Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι: Ο ΗΛΙΘΙΟΣ

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι: Ο ΗΛΙΘΙΟΣ σε μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου

(Σελ. 73-264) ΤΕΛΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

ΤΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΤΟΥ Γάνια βρισκότανε στο τρίτο πάτωμα, όπου ανέβαινε κανείς από μια πολύ
καθαρή, φωτεινή και φαρδιά σκάλα και το αποτελούσαν έξι ή εφτά δωμάτια και δωματιάκια, χωρίς
τίποτα ιδιαίτερο, είν’ αλήθεια, όπως και να ‘ναι όμως κάπως ακριβούτσικα για έναν οικογενειάρχη
υπάλληλο, έστω κι αν έπαιρνε δυο χιλιάδες ρούβλια μισθό το χρόνο. Το διαμέρισμα όμως
προοριζόταν για οικότροφους και το ‘χε νοικιάσει ο Γάνια κι η οικογένειά του μόλις εδώ και δυο
μήνες— και του Γάνια δεν του ‘χε αρέσει καθόλου όλη αυτή η υπόθεση— ύστερ’ από επίμονες
παρακλήσεις της Νίνας Αλεξάντροβνας και της Βαρβάρας Αρνταλιόνοβνας που θελήσανε κι αυτές να
βοηθήσουν με τη σειρά τους και ν’ αυξήσουν έστω και λίγο τα έσοδα της οικογένειας. Ο Γάνια
στραβομουτσούνιαζε κι έλεγε πως το να ‘χουν οικότροφους ήταν αηδιαστικό∙ λες κι άρχισε να
ντρέπεται ύστερ’ απ’ αυτό την καλή κοινωνία όπου είχε συνηθίσει να εμφανίζεται σα νέος με
κάποιαν αίγλη και μέλλον. Όλες αυτές οι υποχωρήσεις στη Μοίρα κι όλο αυτό το στριμωξίδι—όλ’
αυτά είχαν γίνει βαθύτατα ψυχικά του τραύματα. Από κάμποσον καιρό, είχε αρχίσει να νευριάζει με
το παραμικρό υπέρμετρα και δυσανάλογα, κι αν δεχόταν ακόμα προς το παρόν να υποχωρεί και να
υπομένει, ήταν μόνο και μόνο γιατί το ‘χε πάρει απόφαση να τ’ αλλάξει όλ’ αυτά στο άμεσο μέλλον.
Κι ωστόσο, αυτή ακριβώς η αλλαγή, αυτή ακριβώς η διέξοδος που ‘χε αποφασίσει, ήταν ένα
πρόβλημα σημαντικότατο—ένα πρόβλημα που η επικείμενη λύση του υπήρχε φόβος να φέρει πολύ
περισσότερα μπλεξίματα και βάσανα απ’ όλα τα προηγούμενα.
Το διαμέρισμα το χώριζε ένας διάδρομος που άρχιζε αμέσως απ’ το χολ. Απ’ τη μια μεριά του
διαδρόμου βρίσκονταν τρία δωμάτια που προορίζονταν για υπενοικίαση «για νοικάρηδες με
εξαιρετικές συστάσεις». Εκτός απ’ αυτά τα δωμάτια, στην ίδια μεριά του διαδρόμου, στο βάθος‐
βάθος, δίπλα στην κουζίνα, βρισκόταν ένα μικρό δωματιάκι, πιο στενάχωρο απ’ όλα τ’ άλλα, όπου
έμενε ο ίδιος ο απόστρατος στρατηγός Ιβόλγκιν, ο πατέρας της οικογένειας∙ κοιμόταν εκεί σ’ ένα
φαρδύ ντιβάνι κι ήταν αναγκασμένος να μπαίνει στο διαμέρισμα περνώντας απ’ τη κουζίνα και τη
σκάλα της υπηρεσίας. Στο ίδιο αυτό δωμάτιο έμενε κι ο μικρότερος αδερφός του Γαβρίλα
Αρνταλιόνοβιτς, ο Κόλια, που ήταν δεκατριώ χρονώ και πήγαινε στο γυμνάσιο. Κι αυτός, ήταν
υποχρεωμένος να μελετάει εκεί και να κοιμάται σ’ ένα αρκετά παλιό, στενό και κοντό ντιβανάκι, σε
τρύπια σεντόνια και, το κυριότερο, να φροντίζει και να π ρ ο σ έ χ ε ι τον πατέρα του που, όσο
πέρναγε ο καιρός, όλο και του γινόταν πιο απαραίτητη αυτή η φροντίδα. Για τον πρίγκιπα είχαν
προορίσει το μεσαίο απ’ τα τρία δωμάτια. Στο πρώτο δεξιά έμενε ο Φερντιστσένκο και το τρίτο
αριστερά έμενε ακόμα ξενοίκιαστο. Ο Γάνια όμως, μόλις μπήκανε, οδήγησε τον πρίγκιπα στο άλλο
μισό του διαμερίσματος όπου έμενε η οικογένεια. Αυτό το οικογενειακό μισό το αποτελούσαν μια
σάλα που γινόταν και τραπεζαρία, ένα σαλόνι που, για να λέμε την αλήθεια, ήταν σαλόνι μονάχα τα
πρωινά και το βράδυ γινόταν γραφείο του Γάνια και κρεβατοκάμαρά του, και τέλος ένα τρίτο
δωμάτιο, στενάχωρο και πάντα κλειστό: ήταν η κρεβατοκάμαρα της Νίνας Αλεξάντροβνας και της
Βαρβάρας Αρνταλιόνοβνας. Κοντολογίς, όλα τα παιδιά μέσα σε κείνο το διαμέρισμα στριμώχνονταν
και συμπιέζονταν∙ ο Γάνια όλο κι έτριζε τα δόντια∙ μόλο που φερνόταν κι ήθελε να φέρνεται με
σεβασμό στη μητέρα του, το ‘βλεπε ωστόσο κανείς απ’ την πρώτη ματιά πως ήταν μεγάλος
σατράπης μέσα στην οικογένεια.
Η Νίνα Αλεξάντροβνα δεν ήταν μόνη της στο σαλόνι∙ μαζί της καθόταν η Βαρβάρα Αρνταλιόνοβνα.
Ήταν κι οι δυο τους απασχολημένες με κάποιο πλεχτό και κουβεντιάζανε μ’ έναν επισκέπτη, τον Ιβάν
Πετρόβιτς Πτίτσιν. Η Νίνα Αλεξάντροβνα φαινόταν καμιά πενηνταριά χρονώ, με αδύνατο πρόσωπο
και βαθουλωμένα μάγουλα και μαύρους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια. Φαινόταν άρρωστη κι αρκετά
βασανισμένη, το πρόσωπο όμως και το βλέμμα της ήταν αρκετά ευχάριστα∙ απ’ τα πρώτα κιόλας
λόγια έβλεπες πως είχες να κάνεις μ’ ένα χαρακτήρα σοβαρό και γεμάτον αληθινή αξιοπρέπεια.
Παρ’ όλο το πολύ βασανισμένο της ύφος, μάντευες πως είναι άνθρωπος σταθερός κι
αποφασιστικός. Ήταν ντυμένη πολύ σεμνά, φόραγε κάτι σκούρο κι εντελώς γεροντίστικο, οι τρόποι
της όμως, η ομιλία κι οι χειρονομίες της, δείχνανε γυναίκα που είχε δει και καλύτερο κόσμο.

Η Βαρβάρα Αρνταλιόνοβνα ήταν μια κοπέλα κάπου εικοσιτριώ χρονώ, με μέτριο ανάστημα, αρκετά
αδύνατη, και το πρόσωπό της, όχι πως ήταν πολύ όμορφο, έκρυβε όμως μέσα του το μυστικό ν’
αρέσει και χωρίς ομορφιά και να σε προσελκύει μέχρι πάθους. Έμοιαζε πολύ με τη μητέρα της,
ακόμα και το ντύσιμό της ήταν σχεδόν όμοιο με κείνης, γιατί δεν της αρέσανε καθόλου τα λούσα. Το
βλέμμα των γκρίζων της ματιών μπορούσε να ‘ναι πού και πού πολύ εύθυμο και τρυφερό, αν δεν
ήταν τις περισσότερες ώρες σοβαρό και σκεφτικό, καμιά φορά μάλιστα υπερβολικά σκεφτικό,
ιδιαίτερα τώρα τελευταία. Έβλεπες και στο δικό της πρόσωπο τη σταθερότητα και την
αποφασιστικότητα, το αισθανόσουν όμως πως η σταθερότητα αυτή μπορούσε να ‘ναι πιο
ενεργητική και πιο αποτελεσματική απ’ της μητέρας της. Η Βαρβάρα Αρνταλιόνοβνα ήταν αρκετά
ευέξαπτη κι ο αδερφός της ώρες‐ώρες τις φοβόταν κι όλας αυτές τις εκρήξεις του θυμού της. Τη
φοβόταν αρκετά κι ο επισκέπτης που καθόταν τώρα στο σαλόνι, ο Ιβάν Πετρόβιτς Πτίτσιν. Αυτός
εδώ, ήταν ένας άνθρωπος αρκετά νέος ακόμα, καμιά τριανταριά χρονώ, ντυμένος σεμνά μα κομψά,
με ευχάριστους μα κάπως υπερβολικά σοβαρούς τρόπους. Το καστανό γενάκι του έδειχνε πως δεν
είχε υπαλληλικές ασχολίες. Ήξερε να μιλά με τρόπο έξυπνο κι ενδιαφέροντα, τις περισσότερες ώρες
ωστόσο καθόταν αμίλητος. Γενικά, προκαλούσε μιαν εντύπωση που θα μπορούσες να την πεις κι
ευχάριστη ακόμα. Ήταν φανερό πως δεν αδιαφορούσε για τη Βαρβάρα Αρνταλιόνοβνα και δεν
έκρυβε τα αισθήματά του. Η Βαρβάρα Αρνταλιόνοβνα του φερνόταν φιλικά, δε βιαζόταν όμως
ακόμα ν’ απαντήσει σε ορισμένες ερωτήσεις του, ούτε και της άρεσαν αυτές οι ερωτήσεις∙ εδώ που
τα λέμε, ο Πτίτσιν δεν είχε χάσει καθόλου το κουράγιο του. Η Νίνα Αλεξάντροβνα του φερνόταν
στοργικά και τον τελευταίο καιρό είχε αρχίσει μάλιστα να του εμπιστεύεται πολλά. Ήταν γνωστό
άλλωστε πως η μοναδική του ασχολία ήταν να κερδίζει χρήματα, δανείζοντάς τα με μεγάλους
τόκους και με εγγυήσεις κατά το μάλλον ή ήττον σίγουρες. Με το Γάνια ήταν στενότατος φίλος.
Απαντώντας στη διεξοδική, αποσπασματική ωστόσο, σύσταση του Γάνια (που χαιρέτισε πολύ ξερά
τη μητέρα του, δε χαιρέτισε καθόλου την αδερφή του και πήρε αμέσως τον Πτίτσιν και φύγανε απ’
το δωμάτιο), η Νίνα Αλεξάντροβνα είπε στον πρίγκιπα μερικά ευγενικά λόγια κι ανάθεσε στον
Κόλια, που ‘χε χώσει το κεφάλι του στην πόρτα και κοίταζε, να τον οδηγήσει στο μεσαίο δωμάτιο. Ο
Κόλια ήταν έν’ αγόρι με εύθυμο και αρκετά συμπαθητικό πρόσωπο, με απλούς κι ανοιχτόκαρδους
τρόπους.
— Πού είναι λοιπόν τα μπαγκάζια σας;—ρώτησε μπάζοντας τον πρίγκιπα στο δωμάτιο.
— Έχω ένα μπογαλάκι. Τ’ άφησα στο χολ.
— Θα σας το φέρω αμέσως. Όλη μας η υπηρεσία είναι η μαγείρισσα κι η Ματριόνα και γι’ αυτό
βοηθάω και γω. Η Βάρια τα επιβλέπει όλα και θυμώνει. Ο Γάνια λέει πως ήρθατε σήμερα απ’ την
Ελβετία;
— Ναι.
— Κι είναι όμορφα στην Ελβετία;
— Πολύ.
— Βουνά;
— Ναι.
— Τώρ’ αμέσως θα σας κουβαλήσω τους μπόγους σας. Μπήκε η Βαρβάρα Αρνταλιόνοβνα.
— Τώρ’ αμέσως η Ματριόνα θα σας στρώσει τα σεντόνια. Έχετε βαλίτσα;

— Όχι, ένα μπογαλάκι. Πήγε να το φέρει ο αδερφός σας∙ είναι στο χολ.
— Δε βρήκα κανένα μπόγο κει πέρα, εκτός απ’ αυτό το μπογαλάκι: πού τα βάλατε;—ρώτησε ο Κόλια
ξαναγυρίζοντας στο δωμάτιο.
— Μα δεν έχω τίποτ’ άλλο εκτός απ’ αυτό,—εξήγησε ο πρίγκιπας παίρνοντας το μπογαλάκι.
— Α‐α! και γω νόμισα πως τα ‘χει σουφρώσει ο Φερντιστσένκο.
— Πάψε τις ανοησίες,—είπε αυστηρά η Βάρια∙ και με τον πρίγκιπα επίσης μίλαγε με μια ψυχρότητα
που μόλις θα μπορούσες να την πεις ευγένεια.
— Chere Babette, μαζί μου μπορείς να φέρνεσαι ευγενέστερα, εγώ δεν είμαι ο Πτίτσιν.
— Εσένα, Κόλια, μπορεί και να σε δέρνει κανείς, τόσο είσαι ανόητος ακόμα. Για ό,τι σας χρειαστεί,
μπορείτε ν’ απευθύνεστε στη Ματριόνα∙ το γεύμα σερβίρεται στις τεσσερισήμιση. Μπορείτε να
γευματίζετε μαζί μας, μπορείτε και δω στο δωμάτιό σας, όπως προτιμάτε. Πάμε, Κόλια, μην ενοχλείς
την ευγενία του.
— Πάμετε, αυστηροτάτη δεσποινίς!
Βγαίνοντας πέσανε πάνω στο Γάνια.
— Ο πατέρας είν’ εδώ;—ρώτησε ο Γάνια τον Κόλια κι όταν του είπε κείνος ναι, κάτι του ψιθύρισε στ’
αυτί.
Ο Κόλια έκανε ναι με το κεφάλι του και βγήκε ξοπίσω απ’ τη Βαρβάρα Αρνταλιόνοβνα.
— Δυο λόγια, πρίγκηψ, μου διέφυγε εντελώς να σας προειδοποιήσω… επ’ αυτών των ζητημάτων.
Έχω μια μικρή παράκληση: Κάντε μου τη χάρη—αν φυσικά δε θα σας κάνει πολύ κόπο— μη
φλυαρήσετε ούτε δω για όσα γίνανε τώρ’ ανάμεσα σε μένα και στην Αγλαΐα, ούτε ε κ ε ί για τα όσα
θα δείτε εδώ∙ γιατί και εδώ γίνονται αρκετές αηδίες. Στο διάβολο όλ’ αυτά ωστόσο… Για σήμερα
τουλάχιστο σας παρακαλώ να συγκρατηθείτε.
— Μα σας βεβαιώ επιτέλους πως φλυάρησα πολύ λιγότερο απ’ όσο νομίζετε,—είπε ο πρίγκιπας
αρχίζοντας να εκνευρίζεται κάπως με τις κατηγορίες του Γάνια. Ήταν φανερό πως οι σχέσεις μεταξύ
τους όλο και χειροτέρευαν.
— Ε, πολλά υπέφερα κιόλας εξαιτίας σας σήμερα. Με δυο λόγια, σας παρακαλώ.
— Σημειώστε ακόμα και τούτο, Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς: Ποια υποχρέωση μ’ έδενε λοιπόν στο σπίτι
του Ιβάν Φιοντόροβιτς και γιατί δεν είχα το δικαίωμα να κάνω λόγο για τη φωτογραφία; Άλλωστε δε
μου είχατε ζητήσει να μη μιλήσω, έτσι δεν είναι;
— Φτου, τι πανάθλιο δωμάτιο,—έκανε ο Γάνια κοιτάζοντας περιφρονητικά γύρω του,—είναι
σκοτεινό και τα παράθυρα βλέπουν στην αυλή. Απ’ όλες τις απόψεις, διαλέξατε πολύ ακατάλληλη
ώρα να’ ρθείτε σπίτι μας. Στο κάτω‐κάτω αυτό δεν είναι, δική μου δουλειά∙ δε νοικιάζω εγώ τα
δωμάτια.
Ο Πτίτσιν έχωσε το κεφάλι του απ’ την πόρτα και φώναξε το Γάνια∙ αυτός παράτησε βιαστικά τον
πρίγκιπα και βγήκε, παρ’ όλο που κάτι ήθελε ακόμα να πει, μα ήταν φανερό πως δίσταζε, σα να

ντρεπόταν κι όλας ν’ αρχίσει∙ μα και το δωμάτιο που το ‘βρισε, φαίνεται πως το ‘κανε από
στεναχώρια του.
Μόλις πλύθηκε ο πρίγκιπας και διόρθωσε όσο και να ‘ναι την τουαλέτα του, ξανάνοιξε η πόρτα και
φάνηκε ένα καινούργιο σουλούπι.
Ήταν ένας κύριος καμιά τριανταριά χρονώ, πιο ψηλός απ’ το μέτριο, με φαρδείς ώμους, με
τεράστιο, κατσαρό, κοκκινόμαλο κεφάλι. Το πρόσωπό του ήταν κρεατωμένο και κοκκινομάγουλο, τα
χείλια χοντρά, η μύτη φαρδιά και πλακουτσωτή, τα μάτια μικρά, βουλιαγμένα στο λίπος και
ειρωνικά (είχες την εντύπωση πως σου ‘κλεινε συνεχώς το μάτι). Όλη του η εμφάνιση έδειχνε
κάποιαν αναίδεια. Ήταν ντυμένος μάλλον βρόμικα.
Στην αρχή άνοιξε την πόρτα τόσο μονάχα που να μπορεί να χώσει μέσα το κεφάλι του. Το χωμένο
μέσα κεφάλι, κάπου πέντε δευτερόλεπτα κοίταζε ένα γύρω το δωμάτιο, ύστερα η πόρτα άρχισε ν’
ανοίγει σιγά‐σιγά, φάνηκε όλο το σουλούπι του στο κατώφλι, ο επισκέπτης όμως δεν έλεγε ακόμα
να μπει μέσα, μονάχα συνέχιζε μισοκλείνοντας τα μάτια να περιεργάζεται τον πρίγκιπα απ’ το
κατώφλι. Τελικά, έκλεισε την πόρτα πίσω του, πλησίασε, έκατσε σε μια καρέκλα, πήρε δυνατά τον
πρίγκιπα απ’ το χέρι και τον έβαλε να κάτσει δίπλα του στο ντιβάνι.
— Φερντιστσένκο,—πρόφερε κοιτάζοντας επίμονα κι ερωτηματικά τον πρίγκιπα στο πρόσωπο.
— Και τι μ’ αυτό;—απάντησε ο πρίγκιπας βάζοντας σχεδόν τα γέλια.
— Νοικάρης,—πρόφερε και πάλι ο Φερντιστσένκο κοιτάζοντας όπως και πριν τον πρίγκιπα.
— Θέλετε να γνωριστούμε;
— Ε, εχ!—πρόφερε ο επισκέπτης ανακατώνοντας τα μαλλιά του κι αναστενάζοντας κι άρχισε να
κοιτάει στην απέναντι γωνιά.—Έχετε χρήματα;—ρώτησε ξαφνικά γυρίζοντας στον πρίγκιπα.
— Λίγα.
— Πόσα ακριβώς;
— Είκοσι πέντε ρούβλια.
— Για να τα δω.
Ο πρίγκιπας έβγαλε το χαρτονόμισμα των είκοσι πέντε ρουβλιών απ’ την τσέπη του γιλέκου του και
το ‘δωσε στον Φερντιστσένκο. Εκείνος το ξεδίπλωσε, το κοίταξε, ύστερα το γύρισε απ’ την άλλη
μεριά, ύστερα το σήκωσε στο φως.
— Αρκετά παράξενο,—πρόφερε σα να ‘χε βυθιστεί σε σκέψεις. —Ποιος ο λόγος που κοκκινίζουν;…
Αυτά τα εικοσπεντάρουβλα κοκκινίζουν κάποτε τρομερά κι είναι άλλα που απεναντίας ξεβάφουν.
Πάρτε το.
Ο πρίγκιπας ξαναπήρε το χαρτονόμισμά του. Ο Φερντιστσένκο σηκώθηκε απ’ την καρέκλα.
— Ήρθα να σας προειδοποιήσω: πρώτον, να μη μου δώσετε ποτέ δανεικά, γιατί εγώ το δίχως άλλο
θα σας ζητήσω.

— Σύμφωνοι.
— Σκοπεύετε να πληρώνετε το νοίκι;
— Ναι.
— Εγώ δεν το ‘χω σκοπό. Ευχαριστώ. Είμαι δω, δεξιά σας, η πρώτη πόρτα, την είδατε; Προσπαθείστε
να μη μου ‘ρχεστε και πολύ συχνά. Εγώ θα ‘ρθω να σας δω, μην ανησυχείτε. Το στρατηγό τον είδατε;
— Όχι.
— Ούτε τον ακούσατε;
— Και βέβαια όχι.
— Ε, θα τον δείτε και θα τον ακούσετε κι επιπλέον, ακόμα κι από μένα ζητάει δανεικά! Avis au
lecteur (Ο νοών νοείτω). Χαίρετε. Είναι ποτέ δυνατό να ζήσει κανείς με το επίθετο Φερντιστσένκο, ε;
— Και γιατί όχι λοιπόν;
— Χαίρετε.
Και τράβηξε κατά την πόρτα. Ο πρίγκιπας έμαθε αργότερα πως ο κύριος αυτός,—λες και τον
υποχρέωνε κανείς—το ‘χε καημό να τους αφήνει όλους με το στόμα ανοιχτό με τη πρωτοτυπία και
την ευθυμία του, δεν τα κατάφερνε όμως ποτέ του. Σε μερικούς μάλιστα έκανε κακή εντύπωση,
πράμα που τον έκανε και πονούσε ειλικρινά, το σύστημά του όμως δεν έλεγε να το παρατήσει. Στην
πόρτα τα κατάφερε και πήρε κάτι σα ρεβάνς, όταν έπεσε πάνω σ’ έναν κύριο που έμπαινε κείνη τη
στιγμή∙ αφήνοντας αυτόν τον καινούργιο κι άγνωστο για τον πρίγκιπα επισκέπτη να περάσει στο
δωμάτιο, ο Φερντιστσένκο έκλεισε αρκετές φορές το μάτι προειδοποιητικά πίσω απ’ την πλάτη του
και με τον τρόπο αυτόν έφυγε αρκετά ικανοποιημένος.
Ο καινούργιος αυτός κύριος ήταν ψηλός, κάπου πενήντα πέντε χρονώ, ίσως και παραπάνω, αρκετά
παχύς, με κατακόκκινο, χοντρό κι αποχαυνωμένο πρόσωπο, κορνιζαρισμένο με πυκνές γκρίζες
φαβορίτες, με μουστάκι κι αρκετά μεγάλα, γουρλωτά μάτια. Το σουλούπι του θα ‘ταν αρκετά
επιβλητικό αν δεν είχε κάτι το παραμελημένο, το πολυφορεμένο, ακόμα και το λερωμένο. Ήταν
ντυμένος με μιαν αρκετά παλιά ρεντιγκότα, σχεδόν σκισμένη στους αγκώνες. Το πουκάμισό του
επίσης ήταν λιγδωμένο—περιφερόταν ατημέλητος σαν στην κάμαρά του. Αν τον πλησίαζες, θα
‘βλεπες πως μυρίζει βότκα, οι τρόποι του όμως ήταν εντυπωσιακοί, αρκετά μελετημένοι και με
φανερή την έντονη προσπάθεια να καταπλήξουν τον άλλο με την πολλή τους αξιοπρέπεια. Ο κύριος
πλησίασε τον πρίγκιπα, χωρίς να βιάζεται, μ’ ένα ευπροσήγορο χαμόγελο∙ του πήρε σιωπηλά το χέρι
και κρατώντας το μες στο δικό του, έμεινε να τον κοιτάει κάμποσην ώρα στο πρόσωπο, σάμπως ν’
αναγνώριζε γνωστά χαρακτηριστικά.
— Αυτός είναι! Αυτός!—πρόφερε σιγά μα επίσημα:—Ολοζώντανος! Άκουσα να λένε και να
ξαναλένε ένα γνωστό και αγαπητό μου όνομα και θυμήθηκα το παρελθόν που δε θα ξαναγυρίσει
ποτέ πια… Ο πρίγκηψ Μίσκιν;
— Ακριβώς.
— Στρατηγός Ιβόλγκιν, απόστρατος και δυστυχισμένος. Τ’ όνομα και το πατρώνυμό σας, τολμώ να
ρωτήσω;

— Λέων Νικολάγιεβιτς.
— Σωστά, σωστά! Γιος του φίλου μου, του παιδικού μου φίλου, μπορώ να πω, του Νικολάι
Πετρόβιτς;
— Τον πατέρα μου τον λέγανε Νικολάι Λβόβιτς.
— Λβόβιτς,—διόρθωσε το λάθος του ο στρατηγός, χωρίς να βιάζεται όμως, με απόλυτη πεποίθηση,
λες και δεν το ‘χε ξεχάσει καθόλου, μονάχα που μπερδεύτηκε τυχαία. Έκατσε και παίρνοντας κι
αυτός τον πρίγκιπα απ’ το χέρι, τον έβαλε να κάτσει δίπλα του.
— Σας ντάντευα. Σας κράταγα στα χέρια.
— Είναι δυνατόν;—ρώτησε ο πρίγκιπας.—Ο πατέρας μου είναι είκοσι χρόνια τώρα που πέθανε.
— Ναι, είκοσι χρόνια, είκοσι χρόνια και τρεις μήνες. Μαζί σπουδάσαμε∙ εγώ πήγα κατευθείαν στο
στρατιωτικό…
— Μα, κι ο πατέρας μου έκανε στο στρατιωτικό, ανθυπολοχαγός στο σύνταγμα Βασιλιέβσκη.
— Στο σύνταγμα Μπελομίρσκη. Η μετάθεση στο σύνταγμα Μπελομίρσκη έγινε σχεδόν την
παραμονή του θανάτου του. Ήμουνα δίπλα του και του παραστάθηκα… με τις ευλογίες μου
ξεκίνησε για την αιωνιότητα. Η μητερούλα σας…
Ο στρατηγός κοντοστάθηκε σα να μην τον άφηναν οι θλιβερές αναμνήσεις να συνεχίσει.
— Μα κι αυτή πέθανε μισό χρόνο αργότερα, από κρυολόγημα,—είπε ο πρίγκιπας.
— Όχι από κρυολόγημα. Όχι από κρυολόγημα, πιστέψτε με το γέρο. Εκεί ήμουν και την κήδεψα και
κείνην. Απ’ τον καημό της για τον πρίγκιπά της κι όχι από κρυολόγημα. Ναι, τη θυμάμαι σαν τώρα
και την πριγκίπισσα! Αχ, νεότης! Εξαιτίας της εγώ κι ο πρίγκιπας παραλίγο ν’ αλληλοσκοτωνόμαστε
κι ας ήμαστε παιδικοί φίλοι.
Ο πρίγκιπας άρχιζε και τον άκουγε με κάποια δυσπιστία.
— Ήμουν παράφορα ερωτευμένος με τη μητέρα σας, όταν ήταν μνηστή—μνηστή του φίλου μου. Ο
πρίγκιπας το πρόσεξε και του κακοφάνηκε πολύ. Έρχεται σπίτι μου το πρωί, κατά τις εφτά η ώρα και
με ξυπνάει. Ντύνομαι κατάπληχτος∙ σιωπή αμφοτέρωθεν εγώ όλα τα κατάλαβα. Βγάζει απ’ την
τσέπη του δυο πιστόλια. Μονομαχία μες από μαντίλι. Χωρίς μάρτυρες. Προς τι οι μάρτυρες, όταν σε
πέντε λεπτά είναι να ξαποστείλουμε ο ένας τον άλλον στην αιωνιότητα; Γεμίσαμε τα πιστόλια,
απλώσαμε το μαντίλι, σταθήκαμε, ακουμπήσαμε τα πιστόλια αμοιβαίως στις καρδιές μας και
κοιτάμε ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Ξάφνου, βροχή τα δάκρυα απ’ τα μάτια και των δύο, τα
χέρια άρχισαν να τρέμουν. Και των δύο, και των δύο, ταυτόχρονα! Ε, ύστερα, ως ήτο φυσικόν,
αγκαλιάσματα και αμοιβαίος αγών μεγαλοψυχίας. Ο πρίγκιπας φωνάζει: είναι δική σου, εγώ
φωνάζω: δική σου! Με δυο λόγια… με δυο λόγια… Ήρθατε σπίτι μας… να μείνετε;
— Ναι, για λίγες μέρες ίσως,—πρόφερε ο πρίγκιπας κομπιάζοντας.
— Πρίγκηψ, η μητερούλα σας παρακαλεί να περάσετε στο σαλόνι,—φώναξε ο Κόλια που ‘χε
μισανοίξει την πόρτα. Ο πρίγκιπας έκανε να σηκωθεί, ο στρατηγός όμως έβαλε τη δεξιά του παλάμη
στον ώμο του και τον έβαλε και πάλι φιλικά να ξανακαθίσει στο ντιβάνι.

— Σαν αληθινός φίλος του πατέρα σας, θέλω να σας προειδοποιήσω,—είπε ο στρατηγός.—Εγώ, το
βλέπετε και μόνος σας, έχω κακοπάθει εξαιτίας μιας τραγικής καταστροφής, χωρίς δίκη όμως! Χωρίς
δίκη! Η Νίνα Αλεξάντροβνα είναι μια σπάνια γυναίκα. Η Βαρβάρα Αρνταλιόνοβνα, η κόρη μου, είναι
μια σπάνια κόρη! Εξαιτίας των περιστάσεων, νοικιάζουμε δωμάτια— πρόκειται δηλαδή περί
ανηκούστου πτώσεως! Εγώ, που το μόνο σκαλοπάτι που έμενε ν’ ανέβω, ήταν ο βαθμός του γενικού
διοικητή!… Εσείς όμως… πάντα μας προξενεί χαρά η παρουσία σας. Παρ’ όλ’ αυτά ωστόσο, εδώ στο
σπίτι μου συντελείται μια τραγωδία.
Ο πρίγκιπας τον κοίταζε ερωτηματικά και με μεγάλη περιέργεια.
— Ετοιμάζεται ένας γάμος, ένας γάμος σπάνιος. Γάμος μιας διφορουμένης γυναικός κι ενός νέου
που θα μπορούσε να ήταν αυλικός ακόλουθος. Αυτή τη γυναίκα θα τη μπάσουνε στο σπίτι όπου
μένει η κόρη μου κι η γυναίκα μου! Όσο όμως εγώ αναπνέω, δε θα πατήσει το πόδι της εδώ! Θα
ξαπλωθώ στο κατώφλι κι ας με δρασκελίσει! Με το Γάνια δε μιλάω σχεδόν καθόλου τώρα πια,
αποφεύγω μάλιστα να τον συναντήσω. Σας προειδοποιώ, γιατί μια και σεις μένετε δω, έτσι κι
αλλιώς θα παραστείτε μάρτυρας. Είστε όμως γιος του φίλου μου κι έχω το δικαίωμα να ελπίζω…
— Πρίγκηψ, κάντε μου, τη χάρη, περάστε στο σαλόνι,—του φώναξε η Νίνα Αλεξάντροβνα που είχε
έρθει η ίδια τούτη τη φορά στην πόρτα.
— Φαντάσου, φίλη μου,—ξεφώνισε ο στρατηγός,—ανακαλύψαμε πως ντάντευα τον πρίγκιπα και
τον κράταγα στα χέρια μου!
Η Νίνα Αλεξάντροβνα κοίταξε επιτιμητικά το στρατηγό κι εξεταστικά τον πρίγκιπα, δεν είπε όμως
λέξη. Ο πρίγκιπας την ακολούθησε — μόλις όμως μπήκανε στο σαλόνι και κάθισαν, και μόλις άρχισε
η Νίνα Αλεξάντροβνα κάτι να λέει βιαστικά και με μισή φωνή στον πρίγκιπα, μπήκε κι ο ίδιος ο
στρατηγός στο σαλόνι. Η Νίνα Αλεξάντροβνα σώπασε αμέσως και με φανερή στεναχώρια έσκυψε
πάνω απ’ το πλέξιμό της. Ο στρατηγός ίσως και να την πρόσεξε αυτή τη στεναχώρια της,
εξακολούθησε όμως να ‘ναι εξαιρετικά κεφάτος.
— Γιος του φίλου μου!—φώναξε γυρίζοντας στη Νίνα Αλεξάντροβνα.—Και να ‘ρθει τόσο
αναπάντεχα! Από καιρό τώρα, ούτε να το διανοηθώ δεν τολμούσα πως θα γίνει κάτι τέτοιο. Όμως,
φίλη μου, είναι δυνατό να μη θυμάσαι το μακαρίτη το Νικολάι Λβόβιτς; Τον είχες προφτάσει… Στο
Τβερ, θυμάσαι;
— Δε θυμάμαι τον Νικολάι Λβόβιτς. Είναι ο πατέρας σας;— ρώτησε αυτή τον πρίγκιπα.
— Πατέρας μου∙ αν δεν κάνω λάθος όμως, δεν πέθανε στο Τβερ μα στο Ελισαβετγκράντ,—
παρατήρησε δειλά ο πρίγκιπας στο στρατηγό…—Μου το ‘λεγε ο Παυλίστσεβ…
— Στο Τβερ,—βεβαίωσε ο στρατηγός.—Τις παραμονές του θανάτου του τον μεταθέσανε στο Τβερ,
συγκεκριμένα μάλιστα, πριν πάει στο χειρότερο η αρρώστια του. Εσείς ήσασταν ακόμα πολύ μικρός
και δεν μπορεί να θυμάστε ούτε τη μετάθεση, ούτε το ταξίδι∙ όσο για τον Παυλίστσεβ, μπορεί να
‘κανε λάθος, αν κι ήταν λαμπρότατος άνθρωπος.
— Ξέρατε τον Παυλίστσεβ;
— Ήταν σπάνιος άνθρωπος, εγώ όμως ήμουν αυτόπτης μάρτυς. Του έδωσα την ευλογία μου στην
επιθανάτιο κλίνη του.
— Μα ο πατέρας μου πέθανε υπόδικος,—παρατήρησε και πάλι ο πρίγκιπας,—αν και ποτέ μου δεν

μπόρεσα να μάθω γιατί ακριβώς∙ πέθανε στο στρατιωτικό νοσοκομείο.
— Ω, ήταν εκείνη η υπόθεση με τον στρατιώτη Κολπακόβ και δε χωράει αμφιβολία πως ο πρίγκιπας
θ’ αθωωνόταν.
— Ώστε έτσι; Το ξέρετε θετικά;—ρώτησε ο πρίγκιπας με ιδιαίτερη περιέργεια.
— Αυτό έλειπε να μην το ξέρω!—φώναξε ο στρατηγός.—Η δίκη ανεβλήθη χωρίς να πάρουν καμιάν
απόφαση. Πρόκειται περί απιθάνου υποθέσεως! Περί υποθέσεως μάλιστα, μπορώ να πω,
μυστηριώδους: Πεθαίνει ο λοχαγός του Επιτελείου Λαριόνοβ, διοικητής του λόχου ο πρίγκιπας
διορίζεται προσωρινώς λοχαγεύων ως εδώ πάει καλά. Ο στρατιώτης Κολπακόβ διαπράττει μια
κλοπή του υλικού υποδήσεως ενός συναδέλφου του και τα κοπανάει στην ταβέρνα. Πάει καλά. Ο
πρίγκιπας—και, προσέξτε, αυτό έγινε παρουσία του επιλοχία και του δεκανέα—κατσαδιάζει τον
Κολπακόβ και τον φοβερίζει πως θα τον μαστιγώσει. Περίφημα. Ο Κολπακόβ πάει στο στρατώνα,
ξαπλώνει στο κρεβάτι και, σ’ ένα τέταρτο πεθαίνει. Θαυμάσια, η περίπτωση όμως ενέχει κάτι το
απρόβλεπτο, σχεδόν απίστευτο. Όπως και να ‘ναι, τον Κολπακόβ τον κηδεύουν∙ ο πρίγκηψ κάνει την
αναφορά του κι ύστερα τον Κολπακόβ τον διαγράφουν απ’ τη δύναμη του λόχου. Τι ωραιότερον
τούτου, θα ‘λεγε κανείς, έτσι δεν είναι; Όμως, ύστερ’ από έξι μήνες, ακριβώς, στη επιθεώρηση της
ταξιαρχίας, ο στρατιώτης… Κολπακόβ, λες και δεν είχε γίνει τίποτα, παρουσιάζεται στον τρίτο λόχο
του δευτέρου τάγματος, του συντάγματος πεζικού Νοβοζεμλιάνσκη, της αυτής ταξιαρχίας και της
ιδίας μεραρχίας.
— Πώς;—ξεφώνισε ο πρίγκιπας κι απόμεινε άναυδος.
— Δεν είναι έτσι, είναι λάθος!—γύρισε ξάφνου και του είπε η Νίνα Αλεξάντροβνα κοιτάζοντάς τον
σχεδόν με λύπη.—Mon mari se trompé. (Ο άντρας μου κάνει λάθος).
— Όμως, φίλη μου, είναι εύκολο να λες se trompé, δώσε όμως να σε δω την εξήγηση σ’ αυτό το
περιστατικό! Όλοι βρεθήκανε προ αδιεξόδου. Εγώ θα ‘μουνα ο πρώτος που θα ‘λεγα qu’on se
trompé (ότι έγινε λάθος). Ατυχώς όμως, ήμουν μάρτυρας και συμμετείχα στην επιτροπή. Όλες οι
αντιπαραστάσεις απέδειξαν πως ήταν εκείνος ο ίδιος, απολύτως ο ίδιος στρατιώτης του πεζικού
Κολπακόβ, που εδώ κι έξι μήνες είχε κηδευτεί με τας κεκανονισμένας τιμάς και με κρούσιν του
τυμπάνου. Η περίπτωσις είναι πραγματικά σπανία, σχεδόν απίθανος, συμφωνώ, ωστόσο…
— Πατερούλη, σας στρώσανε τραπέζι να φάτε,—είπε η Βαρβάρα Αρνταλιόνοβνα μπαίνοντας στο
δωμάτιο.
— Α, αυτό είναι υπέροχο, θαυμάσιο! Σα να πείνασα αλήθεια… Η περίπτωσις ωστόσο είναι, μπορεί
να πει κανείς, ψυχολογική. ..
— Πάλι θα κρυώσει η σούπα,—είπε ανυπόμονα η Βάρια.— Τώρα, αμέσως,— μουρμούρισε ο
στρατηγός, βγαίνοντας απ’ το δωμάτιο, «—και παρ’ όλα τ’ αποδεικτικά», ακούστηκε ακόμα να λέει
στο διάδρομο.
— Θα βρεθείτε στην ανάγκη να συγχωρέσετε πολλά στον Αρνταλιόν Αλεξάντροβιτς, αν μείνετε σπίτι
μας,—είπε η Νίνα Αλεξάντροβνα στον πρίγκιπα∙—ακόμα και το γεύμα του τού το σερβίρουμε
χωριστά. Δεν μπορεί παρά να παραδεχτείτε πως ο καθένας έχει τα ελαττώματά του και
τα…ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, μερικοί μάλιστα ίσως να ‘χουν πολύ περισσότερα από κείνους
που τους δείχνουν με το δάχτυλο. Για ένα πράγμα θα ‘θελα να σας παρακαλέσω ιδιαιτέρως: αν
τύχει ποτέ και σας κάνει λόγο ο άντρας μου αναφορικά με το ενοίκιο, να του πείτε πως δώσατε τα
χρήματα σε μένα. Δηλαδή, κι αν τα δώσετε στον Αρνταλιόν Αλεξάντροβιτς, πάλι θα περάσουν σε

πίστωση του λογαριασμού σας, σας παρακαλώ όμως απλώς και μόνο για την τάξη… τι είναι αυτό,
Βάρια;
Η Βάρια είχε γυρίσει κι έδωσε σιωπηλή στη μητέρα της τη φωτογραφία της Ναστάσιας
Φιλίπποβνας. Η Νίνα Αλεξάντροβνα ανατρίχιασε και στην αρχή με τρόμο, θα ‘λεγες, κι ύστερα με
συντριπτική πίκρα, κοίταξε τη φωτογραφία. Τέλος κοίταξε ερωτηματικά τη Βάρια.
— Σήμερα του τη χάρισε η ίδια,—είπε η Βάρια,—και το βράδυ όλα θ’ αποφασιστούν.
— Σήμερα το βράδυ!—ξανάπε με μισή φωνή, σάμπως απελπισμένη η Νίνα Αλεξάντροβνα.—Τι να
γίνει λοιπόν; Δεν υπάρχει πια καμιά αμφιβολία κι ελπίδα: με τη φωτογραφία όλα τα είπε… Μα πώς
έγινε; Σου την έδειξε ο ίδιος;—πρόστεσε απορημένη.
— Το ξέρετε πως ένα μήνα τώρα έχουμε κόψει και την καλημέρα σχεδόν. Ο Πτίτσιν μου τα ‘πε όλα κι
η φωτογραφία ήταν πεσμένη εκεί, δίπλα στο τραπέζι∙ τη σήκωσα μόνη μου.
— Πρίγκηψ,—γύρισε ξάφνου και του είπε η Νίνα Αλεξάντροβνα,—ήθελα να σας ρωτήσω (γι’ αυτό
κυρίως σας φώναξα εδώ), είναι καιρός που ξέρετε το γιο μου; Μου ‘λεγε, αν δεν κάνω λάθος, πως
μόλις σήμερα φτάσατε από κάπου.
Ο πρίγκιπας διηγήθηκε με λίγα λόγια τα γνωστά, παραλείποντας όσα γίνανε στου στρατηγού
Επάντσιν. Η Νίνα Αλεξάντροβνα κι η Βάρια τον ακούσανε με προσοχή.
— Δε θέλω να εκμαιεύσω πληροφορίες για το Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς ρωτώντας σας,—
παρατήρησε η Νίνα Αλεξάντροβνα.— Δε θα πρέπει να με παρεξηγήσετε σ’ αυτό το σημείο. Αν
υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να μου το ομολογήσει μόνος του, δε θα θελήσω ποτέ να το μάθω από
τρίτους. Αν σας ρώτησα, είναι γιατί, όταν ήρθατε, ο Γάνια είπε μπροστά σας κι ύστερα μου το
ξανάπε, όταν πια είχατε πάει στο δωμάτιό σας: «Αυτός τα ξέρει όλα, δε χρειάζονται τσιριμόνιες μαζί
του!» Τι σημαίνει λοιπόν αυτό; Δηλαδή, θα ‘θελα να ξέρω, ως ποιο σημείο…
Μπήκαν ξάφνου ο Γάνια κι ο Πτίτσιν. Η Νίνα Αλεξάντροβνα σώπασε αμέσως. Ο πρίγκιπας έμεινε
στην καρέκλα δίπλα της κι η Βάρια πήγε παράμερα∙ η φωτογραφία της Ναστάσιας Φιλίπποβνας
βρισκόταν σε μέρος που φαινόταν αμέσως, πάνω στο τραπεζάκι της δουλειάς της Νίνας
Αλεξάντροβνας, ακριβώς μπροστά της. Ο Γάνια, βλέποντας τη φωτογραφία, σκυθρώπιασε, την πήρε
νευριασμένος απ’ το τραπεζάκι και την πέταξε στο γραφείο του που ήταν στην άλλη γωνιά του
δωματίου.
— Απόψε, Γάνια;—ρώτησε ξάφνου η Νίνα Αλεξάντροβνα.
— Τι απόψε;—ταράχτηκε ο Γάνια και τα ‘βαλε ξάφνου με τον πρίγκιπα.—Α, καταλαβαίνω, και δω
ακόμα τα προφτάσατε! Μα τι σας συμβαίνει επιτέλους; Αρρώστια το ‘χετε, δε μου λέτε; Δεν
μπορείτε να συγκρατηθείτε; Μα καταλάβετέ το επιτέλους, εκλαμπρότατε.
— Το φταίξιμο είναι δικό μου, Γάνια, κανένας άλλος δε φταίει,—τον έκοψε ο Πτίτσιν.
Ο Γάνια τον κοίταξε ερωτηματικά.
— Μα πίστεψέ με λοιπόν, είναι καλύτερα έτσι, Γάνια, αφού μάλιστα, από μιαν άποψη, το πράμα
έχει κι όλας τελειώσει,— μουρμούρισε ο Πτίτσιν κι αποτραβήχτηκε παράμερα, έκατσε στο τραπέζι,
έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα χαρτάκι γραμμένο με μολύβι κι άρχισε να το περιεργάζεται
προσεχτικά. Ο Γάνια στεκόταν σκοτεινός και περίμενε με ανησυχία να ξεσπάσει η οικογενειακή

σκηνή. Ούτε το σκέφτηκε καθόλου να ζητήσει συγνώμη απ’ τον πρίγκιπα.
— Αν όλα έχουν τελειώσει, τότε εννοείται πως ο Ιβάν Πετρόβιτς έχει δίκιο,—είπε η Νίνα
Αλεξάντροβνα.—Μην κατσουφιάζεις, σε παρακαλώ, και μη νευριάζεις, Γάνια. Δε θα σε ρωτήσω για
τίποτα που δε θα θελήσεις να μου πεις ο ίδιος και σε βεβαιώ πως υποτάσσομαι τελείως∙ κάνε μου
τη χάρη, μην ανησυχείς.
Η Νίνα Αλεξάντροβνα τα πρόφερε αυτά συνεχίζοντας το εργόχειρό της και θα ‘λεγε κανείς πως ήταν
στ’ αλήθεια εντελώς ψύχραιμη. Ο Γάνια απόρησε, σώπαινε όμως επιφυλαχτικός και κοίταζε τη
μητέρα του, περιμένοντας να μιλήσει πιο καθαρά. Οι οικογενειακές σκηνές του δίνανε πολύ στα
νεύρα. Η Νίνα Αλεξάντροβνα πρόσεξε αυτή τη επιφυλαχτικότητα και πρόστεσε χαμογελώντας
πικρά.
— Εξακολουθείς ακόμα ν’ αμφιβάλλεις και δε με πιστεύεις∙ μην ανησυχείς∙ δε θα υπάρξουν ούτε
δάκρυα, ούτε ικεσίες, όπως γινόταν πριν, απ’ τη μεριά μου τουλάχιστο. Η μόνη μου επιθυμία είναι
να γίνεις ευτυχισμένος και το ξέρεις∙ υποτάχτηκα στη Μοίρα, η καρδιά μου όμως θα ‘ναι πάντοτε
μαζί σου ό,τι και να γίνει—και μαζί αν μείνουμε κι αν ακόμα χωρίσουμε. Εννοείται πως μπορώ να
υποσχεθώ μονάχα για τον εαυτό μου∙ δεν μπορείς να ‘χεις την ίδιαν απαίτηση κι απ’ την αδερφή
σου…
— Α, πάλι αυτή!—ξεφώνισε ο Γάνια κοιτάζοντας με ειρωνεία και μίσος την αδερφή του.—
Μητερούλα! Να σας ορκιστώ και πάλι για κάτι που σας έδωσα κι όλας το λόγο μου; Κανένας και
ποτέ δε θα τολμήσει να μη σας σεβαστεί, όσο εγώ είμ’ εδώ, όσο εγώ είμαι ζωντανός. Θα επιμένω να
σας έχουν πλήρη κι απόλυτο σεβασμό, όλοι ανεξαιρέτως… όποιος κι αν είναι να περάσει το κατώφλι
μας…
Ο Γάνια ήταν τόσο χαρούμενος που κοίταζε σχεδόν φιλικά, σχεδόν στοργικά τη μητέρα του.
— Δε φοβόμουνα ποτέ μου τίποτα για τον εαυτό μου, Γάνια∙ το ξέρεις πολύ καλά αυτό∙ δεν ήταν για
μένα που ανησυχούσα και βασανιζόμουνα όλον αυτό τον καιρό. Λένε πως απόψε όλα θα πάρουν
τέλος. Τι ακριβώς θα πάρει τέλος λοιπόν;
— Υποσχέθηκε να μας πει σήμερα το βράδυ, στο σπίτι της, αν δέχεται ή όχι,—απάντησε ο Γάνια.
— Είναι σχεδόν τρεις βδομάδες που αποφεύγαμε να μιλήσουμε γι’ αυτό το ζήτημα κι αυτό ήταν το
καλύτερο που είχαμε να κάνουμε. Τώρα που όλα πια έχουν τελειώσει, ένα μονάχα θα επιτρέψω
στον εαυτό μου να ρωτήσει: Πώς μπόρεσε να σου δώσει τη συγκατάθεσή της και να σου χαρίσει
μάλιστα τη φωτογραφία της αφού δεν την αγαπάς; Είναι ποτέ δυνατόν εσύ… αυτήν την τόσο…
— Την πεπειραμένη θέλετε να πείτε;
— Όχι, δεν ήθελα να πω αυτό. Είναι ποτέ δυνατό να της έριξες τόση στάχτη στα μάτια;
Ένας ασυνήθιστος εκνευρισμός ακούστηκε ξαφνικά σ’ αυτή την ερώτηση. Ο Γάνια έμεινε για λίγο
σκεφτικός και, μην κρύβοντας την ειρωνεία του, πρόφερε:
— Παρασυρθήκατε, μητερούλα, και πάλι δεν τα καταφέρατε να συγκρατηθείτε∙ έτσι αρχίζουν πάντα
οι καυγάδες μας και φουντώνουν. Είπατε πως δε θα κάνετε ούτε ερωτήσεις, ούτε παράπονα, κι
όμως να που αρχίσατε κι όλας! Προτιμότερο να τ’ αφήσουμε∙ ναι, ας τ’ αφήσουμε∙ είχατε
τουλάχιστο την πρόθεση… Εγώ, ποτέ και για τίποτα στον κόσμο δε θα σας εγκαταλείψω∙ αν ήταν
άλλος στη θέση μου, το λιγότερο που θα ‘κανε, θα ‘ταν να τα παρατήσει όλα και να το σκάσει από

μια τέτοια αδερφή. Να, για δέστε την πώς με κοιτάζει τώρα! Ας μη συνεχίσουμε! Χάρηκα τόσο μ’
αυτά που μου είπατε στην αρχή… και πού το ξέρετε πως κοροϊδεύω τη Ναστάσια Φιλίπποβνα; Όσο
για τη Βάρια, ας κάνει όπως νομίζει και—φτάνει. Ε, ναι, τώρα πια φτάνει και παραφτάνει μάλιστα!
Ο Γάνια άναβε με την κάθε λέξη κάνοντας βόλτες πάνω‐κάτω στο δωμάτιο. Κάτι τέτοιες συζητήσεις
χτυπούσαν αμέσως στο πιο ευαίσθητο σημείο όλα τα μέλη της οικογένειας.
— Εγώ το ‘χω πει πως αν αυτή μπει εδώ μέσα, θα φύγω αμέσως∙ και θα τον κρατήσω το λόγο μου,—
είπε η Βάρια.
— Από πείσμα!—φώναξε ο Γάνια.—Και που δεν παντρεύεσαι, από πείσμα το κάνεις κι αυτό! Τι μου
κάνεις, πφ; Εμένα… στα παλιά μου τα παπούτσια, Βαρβάρα Αρνταλιόνοβνα∙ αν θέλετε, μπορείτε και
τώρ’ αμέσως να κάνετε όπως σας αρέσει. Α, μα πια, σας βαρέθηκα όσο δεν παίρνει. Πώς! το πήρατε
επιτέλους απόφαση να μας αφήσετε ήσυχους, πρίγκηψ;—φώναξε στον πρίγκιπα, βλέποντάς τον να
σηκώνεται απ’ την καρέκλα του.
Στη φωνή του Γάνια ακουγόταν κιόλας εκείνος ο βαθμός του εκνευρισμού, όταν φτάνει κανείς να
τον χαίρεται κι ο ίδιος αυτόν τον εκνευρισμό, όταν παραδίνεται σ’ αυτόν χωρίς κανένα συγκρατημό,
με μια σχεδόν αυξανόμενη απόλαυση, κι ας τον φέρει όπου να ‘ναι. Ο πρίγκιπας έκανε να γυρίσει
(είχε φτάσει κιόλας στην πόρτα) για ν’ απαντήσει κάτι∙ όμως, βλέποντας στο πρόσωπο του
ανθρώπου που τον πρόσβαλε πως μια σταγόνα μονάχα χρειάζεται για να ξεχειλίσει το ποτήρι,
γύρισε και βγήκε σιωπηλός. Λίγο αργότερα, απ’ τις φωνές που ακούγονταν πίσω απ’ την κλειστή
πόρτα του σαλονιού, κατάλαβε πως η συζήτηση αφού έφυγε, έγινε ζωηρότερη∙ φαίνεται πως τα
λέγανε πια έξω απ’ τα δόντια.
Πέρασε απ’ τη σάλα στο χολ για να πάει στο δωμάτιό του. Περνώντας κοντά απ’ τη εξώπορτα που
έβγαζε στη σκάλα άκουσε και παρατήρησε πως έξω απ’ την πόρτα κάποιος πασκίζει μ’ όλη του τη
δύναμη να χτυπήσει το κουδούνι∙ μα το κουδούνι είχε πάθει φαίνεται κάτι: μόλις‐μόλις
αχνοκουνιόταν και δε χτυπούσε. Ο πρίγκιπας έβγαλε το σύρτη, άνοιξε την πόρτα και—πισωπάτησε
κατάπληχτος, ανατρίχιασε μάλιστα σύγκορμος: μπροστά του στεκόταν η Ναστάσια Φιλίπποβνα. Τη
γνώρισε αμέσως απ’ τη φωτογραφία. Τα μάτια της αστράψανε με μιαν έκρηξη θυμού όταν τον είδε∙
πέρασε γρήγορα στο χολ, σκουντώντας τον με τον ώμο κι είπε θυμωμένη πετώντας από πάνω της τη
γούνα:
— Άμα βαριέσαι να διορθώσεις το κουδούνι, να κάθεσαι τουλάχιστο στο χολ άμα χτυπάνε. Α, μήτε
τη γούνα δεν είσαι άξιος να κρατήσεις, βλάκα!
Πραγματικά, η γούνα είχε πέσει στο πάτωμα∙ η Ναστάσια Φιλίπποβνα, ανυπόμονη, δεν περίμενε να
τη βγάλει από πάνω της ο πρίγκιπας και του την πέταξε στα χέρια του, χωρίς να κοιτάξει πίσω της, ο
πρίγκιπας όμως δεν πρόλαβε να την πιάσει.
— Σου αξίζει να σε διώξουν. Τράβα να μ’ αναγγείλεις.
Ο πρίγκιπας κάτι ήθελε να πει, μα τόσο τα ‘χε χαμένα που δεν πρόφερε τίποτα και με τη γούνα στα
χέρια (την είχε σηκώσει από κάτω) τράβηξε για το σαλόνι.
— Άλλο πάλι και τούτο! Πού πας με τη γούνα; Τι τη θέλεις και την κουβαλάς τη γούνα; Χα‐χα‐χα! Μα
δε μου λες, μπας κι είσαι τρελός;
Ο πρίγκιπας γύρισε και την κοίταξε σαν ξόανο∙ όταν εκείνη έβαλε τα γέλια, χασκογέλασε κι αυτός,
ωστόσο δεν μπορούσε ακόμα να πει λέξη. Τη στιγμή που της άνοιξε την πόρτα ήτανε χλομός, τώρα

όμως είχε γίνει κατακόκκινος.
— Μα τι ηλίθιος είν’ αυτός;—φώναξε αγαναχτισμένη η Ναστάσια Φιλίπποβνα χτυπώντας το πόδι
της στο πάτωμα.—Πού πας λοιπόν; Ποιον θ’ αναγγείλεις;
— Τη Ναστάσια Φιλίπποβνα,—τραύλισε ο πρίγκιπας.
— Από πού με ξέρεις;—τον ρώτησε αμέσως.—Δε σ’ έχω ξαναδεί ποτέ μου! Άντε, τράβα να μ’
αναγγείλεις… τι φωνές είν’ αυτές;
— Μαλώνουν,—απάντησε ο πρίγκιπας και πήγε στο σαλόνι.
Μπήκε σε μιαν αρκετά αποφασιστική στιγμή: η Νίνα Αλεξάντροβνα ήταν έτοιμη πια να ξεχάσει
εντελώς πως είχε «υποταχτεί σε όλα». Για να λέμε την αλήθεια, υπερασπιζόταν τη Βάρια. Δίπλα στη
Βάρια στεκόταν ο Πτίτσιν που ‘χε πια παρατήσει το γραμμένο με μολύβι χαρτάκι του∙ η Βάρια δε
δείλιαζε καθόλου κι ούτε ήταν φοβιτσιάρα∙ οι βαναυσότητες όμως του αδερφού της γίνονταν όλο
και πιο πρόστυχες, όλο και πιο ανυπόφορες. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η Βάρια έπαυε συνήθως να
μιλάει και κοίταζε μονάχα τον αδερφό της σιωπηλά και κοροϊδευτικά, χωρίς να κατεβάζει από πάνω
του τα μάτια της. Αυτός ο τρόπος, όπως το ‘ξερε η Βάρια, μπορούσε να κάνει τον αδερφό της να
σκυλιάσει. Εκείνην ακριβώς τη στιγμή, ο πρίγκιπας μπήκε στο δωμάτιο και είπε δυνατά:
— Η Ναστάσια Φιλίπποβνα!

