Σάος.
Έκλεισα τα μάτια μου για μια στιγμή.
Και ήταν κι αυτός ο ήχος.
Μέχρι να θυμηθώ ότι δεν είναι πια η ειδοποιός διαφορά.
Ότι ο μόνος ήχος θα είναι η σιωπή.
Μέχρι να θυμηθώ, για μία στιγμή.
Φορούσα ένα χαζό κόκκινο σκουφάκι
Κι έπινα σπιτικό λικέρ κανέλα.
Κατευθείαν από μία μέρα γιορτινή.
Κουνούσα τα χέρια μου και μίλαγα πολύ.
Κι όλο ήμουν σίγουρη πως τέτοια χρονιά δεν θα εμφιαλωθεί ποτέ ξανά.
Κανέλα και γαρύφαλλο.
Κρατούσα ένα χρυσαφένιο περιτύλιγμα σοκολάτας.
Ολόκληρο.
Που αφού εκπλήρωσε τον χρησμό του το έκανα σελιδοδείκτη.
Πιο περιπετειώδη Κυριακή δεν μου έχουν χαρίσει.
Και το φυλάω για ειδικές περιστάσεις.
Όταν διαβάζω το βιβλίο που λέει για τις μεγάλες θάλασσες και τους ναυτικούς που τις αγάπησαν.
Μα*ρα*μπου.
Πιο δικό μου τίτλο αγαπημένου κύματος δεν έχω από τότε.
Μία στιγμή.
Κρατάω ένα παιχνίδι.
Με ζάρια κι ερωτήσεις.
Ειδική παραγγελία.
Πιο συλλεκτική παρτίδα δεν έχω παίξει.
Είναι σε συσκευασία δώρου και κοιμάται δίπλα στο ενυδρείο.
Ονόματα ψαριών που όλο ξεχνάω κι έτσι τα λέω όλα χρυσόψαρα.
Που κάποτε υπήρχαν εδώ.
Να λες τα πλάσματα με τ’ όνομά τους μου λες κι ανάβεις ένα τσιγάρο.
Με τους ανθρώπους να ξεχνάς αν χρειαστεί.
Τρέχω δίπλα στο ποτάμι.
Θα σε φωνάξουν μου λες.
Θέλουν να δουν αν είσαι εσύ ή το πιο αγαπημένο μου όνομα.
Μη γυρίσεις.
Κι εγώ που ξέρω ακριβώς που βρίσκεται το πιο πικρό αστείο σ’ αυτή τη σύντομη σύνοψη δεν γυρνάω.
Ο καθένας μπορεί να ξέρει τ’ όνομά μου.
Για το ποτάμι και τα υπόλοιπα σιωπή.
Ένα φλας.
Μία στιγμή.
Σε μία μυστική φωτογραφία.
Υψώνω τα χέρια μου.
Πριν λίγο με είχες αφήσει να κρατήσω ένα κάστρο.
Πρόσεχε, θα σπάσει.
Κι έτσι υψώνω τα χέρια μου κοροϊδευτικά στα εύθραυστα παραμύθια.
Μία στιγμή.
Ένα δαχτυλίδι.
Κι εκεί ανοίγω τα βλέφαρα μου.
Κατεβάζω τα χέρια μου.
Μπροστά μου περνάει μία γυάλα χωρίς νερό.
Και μου βγάζει κοροϊδευτικά τη γλώσσα.
Σάος
Φωτογραφία: Μαρία Σωτηροπούλου