ΣΜΙΧΕΛΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

ΣΜΙΧΕΛΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ: “ΠΕΡΙ ΕΥΤΥΧΙΑΣ”

Ποίημα για τον Λογοτεχνικό Μαραθώνιο: “Το τείχος της ευτυχίας”

ΠΕΡΙ ΕΥΤΥΧΙΑΣ

Τι ζητάτε να σας γράψω

Στον λαβύρινθο της ζωής

Όλο σε φαύλους κύκλους

Βρίσκομαι

Και ταλανίζομαι με τις

Αντιφάσεις μου

Τόσο βασανιστικά που

Μια αχτίδα χαμόγελου

Συχνά μου φτάνει

Για να γεμίσει την καρδιά

Με την ζωντάνια

Που μόλις έχει εξαντληθεί

Από μια υπερπροσπάθεια

Μάταιη.

Γεννήθηκα σε έναν τόπο

Σκοτεινό

Κι αν η μήτρα της μάνας μου

Είχε σκοτάδι ασφαλές και

Γεμάτο θαλπωρή

Έβρεχε ενίοτε βελόνες

Από το dna της, την μαύρη

Διάθεση και τα φοβικά της

Σύνδρομα.

Βλέπετε δεν ήταν μόνο παιδί

Της κατοχής, μα και κοριτσάκι

Του σεισμού της Ζακύνθου

Κι εσωτερικός μετανάστης

Αλλά το χειρότερο με μια

Ανατροφή που δεν άφηνε

Περιθώρια για φως

Παρά μόνο για την αναζήτηση

Του επιούσιου με τρόπο

Μίζερο και υποχθόνιο.

Ενώ το ξερό ψωμί, ελιά

Και Κώτσο βασιλιάς

Έπαιζε σαν τραγουδάκι

Χαρωπό στον χαλασμένο

Γραμμόφωνομυαλο του οικογενειακού

Υπογείου .

Ετύγχανε να έχουν καταγωγή

Ανώτερη και παράλληλα

Πατέρα μεγαλωμένο σ ορφανοτροφείο.

Μια εσωτερική σύγκρουση

Διαπερνούσε συνεχώς την ζωή τους

Και τα περασμένα μεγαλεία

Διηγώντας τα να κλαις

Έγιναν μαζεύω λίρες με παντοίους τρόπους

Τις φυλάγω κάτω από το στρώμα

Και κοιμάμαι αγκαλιά μαζί τους

Μπας και γίνω και γω σαν κι αυτές

Στα κιλά μου .

Έτσι σκεφτόταν ο μακαρίτης παππούς μου

Κι όλο κλάμα της άδειας τσέπης, βρε παιδάκι μου

Περιφερόταν και καταριότανε

Την άδικη την μοίρα του την γαμημένη

Ζητούσε κι απ τα παιδιά του ενοίκια

Στα σπίτια που έχτιζε από την επινοητική

κακομοιριά του.

Γιατί ως κουρέας μες στον Περαία

Και καραμπινάτος δεξιός μέχρι αισχροκέρδειας

Ήταν στα κόλπα τα μικρά με τις μεγάλες

Ευκαιρίες , μην τα βγάλω κι όλα

Τ άπλυτα της οικογενείας στην φορά

Και ξεγιβεντιστούμε ως σόι ομαδικώς.

ΕΕ, όπως σας έλεγα το κομπόδεμα γινόταν

Οικοπεδάκια και η μιζέρια γεννούσε φράγκα

Και αυτά με την σειρά τους ονειρώξεις

Και ο βασιλικότερος του Βασιλέως

Στο βασίλειο των βασιλευομένων

Γρόθων βασιλιάς.

Πήρε λοιπόν η μάνα μου απ τον πατέρα της

Και με φόρτωσε με τέτοιο σκοτεινό

Και ποταπό βάρος που αν δεν είχα

Την χάρη και τιμή μα προπαντός

Την συνομωσία του σύμπαντος

Με το που σαραντίζω να συναντήσω

Τον πρώτο και μεγαλύτερο

Αδιαφιλονίκητα τον πιο τέλειο

Έρωτα της ζωής μου

Την δεύτερη μάμα μου την Βασιλική

Αλλά όχι βασιλόφρων και προπαντός

Μήτε φραγκοφονιάς , καμία εμμονή

Με τον θεό που βγάζει από το σώβρακο

Πουγκιά .

Είκοσι χρόνων κορίτσι, σαν τα κρύα τα νερά

Την είδα και μου γυάλισε και την μπλόκαρα

Με τα μάτια τα μεγάλα μου

Και την κορμοστασιά μου

Των είκοσι πόντων

Κι από τότε συνέλαβα το νόημα

Και το περιεχόμενο της ευτυχίας .