IX
ΕΓΙΝΕ ΓΕΝΙΚΗ σιωπή. Όλοι κοίταζαν τον πρίγκιπα σα να μην τον καταλάβαιναν και—σα να μη θέλανε
να τον καταλάβουν. Ο Γάνια απόμεινε σύξυλος απ’ τον τρόμο του.
Ο ερχομός της Ναστάσιας Φιλίπποβνας, κι ιδιαίτερα κείνη τη στιγμή ήταν για όλους τους η πιο
παράξενη και στενάχωρη έκπληξη. Και μόνο το γεγονός πως ήταν η πρώτη φορά που η Ναστάσια
Φιλίπποβνα καταδεχόταν να ‘ρθει εδώ, ήταν αρκετό. Ως τα τώρα ήταν τόσο ακατάδεχτη που στις
συνομιλίες της με το Γάνια δεν είχε εκφράσει ούτε και την παραμικρότερη επιθυμία να γνωριστεί με
τους συγγενείς του και, τις τελευταίες μέρες, ούτε τους ανάφερε καν λες και δεν υπήρχαν καθόλου.
Ο Γάνια, μόλο που ήταν από μιαν άποψη ευχαριστημένος που αναβάλεται μια τόσο δυσάρεστη γι’
αυτόν συζήτηση, μες στην καρδιά του όμως την είχε σημειώσει αυτή την ακαταδεξιά της. Όπως και
να ‘ταν, περίμενε μάλλον ειρωνείες και πειράγματα για την οικογένειά του απ’ την πλευρά της κι όχι
την επίσκεψή της∙ ήξερε στα σίγουρα πως αυτή τα ξέρει όλα όσα γίνονται στο σπίτι του εξαιτίας του
συνοικεσίου και ξέρει τι σκέφτονται γι’ αυτήν οι συγγενείς του. Η επίσκεψή της, τώρα, ύστερ’ απ’ τη
φωτογραφία που του χάρισε και μάλιστα την ημέρα των γενεθλίων της, τη μέρα που είχε υποσχεθεί
ν’ αποφασίσει για την τύχη του, σήμαινε σχεδόν την ίδια την απόφασή της.
Η κατάπληξη όλων καθώς κοίταζαν τον πρίγκιπα, δεν κράτησε και πολύ: Η Ναστάσια Φιλίπποβνα
παρουσιάστηκε μονάχη της στην πόρτα του σαλονιού και μπαίνοντας στο δωμάτιο, έσπρωξε και
πάλι ελαφρά τον πρίγκιπα.
— Επιτέλους τα κατάφερα και μπήκα… γιατί το δένετε το κουδούνι σας;—πρόφερε εύθυμα δίνοντας
το χέρι της στο Γάνια που όρμησε να την υποδεχτεί.—Τι έχετε κι είσαστε τόσο αναστατωμένος; Μα
συστείστε με λοιπόν σας παρακαλώ…
Ο Γάνια, που τα ‘χε εντελώς χαμένα, τη σύστησε πρώτα στη Βάρια κι οι δυο γυναίκες, πριν δώσουν
τα χέρια, αντάλλαξαν ένα παράξενο βλέμμα. Εδώ που τα λέμε, η Ναστάσια Φιλίπποβνα γελούσε και
κρυβόταν πίσω απ’ την ευθυμία της που τη φόραγε σα μάσκα∙ η Βάρια όμως δεν ήθελε να φορέσει
μάσκα και την κοίταζε σκυθρωπά κι επίμονα∙ ούτε ίχνος χαμόγελου—πράγμα που θ’ απαιτούσε
απλώς η ευγένεια—δε φάνηκε στο πρόσωπό της. Ο Γάνια κέρωσε∙ δεν υπήρχε πια λόγος να
ικετέψει, μήτε πρόφταινε∙ έριξε στη Βάρια ένα τόσο απειλητικό βλέμμα, που εκείνη κατάλαβε, απ’
τη δύναμη εκείνου του βλέμματος, τι σήμαινε για τον αδερφό της εκείνη η στιγμή. Φαίνεται πως
αποφάσισε να του κάνει το χατίρι και χαμογέλασε αχνά στη Ναστάσια Φιλίπποβνα∙ (όλοι τους μες
στην οικογένεια αγαπούσαν ακόμα υπερβολικά ο ένας τον άλλον). Την κατάσταση, τη διόρθωσε
κάπως η Νίνα Αλεξάντροβνα, που αυτήν ο Γάνια, έχοντάς τα ολότελα χαμένα, τη σύστησε μετά την
αδερφή του και την πήγε μάλιστα αυτήν προς το μέρος της Ναστάσιας Φιλίπποβνας. Μόλις όμως η
Νίνα Αλεξάντροβνα άρχισε να λέει για την «εξαιρετική της ευχαρίστηση» η Ναστάσια Φιλίπποβνα,
χωρίς να την ακούσει ως το τέλος, γύρισε αμέσως στο Γάνια και καθίζοντας (πριν ακόμα της
προσφέρουν κάθισμα) στο μικρό ντιβανάκι, στη γωνιά, δίπλα στο παράθυρο, φώναξε:
— Πού είναι λοιπόν το γραφείο σας; Και…πού είναι οι νοικάρηδες; Γιατί εσείς έχετε κάτι σαν
πανσιόν εδώ πέρα, έτσι δεν είναι;
Ο Γάνια κοκκίνισε τρομερά κι έκανε κάτι ν’ απαντήσει η Ναστάσια Φιλίπποβνα όμως τον έκοψε
αμέσως.
— Και πού να τους χωρέσει εδώ τους νοικάρηδες; Δεν έχετε ούτε γραφείο. Και είναι προσοδοφόρο
αυτό;—γύρισε ξάφνου στη Νίνα Αλεξάντροβνα.
— Είναι κάπως φασαρία,—έκανε ν’ απαντήσει εκείνη.—Εννοείται, θα πρέπει να ‘χουμε κάποιο

κέρδος. Εξάλλου μόλις τώρα αρχίσαμε και…
Μα η Ναστάσια Φιλίπποβνα έπαψε και πάλι ν’ ακούει: Κοίταζε το Γάνια, γελούσε και του φώναζε:
— Τι πρόσωπο είν’ αυτό; Ω, Θεέ μου, τι έκφραση που ‘χει το πρόσωπό σας αυτή τη στιγμή!
Γέλασε έτσι για λίγο∙ και πραγματικά το πρόσωπο του Γάνια είχε πολύ παραμορφωθεί: η
σαστισμάρα του, το κωμικό και φοβισμένο, χαμένο του ύφος εξαφανίστηκαν μονομιάς∙ είχε όμως
χλομιάσει τρομερά. Τα χείλια του στράβωσαν σαν από σπασμούς∙ κοίταζε σιωπηλά κι επίμονα, κι
είχε καρφώσει το κακό του βλέμα στο πρόσωπο της επισκέπτριάς του που εξακολουθούσε να
γελάει.
Μες στο δωμάτιο βρισκόταν κι άλλος ένας παρατηρητής που κι αυτός δεν είχε ακόμα απαλλαγεί απ’
τη μουγκαμάρα που τον είχε πιάσει μόλις είδε τη Ναστάσια Φιλίπποβνα∙ αυτός όμως, μόλο που
στεκόταν σαν «στήλη άλατος» στην προηγούμενη θέση του, στην πόρτα του σαλονιού, πρόφτασε
ωστόσο να προσέξει τη χλομάδα και τη δυσοίωνη αλλαγή, στο πρόσωπο του Γάνια. Ο παρατηρητής
αυτός ήταν ο πρίγκιπας. Σχεδόν τρομαγμένος, έκανε ξάφνου μηχανικά μερικά βήματα μπροστά.
— Πιέστε λίγο νερό,—ψιθύρισε στο Γάνια.—Και μην κοιτάτε έτσι…
Ήταν φανερό πως πρόφερε αυτά τα λόγια χωρίς την παραμικρότερη κακή διάθεση, χωρίς να ‘χει
τίποτα ιδιαίτερο κατά νου, έτσι, αυθόρμητα∙ τα λόγια του όμως είχαν καταπληχτικό αποτέλεσμα. Θα
‘λεγε κανείς πως όλο το μίσος του Γάνια ξέσπασε ξάφνου πάνω στον πρίγκιπα: Τον άρπαξε απ’ τον
ώμο και τον κοίταζε αμίλητα, εκδικητικά, με μίσος, σα να μην ήταν σε θέση ν’ αρθρώσει λέξη. Όλοι
ταράχτηκαν. Η Νίνα Αλεξάντροβνα έβγαλε μάλιστα μιαν αδύναμη κραυγή, ο Πτίτσιν έκανε ανήσυχος
ένα βήμα μπροστά, ο Κόλια κι ο Φερντιστσένκο, που πρόβαλαν στην πόρτα, σταμάτησαν
κατάπληχτοι και μονάχα η Βάρια κοίταζε όπως και πρώτα κάτω απ’ τα φρύδια της, παρατηρώντας
τα όλα προσεχτικά. Δεν έλεγε να καθίσει, μονάχα στεκόταν παράμερα, δίπλα στη μητέρα της,
έχοντας σταυρώσει τα χέρια της στο στήθος.
Ο Γάνια όμως συνήλθε αμέσως, την πρώτη κιόλας στιγμή της χειρονομίας του και γέλασε νευρικά.
Είχε συνέλθει εντελώς.— Μα τι είσαστε, πρίγκηψ, γιατρός;—φώναξε όσο μπορούσε πιο εύθυμα κι
απλοϊκά. —Μα την πίστη μου, με κάνατε και τρόμαξα. Ναστάσια Φιλίπποβνα, μπορώ να σας τον
συστήσω, είναι ένα πολυτιμότατο υποκείμενο, μόλο που μόλις σήμερα το πρωί γνωρίστηκα μαζί
του.
Η Ναστάσια Φιλίπποβνα κοίταζε τρομερά απορεμένη τον πρίγκιπα.
— Πρίγκηψ; Είναι πρίγκηψ; Φανταστείτε, και γω πριν από λίγο, στο χολ, τον πέρασα για υπηρέτη και
τον έστειλα δω να με αναγγείλει! Χα‐χα‐χα!
— Μικρό το κακό, μικρό το κακό!—βρήκε ευκαιρία να πει ο Φερντιστσένκο πλησιάζοντας βιαστικά,
πολύ ευχαριστημένος που άρχισαν και γελάγαν: Μικρό το κακό: Se non e vero…
— Αν δεν κάνω λάθος, σας κακομίλησα κιόλας, πρίγκηψ. Συχωρέστε με, παρακαλώ. Φερντιστσένκο,
εσείς πώς έγινε και βρίσκεστε δω, τέτοιαν ώρα: Νόμιζα πως εσάς τουλάχιστο δε θα σας βρω. Ποιος;
Τι πρίγκιπας; Μίσκιν; —ρώτησε το Γάνια που στο μεταξύ, εξακολουθώντας ακόμα να κρατάει τον
πρίγκιπα απ’ τον ώμο, πρόφτασε να της τον συστήσει.
— Νοικάρης μας, ξανάπε ο Γάνια.

Ήταν ολοφάνερο πως τον πρίγκιπα τον συσταίνανε σαν κάποιο σπάνιο φαινόμενο (και τους είχε
έρθει σ’ όλους κουτί, σα διέξοδος σ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση), τον σπρώχνανε σχεδόν προς τη
Ναστάσια Φιλίπποβνα∙ ο πρίγκιπας άκουσε μάλιστα καθαρά τη λέξη «ηλίθιος» που την ψιθύρισε
κάποιος από πίσω του, ο Φερντιστσένκο μάλλον, στη Ναστάσια Φιλίπποβνα σαν επεξήγηση.
— Πέστε μου, γιατί δε με σταματήσατε πριν από λίγο, όταν εγώ… σας παρεξήγησα τόσο τρομερά; —
εξακολουθούσε η Ναστάσια Φιλίπποβνα κοιτάζοντας τον πρίγκιπα απ’ την κορφή ως τα νύχια,
ολότελα αδιάκριτα∙ περίμενε ανυπόμονα την απάντηση, σάμπως να ‘ταν απόλυτα σίγουρη πως η
απάντηση θα ‘ναι το δίχως άλλο τόσο ανόητη που θα ‘ταν αδύνατο να μη γελάσει κανείς.
— Απόρησα όταν σας είδα τόσο ξαφνικά… —τραύλισε ο πρίγκιπας.
— Και πώς το καταλάβατε πως είμαι γω; Πού με ξανάδατε; Τι σημαίνει αυτό; Μα την αλήθεια, έχω
την εντύπωση πως κάπου τον έχω δει! Κι επιτρέψτε μου να σας ρωτήσω, γιατί μείνατε σύξυλος εκεί
στο χολ; Τι έχω για να μένει κανένας έτσι σύξυλος μόλις με βλέπει;
— Έλα λοιπόν, άντε! —εξακολουθούσε να κάνει τις γκριμάτσες του ο Φερντιστσένκο. —Άντε λοιπόν!
Ω, Θεέ μου, και τι δε θα ‘λεγα εγώ, αν μου ‘χαν κάνει μια τέτοιαν ερώτηση! Μα άντε λοιπόν… Ε, μα
τη πίστη μου, πρίγκηψ, ύστερα απ’ αυτό πια είσαι σωστός χαλβάς!
— Μα και γω, αν ήμουν στη θέση σας, θα ‘λεγα πολλά και διάφορα, είπε γελώντας ο πρίγκιπας στο
Φερντιστσένκο. — Προηγουμένως μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση η φωτογραφία σας,
εξακολούθησε μιλώντας πια στη Ναστάσια Φιλίπποβνα, —ύστερα κουβέντιασα για σας με τους
Επάντσιν… και νωρίς το πρωί, πριν φτάσουμε ακόμα με το τρένο στην Πετρούπολη, μου διηγήθηκε
πολλά για σας ο Παρφιόν Ραγκόζιν… και τη στιγμή ακριβώς που σας άνοιξα την πόρτα, πάλι εσάς
σκεφτόμουν και ξαφνικά σας είδα μπροστά μου.
— Και πώς καταλάβατε λοιπόν ότι είμ’ εγώ;
— Απ’ τη φωτογραφία και…
— Κι από τι άλλο;
— Κι απ’ το ότι έτσι ακριβώς σας φανταζόμουνα… Και γώ επίσης… λες και κάπου σας έχω δει.
— Πού; Πού;
— Λες και κάπου έχω δει τα μάτια σας… όμως αυτό είναι αδύνατον! Εγώ έτσι… Πρώτη φορά
έρχουμαι στην Πετρούπολη. Ίσως στ’ όνειρό μου…
— Να σε χαρώ, πρίγκιπά μου!—έβαλε μια φωνή ο Φερντιστσένκο.—Όχι, κείνο το se non e vero που
είπα, το παίρνω πίσω. Αν και… αν και, εδώ που τα λέμε, όλ’ αυτά τα ‘πε από αφέλεια! —πρόστεσε
σα να λυπόταν κατάκαρδα.
Ο πρίγκιπας είχε προφέρει τις λίγες του φράσεις με κομμένη, ανήσυχη φωνή, παίρνοντας συχνά
ανάσα. Όλα δείχνανε πως βρισκόταν σε μεγάλη ταραχή. Η Ναστάσια Φιλίπποβνα τον κοίταζε με
περιέργεια, όμως δε γέλαγε πια. Κείνη τη στιγμή ακριβώς, ακούστηκε ξάφνου μια καινούργια
δυνατή φωνή πίσω απ’ αυτούς που είχαν τριγυρίσει τον πρίγκιπα και τη Ναστάσια Φιλίπποβνα
και—αν μπορεί κανείς να εκφραστεί έτσι—παραμέρισε το πλήθος και τ’ άνοιξε στα δυο. Μπροστά
στη Ναστάσια Φιλίπποβνα στεκόταν ο ίδιος ο πατέρας της οικογένειας, ο στρατηγός Ιβόλγκιν
αυτοπροσώπως. Φόραγε φράκο και καθαρά μανικέτια∙ τα μουστάκια του ήταν πασαλειμμένα με

μαντέκα…
Αυτό πια δεν μπόρεσε να τ’ αντέξει ο Γάνια.
Όντας εγωιστής και ματαιόδοξος μέχρι ιδεοληψίας, μέχρι υποχονδρίας, γυρεύοντας όλους αυτούς
τους δυο μήνες ένα κάτι οτιδήποτε όπου θα μπορούσε να στηριχτεί αξιοπρεπέστερα για να
φαντάζει όσο το δυνατόν πιο αριστοκράτης, νιώθοντας πως είναι ακόμα πρωτάρης στο δρόμο που
‘χε διαλέξει και πως τελικά ίσως να μην του φτάνανε τα κότσια του, έχοντας πάρει τελικά την
απόφαση—μη βρίσκοντας άλλον τρόπο μες στην απελπισία του, να φέρνεται χυδαία στο σπίτι του—
όπου κι απ’ τα πριν ήταν σωστός σατράπης—μην τολμώντας όμως να κρατήσει την ίδια ταχτική και
με τη Ναστάσια Φιλίπποβνα που τον έπαιζε ως την τελευταία στιγμή στα δάχτυλά της και του ‘χε
πάρει τον αέρα: «ανυπόμονο ζητιάνο» τον έλεγε η ίδια η Ναστάσια Φιλίπποβνα κι αυτός το ‘χε
μάθει, (του το ‘χανε προφτάσει), έχοντας ορκιστεί μ’ όλους τους όρκους πως θα της τα ξεπλήρωνε
όλ’ αυτά αργότερα και, ταυτόχρονα κάνοντας καμιά φορά μέσα του παιδιάστικα όνειρα να
ταχτοποιήσει όλα τα ζητήματα και να εξομαλύνει όλες τις αντιθέσεις—βρισκόταν τώρα
υποχρεωμένος να πιει μέχρι τον πάτο το φριχτό αυτό ποτήρι και —το κυριότερο— σε μια τέτοια
στιγμή! Ακόμα έν’ απρόβλεπτο, μα και το πιο τρομερό απ’ όλα τα μαρτύρια για ένα ματαιόδοξο—το
μαρτύριο να κοκκινίσει από ντροπή για τους συγγενείς του, μέσα στο ίδιο του το σπίτι,—του ‘πεφτε
τώρα σαν κακός κλήρος. «Μα τ’ αξίζει τάχα η ανταμοιβή σ’ όλ’ αυτά στο τέλος‐τέλος!» του πέρασε η
σκέψη.
Εκείνην ακριβώς τη στιγμή, γινόταν κάτι που το ‘βλεπε μονάχα στ’ όνειρό του, δυο μήνες τώρα, τις
νύχτες, σαν εφιάλτη και τον έκανε να παγώνει απ’ τη φρίκη, τον έκανε να καίγεται απ’ τη ντροπή:
πραγματοποιήθηκε επιτέλους η οικογενειακή συνάντηση του πατέρα του με τη Ναστάσια
Φιλίπποβνα. Ήταν φορές που ερεθίζοντας και τσιγκλώντας τον εαυτό του προσπαθούσε να
φανταστεί το στρατηγό την ώρα της τελετής του γάμου, δεν τα κατάφερνε όμως ποτέ να φτάσει ως
το τέλος της βασανιστικής αυτής σκηνής και βιαζόταν πάντα να την παρατήσει στη μέση∙ δεν
αποκλείεται να υπερέβαλε με τη φαντασία του τη συμφορά,—με τους ματαιόδοξους ανθρώπους
όμως πάντα έτσι συμβαίνει∙ κείνους τους δυο μήνες είχε προφτάσει να το καλοσκεφτεί και να το
γυρίσει απ’ όλες τις μεριές κι είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ν’ απαλλαγεί κατά κάποιον τρόπο απ’
τον πατέρα του, έστω και προσωρινά, να τον ξαποστείλει μάλιστα, αν ήταν δυνατό, κάπου μακριά
απ’ την Πετρούπολη, κι ας έλεγε ό,τι ήθελε η μητέρα του. Εδώ και δέκα λεπτά, όταν μπήκε η
Ναστάσια Φιλίπποβνα, τόση ήταν η κατάπληξή του, τόσο πολύ είχε σαστίσει, που δεν του πέρασε
καθόλου απ’ το νου πως ήταν δυνατό να παρουσιαστεί στη σκηνή ο Αρνταλιόν Αλεξάντροβιτς και
δεν πήρε κανένα μέτρο. Και να που ο στρατηγός βρίσκεται δω, μπροστά σ’ όλους κι έχει επιπλέον
ετοιμαστεί με επισημότητα, έχει φορέσει το φράκο του, κι όλ’ αυτά τη στιγμή ακριβώς που η
Ναστάσια Φιλίπποβνα «ευκαιρία γυρεύει να τον αρχίσει στις ειρωνείες κι αυτόν και τους δικούς
του». (Γι’ αυτό ήταν σίγουρος). Μα κι αλήθεια, τι άλλο μπορούσε να σημαίνει η τωρινή της
επίσκεψη αν όχι αυτό; Να γίνει φίλη με τη μητέρα του και την αδερφή του ή να τις προσβάλει μες
στο ίδιο του το σπίτι; Βλέποντας όμως κανείς τη στάση που κρατούσαν και τα δυο μέρη, δεν
μπορούσε πια να ‘χει καμιάν αμφιβολία: η μητέρα του κι η αδερφή του κάθονταν παράμερα σαν
παραπεταμένες κι η Ναστάσια Φιλίπποβνα φαίνονταν να ‘χει ξεχάσει εντελώς πως βρίσκονται στο
ίδιο δωμάτιο μ’ αυτήν…
Μια και φέρνεται λοιπόν έτσι, θα ‘χει βέβαια το σκοπό της!
Ο Φερντιστσένκο πήρε το στρατηγό απ’ το μπράτσο και τον έφερε μπροστά στη Ναστάσια
Φιλίπποβνα.
— Αρνταλιόν Αλεξάντροβιτς Ιβόλγκιν,—πρόφερε με πολλήν αξιοπρέπεια ο στρατηγός, κάνοντας
μιαν υπόκλιση και χαμογελώντας∙ —Γέρος, δυστυχισμένος στρατιώτης και πατέρας της οικογενείας

που την κάνει ευτυχισμένη η ελπίδα να συμπεριλάβει στους κόλπους της μίαν τόσον υπερόχου
ομορφιάς…
Δεν τέλειωσε τη φράση του∙ ο Φερντιστσένκο βιάστηκε να βάλει από πίσω του μια καρέκλα κι ο
στρατηγός, που δεν καλοστεκόταν και τόσο στα πόδια του κείνη τη στιγμή μετά το γεύμα του,
έκατσε αμέσως απότομα ή, για να ‘μαι ακριβέστερος, έπεσε πάνω στην καρέκλα, για να λέμε όμως
την αλήθεια, το πέσιμο αυτό δεν τον έκανε να τα χάσει καθόλου. Στρογγυλοκάθισε ακριβώς
απέναντι απ’ τη Ναστάσια Φιλίπποβνα και με πολύ σκέρτσο, αργά κι εντυπωσιακά, έφερε τα
δαχτυλάκια της στα χείλη του. Γενικά, το στρατηγό ήταν αρκετά δύσκολο να τον κάνεις να τα χάσει.
Η εμφάνισή του, εκτός από μια κάποια ατημελησία, παρέμενε ακόμα αρκετά ευπαρουσίαστη,
πράγμα που το ‘ξερε κι ο ίδιος πολύ καλά. Του ‘τυχε άλλοτε να βρεθεί σε πολύ αριστοκρατικούς
κύκλους απ’ όπου είχε αποκλειστεί τελειωτικά μόλις εδώ και δυο τρία χρόνια. Από τότε ήταν που
αφέθηκε κι ενέδωσε χωρίς σχεδόν συγκρατημό σε μερικές του αδυναμίες, διατηρούσε όμως και
τώρ’ ακόμα τους καλούς κι ευχάριστους τρόπους του. Η Ναστάσια Φιλίπποβνα φαινόταν ότι χάρηκε
υπερβολικά βλέποντας τον Αρνταλιόν Αλεξάντροβιτς που, φυσικά, τον ήξερε εξ ακοής.
— Άκουσα ότι ο γιος μου…—έκανε ν’ αρχίσει ο Αρνταλιόν Αλεξάντροβιτς.
— Ναι, ο γιος σας! Σπουδαίος μπαμπάς είσαστε και σεις, μα το ναι! Γιατί δεν ήρθατε ποτέ να με
δείτε; Τι συμβαίνει; Μόνος σας κρυβόσαστε ή σας κρύβει ο γιος σας; Εσείς τουλάχιστο θα
μπορούσατε να ‘ρθείτε σπίτι μου χωρίς να εκθέσετε κανέναν.
— Τα παιδιά του δεκάτου ενάτου αιώνος και οι γονείς των… —έκανε να ξαναρχίσει ο στρατηγός.
— Ναστάσια Φιλίπποβνα! Αφήστε σας παρακαλώ τον Αρνταλιόν Αλεξάντροβιτς να φύγει ένα λεπτό,
τον ζητάνε,—είπε δυνατά η Νίνα Αλεξάντροβνα.
— Να τον αφήσω! Μα τι λέτε, έχω τόσα πολλά ακούσει γι’ αυτόν, ήθελα τόσο πολύ να τον γνωρίσω!
Και τι δουλειές μπορεί να ‘χει; Είναι απόστρατος, ψέματα; Δε θα μ’ αφήσετε, στρατηγέ, δε θα
φύγετε.
— Σας δίνω το λόγο μου πως θα ‘ρθει μονάχος του να σας δει στο σπίτι σας, τώρα όμως του
χρειάζεται ανάπαυση.
— Αρνταλιόν Αλεξάντροβιτς, λένε πως χρειάζεστε ανάπαυση!—ξεφώνισε η Ναστάσια Φιλίπποβνα
κάνοντας ένα μορφασμό δυσαρέσκειας κι αηδίας, σαν ελαφρόμυαλη χαζούλα που της παίρνουν ένα
παιχνίδι μες απ’ τα χέρια.
Ο στρατηγός, λες κι έβαλε τα δυνατά του να γελοιοποιήσει ακόμα περισσότερο τη θέση του.
— Φίλη μου! Φίλη μου!—πρόφερε επιτιμητικά γυρίζοντας θριαμβευτικά στη γυναίκα του και
βάζοντας το χέρι πάνω στην καρδιά.
— Δε θα φύγετε από δω, μητερούλα;—ρώτησε δυνατά η Βάρια.
— Όχι, Βάρια, θα μείνω ως το τέλος.
Η Ναστάσια Φιλίπποβνα δεν μπορεί να μην άκουσε την ερώτηση και την απάντηση, είχε όμως
κανείς την εντύπωση πως η ευθυμία της μεγάλωσε απ’ αυτό ακριβώς. Άρχισε κι έκανε αμέσως
ερωτήσεις στο στρατηγό, τη μια πάνω στην άλλη, και σε πέντε λεπτά ο στρατηγός βρισκόταν κιόλας
στην πιο επίσημή του διάθεση και ρητόρευε ενώ η συντροφιά γελούσε τρανταχτά.

Ο Κόλια τράβηξε τον πρίγκιπα απ’ τα πέτα του σακακιού του.
— Μα πάρτε τον εσείς τουλάχιστον από δω και πηγαίνετέ τον όπου να ‘ναι. Δε θα μπορούσατε; Σας
παρακαλώ!—και το καημένο το παιδί ήταν έτοιμο να κλάψει, τα δάκρυα της αγανάκτησης τού
καίγανε τα μάτια.—Ω, καταραμένε Γάνκα!—πρόστεσε μέσα του.
— Με τον Ιβάν Φιοντόροβιτς Επάντσιν είχα πραγματικά μεγάλες φιλίες,—ξεχείλιζε ο στρατηγός
απαντώντας στις ερωτήσεις της Ναστάσιας Φιλίπποβνας.—Εγώ, αυτός κι ο μακαρίτης ο πρίγκηψ
Λέων Νικολάγιεβιτς Μίσκιν, τον υιόν του οποίου αγκάλιασα σήμερα ύστερ’ από είκοσι χρόνια
χωρισμού, είμαστε κι οι τρεις αχώριστοι, αποτελούσαμε, ούτως ειπείν, τους τρεις σωματοφύλακας:
Είμαστε ο Άθως, ο Πόρθος κι ο Άραμις. Αλίμονο όμως, ο ένας βρίσκεται στον τάφο, θερισμένος απ’
τη συκοφαντία και τη σφαίρα, ο άλλος βρίσκεται μπροστά σας κι αγωνίζεται ακόμα με τις
συκοφαντίες και τις σφαίρες…
— Με τις σφαίρες!—ξεφώνισε η Ναστάσια Φιλίπποβνα.
— Είναι δω, μέσα στο στήθος μου, και με χτύπησαν στη μάχη του Καρς και σαν κάνει κακοκαιρία με
πονάνε. Καθ’ όλας τας άλλας απόψεις, διάγω τον βίον μου ως φιλόσοφος, βαδίζω, κάνω περίπατο,
παίζω στο καφενείο μου ντάμα σαν αποτραβηγμένος από τας υποθέσεις του αστός και διαβάζω την
Independance (Ανεξαρτησία). Με τον Πόρθο μας όμως, τον Επάντσιν, ύστερ’ απ’ την ιστορία που
έγινε πρόπερσι στο τρένο εξαιτίας του πεκινουά, έκοψα τελειωτικά κάθε σχέση.
— Του πεκινουά; Τι έγινε ακριβώς;—ρώτησε με μεγάλη περιέργεια η Ναστάσια Φιλίπποβνα.—Με
το πεκινουά; Μα τι μου λέτε! Και στο τρένο μάλιστα!…—έκανε σάμπως ν’ άρχιζε κάτι να θυμάται.
— Ω, είναι μια ανόητη ιστορία, δεν αξίζει, τον κόπο να τα ξαναλέμε: αιτία στάθηκε η γκουβερνάντα
της πριγκίπισσας Μπελοκόνσκαγια η μίσες Σμιθ μα… δεν αξίζει καν τον κόπο να τα ξαναλέμε.
— Μα τι λέτε, το δίχως άλλο θέλω να μου τα πείτε όλα!— ξεφώνισε εύθυμα η Ναστάσια
Φιλίπποβνα.
— Ούτε και γω δεν τ’ άκουσα ακόμα,—παρατήρησε ο Φερντιστσένκο∙—c’est du nouveau (είναι κάτι
καινούργιο).
— Αρνταλιόν Αλεξάντροβιτς!—αντήχησε και πάλι η ικετευτική φωνή της Νίνας Αλεξάντροβνας.
— Πατερούλη, σας ζητάνε,—φώναξε ο Κόλια.
— Μια ανόητη ιστορία, μα θα σας την πω με δυο λόγια,—άρχισε πολύ ευχαριστημένος απ’ τον
εαυτό του ο στρατηγός:— Ήταν εδώ και δυο χρόνια, ναι! σωστά δυο χρόνια, μόλις είχαν γίνει τα
εγκαίνια της νέας σιδηροδρομικής γραμμής της …σκάγια. Όπου εγώ (φορούσα κιόλας πολιτικό
πανωφόρι) όντας απασχολημένος με εξαιρετικά σημαντικές για μένα υποθέσεις σχετικές με την
παράδοση της υπηρεσίας μου, αγόρασα ένα εισιτήριο πρώτης θέσεως: μπαίνω μέσα, κάθουμαι,
καπνίζω. Δηλαδή, θέλω να πω, εξακολουθώ να καπνίζω, γιατί είχ’ ανάψει το πούρο μου πριν μπω
στο βαγόνι. Είμαι μόνος μου στο διαμέρισμα. Το κάπνισμα δεν απαγορεύεται, ούτε επιτρέπεται
όμως∙ μισοεπιτρέπεται, ούτως ειπείν, όπως γίνεται συνήθως αναλόγως του προσώπου. Το
παράθυρο είναι κατεβασμένο. Ξαφνικά, ένα λεπτό πριν σφυρίξει ο σταθμάρχης, μπαίνουν και
κάθονται μέσα δυο κυρίες μ’ ένα πεκινουά, ακριβώς απέναντί μου. Είχαν αργήσει, η μια είναι
τουαλεταρισμένη με λούσο τρομερό και φοβερό, στ’ ανοιχτογάλαζα∙ η άλλη πιο σεμνή με μαύρο
μεταξωτό και μια πελερίνα. Δεν ήταν καθόλου άσκημες, κοιτάνε ακατάδεχτα, μιλάνε αγγλικά. Εγώ,
εννοείται, δε δίνω σημασία και καπνίζω. Δηλαδή, το σκέφτηκα για μια στιγμή μήπως δεν ήταν

σωστό, εξακολουθώ ωστόσο να καπνίζω γιατί το παράθυρο είναι ανοιχτό και φυσάω τον καπνό
προς τα έξω. Το πεκινουά έχει κουλουριαστεί στα γόνατα της ανοιχτογάλαζης κυρίας, ένα τόσο δα
μικρούτσικο πεκινουά, σαν τη γροθιά μου, μαύρο, τα ποδαράκια του άσπρα, σπάνιο σκυλάκι στ’
αλήθεια. Ασημένιο περιλαίμιο με κάτι γραμμένο επάνω. Εγώ τίποτα. Αντιλαμβάνομαι όμως ότι οι
κυρίες φαίνεται πως αρχίζουν να θυμώνουν, για το πούρο μου φυσικά. Η μια σήκωσε τα φασαμέν
και με κοιτάει—από ταρταρούγα. Εγώ πάλι τίποτα: διότι, δε μου λένε τίποτα! Αν μου το λέγανε, αν
με προειδοποιούσαν, αν με παρακαλούσαν—γι’ αυτό την έχουν τη γλώσσα οι άνθρωποι στο κάτω‐
κάτω! Εκείνες όμως σωπαίνουν… όπου ξάφνου,—κι αυτό, σας βεβαιώ, χωρίς καμιά προειδοποίηση,
δηλαδή χωρίς τον παραμικρότερο υπαινιγμό,— καταλαβαίνετε;—λες και της στρίψανε ολότελα—η
ανοιχτογάλαζη, χραπ! Μου αρπάζει το πούρο απ’ το χέρι και το πετάει απ’ το παράθυρο. Το βαγόνι
τρέχει, εγώ κοιτάζω σα χαμένος. Άγρια γυναίκα∙ γυναίκα άγρια, ευρισκομένη παντελώς εις αγρίαν
κατάστασιν αν και, για να λέμε την αλήθεια, ήταν μια γυναίκα καλοθρεμμένη, παχιά, ψηλή, ξανθιά,
κοκκινομάγουλη (υπερβολικά μάλιστα), με κοιτάει και τα μάτια της πετάνε σπίθες. Εγώ χωρίς να πω
λέξη, με μιαν ασυνήθιστη ευγένεια, με μια τελειότατη ευγένεια, με μιαν εκλεπτυσμένη ούτως
ειπείν, ευγένεια, απλώνω τα δυο μου δάχτυλα στο πεκινουά, το παίρνω με πολλήν αβρότητα απ’ το
σβέρκο και φραπ! του δίνω μια απ’ το παράθυρο, πίσω απ’ το πουράκι μου! Μόλις που πρόλαβε να
τσιρίξει! Το βαγόνι συνεχίζει να τρέχει…
— Είστε τέρας!—φώναξε η Ναστάσια Φιλίπποβνα γελώντας και χτυπώντας παλαμάκια σα μικρό
κοριτσάκι..
— Μπράβο! Μπράβο!—φώναξε ο Φερντιστσένκο. Μισογέλασε κι ο Πτίτσιν που κι αυτός είχε πολύ
δυσαρεστηθεί με τη εμφάνιση του στρατηγού∙ ακόμα κι ο Κόλια γέλασε και φώναξε κι αυτός
«μπράβο!».
— Κι είχα δίκιο, είχα δίκιο, είχα όλα τα δίκια του κόσμου!— συνέχιζε με θέρμη ο στρατηγός
θριαμβεύοντας.—Γιατί αν απαγορεύονται τα πούρα στο βαγόνι, τα σκυλιά δεν επιτρέπονται ποτέ.
— Μπράβο πατερούλη!—φώναξε ενθουσιασμένος ο Κόλια.— Υπέροχα! Εγώ το δίχως άλλο, το δίχως
άλλο θα ‘κανα το ίδιο!
— Και τι έκανε λοιπόν η κυρία;—ανυπομονούσε να μάθει τη συνέχεια η Ναστάσια Φιλιπποβνα.
— Η κυρία; Εδώ ίσα‐ίσα βρίσκεται το θλιβερόν της υποθέσεως,—συνέχισε σκυθρωπιάζοντας ο
στρατηγός.—Χωρίς να πει λέξη, και χωρίς την παραμικρότερη απολύτως προειδοποίηση— πλατς!
Μου δίνει ένα χαστούκι! Άγρια γυναίκα∙ εις απολύτως αγρίαν κατάστασιν ευρισκομένη.
— Και σεις;
Ο στρατηγός χαμήλωσε τα μάτια, σήκωσε τα φρύδια του, ανασήκωσε τους ώμους, έσφιξε τα χείλη,
άνοιξε τα χέρια, σώπασε για λίγο και ξάφνου πρόφερε:
— Παρασύρθηκα!
— Και την κάνατε και πόνεσε; Τη χτυπήσατε δυνατά;
— Μα το Θεό, δεν τη χτύπησα δυνατά! Έγινε σκάνδαλο, δεν πόνεσε όμως, είμαι σίγουρος. Μια
μονάχα φορά της έσπρωξα το χέρι, απλώς και μόνο για ν’ αμυνθώ. Σ’ όλ’ αυτά ωστόσο, έβαλε την
ουρά του ο ίδιος ο σατανάς: η ανοιχτογάλαζη βρέθηκε να ‘ναι Αγγλίδα, γκουβερνάντα, ίσως‐ίσως
μάλιστα και φίλη της πριγκίπισσας Μπελοκόνσκαγιας και κείνη με το μαύρο φόρεμα ήταν η
μεγαλύτερη απ’ τις πριγκίπισσες Μπελοκόνσκη, μια γεροντοκόρη κάπου τριάντα πέντε χρονώ. Κι

είναι γνωστές οι πολύ στενές σχέσεις που ‘χει η στρατηγίνα Επάντσινα με τους Μπελοκόνσκη. Όλες
οι πριγκίπισσες πέσανε λιπόθυμες, δάκρυα, πένθος για το ευνοούμενο πεκινουά, ξεφωνητά των έξι
πριγκιπισσών, ξεφωνητά της Αγγλίδας—ανάστα ο Θεός! Ε, φυσικά, πήγα και δήλωσα τη μετάνοιά
μου, ζήτησα συγνώμη, έγραψα κι ένα γράμμα∙ δε με δέχτηκαν ούτ’ εμένα ούτε το γράμμα και με τον
Επάντσιν ψυχράνθηκαν οι σχέσεις μας, με διέγραψε απ’ τον κατάλογο των φίλων του, μ’ έδιωξε!
— Επιτρέψτε μου ωστόσο, πώς είναι δυνατόν;—ρώτησε ξάφνου η Ναστάσια Φιλιπποβνα:—Εδώ και
πεντέξι μέρες, διάβασα στην Independance—διαβάζω, ξέρετε, ταχτικά την Independance—διάβασα
μιαν εντελώς παρόμοια ιστορία! Ίδια κι απαράλλαχτη σας λέω! Συνέβη σ’ ένα τρένο κοντά στο Ρήνο,
στο βαγόνι, μ’ ένα Γάλλο και μιαν Αγγλίδα. Του άρπαξε εκείνη κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο το
πούρο, της πέταξε κείνος κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο το πεκινουά και τέλος, όλα τελειώσανε
ακριβώς όπως και στη δική σας περίπτωση. Ακόμα και το φόρεμά της ήταν ανοιχτό γαλάζιο!
Ο στρατηγός κοκκίνισε τρομερά, ο Κόλια κοκκίνισε κι αυτός κι έπιασε το κεφάλι του με τα χέρια∙ ο
Πτίτσιν τραβήχτηκε βιαστικά. Γέλαγε, όπως και πριν, μονάχα ο Φερντιστσένκο. Όσο για το Γάνια, τι
να πει κανείς! Αυτός στεκόταν όλη την ώρα υποφέροντας βουβά, αβάσταχτα μαρτύρια.
— Μα σας βεβαιώ,—τραύλισε ο στρατηγός,—σας βεβαιώ ότι το ίδιο μου συνέβη και μένα…
— Είναι αλήθεια∙ ο πατερούλης είχε πραγματικά ένα δυσάρεστο επεισόδιο με τη μίσες Σμιθ, μια
γκουβερνάντα των Μπελοκόνσκη, —φώναξε ο Κόλια. —Το θυμάμαι.
— Πώς; Έτσι όμοια κι απαράλλαχτα; Η ίδια ακριβώς ιστορία στις δυο άκρες της Ευρώπης, όμοια κι
απαράλλαχτα σ’ όλες τις λεπτομέρειες, μέχρι τ’ ανοιχτογάλαζο φόρεμα!—επέμενε αδυσώπητη η
Ναστάσια Φιλίπποβνα.—Θα σας στείλω την Independance Belge!
— Προσέξτε όμως,—εξακολουθούσε ακόμα να επιμένει ο στρατηγός,—πως εμένα μου συνέβησαν
όλ’ αυτά δυο χρόνια νωρίτερα…
— Α, ναι, αυτό μάλιστα!
Η Ναστάσια Φιλίπποβνα γέλαγε σαν υστερική.
— Πατερούλη, σας παρακαλώ να βγούμε στο χολ, θέλω να σας πω δυο λόγια,—πρόφερε ο Γάνια με
τρεμάμενη, καταβασανισμένη φωνή, αρπάζοντας μηχανικά τον πατέρα του απ’ τον ώμο. Ένα
απέραντο μίσος κόχλαζε στο βλέμμα του.
Εκείνην ακριβώς τη στιγμή, αντήχησε ένα υπερβολικά δυνατό χτύπημα του κουδουνιού απ’ το χολ.
Μ’ ένα τέτοιο χτύπημα, λίγο ακόμα και θα ξεριζωνόταν το κουδούνι. Προμηνύονταν μια ασυνήθιστη
επίσκεψη. Ο Κόλια έτρεξε ν’ ανοίξει.

Χ
ΣΤΟ ΧΟΛ έγινε ξάφνου μεγάλη φασαρία και γέμισε ανθρώπους∙ απ’ το σαλόνι φαινόταν πως μπήκαν
απ’ έξω αρκετοί άνθρωποι κι εξακολουθούν ακόμα να μπαίνουν. Αρκετές φωνές ακούγονταν να
μιλάνε και να φωνάζουν. Ταυτόχρονα μιλάγανε και φωνάζανε και στη σκάλα, γιατί η πόρτα που
έβγαζε απ’ το χολ στη σκάλα δεν ακούστηκε να κλείνει. Η επίσκεψη καταντούσε εξαιρετικά
παράξενη.
Όλοι κοιταχτήκανε, ο Γάνια όρμησε στη σάλα μα και στη σάλα είχαν μπει κιόλας αρκετοί.
— Α, νάτος, ο Ιούδας! —φώναξε μια γνωστή στον πρίγκιπα φωνή. —Γεια σου, Γάνκα, παλιάνθρωπε!
— Αυτός, αυτός ο ίδιος είναι! —βεβαίωσε μια άλλη φωνή.
Ο πρίγκιπας ήταν αδύνατο ν’ αμφιβάλλει: η μια φωνή ήταν του Ραγκόζιν κι η άλλη του Λέμπεντεβ.
Ο Γάνια στεκότανε σαν αποβλακωμένος στο κατώφλι του σαλονιού και κοίταζε σωπαίνοντας, χωρίς
να εμποδίζει την είσοδο στους δέκα ή δώδεκα που αρχίσανε να μπαίνουν μέσα ξοπίσω απ’ τον
Παρφιόν Ραγκόζιν. Η παρέα ήταν κάθε καρυδιάς καρύδι και καθόλου καθωσπρέπει. Μερικοί
μπαίνανε έτσι όπως ήταν απ’ το δρόμο, με τα παλτά και τις γούνες τους. Για να λέμε την αλήθεια,
δεν υπήρχαν ολότελα μεθυσμένοι. Όλοι τους όμως φαίνονταν να ‘ναι στο κέφι. Θα ‘λεγε κανείς πως
όλοι τους είχαν ανάγκη ο ένας απ’ τον άλλον για να μπουν∙ κανενός δε θα του ‘φτανε το κουράγιο
να μπει μονάχος του, όλοι τους όμως λες και σπρώχναν ο ένας τον άλλον να προχωρήσει. Ακόμα κι ο
Ραγκόζιν προχώραγε προσεχτικά επικεφαλής του μπουλουκιού, αυτός όμως κάτι είχε κατά νου και
φαινότανε σκυθρωπά και ταραγμένα σκεφτικός. Όσο για τους άλλους, αποτελούσαν απλώς το χορό
ή, για να ‘μαι ακριβέστερος, τη συμμορία για υποστήριξη. Εκτός απ’ το Λέμπεντεβ είχε έρθει κι ο
Ζαλιόζνιεβ με τα κατσαρωμένα μαλλιά, που ‘χε βγάλει τη γούνα του στο χολ και μπήκε σα να μη
λογάριαζε κανέναν κι ήταν ντυμένος σα δανδής. Ήταν κι άλλοι δυο τρεις κύριοι σαν κι αυτόν, που
φαίνονταν να ‘ναι τίποτα νεαροί έμποροι. Ήταν κάποιος που φόραγε μισοστρατιωτικό πανωφόρι∙
ένας άλλος κοντός και πολύ χοντρός που όλη την ώρα γέλαγε∙ ένας άλλος κύριος τεράστιος ως εκεί
πάνω, κι αυτός επίσης, ασυνήθιστα χοντρός, εξαιρετικά σκυθρωπός κι αμίλητος και—αυτό ήταν
φανερό—που στήριζε μεγάλες ελπίδες στις γροθιές του. Ήταν κι ένας φοιτητής της ιατρικής∙ ήταν κι
ένας μικρός Πολωνός που στριφογύριζε ασταμάτητα. Απ’ τη σκάλα κοιτάζανε στο χολ, δεν τ’
αποφάσιζαν όμως να μπουν, δυο γυναίκες— κάτι κυρίες. Ο Κόλια τους έκλεισε κατάμουτρα την
πόρτα και τράβηξε το σύρτη.
— Γεια σου, Γάνκα, παλιάνθρωπε! Τι, δεν τον περίμενες τον Παρφιόν Ραγκόζιν;—ξανάπε ο Ραγκόζιν
φτάνοντας ως το σαλόνι και σταματώντας στην πόρτα απέναντι στον Γάνια. Κείνη τη στιγμή όμως,
διέκρινε στο σαλόνι, ακριβώς απέναντί του, τη Ναστάσια Φιλίπποβνα. Ήταν φανερό πως δεν το ‘χε
φανταστεί ποτέ του πως θα τη συναντούσε δω, γιατί η παρουσία της του έκανε καταπληκτική
εντύπωση. Τόσο πολύ χλόμιασε που τα χείλη του μελάνιασαν. —«Ώστε λοιπόν αλήθεια είναι!»—
πρόφερε σιγά σάμπως να μιλούσε στον εαυτό του και τα ‘χε ολότελα χαμένα—Τετέλεσται! Ε… θα
μου το πληρώσεις ακριβά!—έκανε ξάφνου τρίζοντας τα δόντια του και κοιτάζοντας με παράφορο
μίσος το Γάνια.—Λοιπόν… αχ!
Του κοβότανε μάλιστα η ανάσα, τόσο που πρόφερε με δυσκολία τα λόγια του. Προχώρησε μηχανικά
προς το σαλόνι, μα σαν πέρασε το κατώφλι, είδε ξαφνικά τη Νίνα Αλεξάντροβνα και τη Βάρια και
σταμάτησε αρκετά δισταχτικός, παρ’ όλη του την έξαψη. Ξοπίσω του μπήκε ο Λέμπεντεβ που δεν
ξεκόλλαγε από κοντά του, σα να ‘ταν σκιά του, και που ήταν αρκετά μεθυσμένος, κι ύστερα μπήκαν
ο φοιτητής, ο κύριος με τις γροθιές, ο Ζαλιόζνιεβ, που έκανε υποκλίσεις αριστερά και δεξιά, και
τέλος μπήκε κι ο κοντούλης κοιλαράς, ανοίγοντας με δυσκολία το δρόμο του. Η παρουσία των

κυριών τούς συγκρατούσε ακόμα όλους κι ήταν φανερό πως τους ήτανε μεγάλο εμπόδιο φυσικά
ώσπου να γίνει η α ρ χ ή , ως την πρώτη ευκαιρία να βάλουν τις φωνές και ν ‘ α ρ χ ί σ ο υ ν τότε
πια καμιά κυρία δε θα τους σταματούσε.
— Πώς; Και συ εδώ είσαι, πρίγκηψ!—πρόφερε αφηρημένα ο Ραγκόζιν που ‘χε κάπως απορήσει
βλέποντας τον πρίγκιπα.— Ακόμα με τις γκετούλες σου. Ε‐εχ!—αναστέναξε ξεχνώντας αμέσως τον
πρίγκιπα και στρέφοντας ξανά το βλέμμα στη Ναστάσια Φιλίπποβνα, όλο πλησιάζοντάς την, σα να
τον τράβαγε μαγνήτης.
Η Ναστάσια Φιλίπποβνα κοίταζε και κείνη με ανήσυχη περιέργεια τους επισκέπτες.
Ο Γάνια, επιτέλους, συνήλθε.
— Όμως, επιτρέψτε μου, τι σημαίνει επιτέλους αυτό;—άρχισε να λέει δυνατά και κοίταξε αυστηρά
το τσούρμο, μιλώντας όμως κυρίως στο Ραγκόζιν.—Αν δεν κάνω λάθος, δεν μπήκατε σε κανένα
σταύλο, κύριοι, είναι δω η μητέρα μου κι η αδερφή μου…
— Το βλέπουμε πως είναι η μητέρα σου κι η αδερφή σου,— έκανε μες απ’ τα δόντια του ο Ραγκόζιν.
— Φαίνεται αμέσως πως είναι η μητέρα σου κι η αδερφή σου,—βεβαίωσε ο Λέμπεντεβ.
Ο κύριος με τις γροθιές, υποθέτοντας, καθώς φαίνεται, πως έφτασε η στιγμή, άρχισε κάτι να
μουρμουρίζει.
— Για κάντε μου τη χάρη ωστόσο!—ξάφνου ύψωσε τη φωνή του ο Γάνια κάπως δυσανάλογα και με
κάποιαν έκρηξη θα ‘λεγες:—Και πρώτα‐πρώτα, παρακαλώ να περάσετε όλοι σας στη σάλα κι ύστερα
επιτρέψτε μου να μάθω…
— Για κοίτα κει, δεν ξέρει!—του ‘δειξε θυμωμένα τα δόντια του ο Ραγκόζιν χωρίς να κουνηθεί απ’ τη
θέση του:—Δεν τον γνώρισες το Ραγκόζιν;
— Αν δεν κάνω λάθος κάπου σας έχω συναντήσει, μα…
— Για κοίτα κει, κάπου μ’ έχει συναντήσει! Μα δεν πάνε τρεις μήνες που μου πήρες στα χαρτιά
διακόσια ρούβλια του πατέρα μου—πέθανε ο γέρος και δεν πρόφτασε να το μάθει∙ εσύ με
παράσυρες κι ο Κνιφ με ξάφρισε. Δε με γνωρίζεις; Βάζω μάρτυρα τον Πτίτσιν! Μα αν σου δείξω τρία
ασημένια ρούβλια, αν κάνω πως τα βγάζω τώρα απ’ την τσέπη, θα σουρθείς στα τέσσερα ως το
Βασιλιέβσκη για να τα βουτήξεις—να τι είσαι! Τέτοιας λογής είναι η ψυχή σου! Κι αν ήρθα τώρα,
είναι γιατί σκόπευα να σ’ αγοράσω ολάκερον, μην κοιτάς που μπήκα μέσα με τέτοια ποδήματα∙
εγώ, αδερφέ μου, έχω λεφτά με ουρά, όλον μπορώ να σ’ αγοράσω! Μ’ ολάκερο το βιος σου μαζί…
σαν το θελήσω, όλους σας σας αγοράζω! Όλα θα τ’ αγοράσω!—άναβε και σάμπως να μέθαγε όλο
και πιότερο ο Ραγκόζιν.—Ε, εχ!—φώναξε.—Ναστάσια Φιλίπποβνα, μη με διώξετε, πέστε μου
μονάχα μια λεξούλα: θα τον στεφανωθείτε αυτόν εδώ ή όχι;
Ο Ραγκόζιν έκανε την ερώτησή του σα να τα ‘χε ολότελα χαμένα σα να ρωτούσε κάποια θεότητα,
όμως με μια τόλμη καταδικασμένου σε θάνατο που δεν έχει πια να χάσει τίποτα. Με μια θανατερή
αδημονία περίμενε την απάντηση.
Η Ναστάσια Φιλίπποβνα τον αναμέτρησε μ’ ένα ειρωνικό κι ακατάδεχτο βλέμμα, έριξε όμως μια
ματιά στη Βάρια και στη Νίνα Αλεξάντροβνα, κοίταξε για μια στιγμή τον Γάνια και ξάφνου άλλαξε
ύφος.

— Και βέβαια όχι, τι πάθατε; Τι σας ήρθε και με ρωτάτε;— απάντησε σιγά και σοβαρά, λες κι είχε
απορήσει.
— Όχι; Όχι! —φώναξε ο Ραγκόζιν έξαλλος σχεδόν απ’ τη χαρά του:—Ώστε λοιπόν, όχι;! Και μένα μου
είπαν… Αχ! Λοιπόν!… Ναστάσια Φιλίπποβνα! Αυτοί εδώ μου λένε πως παντρολογιόσαστε με το
Γάνια! Μ’ αυτόν τον… Μα είναι ποτέ δυνατό; (Αυτό λέω σ’ όλους!) Μα εγώ θα τον αγοράσω
ολάκερον για εκατό ρούβλια, θα του δώσω χίλια, ε, τρεις χιλιάδες έστω για να κάνει πέρα και να το
δείτε πως θα το σκάσει την παραμονή του γάμου και τη νύφη θα την αφήσει ολάκερη σε μένα. Έτσι
δεν είναι, Γάνκα, παλιάνθρωπε! Θα τις έπαιρνες τις τρεις χιλιάδες, ψέματα; Νάτες, να! Γι’ αυτό
ερχόμουνα ίσα‐ίσα, να μου υπογράψεις ένα τέτοιο χαρτί. Το ‘πα πως θα σ’ αγοράσω και θα σ’
αγοράσω!
— Να μ’ αδειάσεις αμέσως τη γωνιά, είσαι μεθυσμένος!—φώναξε ο Γάνια μια κοκκινίζοντας και μια
χλομιάζοντας.
Ύστερ απ’ το ξεφωνητό του, ακούστηκε μια αναπάντεχη έκρηξη από αρκετές φωνές∙ όλο το τσούρμο
του Ραγκόζιν από ώρα τώρα περίμενε την πρώτη πρόκληση. Ο Λέμπεντεβ έβαζε τα δυνατά του και
κάτι ψιθύριζε στ’ αυτί του Ραγκόζιν.
— Σωστά τα λες, υπάλληλε!—απάντησε ο Ραγκόζιν.—Σωστά τα λες, μεθυσμένη ψυχή! Εχ, ας πάει
και το παλιάμπελο. Ναστάσια Φιλίπποβνα!—φώναξε κοιτάζοντάς την σαν παλαβός, δειλιάζοντας
και ξαφνικά παίρνοντας κουράγιο ως το θράσος:— Να δεκαοχτώ χιλιάδες!—και πέταξε μπροστά της
στο τραπεζάκι ένα μάτσο τυλιγμένο σ’ άσπρο χαρτί και δεμένο σταυρωτά μ’ ένα σπάγκο. Να! Και…
και θα ‘χει κι άλλα!
Δεν τόλμησε να πει τι ήθελε.
— Μη, μη, μη!—άρχισε να του ψιθυρίζει και πάλι ο Λέμπεντεβ με τρομερά φοβισμένο ύφος.
Μπορούσε κανείς να μαντέψει πως τον τρόμαξε αυτό το τεράστιο ποσό και πρότεινε να δοκιμάσουν
αρχίζοντας από πολύ λιγότερα.
— Όχι, σ’ αυτό απάνω, αδερφέ μου, είσαι βλάκας, δεν ξέρεις πώς να φερθείς… μα φαίνεται πως και
γω είμαι βλάκας σαν και σένα!—συνήλθε ξάφνου κι ανατρίχιασε ο Ραγκόζιν κάτω απ’ τα μάτια της
Ναστάσιας Φιλίπποβνας που πέταγανε σπίθες.—Ε‐αχ! Σ’ άκουσα και πάτησα την πίτα,—πρόστεσε
μετανιώνοντας πικρά. Η Ναστάσια Φιλίπποβνα, αφού κοίταξε για κάμποση ώρα το
καταστενοχωρημένο πρόσωπο του Ραγκόζιν, έβαλε ξαφνικά τα γέλια.
— Δεκαοχτώ χιλιάδες για μένα; Έτσι φανερώνεται αμέσως ο μουζίκος!—πρόστεσε ξάφνου με μια
ξετσίπωτη οικειότητα κι ανασηκώθηκε απ’ το ντιβάνι, σάμπως να ετοιμαζότανε να φύγει. Ο Γάνια με
καρδιοχτύπι παρακολουθούσε όλη τη σκηνή.
— Τότε λοιπόν σαράντα χιλιάδες, σαράντα κι όχι δεκαοχτώ!—έβαλε μια φωνή ο Ραγκόζιν.—Ο Βάνκα
Πτίτσιν κι ο Μπίσκουπ υποσχέθηκαν να μου δώσουν στο χέρι σαράντα χιλιάδες απόψε το βράδυ
στις εφτά. Σαράντα χιλιάδες! Όλα τα βάζω!
Η σκηνή καταντούσε υπερβολικά ξετσίπωτη, η Ναστάσια Φιλίπποβνα όμως εξακολουθούσε να
γελάει και δεν έφευγε, λες κι είχε στ’ αλήθεια το σκοπό της που την τρενάριζε. Η Νίνα Αλεξάντροβνα
κι η Βάρια σηκώθηκαν και κείνες απ’ τις καρέκλες τους και τρομαγμένες, αμίλητες, περιμένανε να
δουν ως πού θα φτάναν όλ’ αυτά. Τα μάτια της Βάριας αστράφτανε, στη Νίνα Αλεξάντροβνα όμως
όλ’ αυτά είχανε μια φοβερή επίδραση∙ έτρεμε και θα ‘λεγε κανείς πως από στιγμή σε στιγμή θα
πέσει λιπόθυμη.

— Αφού είν’ έτσι—εκατό! Σήμερα κι όλας θα φέρω εκατό χιλιάδες! Πτίτσιν, ξελάσπωσέ με, θα
κάνεις την τύχη σου!
— Σου στρίψανε!—ψιθύρισε ξάφνου ο Πτίτσιν πλησιάζοντάς τον βιαστικά κι αρπάζοντάς τον απ’ το
χέρι.—Είσαι μεθυσμένος, θα φωνάξουν την αστυνομία. Ξέρεις πού βρίσκεσαι;
— Το κρασί τον κάνει και καυχιέται,—πρόφερε η Ναστάσια Φιλίπποβνα, λες κι ήθελε να τον
ερεθίσει περισσότερο.
— Στο λόγο μου, δε λέω ψέματα, θα τα ‘χω! Το βράδυ θα τα ‘χω. Πτίτσιν, ξελάσπωσέ με, έλα, εσύ
ανατοκισμένη ψυχή, πάρε όσα θες, βρες μου ως το βράδυ εκατό χιλιάδες∙ θα σας δείξω εγώ τι
αξίζω!—ζωήρεψε ξάφνου από ενθουσιασμό ο Ραγκόζιν.
— Ωστόσο, τι σημαίνουν επιτέλους όλ’ αυτά!—ξεφώνισε τρομερά κι αναπάντεχα ο Αρνταλιόν
Αλεξάντροβιτς που τον έπιασε ο θυμός και πλησίασε το Ραγκόζιν. Έτσι που ξεπετάχτηκε αναπάντεχα
ο γέρος, φάνηκε αρκετά κωμικός. Ακούστηκαν γέλια.
— Από πού ξεφύτρωσε αυτός;—γέλασε ο Ραγκόζιν.—Έλα μαζί μου, γέρο, κερνάω ώσπου να
μεθύσεις.
— Αυτό πια παραείναι πρόστυχο!—φώναξε ο Κόλια κλαίγοντας από ντροπή και φούρκα.
— Μα δε βρίσκεται λοιπόν κανείς ανάμεσά σας να βγάλει έξω αυτή την ξετσίπωτη!—ξεφώνισε
ξαφνικά, τρέμοντας σύγκορμη απ’ το θυμό της η Βάρια.
— Καλέ, για φαντάσου! Εμένα λένε ξετσίπωτη!—έκανε με μια περιφρονητική ευθυμία η Ναστάσια
Φιλίπποβνα.—Και γω η ανόητη ήρθα να τους καλέσω στη γιορτή μου! Είδατε πώς μου φέρνεται η
αδερφούλα σας, Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς!
Ο Γάνια έμεινε για κάμποσην ώρα σαν κεραυνόπληκτος απ’ τα λόγια της αδερφής του, όμως,
βλέποντας πως αυτή τη φορά η Ναστάσια Φιλίπποβνα ξεκινάει στ’ αλήθεια να φύγει, όρμησε σαν
παλαβός καταπάνω στη Βάρια και την άρπαξε με λύσσα απ’ το χέρι.
— Τι έκανες;—φώναξε κοιτάζοντάς την, λες κι ήθελε να την αποτεφρώσει επιτόπου. Τα ‘χε χάσει
εντελώς και δεν ήξερε τι του γινόταν.
— Τι έκανα; Πού με τραβάς; Έχει γούστο να ‘χεις την αξίωση να της ζητήσω και συγνώμη γιατί ήρθε
να προσβάλει τη μητέρα σου και να ντροπιάσει το σπίτι σου, ανάξιε άνθρωπε!—φώναξε και πάλι η
Βάρια, θριαμβεύοντας και κοιτώντας προκλητικά τον αδερφό της.
Μερικές στιγμές μείναν έτσι ο ένας απέναντι στον άλλον και κοιτάζονταν μες στα μάτια. Ο Γάνια
εξακολουθούσε ακόμα να κρατάει το χέρι της στο χέρι του. Η Βάρια το τράβηξε μια φορά, ύστερα
άλλη, μ’ όλη της δύναμη, εκείνος όμως δεν το άφηνε. Τότε ξάφνου, έξω φρενών, έφτυσε τον αδερφό
της κατάμουτρα.
— Σπουδαία κοπέλα!—φώναξε η Ναστάσια Φιλίπποβνα.— Μπράβο, Πτίτσιν, σας συγχαίρω!
Τα μάτια του Γάνια θόλωσαν και μην ξέροντας πια εντελώς τι κάνει, σήκωσε μ’ όλη του τη δύναμη
το χέρι να χτυπήσει την αδερφή του. Το χτύπημα ασφαλώς θα την έβρισκε καταπρόσωπο. Ξάφνου
όμως, ένα άλλο χέρι σταμάτησε το χέρι του Γάνια στον αέρα.

