Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι: Ο ΗΛΙΘΙΟΣ

Ο ΗΛΙΘΙΟΣ του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι σε μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου

(Σελ. 20-40)

II
Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΙΒΑΝ Φιοντόροβιτς Επάντσιν στεκόταν μπροστά στο γραφείο του και κοίταζε με
μεγάλη περιέργεια τον πρίγκιπα που έμπαινε, έκανε μάλιστα δυο βήματα προς το μέρος του. Ο
πρίγκιπας πλησίασε και συστήθηκε.
— Έτσι λοιπόν—έκανε ο στρατηγός.—Και σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;
— Επείγουσα υπόθεση δεν έχω καμιά∙ ο σκοπός μου ήταν να γνωριστώ απλώς μαζί σας. Δεν θα
‘θελα να σας ανησυχήσω, γιατί δεν ξέρω ούτε ποια μέρα δέχεστε, ούτε τις συνήθειές σας. Έφτασα
όμως μόλις πριν λίγη ώρα απ’ το Εξωτερικό… ήρθα απ’ την Ελβετία.
Ο στρατηγός σα να χαμογέλασε ειρωνικά, το σκέφτηκε όμως και σοβάρεψε∙ ύστερα έμεινε για λίγο
ακόμα σκεφτικός, μισόκλεισε τα μάτια, περιεργάστηκε για μιαν ακόμα φορά τον επισκέπτη του απ’
την κορφή ως τα νύχια, ύστερα βιάστηκε να του δείξει μια καρέκλα, έκατσε κι ο ίδιος λίγο πλάγια
και γύρισε στον πρίγκιπα σα να περίμενε κάτι ανυπόμονα. Ο Γάνια στεκόταν μπροστά στη γωνιά του
γραφείου και τακτοποιούσε κάτι χαρτιά.
— Για γνωριμίες γενικώς, δε μου περισσεύει καιρός,—είπε ο στρατηγός,—όμως, μια και σεις φυσικά
θα ‘χετε το σκοπό σας, θα σας παρακαλούσα να…
— Αυτό ακριβώς προαισθανόμουν,—τον διέκοψε ο πρίγκιπας,—το ‘χα σκεφτεί πως το δίχως άλλο
θα δείτε στην επίσκεψή μου κάποιο συγκεκριμένο σκοπό. Όμως, μα το Θεό σας λέω, εκτός απ’ την
ευχαρίστηση να γνωριστώ μαζί σας δεν έχω κανέναν άλλο σκοπό.
— Φυσικά, είναι και για μένα εξαιρετική ευχαρίστηση, ωστόσο… δεν έχουμε πάντα καιρό ν’
απολαμβάνουμε τέτοιες ευχαριστήσεις, καμιά φορά, ξέρετε, υπάρχουν και υποθέσεις… Επιπλέον
μου είναι αδύνατο μέχρι στιγμής να δω τι το κοινό έχουμε… να διακρίνω το λόγο που…
— Λόγος ασφαλώς δεν υπάρχει, και φυσικά τα κοινά μεταξύ μας είναι ελάχιστα. Γιατί, αν είμαι
πρίγκιπας Μίσκιν κι η σύζυγός σας είναι απ’ τη γενιά μας, αυτό, εννοείται, δεν είναι λόγος. Αυτό δα
το καταλαβαίνω με το παραπάνω. Κι ωστόσο, αν τόλμησα τώρα να σας ενοχλήσω, ήταν γι’ αυτό
ακριβώς. Έχω πάνω από τέσσερα χρόνια που λείπω απ’ τη Ρωσία∙ μα και πριν που βρισκόμουν εδώ,
ήμουν σχεδόν τρελός! Και τότε δεν ήξερα τίποτα και τώρα ξέρω ακόμα λιγότερα. Έχω ανάγκη από
καλούς ανθρώπους. Έχω μάλιστα και κάτι που θέλω να κανονίσω και δεν ξέρω σε ποιον ν’
αποτανθώ. Όταν βρισκόμουν ακόμα στο Βερολίνο, σκέφτηκα: «είναι σχεδόν συγγενείς μου, θ’
αρχίσω απ’ αυτούς: μπορεί, πού ξέρεις;—μπορεί να χρειαστούμε ο ένας τον άλλον, αυτοί εμένα,
εγώ εκείνους—αν είναι καλοί άνθρωποι». Κι έχω ακουστά πως είστε καλοί άνθρωποι.
— Σας είμαι λίαν υπόχρεος,—απόρησε ο στρατηγός∙ επιτρέψτε μου να σας ρωτήσω: Πού
καταλύσατε;
— Προς το παρόν δεν κατέλυσα ακόμα πουθενά.
— Ώστε λοιπόν, απ’ το βαγόνι απευθείας σε μένα; Και… με τα μπαγκάζια σας;
— Όσο για μπαγκάζια, το μόνο που έχω είναι ένα μικρό μπογαλάκι με ασπρόρουχα και τίποτ’ άλλο∙
συνήθως το κρατάω στο χέρι. Δωμάτιο σε ξενοδοχείο προφταίνω να βρω και το βράδυ.
— Ώστε λοιπόν το ‘χετε ακόμα σκοπό να μείνετε στο ξενοδοχείο;
— Ω, ναι, φυσικά.
— Κρίνοντας απ’ τα λόγια σας, νόμισα πως ήρθατε απευθείας σε μένα.
— Αυτό θα μπορούσε να γίνει, μονάχα αν εσείς με καλούσατε. Ομολογώ ωστόσο πως δε θα ‘μενα κι
αν ακόμα είχα την πρόσκλησή σας, όχι για κανένα άλλο λόγο, μα έτσι… είναι βλέπετε ζήτημα
χαρακτήρος.
— Που σημαίνει δηλαδή… ευτυχώς που δε σας κάλεσα και δε σας καλώ. Επιτρέψτε μου ακόμα να
παρατηρήσω, πρίγκηψ, για να τα ξεκαθαρίσουμε όλα μια και καλή, αφού έφτασε ως εκεί η
κουβέντα, ότι αναφορικά με τη συγγένεια ανάμεσά μας ούτε λόγος δεν μπορεί να γίνει—μόλο που,
εννοείται, θα το θεωρούσα μεγάλη μου τιμή—και… συνεπώς…
— Και συνεπώς να σηκώνομαι και να φεύγω;—ανασηκώθηκε ο πρίγκιπας, γελώντας κάπως εύθυμα
μάλιστα, παρ’ όλο που φανερά η κατάστασή του ήταν πολύ δύσκολη.—Ε, λοιπόν, μα το Θεό,
στρατηγέ, μόλο που ουσιαστικά δεν ξέρω τίποτα ούτε απ’ τις εδώ συνήθειες ούτε και γενικά πώς
ζούνε εδώ πέρα οι άνθρωποι, ωστόσο, αυτό περίμενα ακριβώς πως θα συμβεί κι έλεγα πως το
δίχως άλλο εκεί θα καταλήγανε τα πράγματα με μας τους δυο—εκεί που καταλήξανε τώρα. Τι να
γίνει, μπορεί αυτό να ‘ναι το σωστό… Μα και τότε επίσης δε μου απαντήσατε στο γράμμα μου…. Ε,
χαίρετε λοιπόν και να με συγχωρείτε που σας ανησύχησα.
Το βλέμμα του πρίγκιπα ήταν τόσο τρυφερό εκείνη τη στιγμή και το χαμόγελό του τόσο καθαρό—
χωρίς την παραμικρότερη σκιά έστω και μιας συγκαλυμμένης δυσαρέσκειας—που ο στρατηγός
σταμάτησε και, κάπως ξαφνικά, κοίταξε με ολότελα διαφορετικό τρόπο τον επισκέπτη του. Όλη η
μεταβολή στο βλέμμα του έγινε μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο.
— Κι όμως, ξέρετε κάτι πρίγκηψ,—είπε μ’ ολότελα σχεδόν διαφορετική φωνή,—όπως και να ‘χει το
πράγμα, δε σας ξέρω, μα κι η Ελισαβέτα Προκόφιεβνα θα θελήσει ίσως να δει ένα συγγενή της…
Περιμένετε, αν θέλετε, αν φυσικά δεν είστε βιαστικός.
— Ω, δεν είμαι καθόλου βιαστικός∙ όλες οι ώρες είναι δικές μου (κι ο πρίγκιπας έβαλε αμέσως το
μαλακό, με το μεγάλο μπορ καπέλο του στο τραπέζι). Ομολογώ πως αυτό ακριβώς υπολόγιζα∙ έλεγα
δηλαδή πως ίσως η Ελιζαβέτα Προκόφιεβνα το θυμηθεί πως της είχα γράψει. Πριν από λίγο ο
υπηρέτης σας, όταν περίμενα στο χολ, είχε την υποψία πως ήρθα να σας ζητήσω οικονομική
ενίσχυση∙ αυτό το πρόσεξα∙ και σεις, καθώς φαίνεται, έχετε δώσει αυστηρές οδηγίες αναφορικά μ’
αυτό το ζήτημα∙ όμως εγώ, σας βεβαιώ, δεν ήρθα γι’ αυτό, σας βεβαιώ πως ο μόνος μου σκοπός
ήταν να σχετιστώ με ανθρώπους. Και μόνο που μου περνάει η σκέψη πως σας απασχολώ ενώ έχετε
εργασία κι αυτό με ανησυχεί.
— Ακούστε, πρίγκηψ,—είπε ο στρατηγός χαμογελώντας εύθυμα,—αν είστε πραγματικά όπως
φαίνεστε, τότε νομίζω πως θα ‘ναι μάλλον ευχάριστο να γνωριστεί κανείς μαζί σας∙ μόνο που,
βλέπετε, είμαι άνθρωπος πολυάσχολος και τώρα αμέσως έχω να κοιτάξω ορισμένα χαρτιά, άλλα να
υπογράψω κι ύστερα θα ξεκινήσω να πάω στην Αυτού Εκλαμπρότητα, κι ύστερα στην υπηρεσία μου
και το αποτέλεσμα είναι ότι… μόλο που χαίρομαι να κάνω παρέα μ’ ανθρώπους… με καλούς
ανθρώπους δηλαδή… μα… Εδώ που τα λέμε, είμαι απολύτως σίγουρος πως έχετε πάρει την
καλύτερη ανατροφή, ώστε… Και πόσων χρονών είστε, πρίγκηψ;
— Είκοσι έξι.
— Μπα! Και γω σας έκανα για πολύ νεότερο.
— Ναι, λένε πως το πρόσωπό μου είναι νεανικό. Όσο για την ενόχληση… θα μάθω να μη σας ενοχλώ
και γρήγορα θα καταλάβω, γιατί και μένα του ίδιου δε μ’ αρέσει καθόλου να γίνομαι ενοχλητικός…
Και τέλος, μου φαίνεται πως είμαστε τόσο διαφορετικοί άνθρωποι εκ πρώτης όψεως… και τα αίτια
είναι πολλά… τόσο που ίσως‐ίσως να μην μπορούμε να ‘χουμε πολλά κοινά σημεία, όμως ξέρετε,
εγώ πρώτος δεν πιστεύω σ’ αυτή την τελευταία σκέψη γιατί πολύ συχνά συμβαίνει να φαίνεται
μονάχα πως είναι έτσι, πως δηλαδή δεν υπάρχουν κοινά σημεία, κι όμως αυτά υπάρχουν κι είναι
μάλιστα πολλά… αυτό συμβαίνει εξαιτίας της ανθρώπινης τεμπελιάς, γιατί τους αρέσει να χωρίζουν
μηχανικά τους ανθρώπους σε κατηγορίες και δεν μπορούν να βρουν τίποτα κοινό… Σα να μου
φαίνεται όμως πως… ίσως άρχισα να λέω πληκτικά πράγματα; Μου φάνηκε πως εσείς, σάμπως να…
— Μια ερώτηση: Έχετε έστω και καμιά μικρή περιουσία; Ή, ίσως σκοπεύετε ν’ ασχοληθείτε με καμιά
εργασία; Με συγχωρείτε που σας…
— Μα τι λέτε, εγώ την ερώτησή σας την εκτιμώ ιδιαίτερα και την καταλαβαίνω. Προς το παρόν δεν
έχω καμιά περιουσία και καμιά ασχολία, προς το παρόν, κι όμως θα ‘πρεπε. Όσο για χρήματα, είχα
ξένα: μου ‘δωσε ο Σνάιντερ, ο καθηγητής μου που με κουράριζε και με σπούδασε στην Ελβετία, μου
‘δωσε για το ταξίδι και μου ‘δωσε τόσα που να μου φτάσουν ίσα‐ίσα, έτσι που τώρα λόγου χάρη
μου ‘χουν μείνει μερικά καπίκια όλα‐όλα. Είναι αλήθεια πως κάτι σκέφτομαι να κάνω κι έχω ανάγκη
από συμβουλή, μα…
— Πέστε μου, με τι σκοπεύετε λοιπόν να ζήσετε στο μεταξύ και ποιες ήταν οι προθέσεις σας;—τον
διέκοψε ο στρατηγός.
— Θα ‘θελα κατά κάποιον τρόπο να εργαστώ…
— Ω, μα εσείς είστε φιλόσοφος∙ εδώ που τα λέμε… ξέρετε να ‘χετε κανένα ταλέντο, ικανότητες,
έστω και λίγες, δηλαδή θέλω να πω, από εκείνες που θα μπορούσαν να σας προσπορίσουν τα προς
το ζην; Και πάλι με συγχωρείτε που…
— Ω, δεν υπάρχει λόγος να μου ζητάτε συγνώμη. Όχι, νομίζω πως δεν έχω ούτε ταλέντο ούτε
ιδιαίτερες ικανότητες, απεναντίας μάλιστα, γιατί εγώ είμαι ένας άρρωστος άνθρωπος και δε
σπούδασα κανονικά. Όσον αφορά τα προς το ζην, μου φαίνεται πως…
Ο στρατηγός και πάλι τον διέκοψε κι άρχισε να του κάνει ερωτήσεις. Ο πρίγκιπας ξαναδιηγήθηκε
απ’ την αρχή τα όσα διηγηθήκαμε. Αποδείχτηκε πως ο στρατηγός είχε ακουστά το μακαρίτη τον
Παυλίστσεβ, τον ήξερε μάλιστα προσωπικά. Το γιατί ο Παυλίστσεβ ενδιαφερόταν για την ανατροφή
του, αυτό ούτε ο ίδιος ο πρίγκιπας δεν μπορούσε να το εξηγήσει—ωστόσο, το ενδιαφέρον του ίσως
να ξεκινούσε απλώς και μόνο απ’ το γεγονός ότι ήταν παλιός φίλος του μακαρίτη του πατέρα του. Ο
πρίγκιπας έμεινε ορφανός, από μικρό παιδί, όλα του τα χρόνια τα έζησε και μεγάλωσε στο χωριό
γιατί και για λόγους υγείας έπρεπε να μένει στην εξοχή. Ο Παυλίστσεβ τον εμπιστεύθηκε σε κάτι
γριές κτηματίες, συγγένισσές του∙ στην αρχή του πήραν μια γκουβερνάντα, ύστερα ένα παιδαγωγό∙
ο πρίγκιπας δήλωσε ανάμεσα στ’ άλλα πως παρ’ όλο που τα θυμάται όλα, λίγα πράγματα όμως θα
μπορούσε να εξηγήσει κατά τρόπο ικανοποιητικό γιατί σε πολλές περιπτώσεις πολλά του
διέφευγαν. Οι συχνές κρίσεις της αρρώστιας του τον κατάντησαν ολότελα σχεδόν ηλίθιο (ο
πρίγκιπας έτσι ακριβώς το είπε: ηλίθιο). Διηγήθηκε τελικά πως ο Παυλίστσεβ συναντήθηκε κάποτε
στο Βερολίνο με τον καθηγητή Σνάιντερ, έναν Ελβετό που ασχολείται μ’ αυτές ακριβώς τις
αρρώστιες, έχει ένα ίδρυμα στην Ελβετία στο καντόνι Βαλέ και θεραπεύει με δική του μέθοδο—με
ψυχρά ντους και γυμναστική, θεραπεύει τόσο την ηλιθιότητα όσο και την τρέλα και ταυτόχρονα
διδάσκει τους ασθενείς του και φροντίζει γενικά για την πνευματική τους ανάπτυξη∙ είπε ακόμα πως
ο Παυλίστσεβ τον έστειλε σ’ αυτόν τον καθηγητή στην Ελβετία εδώ και πέντε χρόνια πάνω‐κάτω κι ο
ίδιος πέθανε αναπάντεχα πριν δυο χρόνια, χωρίς να τον, θυμηθεί στη διαθήκη του∙ ο Σνάιντερ τον κράτησε κι εξακολούθησε να τον φροντίζει ως την αποθεραπεία του, κάνα δυο χρόνια ακόμα∙ δεν
τον έκανε εντελώς καλά, τον βοήθησε όμως πολύ, και η κατάστασή του καλυτέρευσε, και τέλος, με
τη θέληση του ίδιου του πρίγκιπα, ύστερα από ένα περιστατικό που μεσολάβησε, τον έστειλε τώρα
στη Ρωσία.
