε μια μικρούτσικη κουζινίτσα φύσαγε το σαμοβάρι∙
άκουσε σιωπηλή τις ερωτήσεις μου, δεν κατάλαβε τίποτα φυσικά και, δίχως να βγάλει λέξη, μου
άνοιξε την πόρτα στο διπλανό δωμάτιο, μικρό κι αυτό, τρομερά χαμηλοτάβανο, με κάτι παλιοέπιπλα
—τα πιο απαραίτητα—και μ’ ένα φαρδύ τεράστιο κρεβάτι κάτω από κουρτίνες όπου ήταν
ξαπλωμένος ο «Τερέντιτς» (έτσι τον φώναξε η γυναίκα) που μου φάνηκε πιωμένος. Στο τραπέζι, ένα
κερί μπηγμένο σε σιδερένιο σαμντάνι κόντευε να τελειώσει και δίπλα του ένα κατοστάρικο
μπουκάλι σχεδόν άδειο. Ο Τερέντιτς κάτι μούγγρισε δίχως να σηκωθεί και μου ‘δειξε με μια άτονη
κίνηση την άλλη πόρτα∙ η γυναίκα έφυγε, έτσι που δε μου έμενε να κάνω τίποτα άλλο παρά ν’
ανοίξω κείνη την πόρτα. Την άνοιξα και μπήκα στο πλαϊνό δωμάτιο.
«Αυτό το δωμάτιο ήταν ακόμα πιο στενό, ακόμα πιο μικρό απ’ το προηγούμενο, τόσο που δεν ήξερα
πού να γυρίσω∙ ένα στενό, μονό κρεβάτι έπιανε τον περισσότερο χώρο∙ δεν είχε άλλα έπιπλα εκτός
από τρεις φτηνές καρέκλες, φορτωμένες μ’ όλων των λογιών τα κουρέλια κι ένα απλό τραπέζι
κουζίνας, ξύλινο, μπροστά σ’ ένα πέτσινο ντιβάνι, έτσι που ήταν σχεδόν αδύνατο να περάσεις
ανάμεσα στο τραπέζι και στο κρεβάτι. Στο τραπέζι βρισκόταν αναμμένο ένα σπαρματσέτο
στερεωμένο κι αυτό σ’ ένα σιδερένιο σαμντάνι, όπως και στ’ άλλο δωμάτιο, και στο κρεβάτι τσίριζε
ένα μικρούτσικο μωρό, που δε θα ‘ταν ενός μηνός, αν έκρινε κανείς απ’ τη φωνή του. Το «άλλαζε»,
μια άρρωστη και χλομή γυναίκα, νέα καθώς φαίνεται, πολύ ατημέλητη που ίσως μόλις να ‘χε
αρχίσει να σηκώνεται μετά τη γέννα∙ το μωρό όμως δεν έλεγε να ησυχάσει κι όλο φώναζε
περιμένοντας το ισχνό στήθος της μάνας του. Στο ντιβάνι κοιμόταν ένα άλλο παιδί, ένα κοριτσάκι
τριώ χρονώ, σκεπασμένο, αν δεν κάνω λάθος, μ’ ένα φράκο. Δίπλα στο τραπέζι στεκόταν ένας
κύριος με μια πολύ τριμμένη ρεντιγκότα (είχε βγάλει κιόλας το παλτό του και το ‘χε ρίξει στο
κρεβάτι) και ξετύλιγε το μπλε χαρτί όπου βρίσκονταν κάπου ένα κιλό σταρένιο ψωμί και δυο μικρά
σαλάμια. Στο τραπέζι, εκτός απ’ αυτά, βρισκόταν μια τσαγιέρα και γύρω της ήταν σκόρπια μερικά
ξεροκόμματα μαύρο ψωμί. Κάτω απ’ το κρεβάτι φαινόταν μια ανοιγμένη βαλίτσα και δυο μπόγοι με
παλιόρουχα.
«Με δυο λόγια, η ακαταστασία ήταν φοβερή. Απ’ την πρώτη ματιά μού φάνηκε πως κι οι δυο τους,
και ο κύριος και η κυρία, είναι άνθρωποι καθώς πρέπει, έχουν φτάσει όμως εξαιτίας της φτώχειας
ως την ταπεινωτική εκείνη κατάσταση όπου η ακαταστασία υπερνικάει τελικά κάθε προσπάθεια να
την καταπολεμήσεις και κάνει μάλιστα τους ανθρώπους να φτάνουν ως την πικρή ανάγκη να
βρίσκουν στην ίδια την ακαταστασία —που κάθε μέρα όλο και μεγαλώνει—κάποια πικρή κι
εκδικητική θα ‘λεγες ευχαρίστηση.
«Όταν μπήκα, ο κύριος που ‘χε φτάσει κι αυτός λίγα μόλις λεπτά πριν από μένα και ξεδίπλωνε τώρα
τα ψώνια του, συζητούσε με τη γυναίκα του και κάτι της έλεγε γρήγορα και ζωηρά. Εκείνη, μόλο που
δεν είχε τελειώσει ακόμα με το μωρό, είχε προφτάσει κιόλας ν’ αρχίσει τις κλάψες∙ φαίνεται πως τα
νέα, όπως συνήθως, ήταν άσκημα. Το πρόσωπο αυτού του κυρίου, που φαινόταν να ‘ναι εικοσιοχτώ
χρονώ, ήταν μελαχρινό και ξερακιανό, κορνιζαρισμένο με μαύρες φαβορίτες, με ξυρισμένο —τόσο
που γυάλιζε —το πιγούνι∙ το πρόσωπό του μου φάνηκε αρκετά ευπρεπές και μάλιστα ευχάριστο:
ήταν σκυθρωπό, με σκυθρωπό βλέμμα, μα με κάποια νοσηρή απόχρωση περηφάνιας που φαινόταν
να θίγεται πολύ εύκολα. Όταν μπήκα έγινε μια παράξενη σκηνή.
«Υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκουν εξαιρετική ευχαρίστηση στην ευθιξία τους και στα νεύρα τους,
ιδιαίτερα μάλιστα όταν θίγονται τόσο που να γίνονται έξω φρενών (πράμα που δεν αργεί καθόλου
να συμβεί). Νομίζω μάλιστα πως σε μια τέτοια στιγμή τούς είναι πολύ πιο ευχάριστο να ‘ναι
προσβλημένοι παρά να μην είναι. Αυτοί οι εύθικτοι άνθρωποι βασανίζονται πάντοτε αργότερα από
τύψεις αν είναι έξυπνοι, εννοείται, κι αν είναι σε θέση να καταλάβουν πως θύμωσαν δέκα φορές
περισσότερο απ’ όσο έπρεπε. Ο κύριος εκείνος με κοίταζε κάμποσην ώρα κατάπληκτος κι η γυναίκα
του με κοίταζε τρομαγμένη, λες και δεν το περίμενε ποτέ πως θα μπορούσε να βρεθεί κανένας να
μπει στο δωμάτιό τους∙ ξάφνου όμως τα ‘βαλε μαζί μου σα λυσσασμένος∙ εγώ δεν πρόφτασα ακόμα
να προφέρω λέξη, κι αυτός, βλέποντας κι όλας πως είμαι ντυμένος ευπαρουσίαστα, θεώρησε
σίγουρα τρομερά προσβλημένον τον εαυτό του απ’ το γεγονός ότι είχα τολμήσει να μπω τόσο
αδιάκριτα στη γωνιά του και να δω όλο το άθλιο περιβάλλον του που ο ίδιος ντρεπόταν τόσο γι’
αυτό. Φυσικά χάρηκε που του δινόταν η ευκαιρία να ξεσπάσει σε κάποιον για όλες τις αποτυχίες
του. Σε μια στιγμή μάλιστα, νόμισα πως θα ριχτεί απάνω μου να με χτυπήσει∙ χλόμιασε σαν
υστερική γυναίκα και τρόμαξε φοβερά τη γυναίκα του.
«—Πώς τολμήσατε να μπείτε έτσι! Έξω!—φώναξε τρέμοντας και μην καταφέρνοντας σχεδόν να
προφέρει τα λόγια του. Ξάφνου όμως είδε στα χέρια μου το πορτοφόλι του.
«—Αν δεν κάνω λάθος, σας έπεσε,—είπα εγώ όσο μπορούσα πιο ήρεμα και ξερά. (Άλλωστε έτσι
έπρεπε).
«Αυτός στεκόταν μπροστά μου κατατρομαγμένος και για αρκετή ώρα δεν μπορούσε να καταλάβει
τίποτα. Ύστερα χούφτωσε τη μέσα τσέπη του σακακιού του, άνοιξε διάπλατα το στόμα του απ’ τη
φρίκη και χτύπησε με το χέρι του το μέτωπο..
«—Θεέ μου! Πού το βρήκατε; Πώς έγινε;
«Εγώ του εξήγησα όσο γινόταν πιο σύντομα κι όσο πιο ξερά μπορούσα πώς έγινε και σήκωσα το
πορτοφόλι, πώς έτρεχα και του φώναζα και τέλος πως, μαντεύοντας και σχεδόν ψηλαφώντας, τον
ακολούθησα στις σκάλες.
«—Ω, Θεέ μου!—φώναξε γυρίζοντας στη γυναίκα του. —Εδώ είναι όλα μας τα πιστοποιητικά, εδώ
είναι τα τελευταία μου εργαλεία, εδώ είναι όλα… ω, ευγενέστατε κύριε, ξέρετε τάχα τι κάνατε για
μένα; Χωρίς εσάς θα ήμουν χαμένος!
— Εγώ είχα βάλει στο μεταξύ το χέρι μου στο πόμολο της πόρτας για να φύγω δίχως ν’ απαντήσω,
μα κοντανάσαινα και ξάφνου η ταραχή μου ξέσπασε σ’ έναν τόσο δυνατό βήχα, που μόλις μπόρεσα
να κρατηθώ στα πόδια μου. Είδα τον κύριο να ορμάει εδώ και κει για να μου βρει μιαν άδεια
καρέκλα, τον είδα ν’ αρπάζει τέλος τα κουρέλια από μια καρέκλα, να τα πετάει στο πάτωμα και
βιαστικός να μου προσφέρει ολοπρόθυμα την καρέκλα και να με βάζει προσεκτικά να κάτσω. Ο
βήχας μου όμως εξακολουθούσε και δεν έλεγε να σταματήσει κάπου τρία λεπτά ακόμα. Όταν
συνήλθα, ο κύριος καθόταν κιόλας δίπλα μου σε μιαν άλλη καρέκλα —κατά πάσαν πιθανότητα θα
‘χε πετάξει κι απ’ αυτήν τα κουρέλια στο πάτωμα —και με κοίταζε εξεταστικά.
«—Αν δεν κάνω λάθος… υποφέρετε; πρόφερε μ’ έναν τόνο όπως μιλάνε συνήθως οι γιατροί
αρχίζοντας κουβέντα μ’ έναν άρρωστο. —Είμαι και γω… της ιατρικής (δεν είπε γιατρός) —και
προφέροντάς το αυτό μού ‘δειξε, άγνωστο γιατί, το δωμάτιο με μια κίνηση του χεριού, σα να
διαμαρτυρόταν για την τωρινή του κατάσταση, —βλέπω ότι εσείς…
«—Είμαι φυματικός,—πρόφερα εγώ όσο μπορούσα πιο κοφτά και σηκώθηκα.
Αμέσως πετάχτηκε όρθιος και κείνος.
«Ίσως να υπερβάλλετε και… με μια θεραπεία…
Τα ‘χε πολύ χαμένα και φαινόταν να μην μπορεί ακόμα να συνέλθει. Το πορτοφόλι το κράταγε στ’
αριστερό του χέρι.
— Ω, μην ανησυχείτε,—τον έκοψα και πάλι πιάνοντας το πόμολο της πόρτας,—μ’ εξέτασε την
περασμένη βδομάδα ο Μπ—ν (και πάλι γλίστρησα στην κουβέντα τ’ όνομα του Μπ—ν) κι είμαι
καταδικασμένος. Με συγχωρείτε…
«Ήμουν έτοιμος ν’ ανοίξω την πόρτα και ν’ αφήσω το ντροπιασμένο, γεμάτο ευγνωμοσύνη και
συντριμμένον απ’ την ταραχή του γιατρό, όμως ο καταραμένος ο βήχας με ξανάπιασε και πάλι. Τότε
ο γιατρός μου επέμεινε να ξανακάτσω και να ξεκουραστώ∙ γύρισε στη γυναίκα του και κείνη, χωρίς
να κουνήσει απ’ τη θέση της, μου ‘πε μερικές λέξεις όλο ευγνωμοσύνη και με παρακάλεσε να μείνω.
Μιλώντας μου, σάστισε τρομερά, τόσο που τα ωχροκίτρινα, στεγνά της μάγουλα κοκκίνισαν. Έμεινα,
μ’ ένα ύφος όμως που έδειχνε κάθε δευτερόλεπτο πως φοβάμαι τρομερά μήπως τους ενοχλώ (κι
έτσι έπρεπε). Η μεταμέλεια βασάνιζε το γιατρό μου —το ‘βλεπα—και τέλος δεν άντεξε κι είπε:
«—Αν εγ… —άρχισε κι όλο κοβότανε και σταματούσε, —σας είμαι τόσο ευγνώμων και είμαι τόσο
ένοχος απέναντί σας… εγώ… τα βλέπετε, —έδειξε πάλι το δωμάτιο, —τη στιγμή αυτή βρίσκομαι σε
μια κατάσταση…
«—Ω, —είπα εγώ, —γνωστά πράγματα σίγουρα, θα ‘χετε χάσει τη θέση σας και ήρθατε να δώσετε
εξηγήσεις και να γυρέψετε και πάλι θέση, έτσι δεν είναι;
«—Πώς… το μάθατε;—ρώτησε γεμάτος απορία.
«—Φαίνεται αμέσως,—απάντησα κι άθελά μου πήρα ύφος ειρωνικό. —Είναι πολλοί που έρχονται
εδώ πέρα γεμάτοι ελπίδες απ’ τις επαρχίες, τρέχουν από γραφείο σε γραφείο και ζουν έτσι δα.
«Αυτός άρχισε ξάφνου να μιλά με θέρμη, με τρεμάμενα χείλη∙ άρχισε να παραπονιέται, άρχισε να
μου διηγιέται την ιστορία του και ομολογώ πως μου κίνησε το ενδιαφέρον έκατσα στο δωμάτιό του
κάπου μιαν ώρα. Εδώ που τα λέμε, η ιστορία του ήταν πολύ συνηθισμένη. Ήταν γιατρός στην
επαρχία, σε δημόσια θέση, άρχισαν όμως κάτι ίντριγκες όπου ανακάτεψαν ακόμα και τη γυναίκα
του. Εκείνος θίχτηκε υπερβολικά στο φιλότιμό του και παραφέρθηκε∙ έγιναν αλλαγές στη νομαρχία
και ήρθαν στα πράματα οι εχθροί του∙ τον υπονόμευσαν, κάνανε παράπονα εναντίον του, έχασε τη
θέση του και με τα τελευταία του χρήματα ήρθε στην Πετρούπολη να εξηγηθεί. Στην Πετρούπολη
(γνωστά πράγματα) πολύν καιρό δεν θέλανε να τον ακούσουν, ύστερα τον άκουσαν, ύστερα του
δώσανε απάντηση αρνητική, ύστερα τον καλοπιάσανε με υποσχέσεις, ύστερα του φέρθηκαν
αυστηρά, ύστερα του είπαν να δώσει γραπτές τις εξηγήσεις του, ύστερα αρνηθήκανε να δεχτούν
αυτά που ‘χε γράψει, του είπανε να υποβάλει αίτηση —με δυο λόγια ήταν ο πέμπτος μήνας κιόλας
που έτρεχε και είχε ξοδέψει και την τελευταία του πεντάρα∙ τα τελευταία κουρέλια τη γυναίκας του
τα ‘χε βάλει ενέχυρο, και συνέπεσε να γεννηθεί το παιδί και, και… «σήμερα απορρίψανε τελειωτικά
την αίτησή μου και γω δεν έχω μήτε ψωμί, δεν έχω τίποτα, η γυναίκα μου γέννησε. Εγώ, εγώ…»
«Πετάχτηκε όρθιος και γύρισε αλλού το πρόσωπό του. Η γυναίκα του έκλαιγε στη γωνία, το μωρό
ξανάρχισε να τσιρίζει. Έβγαλα το σημειωματάριό μου κι άρχισα να κρατάω σημειώσεις. Όταν
τέλειωσα και σηκώθηκα, αυτός στεκόταν μπροστά μου και με κοίταζε με φοβισμένη περιέργεια.
«—Σημείωσα τ’ όνομά σας, —του είπα,—κι όλα τα σχετικά: το μέρος όπου υπηρετούσατε, τ’ όνομα
του νομάρχη σας, τις ημερομηνίες, τους μήνες. Έχω ένα φίλο το συμμαθητή μου το Μπαχμούτοβ. Ο
θείος του, ο Πέτρος Ματβέγιεβιτς Μπαχμούτοβ, είναι κρατικός σύμβουλος εν ενεργεία και υπηρετεί
ως διευθυντής…
«—Ο Πέτρος Ματβέγιεβιτς Μπαχμούτοβ!—φώναξε ο γιατρός μου τρέμοντας σχεδόν απ’ τη
συγκίνηση. —Μα απ’ αυτόν εξαρτάται σχεδόν το παν!
«Πραγματικά, στην ιστορία του γιατρού μου και στη λύση της όπου βοήθησα εντελώς τυχαία, όλα
συμπέσανε και ταχτοποιήθηκαν λες και τα ‘χε προετοιμάσει κάποιος απ’ τα πριν, ακριβώς όπως
γίνεται στα μυθιστορήματα. Είπα σε κείνους τους φτωχούς ανθρώπους να προσπαθήσουν να μη
στηρίξουν καμιάν ελπίδα σε μένα, πως και γω δεν είμαι παρά ένας φτωχός μαθητής του γυμνασίου
(επίτηδες ταπεινώθηκα έτσι υπερβολικά∙ είναι καιρός που έχω τελειώσει το γυμνάσιο) και πως δεν
υπάρχει λόγος να μάθουν τ’ όνομά μου μα πως θα πάω τώρα αμέσως στο Βασίλιεβσκη Όστροβ, στο
φίλο μου το Μπαχμούτοβ, και επειδή ξέρω θετικά πως ο θείος του, ο κρατικός σύμβουλος εν
ενεργεία, είναι ανύπαντρος και μην έχοντας παιδιά γίνεται θυσία για τον ανιψιό του και τον αγαπά
με πάθος —γιατί βλέπει σ’ αυτόν τον τελευταίο βλαστό της οικογενείας τους —για όλ’ αυτά, «ίσως
τα καταφέρει ο φίλος μου να κάνει κάτι για σας και για μένα φυσικά, μέσω του θείου του»…
«—Αρκεί να μου επιτρέπανε να εξηγηθώ με την εξοχότητά του! Αρκεί να ηδυνάμην να λάβω την
τιμή να του εξηγήσω προφορικώς!—φώναξε αυτός τρέμοντας σα να ‘χε ρίγη και τα μάτια του
αστράφτανε. Έτσι ακριβώς το είπε: να ηδυνάμην . Αφού επανέλαβα γι’ άλλη μια φορά πως
σίγουρα η υπόθεση θα ναυαγήσει και όλ’ αυτά θ’ αποδειχτούν ανοησίες, πρόστεσα πως αν δεν
περάσω αύριο το πρωί, σημαίνει πως όλα τέλειωσαν και δεν έχουν να περιμένουν τίποτα. Με
ξεπροβόδισαν με υποκλίσεις είχαν σχεδόν παλαβώσει. Δε θα ξεχάσω ποτέ την έκφραση των
προσώπων τους. Πήρα έν’ αμάξι και πήγα αμέσως στο Βασίλιεβσκη Όστροβ.
«Μ’ αυτόν το Μπαχμούτοβ, στο γυμνάσιο, αρκετά χρόνια συνέχεια οι σχέσεις μας ήταν εχθρικές.
Τον είχαμε για αριστοκράτη, εγώ τουλάχιστο έτσι τον έλεγα∙ ντυνόταν περίφημα, ερχόταν στο
σχολείο με δικό του αμάξι, δεν έκανε ποτέ του τον καμπόσο, ήταν πάντοτε πρώτης τάξεως φίλος,
πάντα του ήταν τρομερά εύθυμος, ώρες‐ώρες μάλιστα πολύ σπιρτόζος, αν και δεν έκοβε πολύ το
μυαλό του, παρ’ όλο που ήταν πάντα πρώτος στην τάξη∙ όσο για μένα, δεν ήμουνα ποτέ μου πρώτος
σε κανένα μάθημα. Όλοι οι συμμαθητές μου τον αγαπούσανε και μονάχα εγώ δεν τον αγαπούσα.
Προσπάθησε αρκετές φορές αυτά τα χρόνια να με πλησιάσει, εγώ όμως του γύριζα κάθε φορά
βλοσυρός και θυμωμένος την πλάτη. Τώρα είχα κάπου ένα χρόνο να τον δω∙ είχε μπει στο
Πανεπιστήμιο. Όταν κατά τις εννιά μπήκα σπίτι του, (αυτό έγινε με μεγάλη τυπικότητα: με
αναγγείλανε), με δέχτηκε στην αρχή με απορία, αρκετά ψυχρά μάλιστα, αμέσως όμως ξαναβρήκε το
κέφι του και κοιτάζοντάς με έβαλε τα γέλια.
«—Πώς έγινε κι ήρθατε να με δείτε, Τερέντιεβ; —φώναξε με την αιώνια, αξιαγάπητη ανεμελιά του
που ώρες‐ώρες είχε κάποιο θράσος, δε σε πρόσβαλλε όμως ποτέ, με την ανεμελιά που μου άρεσε σ’
αυτόν και που γι’ αυτήν τόσο τον μισούσα—Μα τι συμβαίνει,—φώναξε τρομαγμένος, —είστε πολύ
άρρωστος!
«Ο βήχας άρχισε και πάλι να με βασανίζει, έπεσα σε μια καρέκλα κι είδα κι έπαθα να πάρω ανάσα.
«—Μην ανησυχείτε, —έχω φυματίωση, —είπα εγώ, —ήρθα να σας ζητήσω μια χάρη.
«Έκατσε απορώντας και γω του είπα αμέσως όλη την ιστορία του γιατρού και του εξήγησα πως ίσως
κάτι να κατάφερνε να κάνει μια κι έχει τόσο μεγάλη επιρροή στο θείο του.
«—Θα το κάνω, το δίχως άλλο θα το κάνω —αύριο κιόλας θα επιπέσω στο θείο∙ χαίρομαι μάλιστα
ιδιαίτερα∙ και μου τα διηγηθήκατε τόσο όμορφα όλ’ αυτά… Μα πώς έγινε ωστόσο, Τερέντιεβ, και
σκεφτήκατε ν’ αποταθείτε σε μένα;
«—Όλ’ αυτά είναι περίπου στο χέρι του θείου σας κι εξάλλου, Μπαχμούτοβ, εμείς οι δυο ήμασταν
πάντα εχθροί κι επειδή είστε άνθρωπος γενναιόφρων, σκέφτηκα πως δε θ’ αρνιόσαστε να κάνετε
μια χάρη σ’ έναν εχθρό σας, —πρόστεσα ειρωνικά.
«—Όπως απετάθη ο Ναπολέων στην Αγγλία!—φώναξε αυτός βάζοντας τα γέλια. —Θα το κάνω, θα
το κάνω! Θα πάω μάλιστα τώρ’ αμέσως αν μπορέσω! —βιάστηκε να προσθέσει βλέποντας πως εγώ
σηκώνομαι σοβαρά κι αυστηρά απ’ την καρέκλα.
«Και πραγματικά, η υπόθεση αυτή ταχτοποιήθηκε —εντελώς απροσδόκητα —με τον καλύτερο
τρόπο. Σ’ ενάμιση μήνα ο γιατρός μας πήρε μια θέση σ’ άλλο νομό, του δώσανε οδοιπορικά, ακόμα
και χρηματικό βοήθημα. Υποπτεύομαι πως ο Μπαχμούτοβ, που άρχισε να τους επισκέπτεται πολύ
συχνά (ενώ εγώ, βλέποντάς το αυτό, έπαψα επίτηδες να πηγαίνω κι όταν καμιά φορά ερχόταν ο
γιατρός να με δει για λίγο του φερνόμουν σχεδόν ψυχρά), ο Μπαχμούτοβ, όπως υποπτεύομαι,
κατάφερε το γιατρό να δεχτεί απ’ αυτόν ακόμα και δανεικά. Με το Μπαχμούτοβ συναντήθηκα κάνα
δυο φορές αυτές τις έξι βδομάδες∙ για τρίτη φορά ειδωθήκαμε όταν ξεπροβοδίσαμε το γιατρό. Το
αποχαιρετιστήριο γεύμα το παράθεσε ο Μπαχμούτοβ στο σπίτι του, κι είχε και σαμπάνια∙ στο γεύμα
εκείνο ήταν κι η γυναίκα του γιατρού∙ για να λέμε την αλήθεια, έφυγε πολύ γρήγορα γιατί έπρεπε
να πάει να φροντίσει το μωρό. Ήταν στις αρχές του Μάη, η βραδιά ήταν ξάστερη, η τεράστια
σφαίρα του ήλιου κατέβαινε αργά στα νερά του κόλπου. Ο Μπαχμούτοβ με συνόδεψε σπίτι.
Πήραμε το δρόμο που περνά απ’ τη γέφυρα Νικολάγιεβσκη∙ είχαμε πιει κι οι δυο μας αρκετά. Ο
Μπαχμούτοβ έλεγε πόσο ήταν ενθουσιασμένος που η υπόθεση αυτή είχε τόσο καλό τέλος, μ’
ευχαριστούσε για κάτι, εξηγούσε πόσο ευχάριστα νιώθει τώρα ύστερα απ’ την καλή πράξη,
βεβαίωνε πως όλος ο έπαινος ανήκει σε μένα και πως έχουν άδικο αυτοί που διδάσκουν σήμερα και
κηρύττουν πως η ατομική αγαθοεργία δεν αξίζει τίποτα. Μ’ έπιασε και μένα φοβερή επιθυμία να
μιλήσω. «—Αυτός που επιβουλεύεται την ατομική «αγαθοεργία»—άρχισα να λέω,—επιβουλεύεται
τη φύση του ανθρώπου και περιφρονεί την προσωπική του αξιοπρέπεια. Όμως, η οργάνωση της
«κοινωνικής φιλανθρωπίας» και το ζήτημα της προσωπικής ελευθερίας είναι δυο ζητήματα
ξεχωριστά που δεν αποκλείει το ένα το άλλο. Η ατομική καλή πράξη μένει πάντα, γιατί είναι μια
ανάγκη της προσωπικότητας, μια ζωντανή ανάγκη της άμεσης επιρροής μιας προσωπικότητας πάνω
σε μιαν άλλη. Στη Μόσχα ζούσε ένας γέρος, ένας «στρατηγός», δηλαδή ένας κρατικός σύμβουλος εν
ενεργεία, που ‘χε γερμανικό όνομα, σ’ όλη του τη ζωή κουβαλιόταν στις φυλακές κι επισκεφτόταν
τους εγκληματίες∙ κάθε αποστολή για τη Σιβηρία ήξερε απ’ τα πριν πως στα βουνά Βαραμπιόβι θα
την επισκεφτεί ο «γεροστρατηγός». Έκανε τη δουλιά του με μεγάλη σοβαρότητα και με πολλήν
ευλάβεια εμφανιζόταν, περνούσε μπροστά απ’ τις γραμμές των εξόριστων, που τον τριγυρίζανε,
σταματούσε μπροστά στον καθέναν, τους ρωτούσε όλους τι ανάγκες έχουν δεν έκανε ποτέ του
νουθεσίες σε κανέναν, τους έλεγε όλους «περιστεράκια». Τους έδινε χρήματα, τους έστελνε τ’
απαραίτητα, —τσουράπια, πάνινες γκέτες και πανί,—τους έφερνε καμιά φορά ψυχοσωτήρια
βιβλιαράκια και τα χάριζε σ’ όσους ξέρανε γράμματα, έχοντας την πλήρη βεβαιότητα πως θα
κάτσουν στο δρόμο να τα διαβάσουν και πως όσοι ήξεραν γράμματα θα τα διαβάζανε σε κείνους
που δεν ήξεραν. Για τα εγκλήματά τους ρώταγε πολύ σπάνια και μονάχα αν ο εγκληματίας άρχιζε
και τα ‘λεγε μοναχός του καθόταν και τον άκουγε. Όλοι οι εγκληματίες ήταν ίσοι γι’ αυτόν, δεν έκανε
καμιά διάκριση. Μίλαγε μαζί τους σα να ‘ταν αδέρφια του, μα κι αυτοί άρχισαν τέλος να τον
βλέπουν σαν πατέρα τους. Αν έβλεπε καμιάν εξόριστη γυναίκα με παιδί στην αγκαλιά, πλησίαζε,
χάιδευε το παιδί, του ‘κανε στράκες με τα δάχτυλα για να γελάσει. Το ‘κανε αυτό πολλά χρόνια, ως
το θάνατό του. Τέλος, έφτασε να τον ξέρουν σ’ όλη τη Ρωσία και σ’ όλη τη Σιβηρία, δηλαδή όλοι οι
εγκληματίες. Ένας εξόριστος που έκανε στη Σιβηρία, μου διηγιόταν πως είδε ο ίδιος με τα μάτια του
πωρωμένους εγκληματίες να θυμούνται το στρατηγό, κι όμως ο στρατηγός σπάνια μπορούσε να
δώσει παραπάνω από είκοσι καπίκια σε κάθε «αδερφό», όταν επισκεπτόταν τις αποστολές. Η
αλήθεια είναι πως δεν τον θυμόνταν και με πολλή συγκίνηση μήτε και τον νοσταλγούσαν σοβαρά.
Βρισκόταν όμως κάνας δυστυχισμένος που ‘χε σκοτώσει καμιά δωδεκαριά ψυχές είτε είχε
μαχαιρώσει πεντέξι παιδιά μόνο και μόνο γιατί έτσι του ‘ρθε το κέφι (λένε πως ήταν και τέτοιοι),
που ξαφνικά, στα καλά καθούμενα, αναστέναζε καμιά φορά —μια μοναδική ίσως φορά στα είκοσι
χρόνια—κι έλεγε: «Τι να γίνεται τάχα ο γεροστρατηγός, ζει για πέθανε;» Λέγοντάς το, μπορεί να
χασκογέλαγε κιόλας—κι αυτό ήταν όλο. Μα πού ξέρετε τι σπόρος έχει πέσει στην ψυχή του για
πάντα απ’ το χέρι αυτού του «γεροστρατηγού» που δεν τον είχε ξεχάσει μόλο που πέρασαν είκοσι
χρόνια; Πού μπορείτε να ξέρετε, Μπαχμούτοβ, τι σημασία θα ‘χει αυτή η κοινωνία της μιας
προσωπικότητας με την άλλη στην τύχη αυτής της άλλης; Εδώ είναι μια ολόκληρη ζωή και υπάρχουν
αμέτρητες κρυφές διακλαδώσεις που δεν τις βλέπουμε. Ο καλύτερος σκακιστής μπορεί να
προβλέψει μερικές μονάχα κινήσεις∙ οι εφημερίδες γράφανε για ένα Γάλλο σκακιστή που μπορούσε
να προβλέψει δέκα κινήσεις και το θεωρούσαν θαύμα. Εδώ όμως πόσες είναι οι κινήσεις και πόσα
τα άγνωστα για μας; Ρίχνοντας το σπόρο σας, ρίχνοντας την «αγαθοεργία» σας, την καλή σας πράξη
μ’ όποια μορφή και να ‘ναι, δίνετε ένα μέρος της προσωπικότητάς σας και παίρνετε ένα μέρος από
μιαν άλλη∙ κοινωνείτε ο ένας του άλλου. Λίγη προσοχή ακόμα κι ανταμείβεστε κιόλας με μια
καινούργια γνώση, με τις πιο αναπάντεχες ανακαλύψεις. Τέλος, θ’ αρχίσετε το δίχως άλλο να
βλέπετε το έργο σας σαν μια επιστήμη∙ θα κλείσει μέσα της όλη σας τη ζωή και μπορεί να γεμίσει
όλη τη ζωή σας. Απ’ την άλλη μεριά, όλες σας οι σκέψεις, όλοι οι σπόροι που ρίξατε —και που ίσως
να τους έχετε κιόλας ξεχάσει —θα ριζώσουν και θ’ αναπτυχθούν αυτός που τους δέχτηκε από σας,
θα τους μεταδώσει σε άλλον. Και πού ξέρετε ποια θα ‘ναι η συμμετοχή σας στο μέλλον και στις
τύχες της ανθρωπότητας; Κι αν η γνώση και το ισόβιο αυτό έργο θα σας ανυψώσουν τελικά ως το
σημείο να ‘σαστε σε θέση να ρίξετε έναν τεράστιο σπόρο, ν’ αφήσετε σαν κληρονομιά στον κόσμο
μια τεράστια σκέψη, τότε… Και ούτω καθεξής είπα πολλά κείνο το βράδυ.
