You are currently viewing Ρουσιώ: Μια γυναίκα που συμβολίζει την εποχή της

Η Άννα Ρω παρουσίασε δημόσια για πρώτη φορά την ιστορία της Ρουσιώς της κεντρικής ηρωίδας του μυθιστορήματος “ΡΟΥΣΙΩ ΜΗ ΜΕ ΞΕΧΝΑΣ’, συνομιλώντας με τη Σπυριδούλα Γεωργοκίτσου στην ραδιοφωνική εκπομπή “Αντιθέσεις” της δημοτικής ραδιοφωνίας Πρεβέζης. Εξαιτίας των εξαιρετικά δύσκολων καιρικών συνθηκών που ράπιζαν την πόλη όταν έλαβε χώρα η εκπομπή την Παρασκευή το πρωί 21/1/23, η επικοινωνία κατέστη δύσκολη και η ζωντανή σύνδεση δεν ήταν εφικτό να ηχογραφηθεί με συνέπεια, ώστε να κοινοποιηθεί εκ των υστέρων στο κοινό. Η Ήπειρος είναι ο γενέθλιος τόπος της Ρουσιώς και η Πρέβεζα το πρώτο φιλικό καταφύγιο που φιλοξένησε τη Ρουσιώ και τη μάνα της Φρόσω μετά τη βίαιη απόσχισή τους από τις ορεινές πλαγιές των Τζουμέρκων.

Σύνταξη – επιμέλεια ερωτήσεων: Σπυριδούλα Γεωργοκίτσου

Επιμέλεια γραπτής μεταφοράς της συνέντευξης για το ΣημειΩματάριο: Αλέξανδρος Καφετζόγλου

Ασχολείστε με τη συγγραφή από την παιδική σας σχεδόν ηλικία. Τι λειτούργησε τότε για σας ως έναυσμα; Τι σας κράτησε στην πορεία;

Νομίζω πως αυτό που με παρακινεί ακόμα και σήμερα για να γράφω, είναι ακριβώς το ίδιο με την πρώτη φορά και δεν είναι άλλο από την αδικία. Ο κόσμος που ζούμε πολλές φορές είναι αρκετά σκληρός. Ο καθένας μας, υψώνει ένα οχυρό για να προστατευθεί. Έτυχε εγώ, να υψώσω το οχυρό της λογοτεχνίας. Συγκεκριμένα, η πρώτη φορά που έπιασα το μολύβι για να γράψω μια δική μου ιστορία ήταν στην πρώτη γυμνασίου. Θυμάμαι ακόμα το θέμα. Επρόκειτο για έναν φαντάρο, που τον περνούσαν στρατοδικείο για την εναντίωσή του σχετικά με τις συνθήκες στράτευσης κλπ. Είχε περάσει πρόσφατα η περίοδος 1973-1974 και με είχε επηρεάσει βαθιά η γενική επιστράτευση, εξαιτίας της εισβολής των Τούρκων στην Κύπρο. Τότε, ήταν έντονος ο εκφοβισμός και η αμφιβολία για το τι μέλλει γενέσθαι και όλη αυτή η ατμόσφαιρα, φαίνεται πως επηρέασε την παιδική μου ψυχοσύνθεση και με οδήγησε στην πρώτη επαφή με τη συγγραφή. Στη συνέχεια, όσο το μυαλό μου ακονιζόταν με την ανάγνωση – είχε μπει ήδη στη ζωή μου ο Λουντέμης, ο Καζαντζάκης, ο Βασίλης Βασιλικός, ο Ζολά, ο Γκόρκι και πολλοί άλλοι λογοτέχνες, τόσο το γράψιμο γινόταν ο μοναδικός τρόπος έκφρασής μου. Αισθανόμουν, πως ότι αποτυπωνόταν στο χαρτί το μοιραζόμουν με όλο τον κόσμο. Παρόλο, που δεν έδινα σε κανέναν τα γραφτά μου να τα διαβάσει, η αίσθηση πως έτσι επικοινωνούσα με γνωστούς και άγνωστους ήταν διάχυτη. Να πω κάτι, παραφράζοντας τον στίχο του Καρυωτάκη: έγινε εν τέλει η συγγραφή το καταφύγιο που φθονούσα. Γιατί η αλήθεια είναι, εσείς θα το ξέρετε ως ομότεχνη, πως δεν είναι πάντα ευχάριστο να σκύβεις πάνω από το χαρτί με βαθύ πόνο ψυχής αρκετές φορές και να γράφεις ασταμάτητα. Πολλές είναι οι φορές μάλιστα που θα προτιμούσα αυτό τον χρόνο να τον είχα διαθέσει με μια ωραία παρέα που απλά φλυαρεί στον ήλιο. Η αδικία όμως με προσκαλεί θέλοντας και μη κι έτσι προστρέχω στο χαρτί και του εξομολογούμαι.