Ο στρατηγός απόρησε πολύ.
— Και δεν έχετε κανέναν στη Ρωσία, απολύτως κανέναν;— ρώτησε.
— Τώρα δεν έχω κανέναν, ελπίζω όμως ότι… εξάλλου έλαβα ένα γράμμα…
— Τουλάχιστον,—τον διέκοψε ο στρατηγός μη δίνοντας προσοχή στο γράμμα,—σπουδάσατε
τίποτα, και η αρρώστια σας δε θα σας εμποδίσει ν’ αναλάβετε καμιά θέση, καμιά εύκολη θέση,
λόγου χάρη, σε καμιά υπηρεσία;
— Ω, είμαι σίγουρος πως δε θα μ’ εμποδίσει. Και αναφορικά με τη θέση, θα το ‘θελα κι ο ίδιος πάρα
πολύ, γιατί θέλω να δω τι είμαι ικανός να κάνω. Όσο για σπουδές, έκανα τακτικά μαθήματα όλ’
αυτά τα τέσσερα χρόνια, αν κι όχι τόσο μεθοδικά, μα έτσι, καταλαβαίνετε, με το δικό του το
ιδιαίτερο σύστημα και μου δόθηκε η ευκαιρία να διαβάσω πάρα πολλά ρώσικα βιβλία.
— Ρώσικα βιβλία; Ώστε λοιπόν ξέρετε γράμματα, ξέρετε να γράφετε δίχως λάθη;
— Ω, δεν κάνω ποτέ μου λάθη.
— Περίφημα∙ κι ο γραφικός σας χαρακτήρας;
— Ο γραφικός μου χαρακτήρας είναι υπέροχος. Σ’ αυτό επάνω ίσως να ‘χω και ταλέντο∙ είμαι
καλλιγράφος με τα όλα μου. Δώστε μου, θα σας γράψω κάτι τώρα αμέσως για δείγμα,—είπε με
θέρμη ο πρίγκιπας.
— Κάντε μου τη χάρη. Είναι μάλιστα ότι πρέπει… Και μ’ αρέσει πολύ αυτή η προθυμία σας, πρίγκηψ∙
είστε, μα την αλήθεια, πολύ αξιαγάπητος.
— Μα έχετε τόσο υπέροχα σύνεργα γραφής, και πόσα μολύβια, πόσες πένες, τι χοντρό κι όμορφο
χαρτί… Και τι όμορφο που είναι το γραφείο σας! Να, αυτό το τοπίο το ξέρω: Είναι της Ελβετίας.
Είμαι σίγουρος πως ο ζωγράφος το ‘χει φτιάξει εκ του φυσικού κι είμαι σίγουρος πως αυτό το μέρος
το ‘χω δει∙ είναι στο καντόνι Ούρι…
— Δεν αποκλείεται, μόλο που τον πίνακα τον αγοράσαμε εδώ. Γάνια, δώστε στον πρίγκιπα χαρτί∙
ορίστε πένες και χαρτί, να, εδώ, σ’ αυτό το τραπεζάκι, καθίστε παρακαλώ. Τι είναι αυτό;— γύρισε ο
στρατηγός στο Γάνια που εκείνη τη στιγμή έβγαλε απ’ το χαρτοφύλακά του και του ‘δωσε μια
φωτογραφία σε μεγάλο σχήμα: —Μπα! Η Ναστάσια Φιλίπποβνα! Μόνη της, αυτή στο έστειλε;
Μόνη της;—ρώταγε ζωηρά και με μεγάλη περιέργεια το Γάνια.
— Τώρα μου την έδωσε, όταν πήγα να της ευχηθώ. Την είχα από καιρό ζητήσει. Δεν ξέρω, μήπως
είναι υπαινιγμός από μέρος της που πήγα με άδεια χέρια, χωρίς δώρο, μια τέτοια μέρα;— πρόστεσε
ο Γάνια με ένα δυσάρεστο χαμόγελο.
— Α, όχι,—τον διέκοψε με πεποίθηση ο στρατηγός,—τι κάθεσαι και βάζεις με το νου σου αλήθεια!
Βρήκες άνθρωπο να κάνει υπαινιγμούς… ούτε και είναι καθόλου ιδιοτελής. Κι εξάλλου με τι να της
πάρεις δώρο; Χρειάζονται χιλιάδες γι’ αυτή τη δουλειά! Μήπως θα της έδινες καμιά φωτογραφία σου; Αλήθεια μια και το ‘φερε η κουβέντα, δε σου ζήτησε ακόμα τη φωτογραφία σου;
— Όχι, δε μου τη ζήτησε ακόμα∙ μπορεί μάλιστα να μη μου τη ζητήσει ποτέ. Πιστεύω να μην
ξεχάσετε, Ιβάν Φιοντόροβιτς, την αποψινή εσπερίδα… σας έχουν στείλει ειδική πρόσκληση.
— Το θυμάμαι, και βέβαια το θυμάμαι και δε θα λείψω. Αυτό έλειψε να μην πάω, γενέθλια είναι
αυτά, γίνεται είκοσι πέντε χρονών! Χμ… Ξέρεις κάτι, Γάνια, άντε, ας είναι, θα στο πω, ετοιμάσου.
Υποσχέθηκε στον Αθανάσιο Ιβάνοβιτς και σε μένα πως σήμερα το βράδυ στη γιορτή της θα πει την
τελευταία λέξη: θα γίνει ή δε θα γίνει! Έχε το νου σου λοιπόν.
Ο Γάνια σάστισε ξαφνικά τόσο πολύ που χλόμιασε λιγάκι.
— Το είπε σοβαρά;—ρώτησε κι η φωνή του σάμπως να τρεμούλιασε.
— Προχτές μας έδωσε το λόγο της. Από εδώ την είχαμε, από κει την είχαμε, την πιέσαμε και την
αναγκάσαμε να μας το πει. Μονάχα που μας παρακάλεσε να μη σου το πούμε εσένα ως τα τότε.
Ο στρατηγός κοίταξε προσεκτικά το Γάνια. Το σάστισμα του Γάνια φαινόταν να μην του αρέσει.
— Μην ξεχνάτε, Ιβάν Φιοντόροβιτς,—είπε ταραγμένα και διστακτικά ο Γάνια,—πως αυτή μ’ άφησε
απολύτως ελεύθερο ν’ αποφασίσω ως τη στιγμή που θα πάρει η ίδια την απόφασή της, μα και τότε
ακόμα παραμένω ελεύθερος να κάνω όπως εγώ νομίζω…
— Ώστε λοιπόν εσύ…—εσύ λοιπόν…—τρόμαξε ξάφνου ο στρατηγός.
— Εγώ, τίποτα.
— Μα για σκέψου το καλά, τι πας να μας κάνεις; —Μα δεν αρνιέμαι. Ίσως να μην εκφράστηκα
καλά…
— Αυτό έλειπε τώρα, ν’ αρνηθείς!—πρόφερε φουρκισμένος ο στρατηγός και δε σκοτίστηκε καν να
κρύψει τη φούρκα του.— Εδώ, αδερφέ μου, το ζήτημα δεν είναι πως δεν αρνιέσαι, το ζήτημα είναι η
προθυμία σου, η ευχαρίστησή σου κι η χαρά που θα δείξεις ακούγοντας τα λόγια της… Τι γίνεται
σπίτι σου;
— Τι να γίνεται; Στο σπίτι όλα είναι του χεριού μου, μονάχα ο πατέρας μου ατακτεί όπως συνήθως,
όμως αυτός πια έχει καταντήσει άνω ποταμών. Έπαψα να του μιλάω, του ‘χω σφίξει ωστόσο τα
λουριά και, μα την αλήθεια, αν δεν ήταν η μητέρα θα του ‘δειχνα την πόρτα. Η μητέρα, φυσικά,
μέρα‐νύχτα κλαίει∙ η αδερφή μου έχει γίνει θηρίο, εγώ όμως τους είπα τελικά πως έχω κάθε
δικαίωμα να διαλέξω το δρόμο μου, και στο σπίτι θέλω να με… υπακούουν. Στην αδερφή μου
τουλάχιστον τα είπα όλ’ αυτά χωρίς περιστροφές κι ήταν κι η μητέρα μπροστά.
— Όσο για μένα, αδερφέ μου, εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω,—παρατήρησε σκεφτικά ο
στρατηγός ανασηκώνοντας τους ώμους και μισανοίγοντας τα χέρια του.—Ακόμα κι η Νίνα
Αλεξάντροβνα, τότε τις προάλλες που ‘χε έρθει,—θυμάσαι;—στέναζε κι ήταν όλο αχ και βαχ: «Τι
κάνεις έτσι;» τη ρωτάω. Το συμπέρασμα είναι πως τα βλέπουν όλ’ αυτά σαν α τ ί μ ω σ η . Μα
επιτρέψτε μου να ρωτήσω πού βρίσκεται η ατίμωση; Ποιος μπορεί να κατηγορήσει τη Ναστάσια
Φιλίπποβνα έστω και για το παραμικρό, ή να πει έστω και το τόσο δα γι’ αυτήν; Είναι ποτέ δυνατό
να τους πειράζει που ζούσε με τον Τότσκη; Όμως κι αυτό ακόμα είναι επίσης ανοησία, ιδιαίτερα αν
πάρουμε υπ’ όψη μας τις γνωστές περιστάσεις!… «Εσείς, λέει, δε θα την αφήνατε να κάνει παρέα με
τις κόρες σας, ψέματα;» Ορίστε! Για κοίτα λογική! Αχ, Νίνα Αλεξάντροβνα! Όχι, για σκέψου το, πώς είναι δυνατό να μην καταλαβαίνει κανείς, να μην καταλαβαίνει…
— Τη θέση του;—έκανε ο Γάνια τον υποβολέα στο στρατηγό που δυσκολευόταν να βρει τα λόγια
του.—Την καταλαβαίνει. Μη θυμώνετε μαζί της. Εδώ που τα λέμε, εγώ από τότε κιόλας τους έτριξα
τα δόντια για να μην ανακατεύονται σε ξένες υποθέσεις. Ωστόσο, ως τώρα, το μόνο που κρατάει το
σπίτι μας είναι που δεν ειπώθηκε ακόμα η τελευταία λέξη∙ άμα ειπωθεί, τότε είναι που θα ξεσπάσει
η θύελλα. Αν ειπωθεί σήμερα η τελευταία λέξη, όλα θα πάρουν ένα τέλος.
Ο πρίγκιπας άκουσε όλην αυτή τη συζήτηση καθισμένος στη γωνιά και γράφοντας το καλλιγραφικό
του δείγμα. Τέλειωσε, πλησίασε στο τραπέζι κι έδωσε το χαρτί.
— Ώστε αυτή είναι η Ναστάσια Φιλίπποβνα;—πρόφερε κοιτάζοντας προσεκτικά και περίεργα τη
φωτογραφία.—Καταπληκτικά όμορφη!—πρόσθεσε αμέσως με θέρμη. Πραγματικά, η φωτογραφία
έδειχνε μια γυναίκα ασυνήθιστης ομορφιάς. Την είχαν φωτογραφίσει μ’ ένα μαύρο μεταξωτό
φόρεμα, εξαιρετικά απλό και κομψό. Τα μαλλιά, που φαίνεται θα ‘ταν σκουρόξανθα, ήταν
χτενισμένα απλά, όπως θα τα ‘χε σπίτι της∙ τα μάτια σκούρα, βαθιά, το μέτωπο στοχαστικό∙ η
έκφραση του προσώπου όλο πάθος και σάμπως υπεροπτική. Ήταν κάπως αδύνατη στο πρόσωπο,
μπορεί μάλιστα να ‘ταν και χλομή… Ο Γάνια κι ο στρατηγός κοίταξαν κατάπληκτοι τον πρίγκηπα…
— Πώς; Ναστάσια Φιλίπποβνα είπατε; Ώστε την ξέρετε κιόλας τη Ναστάσια Φιλίπποβνα;—ρώτησε ο
στρατηγός.
— Ναι, είμαι ένα εικοστετράωρο όλο κι όλο στη Ρωσία, μια τέτοια πεντάμορφη όμως την ξέρω,—
απάντησε ο πρίγκιπας και τους διηγήθηκε αμέσως τη συνάντησή του με το Ραγκόζιν και τα όσα του
‘χε πει.
— Άλλο πάλι και τούτο!—ταράχτηκε ξανά ο στρατηγός αφού άκουσε με πολλή προσοχή τη διήγηση
του πρίγκιπα και κοίταξε εξεταστικά το Γάνια.
— Το πιθανότερο απ’ όλα είναι πως πρόκειται απλώς γι’ ασχημοσύνες ενός γιου εμπόρου, που το
‘χει ρίξει έξω,—ψέλλισε ο Γάνια που τα ‘χε κι αυτός αρκετά χαμένα.—Κάτι έχω κιόλας ακουστά γι’
αυτόν.
— Μα και γω, αδερφέ μου, κάτι έχω ακουστά,—βιάστηκε να πει ο στρατηγός.—Αμέσως τότε μετά
τα σκουλαρίκια η Ναστάσια Φιλίπποβνα μας διηγήθηκε όλο το ανέκδοτο. Το σημαντικό στην
υπόθεση όμως είναι άλλο τώρα πια. Μπορεί πράγματι να υπάρχει το εκατομμύριο κι ένα πάθος,
ένα σιχαμερό πάθος, δε λέω, παρ’ όλα αυτά μυρίζει πάθος όλη η υπόθεση κι είναι βέβαια γνωστό
πως αυτοί οι κύριοι δε διστάζουν μπροστά σε τίποτα μέσα στη μέθη τους! Χε! Φοβάμαι μη συμβεί
κανένα σκάνδαλο!—συμπέρανε σκεφτικά ο στρατηγός.
— Το εκατομμύριο είναι που σας φοβίζει;—χασκογέλασε ο Γάνια.
— Και σένα; Δε σε φοβίζει βέβαια, ε;
— Πώς σας φάνηκε, πρίγκηψ;—γύρισε ξάφνου και του ‘πε ο Γάνια.—Λέτε να ‘ναι κάνας σοβαρός
άνθρωπος ή μήπως πρόκειται απλώς για κάνα χαμίνι; Ποια είναι η προσωπική σας γνώμη;
Του Γάνια του συνέβαινε κάτι εξαιρετικό όταν έκανε αυτή την ερώτηση. Λες και μια καινούργια,
αναπάντεχη ιδέα άρχισε να του φλογίζει το μυαλό κι έλαμψε ανυπόμονα στα μάτια του. Όσο για το
στρατηγό, που έδειχνε μιαν ανησυχία γεμάτη αφέλεια κι ειλικρίνεια, λοξοκοίταξε κι αυτός τον
πρίγκιπα, ήταν όμως σάμπως να μην περίμενε και πολλά πράγματα απ’ την απάντησή του.