«—Και να σκεφτεί κανείς πως σε σας ακριβώς έχουν αρνηθεί τη ζωή!—φώναξε ο Μπαχμούτοβ σα
να κατηγορούσε φλογερά κάποιον.
«Κείνη τη στιγμή στεκόμασταν στη γέφυρα, ακουμπισμένοι στα κάγκελα και κοιτάζαμε το Νέβα.
«—Ξέρετε τι σκέφτηκα;—είπα εγώ σκύβοντας ακόμα περισσότερο πάνω απ’ τα κάγκελα.
«—Έχει γούστο να θέλετε να πέσετε στο νερό!—φώναξε ο Μπαχμούτοβ σχεδόν τρομαγμένος. Ίσως
να διάβασε τη σκέψη μου στο πρόσωπό μου.
«—Όχι, για την ώρα έκανα μονάχα ένα συλλογισμό, τον εξής: Μου μένουν τώρα δυο‐τρεις μήνες να
ζήσω, τέσσερις ίσως∙ όμως όταν θα μου μένουν λόγου χάρη δυο μήνες όλο κι όλο κι αν μ’ έπιανε η
τρομερή επιθυμία να κάνω μια καλή πράξη, που θ’ απαιτούσε δουλειά, τρεχάματα και φροντίδες,
να, κάτι σαν την υπόθεση του γιατρού μας, σε μια τέτοια περίπτωση θα ‘πρεπε βέβαια να
παραιτηθώ απ’ αυτή τη δουλειά γιατί δε θα μου ‘φτανε ο χρόνος που θα μου ‘μενε να ζήσω και θα
‘πρεπε να ψάξω να βρω μιαν άλλη «καλή πράξη», μικρότερη, μια πράξη που να ‘ναι μέσα στις
δυνατότητές μου (αν θα μ’ έπιανε τόσο μεγάλη μανία με τις καλές πράξεις). Θα πρέπει να
παραδεχτείτε πως η σκέψη αυτή είναι διασκεδαστική!»
Ο καημένος ο Μπαχμούτοβ ανησύχησε πολύ για λογαριασμό μου∙ με συνόδεψε ως το σπίτι μου κι
είχε τη λεπτότητα να μη μου πει ούτε έναν παρήγορο λόγο∙ όλη την ώρα σχεδόν, έμεινε σιωπηλός.
Αποχαιρετώντας με, μου ‘σφιξε δυνατά το χέρι και μου ζήτησε την άδεια να με επισκέπτεται. Του
απάντησα πως αν θα ‘ρχεται να με βλέπει σαν «παρηγορητής», (γιατί κι αν ακόμα σώπαινε, πάλι θα
‘ρχόταν σαν παρηγορητής, αυτό του το εξήγησα) θα μου θύμιζε κάθε φορά ακόμα πιο έντονα το
θάνατο. Αυτός ανασήκωσε τους ώμους, συμφώνησε όμως μαζί μου∙ χωρίσαμε πολύ ευγενικά,
πράγμα που δεν το πολυπερίμενα.
«Κείνο το βράδυ όμως και κείνη τη νύχτα είχε ριχτεί ο πρώτος σπόρος της «τελευταίας μου
πεποίθησης». Αρπάχτηκα άπληστα απ’ αυτή την κ α ι ν ο ύ ρ γ ι α σκέψη, την εξέταζα άπληστα σ’
όλες τις διακλαδώσεις της, σ’ όλες τις μορφές της (ξαγρύπνησα όλη νύχτα) κι όσο πιο πολύ
εμβάθυνα σ’ αυτήν τόσο περισσότερο διαποτιζόμουν απ’ αυτήν, και τόσο περισσότερο τρόμαζα.
Τέλος μ’ έπιασε ένας τρομερός φόβος που δε μ’ άφηνε και τις επόμενες μέρες. Ώρες‐ώρες, εκεί που
σκεφτόμουν αυτό τον συνεχή μου φόβο μ’ έκανε και πάγωνα μια καινούργια φρίκη: γιατί απ’ τον
τρόμο αυτόν θα μπορούσα να βγάλω το συμπέρασμα πως η «τελευταία μου πεποίθηση» είχε
ριζώσει πολύ σοβαρά μέσα μου και θα φτάσει το δίχως άλλο στη λύση της. Δεν είχα όμως την
αποφασιστικότητα να δώσω τη λύση. Εδώ και τρεις βδομάδες, όλα τελειώσανε κι απόχτησα την
αποφασιστικότητα εξαιτίας ενός πολύ παράξενου περιστατικού.
«Εδώ στην «Εξήγησή» μου σημειώνω όλ’ αυτά τα νούμερα και τις ημερομηνίες. Φυσικά, αυτό δεν
έχει καμιά σημασία, τ ώρ α όμως (ίσως‐ίσως μονάχα αυτή τη στιγμή) θέλω εκείνοι που θα κρίνουν
την πράξη μου να μπορέσουν να δουν από ποια λογική σειρά σκέψεων κατέληξα στην «τελευταία
μου πεποίθηση». Έγραψα μόλις τώρα παραπάνω πως η τελειωτική αποφασιστικότητα που μου
έλειπε για να πραγματοποιήσω την «τελευταία μου πεποίθηση», γεννήθηκε, καθώς φαίνεται, μέσα
μου όχι σαν αποτέλεσμα λογικών συμπερασμάτων, μα σαν αποτέλεσμα κάποιας παράξενης ώθησης
που μου ‘δωσε ένα παράξενο περιστατικό και που ίσως να μην έχει καμιά σχέση με την πορεία της
υπόθεσης. Εδώ και δέκα μέρες περίπου, πέρασε να με δει ο Ραγκόζιν για κάποια υπόθεσή του που
γι’ αυτήν δεν υπάρχει λόγος να επεκταθώ εδώ. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου το Ραγκόζιν ως τα τότε,
είχα ακούσει όμως πολλά γι’ αυτόν. Του ‘δωσα όλες τις πληροφορίες που χρειαζόταν κι ο Ραγκόζιν
σε λίγο έφυγε∙ μια κι είχε έρθει μονάχα για τις πληροφορίες, οι σχέσεις μας περιορίστηκαν ως εκεί.
Μου κίνησε όμως τρομερά το ενδιαφέρον και όλη κείνη τη μέρα βρισκόμουν κάτω απ’ την επίδραση
παράξενων σκέψεων, τόσο που αποφάσισα να πάω την άλλη μέρα ο ίδιος και να του ανταποδώσω
την επίσκεψη. Ήταν φανερό πως ο Ραγκόζιν δε χάρηκε καθόλου που με είδε, μου ‘κανε μάλιστα με
πολλή «λεπτότητα» τον υπαινιγμό πως δεν υπήρχε λόγος να συνεχίσουμε τη γνωριμία μας. Παρ’
όλα αυτά, πέρασα μιαν ώρα μαζί του που δεν ήταν χωρίς ενδιαφέρον για μένα, κι όπως νομίζω, και
για κείνον. Υπήρχε τόση αντίθεση σε μας τους δυο, που δεν μπορεί να μην είχε αντίχτυπο πάνω μας
και κυρίως σε μένα: εγώ ήμουν άνθρωπος που ‘χε πια μετρημένες τις μέρες του ενώ εκείνος ζούσε
την πιο γεμάτη, την πιο άμεση ζωή, ζούσε με την παρούσα στιγμή, χωρίς να σκοτίζεται για τα
«τελικά» συμπεράσματα, τα νούμερα ή ό,τι άλλο που δεν είχε σχέση με κείνο που… με κείνο που…
ε, ας πούμε με κείνο που ήταν ξετρελαμένος∙ ας μου συχωρέσει αυτή την έκφραση ο κύριος
Ραγκόζιν κι ας με νομίσει έστω κακό λογοτέχνη που δεν ξέρει να διατυπώσει τη σκέψη του. Παρ’ όλη
την αγένειά του, μου φάνηκε πως είναι έξυπνος και πως μπορεί να καταλάβει πολλά πράγματα,
μόλο που δεν πολυενδιαφέρεται για ό,τι δεν τον αφορά άμεσα. Δεν του έκανα καθόλου λόγο για
την «τελευταία μου πεποίθηση», μου φάνηκε όμως, δεν ξέρω γιατί, πως ακούγοντάς με την είχε
μαντέψει. Δεν έβγαλε λέξη σχετικά μ’ αυτό, είναι τρομερά λιγόλογος∙ φεύγοντας του είπα πως παρ’
όλες τις μεταξύ μας διαφορές και τι αντιθέσεις —Les extrémités se touchent (οι ακρότητες
συναντώνται), (του το εξήγησα αυτό στα ρουσικά), έτσι που ίσως κι αυτός ο ίδιος να μη βρίσκεται
καθόλου τόσο μακριά από την «τελευταία μου πεποίθηση», όσο φαίνεται. Μου απάντησε με μια
πολύ σκυθρωπή γκριμάτσα ξυνίζοντας τα μούτρα του, σηκώθηκε, βρήκε ο ίδιος το κασκέτο μου,
προσποιήθηκε πως τάχα σηκώθηκα να φύγω και μ’ έβγαλε νέτα‐σκέτα απ’ το πένθιμο σπίτι του,
κάνοντας τάχα πως με ξεπροβοδίζει από ευγένεια. Το σπίτι του μου ‘κανε καταπληχτική εντύπωση∙
μοιάζει με νεκροταφείο, αυτουνού όμως φαίνεται να του αρέσει, πράμα που, άλλωστε είναι
ευνόητο: μια τόσο γεμάτη και άμεση ζωή που κάνει, είναι πλήρης αυτή καθαυτή και δεν έχει ανάγκη
από περιβάλλον.
«Αυτή η επίσκεψη στου Ραγκόζιν με κούρασε πολύ. Επιπλέον, απ’ το πρωί ακόμα, ένιωθα άσκημα∙
κατά το βράδυ ήμουν πολύ εξασθενημένος κι έπεσα στο κρεβάτι∙ ώρες‐ώρες είχα πυρετό κι ήταν
φορές που παραμιλούσα. Ο Κόλια έμεινε μαζί μου ως τις έντεκα. Τα θυμάμαι ωστόσο όλα όσα μου
‘λεγε, όλα όσα κουβεντιάσαμε. Μα όταν στιγμές‐στιγμές κλείνανε τα μάτια μου, έβλεπα συνεχώς
τον Ιβάν Φόμιτς που του ‘χαν τύχει τάχα εκατομμύρια. Δεν ήξερε πώς να τα ξοδέψει, έσπαγε το
κεφάλι του να βρει τι να τα κάνει, έτρεμε απ’ το φόβο του πως θα του τα κλέψουν, και τέλος
αποφάσισε τάχα να τα παραχώσει στη γη. Τέλος εγώ τον συμβούλεψα αντί να παραχώσει ένα τόσο
μεγάλο σωρό χρυσάφι στη γη τζάμπα και βερεσέ, να το λιώσει και χύνοντάς το σ’ ένα καλούπι, να
φτιάξει ένα μικρό φέρετρο για το «ξεπαγιασμένο» παιδί του και για να το κάνει αυτό, να ξεθάψει το
παιδί. Αυτή την κοροϊδία μου ο Σούρικοβ τη δέχτηκε τάχα με δάκρυα ευγνωμοσύνης και άρχισε
αμέσως να κάνει όπως του είπα. Εγώ έφτυσα τάχα και τον παράτησα. Όταν συνήλθα εντελώς, ο
Κόλια με βεβαίωσε πως δεν κοιμόμουνα καθόλου, μα όλη αυτή την ώρα μιλούσα μαζί του για το
Σούρικοβ. Στιγμές στιγμές, ήμουν πολύ μελαγχολικός και δεν ήξερα τι μου γινόταν, τόσο που ο
Κόλια έφυγε ανήσυχος. Όταν σηκώθηκα να κλειδώσω την πόρτα σαν έφυγε, θυμήθηκα ξαφνικά τον
πίνακα που είδα στου Ραγκόζιν, σε μιαν απ’ τις πιο σκυθρωπές σάλες του σπιτιού του, πάνω απ’ την
πόρτα. Μου τον έδειξε ο ίδιος κείνο τον πίνακα καθώς περνάγαμε∙ φαίνεται πως στάθηκα και τον
κοίταξα κάπου πέντε λεπτά. Δεν άξιζε τίποτα από καλλιτεχνική άποψη, μου ‘φερε όμως μια
παράξενη ανησυχία.
«Ο πίνακας παρίστανε το Χριστό λίγο μετά την Αποκαθήλωση. Έχω την εντύπωση πως οι ζωγράφοι
συνηθίζουν να παριστάνουν το Χριστό, τόσο πάνω στο σταυρό όσο και μετά την Αποκαθήλωση,
πάντα με μιαν απόχρωση ασυνήθιστης ομορφιάς στο πρόσωπο∙ αυτή την ομορφιά πασκίζουν να
του τη διατηρήσουν, ακόμα και στις στιγμές του μεγαλύτερου μαρτυρίου. Στον πίνακα του Ραγκόζιν
όμως δεν υπάρχει ίχνος ομορφιάς∙ είναι κυριολεκτικά το πτώμα ενός ανθρώπου που πριν
σταυρωθεί είχε υποφέρει ατέλειωτα μαρτύρια, που τον είχαν πληγώσει, τον είχαν μαστιγώσει, τον
είχαν χτυπήσει οι φρουροί, τον είχε λιθοβολήσει ο λαός όταν κουβαλούσε το σταυρό κι είχε πέσει
κάτω απ’ το βάρος του, που ‘χε τέλος υποφέρει το μαρτύριο του σταυρού έξι ώρες συνέχεια (τόσες
θα πρέπει να ‘ταν τουλάχιστο κατά τους υπολογισμούς μου). Είναι αλήθεια πως το πρόσωπο του
πίνακα είναι το πρόσωπο ενός ανθρώπου που μ ό λ ι ς τον έχουν κατεβάσει απ’ το σταυρό, ένα
πρόσωπο δηλαδή που διατηρεί ακόμα αρκετή ζωντάνια, αρκετή ζεστασιά. Τίποτα δεν πρόφτασε να
κοκαλώσει, τόσο που στο πρόσωπο του νεκρού διακρίνεις ακόμα τον πόνο σάμπως να εξακολουθεί
ακόμα να υποφέρει (αυτό το ‘χει συλλάβει πολύ καλά ο καλλιτέχνης)∙ το πρόσωπο όμως δεν είναι
καθόλου ωραιοποιημένο∙ ο καλιτέχνης έχει απεικονίσει μονάχα τη φύση και πραγματικά έτσι θα
πρέπει να ‘ναι το πτώμα ενός ανθρώπου, όποιος κι αν είναι αυτός, ύστερα από τόσα μαρτύρια.
Ξέρω πως η χριστιανική εκκλησία, απ’ τους πρώτους ακόμα αιώνες, καθιέρωσε πως τα μαρτύρια του
Χριστού δεν ήταν εικονικά μα πραγματικά και πως το κορμί του κατά συνέπεια υποτάχτηκε απόλυτα
στο νόμο της φύσης όταν βρισκόταν πάνω στο σταυρό. Στον πίνακα το πρόσωπο αυτό είναι τρομερά
μωλωπισμένο, πρησμένο, με τρομερές, εξογκωμένες και ματωμένες μελανιές, τα μάτια είναι
ανοιχτά, οι κόρες έχουν λοξέψει. Τα μεγάλα ασπράδια των ματιών λάμπουν με μια παράξενη,
νεκρική, γυάλινη λάμψη. Όμως, παράξενο: όταν το κοιτάς αυτό το πτώμα του καταβασανισμένου
ανθρώπου, γεννιέται μέσα σου ένα περίεργο και ξεχωριστό ερώτημα: αν ήταν αυτό ακριβώς το
πτώμα (κι έπρεπε το δίχως άλλο να ‘ναι ακριβώς έτσι το πτώμα Του) αν ακριβώς ένα τέτοιο πτώμα
είδαν οι μαθητές Του, οι κυριότεροι μελλοντικοί Του απόστολοι, οι γυναίκες που Τον ακολούθησαν
και στέκονταν δίπλα στο σταυρό, όλοι όσοι πίστευαν σ’ Αυτόν και Τον λάτρευαν, τότε πώς
μπορούσαν να πιστέψουν, κοιτάζοντας ένα τέτοιο πτώμα, πως αυτός ο μάρτυρας θ’ αναστηθεί;
Χωρίς να το θέλεις, σκέφτεσαι: αν είναι τόσο φριχτός ο θάνατος κι αν είναι τόσο ισχυροί οι νόμοι
της φύσεως, πώς θα μπορέσει κανείς να τους υπερνικήσει; Πώς να τους υπερνικήσει, όταν δεν τους
νίκησε ακόμα κι Εκείνος που νικούσε τη φύση όσο ζούσε; Εκείνος που η φύση υποτασσόταν
μπροστά του; Εκείνος που φώναξε: «Νεανίσκε, εγέρθητι!» και ο μικρός σηκώθηκε, Εκείνος που είπε
«Λάζαρε, δεύρο έξω!» κι αναστήθηκε ο νεκρός; Κοιτάζοντας αυτόν τον πίνακα, φαντάζεσαι τη φύση
σαν ένα τεράστιο, άσπλαχνο και μουγκό θηρίο ή μάλλον θα ‘ταν ακριβέστερο, πολύ ακριβέστερο να
πω —αν και φαίνεται παράξενο —πως είναι σαν μια τεράστια μηχανή νεοτάτης κατασκευής που
άρπαξε χωρίς σκοπό, έκανε κομμάτια και κατάπιε μέσα της, αθόρυβα κι αναίσθητα, μια μεγάλη κι
ανεχτίμητη Ύπαρξη, μιαν Ύπαρξη που μόνη αυτή άξιζε όλη τη φύση κι όλους τους νόμους της, όλη τη
γη, που ίσως‐ίσως να μη δημιουργήθηκε για κανέναν άλλο σκοπό παρά μονάχα για να εμφανιστεί
αυτή η Ύπαρξη! Ο πίνακας αυτός φαίνεται ίσα‐ίσα να εκφράζει την αντίληψη πως υπάρχει μια
σκοτεινή, αναιδής, άσκοπη κι ασυνείδητα αιώνια δύναμη που όλα, τα πάντα, υποτάσσονται
μπροστά της—και η αντίληψη αυτή σας μεταδίνεται χωρίς να το θέλετε. Οι άνθρωποι που
περιστοίχιζαν το νεκρό —και που δε φαίνεται κανένας τους στον πίνακα —θα πρέπει να νιώσανε
τρομερή αγωνία και να σάστισαν φοβερά κείνο το βράδυ που σύντριψε μονομιάς όλες τις ελπίδες
τους και σχεδόν όλη την πίστη τους. Θα πρέπει να σκορπίσανε τρομερά φοβισμένοι αν και φεύγανε
κουβαλώντας μέσα του ο καθένας μια τεράστια ιδέα, που ποτέ πια δεν μπορούσε να ξεριζωθεί απ’
την καρδιά τους. Κι αν ο ίδιος ο Διδάσκαλος μπορούσε να ‘χε δει τη μορφή Του, την παραμονή της
σταύρωσης, θ’ ανέβαινε άραγε έτσι στο σταυρό, θα πέθαινε έτσι όπως πέθανε; Τ’ αναρωτιέσαι κι
αυτό άθελά σου, όταν κοιτάς τον πίνακα.
«Όλ’ αυτά τα φανταζόμουνα και γω, ίσως βέβαια στα διαλείμματα του παραληρήματος —φορές‐
φορές μάλιστα τα ‘βλεπα σε εικόνες —μιάμιση ώρα μετά την αναχώρηση του Κόλια. Μπορεί ποτέ
να δει κανείς με μορφή αυτό που δεν έχει μορφή; Ώρες‐ώρες μου φαινόταν ωστόσο πως βλέπω, με
κάποια παράξενη κι απίθανη μορφή, αυτή την ατέλειωτη δύναμη, αυτό το κουφό, το σκοτεινό και
το μουγκό ον. Θυμάμαι πως κάποιος με πήρε τάχα απ’ το χέρι —κράταγε κι ένα κερί —και με πήγε
να μου δείξει ένα τεράστιο κι αποκρουστικό σφαλάγγι κι άρχισε να με βεβαιώνει πως αυτό είναι
κείνο το σκοτεινό, το κουφό και παντοδύναμο ον και γέλαγε βλέποντας την αγανάχτησή μου. Στην
κάμαρά μου ανάβουν πάντα τη νύχτα την καντήλα μπροστά στα εικονίσματα —το φως της είναι
θαμπό κι ασήμαντο, μπορείς ωστόσο να τα διακρίνεις όλα γύρω σου, και κάτω απ’ την καντήλα
μπορείς και να διαβάσεις ακόμα. Νομίζω πως θα ‘ταν κιόλας περασμένα μεσάνυχτα∙ δεν
κοιμόμουνα καθόλου κι ήμουν ξαπλωμένος με τα μάτια ανοιχτά. Ξάφνου η πόρτα της κάμαράς μου
άνοιξε και μπήκε ο Ραγκόζιν.
«Μπήκε, έκλεισε την πόρτα, με κοίταξε σιωπηλός και πήγε αθόρυβα στη γωνιά, σε κείνη την
καρέκλα που βρίσκεται κάτω σχεδόν απ’ την καντήλα. Εγώ απόρησα πολύ και κοίταζα περιμένοντας∙
ο Ραγκόζιν ακούμπησε τους αγκώνες στο τραπεζάκι και άρχισε να με κοιτάζει σιωπηλός. Περάσανε
έτσι δυο‐τρία λεπτά και θυμάμαι πως η σιωπή του με φούρκισε πολύ και με πρόσβαλε. Γιατί λοιπόν
δεν ήθελε να μιλήσει; Το ότι είχε έρθει τόσο αργά, μου φάνηκε βέβαια παράξενο, θυμάμαι όμως
πως δεν απόρησα και πολύ. Απεναντίας μάλιστα: μόλο που το πρωί δεν του είχα πει καθαρά τη
σκέψη μου, ξέρω ωστόσο πως αυτός την είχε καταλάβει∙ κι η σκέψη μου αυτή ήταν από κείνες που
άξιζε τον κόπο να έρθει, έστω και τόσο αργά, για να την ξανασυζητήσει. Πίστευα πως γι’ αυτό ίσα‐
ίσα είχε έρθει. Το πρωί χωρίσαμε κάπως εχθρικά, θυμάμαι μάλιστα πως κάνα δυο φορές με είχε
κοιτάξει με πολλή ειρωνεία. Την ίδια αυτή ειρωνεία διάβασα και τώρα στη ματιά του, αυτή ήταν
που με πρόσβαλε. Όσο για το ότι ήταν πραγματικά ο ίδιος ο Ραγκόζιν κι όχι όνειρο, όχι παραλήρημα,
στην αρχή δεν είχα καμιά αμφιβολία. Ούτε και μου πέρασε τέτοια σκέψη.
«Στο μεταξύ, εκείνος εξακολουθούσε να κάθεται κι όλο με κοίταζε με την ίδια ειρωνεία. Γύρισα
φουρκισμένος στο κρεβάτι, ακούμπησα με τον αγκώνα στο μαξιλάρι, κι αποφάσισα επίτηδες να μη
βγάλω και γω λέξη, έστω κι αν ήταν να μείνουμε έτσι επ’ άπειρον. Δεν ξέρω γιατί, ήθελα όμως το
δίχως άλλο ν’ αρχίσει πρώτος αυτός. Νομίζω πως θα πέρασαν έτσι κάπου είκοσι λεπτά. Ξάφνου, μου
πέρασε η σκέψη: κι αν δεν είναι ο Ραγκόζιν, μα ένα φάντασμα μονάχα;
«Ούτε σαν αρρώστησα, ούτε πριν, δεν είχα δει ποτέ κανένα φάντασμα∙ μου φαινόταν όμως πάντα,
από τότε που ήμουν ακόμα μικρός και τώρα ακόμα, δηλαδή πρόσφατα, πως αν δω έστω και μια
φορά ένα φάντασμα, θα πεθάνω αμέσως επί τόπου, παρ’ όλο που δεν πιστεύω καθόλου στα
φαντάσματα. Όμως, όταν μου πέρασε η σκέψη πως αυτός εκεί δεν είναι ο Ραγκόζιν, μα ένα
φάντασμα μονάχα, θυμάμαι πως δεν τρόμαξα καθόλου. Κι όχι μονάχα αυτό, μα μ’ έπιασε και
φούρκα. Είναι παράξενο επίσης και το γεγονός πως δε μ’ απασχολούσε ούτε μ’ ανησυχούσε όπως
θα ‘πρεπε το πρόβλημα αν ήταν ο ίδιος ο Ραγκόζιν αυτό που έβλεπα ή κανένα φάντασμα∙ φαίνεται
πως εκείνη τη στιγμή σκεφτόμουν κάτι άλλο. Μ’ απασχολούσε λόγου χάρη πολύ περισσότερο γιατί
ο Ραγκόζιν που φορούσε μια ρόμπα του σπιτιού και παντόφλες, είχε βάλει τώρα το φράκο του, με
άσπρο γελέκο και άσπρο λαιμοδέτη; Μου περνούσε ακόμα και τούτη η σκέψη: αν είναι φάντασμα
και γω δεν το φοβάμαι, γιατί να μη σηκωθώ, γιατί να μην το πλησιάσω και να βεβαιωθώ; Εξάλλου,
μπορεί να μην τολμούσα γιατί φοβόμουνα. Μόλις σκέφτηκα όμως πως φοβάμαι, ξάφνου, λες και μ’
άγγιξε κάτι παγωμένο σ’ όλο μου το κορμί, ένα ρίγος διαπέρασε την πλάτη μου και τα γόνατά μου
τρεμούλιασαν. Κείνη την ίδια στιγμή, λες και το μάντεψε πως φοβάμαι, ο Ραγκόζιν κατέβασε το χέρι
όπου στηριζόταν, ίσιωσε το κορμί του κι άρχισε ν’ ανοίγει το στόμα του, λες κι ετοιμαζόταν να
γελάσει∙ με κοίταζε κατάματα. Μ’ έπιασε μια τέτοια λύσσα που θέλησα να χυμήξω πάνω του, όμως
μια κι είχα δώσει όρκο πως δε θ’ αρχίσω να του μιλάω πρώτος, έμεινα στο κρεβάτι, αφού μάλιστα
δεν είχα βεβαιωθεί ακόμα αν ήταν ή δεν ήταν ο ίδιος ο Ραγκόζιν.
«Δε θυμάμαι πόσην ώρα ακριβώς κράτησαν όλ’ αυτά∙ επίσης, δε θυμάμαι αν ξεχνιόμουνα στιγμές‐
στιγμές ή όχι. Μονάχα που στο τέλος, ο Ραγκόζιν σηκώθηκε, με ξανακοίταξε αργά και προσεκτικά,
όπως και πριν, όταν μπήκε (είχε πάψει όμως να χαμογελάει ειρωνικά) και σιγά, πατώντας σχεδόν
στα νύχια, πλησίασε την πόρτα, την άνοιξε και βγήκε σιγά‐σιγά. Εγώ δε σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι∙ δε
θυμάμαι πόσην ώρα έμεινα ακόμα ξαπλωμένος με ανοιχτά τα μάτια κι όλο σκεφτόμουνα∙ ένας Θεός
ξέρει τι σκεφτόμουνα∙ δε θυμάμαι επίσης πως έγινε κι αποξεχάστηκα. Τ’ άλλο πρωί ξύπνησα όταν
χτύπησαν την πόρτα μου∙ κοντεύανε δέκα. Εγώ τα ‘χω κανονίσει έτσι. Τους έχω πει πως αν δεν
ανοίξω μόνος μου την πόρτα ως τις δέκα και δε φωνάξω να μου φέρουν το τσάι, να ‘ρχεται η
Ματριόνα και να χτυπάει στην πόρτα μου. Όταν άνοιξα την πόρτα, σκέφτηκα αμέσως: πώς μπόρεσε
λοιπόν να μπει, μια κι η πόρτα ήταν κλειδωμένη; Ρώτησα και βεβαιώθηκα πως ο πραγματικός
Ραγκόζιν ήταν αδύνατο να ‘χε μπει, γιατί όλες μας οι πόρτες κλειδώνουν τη νύχτα.
«Αυτό ίσα‐ίσα το εξαιρετικό περιστατικό που περιέγραψα με τόσες λεπτομέρειες, στάθηκε η αιτία
να «πάρω τελειωτικά την απόφαση». Κι αυτό σημαίνει πως στην τελειωτική μου απόφαση δε
συνέβαλε ούτε η λογική, ούτε μια λογική πεποίθηση, μα η αποστροφή. Δεν μπορεί να μείνω σε μια
ζωή που παίρνει τόσο παράξενες, προσβλητικές για μένα μορφές. Αυτό το φάντασμα με ταπείνωσε.
Δεν είμαι σε θέση να υποταχτώ σε μια σκοτεινή δύναμη που παίρνει τη μορφή σφαλαγγιού. Και
μονάχα σα σουρούπωσε κι ένιωσα επιτέλους μέσα μου πως το ‘χα πάρει αμετάκλητα απόφαση,
τότε μονάχα ξαλάφρωσα. Αυτό ήταν μονάχα η πρώτη στιγμή∙ την άλλη στιγμή, έκανα το ταξίδι στο
Παυλόβσκ, αυτό όμως το ‘χω εξηγήσει αρκετά.
VII
ΕΙΧΑ ένα μικρό πιστόλι της τσέπης∙ το απόχτησα όταν ήμουν ακόμα παιδί, σε κείνη τη γελοία ηλικία,
όταν αρχίζουν ξαφνικά και σ’ αρέσουν οι ιστορίες για μονομαχίες, για ληστές∙ τότε που
σκεφτόμουνα πως θα με προκαλέσουν και μένα σε μονομαχία και με πόση αρχοντιά θα σταθώ και
θα περιμένω να με πυροβολήσουν. Εδώ κι ένα μήνα, το εξέτασα και το ετοίμασα. Στο συρτάρι όπου
το ‘χα, βρέθηκαν δυο σφαίρες και μπαρούτι για τρεις βολές. Το πιστόλι αυτό είναι για πέταμα, είναι
αποτελεσματικό μονάχα σε δεκαπέντε βήματα απόσταση και πάντα λαθεύει στο στόχο, ωστόσο,
μπορεί φυσικά να σου κάνει θρύψαλα το κρανίο αν ακουμπήσεις την κάνη στο μελίγγι.
«Αποφάσισα να πεθάνω στο Παυλόβσκ, την ώρα που θ’ ανατέλλει ο ήλιος, κατεβαίνοντας στο
πάρκο, για να μην ανησυχήσω κανένα στη βίλα. Η «Εξήγησή» μου θα εξηγήσει αρκετά το πράγμα
στην αστυνομία. Οι ερασιτέχνες της ψυχολογίας και οι ενδιαφερόμενοι, μπορούν να βγάλουν ό,τι
συμπεράσματα θέλουν. Θα ‘θελα ωστόσο το χειρόγραφο αυτό να δημοσιευθεί. Παρακαλώ τον
πρίγκιπα να κρατήσει ένα αντίγραφο και να δώσει ένα αντίγραφο στην Αγλαΐα Ιβάνοβνα Επάντσινα.
Αυτή είναι η θέλησή μου. Αφήνω το σκελετό μου στην Ιατρική Ακαδημία για επιστημονικούς
σκοπούς.
«Δε δέχομαι να με κρίνει κανείς και ξέρω πως τώρα είμαι έξω από κάθε δικαστική εξουσία. Μόλις
πριν λίγο καιρό, μ’ έκανε και γέλασα μια σκέψη: τι θα γινόταν αν μου κατέβαινε τώρα να σκοτώσω
όποιον να ‘ναι, έστω και δέκα ανθρώπους με μιας, ή να κάνω κάτι φριχτό, κάτι που θεωρείται το πιο
φριχτό απ’ όλα σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο; Σίγουρα θα ‘βαζα σε μεγάλη αμηχανία το δικαστήριο
έχοντας δυο‐τρεις βδομάδες ζωή μπροστά μου, κι ενώ απ’ την άλλη μεριά έχουν καταργηθεί τα
βασανιστήρια. Θα πέθαινα ανετότατα στο νοσοκομείο τους μέσα σ’ ένα ζεστό θάλαμο, μ’ έναν
προσεχτικό γιατρό και —ίσως‐ίσως πολύ πιο άνετα και πολύ πιο ζεστά παρά στο σπίτι μου. Δεν
καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση με μένα δεν το σκέφτονται
κάτι τέτοιο, έστω και μονάχα σαν αστείο; Εδώ που τα λέμε, μπορεί και να το σκέφτονται∙ εδώ στην
πατρίδα μας βρίσκεις πολλούς ανθρώπους με χιούμορ.