Ανάμεσα σ’ αυτόν και στην αδερφή του στεκόταν ο πρίγκιπας.
— Αρκετά, φτάνει!—πρόφερε αυτός έντονα, έτρεμε όμως σύγκορμος σα να ‘χε πάθει ισχυρότατο
κλονισμό.
— Όλο σένα λοιπόν θα βρίσκω μπροστά μου!—ούρλιαξε ο Γάνια, παρατώντας το χέρι της Βάριας,
ελευθερώνοντας έτσι το χέρι του, έχοντας φτάσει στο τελευταίο όριο της λύσσας, έδωσε στον
πρίγκιπα ένα χαστούκι μ’όλη του τη δύναμη.
— Αχ!—χτύπησε τα χέρια του ο Κόλια,—αχ, Θεέ μου!
Ακούστηκαν φωνές από παντού. Ο πρίγκιπας χλόμιασε. Κοίταξε κατάματα το Γάνια μ’ ένα παράξενο
κι επιτιμητικό βλέμμα∙ τα χείλη του τρέμανε και προσπαθούσαν κάτι να προφέρουν∙ ένα παράξενο
κι εντελώς αταίριαστο χαμόγελο τα στράβωνε.
— Ε… ας είναι για μένα… αυτήν όμως… δε θα το επιτρέψω!—πρόφερε τελικά πολύ σιγά, μα
ξαφνικά δεν το άντεξε πια∙ παράτησε το Γάνια, έκρυψε το πρόσωπό του στις παλάμες, πήγε στη
γωνιά, στάθηκε με το πρόσωπο στον τοίχο και με κομμένη φωνή πρόφερε:
— Ω, πόσο θα ντρέπεστε γι’ αυτό που κάνατε!
Πραγματικά, ο Γάνια στεκότανε σαν εξουθενωμένος. Ο Κόλια όρμησε ν’ αγκαλιάσει τον πρίγκιπα και
τον φιλούσε∙ από πίσω του στριμώχτηκαν ο Ραγκόζιν, η Βάρια, ο Πτίτσιν, η Νίνα Αλεξάντροβνα,
όλοι, ακόμα κι ο γέρος Αρνταλιόν Αλεξάντροβιτς.
— Δεν είναι τίποτα, δεν είναι τίποτα! — μουρμούρισε ο πρίγκιπας σ’ όλους με το ίδιο αταίριαστο
χαμόγελο.
— Θα το μετανιώσει!—φώναξε ο Ραγκόζιν.—Θα ντρέπεσαι, Γάνια, που πρόσβαλες ένα τέτοιο…
αρνί! (Δεν μπορούσε να βρει άλλη λέξη). Πρίγκιπα, ψυχή μου, παράτα τους∙ φτύσε τους όλους κι
έλα, πάμε! Θα δεις πώς αγαπάει ο Ραγκόζιν!
Η Ναστάσια Φιλίπποβνα είχε μείνει κι αυτή κατάπληκτη με την πράξη του Γάνια και με την
απάντηση του πρίγκιπα. Το πρόσωπό της που ήταν συνήθως χλομό και σκεφτικό και που δεν του
πήγαιναν καθόλου τα βιασμένα, θα ‘λεγες, γέλια της πριν λίγη ώρα, ήταν τώρα φανερά ταραγμένο
από ένα καινούργιο αίσθημα∙ κι ωστόσο, λες και δεν ήθελε να το φανερώσει αυτό το αίσθημα κι η
ειρωνεία λες και προσπαθούσε να κρατηθεί με το ζόρι στο πρόσωπό της.
— Μα την αλήθεια, κάπου το ‘χω δει αυτό το πρόσωπο!— πρόφερε ξάφνου, εντελώς σοβαρά αυτή
τη φορά, καθώς θυμήθηκε αναπάντεχα την ερώτηση που ‘χε κάνει πριν λίγη ώρα.
— Και σεις δεν ντρέπεστε; Αφού δεν είστε τέτοια που πάτε να φανείτε. Μου φαίνεται απίστευτο!—
φώναξε ξάφνου ο πρίγκιπας με μια βαθιά και πονεμένη επιτίμηση.
Η Ναστάσια Φιλίπποβνα απόρησε, χαμογέλασε ειρωνικά— ήταν όμως σάμπως να ‘κρυβε κάτι κάτω
απ’ το χαμόγελό της—τα ‘χασε αρκετά, έριξε μια ματιά στο Γάνια και βγήκε απ’ το σαλόνι. Μα πριν
φτάσει ακόμα στο χολ, γύρισε ξάφνου πίσω, πλησίασε βιαστικά τη Νίνα Αλεξάντροβνα, πήρε το χέρι
της και το ‘φερε στα χείλη της.—Πραγματικά δεν είμαι τέτοια, σωστά το μάντεψε,—ψιθύρισε
γρήγορα‐γρήγορα, φλογερά, κοκκινίζοντας ξάφνου ολάκερη και, γυρίζοντας, βγήκε αυτή τη φορά
τόσο βιαστικά που κανένας δεν πρόφτασε να καταλάβει γιατί είχε ξαναμπεί στο σαλόνι. Είδανε
μονάχα πως κάτι ψιθύρισε στη Νίνα Αλεξάντροβνα και—κάτι τέτοιο τους φάνηκε—της φίλησε το

χέρι. Η Βάρια όμως τα είδε και τ’ άκουσε όλα κι απόμεινε ν’ απορεί καθώς την κοίταζε να φεύγει.
Ο Γάνια συνήλθε κι όρμησε να κατευοδώσει τη Ναστάσια Φιλίπποβνα, αυτή όμως είχε κι όλας βγει.
Την πρόλαβε στη σκάλα.
— Μη με συνοδεύετε!—του φώναξε.—Γεια σας, θα ειδωθούμε το βράδυ! Το δίχως άλλο, ακούτε;
Ο Γάνια γύρισε σαστισμένος, σκεφτικός∙ ένα αίνιγμα βάραινε την ψυχή του, ακόμα βαρύτερο από
πριν. Στιγμές‐στιγμές του πέρναγε απ’ το νου κι ο πρίγκιπας… Τόσο πολύ είχε ξεχαστεί που μόλις το
πρόσεξε πως όλο το τσούρμο του Ραγκόζιν πέρασε κοπαδιαστά από μπροστά του, μερικοί μάλιστα
τον σκουντήσανε στην πόρτα, καθώς βγαίνανε βιαστικοί ξοπίσω απ’ το Ραγκόζιν. Όλοι συζητάγανε
και κάτι λέγανε δυνατά. Ο ίδιος ο Ραγκόζιν πήγαινε μαζί με τον Πτίτσιν και του ξανάλεγε για κάποιο
ζήτημα σημαντικό που, κατά τα φαινόμενα, δε χωρούσε αναβολή.
— Έχασες, Γάνκα!—φώναξε περνώντας από μπροστά του.
Ο Γάνια κοίταξε ανήσυχα το κατόπι τους.
Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ έφυγε απ’ το σαλόνι και κλείστηκε στο δωμάτιό του. Έτρεξε αμέσως και τον βρήκε ο
Κόλια να τον παρηγορήσει. Θα ‘λεγε κανείς πως το καημένο το παιδί δεν μπορούσε τώρα πια να
ξεκολλήσει από κοντά του.
— Καλά κάνατε και φύγατε,—του είπε,—τώρα είναι που θα γίνουν όλα μαλλιά κουβάρια κει μέσα,
χειρότερα κι από πριν και κάθε μέρα τα ίδια έχουμε δω πέρα κι όλα άρχισαν εξαιτίας αυτής της
Ναστάσιας Φιλίπποβνας.
— Εδώ στο σπίτι σας, Κόλια, πολλές πληγές είναι έτοιμες ν’ ανοίξουν,—παρατήρησε ο πρίγκιπας.
— Ναι, πολλές πληγές. Ούτε να λέγεται. Εμείς οι ίδιοι φταίμε για όλα. Που λέτε όμως, έχω έναν
πολύ φίλο μου, αυτός είναι ακόμα πιο δυστυχισμένος. Θέλετε να σας τον γνωρίσω;
— Το θέλω πολύ. Είναι συμμαθητής σας;
— Ναι, σχεδόν σα συμμαθητής. Θα σας τα εξηγήσω όλ’ αυτά αργότερα… Η Ναστάσια Φιλίπποβνα
όμως είναι όμορφη, δε συμφωνείτε; Ξέρετε, δεν την είχα ξαναδεί ποτέ ως τα τώρα, όσο κι αν
προσπάθησα τρομερά. Μ’ άφησε έκθαμβο κυριολεχτικά. Θα του τα συγχωρούσα όλα του Γάνκα, αν
ήταν από έρωτα∙ το κακό όμως είναι που παίρνει χρήματα!
— Ναι, δε μου πολυαρέσει ο αδερφός σας.
— Αυτό έλειπε τώρα, ύστερ’ από… Θα σας πω αργότερα… Ξέρετε κάτι; Δεν μπορώ να τις χωνέψω
αυτές τις διάφορες ιδέες. Βρίσκεται κανένας τρελός ή βλάκας ή κακούργος που του στρίψανε και
δίνει ένα χαστούκι και σου λένε τότε πως ο άνθρωπος είναι ατιμασμένος για όλη του τη ζωή και δεν
μπορεί να ξεπλύνει αλλιώς τη ντροπή του παρά μονάχα με αίμα ή να ‘ρθει ο άλλος και να του
ζητήσει γονατιστός συγνώμη. Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι παράλογο, είναι δεσποτισμός. Σ’ αυτό
βασίζεται και το δράμα του Λέρμοντοβ Η Μασκαράτα και—κατά τη γνώμη μου—είναι ανόητο.
Δηλαδή, θέλω να πω, είναι αφύσικο. Μα το ‘γραψε σχεδόν παιδί ακόμα.
— Η αδερφή σας μ’ άρεσε πολύ.
— Είδατε πώς τον έφτυσε το Γάνκα κατάμουτρα; Είναι τολμηρή η Βάρια! Εσείς όμως δεν τον
φτύσατε κι είμαι σίγουρος πως αυτό δεν έγινε γιατί σας έλειπε η τόλμη. Μα να ‘την κι η ίδια—κατά
φωνή που λένε. Το ‘ξερα πως θα ‘ρθει∙ είναι ευγενικιά, αν και δεν της λείπουν τα ελαττώματα.
— Δεν έχεις καμιά δουλειά δω πέρα εσύ,—τα ‘βαλε αμέσως μαζί του η Βάρια.—Τράβα στο δωμάτιο
του πατέρα. Σας ενοχλεί, πρίγκηψ;
— Κάθε άλλο, απεναντίας.
— Άντε, πάλι άρχισες, φόβητρο! Ναι, αυτό ίσα‐ίσα είν’ ένα απ’ τα ελαττώματά της. Μια και το ‘φερε
όμως η κουβέντα, νόμιζα αλήθεια όλη την ώρα πως ο πατέρας θα πάει μαζί με το Ραγκόζιν. Σίγουρα
θα το ‘χει μετανιώσει τώρα. Ας πάω αλήθεια να δω τι γίνεται,—πρόστεσε ο Κόλια βγαίνοντας.
— Δόξα τω Θεώ. Έβαλα τη μητερούλα να πλαγιάσει και δεν είχαμε συνέχεια. Ο Γάνια τα ‘χει χαμένα
και βυθίστηκε σε σκέψεις. Κι είναι φυσικό γιατί έχει πολλά να σκεφτεί∙ τι μάθημα!… Ήρθα να σας
ευχαριστήσω άλλη μια φορά, πρίγκηψ, και να σας ρωτήσω: πρώτη φορά την είδατε σήμερα τη
Ναστάσια Φιλίπποβνα;

— Πρώτη φορά.
— Πώς έγινε λοιπόν και της το ‘πατε κατάμουτρα πως «δεν είναι τέτοια»; Και φαίνεται πως
μαντέψατε σωστά. Αποδείχτηκε πως ίσως και στ’ αλήθεια να μην είναι τέτοια. Για να λέμε την
αλήθεια, δεν μπορώ να την καταλάβω! Φυσικά, είχε σκοπό να μας προσβάλλει, αυτό είναι
ολοφάνερο. Κι από πριν είχα ακούσει πολλά παράξενα γι’ αυτήν. Μα αν ήρθε να μας καλέσει στη
γιορτή της—ήταν τρόπος αυτός που φέρθηκε στη μητερούλα; Ο Πτίτσιν, που την ξέρει πολύ καλά,
λέει πως δεν μπόρεσε να την αναγνωρίσει βλέποντάς την έτσι. Και με το Ραγκόζιν; Δεν μπορείς να
μιλάς έτσι αν σέβεσαι τον εαυτό σου και μάλιστα στο σπίτι του… Κι η μητερούλα επίσης ανησυχεί
πολύ για σας.
— Δε βαριέστε!—είπε ο πρίγκιπας κάνοντας μιαν αόριστη χειρονομία.
— Και πώς σας άκουσε αμέσως αυτή…
— Τι μ’ άκουσε δηλαδή;
— Της είπατε πως είναι ντροπή και ξάφνου άλλαξε ολότελα. Έχετε επιρροή απάνω της, πρίγκηψ,—
πρόστεσε μισοχαμογελώντας η Βάρια.
Η πόρτα άνοιξε κι εντελώς αναπάντεχα μπήκε ο Γάνια. Δε δίστασε καθόλου βλέποντας τη Βάρια∙ μια
στιγμή μονάχα κοντοστάθηκε στο κατώφλι και ξάφνου πλησίασε αποφασιστικά τον πρίγκιπα.
— Πρίγκηψ, ήταν πρόστυχο αυτό που έκανα, συχωρέστε με, καλούλη μου,—είπε ξαφνικά βαθιά
συγκινημένος. Τα χαραχτηριστικά του προσώπου του τα ‘χε αλλοιώσει ένας δυνατός πόνος. Ο
πρίγκιπας τον κοίταξε κατάπληκτος και δεν απάντησε αμέσως.
— Μα συγχωρέστε με, συγχωρέστε με λοιπόν!—επέμενε ανυπόμονα ο Γάνια:—Τι θέλετε, πέστε
μου—θα σας φιλήσω τώρ’ αμέσως το χέρι!
Ο πρίγκιπας ήταν τρομερά απορημένος και, χωρίς να πει λέξη, αγκάλιασε και με τα δυο του χέρια το
Γάνια. Φιληθήκανε με ειλικρίνεια.
— Ποτέ μου, ποτέ μου δεν το περίμενα πως είστε τέτοιος!— είπε επιτέλους ο πρίγκιπας
ανασαίνοντας δύσκολα.—Νόμιζα πως εσείς… δεν είστε… ικανός.
— Να ζητήσω συγνώμη;… Και πώς μου ‘ρθε αλήθεια πριν να πω πως είσαστε ηλίθιος! Εσείς
προσέχετε πράματα που ο άλλοι δε θα τα πρόσεχαν ποτέ. Μαζί σας θα μπορούσε να κουβεντιάσει
κανείς μα… καλύτερα να μην κουβεντιάσει.
— Να ζητήσετε συγνώμη κι απ’ την αδερφή σας,—είπε ο πρίγκιπας δείχνοντας τη Βάρια.
— Όχι, αυτοί όλοι είναι εχθροί μου. Σας βεβαιώ, πρίγκηψ, έκανα πολλές απόπειρες. Εδώ δε
συγχωρεί κανένας ειλικρινά!— του ξέφυγε φλογερά του Γάνια και γύρισε την πλάτη στη Βάρια.
— Όχι, θα σε συγχωρήσω!—είπε ξάφνου η Βάρια.
— Και θα πας το βράδυ και στη Ναστάσια Φιλίπποβνα;
— Θα πάω, αν με διατάξεις, μονάχα σκέψου το καλύτερα ο ίδιος: υπάρχει έστω κι η παραμικρή
δυνατότητα να πάω τώρα πια;

— Αφού δεν είναι τέτοια που φαίνεται∙ τα βλέπεις τι αινιγματικά πράγματα που κάνει;!—κι ο Γάνια
γέλασε με κακία.
— Το ξέρω κι εγώ πως δεν είναι τέτοια κι έχει τις πονηριές της. Μα τι εννοεί; Κι ύστερα πρόσεξε κι
αυτό Γάνια: είδες για τι άνθρωπο σ’ έχει; Ας φίλησε το χέρι της μητερούλας. Ας παραδεχτούμε πως
όλα είναι παραξενιές, ωστάσο σε κορόιδευε! Όλ’ αυτά δεν αξίζουν τις εβδομήντα πέντε χιλιάδες, μα
το Θεό, αδερφέ μου, δεν αξίζουν! Είσαι ακόμα ικανός για ευγενικά αισθήματα, γι’ αυτό στα λέω
τώρα όλ’ αυτά. Ναι, μην πας ούτε συ! Φυλάξου! Όλ’ αυτά δεν μπορεί να ‘χουν καλό τέλος!
Σαν τα ‘πε αυτά, η Βάρια βγήκε απ’ το δωμάτιο πολύ ταραγμένη.
— Όλοι τους έτσι είναι!—είπε ο Γάνια χαμογελώντας ειρωνικά.—Μα είναι ποτέ δυνατό να νομίζουν
πως εγώ δεν τα ξέρω όλ’ αυτά; Μα εγώ ξέρω πολύ περισσότερα απ’ αυτούς.
Λέγοντας τα αυτά, ο Γάνια έκατσε στο ντιβάνι κι ήταν φανερό πως ήθελε να παρατείνει την
επίσκεψή του.
— Αφού το ξέρετε και μονάχος σας,—ρώτησε ο πρίγκιπας αρκετά δειλά,—πώς τότε διαλέξατε αυτό
το μαρτύριο ξέροντας πως πράγματι δεν αξίζει αυτές τις εβδομήντα πέντε χιλιάδες;
— Δεν εννοούσα αυτό,—τραύλισε ο Γάνια. Μια και το ‘φερε η κουβέντα, πέστε μου, τι νομίζετε,
θέλω να ξέρω το δίχως άλλο τη γνώμη σας: αξίζουν αυτό το «μαρτύριο» οι εβδομήντα πέντε
χιλιάδες ή όχι;
— Κατά τη γνώμη μου όχι.
— Ε, ναι, αυτό είναι γνωστό. Και είναι πολλή ντροπή να παντρευτεί κανείς έτσι;
— Μεγάλη ντροπή.
— Ε, μάθετε λοιπόν πως θα παντρευτώ, και τώρα πια το δίχως άλλο. Μόλις πριν από λίγο είχα
αμφιβολίες, τώρα όμως δεν έχω καμιά! Μη λέτε τίποτα! Ξέρω τι θέλετε να πείτε…
— Δε θα πω αυτό που νομίζετε, μονάχα που μου κάνει μεγάλη εντύπωση η απόλυτη σιγουριά σας.
— Σε τι; Ποια σιγουριά;
— Πως η Ναστάσια Φιλίπποβνα θα σας παντρευτεί, το δίχως άλλο και πως όλ’ αυτά έχουν πια
τελειώσει και δεύτερο, πως κι αν ακόμα σας παντρευτεί οι εβδομηνταπέντε χιλιάδες… θα βρεθούν
μονομιάς στην τσέπη σας. Εδώ που τα λέμε, είναι φυσικά πολλά πράγματα που δεν τα ξέρω.
Ο Γάνια έγειρε απότομα προς το μέρος του πρίγκιπα.
— Φυσικά, εσείς δεν τα ξέρετε όλα,—είπε.—Για τι άλλο θα φορτωνόμουν όλο αυτό το βάρος;
— Μου φαίνεται πως κάτι τέτοιο συμβαίνει συχνά: Παντρεύονται για τα χρήματα και τα χρήματα
μένουν στη σύζυγο.
— Ο‐όχι, στην περίπτωσή μας δεν πρόκειται να γίνει αυτό… Εδώ… εδώ υπάρχουν ορισμένα
πράγματα που…—μουρμούρισε ο Γάνια ταραγμένος και σκεφτικός.—Όσο για την απάντησή της, σ’
αυτό πια δε χωράει αμφιβολία,—πρόστεσε βιαστικά.—Από πού το συμπεραίνετε πως θα μου πει

όχι;
— Δεν ξέρω τίποτα, εκτός απ’ αυτά που είδα. Εξάλλου κι η Βαρβάρα Αρνταλιόνοβνα έλεγε τώρα
μόλις…
— Ε! Αυτό πια το λένε έτσι γιατί δεν ξέρουν τι άλλο να πουν. Όσο για το Ραγκόζιν, τον κορόιδευε, να
‘στε σίγουρος, αυτό το διαπίστωσα. Ήταν φανερό. Στην αρχή φοβήθηκα, τώρα όμως το διαπίστωσα.
Ή, επειδή φέρθηκε έτσι με τη μητέρα, τον πατέρα και τη Βάρια;
— Και με σας.
— Μπορεί∙ όλ’ αυτά όμως, είναι μια συνηθισμένη γυναικεία εκδίκηση και τίποτα παραπάνω. Κι
αυτή είναι τρομερά ευέξαπτη, καχύποπτη κι εύθικτη. Σαν παραγνωρισμένος κι αδικημένος
υπάλληλος! Ήθελε να δείξει τι αξίζει, ήθελε να δείξει όλη της την περιφρόνηση σ’ αυτές… ε, και σε
μένα. Αυτό είναι αλήθεια, δεν το αρνιέμαι… Παρ’ όλ’ αυτά θα με παντρευτεί. Δεν μπορείτε να
υποπτευθείτε τι είναι ικανός να κάνει ο ανθρώπινος εγωισμός: να, αυτή λόγου χάρη με θεωρεί
παλιάνθρωπο γιατί την παντρεύουμαι με τόσην ειλικρίνεια για τα λεφτά της, αυτήν, την ερωμένη
ενός άλλου, και δεν ξέρει πως ένας άλλος στη θέση μου θα την ξεγέλαγε ακόμα πιο πρόστυχα: θα
της κόλλαγε και θα της έτρωγε τ’ αυτιά με φιλελεύθερες και προοδευτικές ιδέες, θα της αράδιαζε
πολλά και διάφορα απ’ το γυναικείο ζήτημα και τη χειραφέτηση και θα τη βλέπατε να πέφτει με τα
μούτρα στην παγίδα. Θα την έκανε να πιστέψει, αυτήν την αυτάρεσκη ανόητη (κι είναι τόσο
εύκολο!) πως την παντρεύεται μόνο και μόνο για «την ευγένεια της καρδιάς της και για τις
δυστυχίες που πέρασε», κι όμως θα την έπαιρνε μόνο και μόνο για τα λεφτά. Εμένα με αντιπαθούν
γιατί δε θέλω να υποκριθώ, αν και θα ‘πρεπε. Κι αυτή τι κάνει δηλαδή; Μήπως δεν κάνει το ίδιο;
Γιατί λοιπόν με περιφρονεί ύστερ’ απ’ όλ’ αυτά και βάζει μπρος όλα τούτα τα παιχνίδια; Γιατί δεν
της κάνω το χατίρι και δείχνω την περηφάνεια μου. Ε, θα δούμε!
— Είναι δυνατό να την αγαπούσατε πριν απ’ αυτά;
— Στην αρχή την αγαπούσα. Ε, καλά, φτάνει… Υπάρχουν γυναίκες που κάνουν μονάχα για ερωμένες
και για τίποτ’ άλλο. Δεν εννοώ πως ήταν ερωμένη μου. Αν θελήσει να ζήσει φρόνιμα, θα ζήσω και
γω φρόνιμα∙ αν όμως επαναστατήσει, θα την αφήσω σύξυλη βουτώντας και τα ψιλά. Δε θέλω να
‘μαι γελοίος∙ το κυριότερο απ’ όλα, δε θέλω να ‘μαι γελοίος.
— Έχω συνεχώς την εντύπωση,—παρατήρησε προσεχτικά ο πρίγκιπας,—πως η Ναστάσια
Φιλίπποβνα είναι έξυπνη. Ποιος ο λόγος, μια και προαισθάνεται όλ’ αυτά τα βάσανα, να πάει να
πέσει στην παγίδα; Θα μπορούσε βέβαια να παντρευτεί και κανέναν άλλον. Αυτό είναι που μου
κάνει εντύπωση.
— Εδώ, ίσα‐ίσα είναι ο υπολογισμός της! Δεν τα ξέρετε όλα τα σχετικά, πρίγκηψ… εδώ… κι εκτός απ’
αυτό είναι σίγουρη πως εγώ την αγαπώ μέχρι τρέλας, σας τ’ ορκίζουμαι, και ξέρετε κάτι; Έχω
πάμπολλους λόγους να υποπτεύουμαι πως κι αυτή μ’ αγαπάει, με τον τρόπο της δηλαδή, την ξέρετε
την παροιμία: «Όποιος αγαπάει παιδεύει». Σ’ όλη της τη ζωή μπορεί να με θεωρεί φάντη καρό
(ίσως‐ίσως αυτό να της χρειάζεται κιόλας) κι ωστόσο να μ’ αγαπάει με τον τρόπο της∙ γι’ αυτό
προετοιμάζεται, τέτοιος είναι ο χαρακτήρας της, βλέπετε. Είναι πάρα πολύ Ρωσίδα, μπορώ να σας
πω όμως, πως της ετοιμάζω και γω από μέρος μου την έκπληξή μου. Αυτή η σκηνή πριν από λίγο με
τη Βάρια έγινε τυχαία, μου ‘ρθε όμως κουτί. Το ‘δε τώρα και βεβαιώθηκε πως δεν μπορώ να κάνω
δίχως αυτήν, πως είμαι έτοιμος να τα χαλάσω μ’ όλους για χάρη της. Πράμα που σημαίνει πως και
μεις δεν είμαστε βλάκες, να ‘στε σίγουρος. Αλήθεια, δεν πιστεύω ν’ αρχίσατε κιόλας να σκέφτεστε
πως είμαι πάντα τόσο φλύαρος; Δεν αποκλείεται, καλούλη μου πρίγκηψ, να κάνω πράγματι άσκημα
που κάθουμαι και σας τα εμπιστεύουμαι όλ’ αυτά. Το κάνω όμως μόνο και μόνο γιατί είσαστε ο

πρώτος ευγενικός άνθρωπος που έτυχε να συναντήσω και λοιπόν έπεσα απάνω σας—δηλαδή,
καταλαβαίνετε τι θέλω να πω, μην το περάσετε για σαχλό λογοπαίγνιο. Δε θυμώνετε για κείνο που
έγινε, έτσι δεν είναι; Ίσως‐ίσως να ‘ναι η πρώτη φορά σ’ αυτά τα τελευταία δυο χρόνια που ανοίγω
έτσι την καρδιά μου. Εδώ, είναι τρομερά λίγοι οι τίμιοι άνθρωποι: Τιμιότεροι απ’ τον Πτίτσιν δεν
υπάρχουν. Τι συμβαίνει, γελάτε ή μην κάνω λάθος; Οι παλιάνθρωποι αγαπάνε τους τίμιους, δεν το
ξέρατε αυτό; Και γω είμαι… Εδώ που τα λέμε όμως, από που κι ως που είμαι παλιάνθρωπος,
δηλαδή, πέστε μου με το χέρι στην καρδιά. Επειδή με λένε όλοι τους παλιάνθρωπο όπως με λέει και
κείνη; Και ξέρετε κάτι; Μαζί με κείνους και με κείνη λέω και γω ο ίδιος πως είμαι παλιάνθρωπος!
Αυτό πια είναι πολύ ταπεινό, αχ, τι ταπεινό που είναι!
— Από δω και πέρα δε θα σας θεωρήσω ποτέ πια παλιάνθρωπο,—είπε ο πρίγκιπας.—Πριν από λίγο
είχα αρχίσει να σας βλέπω σαν πραγματικό κακούργο και ξαφνικά μου δώσατε τόση χαρά—ας μου
γίνει μάθημα: να μην κρίνω πριν γνωρίσω καλά. Τώρα βλέπω πως όχι μονάχα κακούργο μα ούτε και
πολύ διεφθαρμένον άνθρωπο δεν μπορεί να σας θεωρήσει κανείς. Κατά τη γνώμη μου, είστε απλώς
και μόνο ένας απόλυτα συνηθισμένος άνθρωπος, όσο πιο συνηθισμένος μπορεί να υπάρξει, μονάχα
που έχετε πολύ αδύνατο χαραχτήρα και δεν είστε καθόλου πρωτότυπος.
Ο Γάνια αχνογέλασε φαρμακερά, δεν έβγαλε όμως λέξη. Ο πρίγκιπας είδε πως ο χαρακτηρισμός του
δεν άρεσε, σάστισε και σώπασε κι αυτός.
— Σας ζήτησε χρήματα ο πατέρας;—ρώτησε ξάφνου ο Γάνια.
— Όχι.
— Θα σας ζητήσει, μην του δώσετε. Και να σκεφτεί κανείς πως ήταν κάποτε αξιοπρεπέστατος
άνθρωπος, απ’ όσο θυμάμαι. Τον δέχονταν σε μεγάλα σπίτια. Πόσο γρήγορα ξοφλάνε όλοι αυτοί οι
παλιοί αξιοπρεπείς κύριοι! Μόλις αλλάξουν τόσο δα οι συνθήκες, δε μένει τίποτα απ’ τα παλιά, λες
κι ήταν μπαρούτι και κάηκε. Πριν δεν έλεγε τέτοια ψέματα, σας βεβαιώ: πρώτα ήταν μονάχα πολύ
ενθουσιώδης και να πού κατάντησε τώρα! Βέβαια, φταίει το κρασί. Ξέρετε τάχα πως έχει ερωμένη
και τη συντηρεί; Τώρα πια δεν είναι ένας αθώος τερατολόγος. Μου είναι αδύνατο να καταλάβω την
υπομονή και την ανεχτικότητα της μητερούλας. Σας διηγήθηκε την πολιορκία του Καρς; Ή για το πώς
το ψαρί του άλογο στ’ αμάξι άρχισε να μιλάει; Γιατί φτάνει κι ως εκεί ακόμα,—κι ο Γάνια έβαλε
ξάφνου τα γέλια.
— Γιατί με κοιτάτε έτσι;—ρώτησε ξάφνου τον πρίγκιπα.
— Να…απορώ που γελάσατε με τόσην ειλικρίνεια. Μα το ναι, έχετε ακόμα παιδικό γέλιο μέσα σας.
Πριν από λίγο μπήκατε μέσα να συμφιλιωθούμε και είπατε: «Θέλετε να σας φιλήσω το χέρι;»—
όπως ακριβώς φιλιώνουν τα παιδιά. Κι αυτό σημαίνει πως, όσα κι αν λέτε, είστε ακόμα ικανός για
τέτοια λόγια και τέτοια αυθόρμητα ξεσπάσματα. Και ξαφνικά, αρχίζετε και διαβάζετε μιαν ολόκληρη
διάλεξη για όλα κείνα τα ζοφερά πράγματα και τις εβδομήντα πέντε χιλιάδες. Μα την αλήθεια, όλ’
αυτά είναι κάπως παράλογα κι απίθανα.
— Πού θέλετε λοιπόν να καταλήξετε;
— Σκέφτουμαι, μήπως ενεργείτε πραγματικά πολύ επιπόλαια. Μήπως θα ‘πρεπε πρώτα να τα
εξετάσετε καλύτερα τα πράγματα; Η Βαρβάρα Αρνταλιόνοβνα μπορεί να ‘χει και δίκιο.
— Α, πάλι οι ηθικολογίες! Το ότι είμαι ακόμα ένα παιδαρέλι, το ξέρω καλύτερα απ’ τον καθένα,—
τον διέκοψε με θέρμη ο Γάνια.—Και μόνο το γεγονός πως έπιασα μια τέτοια κουβέντα μαζί σας
είναι μια απόδειξη. Εγώ, πρίγκηψ, δεν πάω να μπω σ’ αυτό το σκοτάδι από ψυχρό υπολογισμό,—

συνέχισε σα νέος που τον θίξανε στο φιλότιμο και λέει πράγματα που δε θα ‘θελε να πει.—Αν ήταν
από ψυχρό υπολογισμό, σίγουρα θα ‘χα πέσει έξω γιατί μήτε στο μυαλό μου μήτε στο χαρακτήρα δε
μέστωσα ακόμα. Εγώ όμως πάω παρασυρμένος από πάθος, γιατί έχω έναν κεφαλαιώδη σκοπό.
Εσείς λόγου χάρη, νομίζετε πως μόλις πάρω τις εβδομήντα πέντε χιλιάδες, θ’ αγοράσω αμέσως μια
καρότσα. Όχι, εκλαμπρότατε∙ αν γίνει αυτό, θα φοράω την προπέρσινη ρεντιγκότα μου και θα κόψω
κάθε σχέση με τις γνωριμίες της λέσχης. Εδώ στον τόπο μας λίγοι είναι κείνοι που μπορούν ν’
αντισταθούν στον πειρασμό, μόλο που όλοι τους είναι τοκογλύφοι, εγώ όμως θέλω ν’ αντισταθώ.
Στην περίπτωση αυτή, το σπουδαιότερο είναι να φτάσει κανείς ως το τέρμα—να όλο το πρόβλημα!
Ο Πτίτσιν, δεκαεφτά χρονώ, κοιμότανε στο δρόμο, πούλαγε σουγιαδάκια κι άρχισε απ’ το καπίκι.
Τώρα έχει εξήντα χιλιάδες—τι προσπάθειες όμως και τι στερήσεις χρειάστηκαν για να φτάσει ως
εδώ! Αυτές ίσα‐ίσα τις στερήσεις θα τις υπερπηδήσω και θ’ αρχίσω μ’ ένα κεφάλαιο∙ σε δέκα πέντε
χρόνια θα πουν: «νάτος ο Ιβόλγκιν, ο βασιλιάς των Εβραίων». Μου λέτε πως δεν είμαι πρωτότυπος
άνθρωπος. Λάβετε υπ’ όψη σας, αγαπητέ πρίγκηψ, πως δεν υπάρχει τίποτα προσβλητικότερο για
έναν άνθρωπο της εποχής μας και της φυλής μας απ’ το να του πει κανείς πως δεν είναι
πρωτότυπος, πως έχει αδύνατο χαρακτήρα, πως του λείπουν οι ιδιαίτερες ικανότητες και γενικά
πως είναι ένας άνθρωπος συνηθισμένος. Μήτε καν παλιάνθρωπο της προκοπής δεν καταδεχτήκατε
να με θεωρήσετε και, ξέρετε, τώρα μόλις, πριν λίγο, έτσι μου ‘ρθε να σας πνίξω γι’ αυτό! Με
προσβάλλετε χειρότερα κι απ’ τον Επάντσιν που με θεωρεί μ’ όλη του την αφέλεια, χωρίς να
βολιδοσκοπήσει τα πράματα, χωρίς καμιά νύξη από μέρος μου—και προσέξτε το αυτό—με θεωρεί
ικανό να του πουλήσω τη γυναίκα μου! Όλ’ αυτά, πατερούλη μου, με δαιμονίζουν από καιρό τώρα
και θέλω χρήματα. Σαν κάνω περιουσία, να ‘στε σίγουρος πως θα γίνω στο έπακρο πρωτότυπος.
Αυτό που κάνει τα λεφτά πιο πρόστυχα και πιο μισητά απ’ το καθετί, είναι που σου δίνουν και
ταλέντα. Και θα δίνουν μέχρι τη συντέλεια του κόσμου. Θα μου πείτε πως όλ’ αυτά είναι
παιδιάστικες κουβέντες ή ίσως‐ίσως και ποιητικές φαντασίες,—ε, και γιατί όχι; Τόσο το καλύτερο
για μένα, η δουλειά παρ’ όλ’ αυτά θα γίνει. Θ’ αντέξω και θα φτάσω στο τέρμα. Rira bien qui rira le
dernier! (θα γελάσει καλά όποιος γελάσει τελευταίος!) Γιατί με προσβάλλει έτσι ο Επάντσιν; Από
κακία μήπως; Κάθε άλλο. Απλώς και μόνο γιατί είμαι υπερβολικά ασήμαντος. Ε, όταν όμως… Ας
είναι, φτάνει. Εξάλλου, καιρός να πηγαίνω. Ο Κόλια έχει χώσει κιόλας δυο φορές το κεφάλι του στην
πόρτα. Σας φωνάζει για το γεύμα. Εγώ πρέπει να βγω έξω. Θα ‘ρχουμαι πού και πού να σας βλέπω.
Δε θα περάσετε κι άσκημα μαζί μας. Τώρα θα σας έχουν σα συγγενή δω πέρα. Προσέξτε μονάχα μη
με μαρτυρήσετε. Έχω την εντύπωση πως εμείς οι δυο ή θα γίνουμε πολύ φίλοι ή πολύ εχθροί. Και δε
μου λέτε, πρίγκηψ, αν σας είχα φιλήσει πριν το χέρι (όπως το ‘χα προτείνει ειλικρινά) θα γινόμουν
ύστερα εχθρός σας γι’ αυτό;
— Το δίχως άλλο θα γινόσασταν, όχι για πάντα όμως, ύστερα δε θα τ’ αντέχατε και θα με
συγχωράγατε,—συμπέρανε ο πρίγκιπας αφού σκέφθηκε για λίγο και γέλασε.
— Αχά! Μαζί σας, βλέπω, πρέπει να ‘ναι κανείς προσεχτικότερος. Μάρτυς μου ο διάβολος, και δω
ακόμα χύσατε το φαρμάκι σας! Και, ποιος ξέρει, μπορεί να ‘στε κι εχθρός μου! Μια και το ‘φερε η
κουβέντα, χα‐χα‐χα! Ξέχασα να σας ρωτήσω: Είναι σωστό αυτό που μου φάνηκε, πως δηλαδή η
Ναστάσια Φιλίπποβνα σας αρέσει κάπως υπερβολικά;
— Ναι… μ’ αρέσει.
— Είστε ερωτευμένος;
— Ο‐όχι.
— Κι όμως κοκκίνισε και υποφέρει. Ε, καλά καλά, δε γελάω γεια σας. Και ξέρετε κάτι; Είναι μια
ενάρετη γυναίκα, θα το πιστεύατε ποτέ σας; Νομίζετε πως ζει με κείνον τον Τότσκη; Κάθε άλλο! Από
καιρό τώρα. Και προσέξατε και κάτι άλλο; Είδατε που ώρες‐ώρες ήταν τρομερά αδέξια και τα ‘χανε

και σάστιζε; Μα την πίστη μου, έτσι είναι. Κάτι τέτοιες είναι που τους αρέσει να εξουσιάζουν. Ε, ας
είναι, γεια σας!
Ο Γάνετσκα βγήκε πολύ πιο άνετα απ’ όσο είχε μπει κι ήταν πολύ πιο καλόκεφος. Ο πρίγκιπας έμεινε
κάπου δέκα λεπτά ασάλευτος στο ντιβάνι και σκεφτόταν.
Ο Κόλια έχωσε και πάλι απ’ την πόρτα το κεφάλι του.
— Δεν έχω όρεξη για φαΐ, Κόλια. Στους Επάντσιν πήρα ένα καλό πρόγευμα.
Ο Κόλια μπήκε μέσα κι έδωσε στον πρίγκιπα ένα σημείωμα. Ήταν απ’ το στρατηγό, διπλωμένο και
σφραγισμένο. Απ’ το πρόσωπο του Κόλια έβλεπε κανείς πόσο κόπο του έκανε να του φέρει αυτό το
σημείωμα. Ο πρίγκιπας το διάβασε, σηκώθηκε και πήρε το καπέλο του.
— Είναι δυο βήματα,—σάστισε απ’ τη ντροπή του ο Κόλια.— Κάθεται τώρα κει πέρα μ’ ένα
μπουκάλι μπροστά του. Μου είναι αδύνατο να καταλάβω πώς τα κατάφερε και του δίνουν βερεσέ.
Καλούλη μου πρίγκηψ, πολύ σας παρακαλώ, μην τους πείτε ύστερα δω πέρα πως σας έφερα γω το
σημείωμα! Χίλιες φορές τ’ ορκίστηκα να μην του κάνω τον ταχυδρόμο μ’ αυτά τα σημειώματα, τον
λυπάμαι όμως∙ και κάτι άλλο, σας παρακαλώ, ακόμα∙ μην τον παίρνετε στα σοβαρά: δώστε του
τίποτα ψιλά και μην του δίνετε περισσότερη σημασία.
— Κάτι είχα σκεφτεί πριν μου φέρετε το σημείωμα, Κόλια∙ πρέπει να δω τον πατερούλη σας…
εξαιτίας ενός περιστατικού… Πάμε λοιπόν…

XII
Ο ΚΟΛΙΑ οδήγησε τον πρίγκιπα λίγο παρακάτω, στην οδό Λιτέιναγια, σ’ ένα καφέ‐μπιλιάρδο,
ισόγειο, που ‘χε την είσοδό του στο δρόμο. Εκεί, δεξιά στη γωνία, σ’ ένα ιδιαίτερο καμαράκι, σαν
παλιός τακτικός πελάτης, είχε βολευτεί ο Αρνταλιόν Αλεξάντροβιτς μ’ ένα μπουκάλι μπροστά του
στο τραπεζάκι∙ στα χέρια του κρατούσε πραγματικά μια εφημερίδα Independance Belge. Περίμενε
τον πρίγκιπα∙ μόλις τον είδε, έβαλε αμέσως κατά μέρος την εφημερίδα κι άρχισε θερμές και
φλύαρες εξηγήσεις που απ’ αυτές, εδώ που τα λέμε, ο πρίγκιπας δεν κατάλαβε τίποτα σχεδόν, γιατί
ο στρατηγός είχε προφτάσει κιόλας να γίνει στουπί.
— Δέκα ρούβλια δεν έχω —τον διέκοψε ο πρίγκιπας— Ορίστε όμως εικοσπέντε∙ χαλάστε το και
δώστε μου ρέστα δεκαπέντε γιατί και γω θα μείνω χωρίς πεντάρα.
— Ω και βέβαια∙ και να είστε σίγουρος πως την ίδια ώρα…
— Έχω να σας ζητήσω μια χάρη ακόμα, στρατηγέ. Δεν έτυχε να πάτε ποτέ σας στο σπίτι της
Ναστάσιας Φιλίπποβνας;
— Εγώ; Εγώ δεν έχω πάει; Εμένα μου το λέτε αυτό; Πολλές φορές, αγαπητέ μου, πολλές φορές! —
ξεφώνισε ο στρατηγός σε μια κρίση αυτάρεσκης και θριαμβεύουσας ειρωνείας. Τελικά όμως ξέκοψα
από δική μου πρωτοβουλία γιατί δε θέλω να ενθαρρύνω έναν αναξιοπρεπή σύνδεσμο. Το ‘δατε με
τα μάτια σας, παρασταθήκατε μάρτυρας σήμερα το πρωί: έκανα το παν που μπορούσε να κάνει
ένας πατέρας—ένας πατέρας όμως μειλίχιος και συγκαταβατικός. Τώρα ωστόσο θα βγει στη σκηνή
ένας πατέρας άλλου είδους και τότε θα δούμε αν θα εξουδετερώσει ο παλαιός πολεμιστής τη
σκευωρία ή θα μπει η αναίσχυντη καμέλια στους κόλπους μιας ευγενεστάτης οικογενείας.
— Και γω που ήθελα ίσα‐ίσα να σας παρακαλέσω αν θα μπορούσατε σα γνωστός να με μπάσετε
στης Ναστάσιας Φιλίπποβνας σήμερα το βράδυ. Πρέπει το δίχως άλλο να βρίσκομαι κει σήμερα
κιόλας∙ έχω μια δουλειά, μου είναι όμως αδύνατο να φανταστώ πώς θα μπορούσα να γίνω δεκτός.
Βέβαια με συστήσανε, ωστόσο εκείνη δε με κάλεσε: σήμερα το βράδυ θα πάνε κει μονάχα
προσκεκλημένοι. Άλλωστε, είμαι έτοιμος να υπερπηδήσω μερικούς τύπους καλής συμπεριφοράς κι
ας γελάσουν μάλιστα μαζί μου, αρκεί να μπω μέσα με οποιονδήποτε τρόπο.
— Α, νεαρέ μου φίλε, πετύχατε διάνα, μαντέψατε επακριβώς τη σκέψη μου, — ξεφώνισε
ενθουσιασμένος ο στρατηγός. — Δε σας κάλεσα γι’ αυτά τα ψιλοπράματα! — συνέχισε, αρπάζοντας
ωστόσο τα χρήματα και χώνοντάς τα στην τσέπη του. —Σας φώναξα ακριβώς για να σας καλέσω να
με συντροφέψετε στην εκστρατεία μου εναντίον της Ναστάσιας Φιλίπποβνας! Ο στρατηγός Ιβόλγκιν
κι ο πρίγκηψ Μίσκιν! Πώς θα της φανεί, ε; Όπου εγώ, εν είδει φιλοφρονήσεως λόγω των γενεθλίων,
θα εκφράσω επιτέλους τη θέλησή μου — εμμέσως βέβαια, δε θα τους τα πω ανοικτά, θα τα πω
ωστόσο έτσι που θα ‘ναι σα να ‘χα μιλήσει ανοικτά. Τότε ο Γάνια θα δει πώς πρέπει να φερθεί: να
πάει με τον τιμημένο του πατέρα και… ούτως ειπείν… και τα λοιπά, ή… ό,τι γίνει όμως ας γίνει! Η
ιδέα σας είναι στο έπακρον καρποφόρος. Στις εννιά η ώρα θα ξεκινήσουμε, έχουμε ακόμα καιρό.
— Πού μένει;
— Είναι μακριά από δω: κοντά στο Μπολσόι, στο σπίτι της Μιτόβτσοβα, δυο βήματα απ’ την
πλατεία, στο ισόγειο… δε θα ‘χει πολύ κόσμο κι ας είναι τα γενέθλιά της… και θα διαλυθούν νωρίς…
Από ώρα πια είχε βραδιάσει. Ο πρίγκιπας εξακολουθούσε ακόμα να κάθεται, ν’ ακούει και να
περιμένει το στρατηγό που άρχισε να λέει αμέτρητα ανέκδοτα χωρίς να τελειώνει ούτε ένα. Όταν
ήρθε ο πρίγκιπας, ο στρατηγός είχε παραγγείλει κι άλλο μπουκάλι κι έκανε μιαν ολάκερη ώρα να το

πιει, ύστερα παράγγειλε κι άλλο και το ήπιε και κείνο. Θα πρέπει κανείς να υποθέσει πως ο
στρατηγός πρόφτασε και διηγήθηκε όλη σχεδόν την ιστορία του. Τελικά ο πρίγκιπας σηκώθηκε κι
είπε πως δεν μπορούσε πια να περιμένει άλλο. Ο στρατηγός ήπιε κατευθείαν απ’ το μπουκάλι όσο
είχε απομείνει, ως την τελευταία σταγόνα, σηκώθηκε και βγήκε απ’ το δωμάτιο τρεκλίζοντας. Ο
πρίγκιπας ήταν απελπισμένος∙ του ήταν αδύνατο να καταλάβει πώς έκανε την ανοησία να δείξει
εμπιστοσύνη σ’ αυτόν τον άνθρωπο. Η αλήθεια είναι πως δεν του ‘δείξε καθόλου εμπιστοσύνη,
υπολόγιζε μονάχα στο στρατηγό για να τον μπάσει κατά κάποιον τρόπο στης Ναστάσιας
Φιλίπποβνας, έστω κι αν ήταν ανάγκη να γίνει κάποιο σκάνδαλο∙ ωστόσο δεν υπολόγιζε βέβαια σε
μεγάλο σκάνδαλο: ο στρατηγός βρέθηκε να ‘ναι ολότελα μεθυσμένος και μίλαγε ασταμάτητα,
κατασυγκινημένος, σχεδόν δακρύβρεχτος. Έλεγε και ξανάλεγε πως εξαιτίας της κακής διαγωγής των
μελών της οικογενείας του τα πάντα είχαν σωριαστεί και πως είναι επιτέλους καιρός να τεθεί ένα
τέρμα σ’ όλα αυτά. Φτάσαν επιτέλους στην οδό Λιτέιναγια. Εξακολουθούσε ακόμα ο νοτιάς και
λιώνανε τα χιόνια∙ ένας μελαγχολικός, ζεστός, σάπιος αέρας σφύριζε στους δρόμους, τ’ αμάξια
τσαλαβουτούσαν στις λάσπες, τα πέταλα των αλόγων φτάνανε και χτύπαγαν κουδουνιστά στο
λιθόστρωτο. Οι διαβάτες πλανιόνταν στα πεζοδρόμια θλιβερά και μουσκεμένα μπουλούκια. Πού και
πού, συναντούσαν μεθυσμένους.
— Τα βλέπετε αυτά τα φωτισμένα ισόγεια; —έλεγε ο στρατηγός. —Εδώ μένουν όλο συνάδελφοί
μου και γω, εγώ που έχω προσφέρει περισσότερες υπηρεσίες απ’ όλους τους, που πέρασα τα
περισσότερα βάσανα, εγώ σέρνω τα πόδια μου και τραβάω πεζή για το Μπολσόι, πηγαίνοντας στο
σπίτι μιας υπόπτου γυναικός! Ένας άνθρωπος, εις το στήθος του οποίου ευρίσκονται δεκατρείς
σφαίρες… δεν το πιστεύετε; Κι όμως, ο Πιρογκόβ τηλεγράφησε αποκλειστικώς για μένα στο Παρίσι
κι εγκατέλειψε προσωρινώς την πολιορκημένη Σεβαστούπολη κι ο Νέλατον, Γάλλος ιατρός της
Αυλής, κατάφερε κι έβγαλε άδεια ελευθέρας διελεύσεως εν ονόματι της επιστήμης και ήρθε στην
πολιορκημένη Σεβαστούπολη για να με εξετάσει. Το γεγονός τελεί εις γνώσιν της ανωτάτης ηγεσίας:
«Α, είναι εκείνος ο Ιβόλγκιν που έχει δεκατρείς σφαίρες!» Έτσι με αναφέρουν! Το βλέπετε, πρίγκηψ,
αυτό το σπίτι; Εδώ, στο πρώτο πάτωμα, μένει ένας παλιός μου συνάδελφος, ο στρατηγός
Σοκολόβιτς, με την ευγενεστάτη και πολυμελεστάτη οικογένειά του. Αυτό το σπίτι κι άλλα τρία στη
λεωφόρο Νέβσκη και δυο στη Μαρσκάγια — αυτός είναι τώρα όλος κι όλος ο κύκλος των γνωριμιών
μου, δηλαδή συγκεκριμένα των προσωπικών μου γνωριμιών. Η Νίνα Αλεξάντροβνα από καιρό τώρα
πια υποτάχτηκε στη μοίρα της. Εγώ όμως εξακολουθώ ακόμα να ενθυμούμαι… και να αναπαύομαι,
ούτως ειπείν, εις τον εκλεκτόν κύκλον των πρώην συναδέλφων μου και των υφισταμένων μου,
αυτών που μέχρι σήμερα ακόμα με λατρεύουν. Αυτός ο στρατηγός Σοκολόβιτς (αλήθεια, έχω
αρκετόν καιρό να τον επισκεφτώ και να δω την Άννα Φιοντόροβνα).. ξέρετε, καλέ μου πρίγκηψ,
όταν δε δέχεσαι ο ίδιος επισκέψεις, παύεις άθελά σου να πηγαίνεις και στους άλλους∙ κι ωστόσο…
χμ… σα να μη με πιστεύετε… Εδώ που τα λέμε, γιατί να μην τους γνωρίσω τον υιόν του καλυτέρου
συναδέλφου και παιδικού μου φίλου, γιατί να μην τον εισαγάγω σ’ αυτό το θεσπέσιο οικογενειακό
περιβάλλον; Ο στρατηγός Ιβόλγκιν κι ο πρίγκηψ Μίσκιν! Θα δείτε μια καταπληκτική κοπέλα κι όχι
μια μονάχα, δυο—τι λέω, τρεις, στολίδια όλες τους της πρωτευούσης και της καλής κοινωνίας:
ομορφιά, μόρφωση, κοινωνιστικές αντιλήψεις… το γυναικείο ζήτημα, στίχοι, όλ’ αυτά συνυπάρχουν
σ’ ένα ευτυχισμένο και πολυποίκιλο μίγμα, για να μη λογαριάσουμε τις ογδόντα τουλάχιστο
χιλιάδες προίκα, καθαρή περιουσία που έχει η καθεμιά τους, πράγμα που δε βλάπτει ποτέ, όσα κι
αν είναι τα γυναικεία και τα κοινωνικά προβλήματα… με δυο λόγια έχω το δίχως άλλο, το δίχως
άλλο έχω χρέος και καθήκον να σας εισαγάγω. Ο στρατηγός Ιβόλγκιν κι ο πρίγκηψ Μίσκιν! Με δυο
λόγια… θα προκαλέσουμε αίσθηση!
— Τώρα; Αμέσως; Μα ξεχάσατε ότι… έκανε ν’ αρχίσει ο πρίγκιπας.
— Δεν πειράζει, δεν πειράζει, δεν ξέχασα, πάμε! Από δω, απ’ αυτή την υπέροχη σκάλα. Απορώ που
δεν υπάρχει θυρωρός, μα… είναι γιορτή κι ο θυρωρός το ‘χει σκάσει. Ακόμα δεν τον διώξανε αυτόν
τον μεθύστακα. Αυτός ο Σοκολόβιτς όλη την καριέρα του κι όλη την ευτυχία του τη χρωστάει σε

μένα, μονάχα σε μένα και σε κανέναν άλλον μα… να που φτάσαμε κιόλας.
Ο πρίγκιπας δεν έφερνε πια αντίρρηση για την επίσκεψη κι ακολουθούσε υπάκουα το στρατηγό για
να μην τον κάνει να θυμώσει∙ είχε εξάλλου την ελπίδα πως ο στρατηγός Σοκολόβιτς κι όλη του η
οικογένεια θα εξαφανιστούν σιγά‐σιγά σαν οπτασία και θ’ αποδειχτούν ανύπαρκτοι, έτσι που αυτοί
θα ξανακατέβουν ησυχότατα τις σκάλες. Όμως, —κι ο πρίγκιπας έφριξε—άρχισε τελικά να χάνει τις
ελπίδες του: ο στρατηγός τον ανέβαζε στη σκάλα σαν άνθρωπος που πραγματικά έχει γνωστούς δω
πέρα και κάθε λίγο και λιγάκι ανάφερε βιογραφικές και τοπογραφικές λεπτομέρειες, γεμάτες
μαθηματική ακρίβεια. Τελικά, όταν ανεβήκανε στο πρώτο πάτωμα και σταματήσανε στην πόρτα
ενός πλούσιου διαμερίσματος κι ο στρατηγός τράβηξε το χερούλι του κουδουνιού, ο πρίγκιπας το
πήρε απόφαση να το βάλει στα πόδια, όμως μια παράξενη λεπτομέρεια τον σταμάτησε για λίγο.
— Κάνατε λάθος, στρατηγέ—του είπε—εδώ στην πόρτα γράφει Κουλακόβ και σεις γυρεύετε τον
Σοκολόβιτς.
— Κουλακόβ… Το Κουλακόβ δεν αποδεικνύει τίποτα. Το διαμέρισμα είναι του Σοκολόβιτς και γω
χτυπάω στου Σοκολόβιτς∙ στα παλιά μου τα παπούτσια ο Κουλακόβ… Να που ανοίγουν κιόλας.
Πραγματικά η πόρτα άνοιξε. Ένας υπηρέτης μισόβγαλε το κεφάλι του κι είπε πως «οι κύριοι
απουσιάζουν».
«Τι κρίμα, τι κρίμα, είμαστε πολύ άτυχοι,—έλεγε και ξανάλεγε ο στρατηγός βαθύτατα λυπημένος.
Να τους αναγγείλετε λοιπόν, αγαπητέ μου, πως ο στρατηγός Ιβόλγκιν κι ο πρίγκηψ Μίσκιν ήρθανε
να υποβάλουν ευσεβάστως τα σέβη τους και ελυπήθησαν, ελυπήθησαν σφόδρα…
Κείνη τη στιγμή, απ’ τη μισάνοικτη πόρτα πρόβαλε άλλο ένα πρόσωπο∙ φαίνεται πως ήταν η
οικονόμος του σπιτιού, μπορεί κι η γκουβερνάντα, μια κυρία κάπου σαράντα χρονώ που φορούσε
σκούρο φόρεμα. Πλησίασε περίεργη και δύσπιστη σαν άκουσε τα ονόματα του στρατηγού Ιβόλγκιν
και του πρίγκιπα Μίσκιν.
Η Μαρία Αλεξάντροβνα δεν είναι σπίτι,—πρόφερε αυτή κοιτάζοντας εξεταστικά το στρατηγό. —
Φύγανε μαζί με τη δεσποινίδα, την Αλεξάνδρα Μιχάηλοβνα και πήγαν στη γιαγιά.
Κι η Αλεξάνδρα Μιχάηλοβνα έφυγε κι αυτή, ω, Θεέ μου, τι ατυχία! Και, φανταστείτε, δεσποσύνη,
πάντοτε είμαι άτυχος όπως και τώρα! Σας θερμοπαρακαλώ να τους μεταδώσετε τους χαιρετισμούς
μου, και στην Αλεξάνδρα Μιχάηλοβνα ιδιαιτέρως να μην ξεχάσει… με δυο λόγια εκφράστε της τας
εγκαρδίους ευχάς μου για κείνο που ονειρεύτηκε η ιδία ακούγοντας την περασμένη Πέμπτη την
μπαλάντα του Σοπέν∙ θα το θυμηθεί… Τας εγκαρδίους μου ευχάς! Στρατηγός Ιβόλγκιν και πρίγκηψ
Μίσκιν!
— Μείνετε ήσυχος, δε θα παραλείψω, —έκανε μιαν υπόκλιση η κυρία που έχασε κάπως τη
δυσπιστία της.
Κατεβαίνοντας τη σκάλα, ο στρατηγός εξακολουθούσε ακόμα να εκφράζει με θέρμη τη μεγάλη του
λύπη που δεν τους βρήκανε σπίτι και που ο πρίγκιπας στερήθηκε μια τόσο γοητευτική γνωριμία.
— Ξέρετε, αγαπητέ μου, έχω αρκετά ποιητική ψυχή, το προσέξατε αυτό; Ωστόσο… ωστόσο, για να
λέμε την αλήθεια, φαίνεται πως δεν πήγαμε επακριβώς εκεί που έπρεπε, —συμπέ ρανε ξάφνου
εντελώς αναπάντεχα. —Οι Σοκολόβιτς, τώρα το θυμήθηκα, μένουν σ’ άλλο σπίτι και μάλιστα, αν δεν
κάνω λάθος, βρίσκονται τώρα στη Μόσχα. Ναι, έκανα ένα μικρό λάθος, αυτό όμως… δεν έχει και
τόση σημασία.

