Παράπονο: Μεσαιωνική ελληνική παράπονον < παραπονούμαι (αναδρομικός σχηματισμός)[1] < παρά + αρχαία ελληνική πονέω < πόνος1
Μαμά μου,
οι κεραυνοί κόβουν τα στρώματα τού ουρανού σε χίλια κομμάτια. Φαντάσου πως, τρύπησαν τα σεντόνια μου και σκόρπισαν οι φτηνές ίνες τους στο σώμα μου. Τα είχα αγοράσει από ένα υπόγειο της Αγίου Μάρκου. Ξέρω θα μου πεις πεταμένα λεφτά αλλά το θέμα μου είναι άλλο τώρα. Τρύπωσαν που λες οι φτηνές ίνες τους σε όλες τις πτυχές του μυαλού μου. Σκάλωσαν στις μήνιγγες μου και προσπαθούν να εισχωρήσουν στο άδυτο του εγκεφάλου μου. Είναι τόσο αιχμηροί αυτοί οι φτηνοί εισβολείς προερχόμενοι από κάποια βαμβακοχώραφα της Αιγύπτου που απειλούν, λένε οι γιατροί, τον μετωπιαίο λοβό μου. Φαντάζεσαι; Τι μπορούν να κάνουν οι κεραυνοί; Ποτέ δεν κατάλαβα τους νόμους της Φυσικής. Αν και οι γιατροί επιμένουν πως οι συγκεκριμένοι κεραυνοί δεν δημιουργούνται από τη συσσώρευση θετικών και αρνητικών ηλεκτρικών φορτίων. Είναι λένε, οι συσσωρευμένες εικόνες που δέχτηκα ακατάπαυστα από τη μικρή μου ηλικία. Για ποιες εικόνες μιλούν μαμά; Ξέρεις; Κι εγώ γιατί δεν θυμάμαι; Σε κάθε προσπάθεια να κατέβω το πηγάδι της θύμησής μου, το μόνο που καταφέρνω είναι να ενεργοποιήσω την έλευση ενός άδειου κουβά. Χωρίς νερό. Καλύτερα. Δεν διψάω. Εννοώ δεν καίγομαι να επιστρέψω μέσω των αναμνήσεων στο παρελθόν. Να επαναφέρω στη μνήμη μου τις σκοτεινές γωνιές που κρυβόμουν. Τους ατσάλινους ήχους στο σώμα μου. Τα κόκκινα μικρά φωτάκια που έφλεγαν το σώμα μου. Εσύ τα θυμάσαι μαμά; Θυμάσαι; Κι αυτό που είπα πριν για τα σεντόνια θα το έλεγαν όλες οι μαμάδες του κόσμου στις κόρες τους αλλά όχι εσύ σε μένα. Ποτέ. Αγκαλιαζόμασταν με τα βλέμματα. Δεν μπορώ να ξέρω πως ήταν το βλέμμα μου. Εννοώ πως το έβλεπες μόνο εσύ. Άρα πώς να το ξέρω αφού δεν μου το επέστρεφες ποτέ με κάποια σπίθα. Έστω με κάποια απορία ακόμα και με απέχθεια. Θα ήταν πολύ καλύτερο από αυτό που σίγουρα ξέρω για το βλέμμα σου. Το τίποτα. Δεν έβλεπα τίποτα μέσα στα μάτια σου, μαμά. Πώς να στο εξηγήσω καλύτερα, έλειπε από το βλέμμα σου το νανούρισμα. Ξέρω το νανούρισμα είναι ένα μελωδικό σιγανοψιθύρισμα, δηλαδή εκφέρεται με το στόμα, τη γλώσσα, τις χορδές, πολλές φορές βγαίνει και από τα κατάβαθα της καρδιάς και καμιά φορά στεγάζεται και στο βλέμμα. Πώς τα ξέρω όλα αυτά; Μου τα είπε, το προβατάκι της γιαγιάς. Η μαμά του κάθε βράδυ σιγοβέλαζε και αυτοί οι ήχοι τού χάιδευαν τα αυτιά και εισχωρούσαν βαθιά όπου κι αν πονούσε και έτσι έγιαιναν οι πόνοι του. Γιατί να ξέρεις μαμά, τα νεογνά, τα βυζανιάρικα αρνάκια έχουν πολλούς πόνους. Και φόβους. Κι όχι μόνο αυτά. Και τα παιδάκια. Των ανθρώπων δηλαδή τα ερίφια, πονούν. Στην κοιλιά, στην καρδιά, στο κεφάλι. Και φοβούνται. Το σκίρτημα του αέρα, την έλλειψη της μητρικής στοργής το ανεξήγητο σκοτάδι. Όμως μαμά εγώ δεν φοβόμουν αυτά που όλα τα παιδάκια φοβούνται. Ξέρεις εσύ τον λόγο. Αν ήσουν εδώ θα τον εξηγούσες και στους γιατρούς. Ζήσαμε