Έχετε δοκιμάσει τον εαυτό σας σε διάφορα λογοτεχνικά είδη, ανάμεσα σ` αυτά η ποίηση, η πεζογραφία, τα θεατρικά κείμενα.  Θα λέγατε πως σας κέρδισε το μυθιστόρημα;

Όχι δεν θα το έλεγα πως είναι το μυθιστόρημα το είδος που με έχει κερδίσει. Αυτό που με συγκλονίζει είναι η ποίηση, αλλά νομίζω πως ακόμα δεν τα καταφέρνω τόσο καλά. Προσπαθώ να σαγηνεύσω τις λέξεις, να εξαϋλώσω τις εικόνες και να τις κάνω στίχους, να μάθω τους κανόνες για να σχηματίσω δικούς μου αλλά όσο πλησιάζω, τόσο απομακρύνομαι. Πρέπει να έχω πάνω από 200 ποιήματα που ακόμα δεν μπορώ να τους δώσω τελική μορφή αλλά επανέρχομαι σ` αυτά και τα παλεύω γιατί με γοητεύει η όλη διαδικασία.
Το μυθιστόρημα από την άλλη είναι μια μεγάλη πρόκληση. Είναι το εκτενέστερο, από όλα τα υπόλοιπα λογοτεχνικά είδη της πεζογραφίας. Μπορεί κάποιος να δημιουργήσει ένα τεράστιο σύμπαν, αλλά ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος να υποπέσει σε τόσα λάθη, ώστε αυτό το σύμπαν εύκολα να καταρρεύσει και από δημιούργημα να γίνει μια συγγραφική καρικατούρα. Πρέπει κανείς να διανύσει αυτή τη μεγάλη απόσταση από την αρχή έως το τέλος της δημιουργίας του με μικρά βήματα, να διαβάσει και να ξαναδιαβάσει το κείμενό του, ώσπου να έρθει η στιγμή που να πει: Νομίζω πως κάτι κατάφερα, ας το στείλω σε κάποιον αναγνώστη να μου πει τη γνώμη του. Το μυθιστόρημα θέλει πολύ και συνεχή κόπο, δεν γράφεται σε λίγους μήνες. Γίνεται εμμονή κι αυτό είναι επίπονο για τον συγγραφέα. Του στερεί την προσωπική του ζωή και κάποια στιγμή αναρωτιέται. Αξίζει αυτή η θυσία για 500-600 σελίδες; Η απάντηση, έρχεται με τον χρόνο. Όταν ακούς τις πρώτες θετικές αντιδράσεις ή ακόμα και τη σκληρή κριτική, τότε λες: Ναι, άξιζε τον κόπο γιατί εκτός από μένα κατοικήσανε στον κόσμο που δημιούργησα κι άλλοι άνθρωποι. Αυτό, είναι ένα δυνατό αντιστάθμισμα.

Το βιβλίο σας ¨Ρουσιώ μη με ξεχνάς” κυκλοφόρησε φέτος λίγο πριν το καλοκαίρι από τις εκδόσεις Λιβάνη και πρόκειται για ένα ιστορικό μυθιστόρημα.  Πόσο δύσκολο είναι να ξεκινήσεις κάποιος τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος και ταυτόχρονα να μετατρέπεται σε ιστορικό ερευνητή ώστε να εντάξει σωστά στα ιστορικά δεδομένα;