— Δεν ξέρω τι να σας πω,—απάντησε ο πρίγκιπας,—μονάχα που μου φάνηκε πως έχει πολύ πάθος
και μάλιστα κάποιο άρρωστο πάθος. Μα κι ο ίδιος επίσης είναι σχεδόν άρρωστος. Δεν είναι
καθόλου απίθανο, τις πρώτες κιόλας μέρες που θα μείνει στην Πετρούπολη, να κρεβατωθεί ξανά, αν
μάλιστα το ρίξει στα γλέντια.
— Έτσι; Έτσι σας φάνηκε;—αρπάχτηκε ο στρατηγός απ’ αυτή τη σκέψη.
— Ναι, έτσι μου φάνηκε.
— Κι ωστόσο, αυτού του είδους τα επεισόδια μπορούν να συμβούν και μέσα σε λίγες μέρες, μα
ακόμα και τώρα, ως το βράδυ, κάτι μπορεί να συμβεί!—έκανε ειρωνικά ο Γάνια στο στρατηγό.
— Χμ! Και βέβαια… Δεν αποκλείεται… και τότε πια το παν θα εξαρτηθεί απ’ το πώς θα το πάρει
εκείνη,—είπε ο στρατηγός.
— Και ξέρετε βέβαια πόσο παράξενη είναι ώρες‐ώρες.
— Δηλαδή, τι ακριβώς θέλετε να πείτε;—αναταράχτηκε και πάλι ο στρατηγός που άρχιζε να
συγχύζεται πολύ.—Άκουσε, Γάνια, σε παρακαλώ… μην της πηγαίνεις πολύ κόντρα σήμερα και
προσπάθησε να… ξέρεις… να ‘σαι… με δυο λόγια, μην την κακοκαρδίσεις… Χμ! Γιατί στραβώνεις
έτσι το στόμα σου; Άκουσε, Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς, είναι νομίζω ώρα, είναι η πιο κατάλληλη ώρα
να σου πω ότι… γιατί νομίζεις δηλαδή πως φροντίζουμε; Θα το καταλαβαίνεις βέβαια πως εγώ,
αναφορικά με το δικό μου, το προσωπικό κέρδος που υπάρχει σ’ όλ’ αυτά, είμαι από καιρό
εξασφαλισμένος∙ όπως και να ‘ρθει το πράγμα, όφελος θα ‘χω. Ο Τότσκη πήρε αμετάκλητα την
απόφασή του, που θα πει πως και γω δεν έχω κανένα λόγο ν’ ανησυχώ. Ώστε λοιπόν, αν πασκίζω
τώρα για κάτι, είναι για το δικό σου συμφέρον και μόνο. Κρίνε μονάχος σου. Ή, μήπως δε μου ‘χεις
εμπιστοσύνη; Επιπλέον είσαι άνθρωπος… άνθρωπος… με δυο λόγια, είσαι έξυπνος άνθρωπος και
γω είχα στηρίξει τις ελπίδες μου σε σένα… Κι αυτό, στην προκειμένη περίπτωση, αυτό… αυτό…
— Αυτό είναι το κυριότερο,—συμπλήρωσε ο Γάνια, βοηθώντας και πάλι το στρατηγό που
δυσκολευόταν να βρει τα λόγια του, και σούφρωσε τα χείλη του σ’ ένα χαμόγελο που έσταζε
φαρμάκι και που μήτε ήθελε πια να το κρύψει. Κοίταζε με το φλογισμένο του βλέμμα ίσα κατάματα
το στρατηγό, κι ήταν μάλιστα σάμπως να το επιδίωκε να διαβάσει ο στρατηγός μες στο βλέμμα του
όλη του τη σκέψη. Ο στρατηγός κοκκίνισε και κόρωσε.
— Ε, ναι λοιπόν, το μυαλό είναι το κυριότερο!—βεβαίωσε κοιτάζοντας έντονα το Γάνια.—Μα την
αλήθεια, είσαι για γέλια, Γαβρίλα Αρνταλιόνιτς! Αρχίζω να διαβλέπω πως αυτός ο εμποράκος σου
ήρθε κουτί και χαίρεσαι σα να βρίσκεις μια διέξοδο. Όμως, εδώ ίσα‐ίσα είναι που θα ‘πρεπε να
βάλεις κάτω το μυαλό σου και να τα σκεφτείς όλ’ απ’ την αρχή∙ εδώ ίσα‐ίσα είναι που θα ‘πρεπε να
καταλάβεις και… και να φερθείς και προς τις δύο μεριές ντόμπρα και τίμια, αλλιώς… να μας
προειδοποιήσεις έγκαιρα, για να μην εκθέσεις άλλους, πολύ περισσότερο που είχες αρκετότατον
καιρό στη διάθεσή σου, και μάλιστα, και τώρ’ ακόμα σου μένει αρκετότατος καιρός (ο στρατηγός
ανασήκωσε με πολλή σημασία τα φρύδια) παρ’ όλο που μας μένουν λίγες ώρες όλες κι όλες…
κατάλαβες; Κατάλαβες ναι ή όχι; Θέλεις ή δε θέλεις στ’ αλήθεια; Αν δε θέλεις, να μας το πεις και…
με γεια σου με χαρά σου. Κανείς δε σας κρατάει, Γαβρίλα Αρνταλιόνιτς, κανείς δε σας τραβάει με το
ζόρι στην παγίδα, αν βέβαια βλέπετε σ’ όλ’ αυτά καμιά παγίδα.
— Θέλω,—είπε με μισή φωνή, σταθερά ωστόσο, ο Γάνια και σώπασε σκυθρωπός χαμηλώνοντας τα
μάτια.
Ο στρατηγός έμεινε ικανοποιημένος. Κατάλαβε πως είχε παραφερθεί, κι ήταν φανερό πως τώρα πια
το μετάνοιωνε που προχώρησε τόσο. Γύρισε ξαφνικά στον πρίγκιπα κι απ’ το πρόσωπό του φάνηκε
σα να πέρασε ξάφνου μια ανήσυχη σκέψη που ο πρίγκηπας ήταν εκεί κι είχε ακούσει τη συζήτησή
τους. Ησύχασε ωστόσο αμέσως: έφτανε να ρίξει κανείς μια μονάχα ματιά στον πρίγκιπα για να μην
του μείνει καμιά ανησυχία.
— Οχό!—ξεφώνισε ο στρατηγός κοιτάζοντας το δείγμα της καλλιγραφίας που του ‘δωσε ο
πρίγκιπας:—Μα αυτό είναι δείγμα μεσαιωνικής γραφής! Και σπάνιο μάλιστα δείγμα! Για κοίτα,
Γάνια, τι ταλέντο!
Σ’ ένα χοντρό χαρτί, σαν περγαμηνή, ο πρίγκιπας είχε γράψει με μεσαιωνικούς ρωσικούς
χαρακτήρες τη φράση:
«Χειρ ευσεβούς ηγουμένου Παφνουτίου».
— Αυτό εδώ,—εξήγησε ο πρίγκιπας μ’ εξαιρετική ευχαρίστηση κι ενθουσιασμό,—αυτό είναι η
ιδιόχειρη υπογραφή του ηγουμένου Παφνουτίου, από ένα ακριβές αντίγραφο του δέκατου
τέταρτου αιώνα. Όλοι αυτοί οι παλιοί μας ηγούμενοι κι οι μητροπολίτες υπόγραφαν υπέροχα και με
τι γούστο πολλές φορές, με τι προσπάθεια να πετύχουν κάτι τέλειο! Είναι δυνατό να μην έχετε
καμιά έκδοση του Παγκόντιν εδώ στρατηγέ; Εδώ πιο κάτω έγραψα μια φράση με άλλους
χαρακτήρες: είναι οι στρογγυλοί, μεγάλοι γαλλικοί χαρακτήρες του περασμένου αιώνα, μερικά
γράμματα μάλιστα γράφονταν διαφορετικά, είναι οι χαρακτήρες του δρόμου, των γραφιάδων που
‘γραφαν τα γράμματα του κόσμου και τους έχω ξεσηκώσει απ’ τα δείγματά τους (μου βρίσκεται
ένα)∙ πρέπει να παραδεχτείτε πως έχει αρκετά χαρίσματα αυτό το είδος της γραφής. Προσέξτε αυτά
τα στρογγυλά δ και α. Έχω μεταφέρει το γαλλικό χαρακτήρα στα ρωσικά γράμματα, πράγμα που
είναι πολύ δύσκολο, το αποτέλεσμα όμως με δικαίωσε. Να κι άλλος ένας υπέροχος και πρωτότυπος
τρόπος γραφής, να, αυτή η φράση: «η επιμέλεια όλα τα υπερνικά». Είναι ρούσικη γραφή, των
γραφιάδων, ή αν θέλετε των γραφιάδων του στρατού. Έτσι γράφεται ένα δημόσιο έγγραφο που
απευθύνεται σε υψηλό πρόσωπο, στρογγυλή γραφή επίσης, ωραιοτάτη, μ α ύ ρ η γραφή, γραμμένη
με πολύ πατημένη πένα, με εξαιρετικό ωστόσο γούστο. Ένας καλλιγράφος δε θα επέτρεπε ποτέ στον
εαυτό του αυτές τις ουρές, ή μάλλον, για να ‘μαι ακριβέστερος, αυτές τις μισοτελειωμένες
ψευτοουρίτσες—προσέχετε,—στο σύνολό τους όμως φτιάχνουν ένα χαρακτήρα, κοιτάξτε, και, μα το
ναι, σε τούτη τη γραφή έχει καθρεφτιστεί όλη η ψυχή των γραφέων του στρατού: πολύ θα το ‘θελαν
να το ρίξουν έξω, το καλλιγραφικό τους ταλέντο γυρεύει διέξοδο, ο στρατιωτικός γιακάς ωστόσο
είναι σφιχτά κουμπωμένος στο λαιμό, η πειθαρχία επιβλήθηκε και στο γραφικό χαρακτήρα, μα είναι
χάρμα! Μόλις πριν λίγο καιρό μου ‘πεσε ένα μικρό δείγμα και μου ‘κανε τρομερή εντύπωση, και πού
αν αγαπάτε; Στην Ελβετία! Όσο γι’ αυτό, είναι μια απλή, συνηθισμένη και πεντακάθαρη αγγλική
γραφή: η κομψότητα έχει φτάσει στο μη περαιτέρω, όλα τα γράμματα είναι χάρμα, σωστό κέντημα
χάντρας∙ γι’ αυτό δεν έχω να πω τίποτ’ άλλο, μα να και μια παραλλαγή, και πάλι γαλλική, τη
δανείστηκα από έναν Γάλλο εμπορικό αντιπρόσωπο που ταξίδευε: είναι ίδια με την αγγλική γραφή,
οι χοντρές γραμμές ωστόσο γίνονται μια στάλα πιο μαύρες και πιο τονισμένες απ’ ότι είναι στην
αγγλική και—αυτό ήταν: η αναλογία του φωτός πήγε περίπατο∙ παρατηρείστε επίσης και κάτι άλλο:
το οβάλ είναι αλλαγμένο, γίνεται λιγουλάκι πιο στρογγυλό κι επιπλέον επιτρέπονται κι οι ουρίτσες—
κι οι ουρίτσες είναι πράγμα εξαιρετικά επικίνδυνο! Οι ουρίτσες απαιτούν εξαίρετο γούστο, μα αν τις
πετύχεις, αν βρεις τη σωστή αναλογία, τότε η γραφή αυτή δε συγκρίνεται με καμιάν άλλη—είναι
τόσο υπέροχη που μπορείς να την ερωτευτείς.
— Οχό! Τι λεπτότατος γνώστης του θέματος που είστε!—γέλασε ο στρατηγός.—Μα εσείς,
πατερούλη, δεν είστε ένα απλός καλλιγράφος, είστε καλλιτέχνης, ε, Γάνια;
— Καταπληκτικό,—είπε ο Γάνια∙—έχει μάλιστα επίγνωση της αποστολής του,—πρόσθεσε γελώντας
κοροϊδευτικά.
— Γέλα, γέλα, όμως αυτό εδώ είναι ολόκληρη καριέρα,—είπε ο στρατηγός.—Ξέρετε, πρίγκηψ, σε τι
πρόσωπο θα σας δώσουμε τώρα να γράφετε χαρτιά; Μα εσείς μπορείτε να πάρετε πρώτο μισθό
τριάντα πέντε ρούβλια το μήνα. Είναι ωστόσο δωδεκάμιση,—είπε κοιτάζοντας το ρολόι.—Επί το
έργον, πρίγκηψ, γιατί πρέπει να βιαστώ, και σήμερα ίσως να μην ξαναϊδωθούμε! Για καθίστε δυο
λεπτά∙ σας εξήγησα κιόλας πως δεν είμαι σε θέση να σας δέχομαι πολύ συχνά. Ωστόσο, επιθυμώ
ειλικρινώς να σας βοηθήσω λιγάκι∙ λιγάκι αυτό εννοείται, δηλαδή θέλω να πω, όσον αφορά τα
πλέον απαραίτητα κι από κει και πέρα πια κάντε όπως νομίζετε. Θα σας βρω μια θεσούλα στα
γραφεία που δε θα σας κουράσει πολύ, πρέπει όμως να είστε τακτικός. Και τώρα, όσον αφορά
γενικότερα τη ζωή σας: Στο σπίτι, δηλαδή θέλω να πω στην οικογένεια του Γαβρίλα Αρνταλιόνιτς
Ιβόλγκιν, να, αυτού εδώ του νεαρού μου φίλου, με τον οποίο σας παρακαλώ να γνωριστείτε, η
μητερούλα κι η αδερφούλα του, άδειασαν στο διαμέρισμά τους δυο‐τρία επιπλωμένα δωμάτια και
τα νοικιάζουν μονάχα σ’ ανθρώπους μ’ εξαιρετικές συστάσεις, με φαγητό και υπηρεσία. Είμαι
σίγουρος πως η Νίνα Αλεξάντροβνα θα δεχτεί τη σύστασή μου. Όσο για σας, πρίγκηψ, η λύση αυτή
είναι κάτι παραπάνω από θησαυρός∙ πρώτον γιατί δε θα ‘σαστε μονάχος, αλλά, ούτως ειπείν, εντός
των κόλπων της οικογενείας, και η γνώμη μου είναι πως δε θα ‘πρεπε με κανέναν τρόπο να βρεθείτε
μονάχος σας απ’ τα πρώτα κιόλας βήματα σε μια τέτοια πρωτεύουσα όπως είναι η Πετρούπολη. Η
Νίνα Αλεξάντροβνα, η μητερούλα του Γαβρίλα Αρνταλιόνιτς, κι η Βαρβάρα Αρνταλιόνοβνα, η
αδερφούλα του, είναι κυρίες που εκτιμώ απεριορίστως. Η Νίνα Αλεξάντροβνα είναι σύζυγος του
Αρνταλιόν Αλεξάντροβιτς, στρατηγού εν αποστρατεία, πρώην συναδέλφου μου κατά την αρχή του
σταδίου μας, με τον οποίον όμως, λόγω ορισμένων γεγονότων, έχω διακόψει τας σχέσεις, πράγμα
που, εξάλλου δε μ’ εμποδίζει να του ‘χω κατά κάποιον τρόπο εκτίμηση. Όλ’ αυτά σας τα εξηγώ,
πρίγκηψ, για να καταλάβετε ότι εγώ πρόκειται, ούτως ειπείν, να σας συστήσω προσωπικώς και κατά
συνέπεια είναι ως να εγγυώμαι για σας. Το ενοίκιο είναι λογικότατο και ελπίζω πως πολύ σύντομα ο
μισθός σας θα ‘ναι υπεραρκετός για ν’ ανταποκριθείτε στις υποχρεώσεις σας. Η αλήθεια είναι πως ο
καθένας μας είναι απαραίτητο να ‘χει μερικά χρήματα για τα περιττά του έξοδα, έστω και λίγα, μη
θυμώσετε όμως, πρίγκηψ, αν σας κάνω την παρατήρηση ότι καλύτερο θα ‘ταν ν’ αποφεύγατε το
χαρτζιλίκι για τα περιττά σας έξοδα και γενικά ν’ αποφεύγετε να ‘χετε χρήματα στην τσέπη. Το λέω
αυτό ύστερ’ απ’ τη γνώμη που σχημάτισα κοιτάζοντάς σας. Όμως, μια και τώρα το πορτοφόλι σας
είναι εντελώς άδειο, επιτρέψτε μου—για να ‘χετε να κινηθείτε—να σας προσφέρω αυτά τα είκοσι
πέντε ρούβλια. Φυσικά, θα κανονίσουμε τους λογαριασμούς μας αργότερα, κι αν είστε πράγματι
τόσο ειλικρινής κι εγκάρδιος όσο φαίνεστε απ’ τα λόγια σας, τότε, και σ’ αυτό επίσης το σημείο, δε
θα δυσκολευτούμε να συνεννοηθούμε οι δυο μας. Κι αν ενδιαφέρομαι τόσο για σας, είναι γιατί έχω
κάποιο σκοπό. Αργότερα θα τον μάθετε. Όπως βλέπετε δε σας κρύβω τίποτα∙ ελπίζω, Γάνια, να μην
έχεις αντίρρηση να εγκατασταθεί ο πρίγκηψ στο διαμέρισμά σας, έτσι δεν είναι;
— Ω, κάθε άλλο! Κι η μητερούλα θα χαρεί πολύ…—βεβαίωσε ευγενικά ο Γάνια.
