ΜΕΔΟΥΣΑ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΑΤΖΟ https://commons.wikimedia.org/w/index.php?search=%CE%9C%CE%95%CE%94%CE%9F%CE%A5%CE%A3%CE%91&title=Special:MediaSearch&go=Go&type=image

Τερατούργημα


[Σκοτάδι πυκνό. Καθόλου άνεµος.
Κανένας ήχος. Σαν ασφυξία τα
πάντα γύρω. Πάνω στην κορυφή
του Καυκάσου ή πολύ µέσα βαθιά
σε µια ψυχή· όποια ψυχή, χθεσινή,
σηµερινή, αυριανή. Στο βάθος
σαλεύει η ζοφερή µορφή της
Μέδουσας. Πιο µπροστά στην
σκηνή —γιατί µπορεί να είναι µια
θεατρική παράσταση ή ένας
εφιάλτης όλο αυτό— ο Περσέας,
ένας πάνοπλος νέος, κρυµµένος
πίσω από έναν βράχο. Ακούγεται η
Μέδουσα:]


Στάσου εκεί, βουρκόπαιδο· εκεί, πίσω απ’ τον βράχο.
Κανείς δεν πλησιάζει µια γυναίκα ασφυκτικά µοναχική, µέσα σε
τόση διαύγεια, δίχως απώλειες σε ψυχή.
Εκµεταλλεύσου —σε προτρέπω— την προθυµία µιας νύχτας
κρεµασµένης απ’ τα χείλη της σιωπής,
κι αν θες να φύγεις αποδώ µόνο µε µιαν αυτάρεσκη πληγή που,
αργά ή γρήγορα, θα ξεχαστεί κι αυτή στην πανδηµία της
ζωής σου,
µην τολµήσεις να σηκώσεις το βλέµµα από τη γη. ∆εν πρόκειται
ν’ αντέξεις.
Εκτός αν δεν σου έµαθαν να βλέπεις τα στοιχειώδη· πράγµα µάλλον απίθανο· άπληστοι είναι, όχι βλάκες:
ιερείς, στρατιωτικοί, πολιτικοί, φιλόσοφοι (νοµοταγείς κι
επαναστάτες), οικόσητα µιας µολυσµατικής αλήθειας, που
ωστόσο δεν τους στέρησε ποτέ τα προς το ζειν.
Πόσες φορές την έφεραν στο χείλος της ασητίας… άλλος
βούρκος αυτός!
Έτσι κι αλλιώς είναι οι µόνοι που υπάρχουν· επαρκώς.
Οι άλλοι, εµείς: τα τέρατα, κι εσείς: οι ευέλπιδες —ποιας
ακατάσχετης αφέλειας κανείς δεν φαίνεται να ξέρει·
προς το παρόν— οφείλουµε να καταφεύγουµε στα όνειρα, να
είµαστε όνειρα, να λιµοκτονούµε µε τ’ αποφάγια —ο ένας
του άλλου— των ελπίδων και των φόβων µας.
Κι όταν τους πνίξει από παντού η ανάγκη ν’ ανασάνουν λίγη
από κείνη την αιώνια απάτη, την έναστρη, ουράνια, την
ζοφερή απάτη του σύµπαντος, ξέρουν αυτοί ποιους
διαλέγουν.
Μυρίζεις προσδοκία από µακριά: σκέψεις υπόδουλες, θρεµµένες
µε την νοσηρή ευφρόσυνη, την άρρωστη κινητικότητα του
εξαπατηµένου δούλου· πράξεις ανόητες —ανόητε— που δεν
οδηγούν πουθενά εκτός πυθµένα.
Τα στάσιµα νερά είναι, βέβαια, πάντα νερά: βρώµικα,
σκουληκιασµένα, αλλά νερά. Τέλος πάντων, µπορούν το
ελάχιστο, το στοιχειώδες: να πνίξουν τον ανύποπτο.