— Ένα μονάχα θα ‘θελα να ξέρω,—παρατήρησε παραπονε μένα ο πρίγκιπας, —θα πρέπει άραγε να
πάψω εντελώς να υπολογίζω σε σας; Μήπως θα ‘ταν προτιμότερο να πάω μονάχος μου;
— Να πάψετε; Να υπολογίζετε; Μονάχος σας; Μα για ποιο λόγο λοιπόν, όταν για μένα η επίσκεψη
αυτή αποτελεί επιχείρησιν κεφαλαιωδεστάτης σημασίας, απ’ την οποίαν πρόκειται να κριθούν τόσα
πολλά στη μοίρα όλης της οικογενείας μου; Όμως, νεαρέ μου φίλε, δεν τον ξέρετε καλά τον
Ιβόλγκιν. Όποιος λέει «Ιβόλγκιν» εννοεί «βράχος». Μπορείς να στηριχτείς στον Ιβόλγκιν όπως
στηρίζεσαι σ’ ένα βράχο, έτσι λέγανε ακόμα και στην ίλη απ’ όπου άρχισα τη σταδιοδρομία μου. Θα
‘θελα μονάχα να περάσω για ένα λεπτό από ‘να σπίτι —εδώ στο δρόμο μας είναι — ένα σπίτι όπου
αναπαύεται η ψυχή μου, είναι τώρα αρκετά χρόνια, ύστερ’ από τόσες αγωνίες και δοκιμασίες…
— Θέλετε να περάσετε απ’ το σπίτι σας;
— Όχι! Θέλω… απ’ της λοχαγίνας Τερέντιεβας, της χήρας του λοχαγού Τερέντιεβ, πρώην
υφισταμένου μου… και μάλιστα φίλου… Εδώ στης λοχαγ ίνας, αναγεννιέμαι ψυχικώς και
ξαναβρίσκω το κουράγιο μου και φέρνω εδώ τις οικογενειακές και τις άλλες μου πίκρες… Κι επειδή
σήμερα ακριβώς με βαραίνει ένα μεγάλο ηθικό φορτίο… λέω να…
— Μου φαίνεται πως κι αυτό να μην ήταν, πάλι έκανα μεγάλη ανοησία που σας ανησύχησα πριν
στο καφενείο, —μουρμούρισε ο πρίγκιπας. —Εξάλλου εσείς.. Χαίρετε!
— Μα δεν μπορώ, καταλάβετέ το πως δεν μπορώ να σας αφήσω, νεαρέ μου φίλε!—ταράχτηκε ο
στρατηγός. —Είναι χή ρα, έχει οικογένεια και αναδίδει απ’ την καρδιά της τις χορδές εκείνες που
αντηχούν σ’ όλη μου την ύπαρξη. Η επίσκεψη στο σπίτι της… είναι πέντε λεπτά, είμαι δικός της
άνθρωπος… χωρίς ετικέτα… μπορεί κανείς να πει πως ζω εκεί πέρα, θα πλυθώ, θα συγυριστώ
λιγάκι—τα πλέον απαραίτητα, μ’ εννοείτε; —κι ύστε ρα θα πάρουμε τ’ αμάξι και θα τραβήξουμε
ολοταχώς για το Μπολσόι. Σας βεβαιώ πως σας έχω ανάγκη… σας θέλω μαζί μου όλο το βράδυ…
Να, σ’ αυτό το σπίτι είναι, φτάσαμε… Α, Κόλια, εδώ είσαι κιόλας; Είναι σπίτι η Μάρθα Μπορίσοβνα
ή μήπως τώρα έρχεσαι και συ;
— Ω, όχι, —απάντησε ο Κόλια που έπεσε πάνω τους στην εξώπορτα, —είμαι από ώρα εδώ πέρα,
έκανα παρέα του Ιππόλυτου, πάει χειρότερα, σήμερα το πρωί δεν μπόρεσε να σηκωθεί. Κατέβηκα
τώρα να πάρω μια τράπουλα απ’ το εμπορικάκι. Η Μάρθα Μπορίσοβνα σας περιμένει. Μονάχα,
πατερούλη, πωπω, τι χάλια είναι αυτά! —έκανε ο Κόλια κοιτάζοντας εξεταστικά το βάδισμα και την
ασταθή ισορροπία του στρατηγού —Ε, ας είναι, πάμε!
Η συνάντηση με τον Κόλια έκανε τον πρίγκιπα να συνοδέψει το στρατηγό και στης Μάρθας
Μπορίσοβνας, μονάχα για μια στιγμούλα όμως. Ο πρίγκιπας τον ήθελε τον Κόλια. Όσο για το
στρατηγό, αποφάσισε οπωσδήποτε να τον παρατήσει και δεν μπορούσε να συγχωρέσει τον εαυτό
του που νόμισε πως θα ‘ταν δυνατό να του φανεί χρήσιμος. Ανεβαίνανε πολλήν ώρα, ως το τέταρτο
πάτωμα, απ’ την πίσω σκάλα.
— Θέλετε να της γνωρίσετε τον πρίγκιπα; —ρώτησε ο Κόλια καθώς ανεβαίνανε.
— Ναι, φίλε μου, να κάνω συστάσεις —στρατηγός Ιβόλγκιν και πρίγκηψ Μίσκιν… μα… πώς είναι η
Μάρθα Μπορίσοβνα;
— Ξέρετε, πατερούλη, καλύτερα να μην πηγαίνατε! Θα σας πνίξει! Τρίτη μέρα τώρα δε φανήκατε κι
αυτή περιμένει χρήματα. Τι σας ήρθε και της υποσχεθήκατε χρήματα; Όλο τα ίδια κάνετε! Άντε
τώρα να τα ξεμπλέξετε μοναχός σας!

Στο τέταρτο πάτωμα σταμάτησαν μπροστά σε μια χαμηλή πόρτα. Ο στρατηγός ήταν φανερό πως
δείλιαζε κι έσπρωχνε μπροστά τον πρίγκιπα.
— Εγώ θα μείνω εδώ, —τραύλιζε,—θέλω να της κάνω έκπληξη…
Ο Κόλια μπήκε πρώτος. Μια κυρία με πολλές πούδρες και κοκκινάδια στο πρόσωπο, με παντόφλες,
με μια καμιζόλα και με μαλλιά πλεγμένα κοτσιδάκια, καμιά σαρανταριά χρονώ, πρόβαλε απ’ την
πόρτα και η έκπληξη του στρατηγού πήγε ξάφνου περίπατο. Μόλις τον είδε η κυρία έβαλε αμέσως
τις φωνές:
— Νάτος, ο τιποτένιος, ο φαρμακερός, καλά το προαισθάν θηκε η καρδιά μου!
— Ας μπούμε, έτσι είναι, —τραύλιζε ο στρατηγός στο πρίγκιπα προσπαθώντας ακόμα να γελάσει
αθώα.
Κι όμως δεν ήταν έτσι. Μόλις πρόφτασαν και πέρασαν ένα μικρό και χαμηλό χολ και μπήκανε σε μια
στενή σάλα επιπλωμένη με πεντέξι πλεχτές καρέκλες και δυο τραπεζάκια χαρτοπαίγνιου, η
οικοδέσποινα συνέχισε αμέσως το υβρεολόγιο με μια κλαψιάρικη φωνή σα μάθημα που το ‘χε
μάθει απ’ έξω.
— Και δε ντρέπεσαι, δε ντρέπεσαι, βάρβαρε και τύραννε της οικογενείας μου. Βάρβαρε και τέρας!
Με λήστεψες, τίποτα δε μ’ άφησες, μου απομύζησες κάθε ικμάδα και δεν είσαι ακόμα
ευχαριστημένος! Ως, πότε πια θα σ’ ανέχομαι, αδιάντροπε, άτιμε άνθρωπε!
— Μάρθα Μπορίσοβνα! Μάρθα Μπορίσοβνα! Από δω… ο πρίγκηψ Μίσκιν. Στρατηγός Ιβόλγκιν και
πρίγκηψ Μίσκιν, — τραύλιζε ταραγμένος και χαμένος ο στρατηγός.
— Το πιστεύετε τάχα, —γύρισε ξάφνου η λοχαγίνα στον πρίγκιπα, —το πιστεύετε τάχα πως αυτός ο
αδιάντροπος άνθρωπος δε λυπήθηκε ούτε τα ορφανά μου! Όλα μου τα λήστεψε, όλα μου τα πήρε,
όλα τα πούλησε και τα ‘βαλε ενέχυρο, τίποτα δεν άφησε. Τι να τα κάνω τα γραμμάτιά σου, πονηρέ
κι ασυνείδητε άνθρωπε; Απάντησε, πανούργε, απάντησέ μου, άπληστη καρδιά: με τι θα ταΐσω τα
ορφανά μου; Να που έστρεψα την οργή του Κυρίου εναντίον μου, απεχθέστατε, αναξιοπρεπέστατε
πανούργε, απάντησε!
Ο στρατηγός όμως πάσκιζε να ξεφύγει τον κεραυνό.
— Μάρθα Μπορίσοβνα, εικοσπέντε ρούβλια… όλα όσα μπο ρώ με τη βοήθεια ενός ευγενεστάτου
φίλου! Πρίγκηψ, έκανα ένα φρικτό λάθος! Έτσι είναι… η ζωή… Τώρα όμως, να με συγχωρείτε, είμαι
πολύ κουρασμένος, —συνέχιζε ο στρατηγός καθώς στεκόταν καταμεσής στο δωμάτιο κι έκανε
υποκλίσεις προς όλα τα σημεία∙ —κουράστηκα, να με συγχωρείτε! Λένοτσκα, ένα μαξιλάρι… καλή
μου!
Η Λένοτσκα, ένα κοριτσάκι οχτώ χρονώ, έτρεξε αμέσως, έφερε ένα μαξιλάρι και το ‘βαλε στο
μουσαμαδένιο, σκληρό και σκισμένο ντιβάνι. Ο στρατηγός έκατσε στο ντιβάνι έχοντας την πρόθεση
να πει πολλά ακόμα∙ μόλις έκατσε όμως, έγειρε αμέσως στο πλευρό, γύρισε κατά τον τοίχο και
κοιμήθηκε τον ύπνο του δικαίου. Η Μάρθα Μπορίσοβνα έδειξε με πολύ ύφος και θλίψη στον
πρίγκιπα μια καρέκλα δίπλα στο τραπέζι του χαρτοπαίγνιου, έκατσε κι η ίδια απέναντι, στήριξε το
δεξί της μάγουλο στην παλάμη κι άρχισε ν’ αναστενάζει σιωπηλά, κοιτάζοντας τον πρίγκιπα. Τρία
μικρά παιδιά, δυο κοριτσάκια κι ένα αγοράκι, που το μεγαλύτερό τους ήταν η Λένοτσκα, ήρθαν
κοντά τους, έβαλαν και τα τρία τα χέρια τους στο τραπέζι κι άρχισαν κι αυτά να περιεργάζονται
επίμονα τον πρίγκιπα. Ο Κόλια πρόβαλε απ’ τ’ άλλο δωμάτιο.

— Είμαι πολύ χαρούμενος που σας συνάντησα δω πέρα, Κόλια, —γύρισε και του είπε ο πρίγκιπας.
—Μήπως θα μπορού σατε να με βοηθήσετε; Πρέπει το δίχως άλλο να πάω στη Να στάσια
Φιλίπποβνα. Είχα παρακαλέσει τον Αρνταλιόν Αλε ξάντροβιτς, αυτόν όμως να, τον πήρε ο ύπνος.
Συνοδέψτε με, γιατί δεν ξέρω ούτε τους δρόμους, ούτε πώς πάει κανείς εκεί. Έχω τη διεύθυνση
δίπλα στο Μπολσόι, στο σπίτι της Μιτόβτσοβα.
— Η Ναστάσια Φιλίπποβνα; Μα αυτή ποτέ της δεν έμενε δίπλα στο Μπολσόι, κι ο πατέρας δεν πήγε
ποτέ στο σπίτι της, αν θέλετε να ξέρετε∙ περίεργο μου φαίνεται που περιμένατε κάτι της προκοπής
απ’ αυτόν. Η Ναστάσια Φιλίπποβνα μένει κοντά στην οδό Βλαντιμήρσκαγια, στις Πέντε Γωνιές, είναι
πολύ πιο κοντά από δω. Τώρα θέλετε να πάτε; Είναι εννιάμιση. Πολύ ευχαρίστως, θα σας πάω.
Ο πρίγκιπας κι ο Κόλια βγήκαν αμέσως. Αλίμονο! Ο πρίγκιπας δεν είχε λεφτά να πάρει αμάξι∙
έπρεπε να πάνε με τα πόδια.
— Ήμουν έτοιμος να σας γνωρίσω με τον Ιππόλυτο, —είπε ο Κόλια, —είναι ο μεγαλύτερος γιος
αυτής της λοχαγίνας με την καμιζόλα κι ήταν στο άλλο δωμάτιο∙ είναι άρρωστος κι όλη μέρα σήμερα
έμεινε κρεβατωμένος. Είναι όμως τόσο παράξενος. Θίγεται με το παραμικρό και μου φάνηκε πως θ’
αρχίσει να σας ντρέπεται γιατί ήρθατε σε μια τέτοια στιγμή… Εγώ, όσο να ‘ναι, δεν ντρέπομαι και
τόσο όσο αυτός, γιατί εμένα είναι πατέρας μου, ενώ εκείνου είναι μάνα του, όπως και να το πάρεις
υπάρχει μια διαφορά, γιατί το αντρικό γένος δεν παθαίνει ατίμωση σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Εδώ
που τα λέμε, μπορεί να ‘ναι και πρόληψη τα σχετικά με την ανωτερότητα του αντρικού φύλου στις
τέτοιες περιπτώσεις. Ο Ιππόλυτος είναι υπέροχο παιδί, είναι όμως σκλάβος ορισμένων προλήψεων.
— Λέτε πως είναι φυματικός;
— Ναι, έτσι φαίνεται, καλύτερα να πέθαινε μιαν ώρα αρχύτερα. Εγώ στη θέση του, το δίχως άλλο
θα ‘θελα να πεθάνω. Λυπάται τ’ αδέρφια του —κείνα τα μικρά που είδατε. Αν ήταν δυνατό, αν
είχαμε χρήματα, θα νοικιάζαμε μαζί ένα ξεχωριστό σπίτι και θ’ απαρνιόμασταν τις οικογένειές μας.
Αυτό είναι τ’ όνειρό μας. Και ξέρετε κάτι; Όταν πριν από λίγο του διηγήθηκα για το περιστατικό που
σας έτυχε, θύμωσε τρομερά και λέει πως όποιος δεχτεί χαστούκι και δεν τον καλέσει τον άλλον σε
μονομαχία, είναι πρόστυχος. Για να λέμε την αλήθεια, είναι τρομερά εκνευρισμένος, δεν έκατσα να
του φέρω αντιρρήσεις. Ώστε λοιπόν, η Ναστάσια Φιλίπποβνα σας κάλεσε αμέσως στη γιορτή της, ε;
— Αυτό είναι ίσα‐ίσα, που δε με κάλεσε.
— Πώς πάτε λοιπόν; —ξεφώνισε ο Κόλια και σταμάτησε μάλιστα μες στη μέση στο πεζοδρόμιο. —
Και… και μ’ αυτά τα ρούχα… όταν έχουν εσπερίδα και θα ‘ναι όλοι καλεσμένοι;
— Μα το Θεό, αλήθεια, δεν ξέρω πώς θα μπω. Αν με δεχτούν έχει καλώς, αν όχι, θα γράψω μιαν
αποτυχία. Όσο για τα ρούχα, τι να γίνει!
— Κι έχετε, είπατε, δουλειά; Ή, πάτε απλώς pour passer le temps με «αριστοκρατική συντροφιά;»
— Όχι, για να λέμε την αλήθεια… δηλαδή έχω μια δουλειά… μου είναι δύσκολο να το εκφράσω μα…
— Ε, ας είναι, δε θέλω να μάθω ποια ακριβώς είναι η δουλειά σας —κάντε όπως νομίζετε, αυτό που
έχει για μένα σημασία είναι που δεν πάτε απλώς να τους κολλήσετε κει πέρα για να περάσετε ένα
βράδυ με γοητευτική συντροφιά τις καμέλιες, τους στρατηγούς και τους τοκογλύφους. Αν ήταν έτσι,
να με συγχωρείτε, πρίγκηψ, θα σας κορόιδευα και θ’ άρχιζα να σας περιφρονώ. Εδώ οι τίμιοι
άνθρωποι είναι τρομερά ελάχιστοι, δεν υπάρχει κανένας, μπορώ να πω, που να μπορείς να του ‘χεις
εκτίμηση. Θες δε θες τους κοιτάζεις όλους αφ’ υψηλού, αυτοί, όμως, απαιτούν σεβασμό∙ η Βάρια

πρώτη‐πρώτη. Και, το προσέξατε, πρίγκηψ, που στον αιώνα μας όλοι είναι τυχοδιώκτες! Κι ιδιαίτερα
εδώ σε μας, στη Ρωσία, στη φιλτάτη μας πατρίδα. Και πώς τακτοποιήθηκαν έτσι όλ’ αυτά —δεν το
καταλαβαίνω. Θα ‘λεγε κανείς πως ήταν όλα γερά κι ασάλευτα, και τώρα: Αυτό το λένε όλοι και το
γράφουν παντού. Τα καταγγέλλουν. Εδώ στην πατρίδα μας όλα τα κα ταγγέλλουν. Οι γονείς πρώτοι
κάνανε όπισθεν και ντρέπονται κι οι ίδιοι για την παλιά ηθική τους. Να, στη Μόσχα, ένας πατέρας
παρότρυνε το γιο του να μην υποχωρεί μ π ρ ο σ τ ά σ ε τ ί π ο τ α για να κερδίσει χρήματα∙ το
γράψανε οι εφημερί δες. Κοιτάξτε το δικό μου στρατηγό. Είδατε πού κατάντησε; Εδώ που τα λέμε
ξέρετε κάτι; Μου φαίνεται πως ο στρατηγός μου είναι τίμιος άνθρωπος, μα το Θεό, έτσι είναι! Όλ’
αυτά είναι μονάχα μικροαταξίες και κρασί. Μα το Θεό, έτσι είναι! Τόσο που τον λυπάμαι μάλιστα∙
μονάχα που φοβάμαι να το πω, γιατί όλοι γελάνε∙ όμως, μα το Θεό, τον λυπάμαι. Και τι έχουν
τούτοι οι έξυπνοι; Όλοι τους είναι τοκογλύφοι, όλοι ως τον τελευταίο! Ο Ιππόλυτος δικαιολογεί την
τοκογλυφία, λέει πως έτσι πρέπει να γίνεται, είναι η οικονομική κρίση, κάποιες πλημμυρίδες και
αμπώτιδες, ένας διάβολος ξέρει τι κάθεται και λέει. Πολύ στεναχωριέμαι που έχει αυτές τις ιδέες,
αυτός όμως είναι πικραμένος. Φανταστείτε, η μάνα του, η λοχαγίνα ντε, παίρνει λεφτά απ’ το
στρατηγό και του τα ξαναδανείζει του ίδιου με βραχυπρόθεσμα δάνεια. Είναι να κοκκινίζεις από
ντροπή! Και ξέρετε πως η μητερούλα μου, δηλαδή η μητερούλα, η Νίνα Αλεξάντροβνα, η
στρατηγίνα, βοηθάει τον Ιππόλυτο με χρήματα, ρούχα, εσώρουχα, και με καθετί, και μάλιστα
βοηθάει και τα μικρά μέσω του Ιππόλυτου, γιατί η μάνα τους δεν τα φροντίζει καθόλου. Το ίδιο κι η
Βάρια.
— Βλέπετε λοιπόν; Λέτε πως δεν υπάρχουν τίμιοι και δυνατοί άνθρωποι και πως όλοι είναι
τοκογλύφοι∙ να που υπάρχουν και δυνατοί άνθρωποι, η μητέρα σας κι η Βάρια. Μήπως το να
βοηθάει κανείς έναν άνθρωπο κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες δε δείχνει ηθική δύναμη;
— Η Βάρια το κάνει από εγωισμό, από επίδειξη, για να μη φανεί κατώτερη απ’ τη μητέρα. Ε, όσο για
τη μητερούλα, αυτή πραγματικά… Το σέβομαι. Ναι, αυτό που κάνει το σέβομαι και το δικαιολογώ.
Ακόμα κι ο Ιππόλυτος το νιώθει, παρ’ όλο που ‘ναι πολύ πικραμένος, μπορώ να πω. Στην αρχή
γέλαγε κι έλεγε πως αυτό που κάνει η μητερούλα είναι ανάξιο από μέρος της, τώρα όμως αρχίζει και
συναισθάνεται. Χμ! ώστε σεις το λέτε δύναμη αυτό; Θα το σημειώσω. Ο Γάνια δεν το ξέρει. Αν το
‘ξερε θα το ‘λεγε υπόθαλψη.
— Ώστε δεν το ξέρει ο Γάνια; Φαίνεται πως είναι πολλά πράματα ακόμα που δεν ξέρει ο Γάνια, —
του ξέφυγε του πρίγκιπα που ‘χε βυθιστεί σε σκέψεις.
— Ξέρετε κάτι, πρίγκηψ; Μ’ αρέσετε πολύ. Δε λέει να μου φύγει απ’ το μυαλό εκείνο το περιστατικό
στο σαλόνι.
— Μα και σεις πολύ μ’ αρέσετε, Κόλια.
— Ακούστε, πώς σκοπεύετε να ζήσετε δω πέρα; Εγώ όπου να ‘ναι θα βρω καμιά δουλειά και κάτι θα
βγάζω. Ελάτε να μείνουμε μαζί οι τρεις μας, εγώ, εσείς κι ο Ιππόλυτος∙ θα νοικιάσουμε σπίτι∙ και το
στρατηγό θα τον δεχόμαστε σαν επισκέπτη.
— Πολυ‐πολύ ευχαρίστως. Αν και, εδώ που τα λέμε, θα δούμε. Τώρα είμαι πολύ… πολύ
στεναχωρημένος. Πώς; Φτά σαμε κιόλας; Σ’ αυτό το σπίτι… Τι υπέροχη είσοδος! Και θυρω ρός με
λιβρέα. Λοιπόν, Κόλια, δεν ξέρω τι θα βγει απ’ όλα αυτά!
Ο πρίγκιπας στεκόταν σα χαμένος.
— Αύριο θα μου τα πείτε! Μη δειλιάζετε και πολύ. Ο Θεός να σας τα φέρει δεξιά γιατί εγώ
συμφωνώ σε όλα με τις απόψεις σας. Χαίρετε. Πάω πίσω και θα τα διηγηθώ στον Ιππόλυτο. Όσο για

να μη σας δεχτούν, δεν υπάρχει φόβος, να ‘στε σίγουρος! Η Ναστάσια Φιλίπποβνα είναι τρομερά
παράξενη. Απ’ αυτή τη σκάλα, στο πρώτο πάτωμα —ο θυρωρός θα σας δείξει.

XIII
Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ήταν πολύ ανήσυχος καθώς ανέβαινε, κι έβαζε τα δυνατά του να πάρει κουράγιο: «Το
πολύ‐πολύ, σκεφτόταν, να μη με δεχτούν και να βάλουν τίποτα κακό για μένα με το νου τους ή
μπορεί και να με δεχτούν, μα ν’ αρχίσουν να με κοροϊδεύουν κατάμουτρα… Ε, και τι πειράζει!» Και
πραγματικά, αυτό δεν τον τρόμαζε ούτε τόσο δα∙ στην ερώτηση όμως: «Τι θα κάνει λοιπόν εκεί και
γιατί πηγαίνει;» —σ’ αυτή την ερώτηση του ήταν αδύνατο να βρει μια καθησυχαστική απάντηση. Κι
αν ακόμα υποθέσουμε πως θα μπορούσε να βρει μιαν ευκαιρία να πει στη Ναστάσια Φιλίπποβνα:
«Μην παντρεύεστε αυτόν τον άνθρωπο και μην καταστρέφετε τον εαυτό σας, δε σας αγαπάει,
αγαπάει μονάχα τα λεφτά σας, μου το ‘λεγε μόνος του αυτό και μου το ‘λεγε κι η Αγλαΐα Επάντσινα
και γω ήρθα να σας το κάνω γνωστό», είναι ζήτημα αν κάτι τέτοιο θα ‘ταν σωστό απ’ όλες τις
απόψεις. Υπήρχε κι άλλο ένα άλυτο πρόβλημα και τόσο σημαντικό που ο πρίγκιπας φοβόταν και να
το σκεφτεί ακόμα, δεν τολμούσε καν να παραδεχτεί πως υπήρχε αυτό το πρόβλημα, δεν ήξερε πώς
να το διατυπώσει, κοκκίνιζε κι έτρεμε μονάχα που το σκεφτόταν. Τ’ αποτέλεσμα ωστόσο ήταν πως,
παρ’ όλες αυτές τις αγωνίες και τις αμφιβολίες, μπήκε μέσα και ζήτησε τη Ναστάσια Φιλίπποβνα.
Η Ναστάσια Φιλίπποβνα έμενε σ’ ένα μοναχικό διαμέρισμα που δεν ήταν και τόσο μεγάλο, ήταν
όμως πραγματικά υπέροχο. Σ’ αυτά τα πέντε χρόνια της ζωής της στην Πετρούπολη, ένα διάστημα,
στις αρχές, που ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς σκορπούσε τα λεφτά αφειδώλευτα για χάρη της, τότε,
υπολόγιζε ακόμα στην αγάπη της και νόμιζε πως θα μπορούσε να την κερδίσει, κυρίως με στις
ανέσεις και την πολυτέλεια, ξέροντας πόσο εύκολα συνηθίζει κανείς στην πολυτέλεια και πόσο
δύσκολο είναι αργότερα να τη στερηθεί, όταν η πολυτέλεια γίνει λίγο‐λίγο κάτι το απαραίτητο. Στην
περίπτωση αυτή ο Τότσκη έμεινε πιστός στις παλιές καλές παραδόσεις και δεν άλλαξε τίποτα σ’
αυτές, εκτιμώντας απεριόριστα την ακατανίκητη δύναμη της επίδρασης των υλικών αγαθών. Η
Ναστάσια Φιλίπποβνα δεν αρνιόταν την πολυτέλεια, της άρεσε πολύ μάλιστα, όμως —κι αυτό
φαινόταν εξαιρετικά παράξενο — δεν υποτασσόταν με κανέναν τρόπο σ’ αυτήν, λες και πάντοτε θα
μπορούσε να κάνει και χωρίς αυτήν, προσπαθούσε μάλιστα να το λέει αυτό αρκετές φορές, κι αυτό
έκανε δυσάρεστη εντύπωση στον Τότσκη. Εξάλλου, ήταν πολλά που έλεγε ή έκανε η Ναστάσια
Φιλίπποβνα και που κάνανε δυσάρεστη εντύπωση στον Αθανάσιο Ιβάνοβιτς (τελευταία μάλιστα
έφτασε να την περιφρονεί γι’ αυτά). Ακόμα κι αν αφήσουμε κατά μέρος κείνο το είδος των ελάχιστα
κομψών ανθρώπων που της άρεσε να κάνει παρέα (πράγμα που σημαίνει πως είχε αυτή την τάση)
μπορούσε να παρατηρήσει κανείς και μερικές άλλες ολότελα παράξενες κλίσεις της: ανακάτευε
κατά κάποιον βάρβαρο τρόπο δυο διαφορετικά γούστα κι είχε την ικανότητα ν’ αρκείται και να
ικανοποιείται με τέτοια πράγματα και μέσα, που θα ‘λεγε κανείς πως ένας καθωσπρέπει, ένας
καλλιεργημένος άνθρωπος δε θα ‘ταν δυνατό να ανεχτεί ούτε καν την ύπαρξή τους. Πραγματικά, αν
λόγου χάρη —για να φέρουμε ένα παράδειγμα —αν η Ναστάσια Φιλίπποβνα έδειχνε ξαφνικά καμιά
χαριτωμένη και κομψή άγνοια, αν νόμιζε δηλαδή πως οι χωριάτισσες φοράνε μπατιστένια
εσώρουχα, όπως φοράει αυτή, ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς θα ‘μενε κατά τα φαινόμενα εξαιρετικά
ευχαριστημένος. Αυτά τ’ αποτελέσματα προσπάθησε να φέρει από μιας αρχής όλη η
διαπαιδαγώγηση της Ναστάσιας Φιλίπποβνας σύμφωνα με το πρόγραμμα του Τότσκη, που σε κάτι
τέτοια είχε εξαιρετική πείρα∙ όμως αλίμονο! τ’ αποτελέσματα αποδείχτηκαν παράξενα. Παρ’ όλ’
αυτά, πάλι υπήρχε κι έμενε ένα κάτι στη Ναστάσια Φιλίπποβνα, κάτι που, με την ασυνήθιστη κι
ελκυστική πρωτοτυπία του, άφηνε κατάπληκτο ακόμα και τον ίδιο τον Αθανάσιο Ιβάνοβιτς, κάτι
που, με την ξέχωρη δύναμή του, τον γοήτευε καμιά φορά ακόμα και τώρα, όταν πια είχαν
γκρεμιστεί όλοι οι προηγούμενοι υπολογισμοί του αναφορικά με τη Ναστάσια Φιλίπποβνα.
Τον πρίγκιπα τον υποδέχτηκε μια κοπέλα (το υπηρετικό προσωπικό της Ναστάσιας Φιλίπποβνας
ήταν πάντα γυναίκες) και προς μεγάλη του έκπληξη, άκουσε την παράκλησή του να τον αναγγείλει
χωρίς να της παραξενοφανεί καθόλου. Ούτε τα λασπωμένα του παπούτσια, ούτε το καπέλο του με
το φαρδύ μπορ, ούτε ο μανδύας που δεν είχε μανίκια, ούτε το σαστισμένο του ύφος δεν την κάνανε
να διστάσει στιγμή∙ έβγαλε από πάνω του το μανδύα, τον παρακάλεσε να περιμένει στο χολ και

πήγε αμέσως να τον αναγγείλει.
Τη συντροφιά που μαζεύτηκε στο σπίτι της Ναστάσιας Φιλίπποβνας την αποτελούσαν οι πιο
συνηθισμένοι και παντοτινοί επισκέπτες της. Οι επισκέπτες μάλιστα ήταν λίγοι συγκριτικά με
κείνους που έρχονταν στα γενέθλιά της άλλες χρονιές. Ήταν παρόντες — απ’ τους πρώτους και τους
πιο σημαντικούς — ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς Τότσκη κι ο Ιβάν Φιοντόροβιτς Επάντσιν. Κι οι δυο τους
ήταν ευγενικοί κι οι δυο τους όμως είχαν κάποια κρυφή ανησυχία και δεν τα καταφέρνανε να
κρύψουν την ανυπομονησία τους ν’ ακούσουν επιτέλους την απάντηση που ‘χε υποσχεθεί, η
Ναστάσια Φιλίπποβνα στο Γάνια. Εκτός απ’ αυτούς, εννοείται, ήταν κι ο Γάνια κι αυτός επίσης πολύ
σκυθρωπός, πολύ συλλογισμένος και μάλιστα σχεδόν εντελώς «αγενής» την περισσότερη ώρα
στεκόταν παράμερα και σώπαινε. Τη Βάρια δεν τόλμησε να τη φέρει∙ η Ναστάσια Φιλίπποβνα όμως
ούτε μια φορά δεν έκανε λόγο γι’ αυτήν απεναντίας, μόλις χαιρέτησε το Γάνια, του θύμισε τη σκηνή
που ‘χε με τον πρίγκιπα. Ο στρατηγός, που δεν είχε ακούσει τίποτα για όλ’ αυτά ακόμα, έδειξε
ενδιαφέρον. Τότε ο Γάνια τα διηγήθηκε όλα, ξερά, συγκρατημένα, με απόλυτη ειλικρίνεια όμως,
προσθέτοντας πως είχε πάει κιόλας στον πρίγκιπα και του ‘χε ζητήσει συγνώμη. Μ’ αυτή την
ευκαιρία εξέφρασε με θέρμη τη γνώμη του λέγοντας πως απορούσε πολύ που ένας Θεός ξέρει γιατί
τον είχαν πει «ηλίθιο» τον πρίγκιπα∙ είπε πως αυτός νομίζει το εντελώς αντίθετο και είναι απόλυτα
σίγουρος πως «ο άνθρωπος αυτός τα ‘χει τα μυαλά του τετρακόσα». Η Ναστάσια Φιλίπποβνα
άκουσε αυτό το σχόλιο με μεγάλη προσοχή και παρακολουθούσε με περιέργεια το Γάνια∙ η
συζήτηση όμως γύρισε αμέσως στο Ραγκόζιν, που είχε πάρει τόσο σημαντικό μέρος στην πρωινή
ιστορία, και που γι’ αυτόν ενδιαφέρθηκαν με εξαιρετική επίσης περιέργεια ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς κι
ο Ιβάν Φιοντόροβιτς. Αποδείχτηκε πως ο Πτίτσιν μπορούσε να τους δώσει ιδιαίτερες πληροφορίες
για το Ραγκόζιν — γιατί ο Πτίτσιν έτρεχε μαζί του για υποθέσεις του σχεδόν ως τις εννιά το βράδυ. Ο
Ραγκόζιν επέμενε να του βρούνε το δίχως άλλο, σήμερα κιόλας, εκατό χιλιάδες. «Η αλήθεια είναι
πως ήταν μεθυσμένος, — έκανε την παρατήρηση ο Πτίτσιν, τις εκατό χιλιάδες όμως όσο δύσκολο κι
αν είναι, φαίνεται πως θα του τις βρούνε, δεν ξέρω μονάχα αν θα γίνει σήμερα κι αν θα τις έχει
όλες. Είναι όμως πολλοί που βάζουν τα δυνατά τους: Ο Κίντερ, ο Τρεπάλοβ, ο Μπίσκουπ∙ δίνει ό,τι
τόκο του ζητήσουν, όλ’ αυτά φυσικά γιατί είναι μεθυσμένος και δεν του πέρασε ακόμα ο πρώτος
ενθουσιασμός», είπε τελειώνοντας ο Πτίτσιν. Όλες αυτές τις πληροφορίες τις άκουσαν μ’
ενδιαφέρον αρκετά σκυθρωπό είν’ αλήθεια∙ η Ναστάσια Φιλίπποβνα σώπαινε κι ήταν φανερό πως
δεν ήθελε να πει τη γνώμη της. Το ίδιο κι ο Γάνια. Ο στρατηγός Επάντσιν ανησυχούσε μέσα του
περισσότερο σχεδόν απ’ όλους: Τα μαργαριτάρια που ‘χε χαρίσει το ίδιο πρωινό, είχαν γίνει δεκτά
με μιαν υπερβολικά ψυχρή ευγένεια και μάλιστα με μια κάποια παράξενη ειρωνεία. Μονάχα ο
Φερντιστσένκο, απ’ όλους τους καλεσμένους, ήταν πολύ κεφάτος και γιορταστικός και γέλαγε
δυνατά, αρκετές φορές άγνωστο γιατί —μόνο και μόνο επειδή είχε αναλάβει μόνος του το ρόλο του
γελωτοποιού. Ακόμα κι ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς που ‘χε φήμη λεπτού και κομψού αφηγητή, και
παλιότερα κάτι τέτοιες βραδιές αυτός ήταν που κυριαρχούσε στη συζήτηση, ήταν φανερά άκεφος,
αρκετά σαστισμένος μάλιστα, πράγμα που δεν του συνέβαινε ποτέ. Οι άλλοι επισκέπτες, που δεν
ήταν και πολλοί (ένας γέρος δάσκαλος, ένας Θεός ξέρει γιατί προσκαλεσμένος, κάποιος άγνωστος
και πολύ νεαρός που δείλιαζε τρομερά κι όλη την ώρα σώπαινε, μια ζωηρή κυρία, κάπου σαράντα
χρονώ, απ’ τις θεατρίνες, και μια άλλη νεαρή κυρία πάρα πολύ ωραία, εξαιρετικά όμορφα και
πλούσια ντυμένη κι ασυνήθιστα σιωπηλή), όχι μονάχα δεν μπορούσαν να δώσουν ζωή στη
συζήτηση μα ήταν φορές που δεν ξέρανε καθόλου τι να πουν.
Έτσι λοιπόν, η εμφάνιση του πρίγκιπα τους ήρθε ως ένα σημείο κουτί. Η αναγγελία του προκάλεσε
κατάπληξη και αρκετά παράξενα χαμόγελα, ιδιαίτερα όταν απ’ το έκπληκτο ύφος της Ναστάσιας
Φιλίπποβνας μάθανε πως αυτή ούτε καν το ‘χε σκεφτεί να τον καλέσει. Όμως, μετά την έκπληξη, η
Ναστάσια Φιλίπποβνα έδειξε ξαφνικά τόση ευχαρίστηση που οι περισσότεροι ετοιμάστηκαν
αμέσως να υποδεχτούν τον απροσδόκητο επισκέπτη με γέλια και χαρές.
— Μπορεί να υποθέσει κανείς πως το ‘κανε από αφέλεια, — έβγαλε το συμπέρασμα ο Ιβάν

Φιοντόροβιτς Επάντσιν, — όπως και να ‘χει όμως, είναι αρκετά επικίνδυνο να ενθαρρύνουμε κάτι
τέτοιες τάσεις. Ωστόσο, τούτη τη στιγμή, νομίζω αλήθεια πως δεν είναι κι άσκημο που του ‘ρθε η
ιδέα να μας κάνει την τιμή της επισκέψεώς του, έστω και μ’ αυτόν τον πρωτότυπο τρόπο: δεν
αποκλείεται να μας διασκεδάσει κιόλας, απ’ όσο τουλάχιστο μπορώ να κρίνω γι’ αυτόν.
— Πολλώ μάλλον που μας φορτώθηκε ο ίδιος! — έβαλε αμέσως το λογάκι του ο Φερντιστσένκο.
— Και τι μ’ αυτό; — ρώτησε ξερά ο στρατηγός που δεν τον χώνευε το Φερντιστσένκο.
— Ήθελα να πω πως θα την πληρώσει την είσοδο, εξήγησε αυτός.
— Ε, όπως και να ‘χει, ο πρίγκηψ Μίσκιν δεν είναι Φερντιστσένκο, δεν κρατήθηκε ο στρατηγός που
ως τα τώρα δεν μπορούσε να το πάρει απόφαση πως βρίσκεται μαζί με το Φερντιστσένκο στην ίδια
συντροφιά, σαν ίσος προς ίσο.
— Αχ, στρατηγέ, μην τον αποπαίρνετε έτσι τον Φερντιστσένκο,— απάντησε αυτός ψευτογελώντας
ειρωνικά. Έχω εξάλλου ιδιαίτερα δικαιώματα.
— Ποια είναι αυτά τα ιδιαίτερα δικαιώματά σας;
— Την περασμένη φορά είχα την τιμή να τα εξηγήσω λεπτομερώς στη συντροφιά. Θα τα επαναλάβω
άλλη μια φορά για την Εξοχότητά σας. Καταδεχτείτε να με προσέξετε, Εξοχότατε: όλοι είναι
πνευματώδεις, εγώ όμως δεν είμαι πνευματώδης. Για ανταμοιβή μου ζήτησα και πέτυχα την άδεια
να λέω την αλήθεια, καθότι είναι γνωστό ότι την αλήθεια τη λένε μονάχα εκείνοι που δεν είναι
πνευματώδεις. Επιπλέον, είμαι άνθρωπος σφόδρα μνησίκακος —κι αυτό επίσης έχει την αιτία του
στο ότι δεν είμαι πνευματώδης. Καταπίνω ταπεινά κάθε είδους προσβολή και σωπαίνω∙ σωπαίνω
όμως μονάχα ως την πρώτη αποτυχία εκείνου που με πρόσβαλε∙ με την πρώτη του δε αποτυχία,
θυμάμαι αμέσως κι αμέσως εκδικούμαι, κλωτσάω, όπως είπε για μένα ο Ιβάν Πετρόβιτς Πτίτσιν,
που φυσικά δεν κλοτσάει ποτέ του κανέναν. Ξέρετε το μύθο του Κρυλόβ, Εξοχότατε, «Το Λιοντάρι κι
ο Γάιδαρος»; Ε, λοιπόν, εμείς οι δυο είμαστε∙ για μας είναι γραμμένος ο μύθος.
— Σα να μου φαίνεται πως πάλι το παρακάνετε, —φούντωσε ο στρατηγός.
— Μα γιατί κάνετε έτσι, Εξοχότατε, αρπάχτηκε απ’ αυτό ο Φερντιστσένκο υπολογίζοντας πως θα
μπορούσε να ρίξει κι άλλο λάδι στη φωτιά. —Μην ανησυχείτε, Εξοχότατε, τη θέση μου την ξέρω. Αν
είπα πως εμείς οι δυο είμαστε το Λιοντάρι κι ο Γάιδαρος απ’ το μύθο του Κρυλόβ, είναι φυσικά
αυτονόητο πως το ρόλο του γαϊδάρου τον παίρνω απάνω μου ενώ η Εξοχότητά σας είναι το
Λιοντάρι, όπως το λέει κι ο μύθος του Κρυλόβ:
Το δυνατό Λιοντάρι, το φόβητρο του δάσους
Τη δύναμη του έχασε σαν γέρασε πολύ.
Και γω, Εξοχότατε είμαι γάιδαρος.
— Μ’ αυτό το τελευταίο συμφωνώ απολύτως, —του ξέφυγε απρόσεκτα του στρατηγού.
Όλ’ αυτά φυσικά ήταν προμελετημένες χοντροκοπιές, μα είχε γίνει πια συνήθειο να επιτρέπουνε
στο Φερντιστσένκο να παίζει το ρόλο του γελωτοποιού.
— Μα εμένα γι’ αυτό και μόνο δε με διώχνουν και μ’ αφήνουν να μπαίνω δω μέσα, φώναξε μια
φορά ο Φερντιστσένκο∙ —για να λέω κάτι τέτοια ίσα‐ίσα. Όχι, πέστε μου, είναι ποτέ δυνατό να

δεχτεί κανείς έναν άνθρωπο σαν και μένα; Το καταλαβαίνω δα πολύ καλά. Όχι, πέστε μου, είναι
ποτέ δυνατό να με βάλει κανείς να κάτσω εμένα, ένα Φερντιστσένκο κει χάμω —να κάτσω δίπλα σ’
ένα λεπτότατο τζέντλεμαν σαν τον Αθανάσιο Ιβάνοβιτς; Άθελά του μια μονάχα εξήγηση μπορεί να
δώσει κανείς: γι’ αυτό ίσα‐ίσα με βάζουν και κάθομαι — γιατί είναι αδύνατο έστω και να φανταστεί
κανείς κάτι τέτοιο.
Όμως, παρ’ όλο που η γλώσσα του Φερντιστσένκο ήταν χοντροκομμένη, ωστόσο ώρες‐ώρες ήταν
πολύ αιχμηρή και φαίνεται πως αυτό ίσα‐ίσα άρεσε στη Ναστάσια Φιλίπποβνα. Όσοι θέλανε το
δίχως άλλο να την επισκεφτούν, δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς παρά ν’ αποφασίσουν ν’
ανεχτούν το Φερντιστσένκο. Και κείνος μπορεί να ‘χε μαντέψει όλη την αλήθεια, υποθέτοντας πως
αν τον δέχονται ήταν γιατί ακριβώς η παρουσία του καταντούσε ανυπόφορη για τον Τότσκη. Ο
Γάνια, με τη σειρά του, είχε υποφέρει απ’ τον Φερντιστσένκο ατέλειωτα μαρτύρια κι απ’ αυτή την
άποψη ο Φερντιστσένκο τα ‘χε καταφέρει και στάθηκε πολύ χρήσιμος στη Ναστάσια Φιλίπποβνα.
— Όσο για τον πρίγκιπα, το πρώτο πράμα που θα τον βάλω να κάνει, είναι να μας τραγουδήσει μια
ρομάντζα της μόδας, — είπε τελειώνοντας ο Φερντιστσένκο και προσέχοντας τι θα πει η Ναστάσια
Φιλίπποβνα.
— Δεν το νομίζω, Φερντιστσένκο, και σας παρακαλώ να ‘στε σεμνότερος, — παρατήρησε ξερά
εκείνη.
— Α‐α! Αν τον παίρνετε υπό την ιδιαιτέραν προστασίαν σας, τότε πάω πάσο.
Μα η Ναστάσια Φιλίπποβνα σηκώθηκε χωρίς να του δώσει προσοχή και πήγε η ίδια να υποδεχτεί
τον πρίγκιπα.
— Λυπάμαι πολύ, —είπε καθώς εμφανίστηκε ξάφνου μπρο στά στον πρίγκιπα, — που μέσα στη
βιασύνη μου ξέχασα να σας καλέσω κι η χαρά μου είναι μεγάλη που μου δίνετε τώρα ο ίδιος την
ευκαιρία να σας ευχαριστήσω και να σας συγχαρώ για την πρωτοβουλία σας.
Λέγοντάς τα αυτά, κοίταζε εξεταστικά τον πρίγκιπα, προσπαθώντας να καταλάβει γιατί είχε έρθει.
Ο πρίγκιπας μπορεί και ν’ απαντούσε κάτι στα ευγενικά της λόγια μα είχε τόσο θαμπωθεί και τόση
ήταν η έκπληξή του που δεν μπορούσε να προφέρει λέξη. Η Ναστάσια Φιλίπποβνα το παρατήρησε
αυτό κι ευχαριστήθηκε. Κείνο το βράδυ φόραγε την καλύτερή της τουαλέτα χορού και προκαλούσε
ασυνήθιστη εντύπωση. Τον πήρε απ’ το χέρι και τον οδήγησε στο σαλόνι. Όταν φτάσανε πια στην
πόρτα, ο πρίγκιπας σταμάτησε ξαφνικά και με ασυνήθιστη ταραχή, βιαστικά της ψιθύρισε:
— Όλα σε σας είναι τέλεια… ακόμα και το ότι είστε αδύνατη και χλομή… ούτε θέλει κανείς να σας
φανταστεί διαφορετική… Ένιωσα μια τόσο μεγάλη επιθυμία να ‘ρθω να σας δω…εγώ… να με
συγχωρείτε…
— Μη ζητάτε συγνώμη. Γέλασε η Ναστάσια Φιλίπποβνα. Έτσι θα χαλάσετε όλη την παραδοξότητα
και την πρωτοτυπία. Ώστε είναι αλήθεια αυτό που λένε για σας πως είστε παράξενος άνθρωπος. Σα
να λέμε λοιπόν με θεωρείτε τέλεια ε;
— Ναι.
— Αν και ξέρετε να μαντεύετε, κάνατε ωστόσο λάθος. Σήμερα κιόλας θα σας το αποδείξω αυτό…
Η Ναστάσια Φιλίπποβνα σύστησε τον πρίγκιπα στους επισκέπτες που οι περισσότεροι τον ξέρανε

κιόλας. Ο Τότσκη βιάστηκε αμέσως να πει κάποια φιλοφρόνηση. Όλοι σάμπως να ζωηρέψανε
λιγάκι, άρχισαν να μιλάνε ταυτόχρονα και να γελάνε. Η Ναστάσια Φιλίπποβνα έβαλε τον πρίγκιπα
να καθίσει δίπλα της.
— Ωστόσο, γιατί σας κάνει τόση εντύπωση η εμφάνιση του πρίγκιπα; —φώναξε δυνατότερα απ’
όλους ο Φερντιστσένκο. —Το πράγμα είναι φανερό, μιλάει μονάχο του.
— Το πράγμα είναι υπερβολικά φανερό, υπερβολικά μιλάει μονάχο του — είπε ξάφνου ο Γάνια που
ως τα τότε σώπαινε. Παρατηρούσα σήμερα τον πρίγκιπα σχεδόν συνεχώς, απ’ τη στιγμή που κοίταξε
τη φωτογραφία της Ναστάσιας Φιλίπποβνας στο τραπέζι του Ιβάν Φιοντόροβιτς. Το θυμάμαι πολύ
καλά πως από τότε κιόλας σκέφτηκα κάτι που γι’ αυτό τώρα είμαι απολύτως σίγουρος και που μου
το ομολόγησε ο ίδιος ο πρίγκιπας.
Όλη αυτή τη φράση ο Γάνια την πρόφερε μ’ εξαιρετική σοβαρότητα, χωρίς την παραμικρή διάθεση
αστεϊσμού, κάπως σκυθρωπά μάλιστα, πράγμα που φάνηκε σε όλους τους αρκετά παράξενο.
— Δε σας ομολόγησα τίποτα, —απάντησε ο πρίγκιπας κοκκινίζοντας, απάντησα μονάχα στην
ερώτησή σας.
— Μπράβο, μπράβο! —φώναξε ο Φερντιστσένκο. Αν όχι τίποτ’ άλλο, αυτό είναι ειλικρινές, πονηρό
και ειλικρινές!
Όλοι γελάγανε δυνατά.
— Μα μη φωνάζετε λοιπόν, Φερντιστσένκο, —του είπε με μισή φωνή και με κάποια σιχασιά ο
Πτίτσιν.
— Πρίγκηψ, δεν περίμενα από σας τέτοια κατορθώματα, —πρόφερε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς. Ξέρετε
τάχα σε ποιον ταιριάζουν όλ’ αυτά; Και γω που σας θεωρούσα φιλόσοφο! Τα σιγανά ποτάμια να
φοβάσαι!
— Και κρίνοντας απ’ το ότι ο πρίγκηψ κοκκινίζει από ένα αθώο αστείο σαν αθώα νεαρά δεσποινίς,
βγάζω το συμπέρασμα πως αυτός, σαν ευγενέστατος νέος, τρέφει εν τη καρδία του τας πλέον
αξιεπαίνους προθέσεις, — ξάφνου και εντελώς αναπάντεχα πρόφερε ή μάλλον ψεύδισε ο
εβδομηντάρης γεροδάσκαλος που δεν του ‘χε μείνει δόντι και που ως τα τώρα καθόταν εντελώς
αμίλητος και κανείς δε φανταζόταν πως θα βγάλει κείνο το βράδυ μια κουβέντα απ’ το στόμα του.
Όλοι γελάσανε ακόμα περισσότερο∙ ο γεροντάκος, νομίζοντας, καθώς φαίνεται, πως γελάνε με την
εξυπνάδα του, άρχισε να γελάει κι αυτός ακόμα πιο πολύ κοιτάζοντας τους άλλους και τον έπιασε
ένας βήχας τόσο τρομερός ώστε η Ναστάσια Φιλίπποβνα που, για κάποιον άγνωστο λόγο,
αγαπούσε ιδιαίτερα όλους αυτούς τους παράξενους γεροντάκους τις γριούλες, ακόμα και τους
μισοπάλαβους άρχισε αμέσως να τον χαϊδεύει, να τον φιλάει κι είπε να του σερβίρουν κι άλλο τσάι.
Στην υπηρέτρια που μπήκε, είπε να της φέρει μια μαντίλια τυλίχτηκε στη μαντίλια κι είπε να ρίξουν
κι άλλα ξύλα στο τζάκι. Ρώτησε τι ώρα είναι κι η υπηρέτρια απάντησε πως είναι κιόλας δέκα και
μισή.
— Κύριοι, δε θα θέλατε να πιείτε λίγη σαμπάνια; — πρότεινε ξάφνου η Ναστάσια Φιλίπποβνα. —
Την έχω έτοιμη. Ίσως να ευθυμήσετε κάπως. Σας παρακαλώ, χωρίς τσιριμόνιες.
Η πρόταση να πιούνε και ιδιαίτερα μ’ αυτές τις αφελείς εκφράσεις, τους φάνηκε πολύ παράξενη απ’
τη μεριά της Ναστάσιας Φιλίπποβνας. Όλοι ξέρανε τη μεγάλη τυπικότητα στις προηγούμενες
γιορτές της. Γενικά η βραδιά γινόταν πιο εύθυμη, κατά τρόπο όμως αρκετά ασυνήθιστο. Για τη

σαμπάνια όμως δεν είπαν όχι, πρώτα‐πρώτα ο ίδιος ο στρατηγός, ύστερα η ζωηρή κυρία, ο
γεροντάκος, ο Φερντιστσένκο κι ύστερα όλοι οι άλλοι. Ο Τότσκη πήρε κι αυτός το ποτήρι του,
ελπίζοντας να μη μείνει έξω απ’ την καινούργια τροπή των πραγμάτων — θεωρώντας όσο ήταν
δυνατό, αυτή την τροπή κάτι σα χαριτωμένο αστείο. Μονάχα ο Γάνια δεν ήπιε γουλιά. Όσο για τη
Ναστάσια Φιλίπποβνα, που πήρε κι αυτή σαμπάνια και δήλωσε πως σήμερα θα πιει τρία ποτήρια,
ήταν δύσκολο να βγάλεις συμπέρασμα απ’ τα παράξενα φερσίματά της, που καμιά φορά ήταν πολύ
απότομα και γρήγορα, και που το υστερικό, παράλογο γέλιο της το διαδεχόταν ξαφνικά μια
σιωπηλή, μια σκυθρωπή, θα ‘λεγες, συλλογή. Ήταν μερικοί που υποπτεύονταν πως έχει πυρετό∙
άρχισαν επιτέλους να παρατηρούν πως κι αυτή η ίδια σάμπως κάτι να περίμενε, πως κοιτάει συχνά
το ρολόι, πως γίνεται ανυπόμονη, αφηρημένη.
— Σα να ‘χετε λίγο πυρετό, ή όχι; —ρώτησε η ζωηρή κυρία.
— Πολύ μάλιστα, όχι λίγο, γι’ αυτό τυλίχτηκα στη μαντίλια, απάντησε η Ναστάσια Φιλίπποβνα που
πραγματικά είχε γίνει πιο χλομή κι ώρες‐ώρες θα ‘λεγε κανείς πως προσπαθούσε να υπερνικήσει
μέσα της ένα δυνατό ρίγος.
Όλοι ταράχτηκαν κι ανησυχήσανε.
— Μήπως θα ‘ταν καλύτερο ν’ αφήναμε την οικοδέσποινα ν’ αναπαυθεί; — είπε ο Τότσκη
κοιτάζοντας τον Ιβάν Φιοντόροβιτς.
— Κάθε άλλο, κύριοι! Απεναντίας, σας παρακαλώ να μείνετε. Η παρουσία σας μου είναι ιδιαίτερα
απαραίτητη απόψε, — δήλωσε ξάφνου επίμονα κι έντονα η Ναστάσια Φιλίπποβνα. Κι επειδή όλοι
σχεδόν οι επισκέπτες το ‘χανε μάθει κιόλας πως κείνο το βράδυ είχε οριστεί για μια πολύ σοβαρή
απόφαση, τα λόγια κείνα τους φάνηκαν βαρυσήμαντα. Ο στρατηγός κι ο Τότσκη κοιτάχτηκαν άλλη
μια φορά, ο Γάνια έκανε μια σπασμωδική κίνηση.
— Καλό θα ‘ταν να παίζαμε κανένα πετί‐ζε, — είπε η ζωηρή κυρία.
— Ξέρω ένα υπεροχότατο και καινούργιο πετί‐ζε, — βιάστηκε να πει ο Φερντιστσένκο. Αν όχι τίποτ’
άλλο, έχει το προσόν ότι μια φορά μονάχα επιχείρησαν να το παίξουν σ’ όλο τον κόσμο και πάλι δεν
τα καταφέρανε.
— Τι είν’ αυτό; — ρώτησε η ζωηρή κυρία.
— Κάποτε μαζευτήκαμε μια παρέα ε,… και τα κοπανίσαμε λιγάκι, είναι αλήθεια, όπου ξάφνου
βρέθηκε κάποιος που έκανε την πρόταση ο καθένας μας, χωρίς να σηκωθεί απ’ το τραπέζι, να
διηγηθεί κάτι για τον εαυτό του, μα να ‘ναι ένα κάτι που αυτός ο ίδιος να το ‘χει στη συνείδησή του
για την πιο κακή απ’ τις κακές του πράξεις — όσες έκανε στη ζωή του, με τη συμφωνία όμως να ‘ναι
ειλικρινής∙ το κυριότερο να μιλήσει με ειλικρίνεια, μα να μην πει ψέματα υπερβάλλοντας!
— Παράξενη ιδέα, —είπε ο στρατηγός.
— Όσο πιο παράξενη, τόσο το καλύτερο, Εξοχότατε.
— Γελοία ιδέα, — είπε ο Τότσκη, αν και δω που τα λέμε την καταλαβαίνω. Είναι ένα είδος
κομπασμός.
— Μπορεί αυτό ίσα‐ίσα να επιδιώκεται, Αθανάσιε Ιβάνοβιτς.