Ακόμα περισσότερο δύσκολο το ιστορικό μυθιστόρημα, χρειάζεται μεγάλη αφοσίωση για να αποδοθεί επαρκώς. Η ιστορία της Ρουσιώς αρχικά ως θέμα μού ήταν οικείο γιατί από την παιδική μου ηλικία ήταν οι άπειρες διηγήσεις που άκουγα στο στενό οικογενειακό μου περιβάλλον αλλά και στον κοντινό κοινωνικό μου περίγυρο. Γρήγορα όμως αυτό φάνηκε πως δεν είναι αρκετό. Έτσι αναγκάστηκα να επανέλθω στο κείμενο της πρώτης γραφής αφού εξοπλίστηκα με πιο ευρεία γνώση των γεγονότων και επάνδρωσα ξανά κάθε κεφάλαιο με νέα στοιχεία. Για παράδειγμα, για τα κεφάλαια που αφορούν τη μετανάστευση στη Γερμανία και τη ζωή των γκασταρμπάιτερ άντλησα χρήσιμες πληροφορίες από τα βιβλία του Βασίλη Βασιλικού, Μαγνητόφωνο 1 και 2 στα οποία, είχε καταγράψει το ρεπορτάζ που είχε ο ίδιος κάνει την εποχή των πρώτων μεταναστών στη Γερμανία δηλ. στην αρχή της δεκαετίας του `60. Αυτό βέβαια, ήταν καθαρή τύχη γιατί την περίοδο που επεξεργαζόμουν για άλλη μια φορά το μυθιστόρημα, έτυχε να μαθητεύσω κοντά του και διαβάζοντας εκείνος τα σχετικά κεφάλαια, με τη χαρακτηριστική γενναιοδωρία που τον διακρίνει, μού έδωσε τα βιβλία και αφού τα μελέτησα, επανατοποθετήθηκα ξανά και ξανά ώσπου να ακούσω από το στόμα του δάσκαλου μου, πως ναι, τα γράφεις όπως ακριβώς ήταν, όπως τα έζησα κι εγώ τότε. Έτσι λίγο ως πολύ κινήθηκα και με τα υπόλοιπα ιστορικά θέματα που έχουν λάβει χώρα την περίοδο 48-68. Διάβασα σχετικά βιβλία, βούτηξα στα άδυτα του διαδικτύου προκειμένου να ταυτοποιήσω και να επικυρώσω τη γνησιότητα όσων γράφω. Και τελικά θέλω να πιστεύω πως τα παρέθεσα με αρκετή συνέπεια.

Η Ρουσιώ παρελαύνει ιστορικά γεγονότα, όπως τον εμφύλιο πόλεμο. την μεταπολεμική περίοδο την πιο σύγχρονη της ελληνικής μετανάστευσης. Πώς επιλέξατε αυτά τα ιστορικά γεγονότα; Τι θέλατε να αναδείξετε;

Αυτή είναι μία καλή ερώτηση. Γιατί επέλεξα αλήθεια αυτά τα γεγονότα; Θα απαντήσω πως δεν επέλεξα αυτή την περίοδο συνειδητά. Εκείνη μάλλον με είχε κυριεύσει, γιατί μεγάλωσα σε μια γειτονιά χτισμένη τη δεκαετία `50 -`60 από εσωτερικούς μετανάστες, εξαιτίας των ανυπόφορων συνθηκών της ζωής στην επαρχία. Αυτό φυσικά οφειλόταν στις συνέπειες της γερμανικής κατοχής αλλά κυρίως στις συνέπειες του εμφυλίου πολέμου. Οι άνθρωποι φτωχοί, εξοντωμένοι και πολλοί εξ αυτών στιγματισμένοι έφευγαν κακήν κακώς από τον τόπο τους και μετοικούσαν με ελάχιστα υπάρχοντα, στις λεγόμενες παραγκουπόλεις, των δυτικών κυρίως προαστίων της Αθήνας.
Επίσης, δεν έχουν εκλείψει ακόμα και σήμερα, οι αιτίες που προκάλεσαν τις συνέπειες της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου πολέμου. Σιγοβράζουν ακόμα στα τοιχώματα του καπιταλιστικού ηφαιστείου, έτοιμες να ξεπηδήσουν και να κατακάψουν τον κόσμο. Τι έχει αλλάξει από τότε; Πολλά, αλλά όσο αφορά τη θέση του ανθρώπου απέναντι στα κραταιά μεγαθήρια τίποτα. Πάντα παραμονεύει ο κίνδυνος οι κλειδούχοι του κόσμου να εκμηδενίσουν τον άνθρωπο, για τους οποίους απλά, είναι το εργαλείο επίτευξης των στόχων τους. Όταν όμως, ο άνθρωπος θα σταματήσει να είναι το καλό και χρήσιμο εργαλείο τότε θα είναι άχρηστος. Το βλέπουμε άλλωστε καθημερινά σε μικρή ή μεγάλη κλίμακα. Νομίζω αυτός είναι ο κυριότερος λόγος που εκείνη η περίοδος παραμένει συγκλονιστικά φρέσκια στη μνήμη μας και παρασύρει κάποιους συγγραφείς αλλά και μεγάλη μερίδα αναγνωστών να ανατρέχουν σε αυτή. Με μια φράση και αφού προ – είπα ότι η αδικία είναι το έναυσμα μου για τη συγγραφή, αυτή η συγκεκριμένη περίοδος που εξιστορώ, έχει επωμιστεί τις τραγικές συνέπειες από τις τερατώδεις αδικίες, που συνέβησαν κατά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο ανά τον κόσμο. Όσο αφορά τα υπόλοιπα γεγονότα όπως είναι η παγκόσμια εξέγερση του `68, με οδήγησε σε αυτά η παντιέρα της Ρουσιώς, η οποία, ανέμιζε πάντα προς τα εκεί, όπου ο κόσμος αγωνιζόταν για τα δίκαια και τα λεηλατηθέντα κεκτημένα του.