— Αν δεν κάνω λάθος, ένα μονάχα δωμάτιο έχετε νοικιασμένο. Εκείνος ο… πώς τον λένε, Φέρντ…
Φερ…
— Φερντιστσένκο.
— Α, ναι, δε μ’ αρέσει αυτός ο Φερντιστσένκο σας, σα να μου φαίνεται πως πρόκειται για έναν
αισχρολόγο παλιάτσο. Και δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί του δείχνει τόση συμπάθεια η Ναστάσια
Φιλίπποβνα; Είναι στ’ αλήθεια συγγενής της;
— Ε, όχι όλ’ αυτά είν’ ένα αστείο! Δεν έχουν την παραμικρότερη συγγένεια.
— Ε, δεν πάει να κουρεύεται! Λοιπόν, πρίγκηψ, είστε ευχαριστημένος ή όχι;
— Σας ευχαριστώ, στρατηγέ, φερθήκατε μαζί μου μ’ εξαιρετική καλοσύνη, πολύ περισσότερο που δε σας ζήτησα τίποτα. Αυτό δεν το λέω από περηφάνεια∙ γιατί είν’ αλήθεια πως εγώ δεν ήξερα… δεν
είχα πράγματι πού την κεφαλήν κλίναι. Αν και πριν από λίγο με προσκάλεσε ο Ραγκόζιν.
— Ο Ραγκόζιν; Α, όχι, θα σας συμβούλευα πατρικά ή, αν το προτιμάτε, φιλικά, να τον ξεχάσετε
εντελώς τον κύριο Ραγκόζιν. Και γενικά, θα σας συμβούλευα να μην απομακρύνεσθε πολύ απ’ την
οικογένεια όπου θα μπείτε.
— Μια κι είστε τόσο καλός,—πήγε ν’ αρχίσει ο πρίγκιπας,— θα ‘θελα να σας ρωτήσω για μιαν
υπόθεσή μου. Πήρα ειδοποίηση∙∙∙
— Να με συγχωρείτε —τον διέκοψε ο στρατηγός— τώρα πια δεν έχω ούτε λεπτό στη διάθεσή μου.
Τώρ’ αμέσως θα πω στη Λιζαβέτα Προκόφιεβνα πως ήρθατε: αν θελήσει να σας δεχτεί τώρ’ αμέσως
(θα φροντίσω να πω τα καλύτερα λόγια για σας ώστε να το θελήσει) τότε σας συμβουλεύω να
επωφεληθείτε απ’ την ευκαιρία και να της αρέσετε γιατί η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα μπορεί να σας
φανεί πολύ‐πολύ χρήσιμη∙ έχετε εξάλλου και το ίδιο επίθετο. Αν δεν το θελήσει, μην την
παρεξηγήσετε, δεν πειράζει, καμιάν άλλη φορά. Και συ Γάνια, ρίξε μια ματιά στο μεταξύ σ’ αυτούς
τους λογαριασμούς∙ πριν από λίγο μας έβγαλαν την πίστη εμένα και του Φεντοσέγιεβ. Και, το
κυριότερο, να μην ξεχάσουμε να τους καταχωρήσουμε…
Ο στρατηγός βγήκε κι ο πρίγκιπας δεν πρόφτασε και πάλι να του μιλήσει για την υπόθεσή του, μόλο
που ήταν τέταρτη σχεδόν φορά που επιχειρούσε. Ο Γάνια άναψε τσιγάρο και πρόσφερε και στον
πρίγκιπα∙ ο πρίγκιπας το πήρε, δεν άνοιξε όμως κουβέντα, μη θέλοντας να τον ενοχλήσει κι άρχισε
να κοιτάζει γύρω το γραφείο∙ ο Γάνια όμως ζήτημα είναι αν έριξε μια ματιά στο χαρτί που του ‘χε
δείξει ο στρατηγός και που ήταν γεμάτο νούμερα. Ήταν αφηρημένος∙ του πρίγκιπα του φάνηκε πως
το χαμόγελο, το βλέμμα και το σκεφτικό ύφος του Γάνια έγιναν ακόμα πιο σκοτεινά σαν έμειναν
μόνοι οι δυο τους. Ξάφνου ο Γάνια πλησίασε τον πρίγκιπα∙ εκείνη τη στιγμή ο πρίγκιπας στεκόταν
και πάλι πάνω απ’ τη φωτογραφία της Ναστάσιας Φιλίπποβνας και την περιεργαζόταν.
— Ώστε λοιπόν σας αρέσει μια τέτοια γυναίκα, πρίγκηψ;— τον ρώτησε άξαφνα και τον κοίταξε
διαπεραστικά. Λες κι είχε κάποιον ασυνήθιστο σκοπό κατά νου.
— Υπέροχο πρόσωπο! —απάντησε ο πρίγκιπας— κι είμαι σίγουρος πως η μοίρα της, δεν είναι απ’
τις συνηθισμένες. Το πρόσωπο είναι χαρούμενο, αυτή όμως έχει υποφέρει τρομερά, ψέματα; Αυτό
το μαρτυράνε τα μάτια, να, αυτές εδώ οι δύο μικρές προεξοχές, οι δυο τελείες κάτω απ’ τα μάτια,
στην αρχή του κάθε μάγουλου. Είναι ένα περήφανο πρόσωπο, τρομερά περήφανο και, δεν ξέρω, να
‘ναι άραγε καλή; Αχ, αν είχε καλή καρδιά! Όλα θα ‘χαν σωθεί!
— Και θα παντρευόσασταν, ε σ ε ί ς μια τέτοια γυναίκα;— συνέχισε να ρωτάει ο Γάνια χωρίς να
κατεβάσει απ’ τον πρίγκιπα το φλογισμένο του βλέμμα.
— Εγώ δεν μπορώ να παντρευτώ καμιά γυναίκα, εγώ είμαι άρρωστος,—είπε ο πρίγκιπας.
— Κι ο Ραγκόζιν θα την παντρευόταν; Τι γνώμη έχετε;
— Γιατί όχι; Νομίζω θα την παντρευόταν, μπορεί αύριο κιόλας∙ θα την παντρευόταν, και σε μια
βδομάδα ίσως και να την έσφαζε…
Μόλις το πρόφερε αυτό ο πρίγκιπας, ο Γάνια ανατρίχιασε ξαφνικά, τόσο που ο πρίγκιπας παραλίγο
να ‘βαζε τις φωνές.
— Τι πάθατε;—πρόφερε αρπάζοντάς τον απ’ το χέρι.
— Εκλαμπρότατε! Η Αυτού Εξοχότης σάς παρακαλεί να περάσετε στης Αυτής Εξοχότητος,—
ανάγγειλε ο λακές που φάνηκε στην πόρτα. Ο πρίγκιπας τον ακολούθησε.

IV
ΟΛΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΤΡΕΙΣ δεσποινίδες Επάντσιν ήταν γερές κοπέλες, υγιέστατες, ψηλές, με καταπληκτικούς
ώμους, με ρωμαλέο στήθος, με γερά, σχεδόν αντρικά χέρια∙ και φυσική συνέπεια της γεροσύνης και
της υγείας τους ήταν πως τους άρεσε καμιά φορά να τρώνε γερά, πράγμα που δε σκέφτηκαν
μάλιστα να το κρύψουν ποτέ τους. Η μαμά τους, η στρατηγίνα Λιζαβέτα Προκόφιεβνα,
στραβοκοίταζε ώρες‐ώρες την ειλικρίνεια της μεγάλης τους όρεξης, όμως, μια κι ορισμένες απόψεις
της, παρ’ όλο το φαινομενικό σεβασμό που έδειχναν γι’ αυτές τις απόψεις οι κόρες της, είχαν χάσει
ουσιαστικά το πρωταρχικό κι αναντίρρητο κύρος τους, (μέχρι του σημείου μάλιστα που το ομόφωνο
κογκλάβιο των τριών δεσποινίδων άρχιζε σε πολλές περιπτώσεις να υπερισχύει στις διαφωνίες), μια
κι ήταν έτσι λοιπόν όλ’ αυτά, η στρατηγίνα, για να περιφρουρήσει όσο ήταν δυνατό την προσωπική
της αξιοπρέπεια, το βρήκε πιο βολικό να μη φέρνει αντιρρήσεις και να υποχωρεί. Η αλήθεια είναι
πως πολύ συχνά ο χαρακτήρας της δεν υπάκουγε και δεν έλεγε να υποταχτεί στις αποφάσεις της
λογικής∙ χρόνο με το χρόνο η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα γινόταν όλο και πιο γκρινιάρα, όλο και πιο
ανυπόμονη, είχε γίνει μάλιστα κάπως ιδιότροπη, όμως μια και της έμενε, όπως και να ‘ταν, ο άντρας
της που τον είχε του χεριού της, όλη της η φούρκα και τα νεύρα ξέσπαγαν συνήθως στο κεφάλι του
κι ύστερα η αρμονία αποκαθιστιόταν και πάλι μες στην οικογένεια κι όλα τράβαγαν το δρόμο τους
όσο γίνεται καλύτερα.
Εξάλλου, κι η ίδια η στρατηγίνα δεν έχανε ποτέ την όρεξή της και συνήθως, στις δωδεκάμιση,
έπαιρνε μέρος σ’ ένα πλούσιο πρόγευμα που έμοιαζε περίπου με γεύμα, μαζί με τις κόρες της. Οι
δεσποινίδες έπιναν ένα φλιτζάνι καφέ νωρίτερα ακόμα, κατά τις δέκα, στο κρεβάτι, μόλις ξύπναγαν.
Αυτόν τον καφέ στο κρεβάτι εκείνες τον είχαν σοφιστεί, έτσι τους άρεσε και τον είχαν επιβάλλει μια
για πάντα. Στις δωδεκάμιση στρωνόταν το τραπέζι στη μικρή τραπεζαρία, δίπλα στα δωμάτια της
μαμάς και σ’ αυτό το οικογενειακό και «κλειστό» πρόγευμα έπαιρνε μέρος καμιά φορά κι ο ίδιος ο
στρατηγός, αν είχε καιρό. Εκτός απ’ το τσάι, τον καφέ, το τυρί, το μέλι, το βούτυρο, τους σβίγγους
ιδιαίτερης κατασκευής που άρεσαν τόσο στη στρατηγίνα, τις κοτολέτες κ.τ.λ., σερβιριζόταν ακόμα
και ζεστό, πυκνό κρεατόζουμο. Εκείνο το πρωί που αρχίζει η ιστορία μας, όλη η οικογένεια είχε
μαζευτεί στην τραπεζαρία και περίμενε το στρατηγό που ‘χε υποσχεθεί πως θα ‘ρχόταν στις
δωδεκάμιση. Αν αργούσε έστω κι ένα λεπτό, θα ‘στελναν αμέσως να τον φωνάξουν∙ έφτασε όμως
στην ώρα του. Όταν πλησίασε και χαιρέτησε τη σύζυγό του, φιλώντας της το χέρι, παρατήρησε στο
πρόσωπό της κάτι εξαιρετικό. Και μόλο που το προαισθανόταν κιόλας από χτες πως αυτό ακριβώς
θα γινόταν σήμερα εξαιτίας ενός «ανεκδότου» (όπως συνήθιζε να εκφράζεται ο ίδιος ο στρατηγός)
κι όταν τον έπαιρνε χτες ο ύπνος ήταν από τότε κιόλας ανήσυχος, ωστόσο, βλέποντας τώρα κείνη
την έκφραση στο πρόσωπο της Λιζαβέτας Προκόφιεβνας, και πάλι τα χρειάστηκε. Οι κόρες του τον
πλησίασαν να τον φιλήσουν∙ και σ’ αυτές, μόλο που δεν ήταν θυμωμένες μαζί του, παρατήρησε
ωστόσο κάτι το ιδιαίτερο. Η αλήθεια είναι πως ύστερ’ από ορισμένα περιστατικά, ο στρατηγός είχε
αρχίσει να γίνεται υπερβολικά φιλύποπτος, όμως, σαν έμπειρος και καπάτσος σύζυγος και πατέρας,
πήρε αμέσως τα μέτρα του.
Ίσως να μη βλάψουμε και πολύ τη γλαφυρότητα της διήγησής μας, αν σταματήσουμε εδώ κι
επικαλεστούμε τη βοήθεια μερικών επεξηγήσεων για να σκιαγραφήσουμε άμεσα και
λεπτομερειακά τις σχέσεις και τις περιστάσεις όπου βρίσκουμε την οικογένεια του στρατηγού
Επάντσιν στην αρχή του μυθιστορήματός μας. Είπαμε μόλις παραπάνω πως ο στρατηγός, μόλο που
δεν ήταν και πολύ μορφωμένος άνθρωπος, μα απεναντίας, όπως έλεγε ο ίδιος για τον εαυτό του,
«αυτοδίδακτος», ήταν ωστόσο έμπειρος σύζυγος και καπάτσος πατέρας. Ανάμεσα στ’ άλλα, το ‘χε
κάνει σύστημά του να μη βιάζει τις κόρες του να παντρευτούν, δηλαδή να «μην τους γίνεται
φορτικός» και να μην τις ανησυχεί με την υπερβολικά φορτική πατρική λαχτάρα του για την ευτυχία
τους, όπως συμβαίνει τόσο συχνά (κι είναι φυσικό να συμβαίνει παρ’ όλο που δεν το θέλει κανείς)
ακόμα και στις πιο λογικές οικογένειες όπου αρχίζουν να ωριμάζουν πολλές κοπέλες της παντρειάς.
