Οικοδομή
Ψηλώνει το κενό απέναντι μου.
Λέω εδώ κι ώρα να πατήσω τα πόδια μου στο βέβαιο
Μετά κάπως ξεχνιέμαι σε ένα αύριο που λέω χθες.
Εφήμερο.
Το ξημέρωσα μεθοδικά.
Θα έπρεπε.
Επιρρεπές επίρρημα.
Θα έπρεπε λέω.
Σε κανέναν.
Και κουνάω πέρα δώθε ένα καρουζέλ
Ψηλό ψηλό που κόκκαλα δεν έχει.
Και μετά με μετανιώνω.
Πετάω τη φωνή μου στον τοίχο.
Πετάω τον τοίχο
Σε κάποιον σελιδοδείκτη.
Συν-θλίβω έναν κίτρινο σελιδοδείκτη στην πιο φθινοπωρινή στιγμή του.
Μου το `χουν ξαναπεί ότι δείχνω ολόκληρη.
Κρύβεται η πιο φθαρμένη διάθεση μου.
Της κρύβομαι εγώ.
Κι έτσι σκοντάφτω πάνω μου.
Απέχω ελάχιστα από κάτι
Που πέφτει από τα χέρια μου
Πέφτω από τα χέρια μου.
Έκπληκτη
Ακίνητη.
Αλληλογραφώ ζηλότυπα με την πόρτα.
Όσο είμαι εδώ
Δεν είμαι εκεί.
Κι αυτό το έχω αποκαλέσει νίκη.
Συντριπτική.
Όταν
Μία φορά έχασα το βήμα μου.
Ήταν μεσημέρι και με είχα αφήσει ν’ ανέβω πρώτη τη σκάλα
Κι είχα μείνει πίσω να με προσέχω.
Μην κάνω κάτι λογικό και θυμώσω στ’ αλήθεια
Με την έρημο που επιφυλάσσομαι να ονομάσω.
Κι όταν θυμώνω σηκώνομαι θύελλα και
Και τέλος των πάντων.
Εκεί.
Στον δρόμο.
Κρατούσα τα κλειδιά
Και
Στο άλλο μου χέρι
Ένα μικρό
Προ -αίσθημα.
Τα κλειδιά με σφίγγανε τρομαγμένα.
Κι ήταν ένα μπλε μπρελόκ
Μπλε σκοινί.
Λίγο σαν ενυδρείο.
Κάνω μία απρόσεκτη στροφή προς ένα δάκρυ που κράταγα στην τσέπη μου.
Και πέφτουμε.
Όλοι μας.
Εγώ.
Περπατούσα ήσυχα και κανείς δεν θα το μάντευε.
Κοιτούσα έναν άνθρωπο να ανακατεύει χώμα με νερό.
Έδειχνε να ξέρει τι κάνει.
Εκείνη τη στιγμή ξεκίνησα να κλαίω.
Τα κλειδιά με τραβούσαν από το χέρι.
Κι όπως είμαι απέναντι μου
Βλέπω να λιγοστεύω
Και κάνω κάθε μέρα την ίδια διαδρομή.
Αποφεύγοντας την.
Λέω να πατήσω γερά τα πόδια μου στο βέβαιο.