Το διήγημα του μήνα
ΑΣΚΟΠΕΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ
Το παρόν διήγημα αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Οι απόψεις του επινοημένου αφηγητή, δεν απηχούν τις απόψεις του συγγραφέα.
Μέρος 2ο
Ναι, είμαι σίγουρος : αυτό που έζησα με την Μυρτώ, δεν πρόκειται να το ξαναζήσω· τουλάχιστον όχι μ’ αυτό τον τρόπο· όχι σ’ αυτή την ένταση. Και ξέρω επίσης πως ό,τι και να γίνει στην αποψινή μας συνάντηση, ό,τι κι αν πούμε ή κάνουμε από εδώ και μπρος, όλο αυτό, το μεταξύ μας, είναι κιόλας στο παρελθόν και η διαπίστωση αυτή για κάποιο λόγο με στενοχωρεί αφάνταστα και με κάνει να σφιχτώ μες στο μπουφάν μου, καθώς κατηφορίζω την άδεια λεωφόρο. Κατευθύνομαι προς τη στάση του μετρό, κάνα χιλιόμετρο παρακάτω. Δυο λεπτά πριν φτάσω, μού τηλεφωνεί ο Ιορδάνης, που ισχυρίζεται πως είχαμε δώσει ραντεβού στις δέκα και μισή στην κάτω πλατεία, για να παρανομήσουμε διπλά : να σπάσουμε την απαγόρευση κυκλοφορίας και να καπνίσουμε κι ένα μπάφο σαν άνθρωποι, βρε αδερφέ! Του εξηγώ ότι μου έστειλε μήνυμα η Μυρτώ, ύστερα από πέντε μήνες εξαφανισμένη και πως πάω να την συναντήσω, αλλά ο τύπος είναι ανένδοτος.
-Σιγά ρε, θα καθυστερήσεις μισή ωρίτσα… Έχω να δω άνθρωπο δέκα μέρες σου λέω, θα λαλήσω! Τηλεκπαίδευση, τηλεργασία, τηλεόραση, τηλεγνωριμίες, τηλεγαμήσι, τηλεμαλακία… Πήξαμε στη βιντεοκλήση και στο Νέτφλιξ ρε μπρο!
-Κατέβα κι άρχισε να περπατάς τη δεκάτη εβδόμη Νοέμβρη, προς Μεσογείων, καθυστερημένε! φωνάζω και του κλείνω το τηλέφωνο.
Μεγάλο αποκαΐδι ο Ιορδάνης, αλλά και φοβερός ντράμερ από την άλλη. Αν συνεχίσει βέβαια να «την πίνει» μ’ αυτούς τους ρυθμούς, σε δυο- τρία χρόνια από τώρα, δεν θα μπορεί να πιάσει το μπιτ και το τέμπο ούτε με αίτηση στα ΚΕΠ. Ο Βασίλης ήθελε να τον σουτάρουμε από την μπάντα μια και καλή και να φέρει στη θέση του έναν «πιο επαγγελματία», αλλά εγώ του είπα, «να τον χέσω τον πιο επαγγελματία ρε Μπιλάκο». Ο «Τζόρνταν» είναι φυσιογνωμία, όπως και να το κάνουμε. Κάτι σαν τον Keith Moon, των Who… Και έτσι, τελικά, αποφασίσαμε να τον κρατήσουμε και όσο πάει, όπου πάει…
«…Όσο πάει κι όπου πάει,
Άσε τη ζωή,
Κι αν η τύχη σου σε βγάλει,
Δίχως διακοπή,
Απ’ του τέλους την κορδέλα, μιαν αναπνοή,
Να το ξέρεις ότι ήσουν η καλύτερη εκδοχή
Του εαυτού σου.