«Μα αν δεν παραδέχομαι κανέναν κριτή, ξέρω ωστόσο πως θα με κρίνουν όταν πια δε θα μπορώ ν’
ακούω ούτε να μιλάω. Δε θέλω να φύγω χωρίς ν’ αφήσω λίγες λέξεις για απολογία—δυο λόγια
ελεύθερα ειπωμένα, δίχως κανέναν καταναγκασμό—όχι για να δικαιολογηθώ—ω, όχι! δεν έχω από
κανένα να ζητήσω συγνώμη, για τίποτα δεν έχω να ζητήσω συγνώμη—μα έτσι, γιατί το θέλω μόνος
μου.
«Εδώ, πρώτ’ απ’ όλα γεννιέται μια παράξενη σκέψη: ποιος, εν ονόματι τίνος δικαιώματος, εν
ονόματι ποιας λογικής θα σκεφτόταν ν’ αμφισβητήσει το δικαίωμα που έχω να διαθέσω όπως θέλω
αυτές τις δυο‐τρεις βδομάδες που μου μένουν; Ποιο δικαστήριο είναι αρμόδιο; Ποιος έχει ανάγκη
να μην είμαι μονάχα καταδικασμένος μα να εκτίσω κιόλας ευσεβάστως όλον το χρόνο της καταδίκης
μου; Είναι ποτέ δυνατό να το ‘χει κανένας ανάγκη; Για την ηθική του πράγματος; Βέβαια, αν
βρισκόμουνα στην άνθιση της υγείας μου και της δύναμής μου κι έκανα μιαν απόπειρα ν’
αυτοκτονήσω τη στιγμή που η ζωή μου «θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη στον πλησίον μου» κ.τ.λ.
τότε η ηθική θα μπορούσε ακόμα να με κατηγορήσει, από ρουτίνα, γιατί διέθεσα τη ζωή μου χωρίς
να ρωτήσω κανέναν ή γιατί… τέλος πάντων, αυτή ξέρει καλύτερα. Μα τώρα, τώρα που μου ‘χουν
πια διαβάσει τη θανατική μου καταδίκη και ξέρω πότε θα πεθάνω; Ποια ηθική έχει ανάγκη εκτός απ’
τη ζωή σας και τον τελευταίο σας ρόγχο που μ’ αυτόν θα παραδώσετε και το τελευταίο μόριο της
ζωής ακούγοντας τις παρηγοριές του πρίγκιπα, που θα φτάσει το δίχως άλλο με τις χριστιανικότατες
αποδείξεις του στο ευτυχές συμπέρασμα πως ουσιαστικά είναι πολύ καλύτερο να πεθάνετε; (Κάτι
χριστιανοί σαν κι αυτόν φτάνουν πάντοτε σ’ αυτό το συμπέρασμα: είναι η αγαπημένη τους
αδυναμία). Και τι θέλουν να πετύχουν με τα γελοία τους «δέντρα του Παυλόβσκ»; Να γλυκάνουν τις
τελευταίες ώρες της ζωής μου; Είναι δυνατό να μην καταλαβαίνουν πως όσο περισσότερο ξεχαστώ,
όσο περισσότερο δοθώ σ’ αυτόν τον τελευταίο αντικατοπτρισμό της ζωής και της αγάπης, που μ’
αυτόν θέλουν να κρύψουν απ’ τα μάτια μου τον τοίχο μου του Μάγιερ κι όλα κείνα που είναι
γραμμένα πάνω του με τόση ειλικρίνεια και αφέλεια, τόσο πιο δυστυχισμένο θα με κάνουν; Τι να
την κάνω εγώ τη φύση σας, το πάρκο σας του Παυλόβσκ, τις ανατολές και τα ηλιοβασιλέματά σας,
το γαλάζιο ουρανό σας και τα ευτυχισμένα σας πρόσωπα, όταν όλο αυτό το χαροκόπι, που δεν έχει
τέλος, άρχισε θεωρώντας με μονάχα εμένα περισσευούμενο; Τι με νοιάζει εμένα όλη αυτή η
ομορφιά, όταν εγώ την κάθε στιγμή, το κάθε δευτερόλεπτο είμαι αναγκασμένος και
καταναγκασμένος τώρα να ξέρω πως να, ακόμα κι αυτή η μικροσκοπική μυγίτσα που ζουζουνίζει
τώρα πλάι μου μες στην αχτίδα του ήλιου, κι αυτή ακόμα συμμετέχει σ’ όλο αυτό το χαροκόπι, ξέρει
τη θέση της, την αγαπάει κι είναι ευτυχισμένη και μόνο εγώ, εγώ μονάχα είμαι κιόλας ο απόβλητος
της ζωής και μονάχα από μικροψυχία μου δεν ήθελα ως τώρα να το καταλάβω! Ω, το ξέρω πολύ
καλά πόσο θα το ‘θελε ο πρίγκιπας κι όλοι οι άλλοι να με κάνουνε να φτάσω στο σημείο ώστε, αντί
να λέω όλ’ αυτά τα «επίβουλα και μοχθηρά λόγια», να τραγουδήσω και γω ευπρεπώς και προς
θρίαμβον της ηθικής την περίφημη και κλασική στροφή του Μιλβουά:
«Ah, puissent voir longtemps votre beaute sacrée Tant d’ amis, sourds a mes adieux! Qu’ils
meurent pleins de jours, que leur mort soit pleurée. Qu’un ami leur ferme les yeux!»8
«Όμως, πιστέψτε το, πιστέψτε το, αφελέστατοι άνθρωποι, πως και σ’ αυτή την ευγενική στροφή, σ’
αυτή την ακαδημαϊκή ευλογία σε γαλλικούς στίχους, υπάρχει τόση κρυφή χολή, τόσο αδιάλλακτο
μίσος που αυτοηδονίζεται μέσα στις ρίμες, που ίσως κι ο ίδιος ο ποιητής να την έπαθε και να πήρε
αυτό το μίσος για δάκρυα τρυφερής συγκίνησης και να πέθανε μ’ αυτή την πλάνη∙ γαίαν έχοι
ελαφράν! Μάθετε πως υπάρχει ένα όριο ντροπής στη συναίσθηση της προσωπικής μηδαμινότητας
και αδυναμίας∙ ο άνθρωπος δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα απ’ αυτό το όριο κι από κει και πέρα
αρχίζει να νιώθει μέσα στον ίδιο του τον εξευτελισμό μια τρομερή ηδονή… Ε, βέβαια, η
ταπεινοφροσύνη είναι μια τεράστια δύναμη, αυτό το παραδέχομαι—όχι όμως με την έννοια που το
δέχεται η θρησκεία.
«Θρησκεία! Την αιώνια ζωή την παραδέχομαι κι ίσως να την παραδεχόμουνα πάντα. Ας δεχτούμε
πως τη φλόγα της συνείδησης την έχει ανάψει η θέληση μιας ανώτερης δύναμης, ας πούμε πως η
συνείδηση κοίταξε τον γύρω κόσμο και είπε: «υπάρχω!» κι ας της έγραψε ξάφνου αυτή η ανώτερη
δύναμη να εξαφανιστεί για κάποιον άγνωστο λόγο—και μάλιστα χωρίς καμιάν εξήγηση —αυτό
χρειάζεται, ας είναι έτσι, όλ’ αυτά τα παραδέχομαι, μα γεννιέται και πάλι το αιώνιο ερώτημα: Τι της
χρειάζεται μέσα σ’ όλ’ αυτά η ταπεινοφροσύνη μου; Δεν μπορεί λοιπόν να με φάει απλά και σκέτα
χωρίς ν’ απαιτεί από μένα να την επαινέσω κιόλας επειδή μ’ έφαγε; Είναι ποτέ δυνατό να
προσβληθεί στ’ αλήθεια κανένας κει πέρα επειδή δε θέλω να περιμένω δυο βδομάδες; Δεν το
πιστεύω∙ θα ‘ναι πολύ ακριβέστερο να υποθέσουμε πως τους χρειάστηκε η ασήμαντη ζωή μου, η
ζωή ενός μορίου για να ολοκληρωθεί κάποια παγκόσμια αρμονία, για κάποιο συν και πλην, για
κάποιαν αντίθεση και τα ρέστα, όπως ακριβώς πρέπει να θυσιάζονται κάθε μέρα για τη ζωή
εκατομμύρια πλάσματα που χωρίς το θάνατό τους ο κόσμος δεν μπορεί να σταθεί (μόλο που θα
πρέπει να παρατηρήσουμε πως η σκέψη αυτή δεν είναι και τόσο μεγαλόψυχη αυτή καθαυτή). Ας
είναι όμως! Συμφωνώ πως αλλιώς, δηλαδή χωρίς το ακατάπαυστο αλληλοφάγωμα, θα ‘ταν αδύνατο
να ρυθμιστεί ο κόσμος∙ είμαι μάλιστα πρόθυμος να παραδεχτώ πως δεν καταλαβαίνω τίποτα απ’
αυτή τη διαρρύθμιση απ’ την άλλη όμως μεριά, να τι ξέρω κι είμαι σίγουρος γι’ αυτό: Αφού μου
δώσανε μια φορά τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσω πως «υπάρχω», τι με νοιάζει από κει κι
ύστερα που ο κόσμος είναι φτιαγμένος ελαττωματικά και που αλλιώτικα δε θα μπορούσε να σταθεί;
Ποιος λοιπόν και γιατί θα με κρίνει ύστερα απ’ όλα αυτά; Λέτε ό,τι θέλετε μα όλ’ αυτά είναι
αδύνατα και άδικα.
«Παρ’ όλ’ αυτά όμως, δεν μπόρεσα ποτέ μου να φανταστώ—όσο κι αν το θέλησα—πως δεν υπάρχει
μέλλουσα ζωή και Θεία Πρόνοια. Το πιθανότερο είναι πως όλ’ αυτά υπάρχουν, μονάχα που εμείς
δεν καταλαβαίνουμε τίποτα απ’ τη μέλλουσα ζωή και τους νόμους της.
«Μα αν είναι τόσο δύσκολο και μάλιστα εντελώς αδύνατο να το καταλάβει κανένας αυτό, πώς
λοιπόν θα δώσω λόγο που δεν ήμουνα σε θέση να συλλάβω το ασύλληπτο; Η αλήθεια είναι πως
σου λένε, κι ο πρίγκιπας μαζί τους, πως εδώ ίσα‐ίσα είναι που χρειάζεται η υπακοή, πως πρέπει να
υπακούς χωρίς να ερευνάς, μονάχα από ευσέβεια και πως για την ταπεινοσύνη μου θ’ ανταμειφθώ
το δίχως άλλο στον άλλο κόσμο. Εξευτελίζουμε τρομερά τη Θεία Πρόνοια αποδίνοντάς της τις
αντιλήψεις μας, μες στην αδημονία μας που δεν μπορούμε να την καταλάβουμε. Μα και πάλι, αν
είναι αδύνατο να την καταλάβουμε, τότε, το ξαναλέω, είναι παράλογο να ευθύνεται κανείς για κάτι
που ο άνθρωπος δεν πρέπει να καταλάβει. Κι αν είναι έτσι, πώς λοιπόν θα με κατηγορήσουν που
δεν μπόρεσα να καταλάβω τη θέληση και τους νόμους της Θείας Πρόνοιας; Όχι, ας την αφήσουμε
καλύτερα κατά μέρος τη θρησκεία.
«Εξάλλου είπα αρκετά. Όταν θα ‘χω φτάσει σ’ αυτές τις γραμμές, σίγουρα θα ‘χει ανατείλει ο ήλιος
και θ’ «αντηχήσει στον ουρανό» και θα χυθεί μια τεράστια, μια άμετρη δύναμη σ’ όλη την
οικουμένη. Ας είναι! Εγώ θα πεθάνω κοιτάζοντας κατάματα την πηγή της δύναμης και της ζωής και
δε θα τη θελήσω αυτή τη ζωή! Αν είχα τη δύναμη να εκλέξω και να μη γεννηθώ, σίγουρα δε θα
δεχόμουνα την ύπαρξη κάτω από τόσο εξευτελιστικούς όρους. Έχω όμως ακόμα τη δύναμη να
πεθάνω, αν και παραιτούμαι από κάτι που είναι κιόλας μετρημένο. Δεν είναι λοιπόν σπουδαία αυτή
η δύναμη, κι η ανταρσία μου επίσης δεν είναι σπουδαία.
«Μια τελευταία εξήγηση: αν πεθαίνω, δεν είναι καθόλου επειδή δεν είμαι σε θέση να υποφέρω
αυτές τις τρεις βδομάδες, ω, θα μου ‘φτανε η δύναμη, κι αν το ‘θελα μάλιστα, θα παρηγοριόμουν
αρκετά με τη συνειδητοποίηση της αδικίας που μου έγινε∙ εγώ όμως δεν είμαι Γάλλος ποιητής και
δεν τις θέλω τέτοιας λογής παρηγοριές. Τέλος, υπάρχει και κάποιος πειρασμός: η φύση έχει
περιορίσει σε τέτοιο σημείο τη δραστηριότητά μου με τις τρεις βδομάδες που μου δίνει προθεσμία,
ώστε η αυτοκτονία είναι ίσως το μόνο έργο που μπορώ να προλάβω ν’ αρχίσω και να τελειώσω με
δική μου θέληση. Ε, λοιπόν; Μπορεί να θέλω να επωφεληθώ απ’ αυτή την τελευταία δυνατότητα να
κάνω κάτι ! Κάτι είναι κάποτε και μια διαμαρτυρία…»
Η «Εξήγηση» τέλειωσε ο Ιππόλυτος, επιτέλους, σταμάτησε…
Υπάρχει στις ακρότατες περιπτώσεις ένα σημείο τελευταίας κυνικής ειλικρίνειας, οπόταν ένας
νευρικός άνθρωπος, ερεθισμένος και εκτός εαυτού, δε φοβάται πια τίποτα κι είναι έτοιμος για κάθε
σκάνδαλο∙ χαίρεται μάλιστα δημιουργώντας το: τα βάζει με τους ανθρώπους έχοντας τον αόριστο
μα σταθερό σκοπό την άλλη κιόλας στιγμή να πέσει απ’ το καμπαναριό και να δώσει έτσι μονομιάς
μιαν εξήγηση σ’ όλες τις απορίες—αν φυσικά υπάρξουν απορίες. Σύμπτωμα των τέτοιων
καταστάσεων είναι και η εξάντληση των σωματικών δυνάμεων. Η μεγάλη, η σχεδόν υπερφυσική
υπερένταση που συγκρατούσε ως τα τώρα τον Ιππόλυτο, είχε φτάσει ως αυτό το ακρότατο σημείο.
Αυτό το δεκαοχτάχρονο παιδί, που το ‘χε εξαντλήσει η αρρώστια, φαινόταν αδύνατο, σαν ένα
κομμένο τρεμάμενο φυλλαράκι∙ μόλις όμως πρόφτασε να ρίξει ένα βλέμμα στους ακροατές του—
για πρώτη φορά στο διάστημα της τελευταίας ώρας φάνηκε αμέσως στο βλέμμα και στο χαμόγελό
του η πιο υπεροπτική, η πιο περιφρονητική κι η πιο προσβλητική σιχασιά. Βιαζόταν να τους
προκαλέσει. Μα κι οι ακροατές του ήταν καταγανακτισμένοι. Όλοι τους άρχισαν να σηκώνονται
φουρκισμένοι με θόρυβο απ’ το τραπέζι. Η κούραση, το κρασί, η υπερένταση, έκαναν ακόμα
μεγαλύτερη την απρέπεια και τη βρομιά της εντύπωσης που τους είχαν προκαλέσει όλ’ αυτά —αν
στέκει μια τέτοια έκφραση.
Ξάφνου ο Ιππόλυτος πετάχτηκε όρθιος, λες και κάποιος τον τράβηξε.
— Ο ήλιος βγήκε! —φώναξε βλέποντας τις κορφές των δέντρων να φωτίζονται και δείχνοντάς τες
στον πρίγκιπα, λες και του ‘δειχνε ένα θαύμα.—Βγήκε!
— Και τι νομίζατε; Πως δεν θα ‘βγαινε;—παρατήρησε ο Φερντιστσένκο.
— Πάλι θα ψηθούμε όλη μέρα στη ζέστη,—μουρμούρισε με βαριεστημένη αγανάκτηση ο Γάνια
κρατώντας το καπέλο του∙ ανακλαδίστηκε και χασμουρήθηκε. —Ένα μήνα δε λέει να ρίξει στάλα
βροχή!… Πηγαίνουμε, Πτίτσιν;
Ο Ιππόλυτος τον άκουγε απορημένος, είχε μείνει σχεδόν σύξυλος. Ξάφνου χλόμιασε τρομερά κι
άρχισε να τρέμει σύγκορμος.
— Υποκρίνεστε πολύ αδέξια τον αδιάφορο, έτσι που δεν μπορείτε να με προσβάλετε, —γύρισε κι
είπε στον Γάνια κοιτάζοντάς τον κατάματα, —είστε ένας παλιάνθρωπος!
— Ε, αυτό πια παραπάει, βρυχήθηκε ο Φερντιστσένκο. Τι φαινόμενο αδυναμίας!
— Μπα, είναι απλούστατα βλάκας,—είπε ο Γάνια.
Ο Ιππόλυτος συνήλθε κάπως.
— Το καταλαβαίνω, κύριοι,—άρχισε να λέει τρέμοντας όπως και πριν και σταματώντας στην κάθε
του λέξη, —πως μ’ αυτό που έκανα μπορεί να ‘γινα άξιος του προσωπικού σας μίσους και… λυπάμαι
που σας βασάνισα μ’ αυτό το παραλήρημα (έδειξε το χειρόγραφο) ή μάλλον λυπάμαι που δε σας
βασάνισα καθόλου… (χαμογέλασε ανόητα). Σας βασάνισα, Ευγένιε Παύλοβιτς;—τον ρώτησε
ξαφνικά. —Σας βασάνισα ναι ή όχι; Μιλείστε!
— Ήταν κάπως μακροσκελές, αν και..
— Πέστε τα όλα! Πέστε για μιαν έστω φορά στη ζωή σας την αλήθεια! έτρεμε και πρόσταζε ο
Ιππόλυτος.
— Ω, όλ’ αυτά μου είναι εντελώς αδιάφορα! Σας παρακαλώ, κάντε μου τη χάρη, αφήστε με ήσυχο,
—γύρισε αλλού το κεφάλι του ο Ευγένιος Παύλοβιτς σα να σιχαινόταν να τον βλέπει.
— Καληνύχτα, πρίγκηψ,—πλησίασε τον πρίγκιπα ο Πτίτσιν.
— Μα αυτός θ’ αυτοκτονήσει τώρα∙ τι κάνετε! Κοιτάξτε τον! —φώναξε η Βέρα κι όρμησε στον
Ιππόλυτο κατατρομαγμένη, τον άρπαξε μάλιστα απ’ τα χέρια.—Αφού το είπε πως μόλις βγει ο ήλιος
θα τινάξει τα μυαλά του στο αέρα, τι τον αφήνετε λοιπόν!
— Δε θ’ αυτοκτονήσει! μουρμούρισαν χαιρέκακα μερικές φωνές, ανάμεσά τους κι ο Γάνια.
— Κύριοι, φυλαχτείτε, —φώναξε ο Κόλια κι άρπαξε κι αυτός τον Ιππόλυτο απ’ το χέρι —φτάνει να
τον κοιτάξετε μονάχα! Πρίγκηψ! Πρίγκηψ, μα τι κάνετε λοιπόν!
Γύρω στον Ιππόλυτο μαζεύτηκαν η Βέρα, ο Κόλια, ο Κέλερ και ο Μπουρντόβσκη∙ κι οι τέσσερις τον
αρπάξανε και τον κρατούσαν.
— Έχει δικαίωμα, δικαίωμα!… φώναζε ο Μπουρντόβσκη που τα ‘χε ωστόσο κι αυτός ολότελα
χαμένα.
— Επιτρέψτε μου, πρίγκηψ, τι προστάζετε;—τον πλησίασε ο Λέμπεντεβ, μεθυσμένος και
φουρκισμένος μέχρις αναίδειας.
— Τι να προστάξω;
— Όχι, επιτρέψτε μου, με το συμπάθειο, είμαι ο νοικοκύρης, αν και σας σέβομαι υπεράγαν… Δε
λέω, είστε και σεις νοικοκύρης, δε θέλω όμως μέσα στο ιδιόκτητο σπίτι μου… Να το ξέρετε.
— Δε θ’ αυτοκτονήσει∙ παιδιαρίζει το παλιόπαιδο!—φώναξε ξάφνου αγανακτισμένος και με πολύ
στόμφο ο στρατηγός Ιβόλγκιν.
— Μπράβο, στρατηγέ!—βρήκε την ευκαιρία να πει το λογάκι του ο Φερντιστσένκο.
— Το ξέρω πως δε θ’ αυτοκτονήσει, στρατηγέ, πολυσέβαστε στρατηγέ, παρ’ όλ’ αυτά… καθότι είμαι
νοικοκύρης.
— Ακούστε, κύριε Τερέντιεβ, —είπε ξάφνου ο Πτίτσιν που ‘χε αποχαιρετήσει τον πρίγκιπα κι έδινε
τώρα το χέρι του στον Ιππόλυτο, —αν δεν κάνω λάθος, είπατε στο πόνημά σας πως το σκελετό σας
τον αφήνετε στην Ακαδημία; Εννοούσατε το δικό σας σκελετό, τον προσωπικά δικό σας, δηλαδή τα
κόκαλά σας της αφήνετε;
— Ναι, τα κόκαλά μου…
— Έτσι λοιπόν. Γιατί μπορούσε να γίνει κάποιο λάθος. Λένε πως έχει ξανασυμβεί κάτι τέτοιο.
— Γιατί τον εξερεθίζετε;—φώναξε ξάφνου ο πρίγκιπας.
— Λίγο ακόμα και θα βάλει τα κλάματα, πρόστεσε ο Φερντιστσένκο.
Ο Ιππόλυτος όμως δεν έκλαιγε καθόλου. Έκανε να ξεφύγει, οι τέσσερις όμως που στέκονταν γύρω
του, τον αρπάξανε ξάφνου όλοι μαζί απ’ τα χέρια. Ακούστηκαν γέλια.
— Αυτό πάσκιζε να πετύχει —να τον κρατάνε απ’ τα χέρια∙ γι’ αυτό το διάβασε το τετράδιο, —
παρατήρησε ο Ραγκόζιν —Γεια σας, πρίγκηψ. Παρακάτσαμε, πονέσανε τα κόκαλά μου.
— Αν σκοπεύατε πραγματικά ν’ αυτοκτονήσετε, Τερέντιεβ, —γέλασε ο Ευγένιος Παύλοβιτς, ύστερα
απ’ όλα αυτά τα κομπλιμέντα, αν ήμουν στην θέση σας δε θ’ αυτοκτονούσα, επίτηδες για να τους
κοροϊδέψω.
— Το θέλουν τρομερά να δουν πώς θ’ αυτοκτονήσω, —του ρίχτηκε ο Ιππόλυτος.
Μιλούσε σα να τους ριχνόταν.
— Τους κακοφαίνεται που δε θα το δουν.
— Ώστε λοιπόν και σεις το νομίζετε πως δε θα το δουν;
— Δεν πάω να σας κουρντίσω∙ απεναντίας νομίζω πως είναι πολύ πιθανό ν’ αυτοκτονήσετε. Το
κυριότερο, μη θυμώνετε…—έκανε ο Ευγένιος Παύλοβιτς σέρνοντας προστατευτικά τα λόγια του.
— Τώρα μονάχα βλέπω πως έκανα μια τρομερή ανοησία διαβάζοντάς τους αυτό το χειρόγραφο! —
πρόφερε ο Ιππόλυτος κοιτάζοντας ξαφνικά με τόση εμπιστοσύνη τον Ευγένιο Παύλοβιτς, λες και
ζητούσε μια φιλική συμβουλή από ένα φίλο.
— Βρίσκεστε σε γελοία θέση όμως… μα την αλήθεια, δεν ξέρω τι να σας συμβουλέψω,—απάντησε
χαμογελώντας ο Ευγένιος Παύλοβιτς.
Ο Ιππόλυτος τον κοίταζε αυστηρά κι επίμονα σωπαίνοντας. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως
στιγμές‐στιγμές ξεχνιόταν ολότελα.
— Όχι, επιτρέψτε μου, είναι πράματα αυτά;—έκανε ο Λέμπεντεβ.
— «Θ’ αυτοκτονήσω, λέει, στο πάρκο για να μην ανησυχήσω κανέναν!» Νομίζει πως δε θ’
ανησυχήσει κανέναν αν κατέβει τη σκάλα και κάνει τρία βήματα στον κήπο.
— Κύριοι, —έκανε ν’ αρχίσει ο πρίγκιπας.
— Όχι, επιτρέψτε μου, πολυσέβαστε πρίγκηψ, —εξακολουθούσε μανιασμένος ο Λέμπεντεβ, —μια
και το βλέπετε μόνος σας πως δεν πρόκειται περί αστείου, κι επειδή το ήμισυ τουλάχιστον των
επισκεπτών σας είναι κι αυτοί της ιδίας γνώμης και πιστεύουν ότι τώρα, ύστερ’ από όσα ειπώθηκαν
εδώ πέρα, είναι το δίχως άλλο υποχρεωμένος ν’ αυτοκτονήσει για λόγους φιλοτιμίας—εγώ σαν
οικοδεσπότης το δηλώνω ενώπιον μαρτύρων πως σας καλώ να με βοηθήσετε.
— Τι πρέπει λοιπόν να κάνω, Λέμπεντεβ; Είμαι έτοιμος να σας βοηθήσω.
— Ιδού τι πρέπει να κάνετε: πρώτον, να παραδώσει αμέσως το πιστόλι του, που καυχήθηκε πως
έχει, μεθ’ όλων των εξαρτη μάτων. Αν το παραδώσει, δέχομαι να τον αφήσουμε να περάσει αυτή τη
νύχτα σ’ αυτό το σπίτι, εν όψει της ασθενικής του καταστάσεως, με την προϋπόθεση φυσικά πως θα
τον επιβλέπω εγώ. Αύριο όμως, ας ξεκουμπιστεί κι ας πάει όπου θέλει∙ με το συμπάθιο πρίγκηψ! Κι
αν δε μας δώσει το όπλο, τότε τον παίρνω αμέσως απ’ τα χέρια, εγώ απ’ το ένα, ο στρατηγός απ’ το
άλλο και θα στείλω πάραυτα να ειδοποιηθεί η αστυνομία και τότε πλέον η υπόθεσις θα περάσει
στην αρμοδιότητά της. Ο κύριος Φερντι στσένκο δε θα ‘χει αντίρρηση να πεταχτεί.
Έγινε φασαρία∙ ο Λέμπεντεβ είχε φουρκιστεί και καταντούσε πια υπερβολικός∙ ο Φερντιστσένκο
ετοιμάστηκε να πάει στην αστυνομία∙ ο Γάνια επέμενε με αγριοφωνάρες πως κανένας δε θ’
αυτοκτονήσει. Ο Ευγένιος Παύλοβιτς σώπαινε.
— Πρίγκηψ, έτυχε να πέσετε ποτέ σας από καμπαναριό;—του ψιθύρισε ξάφνου ο Ιππόλυτος.
— Ο‐όχι… απάντησε με αφέλεια ο πρίγκιπας.
— Έχει γούστο να νομίζετε πως δεν το ‘χα προβλέψει όλο αυτό το μίσος! ξαναψιθύρισε ο Ιππόλυτος
και τα μάτια του άστραψαν καθώς κοίταξε τον πρίγκιπα, λες και περίμενε στ’ αλήθεια μιαν
απάντηση απ’ αυτόν. —Αρκετά! —φώναξε ξάφνου σ’ όλους. —Εγώ… φταίω… περισσότερο απ’
όλους! Λέμπεντεβ, ορίστε το κλειδί (έβγαλε το πορτοφόλι του κι από κει έναν ατσαλένιο κρίκο με
τρία‐τέσσερα μικρά κλειδιά), να, αυτό, το προτελευταίο… ο Κόλια θα σας δείξει… Κόλια! Πού είναι ο
Κόλια; —φώναξε κοιτάζοντας τον Κόλια χωρίς να τον βλέπει… —Ναι… αυτός θα σας δείξει.
Ταχτοποιήσαμε μαζί το σάκο. Πηγαίνετέ τον, Κόλια∙ είναι στο γραφείο του πρίγκιπα, κάτω απ’ το
τραπέζι… ο σάκος μου… μ’ αυτό το κλειδάκι, από κάτω, στο σεντουκάκι… είναι το πιστόλι μου και το
μπαρούτι, θα σας δείξει∙ με τη συμφωνία όμως, αύριο νωρίς το πρωί που θα φύγω για την
Πετρούπολη να μου δώσετε πίσω το πιστόλι, ακούτε; Αυτό το κάνω για τον πρίγκιπα, όχι για σας.
— Έτσι είναι καλύτερα! —άρπαξε το κλειδί ο Λέμπεντεβ και μισογελώντας φαρμακερά έτρεξε στο
πλαϊνό δωμάτιο. Ο Κόλια κοντοστάθηκε, φάνηκε σάμπως κάτι να ‘θελε να πει, ο Λέμπεντεβ όμως
τον τράβηξε μαζί του.
Ο Ιππόλυτος κοίταξε τους επισκέπτες που γελάγανε. Ο πρίγκιπας παρατήρησε πως τα δόντια του
χτυπούσαν, λες κι είχε δυνατό ρίγος.
— Τι παλιάνθρωποι που είναι όλοι τους! —ξαναψιθύρισε ο Ιππόλυτος μανιασμένα στον πρίγκιπα.
Όταν μίλαγε με τον πρίγκιπα, πάντα έσκυβε και ψιθύριζε.
— Μην τους δίνετε σημασία. Είστε πολύ εξαντλημένος…
— Τώρα, τώρα… τώρα θα φύγω.
Ξάφνου αγκάλιασε τον πρίγκιπα.
— Ίσως να νομίζετε πως είμαι τρελός;—τον κοίταξε και γέλασε παράξενα.
— Όχι, είστε όμως…
— Τώρα, αμέσως, σωπάστε∙ μη λέτε τίποτα∙ σταθείτε… θέλω να κοιτάξω τα μάτια σας. Σταθείτε
έτσι, να τα κοιτάζω. Θ’ αποχαιρετήσω έναν άνθρωπο.
Στεκόταν και κοίταζε τον πρίγκιπα σιωπηλός κι ασάλευτος κάπου δέκα δευτερόλεπτα, πολύ χλομός,
με μουσκεμένα τα μελίγγια απ’ τον ιδρώτα κι είχε αρπάξει κάπως παράξενα τον πρίγκιπα με το χέρι
του, λες και φοβόταν μην του φύγει.
— Ιππόλυτε, Ιππόλυτε, τι έχετε;—φώναξε ο πρίγκιπας.
— Τώρα… αρκετά… θα πλαγιάσω. Θα πιω μια γουλιά στην υγειά του ήλιου… Το θέλω, το θέλω
αφήστε με!
Άρπαξε βιαστικά ένα ποτήρι απ’ το τραπέζι, πετάχτηκε απ’ τη θέση του κι έφτασε σχεδόν τρέχοντας
στα σκαλοπάτια της βεράντας. Ο πρίγκιπας έκανε να ορμήσει το κατόπι του, μα λες κι έγινε
επίτηδες, κείνη την ίδια στιγμή του άπλωσε το χέρι ο Ευγένιος Παύλοβιτς για να τον χαιρετήσει.
Πέρασε ένα δευτερόλεπτο και ξαφνικά, όλοι όσοι ήταν στη βεράντα, βγάλανε μια κραυγή. Ύστερα
επακολούθησε τρομερή φασαρία κι ανακατωσούρα.