Τα κατάφερε μάλιστα κι είχε κάνει και τη Λιζαβέτα Προκόφιεβνα να υιοθετήσει το σύστημά το μόλο που το ζήτημα γενικά ήταν απ’ τα πιο δύσκολα (απ’ τα πιο δύσκολα γιατί το σύστημα του
στρατηγού ήταν αφύσικο)∙ ωστόσο, τα επιχειρήματα του στρατηγού ήταν ιδιαίτερα πειστικά και
βασισμένα σε χειροπιαστά γεγονότα. Μα κι οι νύφες, όταν τις αφήσεις απόλυτα ελεύθερες ν’
αποφασίσουν μόνες τους, είναι φυσικό ν’ αναγκαστούν τελικά να βάλουν κάτω τη λογική και τότε η
υπόθεση θα πάρει το δρόμο της, γιατί θα καταπιαστούν οι ίδιες με ζήλο, βάζοντας κατά μέρος τα
πείσματα και την υπερβολική εκλεκτικότητα∙ οι γονείς δε θα ‘χαν παρά να προσέχουν όσο γίνεται
πιο άγρυπνα κι όσο το δυνατόν πιο απαρατήρητα μην τύχει και γίνει καμιά παράξενη εκλογή ή
αναπτυχθεί καμιά αφύσικη συμπάθεια, βρίσκοντας ύστερα την κατάλληλη στιγμή να βοηθήσουν
μονομιάς μ’ όλες τους τις δυνάμεις και να κατευθύνουν τα πράγματα μ’ όση επιρροή διαθέτουν.
Τέλος, και μονάχα το γεγονός ότι κάθε χρόνο αυξανόταν κατά γεωμετρική πρόοδο η περιουσία τους
και καλυτέρευε η κοινωνική τους θέση, και μονάχα αυτό το γεγονός έφτανε για να τους κάνει να
βγάλουν το συμπέρασμα πως όσο πέρναγε ο καιρός, τόσο πιο κερδισμένες ήταν οι κόρες, ακόμα και
σα νύφες. Ομως, ανάμεσα σ’ όλ’ αυτά τα αναμφισβήτητα γεγονότα, μεσολάβησε κι ένα ακόμα
γεγονός: η μεγαλύτερη κόρη, η Αλεξάνδρα, ξαφνικά και σχεδόν εντελώς αναπάντεχα (όπως άλλωστε
πάντα συμβαίνει) έγινε είκοσι πέντε χρονών. Σχεδόν ταυτόχρονα κι ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς Τότσκη,
άνθρωπος της ανώτερης κοινωνίας, με υψηλές σχέσεις και κάτοχος εξαιρετικά μεγάλης περιουσίας,
εξεδήλωσε και πάλι την παμπάλαια επιθυμία του να παντρευτεί. Αυτός ο Τότσκη ήταν καμιά
πενηνταπενταριά χρονώ, με καλλιεργημένο χαρακτήρα κι εξαιρετικά εκλεπτυσμένο γούστο. Είχε την
επιθυμία να κάνει λαμπρό γάμο∙ πάνω απ’ όλα έβαζε την ομορφιά. Επειδή εδώ και κάμποσον καιρό
είχε εξαιρετικά μεγάλες φιλίες με το στρατηγό Επάντσιν, (που ενισχύονταν ιδιαίτερα απ’ τη
συμμετοχή τους σε ορισμένες οικονομικές επιχειρήσεις), επειδή λοιπόν συμβαίναν όλ’ αυτά, έκανε
γνωστή στο στρατηγό την επιθυμία του, σα να του ζητούσε τη φιλική του συμβουλή και
καθοδήγηση∙ θα ‘ταν δυνατό να ελπίζει πως θα παντρευόταν μιαν απ’ τις κόρες του ή όχι; η ήσυχη κι
ανθόσπαρτη ροή της οικογενειακής ζωής του στρατηγού Επάντσιν έφτανε σε μιαν ολοφάνερη
καμπή.
Αναμφισβήτητη καλλονή στην οικογένεια, όπως το ξαναείπαμε και παραπάνω, ήταν η μικρότερη, η
Αγλαΐα. Όμως, ακόμα κι ο ίδιος ο Τότσκη, άνθρωπος εξαιρετικά εγωιστής, το ‘χε καταλάβει πως δεν
έπρεπε να ‘χει βλέψεις σ’ αυτήν, πως η Αγλαΐα δεν προοριζόταν γι’ αυτόν. Δεν αποκλείεται, η
αρκετά τυφλή αγάπη κι η υπερβολικά φλογερή φιλία των τριών αδερφών να εξόγκωναν κάπως τα
πράγματα—γεγονός ωστόσο παραμένει πως κι οι δυο τους είχαν προαποφασίσει με τον
ειλικρινέστερο τρόπο, το μέλλον της Αγλαΐας να μην είναι απλώς και μόνον ένα μέλλον μα ένα
πραγματικό ιδεώδες επίγειου παράδεισου. Ο μέλλων σύζυγος της Αγλαΐας θα ‘πρεπε να ‘ναι η
ενσάρκωση κάθε τελειότητος κι επιτυχίας—όσο για τα πλούτη δε γινόταν λόγος γιατί ήταν
αυτονόητο. Μάλιστα, οι δυο αδερφές είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους, κι αυτό χωρίς μεγάλα και
περιττά λόγια, πως θα μπορούσαν, αν ήταν ανάγκη, να κάνουν κι ορισμένες θυσίες για χάρη της
Αγλαΐας: η προίκα της Αγλαΐας γινόταν έτσι κολοσσιαία κι εκτός συναγωνισμού. Οι γονείς ήξεραν
αυτή τη συμφωνία των δυο μεγαλύτερων αδερφών και γι’ αυτό, όταν ο Τότσκη ζήτησε κείνη τη
συμβουλή, δεν αμφέβαλαν σχεδόν καθόλου οι δυο τους πως μια απ’ τις μεγαλύτερες αδελφές θα
δεχτεί το δίχως άλλο ν’ ανταποκριθεί στην επιθυμία τους, πολύ περισσότερο μάλιστα αφού ο
Αθανάσιος Ιβάνοβιτς δεν μπορούσε να φέρει δυσκολίες για την προίκα. Όσο για την πρόταση του
Τότσκη, ο ίδιος ο στρατηγός την εξετίμησε αμέσως βαθύτατα με τη μεγάλη πείρα της ζωής που είχε.
Επειδή κι ο ίδιος ο Τότσκη προς το παρόν παρατηρούσε και, για κάποιους ιδιαίτερους λόγους,
έδειχνε εξαιρετική επιφυλακτικότητα, βολιδοσκοπούσε μονάχα, γι’ αυτό κι οι γονείς παράστησαν το
πράγμα στις κόρες τους σα μια πολύ αόριστη υπόθεση. Σ’ απάντηση, είχαν πάρει απ’ αυτές την
αόριστη επίσης, καθησυχαστική ωστόσο, δήλωση πως η μεγαλύτερη, η Αλεξάνδρα, μάλλον δε θ’
αρνηθεί. Αυτή η Αλεξάνδρα ήταν μια κοπέλα που παρ’ όλο το σταθερό της χαρακτήρα ήταν
καλοσυνάτη, λογική και μπορούσε να προσαρμοστεί με οποιονδήποτε∙ θα μπορούσε να παντρευτεί
τον Τότσκη ακόμα και με προθυμία∙ κι αν έδινε το λόγο της, θα τον κρατούσε τίμια. Δεν της άρεσαν
οι επιδείξεις και τα λούσα, κι απ’ αυτήν, όχι μονάχα δεν είχε να φοβάται κανείς φασαρίες κι
αναπάντεχες εκπλήξεις μα απεναντίας θα μπορούσε να κάνει τη ζωή του γλυκιά και ήρεμη. Ήταν
πολύ όμορφη, μόλο που δεν ήταν χτυπητή ομορφιά. Τι καλύτερο μπορούσε να θέλει ο Τότσκη;
Κι ωστόσο η υπόθεση εξακολουθούσε να προχωρεί προσώρας ψηλαφητά. Ο Τότσκη κι ο στρατηγός,
είχαν αποφασίσει ομόφωνα και φιλικά ν’ αποφύγουν προς το παρόν κάθε τυπικό κι αμετάκλητο
διάβημα. Ακόμα κι οι γονείς δεν είχαν αρχίσει ως τα τώρα να μιλούν εντελώς ανοιχτά με τις κόρες
τους. Ήταν κιόλας σάμπως ν’ άρχιζε κάποια ασυμφωνία: η στρατηγίνα Επάντσινα, σα μητέρα, άρχιζε
για κάποιο λόγο και φαινόταν δυσαρεστημένη—πράγμα εξαιρετικά σημαντικό. Υπήρχε, βλέπετε,
κάτι που τα εμπόδιζε όλα, ένα σκοτεινό και μπερδεμένο περιστατικό, που εξαιτίας του ήταν δυνατό
να χαλάσουν ανεπανόρθωτα τα πάντα.
Αυτό το σκοτεινό και μπεροεμένο «περιστατικό» (όπως το ‘λεγε ο ίδιος ο Τότσκη), είχε αρχίσει από
πολύ παλιά, κάπου εδώ και δεκαοκτώ χρόνια. Δίπλα σ’ ένα απ’ τα πλουσιότερα χτήματα του
Αθανάσιου Ιβάνοβιτς, σε μιαν απ’ τις κεντρικές επαρχίες, ζούσε μες στη φτώχεια ένας μικρός
κτηματίας. Ήταν ένας άνθρωπος που το μόνο αξιοπρόσεχτο που είχε ήταν οι ακατάπαυστες και
παροιμιώδεις ατυχίες του—απόστρατος αξιωματικός, από καλή οικογένεια ευγενών, (απ’ αυτή την
άποψη ήταν μάλιστα πιο καθαρόαιμος απ’ τον Τότσκη) ο Φίλιππος Αλεξάντροβιτς Μπαράσκοβ,
βυθισμένος στα χρέη και στις υποθήκες, τα ‘χε καταφέρει τελικά, ύστερ’ από σκυλίσια προσωπική
δουλειά μουζίκου, να βάλει σε κάποια τάξη το μικρό του κτήμα. Με την πραμικρότερη επιτυχία,
έπαιρνε πάντα υπερβολικό θάρρος. Ενθαρρυμένος λοιπόν και γεμάτος ελπίδες, είχε φύγει για λίγες
μέρες στην πρωτεύουσα της επαρχίας για να δει και—αν μπορέσει—να συμφωνήσει τελειωτικά μ’
έναν απ’ τους κυριότερους δανειστές του. Την τρίτη μέρα απ’ την άφιξή του στην πολιτεία, ήρθε και
τον βρήκε ο πρωτογέροντας του χωριού του, καβάλα σ’ ένα άλογο με καμένο μάγουλο και
καψαλισμένα τα γένια, και του ‘φερε το νέο πως «το κτήμα κάηκε» χτες το μεσημέρι κι ακόμα πως
«ευαρεστήθηκε η κυρά σας να καεί, τα παιδάκια όμως έμειναν γερά». Αυτή την έκπληξη, ακόμα κι ο
Μπαράσκοβ, που ήταν συνηθισμένος «στα χτυπήματα της Μοίρας», δεν μπόρεσε να την αντέξει:
τρελάθηκε και σ’ ένα μήνα πέθανε από εγκεφαλικό πυρετό. Το καμένο κτήμα, μαζί με τους
μουζίκους που πήραν των ομματιών τους και σκόρπισαν, πουλήθηκε για να πληρωθούν τα χρέη∙
όσο για τα δύο μικρά κοριτσάκια, έξι κι εφτά χρονών, τα παιδιά του Μπαράσκοβ, τα πήρε από
μεγαλοψυχία του ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς Τότσκη για να τα μεγαλώσει και να τ’ αναθρέψει. Η
ανατροφή τους γινόταν μαζί με τα παιδιά του επιστάτη του Αθανάσιου Ιβάνοβιτς, ενός πολύτεκνου
πρώην δημόσιου υπάλληλου που ήταν επιπλέον και Γερμανός. Σε λίγο έμεινε το ένα μονάχα
κοριτσάκι, η Νάστια—το μικρότερο πέθανε από κοκίτη∙ όσο για τον Τότσκη, πολύ γρήγορα τις
ξέχασε και τις δυο, ζώντας στο Εξωτερικό. Κάπου πέντε χρόνια αργότερα, ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς,
περαστικός από κει, σκέφτηκε να ρίξει μια ματιά στο κτήμα του, και ξαφνικά πρόσεξε στο χωριάτικο
σπίτι, στην οικογένεια του Γερμανού του, ένα υπέροχο κοριτσάκι, μια κοπελίτσα κοντά δώδεκα
χρονώ, ζωηρή, γλυκιά, εξυπνούλα, που ‘δειχνε πως θα γινόταν εξαιρετικά όμορφη∙ σε κάτι τέτοια ο
Αθανάσιος Ιβάνοβιτς δεν έπεφτε ποτέ του έξω. Εκείνη τη φορά έμεινε στο χτήμα μερικές μέρες
όλες‐όλες, πρόφτασε όμως να δώσει διαταγές∙ στην ανατροφή του κοριτσιού μεσολάβησε μια
σημαντική αλλαγή: Την παρέλαβε μια σεβάσμια και ηλικιωμένη γκουβερνάντα, έμπειρη στην
αριστοκρατική ανατροφή των δεσποινίδων, μια Ελβετίδα μορφωμένη που παρέδιδε εκτός απ’ τα
γαλλικά και διάφορα άλλα μαθήματα. Εγκαταστάθηκε στο χωριάτικο σπίτι κι η εκπαίδευση της
μικρής Ναστάσιας πήρε πρωτοφανείς διαστάσεις. Ακριβώς ύστερ’ από τέσσερα χρόνια, η
εκπαίδευση αυτή πήρε τέλος∙ η γκουβερνάντα έφυγε και τη Νάστια ήρθε να την παραλάβει μια
κυρία, κι αυτή επίσης κάποια κτηματίας που το κτήμα της γειτόνευε μ’ ένα κτήμα του Τότσκη, όχι
εδώ, αλλά σε μιαν άλλη, μακρινή επαρχία, κι η κυρία λοιπόν αυτή πήρε τη Νάστια μαζί της, κατόπιν
οδηγιών και εξουσιοδοτήσεως του Αθανασίου Ιβάνοβιτς. Σε κείνο το μικρό κτήμα, βρέθηκε επίσης
ένα, αν κι όχι μεγάλο, μόλις χτισμένο ωστόσο ξύλινο σπίτι. Ήταν επιπλωμένο με πολύ λεπτό γούστο
μα και το χωριουδάκι, λες κι είχε γίνει ξεπίτηδες, λεγόταν «Χαρούμενο». Η κτηματίας έφερε τη
Νάστια κατευθείαν σ’ αυτό το ήσυχο σπιτάκι κι επειδή ήταν άκληρη χήρα και ζούσε ένα βέρστι όλο‐
όλο παρακάτω, ήρθε κι εγκαταστάθηκε μαζί με τη Νάστια σε κείνο το σπιτάκι. Η Νάστια βρέθηκε με
μια γριά οικονόμο και μια νεαρή, έμπειρη καμαριέρα. Στο σπίτι βρέθηκαν μουσικά όργανα, μια
κομψή κοριτσίστικη βιβλιοθήκη, πίνακες, χαλκογραφίες, μολύβια, πινέλα, μπογιές, ένα θαυμάσιο
λαγωνικό και σε δυο βδομάδες κατέφτασε κι ο ίδιος ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς… Από τότε, φαίνεται
πως αγάπησε ιδιαίτερα αυτό το χωριουδάκι του που βρισκόταν μακριά, ξεμοναχιασμένο μες στη στέπα∙ άρχισε κι ερχόταν κάθε καλοκαίρι, έμενε κει δυο και τρεις ακόμα μήνες∙ κι έτσι πέρασε
αρκετός καιρός, κάπου τέσσερα χρόνια, ήσυχα κι ευτυχισμένα, με πολύ γούστο και κομψότητα.