Κατάλαβες, βουρκόπαιδο; Θέλει ένα δόντι εξυπνάδας στη
µασέλα του ζώου, που πασχίζει να σκεφτεί µέσα του,
καθένας για να κυλιστεί στο βούρκο της πραγµατικότητας,
δίχως να πνιγεί.
Κι αν δεν κάνω λάθος, είσαι ακόµη ζωντανός. Ανύποπτος,
κάπως ανόητος, αλλά ζωντανός.
Κράτα το βλέµµα σου, λοιπόν, και κράτα την απόσταση που θα
σου δώσει µια σίγουρη—καίτοι µολυσµατική, κάπως
οδυνηρή και πάνω απ’ όλα χρόνια— διάκριση στον βάλτο
της πόλης σου.
Άλλη η δική µου αρρώστια. ∆εν είναι για τα µάτια σου.
Πες µου τώρα τι θέλεις. Έχει σηµασία να το ακούσεις.
Όσο για µένα… ξέρω καλά πως δεν ανέβηκες τόσο σκοτάδι
χάριν πνευµατικής αναψυχής.
Αν και δείχνεις αρκετά αφελής, ώστε να σ’ έπεισαν, ίσως, πως
θ’ αντικρίσεις στην ερηµιά κάποιο είδος αλήθειας.
Φαίνεται πως οι σοφοί άρχισαν ήδη να µιµούνται τις σαύρες. Ή µήπως όχι; Μίλα!
Η φωνή δεν ενέχει κινδύνους, όταν την πετάς σαν πέτρα
καταπάνω στα κουφάρια που άφησε πίσω της µια όποια
αµήχανη σιωπή. ∆εν σκέπτεται καν· όσο κι αν σκεφτείς.
Η ρητορική, αγόρι µου, η ρητορική: τερατώδης επινόηση!
Πώς; ∆εν ακούω τίποτε. Βουβάθηκες; Τι σου συµβαίνει; Μη
µου πεις!
Είσαι από κείνα τ’ αφόρητα έλλογα πλάσµατα, που νοµίζουν
πως δεν πρέπει να χαραµίζουν τα λόγια τους σε πράγµατα
αθέατα;
∆εν σου φτάνει η φωνή µου, για να ξέρεις πως υπάρχω;
Μα, δεν αγάπησες ποτέ; Από το βλέµµα αγάπησες εσύ; Μιαν
εικόνα αγάπησες, όπως όλοι;
Σκέψου τι είναι µια εικόνα. Σκέψου ποια λέξη άκουσες όταν
αγάπησες· αν αγάπησες. Σκέψου ποια λέξη αγάπησες όταν
αγάπησες· αν αγάπησες.
∆εν αγάπησες· το νοιώθω! Άκου, λοιπόν! Ακούς τα φίδια; Είναι
τα φίδια που σαλεύουν στο σκοτάδι.
Πες µου τι βλέπεις… Όχι, όχι, µην σηκώνεις τα µάτια! Τι
βλέπεις σου ζητάω να µου πεις.
Άσε το βλέµµα σου. Τι ξέρει αυτό; Άκου και πες µου τι βλέπεις.
Τα µαλλιά µου, ε; Βλέπεις ένα κεφάλι γυναικείο µε φίδια· όχι
µαλλιά.
Σε κατάλαβα. Άρπαξες την πρώτη εικόνα που βρήκες
στριµωγµένη στο δισάκι της αφέλειάς σου.
Ανόητε! Αν τυλίγονταν απάνω σου µαλλιά κατάµαυρα σαν
φίδια ένα βράδυ µεθυσµένο µε φιλιά,
αν ένοιωθες κάποτε κάπου µέσα στο σκοτάδι πως θέλεις να σε
πνίξουν, παρά να µείνει το σώµα σου χωρίς το σώµα της
αγάπης µιαν άλλη νύχτα, θα µπορούσες να δεις µιαν άλλη
λέξη εκεί που βλέπεις άλλη µια φρίκη.
Ωστόσο, είµαι βέβαιη πως κάτι δεν πάει καλά µ’ εσένα. Τι
