Το Διήγημα του Μήνα- Αγάπη Μόνο – 2ο Μέρος
– Τσιγάρο; της είπε και της το έβαλε στο στόμα χωρίς να περιμένει απάντηση. Ανάψανε κι οι δυο καθισμένες στο πεζούλι του δρόμου. Η Στέλλα αφηρημένη πάσχιζε ακόμα, χωρίς καμιά επιτυχία να φτιάξει τα γεράνια στο καπέλο της ενώ η Φλώρα χωρίς πολλές περιστροφές είπε για χιλιοστή φορά στο διάστημα των τελευταίων μηνών:
– Έπρεπε να του το είχες πει. Αν ήξερε, τώρα θα ήταν όλα καθαρά και ξάστερα.
-Τίποτα δεν είναι καθαρό στη ζωή μας και το ξέρεις, μολυνθήκαμε και οι δύο απ` τα γεννοφάσκια μας, απάντησε βαριεστημένα η Στέλλα.
-Τα ίδια και τα ίδια πιπιλάς μια ζωή. Έχουμε μεγαλώσει πια και μπορούμε να τ` αλλάξουμε αυτό, είπε η Φλώρα και της σήκωσε με το δάχτυλο στο πηγούνι το κεφάλι ψηλά.
Μα η Στέλλα απέφυγε το βλέμμα της, κάτι που δεν το συνήθιζε αλλά τη συγκεκριμένη στιγμή δεν ήθελε να συγκρουστεί με την αδελφή της, και είπε σχετικά ήρεμα:
– Σίγουρα μπορούμε να τ` αλλάξουμε. Να το ξεχάσουμε δεν μπορούμε, ούτε αυτό, ούτε και τα επακόλουθα του. Κι αυτά τα επακόλουθα είναι που μου κόβουν τη ζωή κομμάτια.
-Δεν ωρίμασες ποτέ, επέμεινε η Φλώρα, ακόμα στάζουν μέσα σου τα δηλητήρια με την ίδια ένταση όπως τότε. Δεν βοηθάς όμως τον εαυτό σου έτσι κι έχεις κι ένα παιδί τώρα.
-Ενώ αν ωρίμαζα…
-Αυτά θα καταστάλαζαν κι όλα θα ήταν πιο εύκολα.
-Δεν θέλω, με βοηθούν να μην υποχωρώ.
-Σε τι;
-Στα συναισθήματα. Σ` αυτά τα γλιτσερά φίδια που μεταμορφώνουν τη ζωή σε αληθινή.
– Η ζωή είναι ζωή και πρέπει να τη ζούμε με ένα μόνο όπλο. Την αγάπη. Μόνο η αγάπη μάς δυναμώνει. Μόνο στον δρόμο της μπορούμε να βαδίσουμε και να ζήσουμε.
-Η αγάπη μόνο αυτή, συμφώνησε η Στέλλα, τίποτα άλλο, είπε, και κατέβασε πάλι τα μάτια στα γεράνια που προσπαθούσαν κόντρα στον αέρα, να κρατηθούν στολισμένα στα μπερδεμένα ξέφτια του καπέλου.
Η Φλώρα όμως ήξερε απ` έξω κι ανακατωτά, πως αυτή η επίδειξη συμφωνίας, είναι πεπατημένη τακτική της Στέλλας για να αποφεύγει ενοχλητικές συζητήσεις, κι έτσι, χωρίς να το βάλει κάτω συνέχισε με επιμονή να την ρωτά:
-Αφού συμφωνούμε γιατί δεν του το είπες;
-Γιατί η αγάπη μου δεν έχει δρόμο να διαβεί.
– Η αγάπη πάντα βρίσκει δρόμο.
– Όχι πάντα.
– Μιλάς συνέχεια με υπονοούμενα. Γιατί τόσο σκοτάδι;
– Γιατί μετά από τόσα ναυάγια επιμένεις να πέσω ξανά στη θάλασσα;
Τα δυνατά γαβγίσματα του Φριτς διέκοψαν μια συζήτηση που ούτως ή άλλως κατέληγε πάντα σε αδιέξοδο. Αφού είχε φάει τη λιχουδιά του, πήδηξε απ` το παράθυρο και απειλούσε έναν τυλιγμένο σαν μπάλα σκαντζόχοιρο που επιδείκνυε τα τεντωμένα αγκάθια του. Η Φλώρα κατεύνασε την ορμή του Φριτς αναγκάζοντάς τον να σταματήσει την επίθεση και να γυρίσει μετανιωμένος στα πόδια της Στέλλας όμως, για να λουφάξει. Παράξενο ζώο. Παρόλο που η Φλώρα ήταν εκείνη που τον φρόντιζε εκείνος όποτε έβρισκε την ευκαιρία, κούρνιαζε κάτω από τη σκιά της Στέλλας, όπως και τώρα.