Από φως και χρώμα της καρδιάς, ο νους σου…»
…Που λένε κι οι στίχοι από το τελευταίο κομμάτι που έγραψα και ηχογραφήσαμε, πριν από ένα χρόνο και κάτι, λίγους μήνες πριν μας μπαγλαρώσουν όλους στα σπίτια μας…
Πέρα όμως από το ότι πίνει πολύ, το πιο σοβαρό πρόβλημα του Ιορδάνη είναι η κατάθλιψη. Όταν παίρνει τα φάρμακα που του γράφει ο γιατρός, κάπως την παλεύει, όταν όμως τα κόβει, γίνεται ερείπιο. Και εκεί αρχίζει το μεγάλο μπέρδεμα με την πάρτη του, όταν δηλαδή σταματάει από μόνος του την αγωγή· γιατί, μετά, όπου πας, έχεις να σέρνεις πίσω σου ένα σκέτο κορμί που χύνεται σε καναπέδες και σε μοκέτες και κάθεται εκεί με τις ώρες σαν φυτό, χωρίς να μιλάει σε κανέναν κι αυτό το σκηνικό φέρνει τους πάντες σε τρομερά άβολη θέση, γιατί, το άτομο, κάθεται εκεί πέρα αμίλητο, μες στη μέση του δωματίου, σαν κομοδίνο, ενώ όμως δεν είναι κομοδίνο -ρε γαμώ το κέρατό μου, είναι άνθρωπος, άνθρωπος που τον κοιτάς εκεί πέρα και σκέφτεσαι, δεν είναι δυνατόν, κάτι θα πρέπει να περνάει από το μυαλό του αυτουνού τώρα, κάπου τριπάρει και κάθε τρεις και λίγο, κάποιος γυρίζει και τον ρωτάει :
-Ρε ‘συ Τζόρνταν, όλα καλά ρε μαν;
-Ναι ρε, μια χαρά, απαντάει αυτός με ένα κενό βλέμμα, αλλά το βλέπουμε όλοι ότι δεν είναι καθόλου μια χαρά, γαμώτο μου!
Όπως πριν από ενάμιση χρόνο, που είχαμε ανεβεί στη Θεσσαλονίκη για το live κι ο Ιορδάνης ήτανε ένα χάος ασυμμάζευτο, εκείνη τη μία εβδομάδα που καθίσαμε στην πόλη, με αποκορύφωμα το βράδυ της συναυλίας, όπου ανακάτεψε συνταγογραφούμενα μαζί με χόρτο και αλκοόλ και προς το τέλος ξέρασε επί σκηνής, πάνω στο ταμπούρο και το snare, (που ήτανε και δανεικά) και μετά παραλίγο να μας μείνει και στον τόπο, ο τρόμπας! Μέχρι κι ο μαγαζάτορας, ένα παρτάλι και μισό, που τον είχα δει άλλοτε με τα μάτια μου να κατεβάζει ένα μπουκάλι Captain Morgan μες στο μισάωρο, γύρισε στο τέλος πριν φύγουμε και μας είπε : «Ρε μάγκες, δεν την παλεύει μία ο φίλος σας, πού τον πάτε;»
Ο Βασίλης, έκτοτε, τα έχει πάρει στο κράνος και δεν τον κάνει καθόλου παρέα τον Ιορδάνη, εκτός προβών και στούντιο, αλλά εγώ τον συναντάω μια στις τόσες, ακόμα και τώρα, μες στην καραντίνα, γιατί το σπίτι του πατέρα μου είναι δίπλα σχεδόν στο δικό του και λέω, δε βαριέσαι, παρέα θέλει κι αυτός ο κακομοίρης αν και δεν είναι ακριβώς ότι τον λυπάμαι, απλώς, να, καμιά φορά πετάει κι ωραία πράγματα μες στη μαστούρα και τη μαυρίλα του, συν ότι στο βάθος είναι αγνή ψυχή…
Και να τος τώρα, εδώ μπροστά μου⸱ τον βλέπω που στέκεται στα είκοσι μέτρα· φόρμα, αθλητικό παπούτσι, φούτερ με κουκούλα, χέρια στις τσέπες, γερτός, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι πάνω από ένα κι ογδόντα πέντε ύψος. Έχει σταματήσει δίπλα σ’ έναν κάδο και ταΐζει κάτι γατιά. Ε ρε γαμώ το σπιτάκι μου μέσα, σκέφτομαι κοιτάζοντας την ώρα στο κινητό μου. Βάζω τα δάχτυλα στο στόμα και σφυρίζω. Στρέφει και κοιτάζει προς το μέρος μου, σαν κόπανος.