Η  Ρουσιώ “ελπίζει πάντα σε μια άνοιξη”, εσωτερική, κοινωνική. Τη βρίσκει θα λέγατε;

Αυτό κι αν είναι δίλημμα. Δεν ξέρω τι να σας απαντήσω. Όπως θα διαπιστώσει κάθε αναγνώστης που θα διαβάσει το βιβλίο στο τέλος δεν υπάρχει τέλος. Η Ρουσιώ είναι στην ωραία για όλους τους ανθρώπους ηλικία των 30 ετών, εκεί που έρχεται η ωρίμανση στην προσωπικότητα του ατόμου και κάποιος αισθάνεται πολύ δυνατός και δημιουργικός. Παρόλα αυτά όμως, η δύναμη και το κουράγιο για δημιουργική πορεία εξαρτάται και από τα βιώματα του κάθε ανθρώπου. Και η Ρουσιώ είναι σαν να έχει ζήσει πολλές ζωές ταυτόχρονα. Έχει άλλο βάρος στις πλάτες της, από αυτό που πιθανόν κουβαλάει ένας συνομήλικός της. Οπότε δεν ξέρω. Θα τα καταφέρει; Έχει βέβαια και τεράστια τόλμη και θέληση. Το πέρασμα στο φως είναι ο σκοπός της ζωής της. Ναι, θα τα καταφέρει λέω τώρα. Θα ανθίσει κι εκείνη όπως και ο κόσμος γύρω της.

Όμως η Ρουσιώ έχει μια ισχυρή φιγούρα δίπλα της. Μια συμπρωταγωνίστρια θα λέγαμε, το Φροσί  την μητέρα της. Πώς θα χαρακτηρίζατε τη σχέση τους; 