Να τι έγινε:
Φτάνοντας στη σκάλα της βεράντας, ο Ιππόλυτος σταμάτησε κρατώντας στ’ αριστερό του χέρι το
ποτήρι κι έχοντας χωμένο το δεξί στη δεξιά τσέπη του παλτού του. Ο Κέλερ βεβαίωνε αργότερα πως
ο Ιππόλυτος το ‘χε από πριν το χέρι του στη δεξιά τσέπη, όταν ακόμα μιλούσε με τον πρίγκιπα και
τον άρπαζε με τ’ αριστερό του χέρι απ’ τον ώμο και το γιακά —κι ο Κέλερ βεβαίωνε πως αυτό ίσα‐
ίσα το δεξί χέρι, που το κράταγε χωμένο στην τσέπη, του είχε γεννήσει τάχα την πρώτη υποψία.
Όπως και να ‘ναι κάποια ανησυχία τον είχε αναγκάσει κι αυτόν να τρέξει ξοπίσω απ’ τον Ιππόλυτο.
Όμως, δεν πρόφτασε ούτε αυτός. Είδε μονάχα πως ξαφνικά κάτι γυάλισε στο δεξί χέρι του
Ιππόλυτου και το ίδιο δευτερόλεπτο ένα μικρό πιστόλι της τσέπης βρέθηκε στηριγμένο στον
κρόταφό του. Ο Κέλερ όρμησε να τον αρπάξει απ’ το χέρι, την ίδια όμως στιγμή ο Ιππόλυτος τράβηξε
τη σκανδάλη. Ακούστηκε ο απότομος ξερός και μεταλλικός κρότος του κόκορα που έπεφτε,
πυροβολισμός ωστόσο δεν επακολούθησε. Όταν ο Κέλερ άρπαξε τον Ιππόλυτο, εκείνος έπεσε στα χέρια του, σα λιπόθυμος —ίσως να φανταζόταν και στ’ αλήθεια πως είχε σκοτωθεί. Το πιστόλι ήταν
κιόλας στα χέρια του Κέλερ. Τρέξανε κι άλλοι κι αρπάξαν τον Ιππόλυτο, φέρανε μια καρέκλα, τον
έβαλαν να κάτσει κι όλοι μαζεύτηκαν γύρω, όλοι φώναζαν όλοι ρωτούσαν. Όλοι είχαν ακούσει τον
κόκορα να πέφτει κι όμως βλέπανε τον Ιππόλυτο ζωντανό, να μην έχει ούτε μια γρατζουνιά. Ο ίδιος
ο Ιππόλυτος καθόταν και δεν μπορούσε να καταλάβει τι συμβαίνει και τους κοίταζε όλους γύρω του
σα χαζός. Ο Λέμπεντεβ κι ο Κόλια γύρισαν τρέχοντας εκείνη τη στιγμή στη βεράντα.
— Αφλογιστία;—ρωτούσαν γύρω.
— Μήπως δεν ήταν γεμάτο;—λέγανε άλλοι.
— Γεμάτο είναι! —είπε ο Κέλερ κοιτάζοντας το πιστόλι, —όμως…
— Τι, δεν πήρε φωτιά;
— Δεν είχε καθόλου καψούλι, —ανακοίνωσε ο Κέλερ.
Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς την αξιοθρήνητη σκηνή που επακολούθησε. Ο τρόμος που τους
είχε κυριέψει όλους στην αρχή, σε λίγο έδωσε τη θέση του σε γέλια∙ μερικοί μάλιστα χαχάνιζαν
χαιρέκακα με τρομερή αγαλλίαση. Ο Ιππόλυτος έκλαιγε με λυγμούς, σα να τον είχε πιάσει υστερία,
σύστρεφε τα χέρια του, ορμούσε σ’ όλους, ακόμα και στο Φερντιστσένκο, τον άρπαξε και με τα δυο
του χέρια και του ορκιζόταν πως το ‘χε ξεχάσει, «το ‘χε ξεχάσει ολότελα κατά λάθος, δεν το ‘χε κάνει
επίτηδες»—ξέχασε να βάλει καψούλι, πως τα καψούλια τα ‘χει όλα δω πέρα, στο τσεπάκι του
γιλέκου του, δέκα κομμάτια (τα ‘δειχνε σ’ όλους τριγύρω) πως δεν το ‘χε βάλει από πριν γιατί
φοβόταν μήπως πάρει κατά λάθος φωτιά το πιστόλι μες στην τσέπη του, πως υπολόγιζε να
προφτάσει να το βάλει όταν θα ‘ρχόταν η στιγμή και ξαφνικά το ξέχασε. Ορμούσε στον πρίγκιπα,
στον Ευγένιο Παύλοβιτς, ικέτευε τον Κέλερ να του ξαναδώσει το πιστόλι, έλεγε πως θα τους
αποδείξει τώρα αμέσως, πως «η τιμή του… η τιμή του»… πως τώρα πια είναι «για πάντα
ατιμασμένος!»…
Τέλος, έπεσε πραγματικά λιπόθυμος. Τον πήγανε στο γραφείο του πρίγκιπα κι ο Λέμπεντεβ, έχοντας
ξεμεθύσει εντελώς, έστειλε να φωνάξουν το γιατρό, κι αυτός μαζί με την κόρη του, το γιο του, το
Μπουρντόβσκη και το στρατηγό, έμεινε δίπλα στο κρεβάτι του αρρώστου. Όταν μεταφέρανε τον
αναίσθητο Ιππόλυτο, ο Κέλερ στάθηκε καταμεσής στο δωμάτιο και δήλωσε δυνατά, προφέροντας
καθαρά και τονίζοντας την κάθε του λέξη με πραγματική έμπνευση:
— Κύριοι, αν ακούσω κανέναν από σας να πει μπροστά μου πως το ξέχασε επίτηδες το καψούλι και
πως ο δυστυχισμένος αυτός νέος έπαιζε απλώς μια κωμωδία όποιος και να ‘ναι αυτός, θα ‘χει να
κάνει μαζί μου, είπε με έξαψη.
Δεν του απάντησαν όμως. Τέλος, οι επισκέπτες φύγανε όλοι μαζί, βιαστικοί. Ο Πτίτσιν, ο Γάνια κι ο
Ραγκόζιν φύγανε παρέα.
Ο πρίγκιπας απόρησε πολύ που ο Ευγένιος Παύλοβιτς άλλαξε γνώμη κι έφευγε δίχως να εξηγηθεί.—
Μα δε θέλατε να μου μιλήσετε όταν θα φεύγανε όλοι;—τον ρώτησε.
— Ακριβώς, —είπε ο Ευγένιος Παύλοβιτς καθώς καθόταν ξαφνικά σε μια καρέκλα κι έβαζε και τον
πρίγκιπα να κάτσει δίπλα του, —τώρα όμως, άλλαξα για την ώρα γνώμη. Ομολογώ πως είμαι λίγο
σαστισμένος, μα και σεις δεν πάτε πίσω. Τα ‘χω μπερδέψει∙ εξάλλου το ζήτημα για το οποίο θα
‘θελα να εξηγηθώ μαζί σας είναι πολύ σημαντικό για μένα, μα και για σας επίσης. Βλέπετε, πρίγκηψ,
ήθελα έστω και μια φορά στη ζωή μου να κάνω μιαν απόλυτα τίμια δουλειά, δηλαδή απόλυτα
ανυστερό βουλη, νομίζω όμως πως αυτή τη στιγμή δεν είμαι ολότελα ικανός για κάτι τέτοιο και…
μπορεί να συμβαίνει και με σας το ίδιο… ώστε… θα εξηγηθούμε αργότερα. Μπορεί στο μεταξύ να
ξεκαθα ρίσουν τα πράγματα και για σας και για μένα, αν περιμένουμε δυο‐τρεις μέρες —όσο θα
μείνω στην Πετρούπολη.
Σαν τα ‘πε αυτά ξανασηκώθηκε απ’ την καρέκλα του, έτσι που ήταν ν’ απορήσεις, γιατί είχε καθίσει.
Του πρίγκιπα του φάνηκε επίσης πως ο Ευγένιος Παύλοβιτς είναι κακόκεφος και νευριασμένος και
τον κοιτάζει εχθρικά μ’ ένα βλέμμα εντελώς αλλιώτικο από πριν.
— Αλήθεια, θα πάτε τώρα στον άρρωστο;
— Ναι… φοβάμαι, πρόφερε ο πρίγκιπας.
— Μη φοβάστε —είμαι σίγουρος πως θα ζήσει πεντέξι βδομάδες, μπορεί μάλιστα να ξαναβρεί και
την υγειά του εδώ στην εξοχή. Το καλύτερο απ’ όλα όμως θα ‘ταν να τον διώξετε αύριο.
— Δεν αποκλείεται να τον εξώθησα εγώ στ’ αλήθεια επειδή… δεν είπα∙ τίποτα μπορεί να νόμισε ότι
και γω αμφιβάλλω πως θ’ αυτοκτονήσει. Τι γνώμη έχετε, Ευγένιε Παύλοβιτς;
— Κάθε άλλο. Είναι υπερβολική καλοσύνη από μέρος σας το ότι φροντίζετε ακόμα για δαύτον. Το
‘χα ακουστά, ποτέ δε μου ‘τυχε όμως να το δω εκ του φυσικού πως υπάρχουν άνθρωποι που
αυτοκτονούν επίτηδες για να τους πουν μπράβο, ή απ’ τη φούρκα τους γιατί δεν τους λένε μπράβο.
Και το κυριότερο, δε θα μπορούσα ποτέ μου να πιστέψω σ’ αυτή την ειλικρίνεια της μικροψυχίας.
Όπως και να ‘χει, διώξτε τον αύριο.
— Λέτε να ξανακάνει την απόπειρα;
— Όχι, τώρα πια δε θ’ αυτοκτονήσει. Να φυλάγεστε όμως απ’ αυτούς τους ντόπιους Λασενέρ! Σας
βεβαιώ, το έγκλημα είναι ένα πολύ συνηθισμένο καταφύγιο κάθε τέτοιας ανίκανης, ανυπόμονης και
άπληστης μηδαμινότητας.
— Μα είναι λοιπόν ένας Λασενέρ;
— Η ουσία είναι η ίδια, αν και δεν αποκλείεται οι ρόλοι να ‘ναι διαφορετικοί. Να μου το θυμηθείτε
πως ο κύριος αυτός είναι έτοιμος να ξεπαστρέψει δέκα ψυχές, μόνο και μόνο γιατί έτσι θα του
καπνίσει, όπως ακριβώς μας το διάβασε ο ίδιος στην εξήγηση. Τώρα τα λόγια του αυτά δε θα μ’
αφήσουν να κοιμηθώ.
— Σα να μου φαίνεται πως η ανησυχία σας είναι υπερβολική.
— Είστε καταπληκτικός πρίγκηψ∙ δεν πιστεύετε πως τ ώ ρ α είναι ικανός να σκοτώσει δέκα
ανθρώπους;
— Φοβάμαι να σας απαντήσω∙ όλ’ αυτά είναι πολύ παράξενα, μα…
— Ε, όπως νομίζετε, όπως νομίζετε!—τέλειωσε νευριασμένα ο Ευγένιος Παύλοβιτς.—Εξάλλου είστε
τόσο γενναίος∙ κοιτάξτε μονάχα μη βρεθείτε και σεις μέσα στους δέκα.
— Το πιθανότερο είναι πως δε θα σκοτώσει κανέναν,—είπε ο πρίγκιπας κοιτάζοντας σκεφτικός τον
Ευγένιο Παύλοβιτς. Εκείνος γέλασε με κακία.
— Ορβουάρ, είναι ώρα να πηγαίνω! Και δε μου λέτε, το προσέξατε πως άφησε ένα αντίγραφο της
εξομολόγησής του στην Αγλαΐα Ιβάνοβνα;
— Ναι, το πρόσεξα και… το σκέφτομαι.
— Και καλά κάνετε∙ να το ‘χετε υπ’ όψη για την περίπτωση των δέκα ψυχών, —ξαναγέλασε ο
Ευγένιος Παύλοβιτς και βγήκε.
Μιαν ώρα αργότερα, κατά τις τέσσερις, ο πρίγκιπας κατέβηκε στο πάρκο. Έκανε μια προσπάθεια να
κοιμηθεί στο σπίτι, δεν μπόρεσε όμως γιατί είχε δυνατό καρδιοχτύπι. Στο σπίτι, όλα είχαν
τακτοποιηθεί κι είχαν ησυχάσει∙ ο άρρωστος είχε κοιμηθεί κι ο γιατρός που ήρθε, είπε πως δεν
υπάρχει κανένας ιδιαίτερος κίνδυνος. Ο Λέμπεντεβ, ο Κόλια κι ο Μπουρντόβσκη πλαγιάσανε στο
δωμάτιο του αρρώστου και θα τον προσέχανε με βάρδιες∙ απ’ αυτή την άποψη λοιπόν, δεν είχε να
φοβάται τίποτα.
Ωστόσο, η ανησυχία του πρίγκιπα μεγάλωνε από στιγμή σε στιγμή. Τριγύριζε στο πάρκο κοιτάζοντας
αφηρημένα γύρω του και σταμάτησε απορημένος όταν έφτασε στη μικρή πλατεία μπροστά στο
σταθμό κι είδε τους άδειους πάγκους και τ’ αναλόγια της ορχήστρας. Του έκανε κατάπληξη αυτό το
μέρος και για κάποιο λόγο τού φάνηκε τρομερά άσκημο. Γύρισε πίσω και τραβώντας απ’ το δρόμο
που ‘χε περάσει χτες με τους Επάντσιν πηγαίνοντας στο σταθμό, έφτασε στο πράσινο παγκάκι όπου
του είχε ορίσει ραντεβού η Αγλαΐα, έκατσε, και ξαφνικά, άρχισε να γελάει δυνατά, πράγμα που τον
έκανε ν’ αγανακτήσει αμέσως τρομερά. Η ταραχή του δεν έλεγε να περάσει∙ θα ‘θελε κάπου να
φύγει… Δεν ήξερε πού. Από πάνω του, στο δέντρο, κελαϊδούσε κάποιο πουλάκι κι άρχισε να το
ψάχνει με τα μάτια ανάμεσα στα κλαδιά. Ξάφνου το πουλί πέταξε πέρα και την ίδια στιγμή, χωρίς
να ξέρει κι ο ίδιος γιατί, θυμήθηκε κείνη τη «μυγίτσα» μέσα στην «αχτίδα του ήλιου» που ο
Ιππόλυτος είχε γράψει πως κι αυτή «ξέρει τη θέση της και συμμετέχει σ’ όλο αυτό το χαροκόπι και
μονάχα αυτός είναι ο απόβλητος της ζωής». Αυτή η φράση του ‘χε κάνει εντύπωση και τότε που την
πρωτάκουσε∙ αυτό το θυμήθηκε τώρα. Μια ανάμνηση, από καιρό ξεχασμένη, ξανάρθε στη μνήμη
του και ξαφνικά όλα ξεκαθάρισαν με μιας.
Ήταν στην Ελβετία, τον πρώτο χρόνο της θεραπείας του, ή μάλλον τους πρώτους μήνες. Τότε ήταν
ακόμα σχεδόν ολότελα ηλίθιος, ούτε να μιλήσει δεν ήξερε καλά‐καλά, κι ώρες‐ώρες δεν
καταλάβαινε τι του λέγανε. Μια μέρα, ανέβηκε στο βουνό ήταν μια λιόλουστη και διάφανη μέρα κι
ώρα πολλή περπάταγε με μια βασανιστική σκέψη που δεν εννοούσε να πάρει σχήμα. Μπροστά του
ο λαμπερός ουρανός, κάτω απλωνόταν η λίμνη, γύρω του ο ορίζοντας φωτεινός κι απέραντος χωρίς
τέλος, χωρίς άκρη∙ ώρα πολλή κοίταζε και βασανιζόταν. Θυμόταν τώρα πως άπλωνε τα χέρια του σ’
αυτό το φωτεινό, το ατέλειωτο γαλάζιο κι έκλαιγε. Τον βασάνιζε το ότι σ’ όλ’ αυτά ήταν εντελώς
ξένος. Τι πανηγύρι λοιπόν ήταν αυτό, τι αδιάκοπη μεγάλη γιορτή δίχως τέλος—και που αυτός
λαχταράει από παλιά, από πολύ μικρός, να πάρει μέρος κι όμως δεν τα καταφέρνει ποτέ του; Κάθε
πρωί, ανατέλλει ο ίδιος φωτεινός ήλιος∙ κάθε πρωί, στον καταρράχτη σχηματίζεται ένα ουράνιο
τόξο. Κάθε βράδυ, το χιονισμένο βουνό, κείνο το πιο ψηλό, πέρα μακριά στην άκρη τ’ ουρανού
φλέγεται, καίει σαν πορφυρή φωτιά. Κάθε «μικροσκοπική μυγίτσα που ζουζουνίζει τώρα πλάι μου
μες στην αχτίδα του ήλιου κι αυτή ακόμα, συμμετέχει σ’ όλο αυτό το χαροκόπι ξέρει τη θέση της,
την αγαπάει κι είναι ευτυχισμένη! Κάθε χορταράκι μεγαλώνει κι είναι ευτυχισμένο! Κι όλα έχουν το
δρόμο τους κι όλα ξέρουν πού τραβάνε, φεύγουν τραγουδώντας κι έρχονται τραγουδώντας∙ μονάχα
αυτός δεν ξέρει τίποτα, δεν καταλαβαίνει τίποτα, ούτε τους ανθρώπους, ούτε τους ήχους, —είναι
για όλους ξένος κι απόβλητος. Ω, τότε φυσικά δεν μπορούσε να τα πει όλ’αυτά με τούτα τα λόγια
και να διατυπώσει την ερώτησή του. Βασανιζόταν υπόκωφα, μουγκά. Τώρα όμως του φαινόταν πως
όλ’ αυτά τα ‘λεγε και τότε, τα ίδια αυτά λόγια, και πως τα όσα έγραψε ο Ιππόλυτος για κείνη τη
«μυγίτσα» τα ‘χε πάρει απ’ αυτόν τον ίδιο, απ’ τα τοτινά του λόγια και τα δάκρυα. Ήταν σίγουρος γι’
αυτό κι η καρδιά του χωρίς να ξέρει το γιατί —χτυπούσε σαν το σκεφτόταν…
Αποκοιμήθηκε στο παγκάκι, η ταραχή του όμως εξακολουθούσε και μέσα στον ύπνο. Λίγο πριν
κοιμηθεί, θυμήθηκε πως ο Ιππόλυτος θα σκοτώσει δέκα ανθρώπους και χαμογέλασε ειρωνικά με
την ηλιθιότητα αυτής της υποψίας. Γύρω του απλωνόταν μια θεσπέσια, διάφανη ησυχία κι
ακουγόταν μονάχα το θρόισμα των φύλλων που φαινότανε να κάνει πιο χειροπιαστή τη σιωπή και
την απομόνωση ένα γύρω. Είδε πάρα πολλά όνειρα κι όλα ταραγμένα—κάθε τόσο ανατρίχιαζε.
Τέλος, τον πλησίασε μια γυναίκα∙ την ήξερε ως την οδύνη∙ πάντοτε μπορούσε να την ονομάσει και
να τη δείξει —όμως παράξενο, τώρα είχε τάχα ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο από κείνο που
ήξερε κι αρνιόταν βασανιστικά ν’ αναγνωρίσει πως είναι η ίδια γυναίκα. Σ’ αυτό το πρόσωπο υπήρχε
τόση μεταμέλεια και φρίκη που θα ‘λεγε κανείς πως είναι μια τρομερή εγκληματίας που μόλις είχε
κάνει ένα τρομερό έγκλημα. Ένα δάκρυ έτρεμε στο χλομό της μάγουλο. Τον κάλεσε με το χέρι της κι
έβαλε το δάχτυλο στα χείλη, σα να τον προειδοποιούσε να την ακολουθήσει αθόρυβα. Η καρδιά του
πάγωσε∙ με κανέναν τρόπο, για τίποτα στον κόσμο δεν ήθελε να παραδεχτεί πως ήταν εγκληματίας
αυτή η γυναίκα∙ ένιωθε όμως πως θα συμβεί αμέσως κάτι τρομερό για όλη του τη ζωή. Φαίνεται
πως εκείνη ήθελε κάτι να του δείξει, εκεί παρακάτω, στο πάρκο. Σηκώθηκε να την ακολουθήσει και
ξαφνικά αντήχησε δίπλα του ένα φωτεινό, δροσερό γέλιο∙ κάποιο χέρι βρέθηκε ξάφνου μέσα στο
χέρι του∙ άρπαξε αυτό το χέρι, το ‘σφιξε δυνατά και ξύπνησε. Η Αγλαΐα στεκόταν μπροστά του και
γελούσε δυνατά.
VIII
ΓΕΛΟΥΣΕ, ΗΤΑΝ ΟΜΩΣ κι αγαναχτισμένη.
— Αυτός κοιμάται! Κοιμόσαστε;—αναφώνησε με περιφρονητική κατάπληξη.
— Εσείς είστε!—μουρμούρισε ο πρίγκιπας που δεν είχε καλοξυπνήσει ακόμα και την αναγνώριζε με
απορία—Αχ ναι! Αυτό το ραντεβού… και γω κοιμήθηκα.
— Το είδα.
— Δε με ξύπνησε κανείς εχτός από σας; Δεν ήταν κανένας άλλος εδώ εκτός από σας; Νόμιζα πως
ήταν εδώ… μια άλλη γυναίκα.
— Ήταν εδώ μια άλλη γυναίκα;!
Τέλος, συνήλθε εντελώς.—Ήταν όνειρο μονάχα,—πρόφερε σκεφτικά∙ —παράξενο… σε μια τέτοια
στιγμή να δω τέτοιο όνειρο… Καθίστε.
Την πήρε απ’ το χέρι και την έβαλε να κάτσει στο παγκάκι∙ έκατσε κι αυτός δίπλα της κι έπεσε σε
συλλογή. Η Αγλαΐα δεν άνοιγε κουβέντα, μονάχα τον περιεργαζόταν επίμονα∙ πού και πού της
έριχνε κι αυτός καμιά ματιά, ώρες‐ώρες όμως σα να μην την έβλεπε καθόλου. Αυτή άρχισε να
κοκκινίζει.
— Αχ, ναι!—ανατρίχιασε ο πρίγκιπας. —Ο Ιππόλυτος αυτοκτόνησε.
— Πότε; Στη βίλα σας;—ρώτησε αυτή, χωρίς να απορήσει όμως και πολύ. —Μα, αν δεν κάνω λάθος,
χτες το βράδυ ζούσε ακόμα, έτσι; Πώς λοιπόν μπορέσατε και κοιμόσασταν εδώ πέρα ύστερ’ απ’ όλ’
αυτά;—φώναξε ζωηρεύοντας ξαφνικά.
— Μα δεν πέθανε, το πιστόλι δεν πήρε φωτιά.
Ύστερ’ από επιμονή της Αγλαΐας, ο πρίγκιπας αναγκάστηκε να της διηγηθεί αμέσως και μάλιστα με
πολλές λεπτομέρειες όλη την ιστορία της περασμένης νύχτας. Αυτή όλο και τον παρακινούσε να της
τα πει πιο γρήγορα, τον διέκοπτε όμως ακατάπαυστα μ’ ερωτήσεις που σχεδόν όλες τους ήταν
άσχετες με το θέμα. Ανάμεσα στ’ άλλα, άκουσε με μεγάλη περιέργεια αυτά που ‘χε πει ο Ευγένιος
Παύλοβιτς κι αρκετές φορές μάλιστα ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες.
— Ε, φτάνει, πρέπει να βιαστούμε,—είπε σαν τ’ άκουσε όλα, —μια ώρα έχουμε όλη‐όλη να
μείνουμε δω, ως τις οχτώ, γιατί στις οχτώ πρέπει το δίχως άλλο να ‘μαι σπίτι για να μη μάθουν πως
ήμουν εδώ∙ ήρθα για μια σοβαρή υπόθεση, έχω πολλά να σας πω. Μονάχα που με μπερδέψατε. Για
τον Ιππόλυτο, νομίζω πως έτσι έπρεπε να γίνει, να μην πυροβολήσει το πιστόλι του, αυτό του πάει
περισσότερο. Είστε σίγουρος όμως πως ήθελε το δίχως άλλο ν’ αυτοκτονήσει; Δεν υπήρχε καμιά
απάτη σ’ όλα αυτά;
— Καμιά απολύτως απάτη.
— Αυτό είναι το πιθανότερο. Ώστε έτσι ακριβώς το έγραψε—να μου φέρετε την εξομολόγησή του;
Γιατί δε μου τη φέρατε λοιπόν;
— Μα δεν πέθανε, θα τον ρωτήσω.
— Να μου τη φέρετε το δίχως άλλο και δεν υπάρχει λόγος να τον ρωτήσετε. Σίγουρα θα
ευχαριστηθεί πολύ γιατί μπορεί γι’ αυτό ίσα‐ίσα να πήγε ν’ αυτοκτονήσει, για να διαβάσω ύστερα
την εξομολόγησή του. Σας παρακαλώ να μη γελάτε με τα λόγια μου αυτά, Λέων Νικολάιτς, γιατί δεν
αποκλείεται καθόλου να ‘ναι όπως το λέω.
— Δε γελάω, γιατί και γω είμαι σίγουρος πως εν μέρει έτσι θα ‘ναι.
— Είστε σίγουρος; Είναι ποτέ δυνατό να το νομίζετε και σεις;—απόρησε ξάφνου τρομερά η Αγλαΐα.
Ρωτούσε γρήγορα, μίλαγε βιαστικά, συχνά όμως σάμπως να μπερδευόταν κι ήταν φορές που δεν
τέλειωνε τη φράση της, κάθε τόσο βιαζότανε να τον προειδοποιήσει για κάτι∙ γενικά, βρισκόταν σε
μεγάλη ταραχή και μόλο που κοίταζε θαρρετά, κάπως προκλητικά μάλιστα, μπορεί και να δείλιαζε
λιγάκι. Φορούσε το πιο καθημερινό, το πιο απλό φόρεμα και της πήγαινε πολύ. Ανατρίχιαζε συχνά,
κοκκίνιζε και καθόταν άκρη‐άκρη στο παγκάκι. Η επιβεβαίωση του πρίγκιπα πως ο Ιππόλυτος πήγε
ν’ αυτοκτονήσει για να διαβάσει εκείνη την εξομολόγησή του, την έκανε κι απόρησε πολύ.
— Φυσικά, —εξήγησε ο πρίγκιπας,—ήθελε εκτός από σας να του πούμε κι όλοι εμείς οι άλλοι
μπράβο…
— Πώς δηλαδή να του πούμε μπράβο;
— Δηλαδή…πώς να σας το πω; Είναι πολύ δύσκολο να το εκφράσει κανείς. Μονάχα που είμαι
σίγουρος πως ήθελε να τον τριγυρίσουν όλοι και να του πουν πως τον αγαπάνε και τον εκτιμούν
πολύ και ν’ αρχίσουν όλοι να τον παρακαλάνε να μην πεθάνει. Πιθανότατα εσάς να ‘χε υπ’ όψη του
περισσότερο απ’ όλους τους άλλους, επειδή σας θυμήθηκε σε μια τέτοια στιγμή… αν και μπορεί να
μην το ‘ξερε ούτε ο ίδιος πως σας έχει υπ’ όψη του.
— Αυτό πια δεν το καταλαβαίνω καθόλου: μ’ είχε υπ’ όψη του και δεν ήξερε πως μ’ είχε υπ’ όψη
του. Εδώ που τα λέμε όμως, νομίζω πως καταλαβαίνω: Το ξέρετε τάχα πως έχω σκεφτεί καμιά
τριανταριά φορές, όταν ακόμα ήμουνα δεκατριών χρονών κοριτσάκι, να φαρμακωθώ κι όλ’ αυτά να
τα γράψω σ’ ένα γράμμα στους γονείς μου και σκεφτόμουνα και γω πως θα ‘μαι ξαπλωμένη μες στο
φέρετρο κι όλοι θα κλαίνε από πάνω μου και θα κατηγορούν τον εαυτό τους που σταθήκανε τόσο
σκληροί μαζί μου—τι χαμογελάτε πάλι;—πρόστεσε αμέσως σμίγοντας τα φρύδια.—Εσείς τι άλλο
σκέφτεστε όταν κάνετε όνειρα μοναχός σας; Μήπως φαντάζεστε πως είστε στρατάρχης και
κατατροπώσατε το Ναπολέοντα;
— Ε, λοιπόν, στο λόγο της τιμής μου, αυτό ακριβώς σκέφτομαι, ιδιαίτερα όταν είναι να με πάρει ο
ύπνος,—γέλασε ο πρίγκιπας.
— Μονάχα που δεν κατατροπώνω το Ναπολέοντα μα όλο Αυστριακούς.
— Δεν έχω καμιάν όρεξη ν’ αστειευτώ μαζί σας, Λέων Νικολάιτς. Με τον Ιππόλυτο θα ειδωθώ μόνη
μου∙ σας παρακαλώ να τον προειδοποιήσετε. Από μέρος σας όμως, βρίσκω πως όλ’ αυτά είναι πολύ
άσκημα γιατί είναι πολύ σκληρό να βλέπετε και να κρίνετε την ψυχή ενός ανθρώπου όπως κρίνετε
σεις τον Ιππόλυτο. Δεν έχετε καθόλου τρυφερότητα: σας ενδιαφέρει μονάχα η σκέτη αλήθεια κι
αυτό είναι άδικο.
Ο πρίγκιπας απόμεινε σκεφτικός.
— Νομίζω πως είστε άδικη μαζί μου,—είπε σε λίγο, —εγώ δε βλέπω τίποτα κακό στο ότι έτσι
σκεφτότανε, γιατί όλοι έχουν την τάση να σκέφτονται έτσι∙ εξάλλου, μπορεί και να μην το σκέφτηκε
καθόλου μα να το ‘θελε μονάχα… λαχτάρησε να συναντηθεί για τελευταία φορά με ανθρώπους, να
κερδίσει την εκτίμηση και την αγάπη τους, όλ’ αυτά είναι πολύ όμορφα—είναι όμορφο να
αισθάνεται κανείς έτσι, μονάχα που… όλα πήγαν ανάποδα∙ σ’ όλα αυτά υπάρχει αρρώστια και κάτι
ακόμα! Ύστερα, είναι άλλοι που ό,τι κάνουν γίνεται όμορφα κι άλλοι που τα θαλασσώνουν…
— Σίγουρα αυτό θα το προσθέσατε για τον εαυτό σας, ε;—παρατήρησε η Αγλαΐα.
— Ναι, για τον εαυτό μου,—απάντησε ο πρίγκιπας δίχως ν’ αντιληφθεί καμιά χαιρεκακία στην
ερώτηση.
— Πάντως, εμένα με κανέναν τρόπο δε θα μ’ έπαιρνε ο ύπνος στη θέση σας, πράγμα που σημαίνει
πως όπου και να κάτσετε, κοιμάστε αμέσως∙ αυτό είναι πολύ άσκημο από μέρος σας.
— Μα ξαγρύπνησα όλη νύχτα, ύστερα περπατούσα, περπατούσα, πήγα στη μουσική…
— Σε ποια μουσική;
— Εκεί που παίζανε χτες∙ κι ύστερα ήρθα εδώ, έκατσα, σκεφτόμουνα, σκεφτόμουνα και με πήρε ο
ύπνος.
— Α, ώστε έτσι λοιπόν; Τότε αλλάζει το πράγμα προς όφελός σας… Και γιατί πήγατε στη μουσική;
— Δεν ξέρω, έτσι…
— Καλά, καλά αργότερα∙ όλο με μπερδεύετε∙ και τι με νοιάζει αν πήγατε στη μουσική; Ποια ήταν η
γυναίκα που είδατε στον ύπνο σας;
— Ήταν… εκείνη… την έχετε…
— Καταλαβαίνω, καταλαβαίνω πολύ καλά. Πολύ την… Πώς την είδατε, πώς ήταν; Μα τι κάθομαι και
ρωτάω, δε θέλω να ξέρω τίποτα απ’ όλ’ αυτά, —είπε ξάφνου κοφτά, καταφουρκισμένη—Μη με
μπερδεύετε…
Σώπασε για λίγο σα να ‘θελε να πάρει κουράγιο ή σα να περίμενε να περάσει η φούρκα της.
— Να τι συμβαίνει, να γιατί σας κάλεσα∙ θέλω να σας προτείνω να γίνετε φίλος μου, τι καρφώσατε
έτσι ξαφνικά τα μάτια σας πάνω μου;—πρόσθεσε σχεδόν οργισμένη.
