Ο ΝΕΟΣ ΞΕΝΟΣ
Μοιάζει ακόμα με θάλασσα
τούτη η υγρή γη
με τα κλεμμένα χρώματα
απ` του ουρανού τη γαλαζοπράσινη γάζα.
Λίγο να πηγαίνανε παραπέρα
τα καυτά καζάνια των ναυπηγείων,
να ανθίζανε τα ξερά φρύγανα
που και που
στις ράχες του χαμηλού όρους,
θα `χε μια ομορφιά τούτος ο τόπος∙
και ποιος ξέρει,
ίσως ο θεός από ευσπλαχνία,
για αυτό το χάος που χάρισε
και θάμπωσε μέχρι θυμού
το πιο τιποτένιο από τα δημιουργήματά του,
να τον προορίσει για έναν νέο παράδεισο∙
σκεφτόταν σκυφτός,
καταμεσής του θρόνου του Πέρση βασιλιά,
ο νέος σταυροφόρος.
Ο Ξέρξης πάλι, μια βαριά σκιά,
στεκόταν από πάνω του
μετρώντας για άλλη μια φορά τα σπασμένα ιστία
και τις κόκκινες αφρισμένες φυσαλίδες.
Τότε, ήταν αίμα.
Τώρα, πετρέλαιο.
Δεν παραξενεύεται όμως
μ` αυτή την αλλαγή ο ξένος
ούτε και το ξανθό αγόρι.
Με πετρέλαιο μεγαλώνουν τα παιδιά της Αμφιάλης
στάζει από τα στήθη της μάνας τους,
αφρίζει στον φραπέ τους,
πικρίζει στην μπύρα τους,
αδιάντροπα ξεβράζεται στα μαύρα χαλίκια
και βρωμίζει το πεταμένο – εδώ και πόσα χρόνια,
σκήπτρο του έκπτωτου∙
σκεφτόταν σκυφτός,
καταμεσής της μοναξιάς του ο νέος ξένος
κι έσταξε ξαφνικά μια στάλα δάκρυ
ανάμεσα στα κομμένα του δάχτυλα.
Τι να το κάνει το παράσημο,
που πήρε για τη βρώμικη μπούκα
στα στενά του Περάματος;
Τώρα τον πονούσε που δεν μπορούσε
να πιάσει ένα φρύγανο,
μια κηλίδα κόκκινη θάλασσα
και τον πυρσό του Πέρση,
να ανάψει μια φωτιά
να τη στρώσει σαν σεντόνι
στον ξακουστό – ανά την οικουμένη- θρόνο
και θαρρετά να σταθεί πάνω της
πετώντας στη θάλασσα,
χιτώνες, σταυρούς και ρόπαλα.
Πηγή φωτογραφίας:https://www.greecepodcast.com/tour/