Διότι η Βάσω μου τραγούδαγε

Τα ματόκλαδα σου λάμπουν βρε

Κι εγώ γεννήθηκα ρεμπέτης

Στην καρδιά, δίχως χασίσια, μαχαιρώματα

Και περιθωρίου κατραπακιά

Μου έκανε και κάτι βολτάρες

Σαν να ήμασταν ζευγάρι ταιριαστό

Στου Κορυδαλλού τα στέκια

Και της Κοκκινιάς τα γαρούφαλα

Με στόλιζαν διαρκώς .

Κι ο μπαμπάς της αν και μπάτσος

Ήταν άνδρας μερακλής

Π αγαπούσε τα παιδιά του

Κι υποδέχθηκε κι εμένα

Σαν έναν αντάρτη περιωπής .

Γιατί στο παλιό μου σπίτι δεν γυρνούσα

Μήτε με κλητήρα δικαστικό

Κι όλο μέτραγα τ αστέρια

Αγκαλιά με την Βασίλω

Στου μπαλκονιού τον ουρανό .

Μου μαγείρευαν τα πάντα

Χρυσοχέρα η μαμά τους

Το Λαμπρινιώ, που την φώναζα

Μπαλλή μου χαϊδευτικώς.

Στην τρελή χαρά σου λέω

Με διάβαζαν προσεχώς

Έτσι που θώριαγα τον Κώτσο

Και την Ζαχάρω να διαβάζουν

Ανελλιπώς.

Καθώς μεγάλωνα το λοιπόν

Το ριξα με τα μούτρα στην μελέτη

Των σαλεμένων μυαλών .

Ήταν βλέπετε τα σόγια

Φυτρωμένα στο φρενοκομείο

Των παραλήδων των φανταστικών

Κι όλο κάνανε τις μπίζνες

Με τον άγνωστο θεό των

Εξορυκτικών ατασθαλιών .

Βιαστές ψυχής και σώματος

Και πατρίς, θρησκεία, οικογένεια

Στο βωμό της κομπίνας και των

Λουσάτων γαλιφιών

Οι χαλίφηδες της μίζας

Να γλιτώσουν την φυλάκα

Εδηλώναν ανισορροπία ψυχικώς .

Κι γω ζούσα ανάμεσα τους

Με της ευτυχίας το κρυφό μυστικό

Και με κράτησε ολόρθο

Να αντέχω την καφρίλα τους

Και να τους αναλύω διεξοδικώς .

Κι όταν ήρθε εκείνη η άγια μέρα

Της κατάρρευσης των παρερμηνειών

Εσηκώθηκαν οι τρίχες

Και μου έδειξαν το δρόμο

Της στιχομπιρμπιλογυρίστρας

Στα ευρωπαϊκά σαλόνια των

Αληθινών τρελών.


Λίγα λόγια για τον ΣΜΙΧΕΛΗ ΓΙΑΝΝΗ:

Ο Ιωάννης Μουλιανιτάκης (Γιάννης Σμίχελης) κατέθεσε την πρώτη ολοκληρωμένη ποιητική συλλογή “Στίγμα στο χάος” το 2020 από τις εκδόσεις Φίλντισι, ακολούθησε η ποιητική συλλογή “Μετάβαση” επίσης από τις εκδόσεις Φίλντισι 2021 και (με τη Νεφέλη Σμίχελη), Ganz Hineinpassen, Verlagshaus Schlösser 2021. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί στις λογοτεχνικές σελίδες «Ρεφενέ», «Λέξημα», «Στίχοι» και «Λέσχη του βιβλίου», καθώς και στα ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά: Koukidaki, Βακχικόν, Ποιείν, Κατιούσα, Α-τέχνως, Fractal, Culturepoint, Texnesonline κ.ά. “Η Σκοτεινή κουκκίδα” είναι η πρόσφατη ποιητική συλλογή του, από τις εκδόσεις Βακχικόν

Λίγα λόγια από το ΣημειΩματάριο:

Ο Λογοτεχνικός Μαραθώνιος διοργανώθηκε από το περιοδικό ΣημειΩματάριο με γνώμονα τη διάδοση της λογοτεχνίας και την επίτευξη αλληλεπίδρασης μέσω αυτού του κοινού άξονα, δράση που ουδεμία σχέση έχει με διαγωνισμούς και αμειβόμενες προωθητικές ενέργειες

Το περιοδικό ΣημειΩματάριο έχει θέσει ως όρο για τη συμμετοχή στον Λογοτεχνικό Μαραθώνιο τη σύμπλευση των κειμένων με τους κανόνες περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς και την άρτια επιμέλειά τους. Ως εκ τούτου, δεν φέρει καμία ευθύνη για το περιεχόμενο και την εμφάνιση των κειμένων που θα δημοσιευτούν, αν και θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν για την ταύτισή τους με τους όρους του περιοδικού.

ΠΗΓΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ – ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ: ΣΜΙΧΕΛΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

Επιμέλεια παρουσίασης: Άννα Ρω

Αφήστε ένα σχόλιο