https://pixabay.com/el/illustrations/%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%af%ce%bf-%cf%80%ce%b1%ce%bb%ce%b1%ce%b9%cf%8c%cf%82-%cf%83%ce%bf%cf%85%cf%81%ce%b5%ce%b1%ce%bb%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%b9%ce%ba%cf%8c-863418/

Συν…

σύν < από τον αρχαιότερο τύπο ξύν με τον οποίο συνυπήρξε επί πολύ, αβέβαιης ετυμολογίας αλλά πιθανόν συγγενούς ρίζας με τη λέξη κοινός και ίσως με το λατινικό cum (με)

Το δέντρο ψηλό, ριζωμένο εκεί από καταβολής του κόσμου. Οι πλατιές σκιές του σκοτείνιαζαν την ιστορία. Τα κλαδιά του φορτωμένα αναμνήσεις, κρεμάλες, καρτέρια, κελαηδήματα, τραγούδια και κλάματα φιμωμένα πια σιωπούσαν. Στις ρίζες του ο Άνθρωπος έστρεφε το βλέμμα αργά από κάτω προς τα πάνω αναγκασμένος από τη φύση του σε μια προσπάθεια ανάτασης. Ένα σκίρτημα στα κλαδιά της κορυφής τον αλάφιασε. Το δέντρο πάλι, έμενε ατάραχο. Όσο περνούσε η ώρα μια βυσσινιά χαρακιά, που κατέβαινε από τον ουρανό έκοβε το φύλλωμα στη μέση. Ο Άνθρωπος σήκωσε τα χέρια του. Σε μια προσευχή; Ικεσία; Απειλή; Ήταν δυσανάγνωστη η πρόθεσή του. Από πού πήγαζε; Ποιο σημείο αναφοράς τον ωθούσε σ` αυτήν; Άγνωστο. Ακόμα κι αυτός ο ίδιος ήταν πολύ αδύναμος για να την προσδιορίσει. Προτίμησε λοιπόν να κουλουριαστεί στη βάση του δέντρου. Ν` απομείνει μια σκιά, ένα δακτυλικό αποτύπωμα στο βαθυκόκκινο φως.
Το τραίνο ακούστηκε από μακριά. Χρόνια είχε να φανεί. Η βλάστηση πυκνή οργίαζε στις γραμμές. Ο Άνθρωπος ξαναμμένος από την προσπάθεια του να υψωθεί, έμενε μετέωρος απ` το ξάφνιασμα. Η φωνή ενός τραίνου στ` αυτιά του. Η φωνή ενός τραίνου στ` αυτιά του; Ναι! Η φωνή ενός τραίνου αναγεννούσε τ` αυτιά του. Ερχόταν. Κάθε στιγμή και πιο κοντά. Πώς θα το υποδεχτεί; Είχε πια λιώσει μέσα στα ρούχα του χρόνια να περιμένει μια επαφή. Είχε αποδράσει θυμάται από μια πόλη ζωσμένη με καπνό και οχλοβοή. Φορούσε τότε μια πράσινη γραβάτα, ροζ πουκάμισο και λευκό παντελόνι. Άρα, ήταν Άντρας. Όχι επειδή φορούσε παντελόνι αλλά γραβάτα. Η εποχή το πρόσταζε αυτό. Τι φύλο θα ήταν. Και ποιο ρούχο θα φώναζε στον περίγυρο. Είναι Άντρας. Εκτός… από λίγες τολμηρές εξαιρέσεις. Εκείνος μάλλον δεν ανήκε σε αυτές. Φορούσε γραβάτα. Αυτή η εικόνα έμενε αμετάβλητη στο μυαλό του. Ίσως γιατί ο κόμπος της μαζί με πέντε εκατοστά πανί που της είχε απομείνει, κρεμόταν ακόμα στο λαιμό του. Σκέπαζε το λακκάκι του. Εκεί που είχε την τρύπα. Μια τραχειοτομή. Οι γιατροί είχαν δηλώσει ότι είναι απαραίτητη για να υποστηριχτεί τεχνητά η αναπνοή του. Ο Άνθρωπος δεν ήταν σε θέση να αρνηθεί ή να συναινέσει. Σίγουρα κάποιος – κάποιοι είχαν δώσει συγκατάθεση. Το αποδεικνύει η τρύπα.