Όπου μια φορά, στις αρχές του χειμώνα, κάπου τέσσερις μήνες ύστερ’ απ’ το ξεκαλοκαίριασμα του
Αθανάσιου Ιβάνοβιτς στο «Χαρούμενο»—κι αυτή τη φορά είχε μείνει εκεί μονάχα δυο βδομάδες—
κυκλοφόρησε η φήμη ή, για να ‘μαστε ακριβέστεροι, έφτασε κατά κάποιο τρόπο η φήμη ως τ’ αυτιά
της Ναστάσιας Φιλίπποβνας πως ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς πρόκειται να παντρευτεί στην Πετρούπολη
μια καλλονή, πλούσια κι από μεγάλο τζάκι— με δυο λόγια, πρόκειται να κάνει ένα σπουδαίο και
λαμπρό γάμο. Αργότερα αποδείχτηκε πως η φήμη εκείνη δεν ήταν και τόσο σωστή σ’ όλες της τις
λεπτομέρειες: Ο γάμος, και τότε ακόμα, βρισκόταν απλώς στα σκαριά, και τα πάντα έμεναν ακόμα
εντελώς ακαθόριστα, παρ’ όλα αυτά ωστόσο στη μοίρα της Ναστάσιας Φιλίπποβνας έγινε από τότε
κιόλας μια ριζική μεταβολή. Η Ναστάσια Φιλίπποβνα έδειξε ξαφνικά μιαν ασυνήθιστη
αποφασιστικότητα κι αποκάλυψε μια δύναμη χαρακτήρα που δεν την περίμενε κανένας. Χωρίς να
το πολυσκεφτεί, παράτησε το χωριάτικο σπιτάκι της και ξαφνικά εμφανίστηκε στην Πετρούπολη,
ίσα στον Τότσκη, μόνη της—ολομόναχη. Εκείνος τα ‘χασε, έκανε να της μιλήσει, αποδείχτηκε όμως
ξαφνικά, απ’ τις πρώτες σχεδόν λέξεις, πως θα ‘πρεπε ν’ αλλάξει εντελώς ύφος, τη διαπασών της
φωνής, τα προηγούμενα θέματα των ευχάριστων και κομψών συνομιλιών—που τα χρησιμοποιούσε
ως τα τότε με τόση επιτυχία —ν’ αλλάξει και τη λογική του ακόμα— όλα, όλα, όλα! Μπροστά του
καθόταν μια ολότελα διαφορετική γυναίκα που δεν έμοιαζε καθόλου με κείνην που ήξερε ως τα
τότε και που την είχε αφήσει, μόλις τον Ιούλιο, στο χωριουδάκι «Χαρούμενο».
Και πρώτα‐πρώτα, αποδείχτηκε πως αυτή η καινούργια γυναίκα ήξερε και καταλάβαινε πάρα πολλά
πράγματα — τόσο πολλά που απορούσε κανένας βαθύτατα κι αναλογιζόταν από πού μπόρεσε και
τις μάζεψε τέτοιες και τόσες γνώσεις και πώς τα ‘χε καταφέρει ν’ αποκτήσει μια τόσο σαφή
αντίληψη των πραγμάτων. (Ήταν ποτέ δυνατό να της έφτασε για όλ’ αυτά η κοριτσίστικη βιβλιοθήκη
της;) Κι όχι μονάχα αυτό, μα καταλάβαινε πάρα πολλά πράγματα νομικής φύσεως κι είχε
θετικότατες γνώσεις— αν όχι του κόσμου, τουλάχιστο για το πώς εξελίσσονται ορισμένες υποθέσεις
στα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας∙ δεύτερο, ήταν ένας εντελώς διαφορετικός χαρακτήρας από
πριν, δεν ήταν δηλαδή κάτι το δειλό, κάτι το ακαθόριστο σα μια τρόφιμος οικοτροφείου, άλλοτε
γοητευτικό μες στην πρωτότυπη ζωηράδα κι αθωότητά του, άλλοτε μελαγχολικό και συλλογισμένο,
απορεμένο, δύσπιστο, δακρυσμένο κι ανήσυχο.
Όχι: είχε τώρα μπροστά του ένα πλάσμα που γέλαγε δυνατά και τον κέντριζε με φαρμακερότατους
σαρκασμούς, ένα πλάσμα που του δήλωσε ορθά‐κοφτά πως ποτέ δεν είχε νιώσει γι’ αυτόν στην
καρδιά της τίποτ’ άλλο από μια βαθύτατη περιφρόνηση, μια περιφρόνηση που έφτανε ως την
αηδία, που εμφανίστηκε αμέσως μετά την πρώτη έκπληξη. Αυτή η καινούργια γυναίκα τού δήλωσε
πως θα της ήταν ολότελα, μα ολότελα αδιάφορο αν πάει και παντρευτεί τώρ’ αμέσως και πάρει
οποιαδήποτε, ήρθε όμως να μην του το επιτρέψει από κακία, μόνο και μόνο γιατί έτσι της κάπνισε
και πως, κατά συνέπεια, θα γίνει όπως το λέει—«αν όχι για τίποτ’ άλλο μα για να σπάσω κέφι μαζί
σου και να χορτάσω γέλια, γιατί τώρα επιτέλους μου ‘ρθε και μένα όρεξη να γελάσω».
Αυτές τουλάχιστον ήταν ot εκφράσεις της∙ είναι πολύ πιθανό να μην του τα είπε όλα όσα είχε κατά
νου. Όμως, όσο η καινούργια αυτή Ναστάσια Φιλίπποβνα χαχάνιζε και του τα ‘κανε λιανά όλ’ αυτά,
ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς συλλογιόταν μέσα του όλη την υπόθεση και, όσο ήταν δυνατό, πάσκιζε να
τακτοποιήσει τις κάπως σκόρπιες σκέψεις του. Οι συλλογισμοί του κράτησαν αρκετά∙ εξέταζε το
πράγμα και ζύγιζε την τελική του απόφαση κάπου δυο βδομάδες, ύστερ’ από δύο βδομάδες όμως
είχε πάρει πια την απόφασή του. Το ζήτημα είναι, πως εκείνο τον καιρό ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς
κόντευε κιόλας τα πενήντα κι ήταν άνθρωπος στο έπακρο σοβαρός, με σταθεροποιημένη τη θέση
του στην κοινωνία. Η θέση του στους κοσμικούς κύκλους και στην κοινωνία στηριζόταν από χρόνια
τώρα πάνω στα πιο γερά θεμέλια. Αγαπούσε κι εκτιμούσε τον εαυτό του, την ησυχία του και τις
ανέσεις του πιο πολύ απ’ το καθετί στον κόσμο—όπως ταίριαζε σ’ έναν απόλυτα καθωσπρέπει άνθρωπο. Δεν μπορούσε να επιτρέψει ούτε την παραμικρότερη καταστρατήγηση, ούτε την
παραμικρότερη διασάλευση εκείνου που πάλευε να σταθεροποιήσει σ’ όλη του τη ζωή και που
τώρα είχε πάρει μια τόσο υπέροχη μορφή. Απ’ την άλλη μεριά, η πείρα κι η βαθιά γνώση των
πραγμάτων, υπέδειξαν στον Τότσκη πολύ γρήγορα κι εξαιρετικά σωστά, πως τώρα πια έχει να κάνει
μ’ ένα πλάσμα εντελώς μοναδικό, πως το πλάσμα αυτό είναι από κείνα που όχι μονάχα απειλούν μα
το δίχως άλλο πραγματοποιούν τις απειλές τους και, το κυριότερο, δεν πρόκειται να σταματήσουν
μπροστά σε τίποτα, μα σε τίποτα απολύτως, πολύ περισσότερο μάλιστα που είναι ένα πλάσμα που
δε λαχταράει τίποτα στον κόσμο, έτσι που μήτε να το δελεάσεις δεν μπορείς. Ήταν φανερό πως σ’
όλ’ αυτά υπήρχε κάτι άλλο, υπόβοσκε κάποια πνευματική και συναισθηματική θολούρα—κάτι σαν
είδος ρομαντικής αγανάκτησης, ένας Θεός ξέρει εναντίον τίνος και για ποια αιτία, κάτι σαν
αχόρταγο αίσθημα περιφρόνησης που ‘χει ξεφύγει ολότελα από κάθε μέτρο—με δυο λόγια ένα κάτι
στο έπακρο γελοίο, κάτι τελείως απαράδεχτο για την καθωσπρέπει κοινωνία, κάτι που—για τον
κάθε καθωσπρέπει άνθρωπο—ήταν κατάρα Θεού, ξεκάθαρη θεϊκή τιμωρία, να μπλέξει μ’ αυτό.
Εννοείται, πως με τα πλούτη και τις σχέσεις του Τότσκη, θα μπορούσε κανείς να κάνει αμέσως ένα
μικρό κι εντελώς αθώο έγκλημα, για ν’ απαλλαγεί απ’ όλην αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση. Απ’ την
άλλη μεριά, ήταν ολοφάνερο πως η ίδια η Ναστάσια Φιλίπποβνα βρισκόταν σχεδόν σε πλήρη
αδυναμία να τον βλάψει καίρια, από νομική άποψη λόγου χάρη∙ ακόμα και σκάνδαλο δε θα
μπορούσε να ξεσηκώσει σημαντικό γιατί ήταν πάντα πολύ εύκολο να την περιορίσει κανείς. Όλ’
αυτά όμως στην περίπτωση μονάχα που η Ναστάσια Φιλίπποβνα θ’ αποφάσιζε να ενεργήσει, όπως
ενεργούμε όλοι γενικά στις τέτοιες περιπτώσεις, χωρίς να υπερβεί μ’ εξαιρετική εκκεντρικότητα το
μέτρο. Μα εδώ ήταν ίσα‐ίσα που του χρησίμεψε του Τότσκη η ικανότητά του να βλέπει σωστά τα
πράγματα: μάντεψε πως η Ναστάσια Φιλίπποβνα έχει κι η ίδια πλήρη επίγνωση για το πόσο είναι
ανίσχυρη από νομική άποψη μα πως έχει κάτι εντελώς άλλο στο νου της και… στα μάτια της που
πετούν σπίθες. Έτσι που δεν την ένοιαζε τίποτα και δε λυπόταν τίποτα, και πάνω απ’ όλα τον εαυτό
της (χρειάστηκε πολύ μυαλό και διορατικότητα για να το πάρει είδηση κείνη τη στιγμή πως αυτή
από καιρό τώρα είχε πάψει να λογαριάζει τον εαυτό της και για να πιστέψει, αυτός ο σκεπτικιστής
και κυνικός των κοσμικών κύκλων, στη σοβαρότητα αυτής της αδιαφορίας) η Ναστάσια Φιλίπποβνα
ήταν σε θέση να τραβήξει ακόμα και στην αυτοκαταστροφή, αμετάκλητα κι ατιμωτικά, με τη Σιβηρία
και το κάτεργο, φτάνει μονάχα να εξευτέλιζε κείνον που της προξενούσε μια τόσο αβάσταχτη
αποστροφή. Ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς δεν το ‘κρυβε ποτέ του πως ήταν αρκετά φοβητσιάρης ή, για να
το πούμε ακριβέστερα, στο έπακρο συντηρητικός. Αν ήξερε λόγου χάρη πως θα τον σκότωναν την
ώρα που θα γίνονταν τα στεφανώματα, ή αν ήταν να γίνει κάτι παρόμοιο, εξαιρετικά αναξιοπρεπές,
γελοίο κι ασυνήθιστο για τους κοσμικούς κύκλους, τότε φυσικά θα τρόμαζε, μα δε θα τον φόβιζε
τόσο που θα τον σκότωναν, θα τον πλήγωναν—και θα γέμιζε αίματα—ή που θα τον έφτυναν
δημόσια στα μούτρα κ.τ.λ. κ.τ.λ., μα θα τον τρόμαζε το γεγονός πως όλ’ αυτά θα του συμβαίνανε μ’
έναν τόσο αφύσικο και δυσάρεστο τρόπο. Κι η Ναστάσια Φιλίπποβνα κάτι τέτοιο ίσα‐ίσα του
προφήτευε, μόλο που, προς το παρόν, δεν έλεγε λέξη για όλ’ αυτά. Ο Τότσκη το ‘ξερε πως αυτή, τον
καταλάβαινε κατά βάθος και τον είχε μελετήσει καλά και κατά συνέπεια, ήξερε τον τρόπο να τον
χτυπήσει. Και, επειδή ο γάμος βρισκόταν πραγματικά στο στάδιο των προθέσεων μονάχα, ο
Αθανάσιος Ιβάνοβιτς υποτάχτηκε κι υποχώρησε στη Ναστάσια Φιλίπποβνα.
Στην απόφασή του αυτή συντέλεσε κι άλλο ένα περιστατικό: ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς
πόσο λίγο έμοιαζε στο πρόσωπο αυτή η καινούργια Ναστάσια Φιλίπποβνα με την παλιά. Πρώτα
ήταν απλώς μια πολύ χαριτωμένη κοπέλα ενώ τώρα… Ο Τότσκη για πολύν καιρό δεν μπορούσε να
συγχωρήσει τον εαυτό του που τέσσερα χρόνια την έβλεπε και δεν το ‘χε προσέξει. Η αλήθεια είναι
πως έχει μεγάλη σημασία και το ότι, κι απ’ τις δυο μεριές, είχε συντελεστεί, εσωτερικά κι
αναπάντεχα, μια μεταστροφή. Εδώ που τα λέμε, αναθυμόταν και προηγούμενες στιγμές, όταν του
πέρναγαν παράξενες σκέψεις απ’ το μυαλό του, σαν κοίταζε λόγου χάρη αυτά τα μάτια: ήταν σα να
προαισθανόσουν μέσα τους ένα κάποιο βαθύ, γεμάτο μυστήριο σκοτάδι. Εκείνο το βλέμμα σε
κοίταζε σα να σου έθετε ένα αίνιγμα. Τα τελευταία δυο χρόνια, ο Τότσκη απορούσε συχνά
βλέποντας ν’ αλλάζει το χρώμα του προσώπου της Ναστάσιας Φιλίπποβνας∙ γινόταν τρομερά χλομή
και—παράξενο—η χλομάδα την έκανε πιο όμορφη. Ο Τότσκη, όπως κι όλοι οι τζέντλεμεν που γλέντησαν τη ζωή τους, έβλεπε στην αρχή με περιφρόνηση πόσο φτηνά είχε αποχτήσει αυτή την
ψυχή που δεν είχε πείρα ζωής, τον τελευταίο καιρό όμως άρχισε ν’ αμφιβάλλει αρκετά για τις
απόψεις του. Πάντως, όπως και να ‘ναι, το ‘χε αποφασίσει απ’ την προηγούμενη ακόμα άνοιξη να
παντρέψει δίχως αργοπορία τη Ναστάσια Φιλίπποβνα—δίνοντάς της καλή προίκα—μ’ ένα λογικό
και καθωσπρέπει κύριο που να υπηρετεί σ’ άλλην επαρχία. (Ω, πόσο φριχτά και με πόση κακία τον
κορόιδευε τώρα γι’ αυτό η Ναστάσια Φιλίπποβνα!) Τώρα όμως ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς, γοητευμένος
απ’ το καινούργιο πρόσωπο που έβλεπε, έφτασε να σκεφτεί πως θα μπορούσε να
ξαναεκμεταλλευτεί αυτή τη γυναίκα. Αποφάσισε να εγκαταστήσει τη Ναστάσια Φιλίπποβνα στην
Πετρούπολη και να την περιβάλλει με πολυτέλεια κι ανέσεις. Αν έχανε το ένα, να κέρδιζε
τουλάχιστον το άλλο∙ με τη Ναστάσια Φιλίπποβνα θα μπορούσε να κάνει το κομμάτι του, ακόμα και
να επιδειχτεί σ’ έναν ορισμένο κύκλο. Κι ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς έδινε μεγάλη σημασία σε μια τέτοια
φήμη.
