Σκαραβαίος στο ηλιοβασίλεμα

Το Διήγημα του Μήνα: “Αγάπη Μόνο” – Μέρος 4ο

…Τα χιλιόμετρα έφευγαν. Η Φλώρα οδηγούσε πολλές ώρες, ένιωθε κουρασμένη κι έτσι είπε στη Στέλλα:

-Στα πεντακόσια μέτρα έχει πάρκινγκ να ξεκουραστούμε για μια δυο ώρες και μετά συνεχίζουμε.
-Εντάξει για δυο ώρες μόνο. Πρέπει να φτάσουμε νωρίς για να φρεσκαριστώ. Στις δώδεκα είναι το ραντεβού.
Η Στέλλα είχε κερδίσει υποτροφία σε δραματική σχολή και γρήγορα είχε εξελιχθεί σε μεγάλο ταλέντο, αφιερώνοντας όλο της τον χρόνο στο πάθος της για το τραγούδι και την υποκριτική, υποστηριζόμενη φυσικά από την αδελφή της που είχε αναλάβει όλα τα έξοδα διαβίωσής τους εργαζόμενη ως σερβιτόρα, πολλές φορές στα ίδια μπαρ που η Στέλλα πρόσφερε αμισθί τις υπηρεσίες της μόνο και μόνο για να κυλά στο αίμα της το μικρόβιο του σανιδιού, όπως έλεγε. Η εγκυμοσύνη της όμως είχε σημάνει την προσωρινή πάψη αυτής της ασχολίας. Γεγονός που την είχε προς στιγμήν απογοητεύσει. Έτσι όταν διάβασε πως ζητούσαν κάποια που να παίζει και να τραγουδά, ώστε να μπορεί να υποδυθεί την Μαρλέν Ντήτριχ πέταξε τη σκούφια της. Η ευκαιρία που έψαχνε για να αλλάξουν τόπο διαμονής είχε βρεθεί.
Μέχρι να φτάσει η ποθητή ημερομηνία της οντισιόν είχε πέσει με τα μούτρα στη μελέτη του ρόλου και είχε καταφέρει να υποδύεται άψογα τη Γερμανίδα ηθοποιό.

-Θα είμαστε στην ώρα μας μη φοβάσαι είπε η Φλώρα. Θα κοιμηθώ λιγάκι κι ύστερα θα σε βάψω. Άνοιξε όμως πρώτα αυτό, είπε, και της έδωσε μια χάρτινη τσάντα που είχε κρύψει κάτω από το κάθισμα.
-Τι είναι;
-Άνοιξε το.
Η Στέλλα άνοιξε την τσάντα κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό.
-Σ` αρέσει; τη ρώτησε η Φλώρα
-Μόνο εσύ θα το έκανες αυτό είπε η Στέλλα κι η φωνή της κοβόταν στη μέση.

-Πάρε κι αυτό της είπε η Φλώρα απλώνοντας άλλη μια τσάντα.

-Κι άλλο; Τι είναι πάλι, το ένα ήταν αρκετό.
-Όχι δεν ήταν αρκετό.
.
Η Στέλλα άνοιξε και την άλλη τσάντα, ενώ εν τω μεταξύ, είχαν φτάσει στο πάρκινγκ. Πετάχτηκε έξω κι άρχισε να γδύνεται. Φόρεσε το μαύρο φόρεμα κι ύστερα το πλατύ καπέλο, μα η Φλώρα δεν είχε τελειώσει με τις εκπλήξεις. Έτεινε στην αδελφή της δυο λευκά μακριά γάντια και της είπε: εσύ είσαι η Μαρλέν Ντίτριχ της Ελλάδας.

Η Στέλλα γέλασε σαρκαστικά, τα φόρεσε, στήθηκε μπροστά στην αδελφή της όπως η Μαρλέν στον Ντέιβιντ Μπάουι στη σκηνή της ταινίας “just a gigolo”κι άρχισε να τραγουδάει:

« I`m just a gigolo »

Το σώμα της υποταγμένο στους στίχους και τον ρυθμό, δεν έκανε καμία κίνηση, μόνο τα μάτια της εκπέμπανε την προσμονή μιας τελευταίας ελπίδας, λες και βρισκόταν μπρος στο εκτελεστικό απόσπασμα.