Πραγματικά, ο πρίγκιπας την κοίταζε επίμονα κείνη τη στιγμή παρατηρώντας πως η Αγλαΐα είχε
αρχίσει πάλι να κοκκινίζει τρομερά. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, όσο περισσότερο κοκκίνιζε, τόσο
περισσότερο θύμωνε με τον εαυτό της—πράγμα που φαινόταν καθαρά στα μάτια της που
αστραφτοκοπούσαν συνήθως, την άλλη κιόλας στιγμή, ξεσπούσε στο συνομιλητή της, έφταιγε δεν
έφταιγε κείνος. Ξέροντας, η ίδια και νιώθοντας τον ανυπότακτο χαρακτήρα της και τη
ντροπαλοσύνη της, ανακατευόταν συνήθως πολύ λίγο στις κουβέντες κι ήταν πιο σιωπηλή απ’ τις
άλλες αδερφές της, μερικές φορές μάλιστα υπερβολικά σιωπηλή. Κι όταν τύχαινε να μην μπορεί να
κάνει αλλιώς, όταν την κέντριζε η επιθυμία να μιλήσει, άρχιζε πάντα την κουβέντα με μεγάλη
ακαταδεξιά, με προκλητικότητα θα ‘λεγες μάλιστα. Το προαισθανόταν πάντοτε όταν άρχιζε να
κοκκινίζει ή όταν επρόκειτο να κοκκινίσει.
— Ίσως να μη θέλετε να δεχτείτε την πρότασή μου…—κοίταξε ακατάδεκτα τον πρίγκιπα.
— Ω, όχι, θέλω, μονάχα που αυτό δε χρειάζεται καθόλου… δηλαδή, δεν το σκέφτηκα ποτέ μου πως
χρειάζεται να γίνονται τέτοιες προτάσεις,—σάστισε ο πρίγκιπας.
— Και τι νομίζατε λοιπόν; Για τι άλλο θα σας καλούσα εδώ; Τι έχετε κατά νου; Δε μου λέτε, μήπως
νομίζετε και σεις πως είμαι μια μικρή ανόητη, όπως με νομίζουν όλοι στο σπίτι;
— Δεν το ‘ξερα πως σας νομίζουν ανόητη, εγώ… εγώ δεν το νομίζω.
— Δεν το νομίζετε; Πολύ έξυπνο από μέρος σας. Και πολύ έξυπνα ειπωμένο.
— Κατά τη γνώμη μου μάλιστα, ώρες‐ώρες ίσως να ‘στε και πολύ έξυπνη,—συνέχισε ο πρίγκιπας∙ —
πριν από λίγο λόγου χάρη, είπατε κάτι πολύ έξυπνο. Είπατε για τη γνώμη μου σχετικά με τον
Ιππόλυτο: «ενδιαφέρεστε μονάχα για τη σκέτη αλήθεια, κι αυτό είναι άδικο». Αυτό θα το θυμηθώ
και θα το γυρίσω στο μυαλό μου.
Η Αγλαΐα αναψοκοκκίνισε ξαφνικά από ευχαρίστηση. Όλες αυτές οι αλλαγές γίνονταν μέσα της με
εξαιρετική ειλικρίνεια και με μεγάλη ταχύτητα. Χάρηκε κι ο πρίγκιπας, γέλασε μάλιστα απ’ τη χαρά
του κοιτάζοντάς την.
— Ακούστε λοιπόν,—ξανάρχισε αυτή,—σας περίμενα πολύν καιρό για να σας τα πω όλ’ αυτά, σας
περίμενα από τότε που μου στείλατε κείνο το γράμμα κι από πριν ακόμα… τα μισά τ’ ακούσατε χτες:
σας θεωρώ σαν τον πιο τίμιο, τον πιο ειλικρινή άνθρωπο, τιμιότερο κι ειλικρινέστερο απ’ όλους κι ας
λένε για σας πως το μυαλό σας… δηλαδή πως έχετε μιαν αρρώστια του μυαλού, αυτό είναι άδικο∙
αυτό το συμπέρασμα έβγαλα και ήρθα στα λόγια μαζί τους γιατί μόλο που πραγματικά είστε
άρρωστος στο μυαλό (δε θα θυμώσετε βέβαια∙ το λέω αυτό εντελώς αντικειμενικά), το κύριο μυαλό
σας ωστόσο είναι καλύτερο απ’ το μυαλό όλων των άλλων, είναι μάλιστα ένα μυαλό που μήτε στον
ύπνο τους δεν το ‘χουν δει∙ γιατί υπάρχουν δυο μυαλά: το κύριο και το δευτερεύον. Έτσι; Έτσι δεν
είναι;
— Μπορεί να ‘ναι κι έτσι,—μόλις ακούστηκε ο πρίγκιπας. Η καρδιά του έτρεμε και χτυπούσε
τρομερά.
— Το ‘ξερα πως θα με καταλάβετε, —είπε αυτή με πολλήν επισημότητα.—Ο πρίγκιπας Σ. και ο
Ευγένιος Παύλιτς δεν καταλαβαίνουν τίποτα απ’ αυτά τα δυο μυαλά, το ίδιο κι η Αλεξάνδρα, κι
όμως, το φαντάζεστε; η maman το κατάλαβε.
— Μοιάζετε, πολύ με τη Λιζαβέτα Προκόφιεβνα.
— Πώς έτσι; Είναι δυνατόν;—απόρησε η Αγλαΐα.
— Μα το Θεό, το πιστεύω.
— Σας ευχαριστώ—είπε αυτή αφού έμεινε για λίγο σκεφτική.
— Χαίρομαι που μοιάζω με τη maman. Ώστε λοιπόν, την εκτιμάτε πολύ;—πρόστεσε χωρίς να
προσέξει καθόλου πόσο αφελής ήταν η ερώτηση.
— Πολύ, πάρα πολύ και χαίρομαι που το καταλάβατε αμέσως.
— Και γω χαίρομαι γιατί είχα προσέξει, πως ώρες‐ώρες… γελάνε μαζί της. Ακούστε όμως, το
κυριότερο είναι που σκεφτόμουνα πολύν καιρό και τελικά διάλεξα εσάς. Δε θέλω, να γελάνε μαζί
μου στο σπίτι, δε θέλω να μ’ έχουν για μια μικρή ανόητη∙ δε θέλω να με κοροϊδεύουν…. Όλ’ αυτά τα
κατάλαβα αμέσως και του αρνήθηκα κατηγορηματικά του Ευγένιου Παύλιτς γιατί δε θέλω να με
παντρολογάνε όλη την ώρα! Θέλω… θέλω… ε, ναι, θέλω να το σκάσω απ’ το σπίτι, και σας διάλεξα
εσάς για να με βοηθήσετε.
— Να το σκάσετε απ’ το σπίτι!—φώναξε ο πρίγκιπας.
— Ναι, ναι, ναι, να το σκάσω απ’ το σπίτι!—φώναξε ξάφνου κι έγινε κατακόκκινη απ’ το θυμό της—
Δε θέλω, δε θέλω να μ’ αναγκάζουν συνεχώς να κοκκινίζω. Δε θέλω να κοκκινίζω ούτε μπροστά
τους, ούτε μπροστά στον πρίγκιπα Σ., ούτε μπροστά στον Ευγένιο Παύλιτς, ούτε μπροστά σε
κανέναν και γι’ αυτό διάλεξα εσάς. Μαζί σας θέλω να τα λέω όλα, όλα, ακόμα και το κυριότερο,
όταν το θελήσω∙ από μέρος σας και σεις δεν πρέπει να μου κρύβετε τίποτα. Θέλω να ‘χω έναν
άνθρωπο τουλάχιστον που να μπορώ να μιλάω για όλα μαζί του, σα να μιλούσα με τον εαυτό μου.
Εκείνοι κει άρχισαν ξάφνου να λένε πως σας περιμένω και σας αγαπάω. Αυτό άρχισε πριν έρθετε,
εγώ όμως δεν τους είχα δείξει το γράμμα. Τώρα πια το λένε όλοι. Θέλω να ‘μαι γενναία και να μη
φοβάμαι τίποτα. Δε θέλω να πηγαίνω στους χορούς τους, θέλω να φανώ χρήσιμη σε κάτι. Είναι
πολύς καιρός που ήθελα να φύγω. Είναι είκοσι χρόνια που μ’ έχουν κλεισμένη σα μέσα σε
μπουκάλα κι όλο με παντρολογάνε. Από δεκατεσσάρω χρονών το ‘χα σκεφτεί να το σκάσω, κι ας
ήμουν ανόητη τότε. Τώρα πια τα ‘χω υπολογίσει όλα και σας περίμενα εσάς, για να σας ρωτήσω πώς
είναι στο Εξωτερικό. Δεν έχω δει ούτε μια γοτθική μητρόπολη, θέλω να πάω στη Ρώμη, θέλω να δω
όλα τα επιστημονικά ιδρύματα, θέλω να σπουδάσω στο Παρίσι. Όλη την τελευταία χρονιά
ετοιμαζόμουνα και μελετούσα, διάβασα πάρα πολλά βιβλία∙ έχω διαβάσει όλα τα απαγορευμένα
βιβλία∙ η Αλεξάνδρα κι η Αδελαΐδα διαβάζουν όλα τα βιβλία, σ’ αυτές το επιτρέπουν, εμένα όμως δε
μου τα δίνουν όλα, είμαι υπό επιτήρηση. Με τις αδερφές μου δε θέλω να τα χαλάσω, στη μητέρα
όμως και στον πατέρα μου το ‘χω δηλώσει από καιρό πως θέλω ν’ αλλάξω εντελώς την κοινωνική
μου θέση. Αποφάσισα ν’ ασχοληθώ με την παιδαγωγική και υπολόγιζα σε σας γιατί είπατε πως
αγαπάτε τα παιδιά. Μπορούμε ν’ ασχοληθούμε μαζί με την παιδαγωγική, αν όχι τώρα, τουλάχιστο
στο μέλλον. Θα φανούμε κι οι δυο μας χρήσιμοι∙ δε θέλω να ‘μαι κόρη στρατηγού… Πέστε μου,
είστε πολύ σπουδασμένος;
— Ω, κάθε άλλο.
— Κρίμα, και γω που νόμιζα… πώς μου φάνηκε αλήθεια; Παρ’ όλ’ αυτά θα με καθοδηγήσετε γιατί
σας διάλεξα.
— Όλ’ αυτά είναι παράλογα, Αγλαΐα Ιβάνοβνα.
— Θέλω, θέλω να το σκάσω απ’ το σπίτι!—φώναξε αυτή και πάλι τα μάτια της άστραψαν.—Αν δε
δεχτείτε, θα παντρευτώ το Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς. Δε θέλω να με νομίζουν στο σπίτι για
παλιογυναίκα και να με κατηγορούν ένας Θεός ξέρει για τι πράγματα.
— Μα είστε στα καλά σας;—λίγο ακόμα και θα πεταγόταν ο πρίγκιπας απ’ τη θέση του∙ —Γιατί σας
κατηγορούν, ποιος σας κατηγορεί;
— Στο σπίτι, όλοι, η μητέρα μου, οι αδερφές μου, ο πατέρας, ο πρίγκιπας Σ., ακόμα και το
βρομόπαιδο ο Κόλια σας! Αν δεν το λένε ανοιχτά, το σκέφτονται. Τους το ‘πα κατάμουτρα αυτό, και
στη μητέρα μου και στον πατέρα. Η maman ήταν άρρωστη όλη μέρα∙ και την άλλη μέρα η
Αλεξάνδρα κι ο πατερούλης μου ‘πανε πως ούτε εγώ δεν καταλαβαίνω τι λέω και τι λέξεις
χρησιμοποιώ. Και γω τους είπα έξω απ’ τα δόντια πως τώρα πια τα καταλαβαίνω όλα, όλες τις
λέξεις, πως δεν είμαι πια μικρή, πως εδώ και δυο χρόνια διάβασα επίτηδες δυο μυθιστορήματα του
Πολ ντε Κοκ για να τα μάθω όλα. Η maman, μόλις τ’ άκουσε, παραλίγο να λιποθυμήσει.
Του πρίγκιπα του πέρασε ξαφνικά μια παράξενη σκέψη. Κοίταξε επίμονα την Αγλαΐα και
χαμογέλασε.
Του ήταν αδύνατο να πιστέψει ότι καθόταν τώρα μπροστά του η ίδια ακατάδεχτη κοπέλα που τόσο
περήφανα και με τόσο ύφος του ‘χε διαβάσει κάποτε το γράμμα του Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς. Δεν
μπορούσε να καταλάβει πού βρέθηκε μέσα σ’ αυτή την ακατάδεκτη, την αυστηρή καλλονή, ένα
τόσο μικρό παιδί, ένα κοριτσάκι που ίσως να μην καταλάβαινε πραγματικά ό λ ε ς τ ι ς λέξεις .
— Μένατε συνεχώς στο σπίτι σας, Αγλαΐα Ιβάνοβνα;—τη ρώτησε—Θέλω να πω, δεν πηγαίνατε σε
κανένα σχολείο, σε κανένα Ινστιτούτο;
— Ποτέ μου δεν πήγα πουθενά. Όλο σπίτι καθόμουνα, λες κι ήμουνα εμφιαλωμένη κει πέρα, και
βγαίνοντας απ’ το μπουκάλι θα πάω κατευθείαν να παντρευτώ∙ γιατί χαμογελάτε πάλι; Παρατηρώ
πως, καθώς φαίνεται, γελάτε και σεις μαζί μου και παίρνετε το μέρος τους, —πρόσθεσε σμίγοντας
αυστηρά τα φρύδια. —Μη με θυμώνετε, φτάνει τόσο που είμαι νευριασμένη… είμαι σίγουρη πως
ήρθατε δω πέρα πιστεύοντας ακράδαντα πως είμαι ερωτευμένη μαζί σας και σας κάλεσα σε
ραντεβού, —είπε εκνευρισμένη.
— Πραγματικά, χτες το φοβήθηκα κάτι τέτοιο,—είπε απονήρευτα ο πρίγκιπας (ήταν πολύ
σαστισμένος)∙ —σήμερα όμως είμαι σίγουρος πως εσείς…
— Πώς;—φώναξε η Αγλαΐα και το κάτω της χειλάκι άρχισε ξάφνου να τρέμει.—Φοβηθήκατε πως
εγώ… τολμήσατε να σκεφτείτε πως εγώ… Θεέ μου! Θα φτάσατε ίσως να υποπτευθείτε πως σας
φώναξα για να σας μπλέξω στα δίχτυα μου κι ύστερα να μας δουν εδώ πέρα και να σας αναγκάσουν
να με παντρευτείτε…
— Αγλαΐα Ιβάνοβνα! Πώς δε ντρέπεστε; Πώς μπόρεσε και γεννήθηκε μια τόσο βρόμικη σκέψη στην
καθαρή, την αθώα καρδιά σας; Κόβω το κεφάλι μου πως δεν πιστεύετε ούτε λέξη απ’ αυτά που
είπατε και… δεν ξέρετε τι λέτε!
Η Αγλαΐα καθόταν κοιτάζοντας μπροστά της με χαμηλωμένα μάτια, λες κι είχε τρομάξει κι η ίδια μ’
αυτά που είπε.
— Δε ντρέπομαι καθόλου,—μουρμούρισε αυτή. —Πού το ξέρετε πως η καρδιά μου είναι αθώα; Πώς
τολμήσατε τότε να μου στείλετε κείνο το ερωτικό γράμμα;
— Ερωτικό γράμμα; Το γράμμα μου—το λέτε ερωτικό; Σας έγραψα με το μεγαλύτερο σεβασμό—το
γράμμα κείνο ξεχύθηκε απ’ την καρδιά μου στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μου! Σας θυμήθηκα
τότε, σαν κάποιο φως… εγώ…
— Ε, ας είναι, καλά,—τον έκοψε ξαφνικά, μ’ εντελώς αλλιώτικο ύφος όμως τώρα πια, λες κι είχε
μετανιώσει, λες κι είχε τρομάξει, έσκυψε μάλιστα προς το μέρος του προσπαθώντας ακόμα να μην
τον κοιτάξει στα μάτια κι έκανε να τον αγγίξει στον ώμο για να τον παρακαλέσει ακόμα πειστικότερα
να μη θυμώσει,—ας είναι, —πρόσθεσε τρομερά ντροπιασμένη,—το νιώθω πως χρησιμοποίησα μια
πολύ ανόητη έκφραση. Το ‘κανα έτσι…για να σας δοκιμάσω. Ξεχάστε το, πέστε πως δεν το είπα. Κι
αν σας πρόσβαλα, σας ζητώ συγνώμη. Μη με κοιτάτε σας παρακαλώ στα μάτια, γυρίστε από κει.
Είπατε πως ήταν πολύ βρόμικη σκέψη. Το είπα επίτηδες για να σας πληγώσω. Είναι φορές που
φοβάμαι κι η ίδια αυτό που θέλω να πω και ξαφνικά το λέω. Είπατε τώρα πως το γράψατε κείνο το
γράμμα στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής σας. Ξέρω ποια ήταν αυτή η στιγμή, —πρόφερε σιγά,
κοιτάζοντας και πάλι καταγής.
— Ω, αν μπορούσατε να τα ξέρατε όλα!
— Όλα τα ξέρω!—φώναξε αυτή με μια καινούργια ταραχή. —Μένατε τότε ολόκληρο μήνα στο ίδιο
διαμέρισμα με κείνη την πρόστυχη γυναίκα που το σκάσατε μαζί της…
Τούτη τη φορά δεν κοκκίνισε μα χλόμιασε σαν το πρόφερε αυτό και ξαφνικά σηκώθηκε απ’ τη θέση
της σάμπως να ξεχάστηκε, αμέσως όμως συνήλθε και ξανάκατσε∙ το χειλάκι της για πολλήν ώρα
ακόμα εξακολουθούσε να τρέμει. Η σιωπή κράτησε κάπου ένα λεπτό. Ο πρίγκιπας είχε απορήσει
τρομερά μ’ αυτό το αναπάντεχο φέρσιμο και δεν ήξερε πού να τ’ αποδώσει.
— Δε σας αγαπώ καθόλου,—είπε ξάφνου η Αγλαΐα κοφτά.
Ο πρίγκιπας δεν απάντησε∙ πάλι μείνανε σιωπηλοί ένα λεπτό.
— Αγαπώ το Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς…—πρόφερε αυτή γρήγορα‐γρήγορα, πολύ σιγά όμως, τόσο
που μόλις ακούστηκε κι έσκυψε ακόμα περισσότερο το κεφάλι.
— Δεν είναι αλήθεια,—πρόφερε ο πρίγκιπας σχεδόν ψιθυριστά κι αυτός.
— Ώστε λοιπόν λέω ψέματα; Είναι αλήθεια. Του έδωσα την υπόσχεση να τον παντρευτώ, προχτές, σ’
αυτό το ίδιο παγκάκι.
Ο πρίγκιπας τρόμαξε κι έμεινε για λίγο σκεφτικός.
— Δεν είναι αλήθεια—ξανάπε αποφασιστικά. Όλ’ αυτά είναι φαντασίες σας.
— Είστε καταπληκτικά ευγενής. Μάθετε πως έχει διορθωθεί μ’ αγαπάει πιο πολύ κι απ’ τη ζωή του.
Έκαψε μπροστά μου το χέρι του, μόνο και μόνο για να μου αποδείξει πως μ’ αγαπάει πιο πολύ κι απ’
τη ζωή του.
— Έκαψε το χέρι του;
— Ναι, το χέρι του. Αν θέλετε το πιστεύετε, αν θέλετε όχι, το ίδιο μου κάνει.
Ο πρίγκιπας έμεινε και πάλι σιωπηλός. Η Αγλαΐα δε φαινόταν ν’ αστειεύεται∙ ήταν θυμωμένη.
— Και δε μου λέτε, έφερε μαζί του κανένα κερί, αν έγινε εδώ αυτό που λέτε; Αλλιώς δεν μπορώ να
φανταστώ πώς…
— Ναι…κερί. Τι το απίθανο βρίσκετε;
— Ολόκληρο ή το ‘χε στο σαμντάνι;
— Μα ναι… όχι… μισό κερί… ένα απομεινάρι… ολόκληρο κερί… Ουφ, το ίδιο κάνει, αφήστε με
ήσυχη! Έφερε και σπίρτα μαζί του, αφού το θέλετε. Άναψε το κερί και κράταγε ολόκληρη μισή ώρα
το δάχτυλο του πάνω απ’ τη φλόγα γιατί δηλαδή, δεν μπορεί να συμβεί;
— Τον είδα χτες∙ τα δάχτυλά του είναι γερά.
Η Αγλαΐα έβαλε ξάφνου τα γέλια, εντελώς σαν παιδί.
— Ξέρετε γιατί σας είπα ψέματα;—γύρισε ξάφνου στον πρίγκιπα με την πιο παιδιάστικη
εμπιστοσύνη, και το γέλιο έτρεμε ακόμα στα χείλη της.—Γιατί όταν λες ψέματα, αν τα καταφέρεις κι
ανακατέψεις κάτι που να μην είναι εντελώς συνηθισμένο, κάτι εκκεντρικό, να, με καταλαβαίνετε,
κάτι που να ‘ναι πολύ χοντρό, ή εντελώς απίθανο, τότε το ψέμα γίνεται πιθανότερο. Αυτό το ‘χω
παρατηρήσει. Μονάχα που εγώ τα θαλάσσωσα γιατί δεν κατάφερα να βρω…
Ξάφνου ξανάσμιξε τα φρύδια της, σάμπως να θυμήθηκε πού βρίσκεται.
— Τότε που σας απάγγειλα το «φτωχό ιππότη», —γύρισε κι είπε στον πρίγκιπα κοιτάζοντάς τον
σοβαρά και μάλιστα λυπημέ να —το ‘κανα γιατί ήθελα να σας… επαινέσω, ταυτόχρονα όμως ήθελα
να σας μαλώσω για τη διαγωγή σας και να σας δείξω πως τα ξέρω όλα…
— Είστε πολύ άδικη μαζί μου… και με κείνη τη δυστυχισμένη που γι’ αυτήν εκφραστήκατε μόλις
τώρα τόσο φριχτά, Αγλαΐα.
— Επειδή τα ξέρω όλα, όλα, γι’ αυτό εκφράστηκα έτσι! Το ξέρω πως εδώ, κι έξι μήνες τη ζητήσατε σε
γάμο. Μη με διακόπτετε, το βλέπετε πως δεν κάνω σχόλια. Ύστερα απ’ αυτό, το ‘σκασε με το
Ραγκόζιν∙ ύστερα ζήσατε μαζί σε κάποιο χωριό ή μπορεί να ‘ταν και πολιτεία κι αυτή σας παράτησε
και πήγε με κάποιον άλλον. (Η Αγλαΐα κοκκίνισε τρομερά). Ύστερα εσείς, πολύ μυαλωμένος, μα το
ναι, κουβαληθήκατε τώρα δω πέρα για να τη βρείτε, αμέσως μόλις μάθατε πως γύρισε στην
Πετρούπολη. Χτες το βράδυ ορμήσατε να την υπερασπιστείτε και τώρα την είδατε στον ύπνο σας…
Βλέπετε πως τα ξέρω όλα∙ γι’ αυτήν δεν ήρθατε δω πέρα; Γι’ αυτήν δεν ήρθατε;
— Ναι, γι’ αυτήν,—απάντησε σιγά ο πρίγκιπας σκύβοντας θλιμμένα και σκεφτικά το κεφάλι, χωρίς
να υποπτεύεται με τι αστραφτερό βλέμμα τον κοίταξε η Αγλαΐα.—Γι’ αυτήν, για να μάθω μονάχα…
Δεν πιστεύω πως θα ευτυχήσει με το Ραγκόζιν, αν και… με δυο λόγια, δεν ξέρω σαν τι θα μπορούσα
να κάνω δω πέρα γι’ αυτήν και πώς να τη βοηθήσω, ωστόσο ήρθα.
Ανατρίχιασε και κοίταξε την Αγλαΐα∙ αυτή τον άκουγε με μίσος.
— Αφού ήρθατε χωρίς να ξέρετε το γιατί, σημαίνει πως την αγαπάτε πολύ,—πρόφερε τέλος.
— Όχι,—απάντησε ο πρίγκιπας,—όχι, δεν την αγαπώ. Ω, αν ξέρατε με τι φρίκη αναθυμάμαι κείνο το
διάστημα που πέρασα μαζί της!
Κι ένα ρίγος τον διαπέρασε σύγκορμο καθώς πρόφερε αυτά τα λόγια.
— Πέστε τα όλα,—είπε η Αγλαΐα.
— Δεν υπάρχει τίποτα σ’ όλ’ αυτά που να μην μπορείτε να τ’ ακούσετε. Για ποιον ακριβώς λόγο
ήθελα να σας τα διηγηθώ όλ’ αυτά, μονάχα σε σας και σε κανέναν άλλον;—δεν ξέρω. Ίσως γιατί σας
αγαπούσα πραγματικά πάρα πολύ. Αυτή η δυστυχισμένη γυναίκα είναι βαθύτατα πεπεισμένη πως
είναι το πιο διεφθαρμένο πλάσμα του κόσμου, πως έχει πέσει χαμηλότερα απ’ τον καθέναν. Ω, μην
την αναθεματίζετε, μην της ρίχνετε την πέτρα. Έχει βασανίσει και με το παραπάνω τον εαυτό της με
τη συναίσθηση της άδικης ντροπής της! Και τι φταίει αυτή, ω, Θεέ μου! Ω, κάθε λίγο και λιγάκι
φωνάζει σα μανιασμένη πως δεν παραδέχεται να φταίει σε τίποτα, πως είναι θύμα των ανθρώπων,
θύμα ενός διαφθορέα, ενός κακούργου, μα ό,τι κι αν σας πει, να ξέρετε πως αυτή η ίδια, πρώτη
αυτή, δεν πιστεύει στα λόγια της και πως μ’ όλη της τη συνείδηση πιστεύει απεναντίας πως είναι ο
μόνος… ένοχος. Όταν προσπαθούσα να διαλύσω αυτό το σκοτάδι, έφτανε στο σημείο να υποφέρει
τόσο πολύ, που η καρδιά μου δε θα επουλωθεί ποτέ όσο θα θυμάμαι κείνες τις φριχτές μέρες. Είναι
σα να μου διαπεράσανε μια για πάντα την καρδιά μου. Με παράτησε κι έφυγε, ξέρετε γιατί;
Ακριβώς για ν’ αποδείξει προσωπικά σε μένα πως είναι τιποτένια. Μα το πιο φριχτό σ’ όλ’ αυτά
είναι που ίσως να μην το ‘ξερε ούτε κι η ίδια πως θέλει να μου το αποδείξει εμένα μα το ‘σκασε γιατί
ήθελε το δίχως άλλο, μέσα της, να κάνει μιαν επονείδιστη πράξη για να πει την ίδια κείνη στιγμή
στον εαυτό της: «να που ξανάκανες πάλι μιαν επονείδιστη πράξη, θα πει λοιπόν πως είσαι ένα
ποταπό πλάσμα!» Ω, εσείς, Αγλαΐα, μπορεί να μην το καταλάβετε αυτό! Το ξέρετε τάχα πως αυτή η
ακατάπαυστη συναίσθηση της αισχύνης της τής δίνει ίσως μια τρομερή, μιαν αφύσικη ηδονή, λες κι
εκδικιέται κάποιον. Ήταν φορές που τα κατάφερνα να την κάνω να ξαναδεί γύρω της κάποιο φως∙
αμέσως ύστερα όμως, επαναστατούσε κι έφτανε να με κατηγορεί πικρά πως θεωρώ τον εαυτό μου
πολύ ανώτερό της (ενώ εμένα ούτε μου πέρασε ποτέ απ’ το νου κάτι τέτοιο) και τέλος, όταν της
πρότεινα να παντρευτούμε, μου δήλωσε καθαρά πως δε ζητά από κανέναν ούτε την αφ’ υψηλού
συμπόνια του, ούτε βοήθεια, «ούτε θέλω να με ανυψώσει κανείς ως το δικό του επίπεδο». Την
είδατε χτες; Είναι ποτέ δυνατό να νομίζετε πως είναι ευτυχισμένη μ’ αυτήν τη συντροφιά, πως αυτός
είναι ο κύκλος που της ταιριάζει; Δεν ξέρετε πόσο ανεπτυγμένη είναι και πόσα πράγματα μπορεί να
καταλάβει! Ώρες‐ώρες μάλιστα, μ’ έκανε ν’ απορώ!
— Της κάνατε και κει τέτοιας λογής… κηρύγματα;
— Ω, όχι,—πρόφερε σκεφτικός ο πρίγκιπας χωρίς να προσέξει τον τόνο της φωνής της, —πολύ
σπάνια της μιλούσα. Συχνά ήθελα να μιλήσω, ομολογώ ωστόσο πως δεν ήξερα τι να πω. Ξέρετε,
υπάρχουν περιπτώσεις που το καλύτερο είναι να μη λες τίποτα. Ω, την αγαπούσα∙ ω, την αγαπούσα
πολύ… ύστερα όμως… ύστερα… τα μάντεψε όλα.
— Τι μάντεψε;
— Πως αισθάνομαι μονάχα οίκτο γι’ αυτήν και πως… δεν την αγαπάω πια.
— Πού ξέρετε, μπορεί να τον ερωτεύτηκε στ’ αλήθεια κείνον τον… τσιφλικά που το ‘σκασε μαζί του.
— Όχι, τα ξέρω όλα∙ τον κορόιδεψε μονάχα.
— Και σας, δε σας κορόιδεψε ποτέ;
— Ω, όχι. Γέλαγε από κακία∙ ω, τότε με κατηγορούσε τρομερά κι έλεγε πως εγώ φταίω—σαν την
έπιανε ο θυμός—και υπόφερε κι η ίδια πολύ! Όμως… αργότερα. Ω, μη μου το θυμίζετε, μη μου το
θυμίζετε αυτό!
Έκρυψε το πρόσωπό του στις παλάμες.
— Το ξέρετε πως κάθε μέρα σχεδόν μου γράφει;
— Ώστε είναι αλήθεια λοιπόν!—φώναξε ο πρίγκιπας ταραγμένος.—Το άκουσα, δεν ήθελα όμως να
το πιστέψω.
— Από ποιον τ’ ακούσατε;—ανακάθισε τρομαγμένη η Αγλαΐα.
— Ο Ραγκόζιν μου το ‘πε χτες, κάπως αόριστα όμως.
— Χτες, χτες το πρωί; Πότε ακριβώς; Πριν απ’ τη μουσική ή μετά;
— Μετά∙ το βράδυ, κατά τις δώδεκα.
— Α‐α, μια κι είναι ο Ραγκόζιν… Και ξέρετε τι μου γράφει σ’ αυτά τα γράμματα;
— Όλα τα περιμένω∙ είναι ανισόρροπη.
— Ορίστε αυτά τα γράμματα (η Αγλαΐα έβγαλε απ’ την τσέπη της τρία γράμματα σε τρεις φακέλους
και τα πέταξε μπροστά στον πρίγκιπα). Είναι τώρα μια βδομάδα που μ’ εξορκίζει, προσπαθεί να με
πείσει, με παρακινεί να σας παντρευτώ. Αυτή… μα ναι, είναι έξυπνη, έστω κι αν είναι ανισόρροπη.
Κι έχετε δίκιο να λέτε πως είναι πολύ πιο έξυπνη από μένα… μου γράφει πως είναι ερωτευμένη μαζί
μου, πως κάθε μέρα γυρεύει ευκαιρία να με δει, έστω κι από μακριά. Γράφει πως μ’ αγαπάτε, πως
αυτή το ξέρει καλά, το ‘χει προσέξει από καιρό και πως όταν ήσασταν κει κάτω, κουβεντιάζατε για
μένα μαζί της. Θέλει να σας δει ευτυχισμένον είναι σίγουρη πως μονάχα εγώ μπορώ να σας κάνω
ευτυχισμένο… Γράφει τόσο παράλογα, τόσο παράξενα… Δεν έδειξα σε κανέναν τα γράμματα,
περίμενα εσάς. Ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Δε μαντεύετε τίποτα;
— Είναι τρέλα∙ είναι η απόδειξη της παραφροσύνης της, —πρόφερε ο πρίγκιπας και τα χείλη του
τρεμούλιασαν.
— Έχει γούστο να βάλετε τα κλάματα.
— Όχι, Αγλαΐα, όχι, δεν κλαίω, —την κοίταξε ο πρίγκιπας.
— Τι να κάνω λοιπόν; Τι με συμβουλεύετε; Δεν μπορώ φυσικά να λαβαίνω αυτά τα γράμματα.