Το τραίνο είχε εκσπερματίσει. Ο αχός του είχε κατευναστεί και έγλυφε απαλά τα σπασμένα καλάμια στις γραμμές. Από τα παράθυρα εκσφενδονιζόταν διαμελισμένη η ατίθαση χλωρίδα από τη μανιασμένη πορεία του. Τα αυτιά τού Ανθρώπου, που ακόμα καθόταν προβληματισμένος κάτω από το δέντρο, γέμισαν σάπια χλωροφύλλη. Στα μάτια, το στόμα, τα ρουθούνια υφέρποντα γλοιώδη πράσινα χέλια σχημάτιζαν κήπους κρεμαστούς. Ο Άνθρωπος αναστατωμένος, επιστράτευσε κάθε γνώση που λάνθανε εντός του, για να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο. Στοχεύονταν εκ του πονηρού τα βασικά του όργανα; Δεν ήταν απόλυτα εμφανές ότι συνέβαινε τέτοια στόχευση και μάλιστα εκ του πονηρού. Μόνο ένα τραίνο υπήρχε, που άσθμαινε για να προλάβει το πέρας του χρόνου. Να εκτελωνίσει εμπρόθεσμα τις αξίες που αποτελούσαν το φορτίο του.
Ο Άνθρωπος αφουγκραζόταν τις εκπνοές του, που δήλωναν πόσο πολύ είχε κοπιάσει για να φτάσει έως εδώ. Πού δηλαδή; Γιατί σταμάτησε σ` αυτό το σημείο θεωρώντας ότι είχε πια φτάσει στον σταθμό του; Και γιατί ξαπόσταινε με τέτοιο τρόπο λες κι αυτός ο σταθμός ήταν ο τερματικός; Λες και δεν υπήρχαν βοηθητικές γραμμές που να εξασφαλίσουν τη μεταβολή της πορείας του ή την επιστροφή του στην αφετηρία.
Περίεργο πάντως! Να φτάνει ένα τραίνο έως τις παρυφές της αθανασίας. Ο Άνθρωπος σε θέση πια αναμονής περίμενε να ακούσει τον ήχο των ηλεκτρικών θυρών καθώς θ` ανοίγουν, απογυμνωμένος ως εκτεθειμένη θέα στα βλέμματα των νεοαφιχθέντων επιβατών τής φιδωτής αμαξοστοιχίας. Ποιοι να ήταν; Πόσοι; Τα βαγόνια δεν είχαν τελειωμό. Η ματιά του ακτινοσκοπούσε τη γραμμή σε όλο το μήκος της, μα δεν έφτασε ποτέ ως το τελευταίο όχημα του συρμού. Ήταν η διαδρομή τού σιδηροδρόμου απογοητευτικά ατέλειωτη. Μια ευθεία παραχαραγμένης χρονικής αποικίας. Αδυσώπητη.
Ο Άνθρωπος έκλεισε τα μάτια. Έχωσε τα χέρια του σε δυο σχηματισμένες τσέπες έκπτωτης σάρκας. Ήταν βολικά εκεί μέσα. Επέστρεφε στη θερμοκρασία του πρότερου βίου του. Και στην ατμόσφαιρά του. Εντός των σκοτεινών του περιοχών, σαν μέσα από τηλεσκόπιο, επισκεπτόταν τη μακρινή του χώρα και όσα εμπεριέχονταν σ` αυτή.