Αγκάθι και βάλσαμο μαζί. Έτσι θα τη χαρακτήριζα. Έτσι την αισθανόταν και η Ρουσιώ. Η Φρόσω, η μάνα της, είναι μια γυναίκα ταγμένη στην εποχή της. Ένας βράχος, όπου η Ρουσιώ από τη μία βρίσκει καταφύγιο και από την άλλη κόβεται και τσακίζεται στις αιχμηρές ράχες του. Αναγκάστηκε να πάρει πολύ δύσκολες αποφάσεις οι οποίες δυστυχώς επηρέασαν αρνητικά τη Ρουσιώ, αφού ξαφνικά σε ηλικία 10 ετών θα αποχωριστεί βίαια τη ζεστή θαλπωρή του σπιτιού της και θα βρεθεί σε ένα άγνωστο περιβάλλον περιτριγυρισμένο από εχθρικούς ανθρώπους. Αυτή ήταν η αρχή για τη ρήξη στη σχέση τους. Αν και η Φρόσω έκανε ότι μπορούσε για να στρώσει μια νέα ζωή για το παιδί της τσιγκουνευόταν τις εκδηλώσεις αγάπης. Η Ρουσιώ όμως, ως παιδί λαχταρούσε τα χάδια, τα παιχνιδίσματα, τη φαντασία, όπου κάθε παιδί ποθεί να ζει. Δεν συγχώρεσε ποτέ τη μάνα της για την παντοδυναμία της, γιατί γνώριζε καλά, πως χωρίς αυτή την παντοδυναμία εκείνη, ήταν ανοχύρωτη. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος έφυγε μακριά της. Αν κάποιος αναγνώστης, εστιάσει στη σχέση τους, θα καταλάβει, πως η Ρουσιώ, ακολουθεί χωρίς να το συνειδητοποιεί τις επιλογές που κάποτε είχε η μάνα της αποφασίσει για τη ζωή τους και για τις οποίες εκείνη τόσο σκληρά την είχε επικρίνει. Με τη διαφορά ότι εκείνη δεν ήταν τόσο δυνατή και λύγισε. Στο μεταίχμιο όμως της ζωής ενός παιδιού, ποιος είναι πάντα ο παραστάτης; Η μάνα. Σε αυτό το σημείο μάνα και κόρη ξαναδίνουν τα χέρια. Η αγάπη είναι η μόνη δύναμη που διατηρεί τους ανθρώπους εν ζωή ζωντανούς. Η Φρόσω τελικά έβαλε πολύ νερό στο κρασί της. Άρχισε να καταλαβαίνει ότι δεν αρκεί μόνο να αποφασίζει για το καλό του παιδιού της. Ότι είναι πολύ πιο σημαντικό να αφουγκράζεται τις αγωνίες, τα θέλω, τα μη τα ναι και τα όχι του. Από την άλλη η Ρουσιώ μετά από τόσα παθήματα που είχε βιώσει, είχε αμβλύνει μέσα της το χάσμα. Αντί να γέρνει προς τη γη προτίμησε να γείρει προς την μάνα της. Και βήμα βήμα συναντήθηκαν οι καρδιές τους και βρήκε η αγάπη τον τόπο της. Δύσκολη σχέση αλλά αληθινή και εν τέλει πολύ δυνατή.

Μάνα και κόρη, λοιπόν, δίνουν την εντύπωση, πως άλλοτε είναι γητευτές του χρόνου και της εποχής κι άλλοτε απλοί θεατές των γεγονότων, που με τη στάση τους αυτή αφήνουν το ιστορικό – πολιτικό γίγνεσθαι να αναδειχθεί.

Επισημαίνετε με αυτή την ερώτηση κάτι πολύ σημαντικό. Τη φύση του ανθρώπου, που πολλές φορές επηρεάζει τη θέση του σε αυτόν τον κόσμο. Ο άνθρωπος λοιπόν από τη φύση του, τι επιζητά; Την καλοζωία. Ποιος θέλει να βασανίζεται, να μάχεται σε όλη του τη ζωή, να βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα; Κατ` ουσία κανείς. Παρόλα αυτά το βλέπουμε πολύ συχνά αυτό να συμβαίνει στην πορεία του ανθρώπου. Να μην πω, πως μόνο αυτό συμβαίνει στην προσπάθειά του να επιβιώσει, να διακριθεί και να επιβληθεί. Το ίδιο γίνεται στη ζωή της Ρουσιώς και της Φρόσως. Κατά βάθος, επιθυμούν να ζήσουν σε ένα ιδανικό περιβάλλον για τις δικές τους προσδοκίες, αλλά οι γενικές συνθήκες τις εμποδίζουν να το πραγματοποιήσουν. Τότε έρχονται αντιμέτωπες με το δίλημμα. Τι κάνουμε τώρα; Σε ποια πλευρά στεκόμαστε; Βυζαίνουμε το δάχτυλό μας σαν να μη συμβαίνει τίποτα ή γινόμαστε ένας κρίκος στην αλυσίδα της εναντίωσης σε κάθε αδικία; Όσο αφορά τη Φρόσω παρόλο που κατανοούσε απόλυτα τα παιχνίδια που παίζονταν εις βάρος της ανθρωπότητας, αποφάσισε να παραμείνει στη θέση της ουδετερότητας. Γιατί ήταν μια γυναίκα μόνη μ` ένα μικρό παιδί και έπρεπε να επιβιώσει. Γιατί είχε κουραστεί από τη θέα του θανάτου και τη θλίψη της απώλειας. Γιατί είχε να παλέψει με τη φτώχεια και τον κοντινό της περίγυρο. Γιατί είχε τόση δύναμη, όση ακριβώς χρειαζόταν για να μεγαλώσει τη Ρουσιώ. Η Ρουσιώ απ` την άλλη, είχε μέσα της ένα θεριό, που βρυχιόταν και τάιζε την οργή της για όλα όσα συνέβαιναν ερήμην της, και της πετσόκοβαν τη ζωή. Είχε όμως κι εκείνα τα στοιχειά. που χόρευαν μέσα στο μυαλό της και την καταδίωκαν από εκείνο το μοιραίο και αιφνίδιο φευγιό από τον τόπο της. Γι` αυτό τον λόγο, άλλοτε έπεφτε στη φωτιά κι άλλοτε κοβόταν σαν σπασμένο καράβι σε απάνεμη θάλασσα. Πάντως και οι δυο τους, ανεξάρτητα αν έπραξαν σωστά ή λάθος, είχαν βαθιά μέσα τους στερεωμένο το δίκιο της ανθρωπότητας.