Σαν ριπές περνούσαν από μπροστά της οι είκοσι οκτώ ανεκπλήρωτοι χρόνοι της.
Τράβηξε τα γάντια, έβγαλε το καπέλο και άφησε τους στίχους να πεταχτούν απ` τα στήθια της σαν ηχηρός τριγμός:

«είμαι λυπημένος και μοναχικός/μόνος/χωρίς μια γλυκιά μαμά
να με κρατά/να είμαι ο εαυτός μου/μόνο γιατί,/ τι είμαι εγώ,
ένας ζιγκολό»

Ο Άγγελος έκλαιγε γοερά. Η Στέλλα τράβηξε τα κουμπιά απ` το φόρεμα κι έβγαλε το στήθος της. Η Φλώρα ακούμπησε το μωρό απαλά στην αγκαλιά της. Σπάνια το έκανε αυτό η Στέλλα. Να θηλάσει το μωρό της. Προτιμούσε να πετάει το γάλα της στον νιπτήρα. Φοβόταν να του το δώσει. Να μεταγγίσει το δηλητήριο που αναθυμίαζε από τα στήθη της. Σήμερα το γάλα λες και πήγαζε από άλλη μάνα. Ζεστό και καθαρό, αμόλυντο από τις κακές σκέψεις της.

… Ξημέρωνε. Η Στέλλα και ο Άγγελος είχαν αποκοιμηθεί μισοξαπλωμένοι στην άκρη του πάρκινγκ. Η Φλώρα τους είχε σκεπάσει με ότι ζεστό υπήρχε στο αυτοκίνητο κι είχε αφεθεί κι αυτή στον ύπνο πεσμένη πάνω στο τιμόνι. Ο Φριτς της έγλυφε τα μαλλιά και περίμενε υπομονετικά ώσπου να ξυπνήσει. Οι νταλίκες όμως στην Εθνική οδό όλο και πλήθαιναν ταρακουνώντας στο πέρασμά τους άγαρμπα τον μαύρο σκαραβαίο, γεγονός που μάλλον τρόμαξε τον Φριτς που άρχισε να γαυγίζει ασταμάτητα. Η Φλώρα αποκαμωμένη άπλωνε το χέρι της για να τον χαϊδέψει και να κερδίσει λίγο ύπνο ακόμα, αλλά μάταια. Ο Φριτς είχε τεντώσει αυτιά και σώμα σε θέση κινδύνου και δεν θα ησύχαζε αν η Φλώρα δεν άνοιγε την πόρτα για να ξεπηδήσει ελεύθερος ως την αγκαλιά της Στέλλας. Τα πάνω κάτω ήρθαν σε ένα λεπτό. Ο Άγγελος ξεκίνησε πάλι το κλαψούρισμα, η Στέλλα βρήκε ξανά τον εαυτό της οπότε και τον εκσφενδονισμό βλαστήμιας προς κάθε κατεύθυνση ενώ η Φλώρα φόρτωνε άρον – άρον τα σκορπισμένα στο πάρκινγκ υπάρχοντά τους.

Η Φλώρα είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή της. Έδωσε στο αγόρι λίγο χαμομήλι απ` το θερμός και πλησίασε την αδελφή της που είχε ανοίξει το μικρό της καθρεφτάκι και έβριζε την κακή της τύχη.

– Κοίτα πρόσωπο. Πώς θα παρουσιαστώ έτσι;
– Έλα να σε φτιάξω. Θα σου διορθώσω το μακιγιάζ…
Η Φλώρα δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση της και η Στέλλα είχε πετάξει το καθρεφτάκι μακριά κάνοντας το χίλια κομμάτια .
– Γιατί το έκανες αυτό; Ρώτησε με απορία η Φλώρα
– Γιατί δεν έχει νόημα. Αργήσαμε. Μας πήρε ο ύπνος. Δεν προλαβαίνουμε πια να πάμε στην οντισιόν.
– Μα τι λες. Μόλις κι ανεβαίνει ο ήλιος. Δυο ώρες δρόμο έχουμε ακόμα.
– Όχι. Δεν θα πάμε πουθενά. Θα γυρίσουμε πίσω.
– Πίσω, πού; Επέμεινε η Φλώρα
Η Στέλλα ψέλλιζε κάτι ακαταλαβίστικα. Τα λευκά γάντια είχαν μουτζουρωθεί από τη μαύρη μάσκαρα που κύλαγε αναμεμειγμένη με τα δάκρυα της. Τραγουδούσε βραχνά λες και είχε χάσει ξαφνικά το έξοχο ταπεραμέντο της.
Είμαι μόνος/ δεν έχω κανέναν/ δεν υπάρχει κανείς που να νοιάζεται για μένα/είμαι τόσο λυπημένος και μόνος/Ω μοναχικός/ μοναχικός/ έλα γλυκιά μαμά/έλα να με σώσεις/ Μόνος/
Έτσι με τα μάτια θολωμένα από δάκρυα και μπογιές μπήκε με φόρα στο αυτοκίνητο και κάθισε στη θέση του οδηγού.
Η Φλώρα κι ο Φριτς την ακολούθησαν σιωπηλοί.