Ποια ήταν η χώρα του; Τι του ανήκε; Τι έχει ή μάλλον τι είχε ένας κανονικός Άνθρωπος; Οπωσδήποτε σώμα για να κατοικεί. Απαραίτητα ένα μουσικό κουτί. Κουρδιστό. Με γρανάζια και διαφορετικές μελωδίες. Εκεί πιθανόν θα κατοικούσαν τα αισθήματά του. Αγκιστρωμένα πάνω στις νότες. Σίγουρα έναν κήπο. Ολάνθιστο. Γεμάτο από αξόδιαστη γύρη πεσμένη στο χώμα. Ήταν η περίοδος που οι μέλισσες είχαν μετοικήσει σε άγνωστους τόπους και δεν τρυγούσαν πια. Να κάτι που σίγουρα θυμάται. Τι άλλο; Οπωσδήποτε ένα κύμα. Ασφαλή κρυψώνα για τα συν των αναμνήσεών του. Να τα αναδεύει στους αφρούς του και να τα εκβάλει στην ακτή. Να σκορπίζονται στην άμμο και να σβήνουν. Τα συν… όπως: συναθροιζόμαστε, συνομιλούμε, συμμεριζόμαστε, συζούμε, συναγωνιζόμαστε, συγχωρούμε, συμπονούμε, συμφιλιώνουμε, συν, συν, συν… Ίσως ακόμα να κατείχε και μια τρύπα σε κάποιο σύννεφο. Σίγουρα μόνο εκεί θα μπορούσε να περισώσει το όραμά του. Ίσως…
Τα μάτια του παρέμεναν ερμητικά κλειστά. Για να μη δραπετεύσουν οι εικόνες πέραν του προϋπάρχοντος κόσμου, που μόλις είχε σχηματίσει. Το τραίνο ήταν πια σε απόλυτη παύση. Είχε πραγματοποιήσει την τελευταία εκπνοή του και μετά…σιωπή. Όπως ακριβώς συμβαίνει όταν ο νεκρός ανθοστολισμένος εισέρχεται στον πρόδρομο του κοιμητηρίου για το τελευταίο προσκύνημα από τους συγγενείς. Πριν από αυτή τη τελευταία συνάντηση προηγείται πάντα μια σιωπή. Μια τελευταία ευκαιρία που δίνεται, ως μη ανταλλάξιμη στον νεκρό, για να τελέσει τον δικό του αποχαιρετισμό, από το πατρώο του προς το άγνωστο. Έτσι και τώρα. Επικρατούσε μια νεκρική σιγή.
Ο Άνθρωπος από έναν ανεξήγητο σεβασμό προς αυτή τη σιωπή, έμενε ακίνητος και βουβός. Το σκοτάδι απροσπέλαστο εμπόδιο ανάμεσα στο πριν και το τώρα, στο εδώ και το εκεί. Εκείνος ικέτευε την ηρεμία να μην τον προδώσει. Η αγωνία αμυδρά χαραγμένη στη χειλική σχισμή του. Δεν έδωσε τη σκυτάλη στον πανικό, ακόμα κι όταν, τα πρώτα ποδοβολητά προερχόμενα από το τραίνο, σήκωσαν κουρνιαχτό από μαύρη σκόνη. Χώμα ανακατεμένο με κάρβουνο καθόταν πάνω στον υγροβιότοπό του και καθήλωνε τους εναπομείνατες μύες του σε ακινησία. Άνοιξε τα μάτια του για να δει τον κίνδυνο. Αν υπήρχε. Οι επιβάτες αποχωρίζονταν το τραίνο. Δεν ήταν σαν κι αυτόν. Άνθρωποι ή τέως Άνθρωποι ή απλά άνθρωποι. Έμοιαζαν σαν πρόσωπα του Μαγκρίτ απόντα ή του Μουνκ έντρομα. Χωρίς εντόπιο βλέμμα. Φορούσαν χάρτινα ρούχα. Σκληρά εξώφυλλα. Δερματόδετα. Ο Άνθρωπος κατάλαβε. Ήταν άνθρωποι – συμβάσεις. Με φαρδιές υπογραφές στην απόληξη του νου τους και στρογγυλές σφραγίδες στα μάτια. Άνθρωποι οικόσημα.