Πέρασαν κιόλας πέντε χρόνια πετρουπολίτικης ζωής και, εννοείται, στο διάστημα αυτό ξεκαθάρισαν
πολλά πράγματα. Η θέση του Αθανάσιου Ιβάνοβιτς δεν είχε τίποτα το καθησυχαστικό∙ το χειρότερο
απ’ όλα ήταν που, έχοντας δειλιάσει μια φορά, δεν μπόρεσε πια να ξαναβρεί ησυχία. Φοβόταν,
χωρίς κι ο ίδιος να ξέρει τι, απλώς φοβόταν τη Ναστάσια Φιλίπποβνα. Αρκετό καιρό, τα πρώτα δύο
χρόνια, άρχισε να υποπτεύεται πως η Ναστάσια Φιλίπποβνα θέλει κι η ίδια να τον παντρευτεί,
σωπαίνει όμως από υπερβολικό εγωισμό και περιμένει πεισματικά να της κάνει αυτός την πρόταση.
Η αξίωση αυτή θα ‘ταν παράξενη, ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς όμως άρχισε να γίνεται καχύποπτος,
ζάρωνε κι έπεφτε σε βαθιά συλλογή. Προς μεγάλη του και (έτσι είναι η καρδιά του ανθρώπου!)
προς αρκετά δυσάρεστή του έκπληξη, πείστηκε ξάφνου από ένα περιστατικό πως κι αν ακόμα της
έκανε την πρόταση, η Ναστάσια Φιλίπποβνα θα την είχε απορρίψει. Για πολύν καιρό του ήταν
αδύνατο να το καταλάβει. Του φάνηκε δυνατή μια μονάχα εξήγηση, πως η περηφάνια της
«προσβλημένης και ιδιόρρυθμης γυναίκας» φτάνει σε τέτοιο βαθμό μανίας, που προτιμά να δείξει
μια φορά την περιφρόνησή της με την άρνηση, παρά να σταθεροποιήσει μια για πάντα τη θέση της
και να κατακτήσει άφταστα μεγαλεία∙ το χειρότερο απ’ όλα ήταν που η Ναστάσια Φιλίπποβνα του
‘χε πάρει τον αέρα. Ακόμα και μπροστά στα χρήματα, μπροστά σε τεράστια ποσά μάλιστα, έμενε
βράχος ακλόνητος και, μόλο που δέχτηκε τις ανέσεις που της προσφέρθηκαν, ζούσε πολύ
μετρημένα και δεν είχε βάλει σχεδόν τίποτα στην πάντα αυτά τα πέντε χρόνια. Ο Αθανάσιος
Ιβάνοβιτς δοκίμασε ακόμα κι ένα πολύ πονηρό μέσο για να σπάσει τις αλυσίδες του: απαρατήρητα
και με πολύ τέχνη, άρχισε να τη δελεάζει (κι είχε σε τούτο πολύ καπάτσους βοηθούς) με διάφορους
ρομαντικούς, ιδανικούς πειρασμούς∙ όμως, τα προσωποποιημένα ιδανικά, πρίγκιπες, ουσάροι,
γραμματείς πρεσβειών, ποιητές, μυθιστοριογράφοι, ακόμα και σοσιαλιστές, τίποτ’ απ’ όλα αυτά δεν
έκανε την παραμικρή εντύπωση στη Ναστάσια Φιλίπποβνα, λες και στη θέση της καρδιάς της είχε
μια πέτρα και τα αισθήματά της είχαν στερέψει και νεκρωθεί μια για πάντα. Ζούσε τον περισσότερο
καιρό απομονωμένη, διάβαζε, μελετούσε μάλιστα, αγαπούσε τη μουσική. Γνωριμίες είχε λίγες∙ οι
γνωστοί της ήταν όλο κάτι φτωχές και γελοίες γυναίκες υπαλλήλων, ήξερε κάνα δυο θεατρίνες, κάτι
γριές, αγαπούσε πολύ την πολυμελή οικογένεια ενός σεβάσμιου δασκάλου και στην οικογένεια
εκείνη την αγαπούσαν πολύ και τη δέχονταν μ’ ευχαρίστηση. Αρκετά συχνά, τα βράδια, μαζεύονταν
σπίτι της πεντέξι άνθρωποι, όχι περισσότεροι. Ο Τότσκη πήγαινε συχνά και ταχτικά να τη δει. Τον
τελευταίο καιρό, με αρκετή δυσκολία γνωρίστηκε μαζί της κι ο στρατηγός Επάντσιν. Εκείνο τον ίδιο
καιρό, και χωρίς καμιά δυσκολία, γνωρίστηκε μαζί της κι ένας νέος, Φερντιστσένκο το επίθετό του,
ένα γελοίο υποκείμενο με αξιώσεις ευθυμίας, μεθύστακας κι αισχρολόγος. Γνωστός της ήταν ακόμα
ένας νέος και παράξενος άνθρωπος, Πτίτσιν το επίθετο, σεμνός, ταχτικός και πολύ περιποιημένος,
που προερχόταν από φτωχότατη οικογένεια κι είχε γίνει τοκογλύφος. Γνωρίστηκε τέλος μαζί της κι ο
Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς… Τ’ αποτέλεσμα ήταν πως σταθεροποιήθηκε για τη Ναστάσια Φιλίπποβνα
μια παράξενη φήμη: μιλάγανε όλοι για την ομορφιά της, κι αυτό ήταν όλο. Κανένας δεν μπορούσε
να καυχηθεί για τίποτα, κανένας δεν μπορούσε να διηγηθεί τίποτα. Μια τέτοια καλή φήμη, η
μόρφωσή της, οι λεπτοί της τρόποι, η εξυπνάδα της, όλ’ αυτά έκαναν τον Αθανάσιο Ιβάνοβιτς να
καταλήξει σ’ ένα ορισμένο σχέδιο. Από τότε ακριβώς είναι που αρχίζει να παίρνει σ’ αυτή την
ιστορία ένα τόσο ενεργό και σημαντικό μέρος ο ίδιος ο στρατηγός Επάντσιν.
Όταν ο Τότσκη απευθύνθηκε σ’ αυτόν με τόση ευγένεια και του ζήτησε τη φιλική του συμβουλή
αναφορικά με μιαν απ’ τις κόρες του, του ‘κανε αμέσως — κατά τον πιο ευγενικό τρόπο — τις
πληρέστερες κι ειλικρινέστερες εξομολογήσεις. Του αποκάλυψε πως είχε πάρει πια την απόφαση να
μη διστάσει να χρησιμοποιήσει κ ά θ ε μέσο για να κερδίσει την ελευθερία του∙ πως δε θα ησύχαζε
κι αν ακόμα η ίδια η Ναστάσια Φιλίπποβνα του ‘δίνε την υπόσχεση πως από δω και πέρα θα τον
άφηνε ήσυχο∙ πως δεν του φτάνουν τα λόγια, μα θέλει να ‘χει τις πιο σίγουρες εγγυήσεις.
Συνεννοήθηκαν κι αποφάσισαν να ενεργήσουν από κοινού. Δοκίμασαν αρχικά τα πιο ήπια μέσα για
να κρούσουν, ούτως ειπείν, μονάχα τις «ευγενέστερες χορδές της καρδιάς». Καταφτάσανε κι οι δυο
τους στο σπίτι της Ναστάσιας Φιλίπποβνας κι ο Τότσκη άρχισε να της λέει χωρίς περιστροφές πως η
κατάστασή του είναι ανυπόφορα φριχτή∙ πήρε απάνω του το φταίξιμο για όλα∙ της είπε με
ειλικρίνεια πως δεν μπορεί να μετανιώσει για τον τρόπο που της φέρθηκε στην αρχή γιατί αυτός
είναι φιλήδονος εκ γενετής και δεν μπορεί να κυριαρχήσει τα πάθη του, τώρα όμως θέλει να
παντρευτεί και πως όλη η τύχη αυτού του στο έπακρον αξιοπρεπούς κι εκλεκτού γάμου, βρίσκεται
στα χέρια της∙ με δυο λόγια, πως τα περιμένει όλα μονάχα απ’ την ευγενική της καρδιά. Ύστερα
άρχισε να μιλάει ο στρατηγός Επάντσιν, υπό την ιδιότητα του πατρός, και μίλησε λογικά, απέφυγε
κάθε μελοδραματισμό, υπενθύμισε μονάχα πως αναγνωρίζει πλήρως το δικαίωμά της ν’
αποφασίσει αυτή για την τύχη του Αθανάσιου Ιβάνοβιτς, επέδειξε με μεγάλη επιδεξιότητα ύφος
ταπεινοφροσύνης, τονίζοντας πως η τύχη της κόρης του ίσως‐ίσως μάλιστα και των άλλων δυο
παιδιών του, εξαρτάται τώρα απ’ την απόφασή της. Όταν η Ναστάσια Φιλίπποβνα ρώτησε «τι
ακριβώς της ζητάνε», ο Τότσκη, με την προηγούμενη εντελώς γυμνή ευθύτητα, της ομολόγησε πως
τόσο τον είχε τρομοκρατήσει εδώ και πέντε χρόνια, που δεν μπορεί ως τα τώρα ακόμα να ησυχάσει
εντελώς, μέχρις ότου η Ναστάσια Φιλίπποβνα βρει κάποιον να παντρευτεί. Πρόστεσε αμέσως πως η
παράκληση αυτή θα ‘ταν φυσικά παράλογη από μέρους του, αν δεν είχε κιόλας υπ’ όψη του
ορισμένα δεδομένα. Είπε πως το ‘χει παρατηρήσει κι έμαθε θετικά πως ένας νέος πολύ καλής
οικογενείας και συγκεκριμένα ο Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς Ιβόλγκιν, τον οποίο ξέρει και δέχεται στο
σπίτι της, την αγαπάει από καιρό, μ’ όλη τη δύναμη της καρδιάς του, και φυσικά θα ‘δινε και τη μισή
ζωή του ακόμα για ν’ αποχτήσει τη συμπάθειά της. Τις εξομολογήσεις αυτές ο Γαβρίλα
Αρνταλιόνοβιτς τις έκανε σ’ αυτόν, τον Αθανάσιο Ιβάνοβιτς, ο ίδιος, πάει καιρός τώρα, φιλικά, για ν’
ανοίξει σε κάποιον τη νεανική καρδιά του κι όλ’ αυτά τα ξέρει από καιρό κι ο Ιβάν Φιοντόροβιτς που
όσο μπορεί ευεργετεί αυτόν το νέο. Τέλος ότι, αν βέβαια ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς δεν κάνει λάθος, ο
έρωτας του νέου είναι από καιρό γνωστός στην ίδια τη Ναστάσια Φιλίπποβνα, και μάλιστα του ‘χει
φανεί πως κι αυτή βλέπει με συγκατάβαση αυτό το αίσθημα. Φυσικά, του Αθανάσιου Ιβάνοβιτς του
είναι πιο δύσκολο από οποιονδήποτε να μιλήσει γι’ αυτά τα πράγματα. Αν όμως η Ναστάσια
Φιλίπποβνα θα μπορούσε να παραδεχτεί πως αυτός, ο Τότσκη, εκτός απ’ τον εγωισμό και την
επιθυμία να τακτοποιήσει την προσωπική του ζωή, πασκίζει έστω και τόσο δα και για το δικό της
επίσης καλό, τότε θα καταλάβαινε πως από καιρό τώρα νιώθει κάπως άβολα και στενοχωριέται
μάλιστα βλέποντάς την να μένει μόνη: πως σ’ όλ’ αυτά δεν υπάρχει παρά ένα ακαθόριστο σκοτάδι,
μια πλήρης δυσπιστία για την ανανέωση της ζωής της, που τόσο υπέροχα θα μπορούσε ν’
αναστηθεί μέσα στην αγάπη και στην οικογένεια και να βρει μ’ αυτό τον τρόπο έναν καινούργιο
σκοπό∙ πως εδώ καταστρέφονται ικανότητες, περίλαμπρες ίσως‐ίσως, πως μ’ όλ’ αυτά δεν κάνει
παρά να ναρκισσεύεται ηθελημένα με τη μελαγχολία της, με δυο λόγια σ’ όλ’ αυτά υπάρχει κι ένας
κάποιος ρομαντισμός, ένας ρομαντισμός ανάξιος τόσο για το τετράγωνο μυαλό όσο και για την
ευγενική καρδιά της Ναστάσιας Φιλίπποβνας. Επαναλαμβάνοντας άλλη μια φορά πως του είναι πιο
δύσκολο από κάθε άλλον να μιλήσει, τελείωσε λέγοντας πως δεν μπορεί να παραιτηθεί απ’ την
ελπίδα πως η Ναστάσια Φιλίπποβνα δε θα του απαντήσει με την περιφρόνησή της αν της εκφράσει
την ειλικρινή του επιθυμία να εξασφαλίσει το μέλλον της κι αν της προτείνει το ποσόν των
εβδομήντα πέντε χιλιάδων ρουβλίων. Πρόσθεσε επεξηγηματικά πως έτσι κι αλλιώς, το ποσόν αυτό
το ‘χει γράψει κιόλας στ’ όνομά της στη διαθήκη του∙ με δυο λόγια πως εδώ δεν πρόκειται καθόλου
για κανενός είδους ανταμοιβή… και πως, τέλος, γιατί να μην παραδεχτεί και να μην του συγχωρέσει
την ανθρώπινη επιθυμία να ξαλαφρώσει κάπως τη συνείδηση του κ.τ.λ. κ.τ.λ. όλα όσα λέγονται σε
παρόμοιες περιστάσεις πάνω σ’ ένα τέτοιο θέμα. Ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς μίλαγε πολλήν ώρα και με
ευφράδεια, προσθέτοντας σε μια στιγμή, τυχαία δήθεν, την πολύ περίεργη πληροφορία, πως γι` αυτές τις εβδομήντα πέντε χιλιάδες είναι τώρα η πρώτη φορά που ‘κανε υπαινιγμό και πως για τα
χρήματα αυτά δεν ήξερε τίποτα ούτε κι ο ίδιος ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, ο οποίος είναι τώρα παρών με
δυο λόγια, δεν το ξέρει κ α ν έ ν α ς .
Η απάντηση της Ναστάσιας Φιλίπποβνας άφησε κατάπληκτους και τους δυο φίλους.