Φωτογραφία κοριτσάκι με βιβλίο ΡΟΥΣΙΩ ΜΗ ΜΕ ΞΕΧΝΑΣ

 Η Πρέβεζα είναι ένα κομβικό σημείο στο βιβλίο σας. Τι σας συνδέει με την πόλη μας;

Πρέβεζα… Η Πρέβεζα, είναι το πρώτο φιλικό καταφύγιο μάνας και παιδιού μετά την πολυήμερη περιπλάνησή τους από το χωριό τους στα Τζουμέρκα προς την διάσωσή τους. Εδώ μένει η αδελφή της Φρόσως και θεία της Ρουσιώς, η Φιλίτσα. Εκείνη θα τις φιλοξενήσει με πολύ αγάπη και ζεστασιά. Εδώ στην Πρέβεζα του εμφυλίου, θα δώσει έναν ακόμα αγώνα η Φρόσω, ώσπου να καταφέρει την ασφαλή μετοίκησή τους, εντός εισαγωγικών ασφαλή, γιατί πολλά και σκληρά θα γίνουν εις βάρος τους στο μέλλον. Εδώ θα αρθρώσει την πρώτη αντίδραση της η Ρουσιώ ενάντια στις αποφάσεις της μάνας της, εδώ θα ξεστομίσει την πιο σκληρή κουβέντα που μπορεί να ακούσει μια μάνα από το παιδί της. Όλοι γνωρίζουμε πως τα πληγωμένα παιδιά μπορούν να γίνουν οι πιο σκληροί επικριτές των γονιών τους. Προσωπικά, όταν σκέφτομαι την Πρέβεζα εκτός από την ωραία τοποθεσία που είναι χτισμένη αυτή η πόλη με το λιμάνι της, το κάστρο του Παντοκράτορα, ζωγραφίζεται στο μυαλό μου η όψη του Καρυωτάκη και ένα αγαπημένο ποίημα που χαρακτηρίζει άψογα την ψυχική κατάσταση της Ρουσιώς.

Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου,/ κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,/ κι αν σέρνομαι στ’ ακάθαρτα του δρόμου,/ πουλάκι με σπασμένα τα φτερά/ κι αν έχει, πριν ανοίξει, το λουλούδι/ στον κήπο της καρδιά μου μαραθεί,/ το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι/ κι αν ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί·/ κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου/ βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ/ καθάρια πώς ταράζεται η ψυχή μου/ σα βλέπω το μεγάλον ουρανό,/ η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη,/ και ογραίνοντας την άμμο το πρωί,/ μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,/μου λέει για κάποια που ’ζησα ζωή!

Εσάς ως αναγνώστη τι σας αρέσει να διαβάζετε. Ποιους συγγραφείς προτιμάτε;

Θα πω ότι δεν ανήκω στους επιμελείς και συστηματικούς αναγνώστες. Υπάρχουν περίοδοι που διαβάζω με ένταση και περίοδοι που κρατώ απόσταση από την ανάγνωση. Σίγουρα όμως θα διαβάσω τουλάχιστον ένα ποίημα την ημέρα και σίγουρα θα διαβάζω κάποιο βιβλίο ενόσω γράφω κάποιο άλλο. Είναι η αναπνοή μου αυτό. Μετά την ποίηση κυρίως τη σύγχρονη, με ελκύουν τα ιστορικά αναγνώσματα όπως είναι η τριλογία «ακυβέρνητες πολιτείες» του Στρατή Τσίρκα ή στοχαστικά κείμενα όπως είναι οι χτίστες του Γιώργου Χειμωνά. Την τελευταία περίοδο παρακολουθώ με ενδιαφέρον πολύ νέους ηλικιακά συγγραφείς, όπως είναι ο Νίκος Μάντης έως και πρωτοεμφανιζόμενους όπως είναι η Στρατούλα Θεοδωράτου και τολμώ να πω, πως έχει αναπτερωθεί το ηθικό μου σχετικά με την εξέλιξη της ελληνικής λογοτεχνίας. Νομίζω, πως όσο με γοητεύουν, ή με γητεύουν καλύτερα, θα παραμείνω στα σύγχρονα νεοελληνικά αναγνώσματα.