— Ω, αφήστε την, σας ικετεύω!—φώναξε ο πρίγκιπας. —Τι σχέση έχετε σεις μ’ όλο αυτό το σκοτάδι;
Θα καταβάλω κάθε προσπάθεια να μη σας ξαναγράψει.
— Αν είναι έτσι, τότε σημαίνει πως δεν έχετε καρδιά!—φώναξε η Αγλαΐα. —Μα δε βλέπετε λοιπόν
πως δεν είναι μαζί μου ερωτευμένη αλλά μαζί σας, μονάχα εσάς αγαπάει! Πώς μπορέσατε να τα
προσέξετε όλα κι αυτό δεν το προσέξατε; Ξέρετε τι είναι όλ’ αυτά; Τι σημαίνουν αυτά τα γράμματα;
Είναι ζήλια! Είναι κάτι περισσότερο από ζήλια! Αυτή… νομίζετε πως θα παντρευτεί στ’ αλήθεια το
Ραγκόζιν όπως το γράφει εδώ στα γράμματα; Θα πάει να σκοτωθεί την άλλη κιόλας μέρα, μόλις
στεφανωθούμε!
Ο πρίγκιπας ανατρίχιασε∙ η καρδιά του πάγωνε. Κοίταζε όμως κατάπληχτος την Αγλαΐα: του
φαινόταν παράξενο που βρισκόταν στην ανάγκη ν’ αναγνωρίσει πως αυτό το παιδί ήταν από καιρό
κιόλας γυναίκα.
— Μάρτυς μου ο Θεός, Αγλαΐα, θα ‘δινα και τη ζωή μου για να ξαναποχτήσει την ηρεμία της και να
την κάνω ευτυχισμένη, όμως… δεν μπορώ πια να την αγαπάω και το ξέρει!
— Ε, τότε θυσιαστείτε, αυτό σας πάει τόσο πολύ! Είστε τόσο μεγάλος φιλάνθρωπος. Και μη με λέτε
«Αγλαΐα»… Και πριν από λίγο με είπατε σκέτα «Αγλαΐα»… Έχετε υποχρέωση, έχετε καθήκον να την
αναστήσετε, πρέπει να ξαναφύγετε και πάλι μαζί της για να ειρηνέψετε και να γαληνέψετε την
καρδιά της. Αλλωστε, και σεις την αγαπάτε!
— Δεν μπορώ να θυσιαστώ, μόλο που το θέλησα κάποτε και… και μπορεί να το θέλω και τώρα.
Είμαι όμως σ ί γ ο υ ρ ο ς πως μαζί μου θα καταστραφεί και γι’ αυτό την αφήνω. Έπρεπε να τη δω
σήμερα στις εφτά∙ τώρα ίσως να μην πάω. Μες στην περηφάνια της, δε θα μου συχωρέσει ποτέ την
αγάπη μου—και θα χαθούμε κι οι δυο μας! Αυτό είναι αφύσικο, εδώ όμως όλα είναι αφύσικα. Λέτε
πως μ’ αγαπάει, μα είναι τάχα αγάπη αυτή; Είναι ποτέ δυνατό να υπάρχει αγάπη ύστερα απ’ όλα
όσα έχω υποφέρει! Όχι, εδώ είναι κάτι άλλο, δεν είναι αγάπη!
— Πόσο χλομιάσατε!—τρόμαξε ξάφνου η Αγλαΐα.
— Δεν είναι τίποτα∙ είναι που κοιμήθηκα λίγο∙ νιώθω εξάντληση… Πραγματικά μιλούσαμε για σας
τότε, Αγλαΐα…
— Ώστε είναι αλήθεια; Μπορούσατε πραγματικά να μ ι λ ά τ ε γ ι α μ έ ν α μ α ζ ί τ η ς και… πώς
μπορέσατε να μ’ αγαπήσετε αφού με είδατε μια φορά όλη κι όλη;
— Δεν ξέρω πώς έγινε. Στο τοτινό μου σκοτάδι, ονειρευόμουνα… οπτασιαζόμουνα ίσως μια
καινούργια χαραυγή. Δεν ξέρω πώς έγινε και σκέφτηκα πρώτη εσάς. Σας έγραψα την αλήθεια τότε
πως δεν ξέρω. Όλ’ αυτά ήταν ένα ονειροπόλημα μονάχα για να ξεφύγω απ’ την τοτινή φρίκη…
Ύστερα άρχισα να μελετάω∙ θα ‘κανα τρία χρόνια να ‘ρθω δω πέρα…
— Ώστε λοιπόν, ήρθατε γι’ αυτήν;
Και κάτι τρεμούλιασε στη φωνή της Αγλαΐας.
— Ναι, γι’ αυτήν.
Πέρασαν κάπου δυο λεπτά σκυθρωπής σιωπής. Η Αγλαΐα σηκώθηκε.
— Αφού το λέτε ο ίδιος, —άρχισε η Αγλαΐα κι η φωνή της σα να ‘τρεμε λιγάκι,—αφού το πιστεύετε
κι ο ίδιος πως αυτή… η γυναίκα σας… είναι παλαβή, εγώ δεν μπορώ να ‘χω καμιά σχέση με τις
παλαβές της φαντασίες… Σας παρακαλώ, Λέων Νικολάγιεβιτς, να πάρετε αυτά τα τρία γράμματα και
να της τα πετάξετε στα μούτρα από μέρους μου! Κι αν ποτέ,—έβγαλε ξάφνου μια φωνή η Αγλαΐα, —
αν τολμήσει ποτέ να μου ξαναστεί λει έστω και μιαν αράδα, να της πείτε πως θα κάνω παράπονα
στον πατέρα μου και θα την κλείσουν στο σωφρονιστήριο…
Ο πρίγκιπας πετάχτηκε όρθιος και κοίταζε τρομαγμένος την αναπάντεχη μανία της Αγλαΐας∙ και
ξαφνικά, λες κι η ομίχλη διαλύθηκε μπροστά του…
— Δεν μπορεί να αισθάνεστε έτσι… δεν είναι αλήθεια! —μουρμούρισε.
Είναι αλήθεια! Αλήθεια!—φώναξε η Αγλαΐα μην ξέροντας σχεδόν τι της γίνεται.
— Τι πράγμα είναι αλήθεια; Ποια αλήθεια; —αντήχησε δίπλα της μια τρομαγμένη φωνή.
Μπροστά της στεκόταν η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα.
— Η αλήθεια είναι πως παντρεύομαι το Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς. Πως αγαπάω το Γαβρίλα
Αρνταλιόνοβιτς και θα το σκάσω αύριο κιόλας μαζί του απ’ το σπίτι!—της ρίχτηκε η Αγλαΐα.—Τ’
ακούσατε; Ικανοποιήθηκε τώρα η περιέργειά σας; Είστε ευχαριστημένη;
Κι έφυγε τρέχοντας κατά το σπίτι.
— Α, όχι δα, πατερούλη μου, τώρα πια μη φεύγετε,—τον σταμάτησε η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα τον
πρίγκιπα.—Κάντε μου τη χάρη, κοπιάστε στη βίλα μου να εξηγηθείτε… Μα τι μαρτύριο είναι τούτο
πάλι, όλη νύχτα δεν έκλεισα μάτι… Ο πρίγκιπας την ακολούθησε.
IX
ΜΠΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ της, η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα σταμάτησε στο πρώτο κιόλας δωμάτιο∙ δεν
μπορούσε να προχωρήσει παραπέρα κι αφέθηκε να πέσει σ’ ένα ντιβανάκι, ξεχνώντας μάλιστα να
πει στον πρίγκιπα να κάτσει. Ήταν μια αρκετά μεγάλη σάλα, μ’ ένα στρογγυλό τραπέζι στη μέση, μ’
ένα τζάκι και με πολλά λουλούδια σ’ εταζέρες κοντά στα παράθυρα, και στον απέναντι τοίχο είχε
μια τζαμόπορτα που έβγαζε στον κήπο. Μπήκαν αμέσως η Αδελαΐδα κι η Αλεξάνδρα κοιτάζοντας
ερωτηματικά κι απορημένα τον πρίγκιπα και τη μητέρα τους.
Οι δεσποινίδες, εδώ στην εξοχή, σηκώνονταν συνήθως κατά τις εννιά∙ μονάχα η Αγλαΐα τις
τελευταίες δυο‐τρεις μέρες άρχισε να σηκώνεται νωρίτερα κι έβγαινε να κάνει περίπατο στον κήπο,
μα και πάλι όχι στις εφτά, μα στις οχτώ, ίσως κι αργότερα. Η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα, που
πραγματικά δεν είχε κλείσει μάτι όλη νύχτα ήταν πολύ ταραγμένη κι ανήσυχη—σηκώθηκε κατά τις
οχτώ, σκοπεύοντας να πάει να βρει την Αγλαΐα στον κήπο, υπολογίζοντας πως εκείνη θα ‘χε κιόλας
σηκωθεί∙ δεν τη βρήκε όμως ούτε στον κήπο ούτε στην κρεβατοκάμαρα. Τότε πια ανησύχησε
τρομερά και ξύπνησε τις κόρες της. Μάθανε απ’ την υπηρέτρια πως η Αγλαΐα Ιβάνοβνα είχε βγει
κατά τις εφτά και πήγε στο πάρκο. Οι δεσποινίδες χαμογέλασαν ειρωνικά με την καινούργια
φαντασιοπληξία της ευφάνταστης αδερφούλας τους και παρατήρησαν στη μαμάκα τους πως η
Αγλαΐα δεν το ‘χει σε τίποτα να θυμώσει αν εκείνη πήγαινε στο πάρκο να τη βρει και πως—ήταν
σίγουρες—θα κάθεται τώρα και θα διαβάζει στο πράσινο παγκάκι σε κείνο που γι’ αυτό τους είχε
μιλήσει απ’ τα προχτές ακόμα και παραλίγο να μαλώνανε γι’ αυτό το παγκάκι με τον πρίγκιπα Σ.
επειδή της είχε πει πως δε βρίσκει να ‘χει τίποτα ιδιαίτερο κείνο το μέρος του πάρκου. Βρίσκοντάς
την ραντεβού κι ακούγοντας τα παράξενα λόγια της κόρης της, η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα τρόμαξε
φοβερά για πολλές αιτίες∙ τώρα όμως που έφερε μαζί της τον πρίγκιπα, δείλιασε που άρχισε όλη
αυτή τη φασαρία: «και γιατί να μη συναντηθεί η Αγλαΐα με τον πρίγκιπα στο πάρκο και να
κουβεντιάσει μαζί του, έστω κι αν, στο τέλος‐τέλος, είχαν συμφωνήσει απ’ τα πριν να συναντηθούν
εκεί;»
— Μη νομίζετε, πατερούλη μου πρίγκηψ,—βρήκε το κουράγιο να πει επιτέλους,—πως σας
κουβάλησα εδώ για να σας κάνω ανάκριση… Μετά τα χτεσινοβραδινά, περιστεράκι μου, ίσως και να
μην είχα καμιάν όρεξη να συναντηθώ μαζί σου.
Σα να κόμπιασε λιγάκι.
— Παρ’ όλ’ αυτά θα θέλατε πολύ να μάθετε πώς έγινε και συναντηθήκαμε σήμερα με την Αγλαΐα
Ιβάνοβνα;—συμπλήρωσε πολύ ψύχραιμα ο πρίγκιπας.
— Ε, ναι, γιατί όχι, θα το ‘θελα!—κόρωσε αμέσως η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα.—Δε φοβάμαι να
μιλήσω ανοιχτά. Γιατί κανέναν δεν προσβάλλω και κανέναν δε θα ‘θελα να προσβάλω…
— Μα τι λέτε, είναι τόσο φυσικό να θέλετε να μάθετε∙ είστε μητέρα. Συναντηθήκαμε σήμερα με την
Αγλαΐα Ιβάνοβνα στο πράσινο παγκάκι στις εφτά ακριβώς, ύστερα από χτεσινή της πρόσκληση. Με
ειδοποίησε χτες βράδυ μ’ ένα σημείωμα πως είναι ανάγκη να με δει και να μου μιλήσει για μια
σημαντική υπόθεση.
Συναντηθήκαμε και κουβεντιάσαμε μιαν ολάκερη ώρα για υποθέσεις που αφορούν ουσιαστικά
μονάχα την Αγλαΐα Ιβάνοβνα∙ αυτό είναι όλο.
— Και βέβαια αυτό είναι όλο, πατερούλη μου, και χωρίς καμιάν αμφιβολία μάλιστα,—πρόφερε με
αξιοπρέπεια η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα.
— Υπέροχα, πρίγκηψ,—είπε η Αγλαΐα μπαίνοντας ξάφνου στο δωμάτιο. Σας ευχαριστώ μ’ όλη μου
την καρδιά που με θεωρήσατε και μένα ανίκανη να πέσω τόσο χαμηλά ώστε να πω ψέματα εδώ
πέρα. Σας φτάνουν αυτά, maman, ή μήπως έχετε σκοπό να συνεχίσετε την ανάκριση;
— Το ξέρεις πως ως τα τώρα δε βρέθηκα ποτέ στην ανάγκη να κοκκινίσω μπροστά σου… αν και θα
χαιρόσουν ίσως πολύ να μ’ έβλεπες να κοκκινίζω,—απάντησε η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα σα να τη
νουθετούσε. —Χαίρετε, πρίγκηψ, να με συγχωρείτε που σας ανησύχησα. Κι ελπίζω πως δε θα
πάψετε να πιστεύετε στην εκτίμηση που τρέφω πάντα για σας.
Ο πρίγκιπας έκανε αμέσως δυο υποκλίσεις και βγήκε δίχως να πει λέξη. Η Αδελαΐδα κι η Αλεξάνδρα
μισογέλασαν και κάτι είπαν ψιθυριστά μεταξύ τους. Η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα τις κοίταξε αυστηρά.
— Λέμε μονάχα maman,—γέλασε η Αδελαΐδα,—πως ο πρίγκιπας έκανε θαυμάσια τις υποκλίσεις
του. Άλλοτε είναι σαν άδειο τσουβάλι και τώρα ξαφνικά… σαν… σαν τον Ευγένιο Παύλιτς.
— Την αβρότητα και την αξιοπρέπεια τη διδάσκει η καρδιά κι όχι ο δάσκαλος του χορού,—
συμπέρανε με πολύ ύφος η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα κι ανέβηκε πάνω στα διαμερίσματά της δίχως να
ρίξει ούτε μια ματιά στην Αγλαΐα.
Όταν ο πρίγκιπας γύρισε στη βίλα του, κατά τις εννιά, βρήκε στη βεράντα τη Βέρα Λουκιάνοβνα και
την υπηρέτρια. Συγύριζαν μαζί και σκουπίζανε μετά τη χτεσινή ακαταστασία.
— Δόξα τω Θεώ, προφτάσαμε και τελειώσαμε πριν έρθετε!—είπε χαρούμενα η Βέρα.
— Καλημέρα∙ σα να γυρίζει λιγάκι το κεφάλι μου∙ κοιμήθηκα άσκημα∙ λέω να πέσω για ύπνο.
— Εδώ στη βεράντα όπως και χτες; Ωραία. Θα πω σε όλους να μη σας ξυπνήσουν. Ο μπαμπάκας
έφυγε για κάποια δουλειά.
Η υπηρέτρια βγήκε∙ η Βέρα έκανε να φύγει το κατόπι της, γύρισε όμως και πλησίασε ανήσυχη τον
πρίγκιπα.
— Πρίγκηψ, λυπηθείτε αυτόν το δυστυχισμένο∙ μην τον διώχνετε σήμερα.
— Και βέβαια δε θα τον διώξω∙ ας μείνει όσο θέλει.
— Τώρα πια δε θα κάνει τίποτα και… μην είστε αυστηρός μαζί του.
— Ω, όχι, για ποιο λόγο;
— Και… μην τον κοροϊδέψετε∙ αυτό είναι το σπουδαιότερο.
— Ω, ούτε το σκέφτηκα καν!
— Είμαι ανόητη που κάθομαι και τα λέω όλ’ αυτά σ’ έναν άνθρωπο σαν και σας,—κατακοκκίνισε η
Βέρα. —Όμως, μόλο που είστε κουρασμένος, —γέλασε και μισογύρισε καθώς ήταν έτοιμη να
φύγει,—τα μάτια σας είναι τόσο υπέροχα αυτή τη στιγμή… τόσο ευτυχισμένα.
— Ευτυχισμένα;—ρώτησε ζωηρά ο πρίγκιπας και γέλασε χαρούμενα.
Όμως, η Βέρα που μιλούσε πάντα με αφέλεια και σταράτα σαν αγόρι, ξαφνικά σα να ντράπηκε,
κοκκίνισε ακόμα περισσότερο κι εξακολουθώντας να γελάει βγήκε βιαστικά απ’ το δωμάτιο.
«Τι… γλυκό κορίτσι…» σκέφτηκε ο πρίγκιπας κι αμέσως την ξέχασε. Πήγε στη γωνιά της βεράντας,
όπου ήταν ένα ντιβανάκι και μπροστά του ένα μικρό τραπέζι, έκατσε, σκέπασε με τα χέρια το
πρόσωπό του κι έμεινε έτσι κάπου δέκα λεπτά∙ ξάφνου έβαλε βιαστικά και ταραγμένα το χέρι του
στην τσέπη του σακακιού κι έβγαλε τρία γράμματα.
Ξανάνοιξε όμως η πόρτα και μπήκε ο Κόλια. Ο πρίγκιπας σα να χάρηκε που αναγκάστηκε να
ξαναβάλει τα γράμματα στην τσέπη και ν’ αναβάλει το διάβασμά τους.
— Είδατε πράματα ε;—είπε ο Κόλια μπαίνοντας κατευθείαν στο θέμα κι έκατσε στο ντιβάνι.—Τι
λέτε τώρα για τον Ιππόλυτο; Δεν του ‘χετε εκτίμηση;
— Μα γιατί λοιπόν… όμως, Κόλια είμαι κουρασμένος… Ύστερα, είναι πολύ θλιβερό να τα
ξαναθυμόμαστε… Τι κάνει ωστόσο;
— Κοιμάται και θα κοιμηθεί τουλάχιστο δυο ώρες ακόμα. Καταλαβαίνω: δεν πέσατε για ύπνο,
πήγατε στο πάρκο… Βέβαια, τόση ταραχή… πολύ φυσικό!
— Πού το ξέρετε πως πήγα στο πάρκο και δεν κοιμήθηκα σπίτι;
— Μου το ‘πε τώρα η Βέρα. Προσπάθησε να με πείσει να μην έρθω δεν κρατήθηκα όμως∙ ένα λεπτό
και φεύγω. Αυτές τις δυο ώρες έκατσα βάρδια δίπλα στο κρεβάτι του. Τώρα έβαλα τον Κόστια
Λέμπεντεβ. Ο Μπουρντόβσκη έφυγε. Λοιπόν, πλαγιαστε, πρίγκηψ∙ καλή σας… ε, καλή σας μέρα!
Μονάχα ξέρετε, έχω μείνει κατάπληκτος!
— Βέβαια… όλ’ αυτά…
— Όχι, πρίγκηψ, όχι∙ έχω μείνει κατάπληχτος με την «Εξομολόγηση». Κυρίως με κείνο το μέρος όπου
μιλάει για τη Θεία Πρόνοια και τη μέλλουσα ζωή. Υπάρχει εκεί μια γι‐γα‐ντι‐αία σκέψη!
— Ο πρίγκιπας κοίταξε στοργικά τον Κόλια που, φυσικά, είχε έρθει για να κουβεντιάσει το
γρηγορότερο για τη γιγαντιαία σκέψη.
— Το κυριότερο όμως, το κυριότερο δε βρίσκεται στη σκέψη μα στο σύνολο των περιστάσεων! Αν το
‘γραφε αυτό ο Βολταίρος, ο Ρουσό, ο Προυντόν, θα το διάβαζα, θα το πρόσεχα μα δε θα μου ‘κανε
τόσο τρομαχτική εντύπωση. Μα ένας άνθρωπος που το ξέρει στα σίγουρα πως του μένουνε δέκα
λεπτά ζωής και μιλάει έτσι—α, αυτό δείχνει μεγάλη περηφάνεια! Φτάνει έτσι στο ανώτατο σημείο
ανεξαρτησίας της προσωπικής αξιοπρέπειας, είναι σα να προκαλεί απευθείας… Όχι, αυτό δείχνει
γιγαντιαία πνευματική δύναμη! Κι ύστερα απ’ αυτό να λένε πως δεν έβαλε επίτηδες το καψούλι—
αυτό είναι πρόστυχο, αφύσικο! Και, ξέρετε, μας ξεγέλασε χτες, έκανε μια πονηριά: δεν ταχτοποίησα
ποτέ μου το σάκο μαζί του και δεν είδα κανένα πιστόλι∙ μόνος του τα ταχτοποίησε όλα και μ’ έκανε
ξαφνικά να μπερδευτώ. Η Βέρα λέει πως θα τον αφήσετε δω∙ κάνω όρκο πως δεν υπάρχει κανένας
κίνδυνος αφού μάλιστα είμαστε συνεχώς κοντά του.
— Και ποιος από σας έμεινε μαζί του τη νύχτα;
— Εγώ, ο Κόστια Λέμπεντεβ, ο Μπουρντόβσκη∙ ο Κέλερ έμεινε για λίγο κι ύστερα πήγε να κοιμηθεί
στου Λέμπεντεβ γιατί στο δωμάτιό μας δεν είχε πού να πλαγιάσει. Κι ο Φερντιστσένκο κοιμήθηκε
στου Λέμπεντεβ, έφυγε στις εφτά. Ο στρατηγός μένει πάντα στου Λέμπεντεβ, τώρα έφυγε κι αυτός…
Ο Λέμπεντεβ μπορεί να ‘ρθει τώρα να σας δει∙ δεν ξέρω γιατί, σας γύρευε όμως, δυο φορές ρώτησε
αν σας είδαμε. Να τον αφήσω να μπει ή να μην τον αφήσω μια και θα πέσετε να κοιμηθείτε; Και γω
πάω για ύπνο. Αχ, ναι, θα ‘θελα κάτι να σας πω. Πριν από λίγο μου ‘κανε εντύπωση ο στρατηγός: ο
Μπουρντόβσκη με ξύπνησε για τη βάρδια μου κατά τις εξήμιση, ίσως και νωρίτερα. Βγήκα για μια
στιγμή έξω και ξάφνου συναντάω το στρατηγό∙ ήταν τόσο μεθυσμένος ακόμα που δε με γνώρισε,
στεκόταν μπροστά μου σα στύλος, μόλις συνήλθε όμως τα ‘βαλε μαζί μου: «Τι κάνει ο άρρωστος;
μου λέει. Ερχόμουνα να μάθω για τον άρρωστο…» Του έδωσα αναφορά—δεν έχει τώρα σημασία τι
του είπα. «Όλ’ αυτά καλά, μου λέει, το κυριότερο όμως, ερχόμουνα και γι’ αυτό σηκώθηκα, για να
σε προειδοποιήσω∙ έχω λόγους να υποθέσω πως μπροστά στον κύριο Φερντιστσένκο πρέπει να
προσέχει κανείς τα λόγια του και… πρέπει να συγκρατιέται». Καταλαβαίνετε, πρίγκηψ;
— Είναι δυνατόν; Εδώ που τα λέμε… για μας το ίδιο κάνει…
— Ναι, χωρίς αμφιβολία, το ίδιο κάνει, εμείς δεν είμαστε μασόνοι! Τόσο μάλιστα που απόρησα που
ο στρατηγός σηκώθηκε επίτηδες νυχτιάτικα να με προειδοποιήσει.
— Ο Φερντιστσένκο έφυγε είπατε;
— Στις εφτά∙ ήταν ο δρόμος του και πέρασε κει που έκανα τη βάρδια μου. Μου είπε πως πάει να
συμπληρώσει τον ύπνο του στου Βίλκιν—είναι ένας μεθύστακας που τον λένε Βίλκιν. Ε, ας είναι,
πηγαίνω! Να κι ο Λουκιάν Τιμοφέιτς… Ο πρίγκηψ θέλει να κοιμηθεί. Λουκιάν Τιμοφέιτς∙ όπισθεν
ολοταχώς!
— Μια στιγμούλα μονάχα θα σας απασχολήσω, πολυσεβαστότατε πρίγκηψ, για μια σημαντική κατά
την αντίληψή μου υπόθεση,—πρόφερε βιασμένα σχεδόν ψιθυριστά ο Λέμπεντεβ και υποκλίθηκε
σοβαρά. Μόλις είχε γυρίσει και δεν είχε προφτάσει, να περάσει απ’ το σπίτι του, έτσι που κράταγε
ακόμα το καπέλο στο χέρι. Το πρόσωπό του ήταν όλο έγνοια κι είχε ένα ιδιαίτερο, ασυνήθιστο ύφος
αξιοπρέπειας. Ο πρίγκιπας του είπε να καθίσει.
— Με ζητήσατε δυο φορές; Ίσως ν’ ανησυχείτε ακόμα για τα χτεσινά…
— Γι’ αυτό το χτεσινό παλιόπαιδο λέτε, πρίγκηψ! Ω, όχι∙ χτες οι σκέψεις μου ήταν λίγο ανάκατες…
σήμερα όμως δεν έχω πλέον σκοπό να κοντραστάρω έστω και στο ελάχιστο τις απόψεις σας.
— Να κόντρα… πώς το ‘πατε;
— Είπα: να κοντραστάρω∙ είναι λέξις γαλλική, όπως και πλήθος άλλων λέξεων οι οποίες
ενσωματώθηκαν στη ρωσική γλώσσα, ωστόσο, δεν επιμένω και γι’ αυτήν.
Τι σας συμβαίνει σήμερα, Λέμπεντεβ, κι είστε τόσο σπουδαίος και τυπικός και μιλάτε σαν ν’
απαγγέλλετε;—χαμογέλασε ο πρίγκιπας.
— Νικολάι Αρνταλιόνοβιτς! γύρισε κι είπε ο Λέμπεντεβ στον Κόλια με φωνή σχεδόν συγκινημένη. —
Έχω ν’ ανακοινώσω εις τον πρίγκιπα περί μιας υποθέσεως αφορώσης ουσιαστικώς…
— Μα ναι, φυσικά, δεν είναι δική μου δουλειά! Γεια σας, πρίγκηψ!—έφυγε αμέσως ο Κόλια.
— Τ’ αγαπώ αυτό το παιδί διότι καταλαβαίνει με το πρώτο,—πρόφερε ο Λέμπεντεβ κοιτάζοντας το
κατόπι του,—είναι εξυπνότατος, μολονότι τυχαίνει να γίνεται φορτικός. Εδοκίμασα μιαν εξαιρετικήν
δυστυχίαν, πολυσεβαστότατε πρίγκηψ, εχτές το βράδυ ή σήμερα την αυγήν… Ταλαντεύομαι ακόμη
να καθορίσω επακριβώς την ώρα.
— Τι συμβαίνει;
— Απώλεια τετρακοσίων ρουβλίων απ’ την τσέπη του σακακιού, πολυσεβαστότατε πρίγκηψ, μου τα
σούφρωσαν!—έκανε ο Λέμπεντεβ χαμογελώντας τσαγκά.
— Χάσατε τετρακόσα ρούβλια; Κρίμα.
— Και ιδιαίτερα για έναν φτωχό και ευγενικόν άνθρωπο, για έναν άνθρωπο που ζει με τον τίμιο
μόχθο του.
— Φυσικά, φυσικά∙ πώς έγινε;
— Λόγω της κρασοκατάνυξης. Ήρθα σε σας όπως θα πήγαινα στη Θεία Πρόνοια, πολυσεβαστότατε
πρίγκηψ. Το ποσόν των τετρακοσίων ρουβλίων το ‘λαβα χτες εις αργυρά νομίσματα κατά τις πέντε τ’
απόγευμα από έναν οφειλέτην μου και γύρισα εδώ με το τρένο. Είχα το πορτοφόλι στην τσέπη.
Έβγαλα τη στολή της υπηρεσίας μου κι έβαλα τη ρεντιγκότα. Τοποθέτησα τα χρήματα στην τσέπη
της ρεντιγκότας, έχοντας υπ’ όψη μου να τα κρατήσω πάνω μου, υπολογίζοντας να τα δώσω το
βράδυ κατόπιν μιας παρακλήσεως… περιμένοντας το έμπιστον πρόσωπον.
— Μια και το ‘φερε η κουβέντα, Λουκιάν Τιμοφέιτς, είν’ αλήθεια πως δημοσιέψατε μιαν αγγελία
στις εφημερίδες πως δανείζετε χρήματα με ενέχυρο χρυσά και αργυρά αντικείμενα;
— Μέσω εμπίστου προσώπου∙ τ’ όνομά μου δεν εδημοσιεύθη, ούτε η διεύθυνσις. Έχοντας ένα
ασήμαντο κεφάλαιο και εν όψει μιας πολλαπλασιαζομένης οικογενείας συμφωνείστε και σεις ότι
ένας τίμιος τόκος…
— Μα ναι, φυσικά∙ ρώτησα μονάχα για να ξέρω∙ με συγχωρείτε που σας διέκοψα.
— Το έμπιστον πρόσωπον δεν εφάνη. Στο μεταξύ, φέρανε τον δυστυχισμένον∙ ευρισκόμουν ήδη εις
ποιάν τίνα έντασιν κατόπιν του γεύματος∙ ήρθαν αυτοί οι επισκέπται, ήπιαμε… τσάι, και… ήλθον εις
ευθυμίαν προς καταστροφήν μου. Και, όταν αργά το βράδυ πλέον, έφτασε αυτός ο Κέλερ και μας
ανήγγειλε ότι γιορτάζετε τα γενέθλιά σας κι είπατε ν’ ανοιχτούν σαμπάνιες, εγώ, ακριβέ μου και
πολυσεβαστότατε πρίγκηψ, έχοντας μια καρδιά (πράγμα που θα το παρατηρήσατε ήδη κατά πάσαν
πιθανότητα καθότι το αξίζω) έχοντας μια καρδιά δε λέγω ευαίσθητον μα ευγνωμονούσαν, πράγμα
διά το οποίον σεμνύνομαι—εγώ, δια την μεγαλυτέραν λαμπρότητα του πράγματος και αναμένων να
σας συγχαρώ προσωπικώς, σκέφτηκα να πάω ν’ αλλάξω την κουρελιασμένη, ούτως ειπείν,
ρεντιγκότα μου και να βάλω τη στολή της υπηρεσίας μου, πράγμα που έκανα πράγματι, όπως θα το
παρατηρήσατε ίσως και σεις ο ίδιος, πρίγκηψ, βλέποντάς με όλο το βράδυ εν στολή. Αλλάζοντας,
ξέχασα το πορτοφόλι στη ρεντιγκότα… Είναι αληθέστατο το ρηθέν: «μωραίνει Κύριος ον βούλεται
απολέσαι». Και μονάχα σήμερα, σαν ξύπνησα κατά τις εφτάμιση, πετάχτηκα πάνω σα μισοπάλαβος
κι έτρεξα να δω τη ρεντιγκότα —άδεια η τσέπη! Το πορτοφόλι είχε κάνει φτερά.
— Αχ, πολύ δυσάρεστο αυτό!
— Ακριβώς, λίαν δυσάρεστον ομολογώ ότι, με πολύ τακτ, βρήκατε αμέσως την κατάλληλον
έκφρασιν,—έκανε κάπως σατανικά ο Λέμπεντεβ.
— Μα… ωστόσο,—ταράχτηκε ο πρίγκιπας κι απόμεινε σκεφτικός. —Αυτό είναι σοβαρό.
— Ακριβώς, σοβαρό. Ιδού και μια άλλη επιτυχεστάτη, καλοδιαλεγμένη λέξη σας, πρίγκηψ δια τον
χαρακτηρισμόν του…
— Αχ, φτάνει πια, Λουκιάν Τιμοφέιτς, εδώ δεν πρόκειται να διαλέξουμε λέξεις… Λέτε να… είναι
δυνατό να σας έπεσε απ’ την τσέπη όσο ήσασταν μεθυσμένος;
— Μπορεί. Όλα δυνατό να συμβούν όταν είναι κανείς μεθυσμένος, όπως εξεφράσθητε εν πάση
ειλικρίνεια, πολυσεβαστότατε πρίγκηψ. Σας παρακαλώ ωστόσο ν’ αναλογισθείτε το εξής: αν
εξετίναζα το πορτοφόλι απ’ την τσέπη αλλάζοντας ρεντιγκότα, τότε το εκτιναχθέν αντικείμενον θα
‘πρεπε να βρίσκεται πεσμένο επί του πατώματος. Πού είναι λοιπόν αυτό το αντικείμενο;
— Μήπως το βάλατε σε κανένα συρτάρι, στο τραπέζι;
— Όλα τα ‘ψαξα, όλα τα ψαχούλεψα, πολλώ μάλλον που δεν το ‘κρυψα πουθενά και δεν άνοιξα
κανένα συρτάρι, αυτό το θυμάμαι πεντακάθαρα.