-Άντε ρε τελειωμένε, τελείωνε!
Χύνει όπως -όπως την υπόλοιπη γατοτροφή, χώνει τα χέρια στις τσέπες και πλησιάζει, με αργά βήματα. Σταματάει μια στιγμή και ανάβει το τσιγαριλίκι που κρέμεται από το στόμα του.
-Στην υγειά μας κι οι μπάτσοι μακριά μας, λέει και κατεβάζει το ντουμάνι. Τον πιάνει βήχας και μου το γυρίζει.
-Δε θέλω.
-Πάρε.
-Δε θέλω λέμε ρε βλάκα, θα πάω στης Μυρτώς και θα ‘ναι κι η μάνα της!
-Ρε σκάσε και ρούφα. Που φοβάσαι τον κορονοϊό, φλώρε!
Τραβάω δυο ρουφηξιές, ίσα για να του κάνω το χατίρι και του ξαναδίνω το τσιγάρο. Στρογγυλοκάθεται σ’ ένα παγκάκι.
-Δεν πάμε παραμέσα; Από ‘δω περνάνε κάθε τρεις και λίγο περιπολικά.
-Σώπα μωρέ χέστη, κάτσε που σου λένε.
-Έχεις ξαναρχίσει αγωγή;
-Πού το κατάλαβες;
-Όταν παίρνεις αγωγή και κάνεις και χόρτο, γίνεσαι υπερβολικά απαθής. Κομήτης να σκάσει δίπλα σου, Χριστό δεν χαμπαριάζεις.
-Τα ξαναβρήκες με την Μυρτώ;
-Έχεις άλλο χόρτο πάνω σου;
-Λέγε ρε, τα ξαναβρήκατε;
-Θέλει –λέει- να μιλήσουμε.
-Δηλαδή, άμα ψήνεσαι κι εσύ, θα τα ξαναβρείτε. Ωραία, συμπεραίνει ο Ιορδάνης. Δυο χρόνια που τον ξέρω, δεν τον έχω δει ποτέ με κοπέλα. Και όταν λέω «δεν τον έχω δει ποτέ», δεν εννοώ σε σχέση ή κάτι τέτοιο, ούτε ένα απλό ραντεβού.
Μου πασάρει πάλι το τσιγάρο. Γνέφω αρνητικά. Αυτή τη φορά, ανασηκώνει τους ώμους και συνεχίζει να καπνίζει μόνος του.
-Πότε θα τελειώσει όλη αυτή η μαλακία, με την καραντίνα, να κάνουμε καμιά πρόβα… αναρωτιέται κι ύστερα με ρωτάει : δε γίνεται τελικά να πάμε στο εξοχικό του πατέρα σου, που έλεγες;
-Τελικά παίχτηκε πακέτο : στο σπίτι απέναντι από εμάς, μένουνε κάποιοι μόνιμα. Αν στείλουν μπάτσους τη γαμήσαμε. Κι όχι τίποτα άλλο, αλλά εμένα θα τραβάνε τον πατέρα μου, γιατί δεν τα ‘χω κλείσει ακόμα τα δεκαοχτώ.
-Μμμ… Κατά φωνή, λέει ο Ιορδάνης καθώς τραβάει την τελευταία τζούρα και μου δείχνει τους μπλε φάρους που πλησιάζουν. Πετάει το τσιγάρο μπροστά του και το διαλύει καλά με τη μύτη του παπουτσιού. Το μπατσικό είναι πολύ κοντά και δεν προλαβαίνουμε με τίποτα να το βάλουμε στα πόδια, οπότε με κόβει αμέσως κρύος ιδρώτας. Αν μας μπαγλαρώσουνε και βγάλω τη νύχτα στο κρατητήριο, Μυρτώ τέλος, σκέφτομαι. Ένα αυτό, συν ότι θα τραβολογάνε και τον γέρο μου επειδή είμαι ανήλικος.