— Μα μ’ αυτό το πετί‐ζε θα μας πάρουν τα κλάματα, δεν πρόκειται να γελάσει κανένας,—
παρατήρησε η ζωηρή κυρία.
— Είναι κάτι εντελώς αδύνατο και παράλογο, έκανε ο Πτίτσιν.
— Και πέτυχε; —ρώτησε η Ναστάσια Φιλίπποβνα.
— Αυτό λέω ίσα‐ίσα. Δεν πέτυχε. Η γενική εντύπωση που άφησε ήταν άσκημη. Εδώ που τα λέμε,
κάτι διηγήθηκε ο καθένας, πολλοί είπαν την αλήθεια και, φανταστείτε, ήταν και μερικοί που τα
λέγανε μ’ ευχαρίστηση μπορώ να πω, ύστερα όμως όλοι ντραπήκανε, δεν τ’ αντέξανε. Γενικά
ωστόσο ήταν διασκεδαστικό το πράμα, στο είδος του φυσικά.
— Μα την αλήθεια λοιπόν, καλό θα ‘ταν να το παίζαμε!— παρατήρησε η Ναστάσια Φιλίπποβνα
ζωηρεύοντας ξαφνικά. — Γιατί να μη δοκιμάσουμε, κύριοι! Πραγματικά, σα να μην έχουμε κέφι
απόψε. Αν συμφωνείτε, ο καθένας από μας να διηγηθεί κάτι… αυτού του είδους… εννοείται, αν
συμφωνούν όλοι, εδώ δε χωράει καταναγκασμός, ε, τι λέτε; Ίσως εμείς να τ’ αντέξουμε, ε; Αν όχι
τίποτ’ άλλο, είναι τρομερά πρωτότυπο…
— Μεγαλοφυής ιδέα! —βιάστηκε να πει ο Φερντιστσένκο. Εδώ που τα λέμε, οι κυρίες εξαιρούνται,
αρχίζουν οι άντρες∙ το πράμα κανονίζεται με κλήρο όπως και τότε! Το δίχως άλλο, το δίχως άλλο:
Όποιος δυσκολεύεται πολύ και δε θέλει, εκείνος, εννοείται, δε θα διηγηθεί, μα θα πρέπει να ‘ναι
ιδιαίτερα αγενής για ν’ αρνηθεί! Δώστε μου τους κλήρους σας, κύριοι, εδώ, σε μένα, στο καπέλο
μου, θα τους τραβήξει ο πρίγκηψ. Το πρόβλημα είναι απλούστατο, πρόκειται να διηγηθείτε την πιο
κακή πράξη της ζωής σας —αυτό είναι τρομερά εύκολο κύριοι! Θα δείτε, θα δείτε! Κι αν είναι
κανένας που θα ξεχάσει κάτι, αναλαμβάνω να του το θυμίσω αμέσως!
Η ιδέα ήταν εξαιρετικά παράξενη και δεν άρεσε σχεδόν σε κανέναν. Άλλοι σμίξανε τα φρύδια τους,
άλλοι χαμογελούσαν πονηρά. Μερικοί φέρανε αντιρρήσεις, δεν επιμέναν όμως και πολύ, λόγου
χάρη ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, μη θέλοντας να πάει κόντρα στη Ναστάσια Φιλίπποβνα κι έχοντας
παρατηρήσει πόσο τη γοητεύει αυτή η παράξενη σκέψη, ίσως για το λόγο ακριβώς πως ήταν
παράξενη και σχεδόν ανεφάρμοστη. Η Ναστάσια Φιλίπποβνα ήταν πάντοτε ασυγκράτητη,
δεσποτική στις επιθυμίες της, φτάνει μονάχα να τ’ αποφάσιζε να τις φανερώσει έστω κι αν αυτές οι
επιθυμίες ήταν οι πιο ιδιότροπες, κι ακόμα και γι’ αυτήν την ίδια οι πιο άχρηστες. Και τώρα πάλι, λες
και την είχε πιάσει υστερία, γελούσε αναριγώντας σαν να βρισκόταν σε κρίση, ιδιαίτερα όταν
άκουσε τις αντιρρήσεις του καταταραγμένου Τότσκη. Τα σκούρα της μάτια πέταγαν σπίθες, στα
χλομά της μάγουλα φάνηκαν δυο κόκκινοι λεκέδες. Το παραπονιάρικο και σιχασιάρικο ύφος
ορισμένων καλεσμένων, υποδαύλιζε ίσως ακόμα περισσότερο την κοροϊδευτική της διάθεση∙ ίσως
αυτό που της άρεσε να ‘ταν ακριβώς η κυνικότητα κι η σκληρότητα της ιδέας. Μερικοί μάλιστα ήταν
σίγουροι πως η Ναστάσια Φιλίπποβνα έχει κάτι ιδιαίτερο κατά νου. Εδώ που τα λέμε, αρχίσανε να
συμφωνούν: όπως και να ‘χε το πράμα, ήταν περίεργο και γι’ αρκετούς ελκυστικό. Ο Φερντιστσένκο
το ‘χε πάρει πιο ζεστά απ’ όλους.
— Κι αν είναι κάτι που δεν μπορεί κανείς να το διηγηθεί… μπροστά στις κυρίες; — παρατήρησε
δειλά ο σιωπηλός νέος.
— Να μην το διηγηθείτε∙ λες κι είναι λίγες οι κακές πράξεις, εκτός απ’ αυτές που εννοείτε, —
απάντησε ο Φερντιστσένκο. Εχ, τι νέος που είστε ακόμα!
— Εγώ όμως δεν ξέρω ποιαν απ’ τις πράξεις μου να θεωρήσω χειρότερη, — έκανε η ζωηρή κυρία.
— Οι κυρίες απαλλάσσονται απ’ την υποχρέωση να διηγηθούν, ξανάπε ο Φερντιστσένκο. Απλώς

απαλλάσσονται όμως∙ αν το θελήσουν μόνες τους, θα τις ακούσουμε με μεγάλη ευχαρίστηση. Όσο
για τους άντρες, αν είναι κανένας που να του κάνει πολύ κόπο, απαλλάσσεται κι αυτός.
— Μα πώς να τ’ αποδείξω πως δε λέω ψέματα; —ρώτησε ο Γάνια. Κι αν πω ψέματα, τότε όλο το
νόημα του παιχνιδιού πάει χαμένο∙ και ποιος δε θα πει ψέματα; Ο καθένας το δίχως άλλο θα
αρχίσει ν’ αραδιάζει ψέματα.
— Μα κι αυτό ακόμα έχει πολύ ενδιαφέρον, το πώς θα πει τα ψέματά του ο καθένας. Όσο για σένα,
Γάνετσκα, δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι πως θα πεις ψέματα γιατί η χειρότερη πράξη σου, έτσι κι
αλλιώς είναι σ’ όλους γνωστή. Μα για σκεφτείτε λοιπόν, κύριοι, φώναξε ξάφνου σα να
ενθουσιάστηκε ο Φερντιστσένκο,— σκεφτείτε μονάχα, με τι μάτια θα κοιτάμε ύστερα ο ένας τον
άλλον, αύριο λόγου χάρη, μετά απ’ τις ιστορίες μας!
— Μα είναι τάχα δυνατόν; Είναι ποτέ δυνατό να το θέλετε στα σοβαρά, Ναστάσια Φιλίπποβνα; —
ρώτησε με πολλή αξιοπρέπεια ο Τότσκη.
— Όποιος φοβάται το λύκο δεν μπαίνει στο δάσος! —παρατήρησε ειρωνικά η Ναστάσια
Φιλίπποβνα.
— Όμως, επιτρέψτε μου, κύριε Φερντιστσένκο, είναι ποτέ δυνατό να γίνει απ’ όλ’ αυτά ένα πετί‐ζε;
συνέχισε ο Τότσκη που ανησυχούσε όλο και περισσότερο. — Σας βεβαιώ πως κάτι τέτοια ποτέ δεν
πετυχαίνουν αφού το λέτε κι ο ίδιος πως δεν πέτυχε το παιχνίδι σας την προηγούμενη φορά.
— Πώς δεν πέτυχε! Αφού τους διηγήθηκα τότε πώς έκλεψα τρία ρούβλια, ναι, να σας χαρώ, έκατσα
και τα είπα όλα χαρτί και καλαμάρι.
— Πιθανόν. Ήταν αδύνατον όμως να τους τα διηγηθήκατε έτσι που να μοιάζουν με αλήθεια και να
σας πιστέψανε. Κι ο Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς είχε απόλυτο δίκιο όταν παρατήρησε πως λίγο να
φανεί το ψέμα, όλο το νόημα του παιχνιδιού πάει χαμένο. Μονάχα σε τυχαίες περιπτώσεις μπορεί
να πει κανείς την αλήθεια όταν θα ‘χε τη διάθεση να καυχηθεί. Μια τέτοια καυχη σιολογία όμως θα
‘ναι πολύ κακού γούστου, θα ‘ναι κάτι που δεν μπορώ να διανοηθώ, κάτι ολότελα αναξιοπρεπές για
όλους μας.
— Μα τι λεπτοτάτη λεπτότης είν’ αυτή η δική σας, Αθανάσιε Ιβάνοβιτς, ακόμα και μένα μ’ αφήνετε
κατάπληκτο! —φώναξε ο Φερντιστσένκο. —Φανταστείτε, κύριοι, με την παρατήρησή του πως δεν
μπορούσα να διηγηθώ την κλοπή μου έτσι που να μοιάζει με αλήθεια, ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς κάνει
με λεπτότατο τρόπο τον υπαινιγμό πως δεν μπορούσα να ‘χα κλέψει πραγματικά (γιατί αυτό δεν
είναι καθωσπρέπει να το λέει κανείς) παρ’ όλο που, πιθανότατα, είναι απόλυτα σίγουρος πως ο
Φερντιστσένκο μπορούσε και παραμπορούσε μάλιστα να κλέψει! Ωστόσο, επί το έργον, κύριοι, επί
το έργον, τους κλήρους τους έχω μαζέψει∙ μα και σεις, Αθανάσιε Ιβάνοβιτς, βάλατε το δικό σας, θα
πει λοιπόν πως κανένας δεν έχει αντίρρηση! Πρίγκηψ, τραβείξτε.
Ο πρίγκιπας, χωρίς να πει λέξη, έχωσε το χέρι στο καπέλο και τράβηξε πρώτον τον κλήρο του
Φερντιστσένκο, δεύτερον του Πτίτσιν, τρίτον του στρατηγού, τέταρτον του Αθανάσιου Ιβάνοβιτς,
πέμπτον τον δικό του, έκτον του Γάνια κ.ο.κ. Οι κυρίες δε βάλανε κλήρους.
— Ω, Θεέ μου, τι ατυχία! —φώναξε ο Φερντιστσένκο. —Και γω που νόμιζα πως πρώτος θα βγει του
πρίγκιπα και δεύτερος του στρατηγού. Πάλι καλά ωστόσο που ο Ιβάν Πετρόβιτς είναι μετά από μένα
και θ’ ανταμειφθώ. Λοιπόν, κύριοι, είμαι φυσικά υποχρεωμένος να δώσω το καλό παράδειγμα∙
εκείνο ωστόσο που με στεναχωρεί περισσότερο τούτη τη στιγμή, είναι που είμαι τόσο ανάξιος
λόγου και δε με διακρίνει τίποτα εξαιρετικό∙ ακόμα κι ο βαθμός μου είναι ο κατώτερος που θα

μπορούσε να γίνει∙ όχι, πέστε μου, τι ενδιαφέρον μπορεί να ‘χει αλήθεια το γεγονός πως ο
Φερντιστσένκο έκανε μια κακή πράξη; Μα και ποια είναι η χειρότερη πράξη μου; Με πιάνει
embarras de richesse (αμηχανία τι να πρωτοδιαλέξω). Να διηγηθώ τάχα κείνη την ίδια την κλοπή
μου για να πείσω τον Αθανάσιο Ιβάνοβιτς πως μπορεί να κλέψει κανείς χωρίς να ‘ναι κλέφτης;
— Με κάνετε να πιστέψω και κάτι άλλο, κύριε Φερντιστσένκο, πως δηλαδή μπορεί κανείς να νιώθει
μεγάλη ευχαρίστηση, αγαλλίαση μπορώ να πω, λέγοντας τις βρόμικες πράξεις του, κι όταν ακόμα
δεν τον ρωτάνε… Αν και… Με συγχωρείτε, κύριε Φερντιστσένκο.
— Αρχίστε, Φερντιστσένκο, φλυαρείτε τρομερά δίχως λόγο και δε θα τελειώσετε ποτέ! —πρόσταξε
νευριασμένα κι ανυπόμονα η Ναστάσια Φιλίπποβνα.
Όλοι είχαν παρατηρήσει πως ύστερ’ απ’ τα υστερικά της γέλια είχε γίνει σκυθρωπή, τους κοίταζε
όλους σα να τους σιχαινόταν και νευρίαζε με το παραμικρό∙ παρ’ όλ’ αυτά, επέμενε πεισμωμένα και
δεσποτικά στη φαντασιοπληξία της. Ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς υπόφερε τρομερά. Τον δαιμόνιζε κι ο
Ιβάν Φιοντόροβιτς: καθόταν κι έπινε την σαμπάνια του λες και δε συνέβαινε τίποτα, ίσως‐ίσως
μάλιστα υπολόγιζε, κάτι να διηγηθεί κι αυτός σαν θα ‘ρχόταν η σειρά του.

XIV
ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ πνευματώδης, Ναστάσια Φιλίπποβνα, γι’ αυτό φλυαρώ δίχως λόγο! —φώναξε ο
Φερντιστσένκο αρχίζοντας τη διήγησή του. Αν ήμουνα το ίδιο πνευματώδης όπως ο Αθανάσιος
Ιβάνοβιτς κι ο Ιβάν Πετρόβιτς, θα καθόμουν σήμερα και θα σώπαινα όλη την ώρα, όπως κάνει ο
Αθανάσιος Ιβάνοβιτς κι ο Ιβάν Πετρόβιτς. Πρίγκηψ, επιτρέψτε μου να σας ρωτήσω, τι γνώμη έχετε
πάνω σ’ αυτό; Εμένα μου φαίνεται πως στον κόσμο υπάρχουν πολύ περισσότεροι κλέφτες παρά μη
κλέφτες. Και πως δεν υπάρχει ούτε ένας υπερτίμιος άνθρωπος που να μην έκλεψε κάτι έστω και μια
φορά στη ζωή του. Αυτή τη γνώμη έχω, δεν καταλήγω ωστόσο καθόλου στο συμπέρασμα πως όλοι
οι άνθρωποι, ως τον τελευταίο, είναι κλέφτες, αν και, μα το Θεό, πολύ με γαργαλάει καμιά φορά η
επιθυμία να καταλήξω και σ’ αυτό το συμπέρασμα. Τι λέτε λοιπόν;
— Ουφ, τι ανόητα που διηγείστε, —έκανε η Ντάρια Αλεξέγιεβνα, και τι ανοησίες — δεν είναι δυνατό
να ‘χουν κλέψει όλοι∙ εγώ δεν έκλεψα ποτέ μου τίποτα.
— Εσείς δεν κλέψατε ποτέ σας τίποτα, Ντάρια Αλεξέγιεβνα∙ μα τι θα πει ο πρίγκηψ που
κατακοκκίνισε έτσι ξαφνικά;
— Μου φαίνεται πως λέτε την αλήθεια, μονάχα που τα υπερβάλλετε, — είπε ο πρίγκιπας που
πραγματικά είχε κοκκινίσει, άγνωστο γιατί.
— Και σεις ο ίδιος, πρίγκηψ, δεν κλέψατε τίποτα;
— Ουφ! Τι γελοία είναι όλ’ αυτά! Καιρός να συνέλθετε, κύριε Φερντιστσένκο,— επενέβη ο
στρατηγός.
— Απλούστατα, τώρα που ήρθε η ώρα ν’ αρχίσει το παιχνίδι, ντρέπεστε να διηγηθείτε την κακή σας
πράξη και θέλετε να παρασύρετε μαζί σας και τον πρίγκιπα γιατί είναι αφελής, — είπε αργά και
καθαρά η Ντάρια Αλεξέγιεβνα.
— Φερντιστσένκο, ή αρχίστε τη διήγησή σας ή σωπάστε και να κοιτάτε μονάχα τον εαυτό σας.
Εξαντλείτε κάθε υπομονή, — πρόφερε κοφτά και θυμωμένα η Ναστάσια Φιλίπποβνα.
— Αμέσως, αμέσως, Ναστάσια Φιλίπποβνα∙ μα αν ακόμα κι ο πρίγκηψ τ’ ομολόγησε, γιατί επιμένω
πως η στάση του είναι ταυτόσημη με την ομολογία, τότε τι θα ‘λεγε κάποιος άλλος (δε λέω ονόματα)
αν του ‘ρχόταν κάποτε η επιθυμία να πει την αλήθεια; Όσον αφορά εμένα, κύριοι, νομίζω πως δεν
έχω να διηγηθώ και πολλά εκτός απ’ αυτά που είπα: όλα είναι πολύ απλά, ανόητα κι άσκημα. Σας
βεβαιώνω όμως πως δεν είμαι κλέφτης∙ κι αν έκλεψα, ούτε και γω δεν ξέρω πώς έγινε. Ήταν
πρόπερσι, στη βίλα του Σεμιόν Ιβάνοβιτς Ισένκο, μια Κυριακή. Είχε τραπέζι. Μετά το γεύμα οι άντρες
συνέχισαν να πίνουν. Μου ‘ρθε η ιδέα να παρακαλέσω τη Μαρία Σεμιόνοβνα, την ανύπαντρη κόρη
του, να μας παίξει κάτι στο πιάνο. Περνάω απ’ το γωνιακό δωμάτιο και βλέπω στο τραπεζάκι της
δουλειάς της Μαρίας Ιβάνοβνας τρία ρούβλια, ένα πράσινο χαρτονόμισμα: τα ‘χε πρόχειρα για κάτι
ψώνια. Στο δωμάτιο ψυχή. Πήρα το χαρτονόμισμα και το ‘βαλα στην τσέπη — μα γιατί; Δεν ξέρω. Τι
μ’ έπιασε; Δεν καταλαβαίνω. Μονάχα που βιάστηκα να γυρίσω κι έκατσα στο τραπέζι. Όλο
καθόμουν και περίμενα και μ’ είχε πιάσει αρκετά μεγάλη ταραχή, φλυαρούσα χωρίς σταματημό,
διηγόμουν ανέκδοτα, γελούσα∙ ύστερα πήγα κι έκατσα κοντά στις κυρίες. Σε μισή ώρα περίπου
είδαν πως έλειπαν τα τρία ρούβλια κι άρχισαν να ρωτάνε τις υπηρέτριες. Οι υποψίες πέσανε στη
Ντάρια, την υπηρέτρια. Εγώ έδειξα μεγάλη περιέργεια και πήρα ενεργότατο μέρος στις ανακρίσεις,
θυμάμαι μάλιστα πως όταν η Ντάρια τα σάστισε και τα ‘χε ολότελα χαμένα, άρχισα να την πείθω να
τ’ ομολογήσει και της εγγυώμουν με το κεφάλι μου για την καλοσύνη της Μαρίας Ιβάνοβνας κι αυτό
το ‘λεγα δυνατά, μπροστά σε όλους. Όλοι με κοιτάζανε και γω ένιωθα μιαν ασυνήθιστη

ευχαρίστηση ακριβώς γιατί έκανα κήρυγμα ενώ το χαρτονόμισμα το ‘χα στη τσέπη. Κείνα τα τρία
ρούβλια, τα κοπάνησα το ίδιο βράδυ σ’ ένα ρεστοράν. Μπήκα και ζήτησα ένα μπουκάλι Λαφίτ∙ ποτέ
ως τα τότε δεν είχα παραγγείλει μονάχα κρασί, χωρίς μεζέ∙ μ’ έπιασε η επιθυμία να ξοδέψω το
γρηγορότερο κείνα τα λεφτά. Μεγάλες τύψεις ούτε τότε, ούτε αργότερα δεν είχα. Ήμουνα σίγουρος
πως άλλη φορά, δε θα το ξανάκανα∙ αυτό, αν θέλετε το πιστεύετε, αν θέλετε όχι, δε μ’ ενδιαφέρει.
Λοιπόν, αυτό είν’ όλο.
— Μονάχα που, φυσικά, δεν είν’ αυτή η χειρότερή σας πράξη,— είπε με σιχασιά η Ντάρια
Αλεξέγιεβνα.
— Πρόκειται για μια ψυχολογική περίπτωση, δεν είναι πράξη,— παρατήρησε ο Αθανάσιος
Ιβάνοβιτς.
— Κι η υπηρέτρια; — ρώτησε η Ναστάσια Φιλίπποβνα χωρίς να κρύβει πως ένιωθε μεγάλη σιχασιά
και περιφρόνηση.
— Την υπηρέτρια τη διώξανε την άλλη μέρα κιόλας — εννοείται. Είναι αυστηρών αρχών στο σπίτι.
— Και σεις το ανεχτήκατε;
— Άλλο πάλι και τούτο! Μα τι θέλατε λοιπόν, να πάω και να πω πως έκλεψα; — έβαλε τα γέλια —
χι‐χι‐χι — ο Φερντιστσένκο αν και απόρησε κάπως απ’ την υπερβολικά δυσάρεστη εντύπωση που
προκάλεσε η ιστορία του σε όλους.
— Τι βρόμικο που ήταν αυτό! — έβαλε μια φωνή η Ναστάσια Φιλίπποβνα.
— Α! Θέλετε ν’ ακούσετε από ‘ναν άνθρωπο τη χειρότερη πράξη της ζωής του κι έχετε την αξίωση να
λάμπει! Οι χειρότερες πράξεις είναι πάντοτε πολύ βρόμικες, Ναστάσια Φιλίπποβνα, τώρα θα τ’
ακούσουμε αυτό απ’ τον Ιβάν Πετρόβιτς. Και μην τάχα είναι λίγοι αυτοί που λάμπουν απ’ έξω και
θέλουνε να φαντάξουν για ενάρετοι γιατί έχουν τη δική τους καρότσα; Λες κι είναι λίγοι αυτοί που
έχουν δική τους καρότσα… Και με τι τρόπους αποκτημένη…
Με δυο λόγια, ο Φερντιστσένκο δεν μπόρεσε να κρατηθεί και ξαφνικά σκύλιασε, τόσο που δεν
ήξερε πια τι έλεγε και ξεπέρασε κάθε όριο∙ ακόμα και το πρόσωπό του στράβωσε ολάκερο. Όσο κι
αν είναι παράξενο, δεν αποκλείεται όμως καθόλου να περίμενε μιαν εντελώς διαφορετική επιτυχία
απ’ τη διήγησή του. Αυτές οι «γκάφες» του κακού γούστου κι ο «ιδιόρρυθμος κομπασμός», όπως
τον αποκάλεσε ο Τότσκη, συμβαίνανε πολύ συχνά στον Φερντιστσένκο κι ήταν ολότελα μέσα στο
χαρακτήρα του.
Η Ναστάσια Φιλίπποβνα ανατρίχιασε απ’ το θυμό της και κοίταξε επίμονα τον Φερντιστσένκο∙
αυτός δείλιασε αμέσως και σώπασε, παγώνοντας σχεδόν απ’ το φόβο του: Το ‘χε παρατραβήξει το
σκοινί.
— Δε θα ‘ταν καλύτερο να τελειώνουμε ως εδώ; — ρώτησε πονηρά ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς.
— Τώρα είναι η σειρά μου, θα κάνω όμως χρήση του δικαιώματός μου ν’ απαλλαγώ και δε θα
διηγηθώ τίποτα, — είπε αποφασιστικά ο Πτίτσιν.
— Δε θέλετε;
— Δεν μπορώ, Ναστάσια Φιλίπποβνα∙ και γενικά θεωρώ ένα τέτοιο πετί‐ζε ακατανόητο.

— Στρατηγέ, αν δεν κάνω λάθος, είναι η σειρά σας, — γύρισε και του είπε η Ναστάσια Φιλίπποβνα.
— Αν αρνηθείτε και σεις, το παιχνίδι θα χαλάσει εξαιτίας σας και θα λυπηθώ πολύ γιατί υπολόγιζα
να διηγηθώ και γω στο τέλος ένα περιστατικό απ’ την «ατομική μου ζωή», ήθελα μονάχα να το πω
μετά από σας και τον Αθανάσιο Ιβάνοβιτς γιατί θα πρέπει βέβαια να μου δώσετε κουράγιο, —
τέλειωσε γελώντας.
— Ω, αφού υπόσχεστε να μας διηγηθείτε και σεις, — φώναξε με θέρμη ο στρατηγός, — είμαι
έτοιμος να σας ιστορήσω κι ολόκληρη τη ζωή μου, αν θέλετε ομολογώ ωστόσο πως περιμένοντας τη
σειρά μου ετοίμασα κιόλας το ανέκδοτό μου…
— Κι από μόνο το ύφος της εξοχότητάς του μπορεί κανείς να συμπεράνει με τι ιδιαίτερη
λογοτεχνική ευχαρίστηση έχει δουλέ ψει το ανεκδοτάκι του, —τόλμησε να παρατηρήσει χαμογελώ
ντας φαρμακερά ο Φερντιστσένκο που εξακολουθούσε ακόμα να ‘ναι κάπως ζεματισμένος.
Η Ναστάσια Φιλίπποβνα έριξε μια ματιά στο στρατηγό και χαμογέλασε κι αυτή. Ήταν όμως φανερό
πως η θλίψη κι ο εκνευρισμός της όλο και δυναμώνανε∙ ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς τρόμαξε διπλά σαν
την άκουσε να υπόσχεται πως θα ‘λεγε κι αυτή την ιστορία της.
— Κύριοι, μου ‘τυχε και μένα, όπως τυχαίνει στον καθένα, να κάνω πράξεις στη ζωή μου που δεν
ήταν και τόσο κομψές, — άρχισε ο στρατηγός, — μα το πιο παράξενο απ’ όλα είναι πως εγώ ο ίδιος
θεωρώ το σύντομο ανέκδοτο που θα σας διηγηθώ τώρα σαν το χειρότερο ανέκδοτο όλης μου της
ζωής. Εδώ θα πρέπει να σημειώσω πως έχουν περάσει από τότε κάπου τριάντα πέντε χρόνια∙ ποτέ
μου όμως δεν μπόρεσα ν’ απαλλαγώ από κάποια, ούτως ειπείν, γραντζουνίσματα της συνειδήσεως
στην καρδιά μου, κάθε φορά που το θυμάμαι. Η υπόθεση, για να λέμε την αλήθεια, είναι τρομερά
ανόητη: Ήμουνα τότε μόλις ανθυπασπιστής και ιδροκοπούσα στο στρατό. Ε, το ξέρετε όλοι τι είναι
ένας ανθυπα σπιστής: Το αίμα βράζει κι η τσέπη άδεια∙ είχα τότε έναν ιππο κόμο, το Νικηφόρο, που
φρόντιζε με υπερβολικό ζήλο για το νοικοκυριό μου, έκανε οικονομίες, μπάλωνε, έτριβε και
καθάριζε και μάλιστα έκλεβε από παντού ό,τι μπορούσε να βουτήξει για να τα φέρει όλα στο σπίτι∙
ήταν πάρα πολύ πιστός και τιμιότατος άνθρωπος. Για κάμποσον καιρό μας έτυχε να μείνουμε σε μια
μικρή πολιτεία. Μας παραχώρησαν κατοικία στο προάστιο, στο σπίτι της γυναίκας ενός απόστρατου
ανθυπολοχαγού, που ήταν επιπλέον και χήρα. Καμιά ογδονταριά χρονώ θα ‘ταν η γριούλα ή
τουλάχιστο θα τα κόντευε τα ογδόντα. Το σπιτάκι της ήταν παλιό, κακομοίρικο, ξύλινο και μήτε
υπηρέτρια δεν είχε, τόσο φτωχιά ήταν. Το κυριότερο όμως ήταν που είχε κάποτε πολυπληθέστατη
οικογένεια και μεγάλο σόι, άλλοι όμως είχαν πεθάνει, άλλοι είχαν σκορπίσει, άλλοι την ξέχασαν τη
γριά, και τον άντρα της τον είχε κηδέψει πριν από σαράντα πέντε χρόνια. Λίγα χρόνια πριν πάω εγώ,
έμενε ακόμα μαζί της μια ανιψιά της, καμπούρα και κακιά σα στρίγγλα, όπως λένε, που δάγκωσε
μάλιστα μια φορά τη γριά στο δάκτυλο, όμως και κείνη είχε πεθάνει έτσι που η γριά κάπου τρία
χρόνια ζούσε και παιδευόταν ολομόναχη. Ένιωθα αρκετά πληκτικά στο σπίτι της, ούτε να
κουβεντιάσω δεν μπορούσα μαζί της, ήταν τρομερά ρηχή. Τελικά μου ‘κλεψε ένα κοκόρι. Η υπόθεση
αυτή μένει ως τα τώρα σκοτεινή, όμως εκτός απ’ αυτήν δεν μπορούσε να το κλέψει κανένας άλλος.
Για το κοκόρι εκείνο τα τσουγκρίσαμε αρκετά και τότε ακριβώς βρέθηκε μια ευκαιρία και με την
πρώτη μου αίτηση με μεταθέσανε σε άλλη κατοικία, σ’ ένα προάστιο στην άλλη άκρη της πολιτείας,
στο σπίτι ενός εμπόρου με πολυμελή οικογένεια και με μια μεγάλη γενειάδα ως εκεί κάτω, — σαν
τώρα τον θυμάμαι. Μετακομίζουμε με το Νικηφόρο κι είμαστε χαρούμενοι — όσο για τη γριά, την
αφήνω με αγανάκτηση. Περνάνε τρεις μέρες, γυρίζω απ’ τις ασκήσεις κι ο Νικηφόρος μού αναφέρει:
«δεν έκανε καλά η ευγένειά σας ν’ αφήσουμε τη σουπιέρα μας στην παλιά νοικοκυρά, δεν έχω τώρα
πού να σερβίρω τη σούπα». Εγώ, εννοείται, μένω κατάπληκτος. «Πώς αυτό; Γιατί έμεινε η σουπιέρα
μας στης παλιάς νοικοκυράς;» Ο έκπληκτος Νικηφόρος συνεχίζει να μου αναφέρει πως η νοικοκυρά,
όταν φεύγαμε απ’ το σπίτι της, δεν του έδωσε τη σουπιέρα μας με τη δικαιολογία πως επειδή της
είχαμε σπάσει το τσουκάλι της, κρατάει κι αυτή τη σουπιέρα μας για το τσουκάλι της και πως τάχα
εγώ ο ίδιος της είχα προτείνει αυτό το διακανονισμό. Εννοείται, μια τέτοια προστυχιά από μέρος της

μ’ έκανε έξω φρενών άρχισε να βράζει μέσα μου το αίμα του ανθυπασπιστάκου, πετάχτηκα πάνω κι
έτρεξα σπίτι της. Έφτασα στο σπίτι της γριάς όντας ήδη, ούτως ειπείν, εκτός εαυτού∙ κοιτάζω,
κάθεται μοναχή της, ολομόναχη στο μικρό χαγιάτι, στη γωνιά, λες κι είχε κρυφτεί εκεί απ’ τον ήλιο κι
είχε ακουμπισμένο το μάγουλο στην παλάμη. Εγώ αμέσως, ξέρετε, της έβαλα τις φωνές∙ σαν
αστροπελέκια πέσανε πάνω της τα λόγια μου: «είσαι τέτοια κι αποτέτοια!» και, ξέρετε, έτσι στα
γεμάτα ρούσικα. Παρατηρώ μονάχα πως γίνεται κάτι παράξενο: εκείνη κάθεται κει, με το πρόσωπο
γυρισμένο σε μένα, με γουρλωμένα μάτια κι ούτε λέξη σ’ απάντηση και κοιτάει παράξενα, πολύ
παράξενα, σα να ταλαντεύεται. Εγώ τελικά ηρέμησα, την καλοκοιτάζω, ρωτάω, λέξη εκείνη.
Στάθηκα για λίγο αναποφάσιστος, οι μύγες ζουζουνίζουν, ο ήλιος τραβάει να βασιλέψει, ησυχία∙
ολότελα σαστισμένος, γυρίζω τελικά και φεύγω. Πριν φτάσω ακόμα σπίτι μου, με ζήτησε ο
ταγματάρχης, ύστερα μου ‘τυχε μια δουλειά στο τάγμα, έτσι που γύρισα στο σπίτι πολύ βράδυ πια.
Το πρώτο που μου είπε ο Νικηφόρος ήταν: «Το ξέρει η ευγενία σας; Η νοικοκυρά μας πέθανε».
«Πότε;» «Μα σήμερα το βράδυ, κάπου εδώ και μιάμιση ώρα». Ώστε λοιπόν, την ώρα ακριβώς που
την έβριζα, παράδινε την ψυχή της. Μου ‘κανε τέτοια εντύπωση αυτό, που σας βεβαιώ, τρόμαξα να
συνέλθω. Άρχισα ξέρετε, να το σκέφτομαι όλη την ώρα, το ‘δα και στον ύπνο μου. Εγώ φυσικά δεν
έχω προλήψεις, την τρίτη μέρα όμως πήγα στην εκκλησία, στην κηδεία της. Με δυο λόγια, όσο
πέρναγε ο καιρός τόσο περισσότερο με κυρίευε η σκέψη της γριάς. Όχι πως ήταν τίποτα σπουδαίο,
μα να, τη φαντάζομαι καμιά φορά και νιώθω άσκημα. Το κυριότερο, τι λέτε πως σκέφτηκα τελικά;
Πρώτα‐πρώτα, να μια γυναίκα, ένα πλάσμα, ούτως ειπείν, ανθρώπινο, αυτό που λένε στην εποχή
μας ουμανιστικό∙ έζησε, έζησε πολλά χρόνια και μπορεί να πει κανείς παραέζησε πια. Κάποτε είχε
παιδιά, άντρα, οικογένεια, συγγενείς, όλ’ αυτά έσφυζαν, ούτως ειπείν, γύρω της, όλ’ αυτά τα, ούτως
ειπείν, χαμόγελα και ξάφνου—πάσο, όλα διαλύθηκαν σαν καπνός, απόμεινε ολομόναχη σαν
καμιά… μύγα, που κουβαλούσε απάνω της μια προαιώνια κατάρα. Και να που, επιτέλους, την έφερε
ο Θεός στα τελευταία της. Με το ηλιοβασίλεμα, ένα ήσυχο καλοκαιριάτικο βράδυ, κάνει φτερά και
φεύγει κι η δική μου η γριά—φυσικά, στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να μη σου περάσει μια
ηθοπλαστική σκέψη και να που εκείνην ακριβώς τη στιγμή, αντί για ένα αποχαιρετιστήριο, ούτως
ειπείν, δάκρυ, ο νεαρός και παράφορος ανθυπασπιστής, με προτεταμένο το στήθος, με τους
γρόνθους στα ισχία, την ξεπροβοδίζει απ’ την επιφάνεια της γης με όλο το ακόλαστο, ρωσικό
υβρεολόγιο για τη χαμένη του σουπιέρα! Δε χωρεί αμφιβολία πως είμαι φταίχτης και μόλο που από
καιρό τώρα ατενίζω εκείνη την πράξη μου σα να την έκανε κάποιος ξένος—επειδή έχουν περάσει
τόσα χρόνια κι επειδή έχω και γω ο ίδιος ολότελα αλλάξει, παρ’ όλ’ αυτά, εξακολουθώ να τη
λυπάμαι τη γριά. Τόσο που, το ξαναλέω, μου φαίνεται μάλιστα παράξενο, πολλώ μάλλον που, κι αν
ακόμα είμαι ένοχος, το φταίξιμο βέβαια δεν είναι κι ολότελα δικό μου: γιατί να της έρθει να πεθάνει
εκείνην ακριβώς τη στιγμή; Εννοείται πως εδώ υπάρχει μια δικαιολογία: πως η πράξη μου είναι από
μιαν άποψη ψυχολογική∙ παρ’ όλ’ αυτά εγώ δεν μπορούσα να ησυχάσω ώσπου απόκτησα, εδώ και
δεκαπέντε χρόνια, δυο γριούλες που τις συντηρώ με δικά μου έξοδα στο γεροκομείο για να
ελαφρώσω τις τελευταίες ημέρες της επίγειας ζωής τους με μιαν αξιοπρεπή διαβίωση. Σκέφτομαι
να μετατρέψω τη δωρεά μου σε μόνιμη, εγγράφοντάς τη στη διαθήκη μου. Ε, νομίζω πως αυτό είναι
όλο∙ το ξαναλέω πως μπορεί να έκανα σφάλματα στη ζωή μου, το περιστατικό αυτό όμως βαραίνει
τη συνείδησή μου σαν τη χειρότερη πράξη όλης μου της ζωής.
— Κι αντί για τη χειρότερη, Εξοχότατε, μας διηγηθήκατε μιαν απ’ τις καλές πράξεις της ζωής σας∙ του
τη σκάσατε του Φερντιστσένκο! — έβγαλε το συμπέρασμα ο Φερντιστσένκο.
— Μα την αλήθεια, στρατηγέ, ούτε το φανταζόμουν καν πως είχατε παρ’ όλ’ αυτά καλή καρδιά∙
κρίμα, — πρόφερε ράθυμα η Ναστάσια Φιλίπποβνα.
— Κρίμα; Μα γιατί λοιπόν; — ρώτησε ο στρατηγός γελώντας ευγενικά κι ήπιε μερικές γουλιές
σαμπάνια πολύ ευχαριστημένος απ’ τον εαυτό του.
Ήταν όμως η σειρά του Αθανάσιου Ιβάνοβιτς που ‘χε κι αυτός προετοιμαστεί. Όλοι το προβλέπανε

πως δε θ’ αρνηθεί, όπως αρνήθηκε ο Ιβάν Πετρόβιτς, και τη διήγησή του την περιμένανε για
ορισμένους λόγους με ιδιαίτερη περιέργεια και ταυτόχρονα ρίχνανε ματιές στη Ναστάσια
Φιλίπποβνα. Με ασυνήθιστη αξιοπρέπεια, που εναρμονιζόταν πληρέστατα με το σοβαρό
παρουσιαστικό του, ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς, με φωνή σιγανή κι ευγενική, άρχισε μιαν απ’ τις
«αξιαγάπητες διηγήσεις» του. (Μια και το ‘φερε η κουβέντα, ας προστέσουμε εδώ πως ήταν
άνθρωπος αξιοπρόσεκτος, σοβαρός, ψηλός, λιγάκι φαλακρός, λιγάκι γκριζομάλλης, αρκετά παχύς,
με μαλακά, κόκκινα και κάπως πλαδαρά μάγουλα, με ξένα δόντια. Ξόδευε πολλά για το ντύσιμό του
και φόραγε καταπληκτικά εσώρουχα. Τα παχουλά του χέρια χαιρόσουνα να τα κοιτάζεις. Στο δείκτη
του δεξιού του χεριού φορούσε ένα ακριβό διαμαντένιο δακτυλίδι). Η Ναστάσια Φιλίπποβνα, όλη
την ώρα που εκείνος διηγόταν, περιεργαζόταν προσεκτικά τη νταντελένια ούγια στο μανίκι της και
την τσίμπαγε με τα δυο δάκτυλα του αριστερού χεριού, έτσι που δεν της έμενε καιρός να ρίξει ούτε
μια ματιά στον αφηγητή.
— Αυτό που ευκολύνει περισσότερο απ’ όλα το πρόβλημά μου,— άρχισε ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς, —
είναι η υποχρέωση να διηγηθώ το δίχως άλλο τη χειρότερη πράξη της ζωής μου. Σε μια τέτοια
περίπτωση φυσικά, δεν μπορεί να υπάρξει αμφιταλάντευσις: η συνείδησις και η μνήμη της καρδιάς
θα σου πουν αμέσως τι πρέπει να διηγηθείς. Ομολογώ με μεγάλη μου πικρία ότι μεταξύ των
αναριθμήτων ίσως επιπολαίων και… άμυαλων πράξεων της ζωής μου, υπάρχει μία, η εντύπωσις της
οποίας χαράχτηκε βαθύτατα, μπορώ να πω, στη μνήμη μου. Έγινε εδώ και είκοσι χρόνια περίπου.
Είχα πάει στο χωριό του Πλάτωνα Ορντίντσεβ. Είχε εκλεγεί Πρόεδρος των Ευγενών κι είχε έρθει με
τη νεαρή γυναίκα του να περάσει τις χειμερινές γιορτές. Συνέπεσαν ακριβώς και τα γενέθλια της
Αμφίσας Αλεξέγιεβνας και ορίστηκε να γίνουν δυο χοροί. Κείνον τον καιρό ήταν τρομερά της μόδας
και μόλις είχε κάνει μεγάλο πάταγο στην ανώτερη κοινωνία το υπέροχο μυθιστόρημα του Δουμά
υιού La dame aux Camélias (H Κυρία με τας Καμελίας), ένα βιβλίο το οποίον κατά τη γνώμη μου δεν
πρόκειται ούτε να πεθάνει ούτε να γεράσει. Στην επαρχία, όλες οι κυρίες ήταν κατενθουσιασμένες.
— όσες τουλάχιστον το είχαν διαβάσει. Η ωραιότης της διηγήσεως, η πρωτοτυπία της ψυχολογικής
τοποθετήσεως της ηρωίδος, εκείνος ο ελκυστικός κόσμος ο λεπτεπίλεπτα διασκορπισμένος μέχρις
αβρότητος και τέλος όλες εκείνες οι γοητευτικές λεπτομέρειες που είναι διεσπαρμένες στο βιβλίο
(αναφορικά λόγου χάρη με τις περιπτώσεις που χρησιμοποιούσε τις άσπρες και τις ροζ καμέλιες
εναλλάξ), με δυο λόγια όλες αυτές οι θεσπέσιες λεπτομέρειες και το σύνολο γενικώς προκάλεσαν
συγκλονιστική σχεδόν εντύπωσιν. Τα άνθη της καμέλιας έγιναν τρομερά της μόδας. Όλοι ζητούσαν
καμέλιες, όλοι κυνηγούσαν καμέλιες. Και σας ρωτώ: είναι τάχα πολλές οι καμέλιες που μπορεί να
βρει κανείς σε μιαν επαρχία, όταν όλοι τις ζητούν για τους χορούς, μόλο που οι χοροί δεν ήταν τόσο
πολυάριθμοι; Ο Πέτια Βοροχοβσκόη έλιωνε τότε ο δυστυχής για την Αμφίσα Αλεξέγιεβνα. Δεν ξέρω
αλήθεια αν είχαν τίποτα μεταξύ τους, δηλαδή, θέλω να πω, μπορούσε τάχα να ‘χει ο Πέτια έστω και
μια μικρήν ελπίδα; Πήγε να τρελαθεί ο ταλαίπωρος για να βρει καμέλιες και να τις φέρει το βράδυ
του χορού στην Αμφίσα Αλεξέγιεβνα. Η κοντέσα Σότσκαγια απ’ την Πετρούπολη, καλεσμένη της
νομαρχίνας, κι η Σοφία Μπεσπάλοβα, όπως είχε γίνει γνωστό, θα ‘ρχονταν σίγουρα με μπουκέτα, με
άσπρα μπουκέτα. Η Αμφίσα Αλεξέγιεβνα θέλησε τότε, για να κάνει ιδιαίτερη εντύπωση—κόκκινες
καμέλιες. Τον καημένο τον Πλάτωνα τον είχε ξεποδαριάσει, σύζυγος βλέπετε, —γνωστά πράματα.
Εγγυήθηκε πως θα βρει το μπουκέτο και — τι λέτε πως έγινε; Την παραμονή πρόφτασε και το πήρε
η Μιτίστσεβα, η Κατερίνα Αλεξάντροβνα, τρομερή αντίζηλος της Αμφίσας Αλεξέγιεβνας σε όλα.
Ήταν στα μαχαίρια μαζί της. Εννοείται — υστερία, λιποθυμία. Ο Πλάτων — ήταν να τον κλαις. Ο
καθένας το καταλαβαίνει πως αν ο Πέτια κατάφερνε κείνη την κρίσιμη στιγμή να προμηθευτεί από
πουθενά ένα μπουκέτο, η υπόθεσή του θα μπορούσε να προχωρήσει σημαντικά∙ η ευγνωμοσύνη
της γυναίκας σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν έχει όρια. Τρέχει από δω κι από κει σαν παλαβός∙ το
πράγμα όμως είναι αδύνατο, ούτε λόγος δεν μπορεί να γίνει. Ξάφνου κι ήταν κιόλας κατά τις έντεκα
το βράδυ την παραμονή των γενεθλίων και του χορού, τον συναντώ στης Μαρίας Πετρόβνας
Ζουμπκόβα, γειτόνισσας των Ορντίντσεβ. Λάμπει απ’ τη χαρά του. «Τι σου συμβαίνει;» «Βρήκα!
Εύρηκα!». «Ε, λοιπόν αδερφέ μου, μ’ αφήνεις κατάπληκτο. Πού; Πώς;» «Στο Γιεκσάισκ (είναι μια
πολιτειούλα κει πέρα, είκοσι βέρστια όλα κι όλα μακριά, έξω όμως απ’ τη δική μας επαρχία) είναι
κει ένας έμπορος, ο Τρεπάλοβ, με μεγάλα γένια και πολλά λεφτά, ζει με τη γριά γυναίκα του κι αντί

για παιδιά έχει μονάχα καναρίνια. Έχουν κι οι δυο τους το πάθος των λουλουδιών και του
βρίσκονται καμέλιες». «Μα για σκέψου το καλά∙ δεν είναι σίγουρο∙ κι αν δε σου δώσει;». «Θα πέσω
γονατιστός μπροστά του και θα κυλιέμαι στα πόδια του ώσπου να μου δώσει∙ δε θα φύγω με άδεια
χέρια!». «Και πότε λες να πας;» «Αύριο στις πέντε η ώρα, μόλις χαράξει». «Ε, ο Θεός μαζί σου!». Κι
ήμουν, ξέρετε, πολύ χαρούμενος για λογαριασμό του∙ γυρίζω στου Ορντίντσεβ∙ όπου έφτασε μία η
ώρα και μένα ο νους μου όλο εκεί. Ήμουν έτοιμος πια να πέσω για ύπνο όταν ξάφνου μου περνάει
μια πρωτοτυπέστατη ιδέα! Πάω αμέσως στην κουζίνα, ξυπνάω το Σαβέλια τον αμαξά, του δίνω
δεκαπέντε ρούβλια, «σε μισή ώρα να ‘ναι έτοιμα τ’ άλογα!». Σε μισή ώρα, εννοείται, τ’ αμάξι με
περίμενε στην εξώπορτα. Η Αμφίσα Αλεξέγιεβνα, μου είπανε, είχε ημικρανία, πυρετό και
παραλήρημα. Ξεκινάμε. Περασμένες τέσσερις βρίσκομαι στο Γιεκσάισκ, στο χάνι περίμενα ως το
χάραμα, ούτε λεπτό παραπάνω πριν απ’ τις εφτά βρισκόμουνα στου Τρεπάλοβ. «Το και το, έχετε
καμέλιες; Πατερούλη, πατέρα μου, βόηθησέ με, σώσε με, θα πέσω στα πόδια σου!», ο γέρος,
βλέπω, είναι ψηλός, ασπρομάλλης, αυστηρός ένας τρομερός γέρος. «Ποτέ, ποτέ, για τίποτα στον
κόσμο!». Όπου εγώ, πλατς, πέφτω στα πόδια του! Μπρούμυτα έπεσα! «Τι κάνετε, πατερούλη, τι
κάνετε, πατέρα μου;» Τρόμαξε μάλιστα. «Μα είναι να σώσουμε τη ζωή ενός ανθρώπου!» του
φωνάζω. «Μα πάρτε αφού είναι έτσι, με την ευχή του Θεού». Έκοψα τότε κόκκινες καμέλιες με την
ψυχή μου! Θαύμα, υπέροχες, είχε ένα ολάκερο μικρό θερμοκήπιο. Αναστενάζει ο γέρος. Βγάζω
εκατό ρούβλια. «Α, όχι, πατερούλη, τέτοια προσβολή σας παρακαλώ να μη μου την κάνετε». «Αφού
είναι έτσι, λέω, εντιμότατε, δωρίστε αυτά τα εκατό ρούβλια στο εδώ νοσοκομείο για την
καλυτέρευση της διατροφής». «Ε, αν είναι έτσι, μου λέει, πατερούλη, τότε αλλάζει το πράμα κι είναι
καλό κι ευγενικό και θεάρεστο∙ θα τα δώσω να σας έχει καλά ο Θεός». Και μου άρεσε, ξέρετε, αυτός
ο Ρώσος ο γέρος, γέννημα και θρέμμα, ούτως ειπείν, της Ρωσίας, de la vraie souche (γνήσιας
ράτσας). Κατενθουσιασμένος απ’ την επιτυχία μου, φεύγω αμέσως πίσω∙ γυρίσαμε από πλάγιους
δρόμους για να μη διασταυρωθούμε με τον Πέτια. Μόλις έφτασα, στέλνω το μπουκέτο στην Αμφίσα
Αλεξέγιεβνα που είχε ξυπνήσει. Μπορείτε να φαντασθείτε τον ενθουσιασμό, την ευγνωμοσύνη, τα
δάκρυα της ευγνωμοσύνης! Ο Πλάτων, ο Πλάτων που χτες ακόμα ήταν σα σκοτωμένος και νεκρός
κλαίει με λυγμούς στο στήθος μου. Αλίμονο! Όλοι οι σύζυγοι έτσι είναι από καταβολής… του
νομίμου γάμου! Τίποτα δεν τολμώ να προστέσω, μονάχα που η υπόθεση του καημένου του Πέτια
ναυάγησε τελειωτικά. Στην αρχή νόμιζα πως θα με σφάξει σαν το μάθει, είχα μάλιστα
προετοιμαστεί να τον αντιμετωπίσω, έγινε όμως κάτι που αν μου το λέγανε δε θα το πίστευα:
λιποθύμησε, το βράδυ είχε παραμιλητό και το πρωί πυρετό∙ έκλαιγε σα μικρό παιδί, μ’ αναφιλητά.
Σ’ ένα μήνα, μόλις έγινε καλά, πήγε στον Καύκασο. Το πράμα καταντούσε σωστό ρομάντζο! Το τέλος
του ήταν που σκοτώθηκε στην Κριμαία. Τότε ακόμα, ο αδερφός του ο Στεπάν Βοροχοβσκόη,
διοικούσε ένα σύνταγμα και διακρίθηκε στις μάχες. Ομολογώ πως πολλά χρόνια ύστερα απ’ αυτό με
βασάνιζαν οι τύψεις: για ποιο λόγο, γιατί τον κατέστρεψα έτσι; Και να πεις πως ήμουνα και γω
ερωτευμένος; Κάθε άλλο∙ δεν ήταν παρά ένα παιδιάστικο κάμωμα, ένα φέρσιμο γυναικά, τίποτα
παραπάνω. Κι αν δεν του τ’ άρπαζα κείνο το μπουκέτο, — ποιος ξέρει; — θα ζούσε ως τα τώρα ο
άνθρωπος, θα ‘ταν ευτυχισμένος, θα ‘χε επιτυχίες και ποτέ δε θα του πέρναγε η σκέψη να πάει να
τα βάλει με τους Τούρκους.
Ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς σώπασε με την ίδια σοβαρή αξιοπρέπεια που ‘χε αρχίσει να διηγείται.
Παρατήρησαν πως τα μάτια της Ναστάσιας Φιλίπποβνας άστραψαν κάπως παράξενα,
τρεμουλιάσανε μάλιστα και τα χείλη της, όταν ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς τέλειωσε. Όλοι τους κοιτάζανε
με περιέργεια τους δυο τους.
— Του τη σκάσατε του Φερντιστσένκο! Πω, πω, τι άγαρμπα που του τη σκάσατε! Ε, όχι, αυτό πια
παραπάει! — φώναξε με κλαψιάρικη φωνή ο Φερντιστσένκο, καταλαβαίνοντας πως μπορούσε κι
έπρεπε να πετάξει το λογάκι του.
— Και ποιος σας είπε να μην ξέρετε τι σας γίνεται; Πάρτε τώρα μαθήματα απ’ τους έξυπνους
ανθρώπους!—του είπε κοφτά, σχεδόν θριαμβεύοντας η Ντάρια Αλεξέγιεβνα (παλιά και πιστή φίλη

και συνεργός του Τότσκη).
— Έχετε δίκιο, Αθανάσιε Ιβάνοβιτς, αυτό το πετί‐ζε είναι ανιαρότατο και πρέπει να το
σταματήσουμε, — πρόφερε βαριεστημένα η Ναστάσια Φιλίπποβνα. — Θα σας διηγηθώ και γω αυτό
που υποσχέθηκα και μετά ας παίξουμε όλοι χαρτιά.
— Πρώτα απ’ όλα όμως το ανέκδοτο που μας υποσχεθήκατε!— ενέκρινε με θέρμη ο στρατηγός.
— Πρίγκηψ, — γύρισε και του είπε απότομα η Ναστάσια Φιλίπποβνα, —εδώ οι παλιοί μου φίλοι, ο
στρατηγός κι ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς, θέλουν να με παντρέψουν. Πέστε μου ποια είναι η γνώμη σας:
να παντρευτώ ή όχι; Ό,τι μου πείτε, αυτό θα κάνω.
Ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς χλόμιασε, ο στρατηγός έμεινε σύξυλος∙ όλοι καρφωσανε πάνω της τα μάτια
τους και τέντωσαν το λαιμό τους. Ο Γάνια πέτρωσε επιτόπου.
— Με… με ποιον; — ρώτησε ο πρίγκιπας με φωνή που μόλις ακουγόταν.
— Με το Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς Ιβόλγκιν, — συνέχισε η Ναστάσια Φιλίπποβνα απότομα όπως και
πριν, σταθερά και καθαρά.
Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής∙ ο πρίγκιπας λες και προσπαθούσε να μιλήσει μα δεν τα
κατάφερνε ν’ αρθρώσει τα λόγια του, λες και τον πίεζε ένα τρομερό βάρος στο στήθος.
— Ό‐όχι… μην παντρεύεστε! — ψιθύρισε τέλος και πήρε με δυσκολία μιαν ανάσα.
— Έτσι θα γίνει! Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς! — γύρισε και του είπε επιτακτικά και σάμπως
θριαμβευτικά: —Ακούσατε την απόφαση που έβγαλε ο πρίγκηψ; Μάθετε λοιπόν πως αυτή είναι και
η δική μου απάντηση∙ κι ας θεωρηθεί λήξαν το ζήτημα μια για πάντα!
— Ναστάσια Φιλίπποβνα! — πρόφερε με τρεμάμενη φωνή ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς.
— Ναστάσια Φιλίπποβνα! — με πειστική μα ταραγμένη φωνή πρόφερε ο στρατηγός. Όλοι
αναταράχτηκαν κι ανακάθισαν.
— Τι πάθατε, κύριοι; — συνέχισε αυτή κοιτάζοντας με απορία, θα ‘λεγες, τους καλεσμένους. — Γιατί
ταραχτήκατε έτσι; Και τι ύφος είναι αυτό που πήρατε όλοι σας!
— Μα… θυμηθείτε, Ναστάσια Φιλίπποβνα, — τραύλισε ο Τότσκη κομπιάζοντας, δώσατε την
υπόσχεση… απολύτως οικειοθελώς και θα μπορούσατε εν μέρει να μην είστε τόσο απότομη…
Δυσκολεύομαι και… φυσικά, έχω σαστίσει… Με δυο λόγια, τώρα, σε μια τέτοια στιγμή και
μπροστά… μπροστά σε κόσμο και να δώσετε έτσι ένα τέλος… Μ’ ένα τέτοιο πετί‐ζε σε μιαν υπόθεση
σοβαρή, μιαν υπόθεση της καρδιάς και της τιμής… απ’ την οποία εξαρτάται…
— Δε σας καταλαβαίνω, Αθανάσιε Ιβάνοβιτς∙ πραγματικά, χάνετε εντελώς τα λόγια σας. Και πρώτ’
απ’ όλα, τι σημαίνει «μπροστά σε κόσμο»; Μήπως τάχα δε βρισκόμαστε σε μιαν υπέροχη
συντροφιά; Όλοι δικοί μας άνθρωποι δεν είναι; Και γιατί το λέτε «πετί‐ζε»; Πραγματικά ήθελα να
σας διηγηθώ το ανέκδοτό μου, ε, να λοιπόν που σας το διηγήθηκα∙ μήπως δεν ήταν καλό; Και γιατί
λέτε πως αυτό «δεν είναι σοβαρό»; Μήπως τάχα δεν είναι σοβαρά όλ’ αυτά; Τ’ ακούσατε που είπα
στον πρίγκιπα: «όπως μου πείτε σεις, αυτό θα γίνει». Αν έλεγε ν α ι , θα ‘δινα αμέσως τη
συγκατάθεσή μου, αυτός όμως είπε ό χ ι και γω απέρριψα την πρόταση, λοιπόν, δεν είναι σοβαρό;
Εδώ ολόκληρη η ζωή μου κρεμόταν από μια τρίχα∙ τι σοβαρότερο απ’ αυτό;

— Μα ο πρίγκηψ, τι σχέση έχει σ’ όλ’ αυτά ο πρίγκηψ; Και τι είναι επιτέλους ο πρίγκηψ; —τραύλισε
ο στρατηγός αδυνατώντας σχεδόν να συγκρατήσει την αγανάκτησή του για το τέτοιο, προσβλητικό
μπορείς να πεις, κύρος του πρίγκιπα.
— Ο πρίγκηψ∙ μα είναι ο πρώτος άνθρωπος που τον πίστεψα για αληθινά αφοσιωμένο σε μένα.
Αυτός πίστεψε σε μένα με την πρώτη ματιά που μου έριξε και τον πιστεύω και γω.
— Δε μου μένει παρά να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στη Ναστάσια Φιλίπποβνα για την εξαιρετική
λεπτότητα με την οποία… μου φέρθηκε, — πρόφερε επιτέλους με τρεμάμενη φωνή και με
στραβωμένα χείλη ο χλομός Γάνια. — Φυσικά, έτσι έπρεπε να γίνει… Όμως… ο πρίγκηψ… Ο
πρίγκηψ στην υπόθεση αυτή…
— Πάει να βάλει στο χέρι τις εβδομήντα πέντε χιλιάδες, αυτό θέλετε να πείτε; — τον έκοψε ξαφνικά
η Ναστάσια Φιλίπποβνα. — Μην κρύβεστε, το δίχως άλλο αυτό θέλατε να πείτε! Αθανάσιε
Ιβάνοβιτς, ξέχασα αλήθεια να το προσθέσω: αυτές τις εβδομήντα πέντε χιλιάδες να τις πάρετε δικές
σας και να ξέρετε πως σας δίνω, την ελευθερία σας δωρεάν. Αρκετά πια! Θα πρέπει δα και σεις να
ξανασάνετε! Εννιά χρόνια και τρεις μήνες! Αύριο θα αρχίσει μια καινούργια ζωή σήμερα όμως έχω
τα γενέθλια μου και κάνω ό,τι θέλω για πρώτη φορά στη ζωή μου! Στρατηγέ, πάρτε και σεις τα
μαργαριτάρια σας, χαρίστε τα στη σύζυγό σας, ορίστε, κι από αύριο αδειάζω και το διαμέρισμα. Και
δε θα ξαναγίνουν πλέον εσπερίδες, κύριοι!
Σαν τα ‘πε αυτά, σηκώθηκε ξάφνου σα να ‘θελε να φύγει.
— Ναστάσια Φιλίπποβνα! Ναστάσια Φιλίπποβνα! — ακούστηκαν φωνές απ’ όλες τις μεριές. Όλοι
ταράχτηκαν, όλοι σηκώθηκαν απ’ τις θέσεις τους, όλοι την τριγυρίσανε, όλοι ακούγανε ανήσυχοι
αυτά τα παράφορα λόγια, αυτό το ξέσπασμα∙ ήταν σα να την είχε πιάσει πυρετός∙ όλοι τους
αισθάνονταν κάποια σύγχυση, κανένας δεν μπορούσε να βγάλει νόημα, κανένας δεν μπορούσε να
καταλάβει τίποτα. Εκείνη τη στιγμή αντήχησε ξάφνου δυνατά, καμπανιστά το κουδούνι,
απαράλλαχτα όπως το πρωί, στο σπίτι του Γάνια.
— Α‐α‐α! Να και η λύση! Επιτέλους! Εντεκάμιση, —φώναξε η Ναστάσια Φιλίπποβνα. — Σας
παρακαλώ να καθίσετε, κύριοι, είναι η λύση!
Λέγοντάς τα αυτά, έκατσε κι η ίδια. Ένα παράξενο χαμόγελο έτρεμε στα χείλη της. Καθόταν
σιωπηλή, με πυρετική αναμονή, και κοίταζε την πόρτα.
— Ο Ραγκόζιν κι οι εκατό χιλιάδες, δε χωράει αμφιβολία,— μουρμούρισε ο Πτίτσιν σα να μιλούσε
στον εαυτό του.

XV
ΜΠΗΚΕ η Κάτια, η καμαριέρα, πολύ τρομαγμένη.
— Ένας Θεός το ξέρει τι γίνεται κει πέρα, Ναστάσια Φιλίπποβνα μπουκάρανε καμιά δεκαριά κι όλοι
τους πιωμένοι, θέλουν να μπουν δω μέσα, λένε πως είναι ο Ραγκόζιν και πως είναι σε γνώση σας.
— Αλήθεια λένε, Κάτια, άφησέ τους όλους να μπουν αμέσως.
— Είπατε… όλους, Ναστάσια Φιλίπποβνα; Είναι, ξέρετε.. δεν είναι να τους δεχτεί κανείς. Φρίκη!
— Όλους, όλους να τους αφήσεις, Κάτια, μη φοβάσαι, όλους ως τον τελευταίο, αλλιώς θα μπουν
μοναχοί τους. Άκου τι φασαρία κάνουν, όπως και το πρωί. Κύριοι, ίσως να σας φαίνεται
προσβλητικό, γύρισε κι είπε στους καλεσμένους, που δέχομαι ενώ είσαστε παρόντες μια τέτοια
παρέα; Λυπάμαι πολύ και σας ζητώ συγνώμη, έτσι πρέπει όμως και θα το ‘θελα πολύ, πάρα πολύ,
να παρασταθείτε όλοι μάρτυρες σ’ αυτή τη λύση, αν και, εδώ που τα λέμε, όπως θέλετε πάλι…
Οι καλεσμένοι εξακολουθούσαν να εκπλήσσονται, να μιλάνε μεταξύ τους ψιθυριστά και να
κοιτάζονται. Ήταν ολοφάνερο πως όλ’ αυτά ήταν υπολογισμένα και τακτοποιημένα απ’ τα πριν και
πως τη Ναστάσια Φιλίπποβνα αν και φυσικά δεν μπορεί παρά να τρελάθηκε ήταν αδύνατο πια να
τη σταματήσουν. Όλους τους βασάνιζε μια τρομερή περιέργεια. Εξάλλου δεν ήταν και κανένας που
να τρομάξει πολύ — οι κυρίες ήταν μονάχα δυο: Η Ντάρια Αλεξέγιεβνα, μια ζωηρή κυρία που τα
μάτια της είχαν δει πολλά και που ήταν δύσκολο να σαστίσει μ’ οτιδήποτε κι η ωραιότατη μα
σιωπηλή άγνωστη. Η σιωπηλή άγνωστη όμως, είναι ζήτημα αν θα μπορούσε να καταλαβει και
τίποτα: ήταν μια Γερμανίδα που ‘χε ‘ρθει τώρα τελευταία και δεν ήξερε καθόλου ρωσικά∙ εκτός απ’
αυτό, φαίνεται να ‘ταν το ίδιο ανόητη όσο και ωραία∙ τη νεοφερμένη, είχε γίνει πια συνήθειο να την
καλούν σ’ ορισμένες εσπερίδες κι αυτή ερχόταν με πολυτελέστατες τουαλέτες, χτενισμένη σα να
‘ταν να τη βάλουν σε βιτρίνα, και τη βάζανε να κάθεται σαν ωραίο πίνακα για να διακοσμήσουν τη
βραδιά— όπως ακριβώς δανείζονται μερικοί για τις εσπερίδες τους απ’ τους γνωστούς τους κάναν
πίνακα, κάνα βάζο, κάνα άγαλμα ή κάνα εκράν. Όσο για τους άντρες, ο Πτίτσιν λόγου χάρη ήταν
φίλος του Ραγκόζιν, ο Φερντιστσένκο πάλι, ήταν σαν το ψάρι στο νερό∙ ο Γάνετσκα δεν τα
κατάφερνε ακόμα να συνέλθει, ένιωθε όμως κι ο ίδιος τη βασανιστική αν και αόριστη ανάγκη να
μείνει ως το τέλος δίπλα στον ατιμωτικό του πάσσαλο∙ ο γεροδάσκαλος, μην πολυκαταλαβαίνοντας
τι τρέχει, ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα κι έτρεμε κυριολεκτικά απ’ το φόβο του, έχοντας
παρατηρήσει κάποιαν ασυνήθιστη ταραχή γύρω του και βλέποντας ταραγμένη και τη Ναστάσια
Φιλίπποβνα που τη λάτρευε σαν εγγονή του∙ ωστόσο, θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να την
εγκαταλείψει σε μια τέτοια στιγμή. Όσο για τον Αθανάσιο Ιβάνοβιτς, δεν μπορούσε φυσικά να
εκτεθεί σε κάτι τέτοιες περιπέτειες∙ ωστόσο τον ενδιέφερε εξαιρετικά όλη αυτή η υπόθεση, έστω κι
αν έπαιρνε τώρα μια τέτοια εξωφρενική τροπή∙ εξάλλου, η Ναστάσια Φιλίπποβνα είχε πει για
λογαριασμό του κάνα δυο πραματάκια, έτσι που του ήταν αδύνατο να φύγει χωρίς να ξεκαθαρίσει
τελειωτικά την υπόθεση. Αποφάσισε να μείνει ως το τέλος και να σωπάσει πια εντελώς, μένοντας
απλός παρατηρηρής, πράγμα που, φυσικά, το απαιτούσε αυτή η ίδια η αξιοπρέπειά του. Μονάχα ο
στρατηγός Επάντσιν, που μόλις πριν από λίγο τον είχαν προσβάλει με κείνη τη γελοία κι ανέμελη
επιστροφή του δώρου του, θα μπορούσε φυσικά να προσβληθεί ακόμα περισσότερο τώρα μ’ όλες
αυτές τις πρωτάκουστες εκκεντρικότητες ή και με μόνη την εμφάνιση του Ραγκόζιν∙ εξάλλου, ένας
άνθρωπος σαν κι αυτόν είχε κιόλας κατέβει πολύ χαμηλά, αποφασίζοντας να κάτσει δίπλα στον
Πτίτσιν και στο Φερντιστσένκο∙ όμως, εκείνο που θα μπορούσε να κάνει η δύναμη του πάθους, θα
‘ταν δυνατό επιτέλους να το υπερνικήσει το αίσθημα του χρέους, η συναίσθηση του καθήκοντος,
του αξιώματος, της κοινωνικής του θέσης και γενικά του αυτοσεβασμού∙ έτσι ο Ραγκόζιν με την
παρέα του ήταν εν πάση περιπτώσει απαράδεκτος παρούσης της Αυτού Εξοχότητος.