— Στο ντουλαπάκι; Κοιτάξατε;
— Πρώτη μου δουλειά και μάλιστα πλειστάκις, σήμερα το πρωί… Μα και πώς θα μπορούσα να το
παραχώσω στο ντουλαπάκι, σεβαστότατε πρίγκηψ!
— Ομολογώ, Λέμπεντεβ, πως αυτό μ’ ανησυχεί. Σημαίνει λοιπόν πως κάποιος το βρήκε στο πάτωμα;
— Ή το σούφρωσε απ’ την τσέπη. Δυο εκδοχές.
— Με ανησυχεί πολύ, γιατί ποιος να ‘ταν αλήθεια; Αυτό είναι το πρόβλημα!
— Δε χωρεί αμφιβολία πως σ’ αυτό ακριβώς έγκειται το κυρίως πρόβλημα. Βρίσκετε με μιαν
καταπληκτικήν ακρίβειαν τις σωστές λέξεις και καθορίζετε τας καταστάσεις, εκλαμπρότατε πρίγκηψ.
— Αχ, Λουκιάν Τιμοφέιτς, αφήστε τις ειρωνείες, εδώ…
— Ειρωνείες! φώναξε ο Λέμπεντεβ χτυπώντας τα χέρια του.
— Ε, καλά, καλά, δε θυμώνω, το βλέπετε∙ εδώ… το σημαντικό είναι άλλο. Φοβάμαι για τους
ανθρώπους. Ποιον υποπτεύεστε;
— Ερώτηση δύσκολη και… πολυσύνθετη! Την υπηρέτρια δεν μπορώ να την υποπτευθώ: ήταν όλη
την ώρα στην κουζίνα της. Τα παιδιά μου επίσης.
— Αυτό έλειπε.
— Ώστε λοιπόν, κάποιος απ’ τους επισκέπτες.
— Μα είναι ποτέ δυνατόν;
— Τελείως και ολοσχερώς αδύνατον, το δίχως άλλο όμως έτσι θα πρέπει να ‘χει γίνει. Είμαι
σύμφωνος ωστόσο να παραδεχτώ κι είμαι μάλιστα πεπεισμένος πως αν έγινε κλοπή, θα
πραγματοποιήθηκε, όχι το βράδυ, όταν ήταν όλοι τους συγκεντρωμένοι εδώ, μα τη νύχτα, ίσως
μάλιστα κατά τα χαράματα, από κάποιον που ‘μεινε εδώ να κοιμηθεί.
— Αχ, Θεέ μου!
— Τον Μπουρντόβσκη και το Νικολάι Αρνταλιόνοβιτς τους αποκλείω φυσικά∙ ούτε μπήκαν καθόλου
στο διαμέρισμά μου.
— Αυτό έλειπε, μα κι αν ακόμα μπαίνανε! Ποιος κοιμήθηκε σπίτι σας;
— Υπολογίζοντας και μένα, κοιμηθήκαμε τέσσερις, σε δυο συνεχόμενα δωμάτια: εγώ, ο στρατηγός,
ο Κέλερ κι ο κύριος Φερντιστσένκο. Κάποιος από μας τους τέσσερις λοιπόν!
— Δηλαδή απ’ τους τρεις. Μα ποιος ωστόσο;
— Συμπεριέλαβα και τον εαυτό μου δια λόγους δικαιοσύνης και τάξεως∙ παραδεχτείτε ωστόσο,
πρίγκηψ, πως δεν μπορούσα να κλέψω μόνος μου τον εαυτό μου παρ’ όλο που παρόμοιες
περιπτώσεις συνέβησαν κι άλλοτε…
— Αχ, Λέμπεντεβ, τι πληχτικά που ‘ναι όλ’ αυτά!—φώναξε ανυπόμονα ο πρίγκιπας. Ελάτε στο
προκείμενο επιτέλους!
— Μένουν λοιπόν τρεις και κατά πρώτον ο κύριος Κέλερ, άνθρωπος ασταθής, μέθυσος και εις
ορισμένας περιπτώσεις λιμπεραλίστας, θέλω να πω ως προς τα ζητήματα της τσέπης κατά τα άλλα
όμως, έχει τάσεις μάλλον αρχαιοϊπποτικάς, ούτως ειπείν, παρά λιμπεραλιστικάς. Στην αρχή
κοιμήθηκε εδώ, στο δωμάτιο του αρρώστου και μονάχα αργά τη νύχτα μεταφέρθηκε σε μας με την
δικαιολογίαν ότι βρίσκει σκληρό το πάτωμα για ύπνο.
— Τον υποπτεύεστε;
— Τον υποτευόμουνα. Όταν κατά τις οχτώ το πρωί πετάχτηκα απ’ το κρεβάτι σα μισοπάλαβος κι
άρπαξα με το χέρι το κουτελό μου, ξύπνησα αμέσως το στρατηγό που κοιμόταν τον ύπνο του
δικαίου. Λαβών υπ’ όψιν την παράξενη εξαφάνιση του Φερντιστσένκο, πράγμα που και μονάχα
αυτό μας εγέννησε υποψίες, αποφασίσαμε κι οι δυο μας να κάνουμε αμέσως σωματική έρευνα
στον Κέλερ που βρισκόταν ξαπλωμένος σαν… σαν… δίκην μολύβδου. Τον ψάξαμε καταλεπτώς: στις
τσέπες του ούτε ένα τσεντέζιμο —κι ούτε μια τσέπη του που να μην είναι τρύπια. Ένα μπλε μαντίλι,
με καρό, μπαμπακερό, σε κατάσταση απρεπή. Περαιτέρω, ένα ραβασάκι από κάποια καμαριέρα
που του ζητούσε χρήματα και τον απειλούσε, και αποκόμματα απ’ το γνωστό σας άρθρο. Ο
στρατηγός έβγαλε την απόφαση πως είναι αθώος. Για να συμπληρώσουμε τις πληροφορίες μας τον
ξυπνήσαμε—χρειάστηκε να τον ταρακουνήσουμε ώρα πολλή∙ είδε κι έπαθε να καταλάβει τι τρέχει∙
άνοιξε σα χάχας το στόμα του, το μούτρο του ήταν μεθυσμένο, είχε έκφρασιν χαμένην και αθώαν,
ανόητον μάλιστα—δεν είναι αυτός!
— Πόσο χαίρομαι!—αναστέναξε χαρούμενα ο πρίγκιπας. —Φοβήθηκα μην είναι αυτός!
— Φοβηθήκατε; Σημαίνει δηλαδή πως είχατε λόγους να πιστέψετε… μισόκλεισε τα μάτια του ο
Λέμπεντεβ.
— Ω, όχι, έτσι απλώς το είπα, —κόμπιασε ο πρίγκιπας,—έκανα τρομερή ανοησία να πω πως
φοβήθηκα. Κάντε μου τη χάρη, Λέμπεντεβ, μην το πείτε σε κανέναν…
— Πρίγκηψ, πρίγκηψ! Τα λόγια σας θα μείνουν στην καρδιά μου… μες στα φυλλοκάρδια μου! Η
καρδιά μου είναι τάφος!—πρόφερε θριαμβευτικά ο Λέμπεντεβ φέρνοντας το καπέλο στην καρδιά
του.
— Καλά, καλά! Ώστε λοιπόν ο Φερντιστσένκο; Δηλαδή θέλω να πω, υποπτεύεστε τον
Φερντιστσένκο;
— Μα ποιος άλλος μένει;——πρόφερε σιγά ο Λέμπεντεβ κοιτάζοντας επίμονα τον πρίγκιπα.
— Μα ναι, εννοείται… ποιος άλλος… δηλαδή, και πάλι, τι στοιχεία έχετε εναντίον του;
— Στοιχεία, υπάρχουν. Κατά πρώτον, η εξαφάνισίς του στις εφτά το πρωί, ή μάλλον νωρίτερα.
— Το ξέρω, μου ‘λεγε ο Κόλια πως πέρασε και του είπε πως πάει να συνεχίσει τον ύπνο του στου…
ξέχασα πώς τον λένε, σ’ ένα φίλο του.
— Στου Βίλκιν. Ώστε λοιπόν ο Νικολάι Αρνταλιόνοβιτς σας το είπε κιόλας!
— Δε μου ‘πε τίποτα για την κλοπή.
— Ούτε το ξέρει γιατί προς το παρόν κρατώ το πράγμα μυστικόν. Έτσι λοιπόν, πάει στου Βίλκιν
θάλεγε κανείς πως δεν υπάρχει τίποτα το παράξενον σ’ όλ’ αυτά—που ένας μεθυσμένος δηλαδή
πάει στο σπίτι ενός ομοίου του, μπεκρούλιακα, έστω και τόσο πρωί, και χωρίς καμιάν άλλη αιτία,
έτσι δεν είναι; Όμως εδώ ακριβώς, αποκαλύπτεται ένα ίχνος: φεύγοντας, αφήνει τη διεύθυνση… Και
τώρα παρακολουθείστε με, πρίγκηψ∙ γιατί αφήνει τη διεύθυνση; Γιατί περνάει επίτηδες απ’ το
Νικολάι Αρνταλιόνοβιτς κάνοντας κύκλο και του λέει πως «ξέρεις μάτια μου, πάω να συνεχίσω τον
ύπνο στου Βίλκιν»; Και ποιος θα κάτσει να ενδιαφερθεί πως φεύγει και μάλιστα πως πάει ακριβώς
στου Βίλκιν; Ποιος ο λόγος να το αναγγείλει; Όχι, εδώ κρύβεται μια πονηριά, μια λωποδύτικη
φινέτσα. Αυτό σημαίνει: «να, βλέπετε, επίτηδες δεν τα σκεπάζω τα ίχνη μου, τι κλέφτης είμαι
λοιπόν ύστερ’ απ’ αυτό; Ένας κλέφτης θα ‘λεγε ποτέ του πού πάει;» Μια υπερβολική φροντίδα να
στρέψει αλλού τις υποψίες και να σβήσει, ούτως ειπείν, τα ίχνη επί της άμμου… Με καταλάβατε,
πολυσεβαστότατε πρίγκηψ;
— Κατάλαβα, κατάλαβα πολύ καλά, αυτό όμως δε φτάνει, δε νομίζετε;
— Δεύτερον στοιχείον: Το ίχνος αποδεικνύεται ψευδές και η δοθείσα διεύθυνσις ανακριβής. Μια
ώρα αργότερα, δηλαδή στις οχτώ, χτυπούσα κιόλας την πόρτα του Βίλκιν —είναι εδώ στην Πέμπτη
οδό και τυχαίνει μάλιστα να ‘μαστε γνωστοί. Δε βρήκα κανέναν Φερντιστσένκο κει πέρα. Αν και τα
κατάφερα κι έμαθα απ’ την υπηρέτρια—που είναι θεόκουφη—πως μια ώρα πριν, κάποιος είχε έρθει
και χτύπησε στην πόρτα, αρκετά δυνατά μάλιστα, τόσο που ξεκόλλησε το κουδουνάκι. Η υπηρέτρια
όμως δεν άνοιξε μη θέλοντας να ξυπνήσει τον κύριο Βίλκιν, ή ίσως επειδή βαριότανε να σηκωθεί η
ίδια. Γίνονται και κάτι τέτοια.
— Όλ’ αυτά είναι δικές σας υποψίες. Δε φτάνει.
— Πρίγκηψ, μα για σκεφτείτε λοιπόν, ποίον άλλον να υποπτευθώ;—συμπέρανε ταπεινά ο
Λέμπεντεβ και κάποια πονηριά φάνηκε στο ειρωνικό του χαμόγελο.
— Δεν πάτε να κοιτάξετε άλλη μια φορά στα δωμάτια και στα συρτάρια!—πρόφερε ταραγμένα ο
πρίγκιπας αφού έμεινε για λίγο σκεφτικός.
— Κοίταξα!—αναστέναξε ακόμα πιο ταπεινά ο Λέμπεντεβ.
— Αχ, γιατί, γιατί ν’ αλλάξετε αυτή τη ρεντιγκότα!—φώναξε ο πρίγκιπας και χτύπησε φουρκισμένος
το χέρι του στο τραπέζι.
— Ερώτηση από μια παλιά κωμωδία. Όμως, πονοψυχότατε πρίγκηψ, την παίρνετε υπερβολικά
κατάκαρδα την ατυχία μου! Δεν το αξίζω. Δηλαδή, μόνος εγώ δεν το αξίζω∙ εσείς όμως υποφέρετε
και για τον εγκληματία… για τον τιποτένιο τον κύριο Φερντιστσένκο έτσι δεν είναι;
— Ε, ναι, ναι, πραγματικά, με βάλατε σε σκέψεις—τον έκοψε αφηρημένος και στενοχωρημένος ο
πρίγκιπας. —Και λοιπόν, τι σκοπεύετε να κάνετε… μια κι είστε τόσο σίγουρος πως είναι ο
Φερντιστσένκο;
— Πρίγκηψ, πολυσεβαστότατε πρίγκηψ, ποιος άλλος μπορεί να είναι λοιπόν;—έλεγε όλο και πιο
κατανυκτικά ο Λέμπεντεβ.—Μα το ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος να υποπτευθώ, και, ούτως ειπείν,
το απολύτως αδύνατον να υποπτευθώ οποιονδήποτε άλλον εκτός απ’ τον κύριο Φερντιστσένκο,
αυτό ήδη, είναι, ούτως ειπείν, ένα στοιχείον εναντίον του κυρίου Φερντιστσένκο, το τρίτον ήδη
στοιχείον! Διότι σας ερωτώ και πάλι, ποιος άλλος μπορεί να είναι; Γιατί βέβαια δεν μπορώ να
υποπτευθώ τον κύριο Μπουρντόβσκη, χε‐χε‐χε!
— Αυτό έλειπε, τι ανοησία!
— Ούτε το στρατηγό φυσικά, επιτέλους, χε‐χε‐χε!
— Τι παραλογισμός!—πρόφερε σχεδόν θυμωμένα ο πρίγκιπας στριφογυρίζοντας ανυπόμονα στη
θέση του.
— Και βέβαια είναι παράλογο! χε‐χε‐χε! Και να δείτε που μ’ έκανε και γέλασα ο χριστιανός, δηλαδή
ο στρατηγός! Πηγαίνουμε πριν λίγη ώρα μαζί, επί τα πρόσφατα ίχνη του δράστου στου Βίλκιν… και
πρέπει να σας παρατηρήσω πως ο στρατηγός έμεινε πλέον εμού εμβρόντητος όταν εγώ, μετά την
απώλειαν, το πρώτο που έκανα ήταν να τον ξυπνήσω, τοσούτον μάλλον ώστε άλλαξε χίλια χρώματα,
κοκκίνισε, χλόμιασε και τέλος, τον έπιασε μια τόσο ασυγκράτηση κι ευγενική αγανάκτηση που
ομολογώ πως δεν το περίμενα να γίνει τόσο έξω φρενών. Τα μάλα ευγενέστατος άνθρωπος!
Ψεύδεται βεβαίως ακαταπαύστως—είναι η αδυναμία του—είναι ωστόσο άνθρωπος υψηλοτάτων
αισθημάτων, άνθρωπος επιπλέον τελείως απονήρευτος που κερδίζει παρευθύς την εμπιστοσύνη
σου με την αφέλειά του. Σας το ‘χω ήδη ξαναπεί, πολυσεβαστότατε πρίγκηψ, ότι αισθάνομαι γι’
αυτόν όχι μόνον αδυναμίαν αλλά επιπλέον και αγάπην. Ξάφνου σταματάει καταμεσής του δρόμου,
τραβάει τα πέτα τη ρεντιγκότας του, ανοίγει το στήθος: «Ψάξε με, λέει∙ τον Κέλερ τον έψαξες, γιατί
λοιπόν δε με ψάχνεις κι εμένα; Αυτό απαιτεί, λέει, η δικαιοσύνη!» τα χέρια και τα πόδια του
τρέμανε, καταχλόμιασε ο άνθρωπος, ήταν φοβερός και τρομερός εκείνη τη στιγμή. Εγώ γέλασα και
του είπα: «Άκου, του λέω, στρατηγέ, αν μου το ‘λεγε αυτό κανένας άλλος για σένα, τότε εγώ, την
ίδια στιγμή και επιτόπου, θα ‘βγαζα με τα ίδια μου τα χέρια το κεφάλι μου, θα το ‘βαζα σε μια
μεγάλη πιατέλα και θα το πρόσφερα ο ίδιος πάνω στην πιατέλα σ’ όλους όσοι θ’ αμφιβάλλανε: «να,
θα τους έλεγα, το βλέπετε αυτό το κεφάλι; ε, λοιπόν μ’ αυτό το ιδιόκτητο κεφάλι μου είμαι έτοιμος
να εγγυηθώ γι’ αυτόν τον άνθρωπο κι όχι μονάχα με το κεφάλι μου, να, πέφτω και στη φωτιά
ακόμα». «Να, του λέω, πώς είμαι έτοιμος να εγγυηθώ για σένα!» Έπεσε τότε και μ’ αγκάλιασε,
πάντα εκεί, καταμεσής του δρόμου, δάκρυσε, έτρεμε, και μ’ έσφιξε τόσο δυνατά πάνω στο στήθος
του που μ’ έπιασε βήχας: «Είσαι, μου λέει, ο μοναδικός φίλος που μου απόμεινε μες στις δυστυχίες
μου!» Ευσυγκίνητος άνθρωπος! Ε, αυτό εννοείται, μια κι ήρθαν έτσι τα πράγματα, μου διηγήθηκε
ένα ανέκδοτο και μου είπε πως τάχα σαν ήταν πολύ νέος ακόμα, τον είχαν υποπτευθεί για μια
κλοπή πεντακοσίων χιλιάδων ρουβλίων, αυτός όμως την άλλη κιόλας μέρα, έπεσε στις φλόγες κι
έβγαλε μες απ’ το σπίτι που καιγόταν τον κόμη που τον είχε υποπτευθεί και τη Νίνα Αλεξάντροβνα
που ήταν τότε ανύπαντρη ακόμα. Ο κόμης τον αγκάλιασε και τοιουτοτρόπως συνετελέσθη ο γάμος
του με τη Νίνα Αλεξάντροβνα και την άλλη κιόλας μέρα, μέσα στα καπνίζοντα ερείπια του σπιτιού,
βρήκαν την κασετίνα με τα χρήματα που ‘χαν χαθεί. Ήταν σιδερένια κασετίνα, αγγλικής κατασκευής
με μυστική κλειδαριά κι είχε πέσει κάτω απ’ το πάτωμα μες από κάποια χαραμάδα, έτσι που δεν το
πήρε κανένας είδηση και μονάχα χάρη σε κείνη την πυρκαγιά ξαναβρέθηκε. Ψέμα απ’ άκρου εις
άκρον. Μα σαν άρχισε να λέει για τη Νίνα Αλεξάντροβνα, έβαλε τα κλάματα. Ευγενεστάτη δέσποινα
η Νίνα Αλεξάντροβνα παρ’ όλο που πνέει μένεα εναντίον μου.
— Δεν τη γνωρίζετε;
— Περίπου όχι, θα το ‘θελα όμως εξ’ όλης ψυχής, αν όχι για τίποτ’ άλλο, τουλάχιστο για να
δικαιολογηθώ απέναντί της. Η Νίνα Αλεξάντροβνα με κατηγορεί ότι δήθεν διαφθείρω τώρα το
σύζυγόν της με την οινοποσίαν. Εγώ όμως, όχι μονάχα δεν τον διαφθείρω μα θα ‘λεγα μάλλον ότι
τον περιορίζω δεν αποκλείεται να ‘μαι γω η αιτία που δεν κάνει παρέες που θα τον είχαν
καταστρέψει. Επιπλέον είναι και φίλος μου και γω σας ομολογώ πως τώρα πλέον δε θα τον
αφήσω—δηλαδή, όπου πάει αυτός θα πηγαίνω και γω γιατί αυτός είναι άνθρωπος που μονάχα αν
του δώσεις την καρδιά σου σ’ ακούει και σ’ εκτιμάει. Τώρα μάλιστα δεν πάει καθόλου στη λοχαγίνα
του, λαχταράει να τη δει, φορές‐φορές μάλιστα αναστενάζει όταν τη θυμάται, ιδιαίτερα κάθε πρωί,
όταν σηκώνεται και βάζει τα παπούτσια του, δεν ξέρω γιατί του συμβαίνει αυτό, εκείνη ειδικά τη
στιγμή. Το κακό είναι που δεν έχει χρήματα και δίχως χρήματα είναι αδύνατο να παρουσιαστεί στη
λοχαγίνα. Δε σας ζήτησε δανεικά, πολυσεβασμιότατε πρίγκηψ;
— Όχι, δε μου ζήτησε.
— Ντρέπεται. Ήταν έτοιμος να σας ζητήσει∙ μου τ’ ομολόγησε και μένα πως θέλει να σας ζητήσει,
είναι όμως ντροπαλός γιατί δεν πάει πολύς καιρός που τον εξυπηρετήσατε και υποθέτει επιπλέον
πως δε θα του δώσετε. Μου τα εξομολογήθηκε όλ’ αυτά σα φίλος του που είμαι.
— Και σεις, δεν του δίνετε χρήματα;
— Πρίγκηψ! Πολυσεβασμιότατε πρίγκηψ! Όχι μονάχα χρήματα, μα για τον άνθρωπο αυτόν, ούτως
ειπείν, και τη ζωή μου ακόμα… αλλά όχι, ωστόσο δε θέλω να λέω υπερβολές, όχι τη ζωή μου, μα αν
χρειαστεί, ούτως ειπείν, να υποφέρω προς χάριν του θέρμες, κανένα απόστημα ή και βήχα ακόμα,
είμαι έτοιμος να το υποστώ, σε περίπτωση φυσικά μεγάλης ανάγκης γιατί τον θεωρώ για μεγάλον
μεν, κατεστραμμένον όμως άνθρωπο! Μάλιστα∙ όχι μονάχα χρήματα!
— Ώστε λοιπόν του δίνετε χρήματα!
— Ω όχι∙ χρήματα δεν του έδωσα και το ξέρει κι ο ίδιος πως δε θα του δώσω ποτέ,—αυτό όμως,
αποκλειστικώς και μόνον επί τω σκοπώ της χαλιναγωγήσεώς του και του σωφρονισμού του. Τώρα
μου κόλλησε να ‘ρθει μαζί μου στην Πετρούπολη, γιατί πρέπει να ξέρετε πως πάω στην Πετρούπολη
για να βρω τον κύριο Φερντιστσένκο, όσο ακόμα τα ίχνη του είναι πρόσφατα, γιατί ξέρω θετικά πως
είναι κιόλας εκεί. Ο στρατηγός μου βράζει κυριολεκτικώς απ’ το θυμό του, υποπτεύομαι όμως πως
στην Πετρούπολη θα μου ξεγλιστρήσει για να επισκεφτεί τη λοχαγίνα του. Ομολογώ πως θα τον
αφήσω επίτηδες να φύγει από κοντά μου—συμφωνήσαμε, ξέρετε, από τώρα να χωρίσουμε μόλις
φτάσουμε στην Πετρούπολη και να τραβήξουμε προς διαφορετικάς κατευθύνσεις για να πιάσουμε
τον κύριο Φερντιστσένκο δια κυκλωτικής, ούτως ειπείν, κινήσεως. Όπου λοιπόν και γω θα τον
αφήσω κι ύστερα—ξαφνικά κι αναπάντεχα σα να πέφτει κεραμίδα στο κεφάλι του—θα τον πετύχω
στης λοχαγίνας, όχι για τίποτ’ άλλο μα για να τον ντροπιάσω σαν οικογενειάρχη άνθρωπο και σαν
άνθρωπο γενικώς.
— Μονάχα μην κάνετε φασαρία, Λέμπεντεβ, για όνομα του Θεού, μην κάνετε φασαρία,—πρόφερε ο
πρίγκιπας με μισή φωνή, φοβερά ταραγμένος.
— Ω, όχι, θα το κάνω μόνο και μόνο για να ντραπεί και για να δω τι μούτρα θα κάνει—διότι μπορεί
κανείς να βγάλει πολλά συμπεράσματα απ’ τη φυσιογνωμία, πολυσεβαστότατε πρίγκηψ, ιδιαίτερα
μάλιστα όταν έχει να κάνει μ’ έναν τέτοιον άνθρωπο! Αχ, πρίγκηψ! Μόλο που η συμφορά μου είναι
μεγάλη, δεν μπορώ να μην καταβάλλω φροντίδες ακόμα και τώρα προς χάριν του, δεν μπορώ να μη
φροντίσω να διορθώσω το ηθικόν του ποιόν. Έχω να σας ζητήσω μια μεγάλη χάρη,
πολυσεβαστότατε πρίγκηψ, ομολογώ μάλιστα ότι γι’ αυτό ήρθα: είστε κιόλας γνωστός της
οικογενείας του, ζήσατε μάλιστα στο σπίτι τους∙ αν λοιπόν, καλότατε πρίγκηψ, αν αποφασίζατε να
με βοηθήσετε σ’ αυτή την περίπτωση, όχι για τίποτ’ άλλο μα για το στρατηγό τον ίδιον και την
ευτυχία του…
Ο Λέμπεντεβ ένωσε και τα χέρια του ακόμα σα να ‘χε προσπέσει και να ικέτευε σ’ ένα εικονοστάσι.
— Πώς; Πώς να σας βοηθήσω; Να ‘στε σίγουρος πως επιθυμώ να σας καταλάβω εντελώς,
Λέμπεντεβ.
— Αν δεν είχα αυτή την πεποίθηση, δε θα ‘ρχόμουν να σας δω! Θα μπορούσαμε να ενεργήσουμε
μέσω της Νίνας Αλεξάντροβνας εποπτεύοντας και, ούτως ειπείν, παρακολουθώντας την εξοχότητά
του διαρκώς, εντός των κόλπων της οικογενείας του. Εγώ δυστυχώς δεν είμαι γνωστός… επιπλέον,
θα μπορούσε να βοηθήσει και ο Νικολάι Αρνταλιόνοβιτς που σας λατρεύει, ούτως ειπείν, με όλα τα
μύχια της εφηβικής του ψυχής..
— Ω, όχι… Ν’ ανακατέψουμε τη Νίνα Αλεξάντροβνα σ’ αυτή την υπόθεση… θεός φυλάξοι! Μα και
τον Κόλια… Εδώ που τα λέμε, μπορεί και να μη σας καταλαβαίνω ακόμα, Λέμπεντεβ.
— Μα δεν υπάρχει τίποτα να καταλάβετε!—αναπήδησε μάλιστα απ’ την καρέκλα του ο
Λέμπεντεβ—Το μόνο φάρμακο για τον άρρωστό μας είναι η λεπτότης και η τρυφερότης. Μου
επιτρέπετε, πρίγκηψ, να τον θεωρώ άρρωστο;
— Αυτό μάλιστα δείχνει πόσο λεπτός κι έξυπνος είστε.
— Θα σας το εξηγήσω μ’ ένα παράδειγμα, το οποίον έχω πάρει, δια το εναργέστερον του
πράγματος, από την πραγματικότητα. Βλέπετε τι άνθρωπος είναι: έχει μια αδυναμία γι’ αυτήν τη
λοχαγίνα, στην οποία δεν είναι δυνατό να παρουσιαστεί άνευ χρημάτων και εις της οποίας έχω
σήμερα σκοπό να τον πετύχω και να τον πιάσω, χάριν τη ιδίας του ευτυχίας∙ όμως, κι αν ακόμα
υποθέσουμε πως δεν είναι μονάχα η λοχαγίνα, κι αν ακόμα υποθέσουμε πως είχε κάνει ένα
πραγματικό έγκλημα—ε, ας πούμε κάποιαν ατιμότατη πράξη—παρ’ όλο που είναι εντελώς ανίκανος
για κάτι τέτοιο—και τότε ακόμη, σας λέω πως μονάχα με την ευγενική, ούτως ειπείν, λεπτότητα
μπορείς να τον κάνεις όπως θέλεις διότι πρόκειται περί λίαν ευαισθήτου ανθρώπου! Πιστέψτε με
πως ούτε πέντε μέρες δε θα μπορέσει να κρατήσει το μυστικό, θα του ξεφύγουν λόγια στις
κουβέντες, θα βάλει τα κλάματα και θα τα ομολογήσει όλα, ιδιαιτέρως μάλιστα αν ενεργήσει κανείς
επιδεξίως κι ευγενώς, μέσω της οικογενειακής και της δικής σας παρακολουθήσεως όλων, ούτως
ειπείν, των πράξεων και των βημάτων του… ω, φιλευσπλαχνότατε πρίγκηψ!—πετάχτηκε ο
Λέμπεντεβ με πραγματική έμπνευση:—Δεν επιμένω καθόλου πως είναι σίγουρα αυτός… Εγώ, ούτως
ειπείν, είμαι έτοιμος να χύσω όλο το αίμα μου προς χάριν του, αν και θα πρέπει να συμφωνήσετε
ότι το αχαλίνωτον των παθών, η οινοποσία κι η λοχαγίνα, κι όλ’ αυτά ομού λαμβανόμενα, ημπορούν
να σε σπρώξουν σε οτιδήποτε.
— Φυσικά, για έναν τέτοιο σκοπό είμαι πάντοτε έτοιμος να σας βοηθήσω,—είπε ο πρίγκιπας καθώς
σηκωνόταν, —μονάχα, σας ομολογώ, Λέμπεντεβ, πως βρίσκομαι σε τρομερή ταραχή∙ πέστε μου,
εσείς όμως ακόμα… με δυο λόγια, το είπατε κι ο ίδιος πως υποπτεύεστε τον κύριο Φερντιστσένκο.
— Μα και ποιον άλλον θα μπορούσα να υποπτευθώ; Ποιον άλλον, ειλικρινέστατε πρίγκηψ;—ένωσε
και πάλι τα χέρια του ο Λέμπεντεβ χαμογελώντας με κατάνυξη.
Ο πρίγκιπας σκυθρώπιασε και σηκώθηκε απ’ τη θέση του.
— Βλέπετε, Λουκιάν Τιμοφέιτς, θα ‘ταν τρομερό αν κάναμε λάθος. Αυτός ο Φερντιστσένκο… δε θα
‘θελα να πω κακό λόγο γι’ αυτόν, μα αυτός ο Φερντιστσένκο… δηλαδή ποιος ξέρει, μπορεί να ‘ναι κι
αυτός! Θέλω να πω πως ίσως να ‘ναι πραγμα τικά ικανότερος για κάτι τέτοιο απ’ όσο… απ’ όσο
κάνας άλλος.
Ο Λέμπεντεβ τέντωσε τα μάτια και τ’ αυτιά του.
— Βλέπετε,—μπερδευόταν κι έσμιγε όλο και περισσότερο τα φρύδια του ο πρίγκιπας, κόβοντας
βόλτες πάνω‐κάτω στη βεράντα και προσπαθώντας να μην κοιτάει τον Λέμπεντεβ—με
ειδοποίησαν… μου είπαν για τον κύριο Φερντιστσένκο πως τάχα, εκτός απ’ όλα τ’ άλλα είναι ένας
άνθρωπος που μπροστά του θα πρέπει κανείς να ‘ναι επιφυλακτικός και να προσέχει… τα λόγια του,
καταλαβαίνετε. Το λέω αυτό σαν ένα στοιχείο για το ότι ίσως να ‘ταν πραγματικά ικανότερος από
έναν άλλον… για να μην κάνουμε λάθος, αυτό είναι το σημαντικότερο, καταλαβαίνετε;
— Και ποιος σας έδωσε αυτή την πληροφορία για τον κύριο Φερντιστσένκο;—πετάχτηκε ο
Λέμπεντεβ.
— Έτσι, μου το ψιθύρισαν στ’ αυτί∙ εδώ που τα λέμε, ούτε γω ο ίδιος δεν το πιστεύω… λυπάμαι
φοβερά που αναγκάστηκα να σας το κάνω γνωστό, σας βεβαιώ πως ούτε γω δεν το πιστεύω.. . θα
‘ναι καμιά βλακεία… ουφ, τι ανοησία ήταν αυτή που έκανα!