Όχι μονάχα δε διέκριναν στην έκφρασή της την παραμικρότερη ειρωνεία όπως γινόταν άλλοτε, όχι
μονάχα είχε λείψει κάθε προηγούμενη έχθρα και μίσος και κείνο το γέλιο που και τώρα ακόμα
μονάχα που το θυμόταν ο Τότσκη ένιωθε κρύα ρίγη στην πλάτη του, μα, απεναντίας, λες και χάρηκε
που μπορεί επιτέλους να μιλήσει με κάποιον ειλικρινά και φιλικά. Ομολόγησε πως από καιρό τώρα
ήθελε να ζητήσει μια φιλική συμβουλή, κι αν δεν το ‘κανε ήταν από εγωισμό και περηφάνια,
πρόσθεσε όμως πως τώρα που ο πάγος είχε σπάσει ήταν κατευχαριστημένη και δε ζητούσε τίποτα
καλύτερο. Στην αρχή μ’ ένα μελαγχολικό χαμόγελο κι ύστερα γελώντας εύθυμα και ζωηρά
ομολόγησε πως όπως και να ‘ταν, δε θα μπορούσε πια να ξεσπάσει η παλιά θύελλα∙ πως αυτή από
καιρό τώρα, έχει αλλάξει ιδέες και πως, μόλο που η καρδιά της παρέμεινε η ίδια, αναγκάστηκε
ωστόσο να παραδεχτεί πάρα πολλά ύστερ’ απ’ τα γεγονότα που μεσολάβησαν∙ ότι έγινε, έγινε,
περασμένα ξεχασμένα, τόσο που της φαίνεται παράξενο μάλιστα βλέποντας τον Αθανάσιο
Ιβάνοβιτς να εξακολουθεί να ‘ναι τόσο τρομαγμένος. Στο σημείο αυτό γύρισε στον Ιβάν
Φιοντόροβιτς και με ύφος βαθύτατου σεβασμού του δήλωσε πως από καιρό τώρα είχε ακούσει
πολλά για τις κόρες του κι από καιρό τώρα είχε συνηθίσει να τις εκτιμάει βαθύτατα κι ειλικρινά. Και
μονάχα η σκέψη πως θα μπορούσε να φανεί στις κόρες του χρήσιμη σε κάτι, νομίζει πως θα τη
γέμιζε ευτυχία και περηφάνια. Σωστά το είπαν πως η ζωή της είναι δύσκολη τώρα και πληκτική,
πολύ πληκτική∙ ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς μάντεψε σωστά τα όνειρά της∙ πολύ θα το ‘θελε ν’
αναγεννηθεί, αν όχι στον έρωτα, τουλάχιστο στην οικογένεια, βρίσκοντας έναν καινούργιο σκοπό
στη ζωή της∙ όσον αφορά ωστόσο το Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς, δεν μπορεί να πει σχεδόν τίποτα. Αν
δεν κάνει λάθος, είναι αλήθεια πως την αγαπάει∙ νιώθει πως θα μπορούσε κι αυτή επίσης να τον
αγαπήσει, αν μπορούσε μονάχα να πιστέψει στη σταθερότητα των αισθημάτων του. Είναι όμως
πολύ νέος, κι αν ακόμα υποθέσουμε πως είναι ειλικρινής∙ η απόφαση σ’ αυτό το σημείο είναι
δύσκολη. Εδώ που τα λέμε, περισσότερο απ’ όλα της αρέσει που ο Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς
δουλεύει, μοχθεί και, μόνος αυτός, συντηρεί όλη την οικογένειά του. Έχει ακουστά πως είναι
άνθρωπος ενεργητικός, περήφανος, αποφασισμένος να κάνει καριέρα, να φτάσει ψηλά. Έχει
ακούσει ακόμα πως η Νίνα Αλεξάντροβνα Ιβόλγκινα, η μητέρα του Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς, είναι
μια υπέροχη και στο έπακρο αξιοσέβαστη γυναίκα∙ πως η αδελφή του, η Βαρβάρα Αρνταλιόνοβνα,
είναι μια περίφημη κι ενεργητική κοπέλα. Έχει ακούσει πολλά γι’ αυτήν απ’ τον Πτίτσιν. Έχει
ακούσει πως αντιμετωπίζουν θαρραλέα τις δυστυχίες τους∙ θα το ‘θελε πολύ να γνωριστεί μαζί τους
μα είναι αμφίβολο ακόμα αν θα τη δεχτούν με χαρά στην οικογένειά τους. Γενικά, δε λέει τίποτα
εναντίον αυτού του γάμου, θα πρέπει όμως να το σκεφτεί ακόμα πολύ∙ θα ‘θελε να μην της
ζητήσουν μια βιαστική απόφαση. Όσο για τις εβδομήντα πέντε χιλιάδες ρούβλια—δεν υπήρχε λόγος
ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς να δυσκολεύεται τόσο να μιλήσει γι’ αυτά. Καταλαβαίνει και μόνη της πολύ
καλά την αξία των χρημάτων και, φυσικά, θα τα πάρει. Ευχαριστεί τον Αθανάσιο Ιβάνοβιτς για τη
λεπτότητά του, τον ευχαριστεί που ούτε στο στρατηγό δεν έκανε λόγο για το ποσόν, για να μην
αναφέρουμε το Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς, ωστόσο όμως, γιατί να μην το ξέρει κι αυτός απ’ τα πριν;
Αυτή δεν έχει τίποτα να ντρέπεται γι’ αυτά τα χρήματα μπαίνοντας στην οικογένειά τους. Όπως και
να ‘χει το πράγμα δε σκοπεύει να ζητήσει από κανένα συγνώμη για τίποτα, και θέλει όλοι να το
ξέρουν αυτό. Δε θα παντρευτεί το Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς προτού πειστεί πως ούτε αυτός, ούτε η
οικογένειά του δεν έχουν καμιά κρυφή σκέψη για λογαριασμό της. Εν πάση περιπτώσει, αυτή δε
θεωρεί σε τίποτα ένοχο τον εαυτό της και το καλύτερο απ’ όλα θα ‘ταν να μάθει ο Γαβρίλα
Αρνταλιόνοβιτς με τι μέσα έζησε αυτή όλα κείνα τα πέντε χρόνια στην Πετρούπολη, τι σχέσεις είχε
με τον Αθανάσιο Ιβάνοβιτς κι αν μάζεψε μεγάλη περιουσία. Τέλος, κι αν ακόμα δέχεται τώρα αυτά
τα χρήματα, δεν τα θεωρεί καθόλου σαν πληρωμή επειδή εξέθεσαν την τιμή της σαν κορίτσι και που
γι’ αυτό δε φταίει αυτή καθόλου, μα απλώς και μόνο σα μια αποζημίωση για την κατεστραμμένη
τύχη της.
Είχε μάλιστα τόσο πολύ ζωηρέψει κι ερεθιστεί εκθέτοντάς τα όλ’ αυτά (πράγμα, ολότελα φυσικό,
εδώ που τα λέμε) που ο στρατηγός Επάντσιν έμεινε πολύ ευχαριστημένος και θεωρούσε το ζήτημα
λήξαν, ο Τότσκη όμως δεν μπορούσε να ξεχάσει τους παλιούς του φόβους έτσι που και τώρα δεν τα
πίστεψε όλ’ αυτά εντελώς και για πολύν καιρό φοβόταν μήπως κρύβεται καμιά οχιά μέσα στα
τριαντάφυλλα. Οι διαπραγματεύσεις ωστόσο άρχισαν. Το σημείο όπου βασιζόταν όλος αυτός ο
ελιγμός των δύο φίλων, η δυνατότητα δηλαδή να συμπαθήσει η Ναστάσια Φιλίπποβνα το Γάνια,
άρχισε σιγά‐σιγά να ξεκαθαρίζει και να δικαιώνεται, τόσο που ακόμα κι ο Τότσκη άρχισε ώρες‐ώρες
να πιστεύει στη δυνατότητα της επιτυχίας. Στο μεταξύ η Ναστάσια Φιλίπποβνα εξηγήθηκε με το
Γάνια: ειπώθηκαν ελάχιστα λόγια, λες και υπόφερε απ’ αυτά η αιδημοσύνη της Ναστάσιας
Φιλίπποβνας. Παραδεχόταν ωστόσο και του επέτρεπε να την αγαπάει, του δήλωσε όμως επίμονα
πως δε θέλει ν’ αναλάβει καμιάν υποχρέωση∙ πως αυτή, ως την ημέρα του γάμου (αν γίνει τελικά ο
γάμος) θέλει να κρατήσει το δικαίωμα να πει «όχι», έστω και την τελευταία στιγμή∙ το ίδιο ακριβώς
δικαίωμα παραχωρεί και στο Γάνια. Δεν πέρασε πολύς καιρός κι ο Γάνια έμαθε θετικά, από κάποιαν
ευνοϊκή σύμπτωση, πως η αντίδραση όλης της οικογένειάς του γι’ αυτό το γάμο κι η εχθρότητα για
τη Ναστάσια Φιλίπποβνα, που ξέσπαγε και σε οικογενειακές σκηνές, είναι κιόλας γνωστές στη
Ναστάσια Φιλίπποβνα μ’ όλες τις λεπτομέρειες. Η Ναστάσια Φιλίπποβνα δεν άνοιγε κουβέντα γι’
αυτό το ζήτημα, μόλο που εκείνος το περίμενε από μέρα σε μέρα. Εδώ που τα λέμε, θα μπορούσε
κανείς να διηγηθεί πολλά ακόμα απ’ όλες αυτές τις ιστορίες και τα περιστατικά που
παρουσιάστηκαν στη διάρκεια αυτού του προξενιού και των σχετικών διαπραγματεύσεων, εμείς
όμως, και μ’ αυτά που είπαμε, έχουμε κιόλας προτρέξει πολύ, πολύ περισσότερο μάλιστα που
μερικά περιστατικά εμφανίστηκαν υπό μορφήν υπερβολικά αορίστων φημών. Έλεγαν λόγου χάρη
πως τάχα ο Τότσκη έμαθε από κάπου πως η Ναστάσια Φιλίπποβνα βρισκόταν σε κάποιαν αόριστη
και μυστική επαφή με τις δεσποινίδες Επάντσιν—φήμη εντελώς απίθανη. Μιαν άλλη φήμη όμως ο
Τότσκη την πίστευε χωρίς να το θέλει και τη φοβόταν τόσο που του ‘γινε εφιάλτης: το ‘χε ακούσει σα
θετικό πως η Ναστάσια Φιλίπποβνα ήταν τάχα απόλυτα σίγουρη πως ο Γάνια παντρεύεται μονάχα
για τα χρήματα, πως ο Γάνια έχει μαύρη ψυχή, άπληστη, ανυπόμονη, φθονερή κι η φιλαυτία του
είναι απέραντη, πως ο Γάνια, μόλο που πάσκιζε πρώτα με πάθος να κατακτήσει τη Ναστάσια
Φιλίπποβνα, σαν είδε πως οι δύο φίλοι αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν αυτό το πάθος που άρχισε
να φουντώνει κι απ’ τις δυο μεριές, να το εκμεταλλευτούν προς όφελός τους και να εξαγοράσουν το
Γάνια πουλώντας του τη Ναστάσια Φιλίπποβνα για νόμιμη σύζυγό του, τη μίσησε σαν εφιάλτη. Μες
στην ψυχή του, συνυπήρχαν τάχα κατά παράξενο τρόπο το πάθος και το μίσος, κι αυτός, μόλο που
ύστερα από βασανιστικές αμφινταλαντεύσεις είχε δώσει τελικά τη συγκατάθεσή του να παντρευτεί
«αυτή την πρόστυχη γυναίκα», ορκίστηκε ωστόσο μες στην ψυχή του να την εκδικηθεί πικρά γι’
αυτό και να τη «γονατίσει», όπως εκφραζόταν δήθεν ο ίδιος. Όλ’ αυτά τα ‘ξερε τάχα η Ναστάσια
Φιλίπποβνα και κάτι ετοίμαζε μυστικά. Ο Τότσκη τόσο είχε δειλιάσει, που έπαψε πια να κάνει
γνωστές τις ανησυχίες του ακόμα και στον Επάντσιν, ήταν όμως και στιγμές που ο Αθανάσιος
Ιβάνοβιτς, σαν αδύνατος χαρακτήρας, ξανάπαιρνε και πάλι μεγάλο κουράγιο και γρήγορα
ξανάνιωθε το θάρρος να του πλημμυρίζει την καρδιά: πήρε λόγου χάρη υπερβολικό κουράγιο όταν
η Ναστάσια Φιλίπποβνα έδωσε επιτέλους το λόγο της και στους δυο φίλους πως το βράδυ, τη μέρα
των γενεθλίων της, θα πει την τελευταία της λέξη. Απ’ την άλλη όμως μεριά, η πιο παράξενη κι η πιο
απίθανη φήμη, που αφορούσε τον ίδιο τον αξιοσέβαστο Ιβάν Φιοντόροβιτς, αλίμονο!
αποδεικνυόταν όλο και περισσότερο βάσιμη.
Όλη αυτή η φήμη, από μια πρώτη ματιά, φαινόταν αποκύημα νοσηρής φαντασίας. Ήταν δύσκολο να
πιστέψει κανείς πως τάχα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, τώρα στα γεράματα της ευυπόληπτης
σταδιοδρομίας του, μόλο το υπέροχο μυαλό του, τη θετική πείρα της ζωής κ.λ.π. κ.λ.π., είχε
ξελογιαστεί κι ο ίδιος απ’ τη Ναστάσια Φιλίπποβνα—και μάλιστα τόσο πολύ τάχα, ίσαμε τέτοιο
σημείο, που αυτό το καπρίτσιο άρχισε να μοιάζει με πραγματικό πάθος. Σε τι έλπιζε σ’ αυτή την
περίπτωση, είναι δύσκολο και να το φανταστεί ακόμα κανείς∙ ίσως‐ίσως, ακόμα και στη βοήθεια του
ίδιου του Γάνια. Ο Τότσκη υποπτευόταν κάποια σχεδόν βουβή συμφωνία που βασιζόταν στην
αμοιβαία κατανόηση ανάμεσα στο στρατηγό και το Γάνια. Εξάλλου, είναι γνωστό πως ένας
άνθρωπος υπερβολικά κυριαρχημένος απ’ το πάθος, ιδιαίτερα σαν τον έχουν πάρει και τα χρόνια, τυφλώνεται ολότελα κι είναι έτοιμος να φαντάζεται ελπίδες εκεί που δεν υπάρχουν καθόλου. Και
δεν είναι μονάχα αυτό μα χάνει και τη σωστή του κρίση κι ενεργεί σα μικρό παιδί, έστω κι αν τα ‘χει τετρακόσια. Ήταν γνωστό πως ο στρατηγός είχε ετοιμάσει για τα γενέθλια της Ναστάσιας
Φιλίπποβνας σα δώρο από μέρος του κάτι καταπληκτικά μαργαριτάρια που κόστιζαν κολοσσιαία ποσά κι έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον γι’ αυτό το δώρο, μόλο που ήξερε πως η Ναστάσια Φιλίπποβνα δεν επηρεάζεται από κάτι τέτοια. Την παραμονή των γενεθλίων τον είχε πιάσει κάτι σαν πυρετός, μόλο που τα κατάφερνε να μην το δείχνει. Γι’ αυτά ίσα‐ίσα τα μαργαριτάρια έτυχε ν’ ακούσει η στρατηγίνα Επάντσινα. Η αλήθεια είναι πως η Ελιζαβέτα Προκόφιεβνα είχε αρχίσει από πολύ παλιά να υπομένει τη συναισθηματική αστάθεια του συζύγου της, ως ένα σημείο μάλιστα το ‘χε συνηθίσει,μα δεν ήταν φυσικά δυνατό ν’ αφήσει να της ξεφύγει μια τέτοια ευκαιρία: η φήμη για τα μαργαριτάρια της κίνησε τρομερά το ενδιαφέρον. Ο στρατηγός το πρόσεξε έγκαιρα αυτό∙ απ’ την προηγούμενη ακόμα μέρα, η στρατηγίνα του ‘χε ρίξει μερικούς πόντους∙ ο στρατηγός προαισθανόταν μια σοβαρή εξήγηση και τη φοβόταν. Να γιατί κείνο το πρωί (απ’ το πρωί που αρχίσαμε τη διήγησή μας) δεν είχε καμμιά όρεξη να πάει να προγευματίσει στους κόλπους της οικογενείας του.
Ακόμα και πριν έρθει ο πρίγκιπας, είχε αποφασίσει να βρει μια δικαιολογία—επείγουσες υποθέσεις—και ν’ αποφύγει να συναντηθεί με τη στρατηγίνα. Το να την αποφύγει,
σήμαινε ώρες‐ώρες για το στρατηγό να το βάλει απλά και σκέτα στα πόδια. Ήθελε να κερδίσει τούτη τη μια μέρα μονάχα και, το κυριότερο, να περάσει το βράδυ χωρίς σκηνές. Και ξαφνικά, κατέφθασε
ο πρίγκιπας που του ‘ρθε κουτί. «Λες και τον έστειλε ο Θεός!» σκέφτηκε μέσα του ο στρατηγός, μπαίνοντας στα διαμερίσματα της συζύγου του.


Πηγή μυθιστορήματος: https://www.ebooks4greeks.gr/%ce%bf-%ce%b7%ce%bb%ce%b9%ce%b8%ce%b9%ce%bf%cf%83#google_vignette

Ζωή & Τέχνη

Αφήστε ένα σχόλιο