ακριβώς σου είπαν;
Γυρίζει ακόµη ελεύθερος εκείνος ο φιλόσοφος, που νοµίζει πως
ξέρει όσα δεν ξέρει και µάλιστα καλύτερα απ’ όσα ξέρει; Ή µήπως δεν γεννήθηκε ακόµη;
Σιγά σιγά· όλα µε την σειρά τους.
Εδώ πάνω η Ιστορία είναι ολόκληρη κάθε φορά µες στο
σκοτάδι: η ανάσα ενός θηρίου πληγωµένου.
Τέλος πάντων. Αυτά δεν σε αφορούν· ακόµα.
Καλύτερα να σου µιλήσω για τα χέρια µου.
Σου είπαν πως είναι χάλκινα; Ίσως. Εγώ δεν τα κοίταξα ποτέ.
∆εν χρειάστηκε ή δεν θέλησα. Τι ν’ αγκαλιάσω εδώ πάνω;
Τις αναµνήσεις µου;
Οι αναµνήσεις γίνονται χειρότερες κι απ’ τον χειρότερο χαλκό,
όταν δεν έχουν κανένα µέλλον ν’ ακονίσουν:
αρκετά εύπλαστες ώστε να πάρουν το σχήµα της συµφοράς σου,
αλλά πάντα απαθείς, ανέστιες, στις επικλήσεις της ψυχής·
εκτός ίσως από κάποιαν ανυπόφορη αίσθηση σκουριάς, που
καλύπτει ίσα ίσα τις πληγές µε µια ψευδαίσθηση
ανακούφισης.
Ωστόσο, το ψεύδος καταντά τρέλα όταν δεν µπορείς να δεις την
κόψη που το χάραξε µέσα σου· έστω την χαρακιά.
∆εν σου µίλησαν, υποθέτω, για τον παραλογισµό που µ’ έφερε
εδώ πάνω.
Φυλάγονται, βουρκόπαιδο, από τους προβληµατισµούς. Ξέρουν
πως δεν ξέρουν ποια λέξη µπορεί ν’ ανοίξει ξαφνικά τα
σπλάχνα του Άδη κάτω από τους κήπους τους και
φυλάγονται.
Εν πάση περιπτώσει όλο και κάτι θα σου είπαν.
∆εν µπορεί να µην κοιµήθηκες µια τουλάχιστον φορά,
ακούγοντας εκείνη την µπαγιάτικη ιστορία για τη Νύµφη
που ενέδωσε στην ρώµη του Ποσειδώνα µέσα στον
Παρθενώνα!
Τους φαντάζοµαι να φτύνουν τις λέξεις µία µία σαν να τοξεύουν
το κουνάβι της προστυχιάς τους: Νύµφη, ρώµη,
Παρθενώνας…
Λοιπόν, βουρκόπαιδο, ερωτεύτηκα κι ο έρωτας δεν έχει νόηµα
αν δεν σταθεί στην άκρη µιας τρέλας, αν δεν σπάσει κάτι
ανεπίτρεπτο στα δόντια της νύχτας.
Τα λουλούδια, τ’ απογεύµατα, οι µελαγχολικές σκιές και κάποιο
ανύποπτο πουλί πάνω απ’ το κύµα, ανήκουν στην βουληµία
µιας άλλης ανθρωπότητας, πολύ ψεύτικης, πολύ
φοβισµένης, ώστε να συµβιβαστεί µε την θηριωδία της.
Εγώ προτίµησα να νοιώσω την άγρια λάµψη της πέτρας στο
σώµα µου —αυτό νοµίζω εξαγρίωσε την παρθένα της
λογικής—
προτίµησα ν’ αγκαλιάσω ένα ζώο µέσα στο σκοτάδι, ένα ζώο
υγρό, σκληρό, ανόσιο, αρχαίο.
Μόνον έτσι µπορείς ν’ αγκαλιάσεις ολόκληρο το τίµηµα του
έρωτα· και µόνο από θεό.
∆εν µόλυνα τον Ναό της. Τον τρόµο που απαιτεί ναούς για να