-Δεν πιστεύω να ‘χεις άλλο μαύρο πάνω σου, ψιθυρίζω σχεδόν έντρομος, καθώς το περιπολικό σταματάει δέκα μέτρα πιο ‘κει.
-Είπαμε, όχι!
Κατεβαίνουν δυο μπάτσοι, ένας γεροδεμένος γύρω στα είκοσι πέντε κι ένας σαραντάρης, με μουστάκι σαν του «Μπόρατ» και βλαχόφατσα ανεκδιήγητη. Αυτός με τη βλακόφατσα και το μουστάκι του «Μπόρατ», ανάβει πάνω στα πρόσωπά μας ένα φακό που μας τυφλώνει, σαν προβολέας ομίχλης φορτηγού. Κατεβάζει τη φωτεινή δέσμη, εξετάζει σπιθαμή προς σπιθαμή το έδαφος γύρω από τα πόδια μας κι έπειτα τσεκάρει στους πίσω θάμνους, μήπως τυχόν έχουμε πετάξει τίποτα παράνομο εκεί. Ο νεαρός μας λέει :
-Παιδιά, έχετε πάνω σας ταυτότητες;
Του δίνουμε τις ταυτότητές μας, διαβάζει τα στοιχεία, με κοιτάζει από πάνω έως κάτω για μια στιγμή κι έπειτα μουρμουρίζει να περιμένουμε μισό λεπτό, καθώς απομακρύνεται προς το περιπολικό. Δεν λέει κάτι για το γεγονός ότι είμαι ανήλικος, το κάνει γαργάρα. Είναι φως φανάρι ότι ο τύπος δεν έχει την παραμικρή όρεξη για όλα αυτά.
-Πάω να τσεκάρω τα στοιχεία τους και επιστρέφω, ανακοινώνει ο νεαρός στον άλλον, με τη βλαχόφατσα (που ακόμα ψάχνει στους θάμνους, για καμιά ξεραμένη κουράδα σκύλου προφανώς), αλλά εκείνος του κάνει ένα νόημα, σαν να του λέει, άσε, δεν χρειάζεται, αναλαμβάνω εγώ… κι έρχεται προς το μέρος μας αναβοσβήνοντας τον φακό του νευρικά. Στέκεται μπροστά μας κορδωτός και μας κοιτάζει λες και είμαστε τίποτα λεκέδες. Ο τύπος είναι μεγάλο αρχίδι και φαίνεται από τα εκατό μέτρα μακριά, κραυγάζει.
-Εσύ, λέει στον Ιορδάνη κάνοντας μια επιτακτική κίνηση με το χέρι του. Όρθιος… Ο Ιορδάνης σηκώνεται. Χέρια πίσω απ’ το κεφάλι, του λέει ο μπάτσος… Ο Ιορδάνης υπακούει, σαστισμένος. Ο μπάτσος ανάβει πάλι τον φακό και κοιτάζει τα μάτια του Ιορδάνη από κοντινή απόσταση. Γυρίζει προς τον νεαρό :
-Μαστουρωμένος είναι. Ψάξ’ τον, του λέει καθώς τραβάει το γκλοπ από τη ζώνη του. Χτυπάει τους μηρούς του Ιορδάνη με το γκλοπ καθώς του λέει : «Άνοιξ’ τα πόδια σου μωρή αναρχο-άπλυτη καριόλα». Ο Ιορδάνης, με ένα πρόσωπο χλωμό σαν κέρινη μάσκα…Συνεχίζεται
Το τρίτο μέρος από το διήγημα του μήνα του Νίκου Δημητρόπουλου ” Άσκοπες Μετακινήσεις” θα δημοσιευτεί την επόμενη Τρίτη 15/3/2022