— Αχ, στρατηγέ, — τον διέκοψε αμέσως η Ναστάσια Φιλίπποβνα μόλις γύρισε να της κάνει τη
δήλωσή του, — το ξέχασα αλήθεια! Να είστε σίγουρος όμως πως για σας το πρόβλεπα. Αν σας είναι
πια τόσο προσβλητικό, δεν επιμένω και δε σας κρατάω, παρ’ όλο που πολύ θα το ‘θελα να σας έχω
τώρα κοντά μου, ιδιαίτερα εσάς. Πάντως σας ευχαριστώ πολύ για τη γνωριμία σας και για την
κολακευτική προσοχή που μου δείξατε, αν όμως φοβάστε…
— Με συγχωρείτε, Ναστάσια Φιλίπποβνα, — φώναξε ο στρατηγός σε μια κρίση ιπποτικής
μεγαλοψυχίας—, σε ποιον τα λέτε αυτά; Μα εγώ θα μείνω τώρα κοντά σας μόνο και μόνο από
αφοσίωση κι αν, λόγου χάρη, υπάρχει κανένας κίνδυνος… Εξάλλου, ομολογώ πως είμαι υπερβολικά
περίεργος… Ήθελα μονάχα να σας καταστήσω προσεκτική και να τονίσω πως θα καταστρέψουν τα
χαλιά και, ίσως‐ίσως, να σπάσουν και τίποτα… Κατά τη γνώμη μου, καλύτερα να μην τους
δεχόσασταν καθόλου, Ναστάσια Φιλίπποβνα!
— Ο Ραγκόζιν αυτοπροσώπως!— ανήγγειλε ο Φερντιστσένκο.
— Τι λέτε, Αθανάσιε Ιβάνοβιτς, —πρόφτασε και του ψιθύρισε βιαστικά ο στρατηγός. —Μήπως
τρελάθηκε; Δηλαδή, χωρίς αλληγορίες, μα κατά πραγματικό ιατρικό τρόπο, ε;
— Σας το ‘λεγα πως πάντοτε είχε μια τέτοια προδιάθεση,— ψιθύρισε πονηρά ο Αθανάσιος
Ιβάνοβιτς.
— Κι επιπλέον τα ρίγη κι ο πυρετός…
Η παρέα του Ραγκόζιν είχε σχεδόν την ίδια σύνθεση όπως και το πρωί. Είχε προστεθεί μονάχα
κάποιος γεροαλήτης που, στον καιρό του, έκανε τον αρχισυντάκτη μιας ασύδοτης, σκανδαλοθηρικής
ψευτοφυλλάδας∙ γι’ αυτόν το γέρο κυκλοφορούσε το ανέκδοτο πως είχε βάλει ενέχυρο και τα ήπιε
κρασί τα χρυσά του δόντια. Είχε προστεθεί ακόμα κι ένας απόστρατος ανθυπολοχαγός,
αποφασιστικός αντίζηλος κι ανταγωνιστής εκ φύσεως και εξ επαγγέλματος του πρωινού κυρίου με
τις γροθιές∙ αυτός ο ανθυπολοχαγός ήταν άγνωστος σ’ όλη την παρέα του Ραγκόζιν, τον είχαν
περιμαζέψει όμως απ’ το δρόμο, απ’ τη λιόλουστη μεριά της λεωφόρου Νιέβσκη όπου σταματούσε
τους διαβάτες και με το λεκτικό ύφος του Μαρλίνσκη ζητούσε βοήθεια, με το επίβουλο πρόσχημα
πως κι αυτός ο ίδιος «έδινε από δεκαπέντε ρούβλια στον καιρό του στους ζητιάνους». Κι οι δυο
ανταγωνιστές γίνανε αμέσως εχθροί. Ο πρωινός κύριος με τις γροθιές, ύστερ’ απ’ την πρόσληψη του
«ζητιάνου», έφτασε να θεωρήσει τον εαυτό του προσβλημένο και, όντας εκ φύσεως σιωπηλός,
περιοριζόταν να μουγγρίζει μονάχα πού και πού σαν αρκούδα κι αντιμετώπιζε με βαθύτατη
περιφρόνηση κάθε προσπάθεια του «ζητιάνου» να τον καλοπιάσει και να τον φέρει στα νερά του —
γιατί ο «ζητιάνος» αποδείχτηκε άνθρωπος κοσμικός και διπλωματικό μυαλό. Απ’ την εμφάνισή του
ο ανθυπολοχαγός φαινόταν να τα καταφέρνει «εν ώρα ανάγκης» μάλλον με την καπατσοσύνη και
την ευκινησία παρά με την δύναμη, μα και στο μπόι ήταν πιο κοντός απ’ τον κύριο με τις γροθιές.
Με πολλή λεπτότητα, χωρίς προκλητικότητα, με τρομερή κομπορρημοσύνη ωστόσο, είχε κάνει
κιόλας αρκετούς υπαινιγμούς για τα πλεονεκτήματα του αγγλικού μποξ, με δυο λόγια, αποδείχτηκε
αμιγής δυτικόφιλος. Ο κύριος με τις γροθιές ακούγοντας τη λέξη «μποξ» περιοριζόταν να
χαμογελάει περιφρονητικά και προσβλητικά και χωρίς να καταδέχεται να πολυσυζητήσει με τον
αντίπαλό του, έδειχνε πού και πού, σιωπηλά, δήθεν κατά λάθος, ή μάλλον, για να πούμε καλύτερα,
έθετε καμιά φορά υπ’ όψη ένα απόλυτα εθνικό προϊόν — μια τεράστια γροθιά με φλέβες, με
ρόζους, γεμάτη ένα κοκκινωπό τρίχωμα — και σ’ όλους πια γινόταν φανερό πως αν αυτό το
βαθύτατα εθνικό προϊόν επιπέσει χωρίς να λαθέψει πάνω σε κάποιο αντικείμενο, τότε, μα την
αλήθεια, ούτε ψύλλος στον κόρφο του.
Όπως και το πρωί, έτσι και τώρα, δεν υπήρχε κανένας τους που να ‘χει γίνει στουπί κι αυτό γιατί ο
Ραγκόζιν είχε καταβάλει κάθε προσπάθεια έχοντας όλη μέρα υπ’ όψη του την επίσκεψη στη

Ναστάσια Φιλίπποβνα. Όσο γι’ αυτόν τον ίδιο, είχε προφτάσει να ξεμεθύσει σχεδόν εντελώς, απ’ την
άλλη μεριά όμως είχε σχεδόν αποβλακωθεί απ’ όλες τις εντυπώσεις που βρέθηκε στην ανάγκη να
υποφέρει κείνη την πιο αλλοπρόσαλλη και την πιο ακαταλόγιστη μέρα της ζωής του. Ένα μονάχα
του ‘μενε συνεχώς στη σκέψη, στη μνήμη και στην καρδιά, σε κάθε λεπτό, σε κάθε στιγμή. Γι’ αυτό
το έ ν α είχε περάσει όλη την ώρα, απ’ τις πέντε τ’ απόγευμα ως τις έντεκα, μέσα σ’ ατέλειωτη
αδημονία και αγωνία, χασομερώντας με τους Κίντερ και τους Μπίσκουπ που κι αυτοί είχαν
παλαβώσει σχεδόν και τρέχανε δω και κει σα δαιμονισμένοι να του βρουν τα χρήματα. Παρ’ όλ’
αυτά ωστόσο πρόφτασε και μάζεψε τις εκατό χιλιάδες τα μετρητά που γι’ αυτά είχε κάνει ένα
βιαστικό, ειρωνικό κι εντελώς αόριστο υπαινιγμό η Ναστάσια Φιλίπποβνα και τα μάζεψε δίνοντας
κάτι τόκους που κι ο ίδιος ο Μπίσκουπ από ντροπή δεν τους έλεγε δυνατά κουβεντιάζοντας με τον
Κίντερ μα μονάχα τους ψιθύριζε.
Όπως και το πρωί, ο Ραγκόζιν ερχόταν μπροστά απ’ όλη την παρέα κι οι άλλοι τον ακολουθούσαν
αρκετά δειλιασμένοι, μόλο που είχαν πλήρη συνείδηση όλης της υπεροχής τους. Πάνω απ’ όλα —κι
ένας Θεός ξέρει γιατί —φοβόνταν τη Ναστάσια Φιλίπποβνα. Μερικοί απ’ αυτούς μάλιστα νομίζανε
πως θα τους «κουτρουβαλιάσουν αμέσως απ’ τις σκάλες». Ανάμεσα σ’ αυτούς που σκέφτονταν έτσι,
ήταν κι ο δανδής, ο καρδιοκατακτητής Ζαλιόζνιεβ. Οι άλλοι όμως, και κυρίως ο κύριος με τις
γροθιές, μόλο που δεν το λέγανε, νιώθανε στην καρδιά τους βαθύτατη περιφρόνηση για τη
Ναστάσια Φιλίπποβνα, ακόμα και μίσος, και πηγαίνανε σπίτι της σα να πήγαιναν σε πολιορκία.
Όμως, η πολυτελέστατη διακόσμηση των δυο πρώτων δωματίων, όλα κεντητά πράγματα που δεν τα
‘χαν δει μήτε τα ‘χαν ακούσει ποτέ τους, τα σπάνια έπιπλα, οι πίνακες, το τεράστιο άγαλμα της
Αφροδίτης, —όλ’ αυτά τους προκαλέσανε μιαν ακατανίκητη εντύπωση σεβασμού και σχεδόν
φόβου. Αυτό φυσικά δεν τους εμπόδισε να χωθούν σιγά‐σιγά, αναιδείς και περίεργοι, στο σαλόνι
ξοπίσω απ’ το Ραγκόζιν μα όταν ο κύριος με τις γροθιές, ο «ζητιάνος» και μερικοί άλλοι πρόσεξαν
ανάμεσα στους καλεσμένους το στρατηγό Επάντσιν, τόσο πολύ χάσανε το κουράγιο τους τις πρώτες
στιγμές, που αρχίσανε μάλιστα να υποχωρούν στρατηγικώς προς το άλλο δωμάτιο. Μονάχα ο
Λέμπεντεβ ήταν απ’ τους πιο τολμηρούς και προχωρούσε δίπλα σχεδόν στο Ραγκόζιν, νιώθωντας
πολύ καλά τι σημαίνει ένα εκατομμύριο τετρακόσες χιλιάδες καθαρή περιουσία και εκατό χιλιάδες,
τώρα, τούτη τη στιγμή, στο χέρι. Πρέπει ωστόσο να σημειώσουμε πως όλοι τους, χωρίς να εξαιρέσει
κανείς μήτε και τον πολύπειρο Λέμπεντεβ, τα μπέρδευαν όσο και να πεις αναφορικά με τα σύνορα
και τα όρια της παντοδυναμίας τους και δεν ξέρανε αν τους επιτρέπονται πραγματικά τα πάντα ή
όχι. Ο Λέμπεντεβ, στιγμές‐στιγμές, ήταν έτοιμος να πάρει όρκο πως όλα του επιτρέπονται∙ άλλες
στιγμές όμως ένιωθε την ανήσυχη ανάγκη να θυμηθεί —για κάθε ενδεχόμενο— μερικά άρθρα του
Ποινικού Κώδικα και κατά προτίμηση τα καθησυχαστικά και κείνα που του δίνανε κουράγιο.
Στο Ραγκόζιν, το σαλόνι της Ναστάσιας Φιλίπποβνας, είχε προκαλέσει την αντίθετη εντύπωση απ’
ό,τι σ’ όλους τους άλλους συντρόφους του. Μόλις ανασηκώθηκε το παραπέτασμα κι είδε τη
Ναστάσια Φιλίπποβνα, όλα τ’ άλλα πάψανε να υπάρχουν γι’ αυτόν, όπως και το πρωί, πιο έντονα
μάλιστα απ’ το πρωί. Χλόμιασε και για μια στιγμή κοντοστάθηκε∙ μπορούσε κανείς να μαντέψει πως
η καρδιά του χτυπούσε δαιμονισμένα. Δειλά και σαστισμένα, έμεινε να κοιτάζει για κάμποσα
δευτερόλεπτα τη Ναστάσια Φιλίπποβνα, έχοντας καρφώσει πάνω της τη ματιά του. Ξάφνου, λες κι
είχε χάσει ολότελα τα λογικά του και σχεδόν τρεκλίζοντας, πλησίασε στο τραπέζι∙ προχωρώντας
σκόνταψε στην καρέκλα του Πτίτσιν και πάτησε με τις λασπωμένες του παπουτσάρες την
νταντελένια άκρη του υπέροχου γαλάζιου φορέματος της σιωπηλής καλλονής της Γερμανίδας —δε
ζήτησε συγνώμη μήτε και το πρόσεξε. Έχοντας πλησιάσει στο τραπέζι έβαλε απάνω ένα παράξενο
αντικείμενο∙ το αντικείμενο αυτό, σαν μπήκε στο σαλόνι, το κράταγε μπροστά του και με τα δυο του
χέρια. Ήταν ένα μεγάλο πάκο, κάπου μια παλάμη ύψος και κάτι παραπάνω μάκρος, γερά και σφιχτά
τυλιγμένο σ’ ένα κομμάτι εφημερίδα — τα Χρηματιστηριακά Νέα — και δεμένο πολύ‐πολύ σφιχτά,
δυο φορές σταυρωτά με σπάγκο σαν εκείνον που δένουν τα κεφάλια της ζάχαρης. Ύστερα στάθηκε
χωρίς να πει λέξη κι άφησε τα χέρια του να πέσουν, λες και περίμενε την καταδίκη του. Το κοστούμι
του ήταν το ίδιο ακριβώς το πρωινό εκτός από ένα κατακαίνουργιο μεταξωτό κασκόλ που φόραγε
στο λαιμό, χτυπητά πράσινο και κόκκινο, με μια τεράστια διαμαντένια καρφίτσα που παράσταινε

ένα σκαθάρι, κι ένα χοντρό διαμαντένιο δαχτυλίδι στο βρόμικο δάχτυλο του δεξιού του χεριού. Ο
Λέμπεντεβ έμεινε κάπου τρία βήματα πιο δω απ’ το τραπέζι∙ οι άλλοι όπως το ‘παμε και παραπάνω,
μπαίναν ένας‐ένας στο σαλόνι. Η Κάτια κι η Πάσα, οι καμαριέρες της Ναστάσιας Φιλίπποβνας, είχαν
τρέξει κι αυτές και κοιτάζανε απ’ τ’ ανασηκωμένα παραπετάσματα κατάπληκτες και τρομαγμένες.
— Τι είναι αυτό; —ρώτησε η Ναστάσια Φιλίπποβνα, αφού κοίταξε επίμονα και περίεργα το
Ραγκόζιν απ’ την κορφή ως τα νύχια και δείχνοντάς του με τα μάτια το «αντικείμενο».
— Εκατό χιλιάδες! —απάντησε κείνος σχεδόν ψιθυρίζοντας.
— Ώστε τον κράτησες λοιπόν το λόγο σου. Τι άνθρωπος, μα την αλήθεια! Καθίστε, παρακαλώ, να,
εδώ, σ’ αυτή την καρέκλα∙ αργότερα κάτι θα σας πω. Ποιος είναι μαζί σας; Όλη η πρωινή συντροφιά;
Ε, ας μπούνε λοιπόν κι ας καθίσουν να, εκεί, στο ντιβάνι, έχει θέση, να κι άλλο ντιβάνι. Να, εκεί, δυο
πολυθρόνες… μα τι, δε θέλουν λοιπόν να κάτσουν;
Πραγματικά, ήταν μερικοί που τα ‘χαν χάσει εντελώς∙ υποχώρησαν και βολεύτηκαν όπως‐όπως να
περιμένουν στο άλλο δωμάτιο, άλλοι όμως έμειναν και κάτσανε όπως τους είπε η Ναστάσια
Φιλίπποβνα, μονάχα που φροντίσανε να βρεθούν όσο γινόταν μακρύτερα απ’ το τραπέζι, κατά
προτίμηση στις γωνιές, θέλοντας ακόμα να μείνουν όσο το δυνατό πιο απαρατήρητοι∙ άλλοι όμως,
όσο πέρναγε η ώρα, άρχιζαν και παίρνανε κουράγιο, με μιαν αφύσικη, θα ‘λεγες ταχύτητα. Ο
Ραγκόζιν έκατσε κι αυτός στην καρέκλα που του δείξανε, δεν έμεινε όμως πολλήν ώρα καθισμένος∙
σε λίγο σηκώθηκε και δεν ξανάκατσε πια. Λίγο‐λίγο, άρχισε να ξεχωρίζει και να παρατηρεί γύρω του
τους επισκέπτες. Βλέποντας το Γάνια, χαμογέλασε φαρμακερά και ψιθύρισε μέσα του: «για κοίτα!».
Το στρατηγό και τον Αθανάσιο Ιβάνοβιτς τους κοίταξε χωρίς να σαστίσει και μάλιστα χωρίς
ιδιαίτερη περιέργεια. Μα όταν πρόσεξε δίπλα στη Ναστάσια Φιλίπποβνα τον πρίγκιπα, για πολλήν
ώρα δεν μπορούσε ν’ αποσπάσει από πάνω του το βλέμμα∙ φαινόταν τρομερά απορημένος και θα
‘λεγες πως δεν τα κατάφερνε να εξηγήσει αυτή τη συνάντηση∙ θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως
στιγμές‐στιγμές βρισκόταν σε πραγματική παράκρουση. Εκτός απ’ όλες τις έντονες συγκινήσεις
αυτής της μέρας, όλη την προηγούμενη νύκτα την είχε περάσει στο βαγόνι κι ήταν δυο περίπου
εικοστετράωρα που δεν είχε κλείσει μάτι.
— Κύριοι, αυτά εκεί είναι εκατό χιλιάδες,— είπε η Ναστάσια Φιλίπποβνα γυρίζοντας σ’ όλους με μια
πυρετικά ανυπόμονη πρόκληση, να, σε κείνο το βρόμικο πάκο. Το πρωί, αυτός εδώ φώναζε σαν
τρελός πως θα μου φέρει εκατό χιλιάδες και γω, όλην αυτή την ώρα, τον περίμενα— μ’ είχε βγάλει
σε δημοπρασία: άρχισε από δεκαοχτώ χιλιάδες, ύστερα πήδηξε στις σαράντα, κι ύστερα να, αυτές οι
εκατό. Τον κράτησε το λόγο του! Ου, τι χλομός που είναι!… Όλ’ αυτά γίνανε το πρωί στο σπίτι του
Γάνετσκα: πήγα να κάνω επίσκεψη στη μητερούλα του, να δω τη μέλλουσα οικογένειά μου και κει η
αδερφή του μου φώναξε κατάμουτρα: «Δε θα τη διώξουν λοιπόν από δω πέρα αυτή την
ξετσίπωτη!» και το Γάνετσκα, τον αδερφό της, τον έφτυσε στα μούτρα. Είναι μια κοπέλα με δυνατό
χαρακτήρα.
— Ναστάσια Φιλίπποβνα! —πρόφερε επιτιμητικά ο στρατηγός. Είχε αρχίσει να καταλαβαίνει τι
τρέχει με τον τρόπο του φυσικά.
— Τι συμβαίνει στρατηγέ; Δεν είναι καθωσπρέπει όλ’ αυτά; Ε, φτάνουν πια οι υποκρισίες! Τι
σημαίνει αν καθόμουνα στο θεωρείο μου του Γαλλικού Θεάτρου σαν απρόσιτη αρετή
αποφεύγοντας όλους εκείνους που με κυνηγούσαν πέντε χρόνια τώρα σα να ‘μουν άγρια και
κοιτάζοντάς τους σαν αλαζονική αθωότης —τι σημασία έχουν όλ’ αυτά; Από βλακεία μου τα ‘κανα!
Να, ήρθε παρ’ όλ’ αυτά μπροστά σας κι έβαλε εκατό χιλιάδες στο τραπέζι ύστερ’ απ’ τα πέντε χρόνια
της αθωότητας, και σίγουρα έχουν έξω έτοιμες τις τρόικες και με περιμένουν. Εκατό χιλιάδες με
διατίμησε! Γάνετσκα, βλέπω πως εξακολουθείς ακόμα να ‘σαι θυμωμένος μαζί μου ε; Μα ήταν ποτέ

δυνατό να θέλεις να με μπάσεις στην οικογένειά σου; Εμένα την πουλημένη στο Ραγκόζιν! Δεν
άκουσες τι είπε πριν από λίγο ο πρίγκιπας;
— Εγώ δεν είπα αυτό, δεν είπα πως είστε του Ραγκόζιν, δεν είστε του Ραγκόζιν! —πρόφερε με
τρεμάμενη φωνή ο πρίγκιπας.
— Ναστάσια Φιλίπποβνα, φτάνει, μητερούλα, φτάνει, περιστεράκι μου, —δεν κρατήθηκε ξαφνικά η
Ντάρια Αλεξέγιεβνα. —Μια και τους σιχάθηκες τόσο πολύ όλους τους, τι τους έχεις ακόμα και τους
κοιτάς! Κι είναι ποτέ δυνατό να θέλεις να φύγεις μ’ έναν τέτοιον, έστω και για εκατό χιλιάδες!
Πραγματικά, εκατό χιλιάδες, για φαντάσου! Και συ να τις πάρεις τις εκατό χιλιάδες και κείνον να τον
διώξεις, έτσι πρέπει να ξεμπερδεύει κανείς με κάτι τέτοιους∙ ε, αν ήμουν εγώ στη θέση σου, θα
τους… τι πράματα είν’ αυτά, μα την αλήθεια;
Η Ντάρια Αλεξέγιεβνα έφτασε μάλιστα να θυμώσει. Ήταν μια καλή γυναίκα και πολύ
ευκολοσυγκίνητη.
— Μα μη θυμώνεις, Ντάρια Αλεξέγιεβνα, —της χαμογέλα σε ειρωνικά η Ναστάσια Φιλίπποβνα, —
εγώ δεν του τα είπα θυμωμένη. Μ’ άκουσες να τον μαλώσω; Μα την αλήθεια, μου είναι αδύνατο να
καταλάβω πώς μ’ έπιασε αυτή η βλακεία να θέλω να μπω σε μια τίμια οικογένεια. Την είδα εγώ τη
μητέρα του και της φίλησα το χέρι. Κι αν φέρθηκα όπως φέρθηκα το πρωί στο σπίτι σου, Γάνετσκα,
το ‘κανα επίτηδες γιατί ήθελα να το δω για τελευταία φορά με τα μάτια μου: μέχρι πού μπορείς να
φτάσεις. Ε, μα την αλήθεια, μ’ έκανες και τα ‘χασα. Πολλά περίμενα από σένα, αυτό όμως όχι! Μα
είναι ποτέ δυνατό να μπορούσες να με πάρεις, ξέροντας πως αυτός εκεί μου χαρίζει τέτοια
μαργαριτάρια την παραμονή σχεδόν του γάμου μου, και γω τα παίρνω; Κι ο Ραγκόζιν; Μα ο
Ραγκόζιν μέσα στο σπίτι σου, μπροστά στη μάνα σου και στην αδερφή σου, με παζάρευε, και συ,
παρ’ όλ’ αυτά, ήρθες δω χάμω να μου παντρολογηθείς και λίγο ακόμα θα ‘φερνες και την αδερφή
σου! Μήπως ήταν αλήθεια αυτό που είπε για σένα ο Ραγκόζιν πως για τρία ρούβλια θα σουρθείς με
τα τέσσερα ως το Βασιλιέβσκη;
— Θα σουρθεί, —πρόφερε ξάφνου ο Ραγκόζιν σιγά, σα να ‘ταν όμως απόλυτα σίγουρος.
— Και να πεις πως πέθαινες της πείνας!… Λένε πως παίρνεις καλό μισθό! Και πάνω απ’ όλα, εκτός
απ’ την ντροπή, και το αίσχος, να μπάσεις στο σπίτι σου μια γυναίκα που μισείς! (Γιατί εσύ με
μισείς, το ξέρω!). Όχι, τώρα το πιστεύω πως ένας τέτοιος άνθρωπος μπορεί και να σφάξει για
λεφτά! Τους έχει πιάσει τώρα τόση απληστία, τόσο τα κυνηγάνε τα λεφτά που έχουν σχεδόν
αποβλακωθεί. Είναι αμούστακο παιδί ακόμα και πάει να γίνει τοκογλύφος! Ή, μπορεί να τυλίξει το
ξουράφι σε μετάξι και να πάει στα ύπουλα από πίσω να σφάξει το φίλο του σαν κριάρι, όπως
διάβαζα τις προάλλες. Ε, είσαι ξετσίπωτος, μέχρι κει που δεν παίρνει! Είμαι και γω ξετσίπωτη, εσύ
όμως είσαι χειρότερος από μένα. Όσο για κείνον κει το μπουκετάκια, ούτε λόγος να γίνεται…
— Εσείς, εσείς τα λέτε αυτά, Ναστάσια Φιλίπποβνα! —χτύπησε τα χέρια του ο στρατηγός με
ειλικρινή πίκρα. —Εσείς, μια τόσο αιθέρια ύπαρξη, με τόσο λεπτούς τρόπους και ιδέες και τώρα! Τι
γλώσσα! Τι εκφράσεις!
— Τώρα είμαι μεθυσμένη, στρατηγέ, —γέλασε ξάφνου η Ναστάσια Φιλίπποβνα, —θέλω να το ρίξω
έξω! Σήμερα είναι η μέρα μου, σήμερα είναι η γιορτή μου, η μεγάλη μου ημέρα, καιρό τώρα την
περίμενα. Ντάρια Αλεξέγιεβνα, τον βλέπεις αυτόν το μπουκετάκια, να κείνον εκεί τον monsieur aux
camelias (τον κύριο με τας καμελίας), νάτος που κάθεται και μας κοροϊδεύει…
— Δεν κοροϊδεύω, Ναστάσια Φιλίπποβνα, μονάχα ακούω μετά μεγίστης προσοχής, —αντείπε
αξιοπρεπώς ο Τότσκη.

— Όχι πέστε μου λοιπόν, γιατί τον τυραννούσα πέντε ολάκερα χρόνια και δεν τον άφηνα να φύγει
από κοντά μου; Του άξιζε τάχα; Είναι απλούστατα αυτός που πρέπει να ‘ναι.. Δεν το ‘χει σε τίποτα
να με θεωρήσει κι ένοχη απέναντί του: γιατί, βλέπεις, μου ‘δωσε καλή ανατροφή, σαν κοντέσα με
είχε, καταξοδεύτηκε ο άνθρωπος, ένα σωρό λεφτά του κόστισα, μου προμήθεψε έναν τίμιο σύζυγο,
και στο χωριό ακόμα και δω πέρα το Γάνετσκα. Και θα το ‘βαζε ποτέ ο νους σου; Τούτα τα πέντε
χρόνια δε ζούσα μαζί του, χρήματα όμως δεχόμουνα κι έπαιρνα απ’ αυτόν και νόμιζα πως κάνω
καλά! Τα ‘χα χάσει εντελώς και δεν ήξερα τι μου γινόταν!
Τώρα μου λες, πάρε τις εκατό χιλιάδες και διώξ’ τον μια και σε πιάνει σιχασιά. Ναι, αλήθεια, είναι
σιχαμερό… θα μπορούσα από καιρό να παντρευόμουν και να πάρω πολύ καλύτερον απ’ το
Γάνετσκα, μα κι αυτό επίσης είναι πολύ σιχαμερό. Και τι στο δαίμονα μου ‘ρθε και τα ‘χασα αυτά τα
πέντε χρόνια μου∙ απ’ την κακία και το θυμό μου τα ‘χασα. Και, το πιστεύεις τάχα ή όχι; —εδώ και
τέσσερα χρόνια πάνω‐κάτω, ήταν φορές που σκεφτόμουνα: γιατί δηλαδή να μην τον παντρευτώ
αλήθεια τον Αθανάσιό μου Ιβάνοβιτς! Το σκεφτόμουνα τότε από κακία: λίγες σκέψεις τάχα μου
πέρασαν τότε απ’ το νου∙ και να δεις που θα τον ανάγκαζα να με παντρευτεί! Ο ίδιος με
παρακαλούσε, το πιστεύεις ή όχι; Η αλήθεια είναι πως δεν το ‘χε πάρει απόφαση στα σοβαρά, μα
είναι άνθρωπος που εύκολα τον τουμπάρεις, δεν μπορεί να σου αντισταθεί. Ύστερα όμως, δόξα τω
Θεώ, σταμάτησα: Την αξίζει τάχα τόση κακία! Και τόσο πολύ τον σιχάθηκα ξάφνου τότε, που κι αν
ακόμα μου ‘κανε ο ίδιος πρόταση, δε θα δεχόμουν. Και να σκέφτεται κανείς πως πέντε ολάκερα
χρόνια πίεζα έτσι τον εαυτό μου! Όχι, καλύτερα στο δρόμο, εκεί είναι η θέση μου εμένα! Ή, να το
ρίξω έξω με το Ραγκόζιν ή να πάω αύριο κιόλας και να γίνω πλύστρα! Γιατί, ξέρεις, δεν έχω τίποτα
δικό μου∙ σα θα φύγω, όλα θα του τα πετάξω στα μούτρα, θα του αφήσω και το τελευταίο κουρέλι,
και χωρίς τίποτα ποιος με παίρνει εμένα; Να, για κάνε πως ρωτάς το Γάνια, με παίρνει; Μα εμένα,
ούτε ο Φερντιστσένκο δε με παίρνει!
— Ο Φερντιστσένκο μπορεί να μη σας πάρει, Ναστάσια Φιλίπποβνα, εγώ είμαι άνθρωπος
ειλικρινής, —τη σταμάτησε ο Φερντιστσένκο, —ο πρίγκηψ όμως θα σας πάρει! Να, κάθεστε και
κλαιγόσαστε, ρίξτε όμως μια ματιά στον πρίγκιπα, ώρα τώρα τον παρακολουθώ…
Η Ναστάσια Φιλίπποβνα γύρισε περίεργα και κοίταξε τον πρίγκιπα.
— Έτσι είναι; —τον ρώτησε.
— Έτσι, —ψιθύρισε ο πρίγκιπας.
— Με παίρνετε έτσι όπως είμαι χωρίς τίποτα;
— Σας παίρνω, Ναστάσια Φιλίπποβνα…
— Άλλο ανέκδοτο κι αυτό! —μουρμούρισε ο στρατηγός. —Θα ‘πρεπε να το περιμένω!
Ο πρίγκιπας κοίταζε με πονεμένο, αυστηρό και διαπεραστικό βλέμμα το πρόσωπο της Ναστάσιας
Φιλίπποβνας που εξακολουθούσε να τον περιεργάζεται.
— Να που βρέθηκε κι άλλος μνηστήρας! —είπε αυτή ξαφνικά, γυρίζοντας στη Ντάρια Αλεξέγιεβνα.
—Κι όμως το κάνει από καλή καρδιά, τον ξέρω εγώ. Βρήκα τον ευεργέτη μου. Εδώ που τα λέμε, ίσως
να ‘ναι σωστό αυτό που λένε πως είναι… βίδας. Και πώς θα ζήσεις λοιπόν, αν είσαι πια τόσο πολύ
ερωτευμένος ώστε να πάρεις μια γυναίκα πουλημένη στο Ραγκόζιν, εσύ ο πρίγκιπας;
— Εγώ σας θεωρώ τίμια, Ναστάσια Φιλίπποβνα, κι όχι πουλημένη στο Ραγκόζιν, —είπε ο πρίγκιπας.

— Εγώ είμαι τίμια;
— Εσείς.
— Ε, αυτά… τα ‘χεις διαβασμένα στα ρομάντζα! Αυτά, καλέ μου πριγκιπάκο, είναι ξεπερασμένα
παραμύθια, σήμερα ο κόσμος έβαλε μυαλό κι όλ’ αυτά είναι σαχλαμάρες! Κι ύστερα τι σόι άντρας
μου θα γίνεις —εσένα σου χρειάζεται μια νταντά να σε προσέχει!
Ο πρίγκιπας σηκώθηκε και με τρεμάμενη, δειλή φωνή, ταυτόχρονα όμως με ύφος ανθρώπου που
πιστεύει ακράδαντα σ’ αυτό που λέει, πρόφερε:
— Εγώ δεν ξέρω τίποτα, Ναστάσια Φιλίπποβνα, τίποτα δεν έχω δει, έχετε δίκιο, όμως εγώ… εγώ θα
το θεωρήσω πως εσείς κάνετε τιμή σε μένα κι όχι εγώ σε σας. Εγώ δεν είμαι τίποτα, εσείς όμως
υποφέρατε και μες από μια τέτοια κόλαση βγήκατε καθαρή∙ κι αυτό είναι πολύ. Γιατί λοιπόν
ντρεπόσαστε και θέλετε να φύγετε με το Ραγκόζιν; Αυτό είναι πυρετός… Εσείς επιστρέ ψατε στον
κύριο Τότσκη τις εβδομήντα πέντες χιλιάδες και λέτε πως όλα όσα βρίσκονται εδώ, όλα θα τα
παρατήσετε∙ αυτό κανέ νας δεν το κάνει. Εγώ… Ναστάσια Φιλίπποβνα… Σας αγαπώ. Θα πεθάνω για
σας, Ναστάσια Φιλίπποβνα. Σε κανέναν δε θα επιτρέψω λέξη να πει για σας, Ναστάσια
Φιλίπποβνα… Αν θα ‘μαστε φτωχοί, θα δουλέψω, Ναστάσια Φιλίπποβνα…
Σαν είπε αυτά τα τελευταία λόγια, ακούστηκαν τα γελάκια του Φερντιστσένκο και του Λέμπεντεβ∙
ακόμα κι ο στρατηγός ξερόβηξε κάπως παράξενα, πολύ δυσαρεστημένος. Ο Πτίτσιν κι ο Τότσκη δεν
μπόρεσαν να μη χαμογελάσουν, συγκρατήθηκαν όμως. Οι άλλοι μείναν με το στόμα ανοικτό απ’ την
έκπληξή τους.
— …Μπορεί ωστόσο να μην είμαστε φτωχοί μα πολύ πλού σιοι, Ναστάσια Φιλίπποβνα, —
εξακολούθησε ο πρίγκιπας με την ίδια δειλή φωνή. —Εδώ που τα λέμε δεν το ξέρω στα σίγουρα κι
είναι κρίμα που ως τα τώρα, ολάκερη μέρα, δεν μπόρεσα να μάθω τίποτα, πήρα όμως στην Ελβετία
ένα γράμμα απ’ τη Μόσχα, από έναν κύριο Σαλάζκιν και μου γνωστοποιεί πως μπορώ τάχα να πάρω
μια πολύ μεγάλη κληρονομιά. Ιδού αυτό το γράμμα…
Πραγματικά ο πρίγκιπας έβγαλε απ’ τη τσέπη του ένα γράμμα.
— Μήπως παραμιλάει; —μουρμούρισε ο στρατηγός. —Σω στό φρενοκομείο!
Για μια στιγμή έγινε σιωπή.
— Αν δεν κάνω λάθος, πρίγκηψ, είπατε πως το γράμμα σας το ‘στειλε ο Σαλάζκιν; —ρώτησε ο
Πτίτσιν. —Είναι ένας πολύ γνωστός στον κύκλο του άνθρωπος∙ είναι πασίγνωστος μεσάζων, κι αν
πραγματικά σας δίνει την πληροφορία που λέτε, μπορείτε να του ‘χετε απόλυτη εμπιστοσύνη. Κατά
καλή τύχη, ξέρω το γραφικό του χαρακτήρα γιατί δεν πάει πολύς καιρός που είχα δοσοληψίες μαζί
του… Αν μου δίνατε το γράμμα να ρίξω μια ματιά, κάτι θα μπορούσα ίσως να σας πω.
Ο πρίγκιπας, χωρίς να πει λέξη, του ‘δωσε το γράμμα με τρεμάμενο χέρι.
— Μα τι συμβαίνει, τι συμβαίνει; —αναταράχτηκε ο στρα τηγός κοιτάζοντάς τους όλους σα
μισοπάλαβος. —Είναι δυνατό να πρόκειται για κληρονομιά;
Όλοι καρφώσανε το βλέμμα τους στον Πτίτσιν που διάβαζε το γράμμα. Η γενική περιέργεια είχε
δεχτεί μια καινούργια και εξαιρετική ώθηση. Ο Φερντιστσένκο δεν μπορούσε να κάτσει στη θέση
του. Ο Ραγκόζιν κοίταζε μη ξέροντας τι του γίνεται κι ήταν τρομερά ταραγμένος∙ μια κοίταζε τον

πρίγκιπα, μια τον Πτίτσιν. Η Ντάρια Αλεξέγιεβνα λες και καθόταν σ’ αναμμένα κάρβουνα. Ακόμα κι ο
Λέμπεντεβ δεν κρατήθηκε, βγήκε απ’ τη γωνιά του και, σκύβοντας όσο παίρνει, άρχισε να
κρυφοκοιτάζει το γράμμα πάνω απ’ τον ώμο του Πτίτσιν, με ύφος ανθρώπου που φοβάται πως από
στιγμή σε στιγμή κάποιος θα βρεθεί να του δώσει μια κατακεφαλιά.
XVI
ΣΙΓΟΥΡΗ ΔΟΥΛΕΙΑ, —είπε τελικά ο Πτίτσιν διπλώνοντας το γράμμα και δίνοντάς το στον πρίγκιπα. —
Παίρνετε χωρίς καμιά διαδικασία, με μιαν απρόσβλητη διαθήκη της θείας σας, ένα εξαιρετικά
μεγάλο κεφάλαιο.
— Αδύνατον!— ξεφώνισε ο στρατηγός σα να πυροβόλησε.
Όλοι μείνανε και πάλι με το στόμα ανοικτό.
Ο Πτίτσιν εξήγησε, λέγοντάς τα κυρίως στον Ιβάν Φιοντόροβιτς, πως εδώ και πέντε μήνες πέθανε η
θεία του πρίγκιπα, μια θεία που δεν την είχε δει ποτέ του. Ήταν η μεγαλύτερη αδερφή της μητέρας
του, κόρη ενός Μοσκοβίτη έμπορα τρίτης κατηγορίας, του Παπούσιν, που πέθανε φτωχός και
χρεωκοπημένος. Όμως, ο μεγαλύτερος γιος, ο αδερφός αυτού του Παπούσιν που έχει πεθάνει και
κείνος, δεν πάει πολύς καιρός, ήταν ένας γνωστός και πλούσιος έμπορος. Εδώ κι ένα χρόνο πάνω‐
κάτω του πεθάνανε τον ίδιο σχεδόν μήνα κι οι δυο γιοι του, που ήταν τα μόνα του παιδιά. Αυτό
ήταν τόσο μεγάλο χτύπημα για το γέρο, που σε λίγο αρρώστησε κι αυτός και πέθανε. Ήταν
χηρευάμενος, δεν είχε κανέναν απολύτως κληρονόμο εκτός απ’ τη θεία του πρίγκιπα, που ήταν
ανιψιά του Παπούσιν, μια πολύ φτωχή γυναίκα που ζούσε σε ξένο σπίτι. Τον καιρό που πήρε την
κληρονομιά, η θεία αυτή ήταν σχεδόν ετοιμοθάνατη από υδρωπικία, άρχισε όμως να ψάχνει
αμέσως να βρει τον πρίγκιπα, ανέθεσε την υπόθεση στο Σαλάζκιν και πρόφτασε να κάνει τη διαθήκη
της. Καθώς φαίνεται, ούτε ο πρίγκιπας ούτε ο γιατρός που τον κουράριζε στην Ελβετία δε θελήσανε
να περιμένουν επίσημη ειδοποίηση ή να ζητήσουν πληροφορίες κι ο πρίγκιπας, με το γράμμα του
Σαλάζκιν στην τσέπη, αποφάσισε να ξεκινήσει και να ‘ρθει ο ίδιος…
— Ένα μονάχα μπορώ να σας πω, —τέλειωσε ο Πτίτσιν γυρίζοντας στον πρίγκιπα, —πως όλ’ αυτά θα
πρέπει να ‘ναι σωστά κι αναμφισβήτητα κι όλα όσα σας γράφει ο Σαλάζκιν για το απρόσβλητο και το
νόμιμο της υποθέσεώς σας μπορείτε να τα θεωρήσετε σίγουρα∙ είναι σα να ‘χετε κιόλας τα χρήματα
στην τσέπη σας. Τα συγχαρητήριά μου, πρίγκηψ! Ίσως να παίρνετε και σεις ενάμισι εκατομμύριο,
μπορεί και περισσότερα. Ο Παπούσιν ήταν πολύ πλούσιος έμπορος.
— Άντε και σου ‘φεξε, τελευταίε απόγονε των πριγκίπων Μίσκιν! —ούρλιαξε ο Φερντιστσένκο.
— Ζήτω! —φώναξε με βραχνή, μεθυσμένη φωνή ο Λέμπεντεβ.
— Και γω τον διευκόλυνα με εικοσπέντε ρούβλια το πρωί το φουκαρά, χα‐χα‐χα! Σωστή
φαντασμαγορία! —πρόφερε ο στρατηγός ζαλισμένος σχεδόν απ’ την κατάπληξή του και σηκώθηκε
απ’ την καρέκλα του και πήγε ν’ αγκαλιάσει τον πρίγκιπα. Ξοπίσω του αρχίσαν να σηκώνονται κι
άλλοι και στριμώχτηκαν κι αυτοί γύρω στον πρίγκιπα. Ακόμα και κείνοι που είχαν αποσυρθεί στ’
άλλο δωμάτιο αρχίσανε και μπαίναν στο σαλόνι. Από παντού ακούγονταν συζητήσεις, ξεφωνητά,
ακούστηκαν μάλιστα μερικοί που ζητάγανε σαμπάνια∙ όλοι πηγαινόρχονταν και σκουντιώνταν. Για
μια στιγμή ξεχάσανε σχεδόν τη Ναστάσια Φιλίπποβνα, ξεχάσανε πως, όπως και να ‘ταν, αυτή ήταν η
οικοδέσποινα της βραδιάς. Σιγά‐σιγά, όμως, αναλογίστηκαν σχεδόν ταυτόχρονα όλοι τους πως ο
πρίγκιπας μόλις τώρα της είχε κάνει πρόταση γάμου, ώστε λοιπόν το πράγμα καταντούσε τρεις
φορές ακόμα πιο ακαταλόγιστο κι ασυνήθιστο από πριν. Ο Τότσκη, βαθύτατα απορημένος,
ανασήκωνε τους ώμους κάθε λίγο και λιγάκι∙ σχεδόν μονάχα αυτός είχε μείνει καθιστός, όλο τ’ άλλο
μπουλούκι στριμωχνόταν άτακτα γύρω στο τραπέζι. Όλοι βεβαίωναν αργότερα πως από κείνην
ακριβώς τη στιγμή τής στρίψανε της Ναστάσιας Φιλίπποβνας. Εξακολουθούσε να κάθεται και για
κάμποσην ώρα τους κοίταζε μ’ ένα παράξενο, απορημένο βλέμμα, σα να μην καταλάβαινε και να
πάσκιζε να σκεφτεί. Ύστερα γύρισε ξάφνου στον πρίγκιπα και σμίγοντας τρομερά τα φρύδια της
άρχισε να τον περιεργάζεται επίμονα∙ αυτό όμως κράτησε μια μονάχα στιγμή∙ ίσως να της φάνηκε

ξαφνικά πως όλ’ αυτά είναι ένα αστείο, μια κοροϊδία∙ το ύφος του πρίγκιπα όμως την έπεισε
αμέσως για το αντίθετο. Έπεσε σε συλλογή, ύστερα ξαναχαμογέλασε, σα να μην ήξερε καλά‐καλά κι
η ίδια γιατί χαμογελάει…
— Ώστε λοιπόν, στ’ αλήθεια πριγκίπισσα! —ψιθύρισε μόνη της ειρωνικά θα ‘λεγες και, ρίχνοντας
κατά λάθος ένα βλέμμα στη Ντάρια Αλεξέγιεβνα, έβαλε τα γέλια. —Αναπάντεχη λύση… εγώ… άλλο
περίμενα…α τι στέκεστε λοιπόν, κύριοι, κάντε μου τη χάρη, καθίστε, συγχαρείτε μας με τον
πρίγκιπα! Αν δεν κάνω λάθος, κάποιος ζήτησε σαμπάνια. Φερντιστσένκο, πηγαίνετε και πέστε να
φέρουν∙ Κάτια, Πάσα —πρόσεξε ξάφνου στην πόρτα τις υπηρέτριές της— ελάτε, πλησιάστε,
παντρεύομαι, τ’ ακούσατε; Με τον πρίγκιπα, έχει ενάμισι εκατομμύριο, είναι ο πρίγκιπας Μίσκιν και
με παίρνει!
— Άντε, καλορίζικα, μητερούλα, καιρός ήταν! Δεν υπάρχει λόγος να χάσεις την ευκαιρία, —φώναξε
η Ντάρια Αλεξέγιεβνα που την είχαν βαθιά συγκλονίσει όλα όσα άκουσε.
— Μα καθίστε δίπλα μου λοιπόν, πρίγκηψ, —συνέχισε η Ναστάσια Φιλίπποβνα. —Ωραία έτσι. Να
που φέρνουν και τη σαμπάνια, συγχαρείτε με λοιπόν, κύριοι!
— Ζήτω! —φώναξαν πολλοί. Πολλοί στριμωχτήκανε γύρω στη σαμπάνια κι ανάμεσά τους όλη
σχεδόν η παρέα του Ραγκόζιν. Όμως μόλο που φωνάξανε κι ήταν έτοιμοι να φωνάξουν κι άλλο,
ωστόσο πολλοί απ’ αυτούς, παρ’ όλα τα παράξενα που γίνανε και το παράξενο μέρος όπου
βρίσκονταν, νιώσανε πως το ντεκόρ αλλάζει. Άλλοι τα είχαν σαστίσει και περιμένανε δύσπιστα.
Πολλοί όμως λέγανε ψιθυριστά ο ένας στον άλλον πως όλ’ αυτά είναι πολύ‐πολύ συνηθισμένα
πράματα, οι πρίγκιπες παντρεύονται όποια τους καπνίσει, ακόμα και τσιγγάνες παίρνουν απ’ τις
κατασκηνώσεις τους. Ο Ραγκόζιν στεκόταν και κοίταζε, έχοντας στραβώσει το πρόσωπό του σ’ ένα
ασάλευτο, απορημένο χαμόγελο.
— Πρίγκηψ, καλούλη μου σύνελθε! —του ψιθύρισε με φρίκη ο στρατηγός, πλησιάζοντάς τον απ’ το
πλάι και τραβώντας τον απ’ το μανίκι.
Η Ναστάσια Φιλίπποβνα το πρόσεξε κι έβαλε τα γέλια.
— Όχι, στρατηγέ! Τώρα είμαι και γω πριγκίπισσα, τ’ ακού σατε —ο πρίγκιπας δε θ’ αφήσει να με
κακομεταχειριστούν! Αθανάσιε Ιβάνοβιτς, γιατί δεν έρχεστε να με συγχαρείτε; Τώρα εγώ θα
κάθομαι παντού δίπλα‐δίπλα με τη σύζυγο σας∙ ποια είναι η γνώμη σας, συμφέρει να ‘χει κανείς
έναν τέτοιον άντρα; Ενάμισι εκατομμύριο κι είναι και πρίγκιπας κι ακόμα, λένε, είναι και ηλίθιος
από πάνω, τι καλύτερο θα μπορούσα να βρω; Τώρα είναι που θ’ αρχίσει η πραγματική ζωή!
Άργησες, Ραγκόζιν! Μάζεψε το πάκο σου από κει χάμω, εγώ παντρεύομαι τον πρίγκιπα κι είμαι πιο
πλούσια από σένα!
Ο Ραγκόζιν κατάλαβε. Ένας ανέκφραστος πόνος σφράγισε το πρόσωπό του. Χτύπησε τα χέρια του κι
ένας στεναγμός ξέφυγε απ’ το στήθος του.
— Παραιτήσου! —φώναξε του πρίγκιπα.
Γύρω γελάσανε.
— Για σένα θες να παραιτηθεί; —βρήκε την ευκαιρία να πει θριαμβεύοντας η Ντάρια Αλεξέγιεβνα.
—Για κοίτα κει που έριξε τα λεφτά στο τραπέζι— ο μουζίκος! Ο πρίγκιπας την παίρνει γυναίκα του,
εσύ όμως ήρθες να κάνεις προστυχιές!

— Και γω την παίρνω! Τώρα την παίρνω, τούτη τη στιγμή! Όλα θα τα δώσω…
— Μας κουβαλήθηκες απ’ την ταβέρνα μεθυσμένος, σου αξίζει να σε διώξουν! —ξανάπε
αγανακτισμένη η Ντάρια Αλεξέγιεβνα.
Τα γέλια δυνάμωσαν.
— Ακούς, πρίγκιπα, —γύρισε και του είπε η Ναστάσια Φιλίπποβνα, να πώς τη βγάζει τη μνηστή σου
σε δημοπρασία ο μουζίκος.
— Είναι μεθυσμένος, είπε ο πρίγκιπας. —Σας αγαπάει πολύ.
— Και δε θα ντρέπεσαι αργότερα που η μνηστή σου παραλίγο να φύγει με το Ραγκόζιν;
— Όλ’ αυτά τα κάνατε πάνω στον πυρετό∙ και τώρα έχετε πυρετό∙ είναι σα να βρίσκεστε σε
παραλήρημα.
— Και δε θα ντραπείς όταν σου πουν αργότερα πως τη γυναίκα σου την είχε σπιτωμένη ο Τότσκη;
— Όχι, δε θα ντραπώ… Δε μένατε με τη θέλησή σας στου Τότσκη.
— Και δε θα με κατηγορήσεις ποτέ;
— Δε θα σας κατηγορήσω.
— Πρόσεξε καλά, μην εγγυάσαι για όλη σου τη ζωή.
— Ναστάσια Φιλίπποβνα, είπε ο πρίγκιπας σιγά, με συμπό νια,— πριν από λίγο σας έλεγα πως θα
θεωρήσω τιμή μου τη συγκατάθεσή σας και πως εσείς μου κάνετε τιμή κι όχι εγώ σε σας. Εσείς
χαμογελάσατε ειρωνικά, και γύρω μου άκουσα πολ λούς να γελάνε. Δεν αποκλείεται να
εκφράστηκα με πολύ αστείο τρόπο και να ‘μουνα κι ο ίδιος γελοίος, είχα όμως συνεχώς την
εντύπωση πως εγώ… καταλαβαίνω πού βρίσκεται η τιμή κι είμαι σίγουρος πως είπα την αλήθεια.
Τώρα μόλις θέλατε να καταστρέ ψετε ανεπανόρθωτα τον εαυτό σας γιατί… γιατί δε θα το συγχω
ρούσατε ποτέ αργότερα στον εαυτό σας: Κι όμως, εσείς δε φταίτε σε τίποτα. Δεν είναι δυνατό να
‘χει κιόλας καταστραφεί εντελώς η ζωή σας. Τι σημασία έχει που ήρθε σε σας ο Ραγκόζιν και που ο
Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς ήθελε να σας εξαπατήσει; Γιατί το θυμίζετε και το ξαναθυμίζετε αυτό
συνεχώς; Αυτό που κάνατε, δεν υπάρχουν πολλοί που θα μπορούσαν να το κάνουν, σας το
επαναλαμβάνω και πάλι∙ όσο για το ότι θέλατε να φύγετε με το Ραγκόζιν, αυτό τ’ αποφασίσατε σε
μια κρίση πυρετού. Και τώρα ακόμα δε σας έχει περάσει η κρίση και το καλύτερο θα ‘ταν να
πλαγιάσετε. Εσείς, αύριο κιόλας θα πηγαίνατε να γίνετε πλύστρα και δε θα μένατε με το Ραγκόζιν.
Είστε περήφανη, Ναστάσια Φιλίπποβνα, όμως δεν αποκλείεται να είστε κιόλας τόσο πολύ
δυστυχισμένη που πραγματικά να θεωρείτε ένοχο τον εαυτό σας. Χρειάζεστε πολλή περιποίηση,
Ναστάσια Φιλίπποβνα. Εγώ θα σας προσέχω. Το πρωί είδα τη φωτογραφία σας κι ήταν σα ν’
αναγνώρισα ένα γνωστό μου πρόσωπο. Μου φάνηκε αμέσως πως… ήταν σάμπως να μ’ είχατε
κιόλας φωνάξει. Εγώ… εγώ θα σας σέβομαι σ’ όλη μου τη ζωή, Ναστάσια Φιλίπποβνα, —τέλειωσε
ξάφνου ο πρίγκιπας σα να θυμήθηκε πού βρίσκεται και κοκκίνισε μόλις αναλογίστηκε μπροστά σε τι
ανθρώπους τα λέει όλ’ αυτά.
Ο Πτίτσιν μάλιστα είχε κατεβάσει από σεμνότητα το κεφάλι του και κοίταζε το πάτωμα. Ο Τότσκη
σκέφτηκε μέσα του: «ένας ηλίθιος, ξέρει όμως πως με την κολακεία πάντα πετυχαίνεις∙ τι σου είναι
το ένστικτο!». Ο πρίγκιπας παρατήρησε το Γάνια που τον κοίταζε απ’ τη γωνιά και τα μάτια του

πέταγαν σπίθες —λες κι ήθελε να τον κάνει στάχτη με το βλέμμα του.
— Αυτό θα πει καλός άνθρωπος! —είπε δυνατά η κατασυγκινημένη Ντάρια Αλεξέγιεβνα.
— Άνθρωπος μορφωμένος που θα πάει χαμένος όμως! —ψιθύρισε με μισή φωνή ο στρατηγός.
Ο Τότσκη πήρε το καπέλο του κι ετοιμάστηκε να σηκωθεί για να φύγει κρυφά. Αυτός κι ο στρατηγός
κοιταχτήκανε για να φύγουν μαζί.
— Ευχαριστώ, πρίγκηψ, κανένας δε μου μίλησε έτσι ως τα τώρα, πρόφερε η Ναστάσια Φιλίπποβνα.
—Εμένα όλοι μ’ αγο ράζανε και με πουλούσαν, όσο για πρόταση γάμου, δε μου ‘κανε ακόμα
κανένας έντιμος άνθρωπος. Τ’ ακούσατε, Αθανάσιε Ιβά νοβιτς; Πώς σας φαίνονται όλ’ αυτά που είπε
ο πρίγκιπας; Δεν είναι σχεδόν… άπρεπα;… Ραγκόζιν! Μη φεύγεις ακόμα. Μα δεν το ‘χεις σκοπό να
φύγεις, το βλέπω. Πού ξέρεις, μπορεί ακόμα να ‘ρθω μαζί σου. Πού ήθελες να με πας;
— Στο Αικατερινγκόβ, —έκανε την αναφορά του απ’ τη γωνιά ο Λέμπεντεβ ενώ ο Ραγκόζιν
ανατρίχιασε μονάχα και κοίταζε μ’ ορθάνοιχτα μάτια, σα να μην πίστευε πως άκουσε καλά. Τα ‘χε
ολότελα χαμένα, λες κι είχε δεχτεί ένα τρομερό χτύπημα στο κεφάλι.
— Μα τι κάνεις, τι έπαθες, μητερούλα; Πραγματικά σ’ έχει πιάσει κρίση. Τρελάθηκες; —
αναταράχτηκε τρομαγμένη η Ντά ρια Αλεξέγιεβνα.
— Και συ το πίστεψες πως έλεγα αλήθεια; —πετάχτηκε πάνω χαχανίζοντας η Ναστάσια
Φιλίπποβνα. —Να καταστρέφω αυτό το μωρό; Αυτό μονάχα ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς θα μπορούσε
να το κάνει: αυτός είναι που αγαπάει τα μωρά! Πάμε, Ραγκόζιν! Ετοίμασε το πάκο σου! Δεν έχει να
κάνει που είπες να με παντρευ τείς, θέλω τα χρήματα στο χέρι. Μπορεί και να μη σε παντρευτώ
ακόμα, πού ξέρεις. Νόμιζες πως επειδή θα με παντρευόσουνα, θα σου μένανε τα ψιλά στην τσέπη ε;
Σε γελάσανε! Είμαι και γω ξετσίπωτη! Ήμουνα παλακίδα του Τότσκη εγώ… Πρίγκηψ! Εσύ τώρα
πρέπει να πάρεις την Αγλαΐα Επάντσινα κι όχι τη Ναστάσια Φιλίπποβνα, αλλιώς κι ο Φερντιστσένκο
ακόμα θα μας δείχνει με το δάκτυλο! Εσύ δεν το φοβάσαι, εγώ όμως θα το φοβάμαι πως σε
κατέστρεψα και πως αργότερα θα με κατηγορήσεις γι’ αυτό! Όσο για κείνο που λες πως εγώ θα σου
κάνω τιμή, ρώτα καλύτερα τον Τότσκη, ξέρει αυτός. Εσύ όμως, Γάνετσκα, δεν πρόσεξες όσο έπρεπε
την Αγλαΐα Επάντσινα: το ξέρεις αυτό; Αν δεν έκανες παζάρια μαζί της, θα σε παντρευόταν το δίχως
άλλο! Εμ, βέβαια, έτσι την παθαίνετε όλοι σας. Μάθετε πως δεν υπάρ χει άλλη εκλογή: Ή με τις
τίμιες ή με τις πρόστυχες! Αλλιώς θα τα μπερδεύετε το δίχως άλλο… Για κοίτα πώς άνοιξε το στόμα
του ο στρατηγός…
— Αυτά είναι Σόδομα, Σόδομα! —έλεγε και ξανάλεγε ο στρατηγός ανασηκώνοντας τους ώμους. Είχε
μάλιστα σηκωθεί απ’ το ντιβάνι∙ όλοι βρεθήκανε και πάλι όρθιοι. Τη Ναστάσια Φιλίπποβνα την είχε
πιάσει κάτι σαν παραφορά.
— Είναι ποτέ δυνατό! —αναστέναξε ο πρίγκιπας συστρέφοντας τα χέρια του.
— Και συ νόμιζες πως όχι; Μπορεί να ‘χω και γω λίγο φιλότιμο, κι ας είμαι ξετσίπωτη! Σαν μπήκες
μου είπες πως είμαι η τελειότητα, σπουδαία τελειότητα που για να κάνει μια στιγμή το κομμάτι της
ποδοπατάει ενάμισι εκατομμύριο και τον τίτλο της πριγκίπισσας, για να πάει στα καταγώγια! Όχι,
πες μου, τι γυναίκα σου μπορώ να γίνω ύστερ’ απ’ αυτό; Κι όμως, Αθανάσιε Ιβάνιτς, το εκατομμύριο
το πέταξα πραγματικά απ’ το παράθυρο! Πώς μπορέσατε λοιπόν να φανταστείτε πως θα το
θεωρούσα τιμή μου να παντρευτώ το Γάνετσκα και τις εβδομήντα πέντε σας χιλιάδες; Τις
εβδομήντα πέντε χιλιάδες να τις πάρεις δικές σου, Θανάση Ιβάνιτς (μήτε στις εκατό δεν έφτασες, ο
Ραγκόζιν φάνηκε πιο κουβαρντάς από σένα!) όσο για τον Γάνετσκα, θα τον παρηγορήσω μοναχή

μου, κάτι σκέφτηκα. Τώρα όμως θέλω να γλεντήσω —μην τάχα δεν είμαι του δρόμου; Δέκα χρόνια
πέρασα μες στη φυλακή, τώρα ήρθε η στιγμή της ευτυχίας μου! Ε, Ραγκόζιν, τι κάθεσαι; Ετοιμάσου,
πάμε!
— Πάμε! —ούρλιαξε ο Ραγκόζιν που απ’ τη χαρά του δεν ήξερε σχεδόν τι του γινόταν. —Ε, σεις…
όλοι σας… κρασί! Ουχ…
— Φρόντισε για κρασί, θα πιω∙ θα ‘χουμε και μουσική;
— Θα ‘χουμε, θα ‘χουμε! Μη ζυγώνεις! —έβγαλε μια σκληριά ο Ραγκόζιν παράφορα βλέποντας πως
η Ντάρια Αλεξέγιεβνα πάει να πλησιάσει τη Ναστάσια Φιλίπποβνα. Είναι δικιά μου! Όλα δικά μου!
Ρήγισσα! Πάει, τέλειωσε!
Απ’ τη χαρά του του κοβόταν η ανάσα, στριφογύριζε γύρω απ’ τη Ναστάσια Φιλίπποβνα και φώναζε
σ’ όλους: «μη ζυγώνεις!». Όλη η παρέα είχε κιόλας στριμωχτεί στο σαλόνι. Άλλοι πίνανε, άλλοι
φώναζαν και γελάγανε, όλοι τους βρίσκονταν σ’ έξαψη κι έκαναν ό,τι τους κατέβαινε τρομερά
κεφάτοι. Ο Φερντιστσένκο πάσκιζε κιόλας να κολλήσει στην παρέα του Ραγκόζιν. Ο στρατηγός κι ο
Τότσκη κάνανε και πάλι μια κίνηση να φύγουν το γρηγορότερο από κει μέσα. Ο Γάνια κρατούσε κι
αυτός το καπέλο στο χέρι, στεκόταν όμως σιωπηλός και θα ‘λεγες πως του ήταν αδύνατο ν’
αποσπάσει το βλέμμα απ’ αυτά που ξετυλίγονταν μπροστά του.
— Μη ζυγώνεις! —φώναζε ο Ραγκόζιν.
— Μα τι ξεφωνίζεις! γέλαγε μαζί του η Ναστάσια Φιλίπποβ να.— Είμαι ακόμα αφέντισσα στο σπίτι
μου. Άμα θέλω, μπορώ ακόμα να σε πετάξω έξω με τις κλοτσιές. Δεν τα πήρα ακόμα τα λεφτά σου,
μην το ξεχνάς αυτό, να, εκεί στο τραπέζι είναι ακόμα∙ δώσ’ μου να δω, όλο το πάκο! Ώστε δω μέσα
λοιπόν είναι οι εκατό χιλιάδες. Φτου, τι βρομιά! Τι κάνεις έτσι, Ντάρια Αλεξέ γιεβνα; Μα τι
περίμενες λοιπόν; Πως θα τον κατέστρεφα αυτόν εδώ; (Έδειξε τον πρίγκιπα). Πού να παντρευτεί
αυτός, του χρειάζεται και του ίδιου μια νταντά να, ο στρατηγός θα τον νταντεύει — για κοίτα πώς
του ‘χει κολλήσει, όλο περιποίηση είναι! Κοίτα, πρίγκηψ, η μνηστή σου πήρε τα χρήματα γιατί είναι
ανήθικη, και συ ήθελες να την πάρεις γυναίκα σου! Μα γιατί κλαις λοιπόν; Έχει γούστο να
πικράθηκες! Η γνώμη μου είναι πως θα πρέπει να γελάς (συνέχισε η Ναστάσια Φιλίπποβνα που και
στα δικά της μάγουλα λάμψανε δυο μεγάλα δάκρυα). Ο χρόνος είναι καλός γιατρός —όλα θα
περάσουν! Καλύτερα να λογικευτείς από τώρα… παρά σαν θα ‘ναι αργά… Μα τι κλαίτε όλοι σας
λοιπόν; Να, κι η Κάτια κλαίει! Τι κάνεις έτσι, Κάτια, καλούλα μου; Αφήνω πολλά σε σένα και στην
Πάσα∙ έχω δώσει κιόλας οδηγί ες… και τώρα, έχετε γεια! Αχ, σ’ έβαζα εσένα την τίμια κοπέλα να
κάνεις την υπηρέτρια σε μένα την ανήθικη… καλύτερα έτσι, πρίγκηψ, άκου με που σου λέω,
αργότερα θ’ άρχιζες να με περιφρονείς και δε θα γινόμαστε ποτέ μας ευτυχισμένοι! Μην κάνεις
όρκους, δε σε πιστεύω! Μα και τι ανόητο που θα ‘τανε! Όχι, καλύτερα να χωρίσουμε σα φίλοι, γιατί
και γω ονειροπόλα είμαι — δε θα κάναμε προκοπή οι δυο μας! Μην τάχα και γω δε σ’
ονειρευόμουνα; Σ’ αυτό έχεις δίκιο, από παλιά σ’ ονειρευόμουνα, από τότε ακόμα, σαν ήμουνα στο
χωριό, στο σπίτι του, πέντε χρόνια πέρασα εκεί, μόνη καταμόναχη —σκεφτόμουνα σκεφτόμουνα,
θυμάμαι, ονειροπολούσα—ονειροπολούσα και πάντα φανταζόμουν έναν άνθρωπο σαν και σένα,
καλόν, τίμιο, πονετικό και το ίδιο χαζούλη σαν και σένα, που θα ‘ρθει ξάφνου και θα μου πει: «Δε
φταίτε σεις, Ναστάσια Φιλίπποβνα, και γω σας αγαπώ!». Κι ήταν τόσα τα όνειρα που έκανα,
θυμάμαι, που μου ‘ρχότανε να τρελαθώ… Και τότε ερχόταν κείνος κει: κάνα δυο μήνες το χρόνο
έμενε, με ντρόπιαζε, με πρόσβαλλε, μ’ άναβε, με προστύχευε κι έφευγε∙ χίλιες φορές το σκέφτηκα
να πέσω στη λίμνη να πνιγώ, μα ήμουν ένα σκουλήκι, δε μου ‘φτασε το κουράγιο, ε, και τώρα…
Ραγκόζιν, έτοιμος είσαι;
— Έτοιμα! Μη ζυγώνεις!