— Βλέπετε, πρίγκηψ;—άρχισε κι έτρεμε σύγκορμος ο Λέμπεντεβ,—αυτό είναι σημαντικό, αυτό είναι
υπερβολικά σημαντικό τώρα, δηλαδή όχι σχετικά με τον κύριο Φερντιστσένκο μα σχετικά με τον
τρόπο που έφτασε ως τ’ αυτιά σας αυτή η πληροφορία. (Λέγοντάς τα, αυτά, ο Λέμπεντεβ έτρεχε
μπρος‐πίσω απ’ τον πρίγκιπα, φροντίζοντας να ‘χει το ίδιο βήμα μαζί του). Ιδού τι συμβαίνει,
πρίγκηψ, τώρα πλέον θα σας το κάνω γνωστό: πριν λίγη ώρα ο στρατηγός, όταν πηγαίναμε μαζί
στου Βίλκιν κι αφού μου είχε πει εκείνο το ανέκδοτο για την πυρκαγιά και, βράζοντας, εννοείται, απ’
το θυμό του, άρχισε να μου κάνει μερικούς παρόμοιους υπαινιγμούς για τον κύριο Φερντιστσένκο,
τόσο παράταιρους όμως και ασύνδετους που άθελά μου του έκανα μερικές ερωτήσεις και το
αποτέλεσμα ήταν να βεβαιωθώ πλήρως πως όλη αυτή η πληροφορία δεν είναι τίποτ’ άλλο από μια
έμπνευση της αυτού εξοχότητος… Δηλαδή, ούτως ειπείν, από απλή διαχυτικότητα. Διότι όταν
ψεύδεται αυτό γίνεται αποκλειστικώς επειδή δεν μπορεί να συγκρατήσει τον αισθηματισμό του. Και
τώρα καταδεχτείτε να προσέξετε: αν είπε ψέματα—και γω είμαι σίγουρος πως είπε—τότε κατά
ποίον τρόπον κατέστη δυνατόν να τ’ ακούσετε και σεις; Καταλάβετέ το, πρίγκηψ, όλ’ αυτά ήταν μία
έμπνευσις της στιγμής—μα τότε λοιπόν ποιος σας το ‘κανε γνωστό; Αυτό είναι σημαντικό και…
ούτως ειπείν…
— Μου το ‘πε τώρα μόλις ο Κόλια κι αυτουνού του το ‘πε ο πατέρας του που τον συνάντησε στις έξι
η ώρα, στο χαγιάτι, όταν βγήκε…
Κι ο πρίγκιπας του τα διηγήθηκε όλα με λεπτομέρειες.
— Αυτό μάλιστα, αυτό είναι που λένε ίχνος,—γέλαγε αθόρυβα ο Λέμπεντεβ τρίβοντας τα χέρια
του,—καλά το ‘λεγα εγώ! Αυτό σημαίνει πως η αυτού εξοχότης διέκοψε επίτηδες τον ύπνο του
δικαίου, κατά τις έξι, για να πάει να ξυπνήσει τον αγαπημένο του γιο και να του κάνει γνωστόν
πόσον επικίνδυνος είναι η γειτνίασις με τον κύριο Φερντιστσένκο! Τι επικίνδυνος θα πρέπει να ‘ναι
λοιπόν κατόπιν τούτου ο κύριος Φερντιστσένκο και τι μεγάλη η πατρική ανησυχία της αυτού
εξοχότητος, χε‐χε‐χε!
— Ακούστε, Λέμπεντεβ,—ο πρίγκιπας, τα ‘χε χάσει ολότελα—ακούστε, ενεργείστε αθόρυβα! Μην
κάνετε φασαρία! Σας παρακαλώ, Λέμπεντεβ, σας ικετεύω… Ορκίζομαι να σας βοηθήσω, μα να μην
το μάθει κανείς, να μην το μάθει κανείς!
— Να είστε σίγουρος, φιλευσπλαχνότατε, ειλικρινέστατε κι ευγενέστατε πρίγκηψ,—ξεφώνισε ο
Λέμπεντεβ μέσα σε αληθινή έμπνευση,—να είστε σίγουρος πως όλ’ αυτά θα ταφούν μέσα στην
ευγενέστατη καρδιά μου! Με αθόρυβα βήματα, μαζί οι δυο μας! Με αθόρυβα βήματα, μαζί! Εγώ
δε, ακόμα και το αίμα μου, ως την τελευταία ρανίδα… Εκλαμπροτατίσιμε πρίγκηψ, είμαι ένας
τιποτένιος, τόσο στην ψυχή όσο και στο πνεύμα, ρωτείστε όμως τον πρώτο τυχόντα παλιάνθρωπο,
πολλώ μάλλον έναν άνθρωπο τιποτένιο, με ποιον προτιμάει να ‘χει δοσοληψίες, μ’ έναν όμοιό του
παλιάνθρωπο ή μ’ έναν λίαν ευγενέστατον άνθρωπο, σαν και σας, ειλικρινέστατε πρίγκηψ; Θα σας
απαντήσει πως προτιμάει τον λίαν ευγενέστατον άνθρωπο και σ’ αυτό ακριβώς έγκειται ο θρίαμβος
της αρετής! Χαίρετε, αξιότιμε πρίγκηψ! Με αθόρυβα βήματα… με αθόρυβα βήματα και… πάντα
μαζί.
X
Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΚΑΤΑΛΑΒΕ επιτέλους γιατί τον έπιανε σύγκρυο κάθε φορά που άγγιζε τα τρία κείνα
γράμματα και γιατί ανέβαλλε το διάβασμά τους ως το βράδυ. Όταν το πρωί τον πήρε βαρύς ο ύπνος
στο ντιβάνι, χωρίς να τολμήσει ακόμα ν’ ανοίξει κανέναν απ’ τους τρεις εκείνους φακέλους, είδε
πάλι ένα άσκημο όνειρο, είδε πάλι κείνη την «εγκληματία». Πάλι τον κοίταζε με δάκρυα που
λάμπανε στα μεγάλα της ματόκλαδα, πάλι τον φώναζε να την ακολουθήσει και πάλι ο πρίγκιπας
ξύπνησε, όπως και πριν στο πάρκο, διατηρώντας ακόμα βασανιστική την ανάμνηση του προσώπου
της. Για μια στιγμή σκέφτηκε να πάει αμέσως σπίτι της, δεν μπορούσε όμως∙ τέλος, σχεδόν
απελπισμένος, άνοιξε τα γράμματα κι άρχισε να διαβάζει.
Και τα γράμματα μοιάζανε κι αυτά με όνειρο. Είναι φορές που βλέπει κανείς παράξενα όνειρα,
απίθανα κι αφύσικα∙ όταν ξυπνήσετε, τα θυμόσαστε καθαρά κι απορείτε με την παραδοξότητά
τους∙ θυμόσαστε πριν απ’ όλα πως το λογικό σας λειτουργούσε κανονικά σ’ όλη τη διάρκεια του
ονείρου, θυμόσαστε μάλιστα πως ενεργούσατε με πολλή πονηριά και λογική όλη κείνη την
ατέλειωτη ώρα που σας τριγύριζαν οι δολοφόνοι, που προσπαθούσαν να σας ξεγελάσουν, που
κρύβανε τις προθέσεις τους και σας φέρνονταν φιλικά, τη στιγμή που είχαν έτοιμο κιόλας το όπλο
και το μόνο που περίμεναν ήταν κάποιο σύνθημα∙ θυμόσαστε με πόση πονηριά τα καταφέρατε και
τους ξεγελάσατε τέλος και κρυφτήκατε∙ ύστερα καταλάβατε πως εκείνοι ξέρουν ως την τελευταία
λεπτομέρεια την απάτη σας, δεν το δείχνουν όμως πως ξέρουν πού έχετε κρυφτεί∙ εσείς όμως
κάνατε κι άλλη πονηριά και τους ξαναγελάσατε, όλ’ αυτά τα θυμόσαστε καθαρά. Μα πώς έγινε
λοιπόν κι η λογική σας μπόρεσε κείνη την ίδια στιγμή να συνθηκολογήσει μ’ όλους αυτούς τους
ολοφάνερους παραλογισμούς και τις απιθανότητες που μ’ αυτά ήταν παραγεμισμένο τ’ όνειρό σας;
Ένας απ’ τους δολοφόνους σας, εκεί μπροστά στα μάτια σας, μεταμορφώθηκε σε γυναίκα κι από
γυναίκα σ’ ένα μικρό, πονηρό σιχαμερό νάνο, και σεις όλ’ αυτά τα παραδεχτήκατε αμέσως σαν
πραγματικό γεγονός, δίχως σχεδόν την παραμικρή απορία και μάλιστα, τη στιγμή ακριβώς που απ’
την άλλη μεριά το λογικό σας βρισκόταν σε υπερένταση κι ενεργούσε με αφάνταστη δύναμη,
πονηριά, εφευρετικότητα και λογική. Ακόμα, ποιος ο λόγος που όταν ξυπνάτε και μπαίνετε πια
εντελώς στην πραγματικότητα να νιώθετε σχεδόν κάθε φορά, ώρες‐ώρες μάλιστα με μιαν
εξαιρετική ενάργεια, πως αφήνετε μαζί με τ’ όνειρο κάποιο άλυτο για σας αίνιγμα; Χαμογελάτε
ειρωνικά με την ανοησία του ονείρου σας κι ωστόσο νιώθετε ταυτόχρονα πως στη συνύφανση
αυτών των παραλογισμών κρύβεται κάποια σκέψη, μια σκέψη όμως πραγματική, κάτι που ανήκει
στην πραγματική σας ζωή, κάτι που υπάρχει και πάντοτε υπήρχε στην καρδιά σας λες και τ’ όνειρό
σας σάς είπε κάτι καινούργιο, προφητικό, κάτι που σεις ο ίδιος το περιμένατε∙ η εντύπωσή σας είναι
έντονη: είναι χαρούμενη ή βασανιστική, σε τι συνίσταται όμως, τι σας είπε τ’ όνειρο, όλ’ αυτά δεν
μπορείτε ούτε να τα καταλάβετε, ούτε να τα θυμηθείτε.
Το ίδιο πάνω‐κάτω συνέβη κι ύστερα από κείνα τα γράμματα. Μα και πριν τ’ ανοίξει ακόμα, ο
πρίγκιπας ένιωσε πως μονάχα το γεγονός ότι υπήρχαν και μπόρεσαν να γραφτούν έμοιαζε μ’
εφιάλτη. Πώς τ’ αποφάσισε ε κ ε ί ν η να γράψει σ ‘ αυτήν ; αναρωτιόταν καθώς τριγύριζε το
βράδυ μονάχος (ώρες‐ώρες μάλιστα δε θυμόταν ούτε ο ίδιος πού βρισκόταν). Πώς μπόρεσε να
γράψει γ ι ‘ α υ τ ό τ ο ζ ή τ η μ α και πώς μπόρεσε να γεννηθεί μια τόσο τρελή σκέψη στο μυαλό
της; Κι όμως αυτή η σκέψη είχε πραγματοποιηθεί και το καταπληχτικότερο για τον πρίγκιπα ήταν ότι
όσο διάβαζε τα γράμματα, πίστευε σχεδόν κι ο ίδιος στην πιθανότητα και στη δικαίωση ακόμα
αυτής της σκέψης. Ναι, φυσικά, όλ’ αυτά ήταν όνειρο, εφιάλτης και τρέλα∙ υπήρχε όμως
ταυτόχρονα και κάτι που ήταν βασανιστικά πραγματικό και τυραννικά δίκαιο, κάτι που δικαίωνε και
τ’ όνειρο και τον εφιάλτη και την τρέλα. Κάμποσες ώρες συνέχεια, λες και παραμιλούσε μ’ αυτά που
είχε διαβάσει θυμόταν κάθε λίγο διάφορα αποσπάσματα, σταματούσε και τα συλλογιζόταν. Ήταν
μάλιστα φορές που ένιωθε την επιθυμία να πει στον εαυτό του πως όλ’ αυτά τα ‘χε προαισθανθεί
και τα ‘χε προμαντέψει από πριν. Του φαινόταν μάλιστα πως όλ’ αυτά σάμπως να τα ‘χε διαβάσει
εδώ και πολύν καιρό, και πως όλα όσα τον έκαναν και μελαγχολούσε από τότε, όλα όσα τον έκαναν
να βασανίζεται κι όλα όσα φοβόταν—όλ’ αυτά βρίσκονταν σ’ αυτά τα γράμματα που τα ‘χε
διαβασμένα προπολλού.
«Όταν θ’ ανοίξετε τούτο το γράμμα (έτσι άρχιζε το πρώτο) κοιτάξτε πρώτα απ’ όλα την υπογραφή. Η
υπογραφή θα σας τα πει και θα σας τα εξηγήσει όλα, έτσι που εγώ πια δε θα χρειαστεί να
δικαιολογηθώ και να σας εξηγήσω τίποτα. Αν ήμουν έστω κι ελάχιστα ίση σας, θα μπορούσατε ίσως
να προσβληθείτε με την τόση αναίδειά μου∙ μα ποια είμαι γω και ποια είστε σεις; Είμαστε δυο άκρα
αντίθετα και γω είμαι τόσο έξω απ’ τη σειρά σας ώστε και να το ‘θελα ακόμα δε θα μπορούσα με
κανέναν τρόπο να σας προσβάλω».
Πιο κάτω, σ’ ένα άλλο σημείο, έγραφε:
«Μη θεωρήσετε τα λόγια μου παθολογικό ενθουσιασμό ενός άρρωστου μυαλού και πιστέψτε με
πως για μένα είστε η τελειότητα! Σας έχω δει, σας βλέπω κάθε μέρα. Δε σας κρίνω∙ δεν κατέληξα
ύστερα από λογική σκέψη πως είστε η τελειότητα∙ απλώς, το πίστεψα. Όμως, έχω να σας
εξομολογηθώ και μιαν αμαρτία μου: Σας αγαπώ. Ενώ φυσικά, την τελειότητα δεν είναι δυνατό να
την αγαπάς την τελειότητα μπορείς μονάχα να την κοιτάς σαν τελειότητα, έτσι δεν είναι; Κι ωστόσο
εγώ είμαι ερωτευμένη μαζί σας. Μόλο που η αγάπη εξισώνει τους ανθρώπους, μην ανησυχείτε
ωστόσο, δε σας θεώρησα ίση μου, ούτε καν στην πιο μύχια σκέψη μου. Σας έγραψα: «μην
ανησυχείτε». Μα είναι ποτέ δυνατόν ν’ ανησυχήσετε; Αν ήταν ποτέ δυνατό, θα φιλούσα τα ίχνη των
ποδιών σας. Ω, δεν πάω να εξισωθώ μαζί σας… κοιτάξτε την υπογραφή, κοιτάξτε το γρηγορότερο
την υπογραφή!»
«Παρατηρώ ωστόσο (έγραφε σ’ άλλο γράμμα) πως πάω να σας ενώσω μαζί του και δε σας ρώτησα
ούτε μια φορά αν τον αγαπάτε. Αυτός σας αγάπησε απ’ την πρώτη φορά που σας είδε. Σας θυμόταν
κι έλεγε πως είστε το «φως» είναι τα ίδια του τα λόγια, τ’ άκουσα απ’ το στόμα του. Μα και χωρίς να
μου το πει, το ‘χα καταλάβει πως είστε γι’ αυτόν το φως. Έζησα κοντά του έναν ολόκληρο μήνα και
κατάλαβα τότε πως και σεις τον αγαπάτε εσείς και κείνος είστε για μένα ένα και το αυτό».
«Τι είναι αυτό; (γράφει ακόμα). Χτες πέρασα μπροστά σας και σεις σα να κοκκινίσατε; Αδύνατο∙ θα
μου φάνηκε. Κι αν ακόμα σας έφερνε κανείς στο πιο βρομερό καταγώγιο και σας έδειχνε ολόγυμνη
τη διαφθορά, εσείς είμαι σίγουρη, δε θα κοκκινίζατε∙ εσείς είναι αδύνατο ν’ αγαναχτήσετε εξαιτίας
μιας προσβολής. Μπορεί να σιχαίνεστε όλους τους πρόστυχους και τους τιποτένιους όχι όμως για
σας, μα για τους άλλους, για κείνους που οι πρόστυχοι προσβάλλουν. Εσάς όμως κανένας δεν
μπορεί να σας προσβάλει. Ξέρετε, μου φαίνεται πως και μένα ακόμα μ’ αγαπάτε. Για μένα είστε το
ίδιο που είστε και για κείνον: ένα φωτεινό πνεύμα∙ ένας άγγελος δεν μπορεί να μισεί, και δεν
μπορεί να μην αγαπά. Μπορεί τάχα ν’ αγαπά κανείς όλους τους ανθρώπους, όλους τους πλησίον
του; Το ‘χω συχνά αναρωτηθεί. Και βέβαια όχι, είναι μάλιστα αφύσικο. Στην αόριστη αγάπη για την
ανθρωπότητα αγαπάς σχεδόν πάντα μονάχα τον εαυτό σου. Όμως, αν είναι αδύνατο για μας, για
σας το πράγμα αλλάζει: πώς θα μπορούσε να υπάρξει κάποιος που να μην τον αγαπάτε τη στιγμή
που δεν μπορείτε να συγκρίνετε με κανέναν τον εαυτό σας κι όταν είστε ανώτερη από κάθε
προσβολή, ανώτερη από κάθε προσωπική αγανάχτηση; Εσείς, μονάχα εσείς μπορείτε ν’ αγαπάτε
δίχως εγωισμό, εσείς μονάχα μπορείτε ν’ αγαπάτε όχι για τον εαυτό σας μα για κείνον που αγαπάτε.
Ω, πόσο θα πικραινόμουν αν μάθαινα πως νιώθετε εξαιτίας μου ντροπή ή θυμό! Αυτό θα ‘ταν η
καταστροφή σας: θα γινόσασταν στη στιγμή όμοια με μένα…
«Χτες, γυρίζοντας σπίτι μετά που σας είδα, φαντάστηκα έναν πίνακα. Το Χριστό τον φτιάχνουν οι
ζωγράφοι σύμφωνα με το Ευαγγέλιο∙ εγώ θα Τον παράσταινα αλλιώς: θα Τον ζωγράφιζα, μονάχο
Του—γιατί υπήρχαν βέβαια στιγμές που Τον άφηναν μονάχο Του οι μαθητές Του. Θ’ άφηνα μαζί
Του μονάχα ένα μικρό παιδί. Το παιδί παίζει δίπλα Του∙ ίσως να Του διηγόταν τίποτα στην
παιδιάστικη γλώσσα του, ο Χριστός το άκουγε, τώρα όμως έχει πέσει σε συλλογή. Το χέρι Του
απόμεινε ξεχασμένο πάνω στο φωτεινό κεφαλάκι του παιδιού. Κοιτάζει πέρα μακριά στον ορίζοντα∙
μια τεράστια σκέψη, σαν τον κόσμο ολάκερο, εφησυχάζει στο βλέμμα Του το πρόσωπό Του είναι
μελαγχολικό. Το μικρό παιδί σώπασε, ακούμπησε στο γόνατό Του κι ακουμπώντας το κεφάλι στο
χεράκι του Τον κοιτάζει συλλογισμένα, όπως βυθίζονται καμιά φορά σε συλλογή τα παιδιά. Ο ήλιος
βασιλεύει… Να ο πίνακάς μου! Είστε αθώα και στην αθωότητά σας βρίσκεται όλη σας η τελειότητα.
Ω, να θυμάστε μονάχα αυτό! Τι σας νοιάζει εσάς για το πάθος που έχω για σας; Τώρα πια είστε δική
μου, σ’ όλη μου τη ζωή θα ‘μαι δίπλα σας… Δε θ’ αργήσω να πεθάνω».
— Τέλος, στο τελευταίο γράμμα έλεγε: «Για όνομα του Θεού, μη βάζετε κακό με το νου σας για
μένα∙ μη νομίζετε ακόμα πως ταπεινώνομαι γράφοντας έτσι που σας γράφω ή πως ανήκω στα
πλάσματα εκείνα που νιώθουν αγαλλίαση όταν αυτοταπεινώνονται έστω κι από περηφάνεια. Όχι,
εγώ έχω τη δική μου παρηγοριά∙ μου είναι όμως δύσκολο να σας εξηγήσω. Θα μου ήταν δύσκολο να
το πω καθαρά και στον εαυτό μου ακόμα, παρ’ όλο που βασανίζομαι μ’ αυτό. Ξέρω όμως πως δεν
μπορώ να ταπεινώσω τον εαυτό μου έστω κι από υπερβολική περηφάνεια. Και για αυτοταπείνωση
από αγνότητα καρδιάς δεν είμαι ικανή. Ώστε λοιπόν, δεν ταπεινώνομαι καθόλου.
«Γιατί θέλω να σας ενώσω; Για σας ή για μένα; Για μένα φυσικά, σ’ αυτό βρίσκεται η λύτρωσή μου…
Άκουσα πως η αδερφή σας η Αδελαΐδα είπε τότε για τη φωτογραφία μου πως με μια τέτοια
ομορφιά μπορεί κανείς ν’ αναποδογυρίσει τον κόσμο. Εγώ όμως απαρνήθηκα τον κόσμο∙ σας
φαίνεται αστείο να τ’ ακούτε αυτό από μένα τη στιγμή που με συναντάτε βουτηγμένη στις νταντέλες
και στα διαμάντια, και να με συνοδεύουν μέθυσοι και παλιάνθρωποι; Μη δίνετε προσοχή σ’ όλ’
αυτά, εγώ έχω πάψει σχεδόν να υπάρχω και το ξέρω. Ένας Θεός ξέρει τι είναι αυτό που ζει μέσα μου
αντί για μένα. Το διαβάζω αυτό κάθε μέρα σε δυο τρομερά μάτια που με κοιτάζουν συνεχώς, ακόμα
και τότε που δεν είναι μπροστά μου. Αυτά τα μάτια τώρα σ ω π α ί ν ο υ ν , (πάντα σωπαίνουν), ξέρω
όμως το μυστικό τους. Το σπίτι του είναι σκυθρωπό, πληχτικό και μέσα εκεί είναι το μυστικό. Είμαι
σίγουρη πως έχει κρυμμένο στο συρτάρι ένα ξυράφι τυλιγμένο με μετάξι, όπως το ‘χε και κείνος ο
δολοφόνος της Μόσχας∙ ζούσε και κείνος στο ίδιο σπίτι με τη μητέρα του κι είχε και κείνος τυλίξει το
ξυράφι με μετάξι για να κόψει ένα λαιμό. Όλη την ώρα που ήμουνα σπίτι του, είχα συνεχώς την
εντύπωση πως κάπου εκεί, κάτω απ’ τα σανίδια του πατώματος, είναι ίσως ένα πτώμα κρυμμένο απ’
τον πατέρα του, από τότε ακόμα, κι είναι σκεπασμένο μ’ ένα μουσαμά, όπως και κείνο της Μόσχας
κι έχουν βάλει και γύρω του γυάλες με απολυμαντικό υγρό, θα μπορούσα μάλιστα να σας δείξω τη
γωνιά. Αυτός, όλη την ώρα σωπαίνει∙ ξέρω ωστόσο πως μ’ αγαπάει τόσο πολύ που είναι αδύνατο να
μη μ’ έχει μισήσει. Ο γάμος σας κι ο γάμος μας θα γίνουν την ίδια μέρα∙ έτσι τ’ ορίσαμε μαζί του.
Δεν έχω μυστικά απ’ αυτόν. Θα τον σκότωνα απ’ τον τρόμο μου, αυτός όμως θα προφτάσει να με
σκοτώσει πρώτος… έβαλε τα γέλια τώρα και λέει πως παραμιλάω∙ το ξέρει πως σας γράφω».
Κι είχαν πολλά, πολλά παρόμοια παραληρήματα αυτά τα γράμματα. Το ένα απ’ αυτά, το δεύτερο,
έπιανε δυο κόλλες διαγωνισμού, ψιλογραμμένες.
Ο πρίγκιπας βγήκε τέλος απ’ το σκοτεινό πάρκο όπου περιδιάβαζε πολλήν ώρα, όπως και χτες. Η
φωτεινή και διάφανη νύχτα τού φάνηκε πιο φωτεινή απ’ το συνηθισμένο∙ «απίστευτο τόσο νωρίς
είναι λοιπόν;» σκέφτηκε (είχε ξεχάσει να πάρει μαζί του το ρολόι του). Σα να του φάνηκε πως
άκουσε από κάπου μιαν απόμακρη μουσική «στο σταθμό θα ‘ναι» ξανασκέφτηκε, «σίγουρα δε θα
‘χουν πάει κει πέρα απόψε». Σαν το συλλογίστηκε αυτό, είδε πως στέκεται μπροστά στη βίλα τους.
Το ‘ξερε πως στο τέλος θα βρισκόταν εδώ και, με σβησμένη καρδιά, ανέβηκε στη βεράντα. Κανένας
δεν ήρθε να τον υποδεχτεί, η βεράντα ήταν άδεια. Περίμενε λίγο κι άνοιξε την πόρτα του σαλονιού.
«Αυτή την πόρτα δεν την κλειδώνουν ποτέ», του πέρασε η σκέψη, μα και το σαλόνι ήταν άδειο και
σχεδόν ολότελα σκοτεινό. Σταμάτησε καταμεσής στο δωμάτιο αμήχανος. Ξάφνου άνοιξε μια πόρτα
και μπήκε η Αλεξάνδρα Ιβάνοβνα μ’ ένα κερί στο χέρι∙ βλέποντας τον πρίγκιπα, απόρησε και
σταμάτησε μπροστά του, σα να τον ρωτούσε τι θέλει. Ήταν φανερό πως περνούσε για να πάει σε
κάποιο άλλο δωμάτιο και δεν περίμενε καθόλου πως θα συναντούσε επισκέψεις.
— Πώς βρεθήκατε εδώ;—πρόφερε τέλος.
— Εγώ… πέρασα…
— Η maman είναι λίγο αδιάθετη, η Αγλαΐα επίσης. Η Αδελαΐδα ετοιμάζεται να πέσει για ύπνο, το
ίδιο και γω. Σήμερα μείναμε όλο το βράδυ μοναχές μας στο σπίτι. Ο μπαμπάς κι ο πρίγκιπας είναι
στην Πετρούπολη.
— Ήρθα… ήρθα να σας δω… τώρα…
— Ξέρετε τι ώρα είναι;
— Ο‐όχι….
— Δωδεκάμιση. Πάντα πλαγιάζουμε στη μία.
— Αχ, νόμιζα πως είναι… εννιάμιση.
— Μη στεναχωριέστε!—γέλασε αυτή.—Και γιατί δεν ήρθατε τ’ απόγευμα; Μπορεί και να σας
περίμεναν.
— Νόμιζα…—τραύλιζε ο πρίγκιπας φεύγοντας.
— Ορβουάρ! Αύριο έχει να γίνει γέλιο!
Ο πρίγκιπας τράβηξε το δρόμο που ‘κανε το γύρο του πάρκου πηγαίνοντας στη βίλα του. Η καρδιά
του χτυπούσε δυνατά, οι σκέψεις του μπερδεύονταν κι όλα γύρω του λες και μοιάζανε με όνειρο.
Και ξαφνικά όπως και πριν, όταν είχε ξυπνήσει και τις δυο φορές, εμφανίστηκε και τώρα μπροστά
του κείνο το ίδιο όραμα. Η ίδια κείνη γυναίκα βγήκε απ’ το πάρκο και στάθηκε μπροστά του, λες και
τον περίμενε εκεί. Ο πρίγκιπας ανατρίχιασε και σταμάτησε. Αυτή άρπαξε το χέρι του και το ‘σφιξε
δυνατά. «Όχι, αυτό δεν είναι όραμα!»
Και να που στεκόταν επιτέλους μπροστά του πρόσωπο με πρόσωπο, πρώτη φορά μετά το χωρισμό
τους∙ κάτι του ‘λεγε, αυτός όμως την κοίταζε σωπαίνοντας∙ η καρδιά του είχε ξεχειλίσει και τον
πονούσε. Ω, ποτέ πια δεν μπόρεσε να ξεχάσει αυτή τους τη συνάντηση και τη θυμόταν πάντα με τον
ίδιο πόνο. Αυτή γονάτισε μπροστά του, εκεί καταμεσής στο δρόμο, σαν σε έκσταση. Αυτός
πισωπάτησε τρομαγμένος κι αυτή πάσκιζε να ξαναπιάσει το χέρι του, για να το φιλήσει κι ακριβώς
όπως και πριν στο όνειρό του, τα δάκρυα λάμπανε τώρα στα μακριά της ματόκλαδα.
— Σήκω, σήκω!—έλεγε αυτός με τρομαγμένο ψίθυρο σηκώνοντάς την. —Σήκω γρήγορα!
— Είσαι ευτυχισμένος; Είσαι;—ρωτούσε εκείνη. —Μια λέξη πες μου μονάχα, είσαι ευτυχισμένος
τώρα; Σήμερα, τώρα; Ήσουνα σπίτι της. Τι είπε;
Δε σηκωνόταν, δεν τον άκουγε∙ ρωτούσε βιαστικά και βιαζόταν να μιλήσει, λες και την
κυνηγούσανε.
— Φεύγω αύριο όπως το πρόσταξες. Δε θα… Για τελευταία φορά σε βλέπω, πίστεψέ με, για
τελευταία φορά! Τώρα πια δε θα σε ξαναδώ ποτέ!
— Ησύχασε, σήκω!—πρόφερε αυτός απελπισμένος. Αυτή τον κοίταξε άπληστα, άρπαξε τα χέρια
του.
— Χαίρε!—του είπε τέλος, σηκώθηκε κι έφυγε γρήγορα από κοντά του, σχεδόν τρέχοντας. Ο
πρίγκιπας είδε πως βρέθηκε ξάφνου δίπλα της ο Ραγκόζιν, την άρπαξε απ’ το μπράτσο και
προχώρησαν.
— Περίμενε, πρίγκηψ, —φώναξε ο Ραγκόζιν, σε πέντε λεπτά θα γυρίσω.
Πραγματικά, σε πέντε λεπτά ξανάρθε∙ ο πρίγκιπας τον περίμενε στο ίδιο μέρος.
— Την έβαλα στην καρότσα,—είπε ο Ραγκόζιν. —Τ’ αμάξι περίμενε κει στη γωνιά απ’ τις δέκα. Το ‘χε
μαντέψει πως θα πέρναγες όλο το βράδυ στο σπίτι της άλλης. Αυτά που μου ‘γραψες, της τα έκανα
γνωστά κατά γράμμα. Δε θα ξαναγράψει πια σε κείνη την άλλη∙ μου το υποσχέθηκε∙ και, σύμφωνα
με την επιθυμία σου, θα φύγει αύριο κιόλας από δω. Θέλησε να σε δει για τελευταία φορά, μόλο
που εσύ της τ’ αρνήθηκες∙ σε περιμέναμε εδώ να σε δει σαν θα γύριζες σπίτι, να, κει, σε κείνο το
παγκάκι.
— Εκείνη σε πήρε μαζί της;
— Και τι έχει να κάνει;—έδειξε τα δόντια του ο Ραγκόζιν.
— Είδα αυτό που ήξερα. Μη δεν τα ‘χω διαβάσει τα γράμματα;
— Μα το λέει αλήθεια λοιπόν πως τα διάβαζες και συ;—ρώτησε ο πρίγκιπας σα να μην μπορούσε
να το πιστέψει.
— Αυτό έλειπε, να μην τα ‘χα διαβασμένα∙ το κάθε γράμμα μού το ‘δειχνε η ίδια∙ για το ξουράφι,
θυμάσαι; Χε‐χε!
— Τρελή!—φώναξε ο πρίγκιπας συστρέφοντας τα χέρια του.
— Ποιος ξέρει, μπορεί και να μην είναι,—πρόφερε σιγά ο Ραγκόζιν σα να μιλούσε στον εαυτό του.
Ο πρίγκιπας δεν απάντησε.
— Ε, γεια σου λοιπόν,—είπε ο Ραγκόζιν, —γιατί, βέβαια αύριο φεύγω και γω. Κοίτα μη σου είμαι
κακοθύμητος! Δε μου λες ωστόσο, αδερφέ μου, —πρόστεσε γυρίζοντας γρήγορα, —γιατί δεν της
απάντησες τίποτα; Είσαι ευτυχισμένος ή όχι;
— Όχι, όχι, όχι!—φώναξε ο πρίγκιπας μ’ αβάσταχτο πόνο.
— Αυτό έλειπε να ‘λεγες «ναι!»—γέλασε με κακία ο Ραγκόζιν κι έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω του.
Πηγή μυθιστορήματος: https://www.ebooks4greeks.gr/%ce%bf-%ce%b7%ce%bb%ce%b9%ce%b8%ce%b9%ce%bf%cf%83#google_vignette