Ο ουρανός άρχιζε να σκουραίνει, βράδιαζε. Οι οδηγοί των αυτοκινήτων, εξακολουθούσαν να κορνάρουν δικαιολογημένα με αγανάχτηση, για το εμπόδιο στον δρόμο τους. Τα κορίτσια μπήκαν με τον ίδιο τρόπο στ` αυτοκίνητο όπως ακριβώς είχαν βγει. Η Φλώρα με απολογητικά νοήματα και η Στέλλα με απειλητικές χειρονομίες προς τους διερχόμενους οδηγούς ενώ ο Φριτς τριβόταν ακόμα στα πόδια της, κουνώντας χαρούμενος την ουρά του για αυτή τη δόση σημασίας που εκείνη αναπάντεχα του είχε δείξει.
Το φεγγάρι είχε αρχίσει ήδη να ανεβαίνει ήσυχα μπροστά τους νεογνό, ξεκινώντας έναν νέο κύκλο της ζωής του και της ζωής τους.
Καβάλησαν με τα λάστιχα να ουρλιάζουν την προστατευτική νησίδα για να μπουν στη σωστή λωρίδα κυκλοφορίας κι ενώ, είχαν υπερβεί κατά λίγες ώρες τα είκοσι οκτώ τους χρόνια, ήταν δεμένες ακόμα με τον ομφάλιο λώρο της μάνας τους, χωρίς ποτέ να το έχουν ομολογήσει, παρόλο που εκείνος ο κόμπος από χρόνια ήταν κακοφορμισμένος.
Τη μάνα τους, δεν τη γνώρισαν ποτέ παρά μόνο μέσα από φωτογραφίες και κακοπροαίρετες αφηγήσεις. Μέχρι τα δεκαοκτώ πάνω-κάτω μεγάλωσαν σε ίδρυμα. Η μάνα τους, κατά τη διάρκεια εγκυμοσύνης της, έκτιε για άλλη μια φορά μια ποινή, που μόνο ο θεός ξέρει για ποιο παράπτωμα ήταν. Όμως ήταν το σύστημα έτσι, ό,τι και να γινόταν στον κόσμο κάτι θα έβρισκαν να της φορτώσουν. Κουβάλαγε τα δίδυμά της για εννιά μήνες μέσα στη φυλακή, κι όταν τα γέννησε, δεν πήρε καν τα νεογέννητα κορίτσια στην αγκαλιά της. Είχε αποφασίσει να τ` αφήσει στο μαιευτήριο και δεν ήθελε να ξέρει ούτε τη μυρωδιά τους. Ύστερα από δυο χρόνια ακριβώς, την ίδια μέρα που τις γέννησε στις δέκα του Μάη, πέθανε από κάτι…μα κανείς δεν ήξερε από τι ακριβώς. Η ληξιαρχική πράξη έγραφε αιτία θανάτου: Χρόνιος αλκοολισμός. Αυτές και άλλες λεπτομέρειες – αλήθειες ή ψέματα, τις μάθαιναν τα κορίτσια απ` τη νονά τους την Ελπινίκη. Η Ελπινίκη ήταν η μαία που τις ξεγέννησε και η Μόρφω – η μάνα τους – έσπρωξε με δύναμη μακριά το χέρι που της πρόσφερε τα μωρά της για την πρώτη αγκαλιά τους. Έλεγε η Ελπινίκη. Και τα κορίτσια άκουγαν. Κάθε Κυριακή. Σε κάθε επισκεπτήριο κουρνιασμένες στο πάτωμα αγγίζοντας με λαχτάρα κάθε φορά τα καινούργια παπούτσια της. Πάντοτε λουστρίνι με μια λοξή μπαρέτα που κούμπωνε σε μια χρυσή αγκράφα. Η Στέλλα πολλές φορές ανοιγόκλεινε την πόρπη κι εκείνη τάχα ενοχλημένη της απομάκρυνε το χέρι λέγοντας της: «Πρόσεχε χρυσό μου, θα μου σκίσεις τις κάλτσες». Η Φλώρα ήσυχη όπως πάντα έπιανε σφιχτά το χέρι της αδελφής της για να το εμποδίσει να ασχοληθεί ξανά με τις αγκράφες της νονάς τους. Όμως η Στέλλα δεν υπέκυπτε με τίποτα και εξερευνούσε μέχρι να φτάσει την Ελπινίκη στα όρια της και να την αναγκάσει να στρίψει μια σφιχτή τσιμπιά στο μαλακό χεράκι της που συνοδευόταν σχεδόν πάντα με ένα πνιγμένο τσίριγμα πόνου της μικρής Στέλλας. Φυσικά, η εμφανής αντίδραση σε αυτές τις μικρές τιμωρίες απαγορευόταν δια ροπάλου στο ίδρυμα. Όλοι ήξεραν τους κανόνες. Κι ένας από αυτούς ήταν ότι: Δεχόμαστε την τιμωρία μας με αληθινή μετάνοια… Συνεχίζεται
Το 3ο Μέρος από το Διήγημα του Μήνα: “Αγάπη Μόνο” θα δημοσιευτεί 19/4/2022
Πηγή φωτογραφίας: https://www.shutterstock.com/el/search/similar/1707370723