— Έτοιμα! —ακούστηκαν αρκετές φωνές.
— Οι τρόικες περιμένουν! Τρόικες με κουδουνάκια!
Η Ναστάσια Φιλίπποβνα άρπαξε το πάκο.
— Γάνια, κάτι σκέφτηκα: Θέλω να σ’ ανταμείψω, γιατί ποιος ο λόγος να τα χάσεις όλα; Ραγκόζιν, θα
σουρθεί ως το Βασιλιέβσκη για τρία ρούβλια;
— Θα σουρθεί!
— Ε, λοιπόν, άκου, Γάνια, θέλω για τελευταία φορά να κοιτάξω την ψυχή σου: Τρεις ολάκερους
μήνες με τυράννησες∙ τώρα είναι η σειρά μου. Το βλέπεις αυτό το πάκο; Έχει μέσα εκατό χιλιάδες!
Θα το πετάξω τώρα μες στο τζάκι, μπροστά σ’ όλους, όλοι είναι μάρτυρες! Μόλις τ’ αρπάξουν
ολάκερο οι φλόγες —έμπα μέσα στο τζάκι, χωρίς γάντια όμως, με γυμνά τα χέρια και να ‘χεις
ανασκουμπωμένα και τα μανίκια και πάρε το πάκο μες απ’ τη φωτιά! Αν το βγάλεις δικό σου, όλες
οι εκατό χιλιάδες δικές σου! Θα τσουρουφλίσεις μονάχα λιγουλάκι τα δάκτυλά σου —είναι όμως
εκατό χιλιάδες, σκέψου! Μια να κάνεις και το ‘χεις αρπάξει! Και γω θα κάτσω και θα καμαρώσω την
ψυχή σου, θα σε δω πώς θα χωθείς μες στη φωτιά για να πάρεις τα λεφτά μου. Τους βάζω όλους
μάρτυρες, το πάκο θα ‘ναι δικό σου! Άμα δεν μπεις, θα καεί και θα χαθεί τζάμπα και βερεσέ∙ δε θ’
αφήσω κανέναν άλλον να το πάρει. Κάντε πέρα! Όλοι σας! Δικά μου είναι τα λεφτά! Τα πήρα απ’ το
Ραγκόζιν για μια νυχτιά μαζί του. Δικά μου δεν είναι, Ραγκόζιν;
— Δικά σου, χαρά μου! Δικά σου, ρήγισσα!
— Ε, λοιπόν, κάντε πέρα όλοι σας, τα κάνω ό,τι θέλω! Μη μ’ εμποδίζετε! Φερντιστσένκο, σκαλίστε
τη φωτιά!
— Ναστάσια Φιλίπποβνα, τα χέρια μου δε λένε να σαλέψουν!— απάντησε ο Φερντιστσένκο που ‘χε
μείνει σύξυλος.
— Εχ! —φώναξε η Ναστάσια Φιλίπποβνα, άρπαξε τη μασιά, σκάλισε τα δυο καρβουνιασμένα
κούτσουρα και, μόλις αναπήδη σαν οι φλόγες, έριξε πάνω τους το πάκο.
Από παντού ακούστηκαν φωνές∙ πολλοί μάλιστα σταυροκοπήθηκαν.
— Τρελάθηκε, τρελάθηκε!— φωνάζανε.
— Μήπως… μήπως θα ‘πρεπε να τη δέσουμε; ψιθύρισε ο στρατηγός στον Πτίτσιν, —ή μήπως θα
‘πρεπε να στείλουμε… Γιατί βέβαια τρελάθηκε, έτσι δεν είναι; Τρελάθηκε;
— Ο‐όχι, αυτό μπορεί να μην είναι κι ολότελα τρέλα, —ψιθύρισε άσπρος σαν το πανί ο Πτίτσιν κι
έτρεμε μην μπορώντας να ξεκολλήσει τα μάτια του απ’ το πάκο που άρχισε να σιγοκαίγεται.
— Είναι τρελή; Τρελή δεν είναι; —δεν τον άφηνε σε ησυχία τον Τότσκη ο στρατηγός.
— Σας το ‘χω ξαναπεί πως είναι μια έντονη γυναίκα,— τραύλισε ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς που ‘χε κι
αυτός χλομιάσει αρκετά.
— Μα για σκεφτείτε, πρόκειται για εκατό χιλιάδες!

— Θεέ και Κύριε! Θεέ και Κύριε! λέγανε ολόγυρα. Όλοι στριμώχτηκαν γύρω στο τζάκι, όλοι θέλανε
να δουν, όλοι ξεφωνίζανε… Μερικοί ανεβήκανε μάλιστα στις καρέκλες για να βλέπουν πάνω απ’ τα
κεφάλια των άλλων. Η Ντάρια Αλεξέγιεβνα έτρεξε στο πλαϊνό δωμάτιο και κάτι ψιθύρισε
τρομαγμένη στην Κάτια και στην Πάσα. Η Γερμανίδα καλλονή το ‘βαλε στα πόδια.
— Μητερούλα! Ρήγισσα! Παντοδύναμη! —ούρλιαζε ο Λέμπεντεβ και σουρνόταν στα γόνατα
μπροστά στη Ναστάσια Φιλίπποβνα απλώνοντας τα χέρια κατά το τζάκι: — Εκατό χιλιάδες! Εκατό
χιλιάδες! Τις είδα με τα μάτια μου, μπροστά μου το δέσανε το πάκο! Μητερούλα! Πολυεύσπλαχνη!
Δώσε διαταγή να μπω εγώ στο τζάκι: θα χωθώ ολάκερος μέσα, όλο μου τ’ άσπρο κεφάλι θα το βάλω
στη φωτιά!… Άρρωστη γυναίκα, τα πόδια της είναι παράλυτα, έχει δεκατρία παιδιά— όλα ορφανά,
τον πατέρα τους τον κήδεψα την περασμένη βδομάδα, δεν έχουν μπουκιά να βάλουν στο στόμα
τους, Ναστάσια Φιλίπποβνα∙ και σαν τα φώναξε αυτά, έκανε να μπει σουρνάμενος στο τζάκι.
— Κάνε πέρα!— έβαλε τις φωνές η Ναστάσια Φιλίπποβνα σπρώχνοντάς τον:—Πίσω όλοι σας! Γάνια,
τι περιμένεις; Μην ντρέπεσαι! Έμπα μέσα! Θα κάνεις την τύχη σου!
Ο Γάνια όμως είχε πια υποφέρει πάρα πολλά κείνη τη μέρα και κείνο το βράδυ και δεν ήταν
προετοιμασμένος γι’ αυτή την αναπάντεχη δοκιμασία. Το μπουλούκι άνοιξε μπροστά του δεξιά κι
αριστερά, κι ο Γάνια έμεινε με τη Ναστάσια Φιλίπποβνα, σε τρία βήματα, απόσταση. Αυτή στεκόταν
δίπλα στο τζάκι και περίμενε, χωρίς να κατεβάζει από πάνω του το φλογισμένο κι επίμονο βλέμμα
της. Ο Γάνια, φορώντας το φράκο του, με το καπέλο και τα γάντια στο χέρι, στεκόταν μπροστά της
σιωπηλός, σα να μην ήξερε καλά‐καλά τι του γίνεται∙ είχε σταυρώσει τα χέρια και κοίταζε τη φωτιά.
Ένα χαμόγελο τρελού αχνοσάλευε στο χλομό, σαν πανιασμένο, πρόσωπό του. Η αλήθεια είναι πως
δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του απ’ τη φωτιά που ‘χε αρχίσει κιόλας να γλείφει το πάκο,
θα ‘λεγε κανείς όμως πως κάτι καινούργιο γινόταν στην ψυχή του, λες κι είχε κάνει όρκο ν’ αντέξει
στο μαρτύριο∙ δε σάλευε απ’ τη θέση του και σε λίγο όλοι το κατάλαβαν πως δε θα πάει να πάρει το
πάκο, πως δε θέλει να πάει.
— Θα καούνε, βρε, και θα σε λένε όλοι βλάκα, — του φώναξε η Ναστάσια Φιλιπποβνα, —
αργότερα, θα πας να κρεμαστείς αν δεν τα πάρεις, δεν αστειεύομαι!
Η φωτιά που ‘χε φουντώσει στην αρχή ανάμεσα στα δυο καρβουνιασμένα κούτσουρα, παραλίγο να
σβήσει όταν έπεσε πάνω της το πάκο. Όμως, μια μικρή γαλάζια φλόγα έκαιγε ακόμα από κάτω
αρπαγμένη απ’ τη φωτιά ενός κούτσουρου. Τελικά, μια λεπτή, μακριά φλόγα έγλειψε και το πάκο, η
φωτιά γαντζώθηκε εκεί κι ανέβηκε προς τα πάνω καίγοντας το χαρτί απ’ τις γωνιές, και ξαφνικά όλο
το πάκο φούντωσε μέσα στο τζάκι και μια λαμπερή φλόγα πετάχτηκε προς τα πάνω. Από παντού
ακούστηκε ένα αχ!
— Μητερούλα! —εξακολουθούσε ακόμα να ολολύζει ο Λέ μπεντεβ κι έκανε πάλι να προχωρήσει
μπροστά, ο Ραγκόζιν όμως τον τράβηξε και τον έκανε πέρα.
Ο Ραγκόζιν είχε μεταβληθεί ολάκερος σ’ ένα ακίνητο βλέμμα. Δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τη ματιά
του απ’ τη Ναστάσια Φιλίπποβνα, λες και μέθαγε κοιτάζοντάς την. Βρισκόταν στον έβδομο ουρανό.
— Αυτό θα πει ρήγισσα! —έλεγε και ξανάλεγε σ’ όποιον τύχαινε γύρω του. — Έτσι κάνουμε μεις!—
ξεφώνιζε μην ξέρο ντας πια τι του γίνεται. —Όχι, πέστε μου ποιος από σας τους λαπάδες θα το ‘κανε
κάτι τέτοιο, ε;
Ο πρίγκιπας παρακολουθούσε θλιμμένος και σιωπηλός.
— Εγώ το βγάζω με τα δόντια για ένα χιλιάρικο μονάχα! —έκανε να προτείνει ο Φερντιστσένκο.

— Με τα δόντια θα τα κατάφερνα και γω!—μούγγρισε ο κύριος με τις γροθιές, πίσω απ’ όλους, σε
μια κρίση απελπισμένης αποφασιστικότητας. —Που να πάρει ο διάολος! Καίγεται, θα καεί ως το
τέλος!—έβγαλε μια φωνή σαν είδε τις φλόγες.
— Καίγεται, καίγεται! —φώναζαν όλοι με μια φωνή και κάνανε σχεδόν όλοι να ορμήσουν στο τζάκι.
— Γάνια, άσε τα πείσματα για τελευταία φορά σ’ το λέω!
— Χώσου μέσα, —ούρλιαξε ο Φερντιστσένκο ορμώντας στο Γάνια σαν παλαβός και τραβώντας τον
απ’ το μανίκι. —Χώσου μέσα, φανφαρονίσκε! Θα καεί! Ω, καταραμένε!
Ο Γάνια έσπρωξε δυνατά το Φερντιστσένκο, γύρισε και προχώρησε κατά την πόρτα∙ όμως, πριν
προλάβει ακόμα να κάνει δυο βήματα, τα γόνατά του λύγισαν κι έπεσε φαρδύς πλατύς στο πάτωμα.
— Λυποθυμία!—φώναξαν από παντού.
— Μητερούλα, θα καούν! —ολόλυζε ο Λέμπεντεβ.
— Τζάμπα θα καούν! κλαψούριζαν από παντού.
— Κάτια, Πάσα, φέρτε του νερό, αμμωνία!—φώναξε η Ναστάσια Φιλιπποβνα, άρπαξε τη μασιά κι
έβγαλε το πάκο μες απ’ τη φωτιά. Όλο σχεδόν το απ’ έξω χαρτί είχε καεί κι είχε καρβουνιάσει,
φαινόταν όμως πως το από μέσα δεν είχε πάθει τίποτα. Το πάκο ήταν τυλιγμένο σε τρίδιπλο χαρτί
εφημερίδας και τα χρήματα είχαν μείνει άθικτα. Όλοι ανασάνανε πιο λεύτερα.
— Το πολύ‐πολύ να μισοχάλασε μια σταλίτσα κάνα χιλιαρικάκι, τ’ άλλα όμως δεν πάθανε τίποτα,—
πρόφερε κατασυγκινημένος ο Λέμπεντεβ.
— Όλα δικά του είναι! Όλο το πάκο δικό του! Τ’ ακούτε, κύριοι!—φώναξε η Ναστάσια Φιλιπποβνα
βάζοντας το πάκο δίπλα στο Γάνια. —Είδες όμως, δεν μπήκε να τα πάρει, τ’ άντεξε! Έχει λοιπόν
περισσότερο φιλότιμο από δίψα για λεφτά. Δεν είναι τίποτα, θα συνέλθει! Αλλιώς μπορεί και να μ’
έσφαζε… να ‘τος, συνέρχεται κιόλας. Στρατηγέ, Ιβάν Πετρόβιτς, Ντάρια Αλεξέγιεβνα, Κάτια, Πάσα,
Ραγκόζιν, τ’ ακούσατε; Το πάκο είναι δικό του, του Γάνια, του το δίνω να το κάνει ό,τι θέλει, σαν
ανταμοιβή… ε, για ό,τι και να ‘ναι! Να του το πείτε. Ας μείνουν εδώ, δίπλα του… Ραγκόζιν, μαρς!
Γεια σου, πρίγκιπα∙ πρώτη φορά μου ‘τυχε να δω έναν άνθρωπο. Γεια σας, Αθανάσιε Ιβάνοβιτς,
merci!
Όλο το τσούρμο του Ραγκόζιν, με φωνές και φασαρία, πέρασε μες απ’ τα δωμάτια τραβώντας για
την έξοδο, ξοπίσω απ’ τον Ραγκόζιν και τη Ναστάσια Φιλίπποβνα. Στη σάλα, οι καμαριέρες τής
δώσανε τη γούνα της, η μαγείρισσα η Μάρθα ήρθε τρέχοντας απ’ την κουζίνα. Η Ναστάσια
Φιλίπποβνα τις φίλησε όλες.
— Μα είναι ποτέ δυνατό να μας αφήσετε για πάντα, μητερούλα; Μα πού θα πάτε λοιπόν; Και
σήμερα που ‘χετε γενέθλια, μια τέτοια μέρα! —ρώταγαν οι υπηρέτριες που ‘χαν βάλει τα κλάματα
και της φιλάγανε τα χέρια.
— Στο δρόμο θα πάω, Κάτια, τ’ άκουσες, εκεί είναι η θέση μου— κι αν όχι, θα πάω να γίνω πλύστρα!
Αρκετά πια με τον Αθανάσιο Ιβάνοβιτς! Να του πείτε τα χαιρετίσματά μου, και μένα μη με θυμάστε
με κακία…
Ο πρίγκιπας όρμησε στην έξοδο, όπου η παρέα του Ραγκόζιν έμπαινε σε τέσσερις τρόικες με

κουδουνάκια. Ο στρατηγός πρόφτασε και τον πρόλαβε στη σκάλα:
— Σύνελθε, πρίγκηψ, σκέψου τι κάνεις!—έλεγε αρπάζοντάς τον απ’ το χέρι—Παράτα την! Τη
βλέπεις τι γυναίκα είναι! σαν πατέρας σού τα λέω.
Ο πρίγκιπας τον κοίταξε μα, χωρίς να πει λέξη, του ξέφυγε κι έτρεξε κάτω.
Στην έξοδο, απ’ όπου μόλις είχαν φύγει οι τρόικες ο στρατηγός είδε πως ο πρίγκιπας πήρε τον
πρώτο αμαξά που βρέθηκε μπροστά του και του φώναξε «στο Αικατερινγκόβ, πίσω απ’ τις τρόικες».
Ύστερα, μπροστά στην έξοδο, έφτασε τ’ αμάξι του στρατηγού με το σταχτί αλογάκι και τον πήγε
σπίτι με καινούργιες ελπίδες και σχέδια και με τα μαργαριτάρια στην τσέπη που ο στρατηγός —παρ’
όλ’ αυτά —δεν ξέχασε να τα πάρει μαζί του. Ανάμεσα στους υπολογισμούς του, είδε κάνα‐δυο
φορές μπροστά του και τη γοητευτική μορφή της Ναστάσιας Φιλίπποβνας∙ ο στρατηγός αναστέναξε:
— Κρίμα! Μα την άγια αλήθεια, κρίμα! Θα χαθεί αυτή η γυναίκα! Τρελή γυναίκα! Ε, ας είναι, του
πρίγκιπα τώρα δεν του χρειάζεται η Ναστάσια Φιλίπποβνα… τόσο καλύτερα που ήρθαν έτσι τα
πράγματα.
Μερικά παρόμοια ηθοπλαστικά κατευόδια πρόφεραν κι άλλοι δυο απ’ τους καλεσμένους της
Ναστάσιας Φιλίπποβνας που προτιμήσανε να πάνε λίγο με τα πόδια.
— Ξέρετε, Αθανάσιε Ιβάνοβιτς, κάτι τέτοιο, όπως λένε, κάνουν και οι Ιάπωνες, —έλεγε ο Ιβάν
Πετρόβιτς Πτίτσιν. —Ο προσβλημένος πηγαίνει τάχα κει πέρα στον άνθρωπο που τον πρόσβαλε και
του λέει: «με πρόσβαλες και γι’ αυτό ήρθα ν’ ανοίξω μπροστά σου την κοιλιά μου» και, μόλις τα πει
αυτά, ανοίγει πραγματικά την κοιλιά του μπροστά στον άνθρωπο που τον πρόσβαλε και φαίνεται
πως νιώθει υπερβολικά ευχαριστημένος, λες και τον εκδικήθηκε στ’ αλήθεια. Υπάρχουν παράξενοι
χαρακτήρες στον κόσμο, Αθανάσιε Ιβάνοβιτς!
— Και νομίζετε πως απόψε έγινε κάτι παρόμοιο;—απάντησε χαμογελώντας ο Αθανάσιος
Ιβάνοβιτς.—Χμ! Η παρατήρησή σας ωστόσο ήταν πνευματώδης… και το παράδειγμα που φέρατε
υπέροχο. Το είδατε ωστόσο με τα μάτια σας, καλότατε Ιβάν Πετρόβιτς, ότι έκανα παν το δυνατό δεν
μπορώ φυσικά να κάνω κάτι που υπερβαίνει τα όρια του δυνατού, συμφωνείστε και μόνος σας!
Συμφωνείστε ωστόσο και στο ότι η γυναίκα αυτή είχε χαρίσματα κεφαλαιώδους σημασίας…
λαμπρότατες αρετές. Πριν από λίγο μάλιστα έτσι μου ‘ρθε να της φωνάξω, αν θα μπορούσα φυσικά
να επιτρέψω κάτι τέτοιο στον εαυτό μου μπροστά σ’ όλα εκείνα τα Σόδομα, πως αυτή η ίδια είναι η
καλύτερη δικαιολογία μου για όλες τις κατηγορίες της. Όχι, πέστε μου, ποιος δε θα γοητευόταν απ’
αυτή τη γυναίκα τόσο που να χάνει καμιά φορά τα λογικά του και… οτιδήποτε άλλο; Κοιτάξτε αυτόν
το μουζίκο. Ο Ραγκόζιν τής κουβάλησε εκατό χιλιάδες! Βέβαια, όλα όσα γίναν πριν λίγο θα
μπορούσε κανείς να τα πει εφήμερα, ρομαντικά, διόλου καθωσπρέπει, είναι όμως, απ’ την άλλη
μεριά, ιδιόρρυθμα, πρωτότυπα—συμφωνείστε και μόνος σας. Ένας Θεός ξέρει τι θα μπορούσε να
κάνει ένας τέτοιος χαρακτήρας που διαθέτει επιπλέον και μια τετοιαν ομορφιά. Όμως, παρ’ όλες τις
προσπάθειες, παρ’ όλη τη μόρφωση—όλα, όλα καταποντίστηκαν! Ένα ακατέργαστο διαμάντι—το
‘χω ξαναπεί αρκετές φορές αυτό…
Κι ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς αναστέναξε βαθιά.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

I
ΔΥO ΜΕΡΕΣ μετά το παράξενο περιστατικό στη γιορτή της Ναστάσιας Φιλίπποβνας, που μ’ αυτό
τελειώσαμε το πρώτο μέρος της αφήγησής μας, ο πρίγκιπας Μίσκιν βιάστηκε να φύγει για τη
Μόσχα για την υπόθεση της απρόοπτης κληρονομιάς του. Έλεγαν τότε πως μπορεί να υπήρχαν και
άλλοι λόγοι που τον κάνανε ν’ αναχωρήσει τόσο βιαστικά, γι’ αυτό όμως, καθώς και για τις
περιπέτειες του πρίγκιπα στη Μόσχα και γενικά για ό,τι του συνέβη τον καιρό που έλειψε από την
Πετρούπολη, δεν μπορούμε να δώσουμε παρά λίγες μονάχα πληροφορίες. Ο πρίγκιπας έλειψε έξι
μήνες ακριβώς, και ακόμα και εκείνοι που είχαν λόγους να ενδιαφέρονται για τη τύχη του, πολύ
λίγα κατάφεραν να μάθουν γι’ αυτόν όλο τούτο το διάστημα. Η αλήθεια είναι πως έφταναν αραιά
και πού ως τ’ αυτιά τους κάτι φήμες, μα και αυτές ήταν τις πιο πολλές φορές παράξενες και
αντιφατικές. Περισσότερο απ’ όλους φυσικά, ενδιαφέρονταν για τον πρίγκιπα στο σπίτι των
Επάντσιν, που φεύγοντας δεν είχε προλάβει ούτε καν να τους αποχαιρετήσει. Βέβαια, ο στρατηγός
είχε ειδωθεί, τότε μαζί του, δυο τρεις φορές μάλιστα∙ έκατσαν και κουβέντιασαν σοβαρά κάποιο
ζήτημα. Παρ’ όλο που κι ο ίδιος ο στρατηγός είχε ειδωθεί μαζί του, δεν είπε τίποτα απ’ όλ’ αυτά
στην οικογένειά του. Μα και γενικά, όλον τον πρώτο καιρό, δηλαδή έναν ολάκερο μήνα σχεδόν από
τότε που έφυγε ο πρίγκιπας, στο σπίτι των Επάντσιν δεν το θεωρούσαν πρέπον να κάνουν λόγο γι’
αυτόν. Μονάχα η στρατηγίνα, η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα, είπε τις πρώτες ακόμα μέρες πως «είχε
πέσει τρομερά έξω σχετικά με τον πρίγκιπα». Ύστερα, μετά από δυο‐τρεις μέρες, πρόστεσε, χωρίς ν’
αναφέρει όμως τον πρίγκιπα μα μιλώντας αόριστα, «πως το κυριότερο χαρακτηριστικό της ζωής της
ήταν το ότι έπεφτε συνεχώς έξω σχετικά με τους ανθρώπους». Και τελικά, όταν πια είχαν περάσει
καμιά δεκαριά μέρες, κατέληξε αποφθεγματικά (κάτι έγινε και την είχαν φουρκίσει οι κόρες της):
«Φτάνουν τα λάθη! Στο εξής δε θα ξαναγίνουν!» Δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε εδώ πως
στο σπίτι τους επικρατούσε για αρκετά μεγάλο διάστημα κάποιο δυσάρεστο κλίμα. Υπήρχε κάτι
βαρύ, τεταμένο, κάτι που έμενε πάντα μισοειπωμένο, μια διάθεση καυγά∙ όλοι ήταν σκυθρωποί. Ο
στρατηγός μέρα‐νύχτα ήταν απασχολημένος, φρόντιζε για τις υποθέσεις του, σπάνια τον είχαν δει
τόσο απασχολημένο και δραστήριο —ιδαίτερα στην υπηρεσία του. Στο σπίτι, ζήτημα είναι αν τον
βλέπανε καθόλου. Όσο για τις δεσποινίδες Επάντσιν, αυτές φυσικά δε λέγανε τίποτα. Δεν
αποκλείεται και μόνες σαν ήταν μεταξύ τους, να μην είχαν πει παρά ελάχιστα. Ήταν περήφανες
κοπέλες, ακατάδεχτες και ντροπαλές, ακόμα και μεταξύ τους καμιά φορά. Εξάλλου,
καταλαβαίνονταν όχι μονάχα με την πρώτη λέξη μα ακόμα και με το πρώτο βλέμμα, έτσι που πολλές
φορές περιττεύανε τα λόγια.
Ένα μονάχα θα μπορούσε να συμπεράνει κάποιος τρίτος —αν βρισκόταν δηλαδή κανείς τέτοιος: ότι
δηλαδή, κρίνοντας απ’ όλ’ αυτά τα έστω και λίγα στοιχεία που αναφέραμε παραπάνω, ο πρίγκιπας
είχε προλάβει ωστόσο ν’ αφήσει στο σπίτι των Επάντσιν μιαν ιδιαίτερη εντύπωση, μόλο που μια
φορά μονάχα τον είχαν δει κι αυτό για λίγη ώρα. Μπορεί η εντύπωση αυτή να μην ήταν τίποτα άλλο
από μια απλή περιέργεια που εξηγείται από μερικές εκκεντρικές περιπέτειες του πρίγκιπα. Πάντως
όπως και να ‘ταν, η εντύπωση έμεινε.
Λίγο‐λίγο, ακόμα και οι φήμες που κυκλοφόρησαν στην Πετρούπολη ξεχάστηκαν. Μίλαγαν, είναι
αλήθεια, και έλεγαν για κάποιον πριγκιπάκο, για κάποιον χαζούλη (κανείς δεν ήταν σίγουρος για τ’
όνομά του) που είχε πάρει ξαφνικά μια τεράστια κληρονομιά και παντρεύτηκε με μια περαστική
Φραντσέζα, γνωστή χορεύτρια του καν‐καν στο Σατώ‐ντε‐Φλερ του Παρισιού. Άλλοι όμως έλεγαν
πως την κληρονομιά την είχε πάρει κάποιος στρατηγός∙ όσο για την περαστική Φραντσέζα και
γνωστή χορεύτρια του καν‐καν, την παντρεύτηκε ένας Ρώσος έμπορος που δεν ξέρει κι αυτός πόσα
έχει και στο γάμο του, μόνο και μόνο για ψευτοεπίδειξη, όντας μεθυσμένος έκαψε στη φλόγα του
κεριού γραμμάτια του τελευταίου λαχειοφόρου δανείου αξίας εφτακοσίων χιλιάδων ακριβώς. Όλες
αυτές οι φήμες όμως σταμάτησαν πολύ γρήγορα∙ σ’ αυτό συντελέσανε πολύ και τα γεγονότα. Όλη η
παρέα λόγου χάρη του Ραγκόζιν, που πολλά απ’ τα μέλη της κάτι θα μπορούσαν να διηγηθούν,
ξεκίνησε εν σώματι, με τον ίδιο το Ραγκόζιν επικεφαλής, και πήγε στη Μόσχα, μια βδομάδα σχεδόν

ύστερα από το τρομερό όργιο στο σταθμό του Αικατερινγκόβ, όπου πήρε μέρος κι η Ναστάσια
Φιλίπποβνα. Σε μερικούς, σε πολύ λίγους ενδιαφερόμενους, έγινε γνωστό από κάτι φήμες πως η
Ναστάσια Φιλίπποβνα, την άλλη κιόλας μέρα μετά το Αικατερινγκόβ, εξαφανίστηκε∙ τέλος, την
είδαν τάχα να φεύγει για τη Μόσχα∙ έτσι που και στην αναχώρηση του Ραγκόζιν για τη Μόσχα,
άρχισαν και έβρισκαν κάποια σύμπτωση μ’ αυτή τη φήμη.
Άρχισαν τις πρώτες μέρες να κυκλοφορούν φήμες και για το Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς Ιβόλγκιν που
ήταν κι αυτός αρκετά γνωστός στον κύκλο του. Κι αυτουνού ωστόσο του έτυχε ένα κάτι που
γρήγορα περιόρισε και τελικά έκανε να σταματήσουν όλες οι κακογλωσσιές σε βάρος του:
αρρώστησε βαριά και δεν μπορούσε να εμφανιστεί όχι μονάχα στους κοσμικούς κύκλους μα ούτε
και στην υπηρεσία του. Έμεινε στο κρεβάτι κάνα μήνα κι ύστερα έγινε καλά, για κάποιον άγνωστο
λόγο όμως παραιτήθηκε απ’ την ανώνυμη εταιρία και τη θέση του την πήρε άλλος. Επίσης ούτε και
στο σπίτι του στρατηγού Επάντσιν ξαναπάτησε πια, και τώρα στου στρατηγού πήγαινε άλλος
υπάλληλος. Οι εχθροί του Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς θα μπορούσαν να υποθέσουν πως έχει τόσο
σαστίσει και ντραπεί απ’ όλα όσα του τύχανε, που δεν έχει μούτρα μήτε στο δρόμο να βγει, η
αλήθεια όμως είναι πως πραγματικά φαινόταν σαν άρρωστος. Έγινε μάλιστα υποχόνδριος, έπεφτε
σε συλλογή, φουρκιζόταν με το παραμικρό. Η Βαρβάρα Αρνταλιόνοβνα, τον ίδιο εκείνο χειμώνα,
παντρεύτηκε τον Πτίτσιν. Όλοι όσοι τους ξέρανε, αποδώσανε χωρίς πολλές συζητήσεις τούτο το
γάμο στο γεγονός πως ο Γάνια δεν ήθελε να γυρίσει στη δουλειά του κι όχι μονάχα έπαψε να
συντηρεί την οικογένεια, μα είχε αρχίσει κι αυτός ο ίδιος να έχει ανάγκη από βοήθεια κι από
περιποίηση ακόμα.
Ας σημειώσουμε εδώ σε παρένθεση πως και για το Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς δε γινόταν ποτέ πια
λόγος στο σπίτι των Επάντσιν —λες και, όχι μονάχα σπίτι τους, μα και σ’ ολάκερο τον κόσμο, δεν
υπήρχε άνθρωπος που ν’ ακούει σ’ αυτό τ’ όνομα. Κι ωστόσο, στο σπίτι των Επάντσιν μάθανε γι’
αυτόν όλοι (και μάλιστα πολύ γρήγορα) ένα πολύ αξιοσημείωτο γεγονός και συγκεκριμένα το εξής:
κείνη την ίδια μοιραία γι’ αυτόν νύχτα, μετά το δυσάρεστο περιστατικό στης Ναστάσιας
Φιλίπποβνας, ο Γάνια, γυρίζοντας σπίτι, δεν έπεσε για ύπνο∙ περίμενε με πυρετική ανυπομονησία
να γυρίσει ο πρίγκιπας. Ο πρίγκιπας, έχοντας πάει στο Αικατερινγκόβ, γύρισε από κει περασμένες
πέντε το πρωί. Τότε ο Γάνια μπήκε στο δωμάτιό του και έβαλε πάνω στο τραπέζι μπροστά του το
καψαλιασμένο πάκο τα χρήματα που του τα ‘χε χαρίσει η Ναστάσια Φιλίπποβνα, όταν αυτός ήταν
πεσμένος λιπόθυμος. Παρακάλεσε επίμονα τον πρίγκιπα να επιστρέψει αυτό το δώρο στη Ναστάσια
Φιλίπποβνα με την πρώτη ευκαιρία. Όταν ο Γάνια έμπαινε στο δωμάτιο του πρίγκιπα, ήταν σχεδόν
μανιασμένος από θυμό, όμως, αφού αλλάξανε δήθεν μερικές κουβέντες, κάθισε ο Γάνια εκεί δυο
ώρες κλαίγοντας μ’ αναφιλητά. Σαν χωρίσανε, οι σχέσεις τους ήταν και πάλι φιλικές.
Αυτή η πληροφορία, που έφτασε ως τ’ αυτιά όλων των Επάντσιν, ήταν, όπως επιβεβαιώθηκε
αργότερα, απόλυτα ακριβής. Φυσικά, είναι παράξενο που τέτοιας λογής πληροφορίες μπορούσαν
να φτάνουν ως εκεί και να μαθαίνονται τόσο γρήγορα∙ όλα όσα διαδραματίστηκαν λόγου χάρη στης
Ναστάσιας Φιλίπποβνας, έγιναν γνωστά στο σπίτι των Επάντσιν, σχεδόν την άλλη κιόλας μέρα, και
μάλιστα με αρκετά ακριβείς λεπτομέρειες. Όσο για τις πληροφορίες τις σχετικές με το Γαβρίλα
Αρνταλιόνοβιτς, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως τις είχε φέρει στους Επάντσιν η Βαρβάρα
Αρνταλιόνοβνα που είχε σχετισθεί κάπως ξαφνικά με τις δεσποινίδες Επάντσιν κι έπιασε μάλιστα
πολύ γρήγορα μεγάλες φιλίες μαζί τους, πράγμα που έκανε τη Λιζαβέτα Προκόφιεβνα ν’ απορεί
πολύ. Μα η Βαρβάρα Αρνταλιόνοβνα, μόλο που για κάποιο λόγο το θεώρησε αναγκαίο να σχετιστεί
τόσο στενά με τις Επάντσιν, είναι σίγουρο πως δε θα καθόταν να μιλήσει μαζί τους για τον αδερφό
της. Ήταν κι αυτή μια αρκετά περήφανη γυναίκα, με τον τρόπο της φυσικά, παρ’ όλο που έπιασε
φιλίες εκεί, απ’ όπου τον αδερφό της σχεδόν τον είχαν διώξει. Πριν απ’ αυτό, μόλο που γνωρίζονταν
με τις δεσποινίδες Επάντσιν, σπάνια τις έβλεπε. Εξάλλου, και τώρα ακόμα δεν εμφανιζόταν καθόλου
στο σαλόνι και περνούσε, πάντα βιαστική, μπαίνοντας απ’ την πίσω πόρτα. Η Λιζαβέτα
Προκόφιεβνα ποτέ δεν τη συμπαθούσε, ούτε πριν, ούτε τώρα, μόλο που εκτιμούσε πολύ τη Νίνα

Αλεξάντροβνα, τη μητερούλα της Βαρβάρας Αρνταλιόνοβνας. Απορούσε, θύμωνε, απόδινε τη
γνωριμία με τη Βάρια σε πείσμα και καπρίτσιο των κοριτσιών της που «δεν ξέρουν τι να σοφιστούν
για να της πάνε κόντρα»∙ η Βαρβάρα Αρνταλιόνοβνα όμως εξακολουθούσε να τις επισκέπτεται και
πριν και μετά το γάμο της.
Πέρασε όμως ένας μήνας πάνω‐κάτω από τότε που ‘χε φύγει ο πρίγκιπας, κι η στρατηγίνα
Επάντσινα πήρε απ’ τη γριά πριγκίπισσα Μπελοκόνσκαγια, που ‘χε φύγει πριν δυο βδομάδες
πηγαίνοντας στη Μόσχα, στη μεγαλύτερη, παντρεμένη κόρη της, πήρε λοιπόν ένα γράμμα απ’ την
πριγκίπισσα και το γράμμα εκείνο είχε φανερή επίδραση πάνω της. Μόλο που δεν έκανε τίποτα
γνωστό για το περιεχόμενό του, ούτε στις κόρες της ούτε στον Ιβάν Φιοντόροβιτς, η οικογένεια
όμως το παρατήρησε από πολλά σημάδια πως η στρατηγίνα δεν είναι και πολύ ήσυχη, θα
μπορούσες μάλιστα να την πεις ταραγμένη. Άρχισε κι έπιανε κάτι παράξενες κουβέντες με τις κόρες
της, κι όλο για θέματα ολωσδιόλου ασυνήθιστα∙ ήταν φανερό πως ήθελε ν’ ανοίξει την καρδιά της,
για κάποιον άγνωστο λόγο όμως συγκρατιόταν. Τη μέρα που πήρε το γράμμα τους καλόπιασε
όλους, φίλησε μάλιστα την Αγλαΐα και την Αδελαΐδα, ομολόγησε πως είναι ένοχη απέναντί τους, μα
σε τι ακριβώς ήταν ένοχη — αυτό δεν μπόρεσαν να το ξεκαθαρίσουν. Ακόμα και με τον Ιβάν
Φιοντόροβιτς, που έναν ολάκερο μήνα τον είχε κρατήσει σε δυσμένεια, άρχισε να φέρνεται
συγκαταβατικά. Εννοείται πως την άλλη κιόλας μέρα θύμωσε τρομερά με τη χτεσινή της
συναισθηματικότητα και πριν ακόμα μεσημεριάσει, πρόφτασε και μάλωσε μ’ όλους τους, κατά το
βράδυ όμως, ο ορίζοντας αιθρίασε και πάλι∙ γενικά, μιαν ολάκερη βδομάδα εξακολούθησε να ‘ναι
αρκετά καλόκεφη, πράμα που ‘χε καιρό τώρα να συμβεί.
Μα σαν πέρασε άλλη μια βδομάδα, έφτασε απ’ την Μπελοκόνσκαγια κι άλλο γράμμα, και τούτη τη
φορά η στρατηγίνα αποφάσισε πια να μιλήσει. Δήλωσε θριαμβευτικά πως η «γριά
Μπελοκόνσκαγια» (πάντα έτσι την έλεγε την πριγκίπισσα σαν μίλαγε γι’ αυτήν όταν δεν ήταν
μπροστά) της στέλνει πολύ‐πολύ καθησυχαστικές ειδήσεις για κείνον τον… «χαζούλη, τον πρίγκιπα
ντε!» Η γριά τον βρήκε στη Μόσχα, ζήτησε πληροφορίες γι’ αυτόν, κι έμαθε για λόγου του κάτι πολύ
ευχάριστο∙ ο πρίγκιπας πήγε τελικά ο ίδιος σπίτι της και της έκανε μιαν εντύπωση σχεδόν μοναδική.
«Αυτό φαίνεται απ’ το γεγονός πως τον κάλεσε να πηγαίνει να τη βλέπει κάθε μέρα τα πρωινά, απ’
τη μία ως τις δύο και κείνος της κουβαλιέται κάθε μέρα κι ως τα τώρα δεν τον βαρέθηκε», τέλειωσε
η στρατηγίνα, προσθέτοντας ακόμα πως μέσον της «γριάς» τον πρίγκιπα τον δέχτηκαν σε δυο‐τρία
σπίτια περιωπής∙ «καλό είναι που δε ζει μονάχος του σαν αγρίμι και δε ντρέπεται σα βλάκας». Οι
δεσποινίδες που τ’ άκουσαν όλ’ αυτά παρατήρησαν αμέσως πως η μαμάκα τους τούς έχει κρύψει
πάρα πολλά απ’ το γράμμα της. Μπορεί να το μάθανε αυτό απ’ τη Βαρβάρα Αρνταλιόνοβνα που
μπορούσε να ξέρει και φυσικά ήξερε όλα όσα ήξερε ο Πτίτσιν για τον πρίγκιπα και τη διαμονή του
στη Μόσχα. Κι ο Πτίτσιν θα μπορούσε να ξέρει περισσότερα απ’ όλους. Ήταν όμως άνθρωπος
εξαιρετικά σιωπηλός όταν γινόταν λόγος για υποθέσεις, μόλο που, φυσικά, στη Βάρια τα ‘λεγε. Η
στρατηγίνα άρχισε αμέσως ν’ αντιπαθεί ακόμα περισσότερο τη Βαρβάρα Αρνταλιόνοβνα γι’ αυτό
ακριβώς.
Όπως και να ‘ταν όμως, ο πάγος είχε σπάσει και ξαφνικά έγινε δυνατό να μιλάνε ελεύθερα για τον
πρίγκιπα. Εκτός απ’ αυτό, αποκαλύφθηκε για μια ακόμα φορά η ασυνήθιστη εκείνη εντύπωση και
κείνο το υπέρμετρο πια ενδιαφέρον που προκάλεσε κι άφησε πίσω του ο πρίγκιπας στο σπίτι των
Επάντσιν. Η στρατηγίνα απόρησε μάλιστα για την εντύπωση που ‘χαν κάνει στις κόρες της οι
ειδήσεις απ’ τη Μόσχα. Μα κι οι κόρες απόρησαν κι αυτές με τη μαμάκα τους που τους ανάγγειλε
τόσο θριαμβευτικά πως «το κυριότερο χαρακτηριστικό της ζωής της είναι που έπεφτε συνεχώς έξω
σχετικά με τους ανθρώπους» και εμπιστεύτηκε ταυτόχρονα τον πρίγκιπα στην προσοχή της
«παντοδύναμης» γριάς Μπελοκόνσκαγιας στη Μόσχα παρακαλώντας την φυσικά με ικεσίες, γιατί η
«γριά», σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν έλεγε να κουνήσει και τόσο εύκολα το δαχτυλάκι της.
Όμως, μόλις έσπασε ο πάγος και φύσηξε καινούργιος άνεμος, βιάστηκε να πει κι ο στρατηγός το

λογάκι του. Αποδείχτηκε πως κι αυτός έδειχνε ασυνήθιστο ενδιαφέρον. Εδώ που τα λέμε έκανε λόγο
μονάχα περί της «επιχειρηματικής πλευράς του πράγματος».
Αποδείχτηκε πως ο στρατηγός — φροντίζοντας για το καλό του πρίγκιπα — είχε δώσει οδηγίες να
τον παρακολουθούν, καθώς και ιδιαίτερα το συμβουλάτορά του, το Σαλάζκιν, δυο κάποιοι κύριοι
στη Μόσχα, που μπορούσε να τους έχει κανείς εμπιστοσύνη και είχαν (στο είδος τους) μεγάλη
επιρροή. Όλα όσα λέγονταν για την κληρονομιά, «ούτως ειπείν, για το γεγονός της κληρονομιάς»
αποδείχτηκαν σωστά, μα η κληρονομιά αυτή καθ’ αυτή, αποδείχτηκε τελικά πολύ λιγότερο
σημαντική απ’ όσο είχανε διαδώσει στην αρχή. Η μισή περιουσία βρέθηκε να ‘ναι μπλεγμένη∙
παρουσιάστηκαν χρέη, εμφανίστηκαν κάτι κύριοι με απαιτήσεις, μα κι ο πρίγκιπας, παρ’ όλες τις
νουθεσίες, φέρθηκε με τον πιο αντιεπιχειρηματικό τρόπο. «Φυσικά, ο Θεός να του δίνει
περισσότερα». Τώρα που ο πάγος της σιωπής έχει σπάσει, ο στρατηγός με ευχαρίστησή του το
δηλώνει αυτό «εξ όλης ειλικρινείας» της ψυχής του, γιατί «μόλο που ο νέος είναι κάπως έ τ σ ι»,
παρ’ όλ’ αυτά του αξίζει κάθε τύχη. Κι ωστόσο, έκανε όπως και να το πάρεις αρκετές ανοησίες:
εμφανίστηκαν λόγου χάρη μερικοί πιστωτές του μακαρίτη εμπόρου με αμφίβολα, με τιποτένια
ντοκουμέντα και μερικοί μάλιστα, έχοντας μυριστεί τον πρίγκιπα, και χωρίς κανένα ντοκουμέντο —
και τι λέτε πως έγινε; Ο πρίγκιπας όλους σχεδόν τους πλήρωσε, παρ’ όλες τις προσπάθειες των
φίλων του να τον πείσουν πως όλοι αυτοί οι ανθρωπάκηδες και οι ψευτοπιστωτές δεν έχουν
καθόλου δικαιώματα∙ αυτός όμως τους πλήρωσε μόνο και μόνο επειδή πράγματι αποδείχτηκε πως
μερικοί από αυτούς είχαν πάθει ζημιές.
Η στρατηγίνα είπε τότε πως κάτι τέτοιο της γράφει κι η Μπελοκόνσκαγια και πως «αυτό είναι
ανόητο, πολύ ανόητο∙ η βλακεία βλέπεις δε γιατρεύεται», πρόστεσε απότομα∙ απ’ το πρόσωπό της
όμως φαινόταν πόση χαρά της δίνανε τα φερσίματα αυτού του «βλάκα». Το συμπέρασμα απ’ όλ’
αυτά ήταν πως ο στρατηγός πρόσεξε πως η γυναίκα του ενδιαφέρεται για τον πρίγκιπα σα να ‘τανε
γιος της και πως την Αγλαΐα άρχισε να την καλοπιάνει τρομερά∙ βλέποντάς το αυτό, ο Ιβάν
Φιοντόροβιτς πήρε για κάμποσο διάστημα ένα ύφος ολότελα επιχειρηματικό.
Ωστόσο, όλο αυτό το ευχάριστο κλίμα δεν κράτησε και πάλι για πολύ. Περάσανε δυο βδομάδες
όλες‐όλες και ξαφνικά πάλι κάτι άλλαξε, η στρατηγίνα σκυθρώπιασε κι ο στρατηγός, αφού
ανασήκωσε μερικές φορές τους ώμους, υποτάχτηκε και πάλι στον «πάγο της σιωπής». Η αλήθεια
είναι πως μόλις εδώ και δυο βδομάδες ο στρατηγός πήρε την έγγραφη πληροφορία (σύντομη, είναι
αλήθεια και γι’ αυτό όχι εντελώς σαφή, σίγουρη ωστόσο), πως η Ναστάσια Φιλίπποβνα, που στην
αρχή είχε εξαφανιστεί στη Μόσχα και την είχε ξαναβρεί αργότερα πάλι στη Μόσχα ο Ραγκόζιν κι
ύστερα πάλι κάπου ξαναχάθηκε και πάλι εκείνος την ξαναβρήκε, του ‘δωσε τελικά την σχεδόν
σίγουρη υπόσχεση να τον παντρευτεί. Και να που μόλις εδώ και δυο βδομάδες, η Αυτού Εξοχότης
πήρε την πληροφορία πως η Ναστάσια Φιλίπποβνα το ‘σκασε για τρίτη φορά, το ‘σκασε σχεδόν
κάτω απ’ το στεφάνι και τη φορά αυτή χάθηκε κάπου στην επαρχία και στο μεταξύ εξαφανίστηκε
απ’ τη Μόσχα κι ο πρίγκιπας Μίσκιν, αφήνοντας όλες τις υποθέσεις του στη φροντίδα του Σαλάζκιν.
«Μ’ αυτήν μαζί ή έτρεξε να τη βρει; Άγνωστο. Πάντως κάτι συμβαίνει εδώ», έβγαλε το συμπέρασμα
ο στρατηγός. Κι η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα από μέρος της πήρε κι αυτή δυσάρεστες ειδήσεις. Τέλος,
δυο μήνες ύστερ’ απ’ την αναχώρηση του πρίγκιπα, κάθε φήμη σχεδόν γι’ αυτόν στην Πετρούπολη
έπαψε οριστικά και στο σπίτι των Επάντσιν «ο πάγος της σιωπής» δεν ξανάσπασε πια. Ωστόσο η
Βαρβάρα Αρνταλιόνοβνα εξακολουθούσε μ’ όλ’ αυτά να επισκέπτεται τις δεσποινίδες.
Για να τελειώνουμε μ’ όλες αυτές τις φήμες και τις πληροφορίες, θα προσθέσουμε και το πως στους
Επάντσιν έγιναν πολλές ανακατατάξεις την άνοιξη, έτσι που θα ‘ταν δύσκολο να μην τον ξεχάσουν
τον πρίγκιπα, που άλλωστε κι ο ίδιος δεν έδινε, κι ίσως να μην ήθελε να δώσει, σημεία ζωής. Σιγά‐
σιγά, όσο κράταγε ακόμα ο χειμώνας, το πήραν τελικά απόφαση να πάνε το καλοκαίρι στο
Εξωτερικό, δηλαδή η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα με τις κόρες της∙ ο στρατηγός, εννοείται, δεν μπορούσε
να χάνει τον καιρό του με «άσκοπες διασκεδάσεις». Η απόφαση πάρθηκε ύστερ’ απ’ τις εξαιρετικά

πεισματάρικες κι επίμονες απαιτήσεις των τριών δεσποινίδων που είχαν πειστεί ολότελα πως ο
λόγος που δε θέλουν να τις πάνε στο Εξωτερικό, ήταν γιατί οι γονείς τους άλλο δε σκέφτονταν παρά
πώς να τις παντρέψουν, να τους βρούνε γαμπρούς. Δεν αποκλείεται να πειστήκανε τελικά κι οι
γονείς πως οι γαμπροί μπορεί να βρεθούν και στο Εξωτερικό και πως το ταξίδι αυτό — για ένα
καλοκαίρι — όχι μονάχα δεν μπορούσε να χαλάσει σε τίποτα τα σχέδιά τους, μα απεναντίας, θα ‘ταν
ίσως‐ίσως δυνατό «να συντελέσει κι αυτό». Μια και το ‘φερε η κουβέντα, θα πρέπει να
σημειώσουμε εδώ πως ο σχεδιαζόμενος γάμος του Αθανάσιου Ιβάνοβιτς Τότσκη με τη μεγαλύτερη
κόρη του Επάντσιν έμεινε χωρίς συνέχεια και η τυπική πρόταση δεν έγινε ποτέ. Το πράμα συνέβη
κάπως από μόνο του, χωρίς πολλές συζητήσεις και χωρίς καμιά οικογενειακή φασαρία. Από τότε
που ‘φυγε ο πρίγκιπας, δεν ξανάγινε λόγος για όλ’ αυτά ούτε απ’ τη μια, ούτε απ’ την άλλη μεριά. Κι
αυτό ακόμα το περιστατικό στάθηκε τότε ως ένα σημείο μια απ’ τις αιτίες της βαρυθυμιάς στην
οικογένεια Επάντσιν, παρ’ όλο που η στρατηγίνα το ‘πε αμέσως πως ήρθε η καρδιά της στον τόπο
της κι είναι έτοιμη «να κάνει το σταυρό της και με τα δυο της χέρια». Ο στρατηγός παρ’ όλο που
βρισκόταν σε δυσμένεια κι ένιωθε πως είναι ο ίδιος ένοχος, έκανε ωστόσο για πολύν καιρό μούτρα∙
λυπόταν που έχανε τον Αθανάσιο Ιβάνοβιτς: «μια τέτοια περιουσία κι ένας τόσο καπάτσος
άνθρωπος!» Λίγο αργότερα ο στρατηγός έμαθε πως ο Αθανάσιος Ιβάνοβιτς είχε αιχμαλωτισθεί απ’
τα θέλγητρα μιας περαστικής Γαλλίδας της ανωτέρας κοινωνίας — μιας μαρκησίας απ’ την
παράταξη των βασιλοφρόνων, — πως ο γάμος θα γίνει και πως τον Αθανάσιο Ιβάνοβιτς θα τον
απαγάγουν στο Παρίσι κι ύστερα κάπου στη Βρετάνη. «Ε, με τη Γαλλίδα είναι χαμένος», έβγαλε την
απόφαση ο στρατηγός.
Στο μεταξύ οι Επάντσιν ετοιμάζονταν για το ταξίδι του καλοκαιριού.
Ξάφνου όμως, έγινε κάτι που τ’ αναποδογύρισε και πάλι όλα και το ταξίδι αναβλήθηκε για μια
ακόμα φορά— για μεγάλη χαρά του στρατηγού και της στρατηγίνας. Κατέφτασε στην Πετρούπολη
απ’ τη Μόσχα ένας πρίγκηψ, ο πρίγκηψ Σ., πρόσωπο γνωστό και μάλιστα από καλής, από αρίστης
πλευράς. Ήταν ένας από κείνους τους ανθρώπους και μάλιστα, μπορεί να πει κανείς, απ’ τις
προσωπικότητες του τελευταίου καιρού, τους τίμιους και σεμνούς που ειλικρινά και ευσυνείδητα
πασκίζουν να φανούν ωφέλιμοι, που πάντοτε εργάζονται και τους διακρίνει το σπάνιο κι
ευτυχισμένο εκείνο προσόν να βρίσκουν πάντα πεδίον δράσεως. Χωρίς τη μανία των επιδείξεων,
αποφεύγοντας τα πάθη και τις κενές φλυαρίες των κομμάτων, μη θεωρώντας τον εαυτό του απ’
τους πρώτους, ο πρίγκηψ κατάλαβε ωστόσο πολλά απ’ όσα γίνονταν τον τελευταίο καιρό και τα
κατάλαβε κατά βάθος. Στην αρχή υπηρετούσε στο Κράτος, ύστερα άρχισε κι έπαιρνε μέρος στα
αιρετά επαρχιακά συμβούλια. Εκτός απ’ αυτό, ήταν δραστήριο αντεπιστέλλον μέλος μερικών
ρωσικών επιστημονικών εταιριών. Μαζί μ’ έναν γνωστό του τεχνικό συντέλεσε (με τις πληροφορίες
που είχε μαζέψει και τις έρευνες που ‘χε κάνει) στην ακριβέστερη χάραξη μιας υπό κατασκευήν
σιδηροδρομικής γραμμής. Ήταν κάπου τριάντα πέντε χρονών. Ήταν άνθρωπος «της ανωτάτης
κοινωνίας» κι επιπλέον είχε περιουσία, «αρκετή, σοβαρή, αναντίρρητη», όπως τη χαρακτήρισε ο
στρατηγός που είχε την ευκαιρία να έρθει σ’ επαφή με τον πρίγκιπα εξαιτίας μιας αρκετά
σημαντικής υπόθεσης και να τον γνωρίσει στου κόμη, του προϊσταμένου του. Ο πρίγκιπας, εξαιτίας
κάποιας ιδιαίτερης περιέργειας, ποτέ δεν απόφευγε τις γνωριμίες με τους Ρώσους «ανθρώπους των
υποθέσεων». Έτυχε να γνωριστεί ο πρίγκιπας και με την οικογένεια του στρατηγού. Η Αδελαΐδα
Ιβάνοβνα, η μεσαία απ’ τις τρεις αδελφές, του έκανε αρκετά ζωηρή εντύπωση. Κατά την άνοιξη, ο
πρίγκιπας έκανε την πρότασή του. Στην Αδελαΐδα άρεσε πολύ, άρεσε και στη Λιζαβέτα
Προκόφιεβνα. Ο στρατηγός ήταν πολύ χαρούμενος. Εννοείται φυσικά πως το ταξίδι αναβλήθηκε. Ο
γάμος ορίστηκε για την άνοιξη.
Άλλωστε, το ταξίδι θα μπορούσε να γίνει και στα μέσα και στα τέλη του καλοκαιριού, έστω και σαν
ένας μικρός περίπατος για κάνα δυο μήνες, οπότε θα πηγαίνανε η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα με τις δυο
άλλες κόρες της, για να διασκεδάσουν τη λύπη τους που τους άφησε η Αδελαΐδα. Μα έγινε και πάλι
κάτι καινούργιο: θα ‘ταν κιόλας τέλη της άνοιξης, (ο γάμος της Αδελαΐδας καθυστέρησε κάπως και