μαζί εκείνο το παιχνίδι των αοράτων. Ξέρεις εσύ ότι ο δικός μου φόβος ήταν ένας. Και ο δικός σου ήταν ο ίδιος; Για αυτό τα μάτια σου δεν είχαν φως. Μάλλον. Υπάρχει χειρότερο σκοτάδι από αυτό; Όλοι ξέρουν ότι ο κόσμος ενός μικρού παιδιού αντικατοπτρίζεται στο μητρικό βλέμμα. Πώς να το εξηγήσω αυτό στους γιατρούς; Πώς να τραβήξω και το τελευταίο τουβλάκι. Θα καταρρεύσει το επινοημένο μου οικοδόμημα. Όχι εμείς δεν παίξαμε ποτέ τζένκα. Πολύ αργότερα έμαθα για αυτό το παιχνίδι. Το έπαιζαν κάποιοι περίεργοι άνθρωποι κλεισμένοι σε κάτι γυάλινους πύργους που αιωρούνταν πάνω από τα κεφάλια μας. Στη φαντασία μου είναι αυτό. Ψέματα δηλαδή. Το παιδικό μας παιχνίδι. Θυμάσαι που το παίζαμε; Για να ξεγελάμε, όπως έλεγες, τους αοράτους. Που μεταξύ μας μαμά δεν ήταν και τόσο αόρατοι. Που το κατάλαβα; Αχ μαμά. Καμιά φορά σκέφτομαι πως εγώ σε μεγάλωσα κι όχι εσύ εμένα. Οι σκιές τους μαμά. Οι σκιές τους έπεφταν βαριές στο βλέμμα σου. Εμπόδιζαν το δικό μου να βουτήξει στον πυθμένα του. Και πώς να βαδίσει ένα παιδί μαμά χωρίς το βλέμμα της μάνας του; Αχ αυτοί οι γιατροί. Καταδικασμένοι να ακολουθούν κάτι χοντρά βιβλία που γράφτηκαν μετά από μελέτες, έρευνες, πειράματα, μητρώα, πρωτόκολλα, με την πείρα του χρόνου να στάζει μελάνι. Τι να το κάνεις; Είναι τόσο άψυχα. Χωρίς κανένα λόγο παρηγόριας. Αδάκρυτα. Πάνω κάτω έχουν το δικό σου το βλέμμα. Μα τώρα δεν είμαι πια παιδί να τρέμει το κάτω χείλι μου. Μπορεί από παράπονο να έτρεμε τότε. Ξέρεις μαμά και το παράπονο παιδί του πόνου είναι. Το λέει και η λέξη. Πονούσα. Το λέω και το ξαναλέω και θα ήταν ψέματα μαμά, αν σου έλεγα ότι αυτό είναι η μοναδική μου ανάμνηση. Και οι γιατροί σηκώνουν τα χέρια ψηλά. Γιατί πονάω και πονούσα αλλά δεν χρειάζομαι αναλγητικά φάρμακα. Πρωτοφανές. Να πονώ χωρίς συνέπειες. Χωρίς δηλαδή ο πόνος να εκφράζεται. Με αχ και ωχ, δάκρυα, συσπάσεις, μυϊκούς σπασμούς κλπ. κλπ. Κι εσύ μαμά μάλλον τότε πονούσες με τον ίδιο τρόπο που πονώ εγώ τώρα. Λένε οι γιατροί ότι έχω το ίδιο βλέμμα. Πού το ξέρουν αυτοί, εύλογα θα με ρωτήσεις. Είναι ατσαλάκωτοι. Το φαντάζεσαι; Οι ιατρικές ποδιές τους λάμπουν. Ούτε μια ρυτίδα στο μέτωπο. Έτσι σαν από συστολή. Κάτι σαν σεβασμό για τους ανθρώπους που πονούν. Όχι φυσικά μαμά δεν είναι σωστό να μεταθέτω τον πόνο μου σε κακία. Δεν είναι αυτό. Κατανοώ πια μετά από τόσες χιλιάδες ώρες σκέψης, ότι η ζωή χρειάζεται λεπτούς χειρισμούς για να γίνει ανεκτή. Παράλογο. Ανοχή στη ζωή. Δεν το ένιωσα ποτέ αυτό. Ωπ! Η μνήμη έβγαλε φλας. Αν αυτό το έλεγα στους γιατρούς μου μπορεί και να είχα την τύχη να δω ένα αδιόρατο χαμόγελο. Πως το θυμάμαι αυτό; Χα, κι εσένα σε ξεγέλασα μαμά. Ψεματάκι! Δεν το θυμάμαι. Το κατασκεύασα. Εκ πείρας! Με ξέρω καλά. Δεν θα ανεχόμουν ποτέ τίποτα. Θα το υπέμενα ναι. Συνειδητά. Γιατί μαμά η θλίψη τού πόνου ήταν το μοναδικό σημείο συγκόλλησής μας. Έτσι πιστεύω. Ας επανέλθω όμως στους κεραυνούς. Όπως σου είπα, έκαναν τα