Ο ήλιος είχε ανέβει πια ψηλά και τις τύφλωνε αμάξι. Η Στέλλα όπως πάντα χτύπησε την πόρτα δυνατά και το μωρό ξύπνησε κλαίγοντας. Η Φλώρα έσπρωξε τον σκύλο μπροστά και κάθισε πίσω. Τύλιξε με τα χέρια της βαθιά στην αγκαλιά της τον Άγγελο και τον νανούριζε.
Η Στέλλα πάτησε βαθιά το γκάζι βρίζοντας, ενώ το αυτοκίνητο εκσφενδονίστηκε στην εθνική οδό. Η νταλίκα στρίγγλισε και δίπλωσε, ο σκαραβαίος συρρικνώθηκε σε μια ηλιόφωτη μάζα.

Δέκα του Μάη 1998

Οι πυροσβέστες χρειάστηκαν δυο ώρες για να τους απεγκλωβίσουν. Ο Φριτς ένα σώμα με τη Στέλλα και η Φλώρα ένα σώμα με τον Άγγελο. Το άσπρο τρίχωμα του Φριτς έσταζε αίμα. Μια σιδερένια σωλήνα του μεσαίου κιγκλιδώματος της εθνικής οδού περασμένη σαν σούβλα στα δύο σώματα. Έτσι αχώριστα τα ακούμπησαν πάνω στο φορείο.
Κι ύστερα έκοψαν τις λαμαρίνες των πισινών καθισμάτων. Ένα κλάμα που όσο έφταναν δυνάμωνε, τους έδινε κουράγιο να συνεχίσουν. Ήταν δύσκολο. Η Στέλλα τυλιγμένη στο σώμα του παιδιού δεν άφηνε πολλά περιθώρια για τον αποχωρισμό τους. Τελικά ένας πυροσβέστης κράτησε τρέμοντας τον μικρό Άγγελο στην αγκαλιά του, ατσαλάκωτο. Λες και δεν ήταν επιβάτης σε αυτή την άμορφη μάζα.

Δώδεκα Μαΐου 1998

Ο αστυνομικός παραδίδει στον παραλήπτη του, τον φάκελο που βρέθηκε στην τσάντα της Στέλλας. Επρόκειτο για έναν άντρα ονόματι Άγγελο Ρώτα, μουσικό, κάτοικο Αθηνών, επί της οδού Δευκαλίωνος 2 στα Πατήσια. Αφού του εξήγησε τις λεπτομέρειες τού θανατηφόρου δυστυχήματος, παρέδωσε τον φάκελο επισημαίνοντας ότι : η επιστολή που περιέχεται στον φάκελο ίσως είναι το μοναδικό στοιχείο που παραπέμπει σε κάποιον γνωστό ή συγγενή του μικρού παιδιού που βρέθηκε ευτυχώς ζωντανό μέσα στο αυτοκίνητο. Αν κι εσείς δεν γνωρίζετε κάτι, αναγκαστικά θα προχωρήσουμε σε ανάθεση του παιδιού σε ίδρυμα.

Ο παραλήπτης διάβασε με ένα ελαφρύ τρέμουλο στο δεξί του χέρι,
Το σημείωμα ήταν αδιαμφισβήτητα γραμμένο με τον γραφικό χαρακτήρα της Στέλλας. Μόνο εκείνη μπορούσε να επιτύχει σε ένα λευκό χαρτί χωρίς γραμμές τόσο καθαρή και ακριβή καλλιγραφική γραμματοσειρά.

Έχεις ένα γιο.
Του έδωσα τ` όνομά σου.
Άγγελος!
Κάνε αυτό που πρέπει.
Ίσως να μην έχει σημασία πια,
αλλά να ξέρεις σ` αγάπησα
μόνο που δεν ήξερα
πώς αυτό είναι που έχει μόνο σημασία
Στέλλα

Πηγή φωτογραφίας: https://www.shutterstock.com/el/search/similar/1707370723

https://simiomatario.gr/author/ro-anna038gmail-com/

Άννα Ρω

Μεταξύ άλλων έχω επιλέξει να είμαι συγγραφέας. Μ` αρέσει ο δρόμος της ποίησης. Και του θεάτρου. Γράφω ότι μου υπαγορεύει ο νους μου. Άλλοτε μικρές ιστορίες, άλλοτε στίχους, άλλοτε μακρά οδοιπορικά και υπογράφω τα άρθρα και τα συγγραφικά μου έργα ως Άννα Ρω.

Αφήστε ένα σχόλιο