Το τραίνο! Αυτό ήταν λοιπόν. Τα χιλιάδες βαγόνια παραφορτωμένα με την ιστορία. Αναπτερώθηκε. Φτερούγησε η ελπίδα μπροστά του. Να αναγνωρίσει τα συν… του. Μια σύζυγο, έναν σύντροφο, έναν συνοδοιπόρο, κάποιον συμμαθητή, συμπαίκτη, ίσως συναγωνιστή. Να τους δει όλους πάνω σ` έναν δρόμο συνταξιδιώτες. Όμως όχι. Μόνο οχλοβοή και κουρνιαχτός απ` τα ποδοβολητά. Κατέβαιναν άτακτα οι αιώνες, οι εποχές, οι αγώνες, οι εκστρατείες, οι συνθήκες. Ναι οι συνθήκες. Κατέβαιναν βιαστικά, απεγνωσμένα από τα βαγόνια σε μια αέναη αναζήτηση της θέσης τους στον … Στον ποιον, που… Πού ήταν η θέση τους; Υπήρχε πουθενά; Ο Άνθρωπος με ένα καταπονημένο συν να ονθυλεύει την ασθενή του μνήμη με κονιορτό. Έχασκε στην επιδρομή τους. Έτρεμε. Έχανε και το τελευταίο καταφύγιο του. Το δέντρο. Συνθλιβόταν.
Οι εικόνες έμπαιναν η μία μέσα στην άλλη. Ο Άνθρωπος επαναλαμβανόταν σε χιλιάδες κόπιες. Το τραίνο άδειαζε. Εισχωρούσε εντός του. Ο διασπασμένος κόσμος των ηττημένων συν, είχε συμπυκνωθεί σε μια κραυγή. Ο Άνθρωπος διαμελιζόταν στη δύναμη της. Έχανε τη σύνθεσή του. Έχανε. Έχανε.
Το δέντρο σκίρτησε. Μια καρδιά χτυπούσε στο φύλλωμά του. Συντονισμένη με τον ρυθμό τού τραίνου που ξεκινούσε βαριεστημένα ιχνηλατώντας τις γραμμές. Προς ανεύρεση της νέας διαδρομής του. Που είχε χαρτογραφηθεί για άλλη μια φορά εν αγνοία του. Ξεκινούσε. Με ανοικτές τις πόρτες. Έτοιμο να φορτώσει ξανά τον συγκερασμό του νυν και του πριν.
Το δέντρο φυλλορροούσε. Έντυνε τον Άνθρωπο φθινόπωρο. Εκείνος απεγνωσμένα επιχείρησε για άλλη μια φορά την ανάτασή του. Ύψωσε το βλέμμα του στον γυμνό ουρανό. Η βυσσινή χαρακιά, ζεστή από την τελευταία δύναμη του ήλιου, έσταζε τα συν του. Ο Άνθρωπος, άνοιξε το στόμα λαίμαργος…

Πηγή φωτογρφίας: https://pixabay.com/el/illustrations/%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%af%ce%bf-%cf%80%ce%b1%ce%bb%ce%b1%ce%b9%cf%8c%cf%82-%cf%83%ce%bf%cf%85%cf%81%ce%b5%ce%b1%ce%bb%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%b9%ce%ba%cf%8c-863418/

Πηγή ετυμολογίας της λέξης: https://el.wiktionary.org/wiki/%CF%83%CF%8D%CE%BD

Ο ΣημειΩματογράφος των Λέξεων

Ο ΣημειΩματογράφος των Λέξεων αδυνατεί να συντάξει ένα βιογραφικό. Δηλώνει αναλφάβητος και κατοικεί σε τόπους ακόμα ανεξερεύνητους.

Αφήστε ένα σχόλιο