είναι ανθρώπινος µόλυνα: τον λαχτάρησα και τον χόρτασα.
Και οργίστηκε η έλλογη παρθένα και λογίστηκε η σκύλα η
Αθηνά την τάξη της λατρείας της.
Κάποτε γύριζε στα πεδία των µαχών και σκύλευε κουφάρια,
καθάριζε τον κόσµο απ’ τ’ αποφάγια ενός τετράποδου, που
σάλευε προς το δίποδο.
Έτσι την τραγουδούσαν οι ποιητές, όταν ήξεραν να πληγώνουν
τις λέξεις µε την γλώσσα τους,
και το αίµα ήταν ο οργασµός του ρόδου στην άκρη του
αγκαθιού κι ο θάνατος τρόµος γλυκύτατος, καρπός του
δέντρου καθενός: η φλέβα ρίζα κι η καρδιά δυο φύλλα
σαλεµένα στον άνεµο της σάρκας.
Ναι τότε, πριν αρχίσουν να σκούζουν σκέψεις, να µαϊµουδίζουν
εικόνες· πριν, πολύ µέσα πριν.
Ύστερα επινόησε την ιερότητά της, κι ο κόσµος έγινε
πραγµατικό σφαγείο· µια ιδέα, βουρκόπαιδο. Το κτίσµα που
βεβήλωσα ήταν µια ιδέα.
Κι έτσι το σύµπαν µπορεί στέκεται στα δυο του άκρα —
ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο— αλλά τυχαίνει να είναι τα
µπροστινά.
Λοιπόν, αν όπως δείχνει ο οπλισµός των χεριών σου —τον
οπλισµό της καρδιάς σου πραγµατικά τον αγνοώ— ήρθες
εδώ για να στερήσεις τα σκοτάδια από ένα τέρας, ν’
αποδείξεις την δύναµη των φώτων, πρέπει να δουλέψεις στα
τυφλά.
Όχι γιατί το βλέµµα µου θα σε αφοπλίσει, αλλά γιατί δεν
πρόκειται να δεις τίποτε µέσα στο σκοτάδι σου.
Νόµισες πως είµαι τόσο τιποτένιο πλάσµα, ώστε να µείνω
εντελώς ανωχύρωτη εδώ πάνω;
Σε περίµενα, ανόητε. Περίµενα κάποια στιγµή να φτάσει
κάποιος που δεν θα βλέπει, κάποιος που δεν θα ξέρει τι
σηµαίνει τ’ όνοµά µου,
κάποιος που θα σκοτώσει µια λέξη ανεπίστρεπτη πολύ µέσα
του, πολύ πριν µε σκοτώσει για τα καλά.
Μέδουσα σηµαίνει «Κυρίαρχος», βουρκόπαιδο. Σκέψου ποιον
τρόµο αντικρίζει η αυτή η άναυδη λέξη: «Κυρίαρχος»…
Όχι, άφησε καλύτερα! Κλείσε καλά τα µάτια κι έλα να
τελειώνουµε. Έτσι κι αλλιώς, ένα ψέµα σ’ έφερε εδώ πάνω.
Ή µήπως ήταν λάθος;

Ταυτότητα έργου:

Τίτλος: Τερατούργημα

Συγγραφέας: Γιώργος Μπλάνας

Είδος: Ποίηση

Εκδόσεις CΑΘΗ

Άδεια διανομής: Ελεύθερη διάθεση

Σελίδες: 10

Έτος έκδοσης: 2007

Πηγή φωτογραφίας: https://commons.wikimedia.org/w/index.php?search=%CE%BC%CE%B5%CE%B4%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B1&title=Special:MediaSearch&go=Go&type=image

Πηγή έργου: https://www.openbook.gr/teratourgima/

Αφήστε ένα σχόλιο