σεντόνια ξέφτια και αυτά από εκδίκηση χώθηκαν μέσα στις μήνιγγές μου. Και δεν φτάνει αυτό, έχω και τις επίμονες ερωτήσεις της ιατρικής κοινότητας. Ειδικότητες, ειδικότητες, ένα μάτσο περιηγητές περνούν πάνω από το σώμα μου, τσιγκλάνε το μυαλό μου, ζουλάνε αδιάντροπα την κοιλιά μου. Πώς να τους το εξηγήσω; Δεν είναι όλα επιλύσιμα. Και μάλιστα με μαθηματικό τρόπο. Παραβλέπουν πάντα πως υπάρχουν φορές που ο άγνωστος ΧΙ αρνείται να αποκτήσει υπόσταση. Αναπτύσσεται μόνο στο σκοτάδι. Γιατί εκείνο ήταν για πολλούς αιώνες το σπίτι του. Αρνείται να συμπορευτεί με τα ψι και ωμέγα. Αχ μαμά. Τόσο ξαφνικό φως. Πώς να το απορροφήσω; Οι γιατροί, ναι πάλι αυτοί, είπαν πως μόνο οι δικές μου κόρες μένουν αδιάφορες στην απότομη εισροή τόσου φωτός. Οι κόρες των ματιών μου, εννοούν. Δεν συστέλλονται. Μένουν απαθείς. Στο φως. Και τα βλέφαρά μου επίσης. Απαθή. Νεκρικά ακίνητα. Άκου κι αυτό μαμά. Δεν ξέρουν τι όνομα έχει η αρρώστια μου. Γέλα λίγο μαμά. Αληθινό αστείο είναι αυτό. Εδώ εγώ ολόκληρος άνθρωπος και ήμουν για… πόσα χρόνια… ανώνυμος. Στερούμουν ονόματος. Ψιτ, ξουτ, ουστ όλες οι προσφωνήσεις μονοσύλλαβες και άνευ κεφαλαίου γράμματος. Βασικό γραμματικό χαρακτηριστικό ενός ανθρώπινου ονόματος. Και αυτοί στενοχωριούνται για μια αρρώστια. Που στο κάτω-κάτω δεν με κάνει να υποφέρω άρα μάλλον ευγνωμοσύνη πρέπει να της χρωστάω. Ξέρεις μαμά πολλές φορές σκέφτομαι, πως από εκεί που είσαι, με βοηθάς περισσότερο από τότε που ήσουν κοντά μου. Δίπλα μου. Μα τόσο απαθής. Λες να είχες κι εσύ την ίδια αρρώστια μαμά αλλά σε άλλα όργανα; Μπορεί. Κρίμα που τότε δεν μπορούσε να σε δει κάποιος γιατρός. Ίσως να είχες γιατρευτεί, κι εγώ να μην είχα καν αρρωστήσει. Μα τι λέω; Τίποτα δεν θα είχαν καταφέρει. Μετά από τόσα χρόνια και ακόμα ψάχνουν παντού τον άγνωστο ΧΙ. Όλο κάτι διαφεύγει στην επιστημονική κοινότητα. Πιστεύουν. Πιστεύουν λάθος. Δεν θα λύσουν ποτέ αυτή την εξίσωση. Για τον απλό λόγο ότι δεν αναγνωρίζουν πως το πρόβλημα δεν είναι να κάνουν γνωστό τον ΧΙ αλλά να παραδεχτούν απλά πως ο ΧΙ έχει επιλέξει να παραμείνει άγνωστος. Πως μάχεται για αυτό. Προς χάρη του θαύματος της δημιουργίας. Να μην σε κουράζω άλλο μαμά. Ήθελα μόνο να σου πω, πως προσπάθησα να αναλύσω αυτή τη λέξη που μου τέθηκε από τους θεράποντές μου, ως γρίφος. Τη λέξη παράπονο. Όχι, ότι αυτό γίνεται από ενδιαφέρον εκ μέρους τους. Πρόκειται για καθαρή πρόφαση. Προσπαθούν να ενεργοποιήσουν επιτέλους οποιαδήποτε έκφραση των συναισθημάτων μου για να ζήσουν τη χαρά της επιτυχίας. Αδιάφορο αν αυτή η επιτυχία θα μου χαρίσει και τη γιατρειά. Γιατί ξέρουν πολύ καλά ότι αυτό δεν μπορεί να συμβεί αν δεν επιστρέψει το καταδιωγμένο φως στο βλέμμα σου. Και επαγωγικά στο βλέμμα μου. Το ξέρω μαμά δεν είναι αλήθεια. Ψεματάκι! Αλλά δεν το λέμε.
Καληνύχτα
Πηγή φωτογραφίας: https://commons.wikimedia.org/w/index.php?search=%CE%B2%CE%BB%CE%AD%CE%BC%CE%BC%CE%B1&title=Special:MediaSearch&go=Go&type=image