Αν και είναι σχετικά νωρίς, θα ήθελα να ρωτήσω αν έχετε κατά νου το επόμενο συγγραφικό σας πόνημα.

Δεν είναι νωρίς. Το έχω ήδη υποβάλει στον εκδοτικό μου οίκο. Ήταν έτοιμο πολύ πριν την έκδοση του βιβλίου ΡΟΥΣΙΩ ΜΗ ΜΕ ΞΕΧΝΑΣ. Η Ρουσιώ ολοκληρώθηκε σε επτά χρόνια. Ήταν μια σπουδή για μένα η τριβή με αυτό το μυθιστόρημα και το μάλαζα σαν μικρό παιδί. Υπήρχαν διαστήματα που το άφηνα να ξεκουραστεί και να επανέλθει με νέες απαιτήσεις για βελτίωση. Στα κενά αυτά, διοχέτευα τη συγγραφική μου ενέργεια σε μικρές αλλά πολύ δυνατές ιστορίες τις οποίες συνέδεσα με έναν κεντρικό μυθιστορηματικό άξονα και έτσι δημιούργησα μια ολοκληρωμένη σύνθεση. Πιστεύω όταν έρθει η ώρα της έκδοσης της, να την απολαύσουν οι αναγνώστες και να ανταποκριθούν θετικά όπως έκαναν και με τη Ρουσιώ μου.

 Από που αντλείτε έμπνευση; Όταν γράφετε θέλετε την απομόνωσή σας;

Όχι δεν απομονώνομαι. Η καθημερινότητα, με όλες τις αντιξοότητές της πυροδοτεί τις υπαρξιακές μου αναζητήσεις και κατά επέκταση με ωθεί στη συγγραφή. Παρόλα αυτά είναι πολύ σημαντικό για μένα να βρίσκομαι ταχτικά σε μια λογοτεχνική ατμόσφαιρα. Είτε αυτή δημιουργείται με την ανάγνωση, είτε με την παρακολούθηση μιας παρουσίασης βιβλίου, είτε με τη συμμετοχή μιας συνάντησης ομότεχνων, είτε με τη μαθητεία κοντά σε λογοτέχνες που ακολουθώ και εκτιμώ για τη λογοτεχνική τους πορεία. Για παράδειγμα, τις μικρές ιστορίες που σας περιέγραψα προηγουμένως τις έγραψα ενόσω μαθήτευα κοντά στον Βασίλη Βασιλικό, αρκετά ποιήματα έχω γράψει παρακινούμενη και εμπνεόμενη από τη συμμετοχή μου στον δρόμο της ποίησης με τον Γιώργο Μπλάνα ή παλιότερα, στα πλαίσια της συμμετοχής μου σε σεμινάριο με τον Βασίλη Κατσικονούρη οφείλω τη συγγραφή αρκετών θεατρικών μονολόγων και ενός θεατρικού έργου. Για μένα η απομόνωση είναι πολυτέλεια. Αρκεί ένα ζευγάρι ακουστικά, χαλαρή μουσική υπόκρουση και αρχίζει το ποτάμι που καλπάζει μέσα μου να εκβάλει στο λευκό χαρτί. Δεν χρειάζομαι κάτι άλλο.

Τι θα λέγατε ότι είναι για σας η λογοτεχνία; (Αν σας έλεγα να την προσεγγίσετε με τρεις μονάχα λέξεις)

Η πρώτη φράση τριών λέξεων που μπορώ να σκεφτώ ως συγγραφέας είναι: Αρμονία σκέψης – λόγου. Και ως αναγνώστης: Ταξίδι του νου. Αυτά νομίζω τα δύο καλύπτουν την αίσθηση που έχω για τη λογοτεχνία


Αφήστε ένα σχόλιο