αναβλήθηκε ως τα μισά του καλοκαιριού) όταν ο πρίγκιπας Σ. έφερε στο σπίτι των Επάντσιν ένα
μακρινό συγγενή του, που, για να λέμε την αλήθεια, τον ήξερε αρκετά καλά. Ήταν ένας κάποιος
Ευγένιος Παύλοβιτς P., νέος ακόμα, κάπου είκοσι οχτώ χρονών, υπασπιστής του αυτοκράτορα,
όμορφος σα ζωγραφιά, «από μεγάλο τζάκι», εξυπνότατος, λαμπρός, «μοντέρνος», «καταπληχτικής
μορφώσεως» και— με μια περιουσία κάπως απίστευτη. Σχετικά μ’ αυτό το τελευταίο σημείο, ο
στρατηγός ήταν πάντοτε επιφυλακτικός∙ φρόντισε να συγκεντρώσει πληροφορίες: «πραγματικά κάτι
φαίνεται να ‘χει, αν και, εδώ που τα λέμε, πρέπει να βεβαιωθούμε». Αυτός ο νέος και «με μέλλον»
υπασπιστής είχε και κάτι ακόμα που τον ανέβασε στα μάτια των Επάντσιν: τις συστάσεις που έδωσε
γι’ αυτόν η γριά Μπελοκόνσκαγια απ’ τη Μόσχα. Μια μονάχα φήμη που κυκλοφορούσε γι’ αυτόν
ήταν κάπως ανησυχαστική: μερικές σχέσεις και —έτσι βεβαίωναν— «κατακτήσεις» κάποιων
δυστυχισμένων γυναικών. Σαν είδε την Αγλαΐα, άρχισε να παρατείνει ασυνήθιστα τις επισκέψεις του
στο σπίτι των Επάντσιν. Η αλήθεια είναι πως τίποτα ακόμα δεν είχε ειπωθεί, μήτε υπαινιγμός δεν
είχε γίνει κανένας∙ οι γονείς ωστόσο σχημάτισαν την εντύπωση πως δεν μπορούσε να γίνεται λόγος
για ταξίδια στο εξωτερικό τούτο το καλοκαίρι. Η ίδια η Αγλαΐα ίσως να ‘χε διαφορετική γνώμη.
Όλ’ αυτά γίνονταν λίγες μέρες σχεδόν πριν απ’ τη δεύτερη εμφάνιση του ήρωά μας στη σκηνή της
αφήγησής μας. Απ’ ό,τι δείχνανε τα πράματα, τον καημένο τον πρίγκιπα Μίσκιν είχαν προφτάσει πια
και τον ξέχασαν εντελώς στην Πετρούπολη. Αν εμφανιζόταν τώρα ξαφνικά στους γνωστούς του, θα
‘ταν σάμπως να ‘πεφτε απ’ τον ουρανό, εμείς ωστόσο θα κάνουμε γνωστό ακόμα ένα γεγονός και θα
κλείσουμε μ’ αυτό την εισαγωγή μας.
Ο Κόλια Ιβόλγκιν, σαν έφυγε ο πρίγκιπας, εξακολούθησε στην αρχή την προηγούμενη ζωή του,
πήγαινε δηλαδή στο γυμνάσιο, στο φίλο του τον Ιππόλυτο, πρόσεχε το στρατηγό και βοήθαγε τη
Βάρια στο νοικοκυριό του σπιτιού—τον είχε δηλαδή για τα μικροθελήματα∙ οι νοικάρηδες όμως
γρήγορα εξαφανίστηκαν: ο Φερντιστσένκο κάπου μετακόμισε τρεις μέρες ύστερ’ απ’ το περιστατικό
στης Ναστάσιας Φιλίπποβνας και σε λίγο εξαφανίστηκε εντελώς, — ούτε φωνή ούτε ακρόαση∙
λέγανε πως κάπου τα κοπανάει, η φήμη όμως ήταν αόριστη. Ο πρίγκιπας είχε φύγει για τη Μόσχα∙ η
υπόθεση με τους νοικάρηδες είχε λήξει. Αργότερα, όταν η Βάρια παντρεύτηκε, η Νίνα Αλεξάντροβνα
κι ο Γάνια μετακομίσανε μαζί της στου Πτίτσιν, στη συνοικία Ιζμαϊλόβσκη∙ όσο για το στρατηγό
Ιβόλγκιν, του ‘τυχε σχεδόν εκείνον ακριβώς τον καιρό μια απρόοπτη περιπέτεια: τον κλείσανε μέσα
για χρέη. Τον είχε στείλει εκεί η φιλενάδα του η λοχαγίνα που της είχε υπογράψει κατά καιρούς
διάφορα γραμμάτια, για δυο χιλιάδες ρούβλια πάνω‐κάτω. Όλ’ αυτά σταθήκανε για το στρατηγό μια
έκπληξη που δεν την περίμενε ποτέ κι ο κακομοίρης είχε πέσει «θύμα της απεριορίστου
εμπιστοσύνης του στην ευγένεια της ανθρώπινης καρδιάς, υπό γενικήν έννοιαν». Έχοντας
αποχτήσει την καθησυχαστική συνήθεια να υπογράφει χρεωστικές επιστολές και γραμμάτια, ούτε
καν φανταζόταν πως όλ’ αυτά θα μπορούσαν να ‘χουν συνέπειες, έστω και στο απώτερο μέλλον, και
νόμιζε συνεχώς πως όλ’ αυτά γίνονται έτσι. Μα αποδείχτηκε πως δεν ήταν έτσι. «Άντε να ‘χεις
ύστερ’ απ’ αυτό πίστη στους ανθρώπους, άντε να τους δείξεις ευγενική εμπιστοσύνη!» αναφωνούσε
μες στην πίκρα του κει που καθόταν με τους καινούργιους του φίλους, στο κτίριο Ταράσοβ,
μπροστά σ’ ενα μπουκάλι κρασί και τους διηγόταν ανέκδοτα απ’ την πολιορκία του Καρς και την
ανάσταση του φαντάρου. Εδώ που τα λέμε, πέρναγε ζωή χαρισάμενη κει μέσα. Ο Πτίτσιν κι η Βάρια
λέγανε πως εκεί είναι η θέση του∙ ο Γάνια συμφωνούσε απόλυτα μ’ αυτή την άποψη. Μονάχα η
καημένη η Νίνα Αλεξάντροβνα κρυφόκλαιγε πικρά (πράγμα που έκανε μάλιστα τους δικούς της ν’
απορούν) και, πάντοτε άρρωστη, κουβαλιόταν όσο μπορούσε συχνότερα για να δει τον άντρα της.
Όμως από τότε που έγινε «το περιστατικό με το στρατηγό», όπως έλεγε ο Κόλια, και γενικά απ’ τις
πρώτες μέρες του γάμου της αδερφής του, ο Κόλια δεν πάταγε σχεδόν καθόλου σπίτι κι έφτασε σε
σημείο που τον τελευταίο καιρό σπάνια πήγαινε να κοιμηθεί στους δικούς του. Κυκλοφορούσαν
φήμες πως είχε αποχτήσει πολλές καινούργιες γνωριμίες∙ εκτός απ’ αυτό, έγινε πάρα πολύ γνωστός
και στο παράρτημα όπου κρατούνταν οι φυλακισμένοι για χρέη. Η Νίνα Αλεξάντροβνα δεν
μπορούσε να τα καταφέρει κει πέρα δίχως αυτόν∙ όσο για το σπίτι, ούτε με την περιέργειά τους δεν

τον ενοχλούσαν τώρα πια. Η Βάρια, που του φερνόταν πρώτα τόσο αυστηρά, δεν του έκανε τώρα
ούτε την παραμικρότερη ανάκριση για τις περιπλανήσεις του∙ και ο Γάνια — πράγμα που έκανε τους
δικούς του ν’ απορούν πολύ — του μίλαγε και μερικές φορές μάλιστα του ‘κανε παρέα εντελώς
φιλικά, παρ’ όλη την υποχονδρία του, πράγμα που δε γινόταν ποτέ πριν γιατί ο εικοσιεφτάχρονος
Γάνια ήταν φυσικό να μη δείχνει για τον δεκαπεντάχρονο αδερφό του μήτε την παραμικρότερη
φιλική προσοχή. Του φερνόταν βάναυσα, απαιτούσε απ’ όλους τους δικούς του να του φέρνονται
αυστηρά και τον φοβέριζε πως θα του «βγάλει τ’ αυτιά», πράγμα που έκανε τον Κόλια να «χάνει
κάθε ανθρώπινη υπομονή». Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως τώρα ο Γάνια έφτανε καμιά
φορά να τον έχει απόλυτη ανάγκη τον Κόλια. Του Κόλια του είχε κάνει αρκετή εντύπωση που ο
Γάνια είχε επιστρέψει τότε τα χρήματα∙ γι’ αυτό ήταν έτοιμος να του συγχωρέσει πολλά.
Είχαν περάσει τρεις μήνες πάνω‐κάτω από τότε που έφυγε ο πρίγκιπας, και στην οικογένεια
Ιβόλγκιν άκουσαν πως ο Κόλια γνωρίστηκε ξαφνικά με τους Επάντσιν και οι δεσποινίδες τον
δέχονται πολύ καλά. Η Βάρια βεβαιώθηκε γρήγορα γι’ αυτό∙ εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε πως ο
Κόλια δε γνωρίστηκε με τη μεσολάβηση της Βάριας μα «αυτός μοναχός του». Λίγο‐λίγο τον
αγαπήσανε στους Επάντσιν. Η στρατηγίνα ήταν στην αρχή πολύ δυσαρεστημένη μαζί του, σε λίγο
όμως άρχισε να τον συμπαθεί πολύ «επειδή είναι ειλικρινής και δε λέει κολακείες». Το πως ο Κόλια
δεν έλεγε κολακείες, αυτό ήταν απόλυτα σωστό: τα ‘χε καταφέρει να τους φέρνεται εντελώς σαν
ίσος τους κι ανεξάρτητος άνθρωπος, αν κι έκανε πότε‐πότε τον αναγνώστη στη στρατηγίνα∙ άλλωστε
ήταν πάντα εξυπηρετικός. Ωστόσο, μάλωσε κάνα δυο φορές στα γεμάτα με τη Λιζαβέτα
Προκόφιεβνα, της είπε πως είναι σατράπισσα και πως δε θα ξαναπατήσει το πόδι του σπίτι της. Την
πρώτη φορά μάλωσαν, εξαιτίας του «γυναικείου ζητήματος» και τη δεύτερη φορά εξαιτίας του
ζητήματος, σε ποιαν εποχή του έτους πιάνονται καλύτερα οι σπίνοι. Όσο απίθανο κι αν φαίνεται, η
στρατηγίνα όμως την τρίτη μέρα μετά τον καυγά τού έστειλε με τον υπηρέτη ένα σημείωμα
παρακαλώντας τον να ‘ρθει το δίχως άλλο να τη δει. Ο Κόλια δεν έκανε τον ακατάδεκτο και πήγε
αμέσως. Μονάχα η Αγλαΐα τού είχε για κάποιο λόγο μιαν αντιπάθεια και του φερόταν αφ’ υψηλού.
Αυτή ακριβώς του ήταν γραφτό να εκπλήξει. Μια φορά—ήταν τη Μεγάλη Βδομάδα—σαν βρέθηκαν
για μια στιγμή μόνοι, ο Κόλια έδωσε στην Αγλαΐα ένα γράμμα, λέγοντάς της μονάχα πως είχε
οδηγίες να της το δώσει ιδιαιτέρως. Η Αγλαΐα κοίταξε αυστηρά απ’ την κορφή ως τα νύχια το
«φαντασμένο παιδαρέλι», ο Κόλια όμως δεν έκατσε να περιμένει και βγήκε. Αυτή ξεδίπλωσε το
σημείωμα και διάβασε:
«Κάποτε με τιμήσατε με την εμπιστοσύνη σας. Ίσως να μ’ έχετε τώρα ολότελα ξεχάσει. Πώς έγινε και
σας γράφω; Δεν ξέρω∙ μ’ έπιασε όμως η ακατανίκητη επιθυμία να σας θυμίσω ότι υπάρχω, σε σας
και σε κανέναν άλλον. Πόσες φορές μου ήσασταν και οι τρεις πολύ απαραίτητες, απ’ όλες όμως τις
τρεις, έβλεπα μονάχα εσάς. Μου χρειάζεστε, μου χρειάζεστε πάρα πολύ. Δεν έχω τίποτα να γράψω
για τον εαυτό μου, δεν έχω τίποτα να διηγηθώ. Μήτε θα το ‘θελα κάτι τέτοιο∙ θα το επιθυμούσα
τρομερά να είσαστε ευτυχισμένη. Είστε ευτυχισμένη; Να, αυτό μονάχα ήθελα να σας πω.
Ο αδερφός σας, πρ. Λ. Μίσκιν».
Σαν διάβασε αυτό το σύντομο κι αρκετά ασυνάρτητο σημείωμα, η Αγλαΐα κατακοκκίνισε ξαφνικά κι
έπεσε σε συλλογή. Θα μας ήταν δύσκολο να περιγράψουμε τη σειρά των σκέψεών της. Ανάμεσα σε
άλλα, αναρωτήθηκε: «να το δείξω σε κανέναν;» Για κάποιο λόγο ντρεπόταν. Τέλος πέταξε το
γράμμα στο συρτάρι του μικρού της τραπεζιού χαμογελώντας κοροϊδευτικά και παράξενα. Την άλλη
μέρα το ξανάβγαλε και το ‘βαλε σ’ ένα χοντρό, γεροδεμένο βιβλίο (έτσι έκανε πάντα με τα χαρτιά
της για να τα βρίσκει ευκολότερα σαν θα τα χρειαζόταν). Και μονάχα σαν πέρασε μια βδομάδα, της
έτυχε να προσέξει ποιο ήταν αυτό το βιβλίο. Ήταν ο Δον Κιχώτης της Μάντσας. Η Αγλαΐα έσκασε στα
γέλια — άγνωστο γιατί.
Άγνωστο είναι ακόμα κι αν έδειξε το απόκτημά της σε καμιάν απ’ τις αδερφές της.

Μα όσο διάβαζε το γράμμα, της πέρασε ξαφνικά η σκέψη: μπορεί ποτέ ο πρίγκιπας να ‘χε διαλέξει
αυτό το φαντασμένο παιδαρέλι, το φανφαρονίσκο για ταχυδρόμο του; Και ίσως‐ίσως (όλα να τα
περιμένεις), μπορεί αυτό το παιδαρέλι να ‘ταν ο μόνος που του έγραφε. Αν και με ύφος
ασυνήθιστης ακαταδεξιάς, φώναξε ωστόσο τον Κόλια να τον ρωτήσει. Μα το «παιδαρέλι» που
προσβάλλονταν πάντα πολύ εύκολα, δεν έδωσε αυτή τη φορά την παραμικρότερη προσοχή στην
ακαταδεξιά της∙ πολύ σύντομα και αρκετά ξερά, εξήγησε στην Αγλαΐα πως, μόλο που ‘χε κάνει
γνωστή στον πρίγκιπα — για κάθε ενδεχόμενο— τη μόνιμη διεύθυνσή του λίγο πριν φύγει ο
πρίγκιπας απ’ την Πετρούπολη και του πρόστεσε πως θα ‘ναι πάντα στη διάθεσή του ωστόσο το
γράμμα που της είχε δώσει ήταν η πρώτη αποστολή που του ανάθεσε ο πρίγκιπας και το σημείωμα
που ‘χε πάρει ήταν το πρώτο που του ‘στελνε∙ σαν απόδειξη, της έδειξε και το γράμμα που είχε
πάρει αυτός ο ίδιος. Η Αγλαΐα δε ντράπηκε και το διάβασε. Στο γράμμα του στον Κόλια ο πρίγκιπας
έγραφε:
«Αγαπημένε μου Κόλια, κάντε μου τη χάρη να δώσετε το εσώκλειστο και σφραγισμένο σημείωμα
στην Αγλαΐα Ιβάνοβνα. Να ‘στε καλά.
Ο πρ. Α. Μίσκιν
που σας αγαπάει».
— Όπως και να το πάρεις, είναι γελοίο να εμπιστεύεται κανείς σ’ έναν τέτοιο μπόμπιρα, — πρόφερε
προσβλητικά η Αγλαΐα, επιστρέφοντας στον Κόλια το σημείωμα και τον παράτησε περιφρονητικά.
Αυτό πια ο Κόλια δεν μπόρεσε να το υποφέρει: γιατί λες κι έγινε επίτηδες, τώρα που φορούσε
μάλιστα και τ’ ολοκαίνουργιο πράσινο κασκόλ του Γάνια, που του το ‘χε πάρει ύστερα από πολλά
παρακάλια και χωρίς να του εξηγήσει το λόγο. Ένιωθε τώρα τον εαυτό του βαθύτατα προσβλημένο.

II
ΗΤΑΝ ΑΡΧΕΣ Ιουνίου και στην Πετρούπολη, μια βδομάδα τώρα, είχε μια σπάνια καλοκαιρία. Οι
Επάντσιν είχαν μια πλούσια ιδιόκτητη βίλα στο Παυλόβσκ. Η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα ξεσηκώθηκε
ξαφνικά και, ύστερα από φασαρίες που δε βάσταξαν μήτε δυο μέρες, μετακόμισαν εκεί.
Την άλλη ή την παράλλη μέρα μετά τη μετακόμιση των Επάντσιν, έφτασε κι ο πρίγκιπας Λέων
Νικολάγιεβιτς Μίσκιν με το πρωινό τρένο απ’ τη Μόσχα. Κανένας δεν ήρθε να τον προϋπαντήσει στο
σταθμό, μα σαν βγήκε απ’ το βαγόνι, του πρίγκιπα του φάνηκε ξάφνου πως καρφώθηκε πάνω του
το παράξενο, φλογερό βλέμμα δυο ματιών, μες απ’ το πλήθος που τριγύρισε τους επιβάτες καθώς
κατεβαίνανε απ’ το τρένο. Κοίταξε πιο προσεκτικά μα δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτα. Φυσικά, του
φάνηκε μονάχα∙ ωστόσο η αίσθηση εκείνη του άφησε μια δυσάρεστη εντύπωση. Άλλωστε και χωρίς
αυτό ο πρίγκιπας ήταν κιόλας μελαγχολικός και σκεπτικός και φαινόταν πως κάτι τον απασχολούσε.
Ο αμαξάς τον έφερε σ’ ένα ξενοδοχείο, λίγο παρακάτω απ’ την οδό Λιτέιναγια. Το ξενοδοχείο δεν
ήταν και πολύ της προκοπής. Ο πρίγκιπας πήρε δυο μικρά δωμάτια, σκοτεινά και κακοεπιπλωμένα∙
πλύθηκε, ντύθηκε, δε ζήτησε τίποτα και βγήκε βιαστικός σα να φοβόταν μην αργήσει ή μην τυχόν
και δεν πετύχει κάποιον στο σπίτι.
Αν τον κοίταζε τώρα κανένας από κείνους που τον ξέρανε εδώ κι έξι μήνες στην Πετρούπολη, τότε
που ‘χε έρθει για πρώτη φορά, δεν αποκλείεται να ‘λεγε πως το παρουσιαστικό του είχε αλλάξει
πολύ στο καλύτερο. Είναι ζήτημα όμως αν ήταν σωστό κάτι τέτοιο. Μονάχα στα ρούχα του η αλλαγή
ήταν πλήρης: όλο του το ντύσιμο ήταν διαφορετικό∙ φορούσε ένα κουστούμι ραμμένο στη Μόσχα
από καλό ράφτη μα κι αυτό είχε ένα ελάττωμα: ήταν υπερβολικά της μόδας (όπως ράβουν πάντα οι
ευσυνείδητοι ράφτες που δε διαθέτουν ωστόσο και πολύ γούστο) κι ακόμα ήταν ραμμένο για έναν
άνθρωπο που δεν ενδιαφέρεται καθόλου για όλ’ αυτά, έτσι που αν τον καλοκοίταζε κάποιος που να
‘χε όρεξη να κοροϊδέψει, θα ‘βρισκε κάτι να γελάσει. Μα μήπως τάχα είναι λίγες οι αιτίες που
κάνουν τον άλλο να γελάει;
Ο πρίγκιπας πήρε έν’ αμάξι και τράβηξε στα Πεσκί. Σ’ έναν απ’ τους δρόμους Ροζντέστβενσκαγια,
βρήκε γρήγορα ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι. Απόρησε σαν είδε πως το σπιτάκι αυτό ήταν όμορφο,
καθαρούτσικο, πολύ νοικοκυρεμένο, είχε και κήπο με λουλούδια. Τα παράθυρα στο δρόμο ήταν
ανοιχτά κι από μέσα ακουγόταν μια απότομη, ακατάπαυστη ομιλία, σχεδόν κραυγές, λες και
κάποιος διάβαζε δυνατά ή έβγαζε λόγο∙ η φωνή διακοπτόταν πού και πού από κουδουνιστά γέλια.
Ο πρίγκιπας μπήκε στην αυλή, ανέβηκε στο μικρό χαγιάτι και ζήτησε τον κύριο Λέμπεντεβ.
— Νάτος,— απάντησε η μαγείρισσα που ‘χε ανοίξει την πόρτα∙ είχε ανασκουμπωμένα τα μανίκια
της κι έδειξε με το δάχτυλο στο «σαλόνι». Αυτό το σαλόνι ήταν ταπετσαρισμένο με σκουρογάλαζο
χαρτί και συγυρισμένο καθαρά, με μερικές αξιώσεις μάλιστα, δηλαδή μ’ ένα στρογγυλό τραπέζι κι
ένα ντιβάνι, μ’ ένα μπρούντζινο ρολόι κάτω από μια γυάλα, μ’ ένα στενό καθρέφτη στο μεσότοιχο
και μ’ έναν παμπάλαιο μικρό πολυέλαιο με μικρά κρύσταλλα, που κρεμόταν απ’ το ταβάνι από μια
μπρούντζινη αλυσίδα. Στη μέση της κάμαρας στεκόταν ο ίδιος ο κύριος Λέμπεντεβ, με την πλάτη
γυρισμένη στον πρίγκιπα που έμπαινε∙ φόραγε το γιλέκο του μονάχα χωρίς το σακάκι (ήταν
καλοκαίρι), και, χτυπώντας το στήθος του, ρητόρευε με πικρία. Ακροατές του είχε: ένα αγόρι κάπου
δεκαπέντε χρονώ με αρκετά εύθυμο κι έξυπνο πρόσωπο μ’ ένα βιβλίο στα χέρια, μια νέα κοπέλα
καμιά εικοσαριά χρονών, ντυμένη στα μαύρα, που κράταγε ένα μωρό στα χέρια, ένα κοριτσάκι
δεκατριών χρονών που φόραγε κι αυτό πένθος και γέλαγε με την καρδιά του ανοίγοντας διάπλατα
το στόμα του και τέλος—ήταν κι ένας εξαιρετικά παράξενος ακροατής, ξαπλωμένος στο ντιβάνι:
ένας νεαρός καμιά εικοσαριά χρονών, αρκετά όμορφος, μελαχρινός, με μακριά πυκνά μαλλιά και
μεγάλα μαύρα μάτια κι ένα χνούδι που ‘μοιαζε με φαβορίτες και γενάκι. Αυτός ο ακροατής φαίνεται
πως διέκοπτε συχνά κι έφερνε αντιρρήσεις στο Λέμπεντεβ που ρητόρευε∙ πιθανότατα γι’ αυτό

ακριβώς να γελούσε το άλλο κοινό.
— Λουκιάν Τιμοφέιτς, ε, Λουκιάν Τιμοφέιτς! Για δες που δεν ακούει! Μα για κοίτα λοιπόν κατά δω!
Ουφ, ανεπρόκοποι όλοι σας!
Κι η μαγείρισσα έφυγε κουνώντας τα χέρια της κι έχοντας θυμώσει τόσο πολύ που έγινε
κατακόκκινη.
Ο Λέμπεντεβ γύρισε και, βλέποντας τον πρίγκιπα, έμεινε για λίγο στη θέση του σα να τον είχε
χτυπήσει κεραυνός, ύστερα όρμησε προς το μέρος του μ’ ένα δουλικό χαμόγελο μα στο κατώφλι λες
κι απόμεινε και πάλι σύξυλος, μόλο που, για να λέμε την αλήθεια, κατάφερε να προφέρει:
— Εκ‐εκ‐εκλαμπρότατε πρίγκηψ!
Ξάφνου όμως λες και δεν τα κατάφερνε ακόμα να καταλάβει τι τρέχει, ξαναγύρισε και, στα καλά
καθούμενα, τα ‘βαλε στην αρχή με την κοπέλα που φόραγε πένθος και κράταγε το μωρό στα χέρια,
τόσο που εκείνη έγειρε προς τα πίσω από το ξαφνικό, αμέσως όμως, παρατώντας την, τα ‘βαλε με
το κοριτσάκι που ‘χε κοντοσταθεί στο κατώφλι της μέσα κάμαρας κι εξακολουθούσε να χαμογελάει
με τ’ απομεινάρια απ’ τα γέλια που ‘χε κάνει λίγο πριν. Το κοριτσάκι δεν άντεξε στις φωνές του και
το ‘βαλε αμέσως στα πόδια φεύγοντας για την κουζίνα∙ ο Λέμπεντεβ άρχισε μάλιστα να χτυπάει τα
πόδια του στο πάτωμα το κατόπι της για να την τρομάξει ακόμα περισσότερο, μα, συναντώντας το
βλέμμα του πρίγκιπα που κοίταζε αμήχανα, πρόφερε επεξηγηματικά:
— Για μεγαλύτερο… σεβασμό χε‐χε‐χε!
— Δεν υπήρχε λόγος…— έκανε να πει ο πρίγκιπας.
— Αμέσως, αμέσως, αμέσως… σαν αστραπή!
Κι ο Λέμπεντεβ εξαφανίστηκε βιαστικά απ’ την κάμαρα. Ο πρίγκιπας κοίταξε απορώντας την κοπέλα,
τ’ αγόρι και τον ξαπλωμένο στο ντιβάνι∙ όλοι τους γελούσαν. Άρχισε να γελάει κι ο πρίγκιπας.
— Πήγε να βάλει το φράκο του, — είπε τ’ αγοράκι.
— Πόσο λυπάμαι που… —άρχισε να λέει ο πρίγκιπας, — και γω νόμιζα… πέστε μου, είναι…
— Νομίζετε πως είναι μεθυσμένος;— ακούστηκε η φωνή απ’ το ντιβάνι. —Μήτε στο κέφι δεν
έφτασε! Τρία τέσσερα ποτηράκια μονάχα, ε, πέντε το πολύ‐πολύ — μα αυτό δε σημαίνει τίποτα,
είναι τα καθημερινά του σκονάκια.
Ο πρίγκιπας έκανε να γυρίσει στη φωνή απ’ το ντιβάνι, άρχισε όμως να μιλάει η κοπέλα που με την
πιο ειλικρινή έκφραση στο χαριτωμένο της πρόσωπο, είπε:
— Το πρωί δεν πίνει ποτέ του πολύ∙ αν ήρθατε να τον δείτε για καμιά δουλειά, να του μιλήσετε τώρ’
αμέσως. Είναι η καλύτερη ώρα. Μονάχα σαν γυρνάει το βράδυ είναι μεθυσμένος∙ μα και πάλι τις
περισσότερες φορές βάζει τα κλάματα σα νυχτώνει και μας διαβάζει δυνατά απ’ την Αγία Γραφή
γιατί η μητερούλα μας είναι πέντε βδομάδες που ‘χει πεθάνει.
— Το ‘σκασε γιατί του ήταν σίγουρα δύσκολο να σας απαντήσει, — γέλασε ο νεαρός απ’ το ντιβάνι.
—Βάζω στοίχημα πως τώρα ίσα‐ίσα σκέφτεται πώς να σας τη φέρει και να σας ξεγελάσει.

— Πέντε βδομάδες μονάχα! Πέντε βδομάδες μονάχα!— έκα νε ο Λέμπεντεβ γυρίζοντας ντυμένος με
το φράκο του, ανοιγοκλεί νοντας τα μάτια και βγάζοντας το μαντίλι για να σκουπίσει τα δάκρυα: —
Ορφανά!
— Μα τι σας ήρθε και βάλατε αυτό το τρύπιο!— είπε η κοπέλα. — Αφού εδώ πίσω απ’ την πόρτα
κρέμεται τ’ ολοκαίνουργιο φράκο σας, δεν το ‘δατε;
— Εσύ να σωπαίνεις, ακρίδα!— της έβαλε μια φωνή ο Λέμπεντεβ. —Να προσέχεις πώς μιλάς!—
έκανε να χτυπήσει τα πόδια του στο πάτωμα. Αυτή τη φορά όμως η κοπέλα έβαλε τα γέλια.
— Τι με φοβερίζετε, εγώ δεν είμαι η Τάνια, δε θα το βάλω στα πόδια. Άμα κάνετε έτσι όμως, μπορεί
να ξυπνήσετε τη Λιούμποτσκα, μπορεί να το πιάσουν σπασμοί το παιδί… Τι φωνάζετε έτσι!
— Α, πα‐πα‐πα! Κακό σπυρί στη γλώσσα σου!— τρόμαξε ξάφνου φοβερά ο Λέμπεντεβ και,
ορμώντας στο μωρό που κοιμόταν στα χέρια της κόρης του, έκανε πολλές φορές από πάνω του το
σημείο του σταυρού.— Ο Θεός να το φυλάει, ο Θεός να το ‘χει καλά! Είναι το μωρό μου, η κόρη μου
η Λιουμπόβ, — γύρισε κι είπε στον πρίγκιπα, — και γεννήθηκε εκ νομιμοτάτου γάμου, απ’ την
προσφάτως αποθανούσα Ελένα, τη σύζυγό μου, που πέθανε στη γέννα. Κι αυτό το δεσποινίδιον,
είναι η κόρη μου η Βέρα, βαρυπενθούσα… Κι αυτός, αυτός, ω, αυτός…
— Τι, σου κόπηκε η λαλιά; — φώναξε ο νεαρός: — Συνέχισε λοιπόν, μη σαστίζεις.
— Εκλαμπρότατε!— ξεφώνισε ξάφνου με κάποια θέρμη ο Λέμπεντεβ: — Σας έτυχε να διαβάσετε
στις εφημερίδες για το φόνο της οικογενείας Ζεμάριν;
— Διάβασα, — είπε ο πρίγκιπας αρκετά απορημένος.
— Ε, λοιπόν, αυτός εδώ είναι ο γνήσιος δολοφόνος της οικογενείας Ζεμάριν αυτός είναι—
αυτοπροσώπως!
— Τι θέλετε να πείτε; — έκανε ο πρίγκιπας.
— Δηλαδή, μιλώντας αλληγορικώς, ο μέλλων δεύτερος δολοφόνος της μελλούσης δευτέρας
οικογενείας Ζεμάριν, αν ποτέ υπάρξει τοιαύτη. Αυτό ακριβώς ετοιμάζεται να γίνει…
Όλοι γελάσανε. Του πρίγκιπα του πέρασε η σκέψη πως ο Λέμπεντεβ ίσως και να χασομεράει
πραγματικά και να τα λέει όλ’ αυτά τ’ αλλοπρόσαλλα μόνο και μόνο επειδή προαισθάνεται τις
ερωτήσεις του, δεν ξέρει τι απάντηση να δώσει και πάει να κερδίσει χρόνο.
— Στασιάζει! Συνωμοτεί!— φώναξε ο Λέμπεντεβ, λες και δεν μπορούσε πια να συγκρατηθεί. — Όχι,
πέστε μου λοιπόν, μπορώ ποτέ εγώ, έχω ποτέ το δικαίωμα έναν τέτοιο βλάσφημο, που μπορεί να
τον πει κανείς άσωτο και τέρας, να τον αναγνωρίσω για ανιψιό μου, να πω πως είναι ο μονάκριβος
υιός της μακαρίτισσας της αδερφής μου, της Ανίσιας;
— Μα πάψε πια, μεθυσμένε άνθρωπε! Το πιστεύετε τάχα, πρίγκηψ, του κάπνισε τώρα ν’ ασχοληθεί
με τη δικηγορία, παρίσταται στα δικαστήρια∙ το ‘ριξε στη ρητορεία και όλη την ώρα μιλάει με τα
παιδιά εδώ στο σπίτι με επίσημο ύφος. Εδώ και πέντε μέρες μίλησε μπροστά στο Ειρηνοδικείο. Και
ποιον λέτε πως ανέλαβε να υπερασπίσει; Όχι τη γριά που τον ικέτευε, τον παρακαλούσε και που ο
παλιάνθρωπος ο τοκογλύφος τής λήστεψε πεντακόσια ρούβλια, ιδιοποιήθηκε όλη την περιουσία

της, μα αυτόν τον ίδιο τον τοκογλύφο, κάποιον Ζάιντλερ, έναν Οβριό, επειδή υποσχέθηκε να του
δώσει πενήντα ρούβλια…
— Πενήντα ρούβλια αν κερδίσω και μονάχα πέντε αν χάσω, — εξήγησε ξαφνικά ο Λέμπεντεβ μ’
εντελώς αλλιώτικη φωνή απ’ ό,τι μίλαγε ως τα τότε, σα να μην ήταν ο ίδιος που φώναζε λίγο πριν.
— Ε, τα ‘κανε θάλασσα φυσικά, δεν έχουν πέραση τώρα πια οι παλιές μέθοδοι, τον πήραν στο ψιλό.
Αυτός όμως έμεινε τρο μερά ευχαριστημένος με τον εαυτό του. Θυμηθείτε, λέει, αδέκα στοι κύριοι
δικασταί, ότι ένας αξιολύπητος γέρων, παράλυτος, αποζών εκ του τιμίου μόχθου του, αποστερείται
και του τελευταί ου τεμαχίου άρτου∙ θυμηθείτε τας σοφάς ρήσεις του νομοθέτου: «Ας βασιλεύσει
το έλεος εις τα δικαστήρια». Και — το πιστεύετε τάχα; — κάθε πρωί μας ξαναλέει εδώ αυτή την
αγόρευσή του, λέξη προς λέξη, όπως την είπε και κει πέρα∙ πέμπτη φορά σήμερα∙ λίγο πριν έρθετε
αυτά μας έλεγε, τόσο πολύ του άρεσε. Καμαρώνει και λιώνει από αυτοθαυμασμό. Κι έχει σκοπό να
υπερασπίσει και κάποιον άλλον ακόμα. Είστε, αν δεν κάνω λάθος, ο πρίγκηψ Μίσκιν; Ο Κόλια μου
‘λεγε πως δε συνάντησε ακόμα πιο έξυπνον στον κόσμο από σας…
— Κι ούτε υπάρχει! Ούτε υπάρχει! Πιο έξυπνος στον κόσμο δεν υπάρχει! — βρήκε αμέσως την
ευκαιρία να πει το λογάκι του ο Λέμπεντεβ.
— Ε, αυτός εδώ λέει ψέματα. Ο ένας σάς αγαπάει κι ο άλλος πάει να σας φανεί ευχάριστος, εγώ
όμως δεν το ‘χω καθόλου σκοπό να σας κολακέψω, αυτό να το ξέρετε. Όπως και να ‘ναι όμως, έχετε
τον κοινό νου. Κρίνετέ μας λοιπόν εμάς τους δυο, εμένα κι αυτόν. Λοιπόν, θέλεις να μας κρίνει ο
πρίγκιπας; — γύρισε κι είπε στο θείο του. — Χαίρομαι μάλιστα, πρίγκηψ, που ήρθατε πάνω στην
ώρα.
— Θέλω!— φώναξε αποφασιστικά ο Λέμπεντεβ κι άθελά του γύρισε και κοίταξε το κοινό που άρχισε
και πάλι να μαζεύεται γύρω του.
— Μα τι έχετε λοιπόν εσείς οι δυο; — πρόφερε ο πρίγκιπας μ’ ένα μορφασμό.
Του πονούσε πραγματικά το κεφάλι κι εξάλλου βεβαιωνόταν όλο και περισσότερο πως ο Λέμπεντεβ
πάει να τον ξεγελάσει κι είναι ευχαριστημένος που αναβάλλεται η υπόθεση.
— Ιδού πώς έχει η υπόθεσις. Είμαι ανιψιός του, σ’ αυτό δεν είπε ψέματα, αν και ψεύδεται συνεχώς.
Δεν τέλειωσα τις σπουδές μου, θέλω όμως να τις τελειώσω και θα επιμείνω στο σκοπό μου γιατί
εγώ έχω χαρακτήρα. Και στ’ αναμεταξύ, για να μην πεθά νω της πείνας, πιάνω μια δουλειά με
εικοσπέντε ρούβλια στους σιδηροδρόμους. Ομολογώ εξάλλου πως μ’ έχει βοηθήσει κιόλας δυο
τρεις φορές. Είχα είκοσι ρούβλια και τά ‘χασα στα χαρτιά! Δε θα το πιστεύατε, πρίγκηψ, κι όμως
στάθηκα τόσο πρόστυχος, τόσο τιποτένιος, που τα ‘χασα στα χαρτιά!
— Σ’ έναν κανάγια, σ’ έναν κανάγια που όμως δεν έπρεπε καν να τον πληρώσει, — φώναξε ο
Λέμπεντεβ.
— Ναι, σ’ έναν κανάγια που έπρεπε όμως να τον πληρώσω,— συνέχισε ο νέος. —Όσο για το πως
είναι κανάγιας, αυτό το βεβαιώνω και γω κι όχι μονάχα επειδή σου τις έβρεξε για τα καλά.
Πρόκειται, πρίγκηψ, για έναν αξιωματικό που τον διώξανε απ’ το στρατό, έναν απόστρατο
ανθυπολοχαγό απ’ την πρώην παρέα του Ραγκόζιν που παραδίδει μαθήματα μποξ. Όλοι τους τώρα
τριγυρνάνε δω και κει από τότε που τους έδιωξε ο Ραγκόζιν. Όμως, το χειρότερο απ’ όλα είναι που
ήξερα τι μέρος λόγου ήταν, ήξερα πως ήταν ένας κανάγιας, παλιάνθρωπος και χαρτοκλέφτης, κι
όμως, παρ’ όλ’ αυτά, έκατσα να παίξω μαζί του και βάζοντας μίζα το τελευταίο μου ρούβλι (παίζαμε
πλακάκια) σκεφτόμουν μέσα μου: αν χάσω, θα πάω στο θείο Λουκιάν, θα του φιλήσω το χέρι και δε

θα μου αρνηθεί. Αυτό πια ήταν πρόστυχο, μονάχα ένας εξευτελισμένος θα ‘κανε κάτι τέτοιο! Αυτό
πια είναι συνειδητή παλιανθρωπιά!
— Μάλιστα, αυτό πια είναι συνειδητή παλιανθρωπιά!— επανέλαβε ο Λέμπεντεβ.
— Μα μη θριαμβεύεις λοιπόν, περίμενε ακόμα, —φώναξε προσβλημένος ο ανιψιός: — Ευκαιρία
βρήκε να χαρεί. Ήρθα εδώ στο σπίτι του, πρίγκηψ, και του τα ομολόγησα όλα∙ φέρθηκα ευγενικά, δε
χαρίστηκα στον εαυτό μου, έβρισα μπροστά του τον εαυτό μου∙ όσο χειρότερα μπορούσα, όλοι εδώ
είναι μάρτυρες. Για να πάρω κείνη τη θέση στους σιδηροδρόμους, μου είναι το δίχως άλλο ανάγκη
να σουλουπωθώ μια στάλα γιατί όλα μου τα ρούχα έχουν γίνει κουρέλια. Να, κοιτάξτε τα
παπούτσια μου. Είναι αδύνατο να παρουσιαστώ έτσι όπως είμαι στην υπηρεσία, κι αν δεν
παρουσιαστώ στην ταχθείσα προθεσμία, θα πάρει άλλος τη θέση μου και τότε εγώ θα μείνω και
πάλι ρέστος κι ένας Θεός ξέρει πότε θα τα καταφέρω να βρω άλλη θέση. Τώρα του γυρεύω
δεκαπέντε ρούβλια όλα‐όλα και δίνω την υπόσχεση πως ποτέ μου πια δε θα του ζητήσω άλλα κι
επιπλέον, στο διάστημα των τριών πρώτων μηνών, θα του ξεπληρώσω όλο το χρέος ίσαμε το
τελευταίο καπίκι. Εγώ το λόγο μου θα τον κρατήσω! Μπορώ και την περνάω μήνες ολάκερους με
ψωμί και κβας, γιατί εγώ έχω χαρακτήρα. Για τρεις μήνες θα πάρω εβδομήντα πέντε ρούβλια. Μαζί
με τα προηγούμενα θα του χρωστάω όλα‐όλα τριάντα πέντε ρούβλια, ώστε θα μπορέσω να τον
πληρώσω. Ε, ας βάλει όσο τόκο θέλει, που να πάρει ο διάολος! Τι δηλαδή, δε με ξέρει τάχα;
Ρωτείστε τον, πρίγκηψ∙ παλιότερα, όταν με βοηθούσε, του τα πλήρωνα, ναι ή όχι; Γιατί λοιπόν δε
θέλει τώρα να μου δώσει; Θύμωσε επειδή πλήρωσα εκείνο τον ανθυπολοχαγό∙ άλλη αιτία δεν
υπάρχει! Να τι άνθρωπος είναι: μήτε κείνος τρώει μήτε του άλλου δίνει!
— Και δε λέει να το κουνήσει! —φώναξε ο Λέμπεντεβ. — Ξαπλώθηκε δω πέρα και δε λέει να το
κουνήσει.
— Σου το είπα από μιας αρχής. Δε θα φύγω πριν μου δώσεις. Σα να μου φαίνεται πως χαμογελάτε,
πρίγκηψ. Βρίσκετε πως έχω άδικο;
— Δε χαμογελάω∙ κατά τη γνώμη μου όμως έχετε πραγματικά ως ένα σημείο άδικο, — απάντησε
απρόθυμα ο πρίγκιπας.
— Μα γιατί δεν το λέτε ανοιχτά πως δεν έχω καθόλου δίκιο; Μην τα μασάτε. Τι σημαίνει αυτό το
«ως ένα σημείο»!
— Αφού το θέλετε, δεν έχετε καθόλου δίκιο.
— Αφού το θέλω! Αστείο, μα το ναι. Μα είναι δυνατό να νομίζετε πως δεν το καταλαβαίνω και
μόνος μου πως ο τρόπος που φέρνομαι είναι αρκετά συζητήσιμος; Μια και τα χρήματα είναι δικά
του ό,τι θέλει κάνει κι απ’ τη δική μου τη μεριά αυτό καταντάει κάτι σαν εκβιασμός. Εσείς όμως,
πρίγκηψ… δεν την ξέρετε τη ζωή. Αν δεν τους δώσεις κάνα δυο μαθήματα, δε θα δεις προκοπή.
Πρέπει να τους διδάξει κανείς. Κι εξάλλου έχω καθαρή τη συνείδησή μου∙ δε θα τον ζημιώσω σε
τίποτα, θα του τα επιστρέψω με τόκο. Ακόμα, έχει πάρει και την ηθική του ικανο ποίηση: είδε την
ταπείνωσή μου. Τι άλλο θέλει λοιπόν; Τι θ’ αξίζει λοιπόν σαν άνθρωπος, αν δε φέρνει όφελος σε
κανέναν; Μα για σκεφτείτε, κι αυτός ο ίδιος τι κάνει; Ρωτείστε τον πώς ξεγελάει τους άλλους; Πώς
το ‘φτιαξε αυτό το σπίτι; Κόβω το κεφάλι μου αν δε σας έχει κιόλας κοροϊδέψει κι αν δεν το ‘χει
κιόλας σκεφτεί πώς να σας τη σκάσει πάλι! Χαμογελάτε; Δε με πιστεύετε;
— Νομίζω πως όλ’ αυτά δεν έχουν και τόση σχέση με την υπόθεσή σας!— παρατήρησε ο πρίγκιπας.
— Είναι τρίτη μέρα τώρα που μένω ξαπλωμένος δω πέρα, και τι δεν έχω δει!— φώναζε ο νεαρός

χωρίς να τον προσέξει. —Φανταστείτε πως αυτόν εκεί τον άγγελο, αυτή την κοπέλα που είναι τώρα
ορφανή, την ξαδέρφη μου, την κόρη του, την υποπτεύ εται και κάθε νύχτα ψάχνει μήπως έμπασε
μέσα κανένα φίλο της! Έρχεται κρυφά εδώ μέσα που είμαι, ψάχνει και κάτω απ’ το ντιβάνι μου
ακόμα∙ του στρίψαν απ’ την πολλή καχυποψία∙ σε κάθε γωνία βλέπει κλέφτες. Όλη τη νύχτα
πετάγεται απάνω κάθε λίγο και λιγάκι∙ μια κοιτάει τα παράθυρα αν είναι καλά κλεισμένα, μια
δοκιμάζει τις πόρτες κοιτάει και μες στη σόμπα, ακόμα κι αυτό, κάθε νύχτα έξι‐εφτά φορές. Στο
δικαστήριο υπε ρασπίζει τους λωποδύτες κι ο ίδιος σηκώνεται τη νύχτα δυο και τρεις φορές να
προσευχηθεί, να, εδώ στη σάλα, πέφτει στα γόνα τα, χτυπάει το κούτελό του μισή ώρα συνέχεια και
για ποιον δεν προσεύχεται και τι δε λέει μέσα στο μεθύσι του! Ως και υπέρ αναπαύσεως της ψυχής
της κόμισσας Ντυμπαρύ προσευχήθηκε, τ’ άκουσα με τ’ αυτιά μου, τον άκουσε κι ο Κόλια∙ δεν του
‘χει μείνει κουκούτσι μυαλό!
— Βλέπετε, ακούτε πώς μ’ εξευτελίζει, πρίγκηψ! — φώναξε κοκκινίζοντας ο Λέμπεντεβ που είχε
γίνει πραγματικά έξω φρενών.
— Δεν ξέρει όμως πως εγώ, ο μέθυσος κι ο αισχρός, ο ληστής κι ο εκμεταλλευτής θα πρέπει κάτι ν’
αξίζω αφού αυτόν εδώ το χάχα, όταν ήταν ακόμα μωρό, τον φάσκιωνα και τον έπλενα στη σκάφη
και στο σπίτι της πάμπτωχης αδερφής μου, της Ανίσιας, που ‘χε χηρέψει, εγώ, το ίδιο πάμπτωχος
σαν και κείνην, νύχτες ολάκερες καθόμουν ξάγρυπνος και τους φρόντιζα και τους δυο στην
αρρώστια τους, απ’ του θυρωρού από κάτω πήγαινα κι έκλεβα ξύλα για τη φωτιά, του τραγούδαγα
νανουρίσματα, του ‘κανα στράκες με τα δάχτυλά μου, με άδεια την κοιλιά όλ’ αυτά, κι αφού τον
ντάντεψα και τον ανάστησα, να τος τώρα που κάθεται και με κοροϊδεύει! Και τι σε νοιάζει εσένα αν
έτυχε καμιά φορά κι έκανα το σταυρό μου υπέρ αναπαύσεως της κόμισσας Ντυμπαρύ; Εγώ,
πρίγκηψ, εδώ και τρεις μέρες, διάβασα για πρώτη φορά τη βιογραφία της στο λεξικό. Ξέρεις εσύ τι
ήταν αυτή η Ντυμπαρύ; Λέγε, το ξέρεις, ή όχι;
— Άλλο πάλι τούτο! Μονάχα εσύ τα ξέρεις όλα; — μουρ μούρισε κοροϊδευτικά, πολύ απρόθυμα
όμως ο νεαρός.
— Ήταν μια κόμισσα που βγαίνοντας απ’ την ντροπή και το αίσχος διεύθυνε τα πάντα στη θέση της
βασίλισσας και μια μεγάλη αυτοκρατόρισσα της έγραψε ιδιοχείρως και την είπε «ma cousine»
(ξαδέρφη μου). Ο καρδινάλιος, ο νούντσιος του Πάπα, προσφέρ θηκε μοναχός του να της φορέσει
στα γυμνά της ποδαράκια τις μεταξωτές καλτσίτσες της στο λεβέ‐ντυ‐ρουά (ξέρεις τι πράμα ήταν
αυτό το λεβέ‐ντυ‐ρουά;) και το θεώρησε μάλιστα τιμή του — αυτό το υψηλό και αγιότατο πρόσωπο!
Το ξέρεις αυτό; Απ’ τα μούτρα σου βλέπω πως δεν το ξέρεις! Λοιπόν, και πώς πέθανε; Απάντησε σαν
ξέρεις!
— Παράτα με! Με παρασκότισες!
— Να πώς πέθανε: Ύστερα από τόσες τιμές, αυτή την παντοδύναμη την έσυρε στη γκιλοτίνα ο
δήμιος Σαμψών, χωρίς να φταίει σε τίποτα, για να σπάσουν κέφι τα παλιογύναια του Παρισιού, κι
αυτή απ’ τον τρόμο της δεν καταλάβαινε τι της γινόταν. Βλέπει που την πιάνει απ’ το λαιμό και τη
σπρώχνει να σκύψει κάτω απ’ το λεπίδι και τη σκουντάει με κλοτσές — οι άλλοι από κάτω γελάνε —
κι άρχισε να φωνάζει: «Encore un moment, monsieur le bourreau, encore un moment!» Που
σημαίνει: «ακόμα μια στιγμούλα, κύριε δήμιε, μια στιγμούλα μονάχα!» και να γι’ αυτή τη στιγμούλα
ίσως να τη συγχωρέσει ο Θεός, γιατί είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς μεγαλύτερη misére της
ανθρώπινης ψυχής. Ξέρεις τι σημαίνει η λέξη μιζέρ; ε, λοιπόν χειρότερη απ’ αυτή τη μιζέρ δεν
υπάρχει. Σαν τη διάβασα αυτή την κραυγή της κόμισσας, γι’ αυτή τη στιγμούλα, η καρδιά μου
σφάχτηκε λες και την άρπαξε κάποιος με μασιά. Και τι σε κόφτει εσένα, σκουλήκι, που εγώ
πέφτοντας τη νύχτα για ύπνο τη θυμήθηκα τη μεγάλη αμαρτωλή και τη μνημόνεψα στην προσευχή
μου; Μα ίσως‐ίσως να τη μνημόνεψα μόνο και μόνο γιατί απ’ τα τότε δε βρέθηκε κανένας να κάνει

ένα σταυρό γι’ αυτήν, μήτε που το σκέφτηκε καν. Κι ίσως να της δώσει χαρά εκεί στον άλλο κόσμο
σα θα νιώσει πως βρέθηκε ένας αμαρτωλός σαν και κείνη που προσευχήθηκε και γι’ αυτήν έστω και
μια φορά μονάχα εδώ κάτω στη γη. Τι γελάς; Δεν πιστεύεις, αθεϊστή; Και τι ξέρεις εσύ; Μα και πάλι
ψέματα είπες αφού λες πως με κρυφάκουσες∙ δεν προσευχήθηκα μονάχα για την κόμισσα
Ντυμπαρύ∙ είπα: «ανάπαυσον, Κύριε, την ψυχή της μεγάλης αμαρτωλής, της κομίσσης Ντυμπαρύ
και όλων των ομοίων της», κι αυτό πια είναι εντελώς διαφορετικό∙ γιατί είναι πολλές οι μεγάλες
τέτοιες αμαρτωλές, παραδείγματα μεταστροφής της τύχης, που υπόφεραν πολλά και που τώρα
βασανίζονται εκεί πέρα και στενάζουν και περιμένουν∙ μα εγώ και για σένα, και για τους όμοιούς
σου, τους αναιδείς και τους υβριστές, προσευχήθηκα την ίδια κείνη νύχτα — μια και το ‘κανες
δουλειά σου να κρυφακούς τι λέω στις προσευχές μου…
— Ε, αρκετά, φτάνει, προσευχήσου για όποιον θέλεις, μπα που να πάρει ο διάολος, μας πήρες τ’
αυτιά με τις φωνές σου!— τον έκοψε φουρκισμένος ο ανιψιός. — Είναι πολυδιαβασμένος ο κύριος,
δεν το ξέρατε, πρίγκηψ; — πρόστεσε με κάποιο βιασμένο χαμόγελο. — Όλο κάτι τέτοια βιβλία και
απομνημονεύματα διαβάζει τώρα.
— Ο θείος σας, όπως και να ‘ναι, έχει καρδιά, — παρατήρησε απρόθυμα ο πρίγκιπας. Άρχιζε και τον
σιχαινόταν πολύ αυτόν το νεαρό.
— Άντε‐άντε, έχει γούστο να τον φορτώσετε τώρα και με παινέματα! Τον βλέπετε, έφερε κιόλας το
χέρι του στην καρδιά και σούφρωσε τα χείλια από συγκίνηση, γλυκάθηκε αμέσως ο κύριος. Δε λέω,
μπορεί να ‘χει καρδιά μα είναι κατεργάρης, αυτό είναι το κακό. Επιπλέον, είναι και μεθυσμένος, έχει
ξεβιδωθεί ολάκερος, όπως και κάθε άνθρωπος που μεθάει αρκετά χρόνια συνέχεια — γι’ αυτό
σκούριασαν όλα του και τρίζουν. Τα παιδιά μπορώ να πω πως τ’ αγαπάει, τη μακαρίτισσα τη θεία τη
σεβόταν… Και μένα επίσης μ’ αγαπάει και στη διαθήκη του, μα το Θεό, κάτι θα μου ‘χει αφήσει.
— Τίποτα δε θα σ’ αφήσω!— φώναξε φουρκισμένος ο Λέμπεντεβ.
— Ακούστε, Λέμπεντεβ,— είπε σταθερά ο πρίγκιπας, γυρίζοντας την πλάτη στο νεαρό, — το ξέρω
από πείρα πως είστε άνθρωπος σοβαρός όταν το θελήσετε… Τώρα είμαι πολύ βιαστικός κι αν
εσείς… Με συγχωρείτε, πώς είναι τ’ όνομα και το πατρώνυμό σας, ξέχασα.
— Τι‐τι‐Τιμοφέι.
— Και;
— Λουκιάνοβιτς.
— Ψέματα είπε!— φώναξε ο ανιψιός. — Και δω ακόμα λες ψέματα; Πρίγκηψ, δεν το λένε καθόλου
Τιμοφέι Λουκιάνοβιτς μα Λουκιάν Τιμοφέγιεβιτς! Όχι, πες μου, γιατί είπες ψέματα; Μα το ίδιο δεν
είναι— τι Λουκιάν, τι Τιμοφέι,— και τι τον νοιάζουν τον πρίγκιπα όλ’ αυτά; Μόνο και μόνο από
συνήθεια λέει ψέματα, σας βεβαιώ!
— Είναι ποτέ δυνατόν; — ρώτησε ανυπόμονα ο πρίγκιπας.
— Λουκιάν Τιμοφέγιεβιτς… πράγματι, — συμφώνησε και τα ‘χασε ο Λέμπεντεβ, χαμηλώνοντας
υποταχτικά τα μάτια και ξαναβάζοντας το χέρι στην καρδιά.
— Μα γιατί όλ’ αυτά; Αχ, Θεέ μου!
— Από αυτοταπείνωση,— ψιθύρισε ο Λέμπεντεβ σκύβοντας όλο και περισσότερο το κεφάλι.

— Εχ, πού τη βλέπετε εδώ την αυτοταπείνωση! Αν ήξερα μονάχα πού θα μπορούσα να βρω τον
Κόλια! — είπε ο πρίγκιπας κι έκανε να σηκωθεί να φύγει.
— Εγώ θα σας πω πού είναι ο Κόλια, — μπήκε πάλι στη μέση ο νεαρός.
— Μη, μη, μη! — αναπήδησε και ταράχτηκε ο Λέμπεντεβ.
— Ο Κόλια κοιμήθηκε εδώ τη νύχτα, το πρωί όμως πήγε να βρει τον πατέρα του, τον οποίον εσείς,
πρίγκηψ, ένας Θεός ξέρει γιατί, φροντίσατε να τον βγάλετε απ’ το «παράρτημα». Ο στρατηγός, χτες
ακόμα είχε υποσχεθεί να ‘ρθει εδώ να περάσει τη νύχτα του, δε φάνηκε όμως. Το πιθανότερο απ’
όλα, είναι πως διανυκτέρευσε στο ξενοδοχείο Η Ζυγαριά∙ είναι δυο βήματα από δω. Ο Κόλια λοιπόν,
ή εκεί θα ‘ναι ή στο Παυλόβσκ, στους Επάντσιν. Είχε λεφτά κι από χτες ακόμα σχεδίαζε να πάει.
Ώστε λοιπόν ή στη Ζυγαριά ή στο Παυλόβσκ.
— Στο Παυλόβσκ, στο Παυλόβσκ!… Και μεις, εδώ στον κηπάκο και… καφεδάκι!
Κι ο Λέμπεντεβ τράβηξε τον πρίγκιπα απ’ το χέρι. Βγήκαν απ’ την κάμαρα, περάσανε μια μικρή αυλή
και μπήκαν απ’ το πορτάκι ενός ξύλινου φράχτη. Πραγματικά, ο πρίγκιπας βρέθηκε σ’ έναν πολύ
μικρό κι όμορφο κηπάκο όπου, με τον καλό καιρό που έκανε, είχαν πρασινίσει όλα τα δέντρα. Ο
Λέμπεντεβ έβαλε τον πρίγκιπα να κάτσει σ’ έναν ξύλινο πάγκο, μπροστά σ’ ένα πράσινο τραπέζι που
τα πόδια του ήταν μπηγμένα στο χώμα κι έκατσε κι ο ίδιος απέναντί του. Σ’ ένα λεπτό φέρανε
πράγματι και τον καφέ. Ο πρίγκιπας δεν είπε όχι. Ο Λέμπεντεβ εξακολουθούσε να τον κοιτάει
δουλικά κι άπληστα.
— Δεν το ‘ξερα πως έχετε μια τέτοια ιδιοχτησία, — είπε ο πρίγκιπας με ύφος ανθρώπου που
σκέφτεται εντελώς άλλα πράματα.
— Ορ‐ορφανά, — είπε και σα να μαζεύτηκε ο Λέμπεντεβ∙ σταμάτησε όμως. Ο πρίγκιπας κοίταζε
αφηρημένα μπροστά του και φυσικά είχε ξεχάσει την ερώτησή του. Πέρασε άλλο ένα λεπτό σχεδόν∙
ο Λέμπεντεβ κοίταζε εξεταστικά τον πρίγκιπα και περίμενε.
— Λοιπόν; — είπε ο πρίγκιπας σα να ξύπνησε.— Αχ, ναι! Μα το ξέρετε πολύ καλά, Λέμπεντεβ, περί
τίνος πρόκειται: ήρθα ύστερ’ απ’ το γράμμα σας. Λοιπόν; Σας ακούω.
Ο Λέμπεντεβ τα ‘χασε, κάτι θέλησε να πει, μα το μόνο που κατάφερε ήταν να βγάλει μια άναρθρη
φωνή. Ο πρίγκιπας περίμενε λιγάκι και χαμογέλασε θλιμμένα.
— Αν δεν κάνω λάθος, σας καταλαβαίνω πολύ καλά, Λουκιάν Τιμοφέγιεβιτς∙ σίγουρα δε με
περιμένατε. Νομίζατε πως δε θα ξεκινούσα απ’ τη μακρινή μου επαρχία αμέσως, με την πρώτη σας
ειδοποίηση, και μου γράψατε μόνο και μόνο για να ‘χετε καθαρή τη συνείδησή σας. Να όμως που
ήρθα. Ε, φτάνει πια, μην πάτε να με κοροϊδέψετε. Αρκετά δουλέψατε σε δυο κυρίους. Ο Ραγκόζιν
είν’ εδώ—τρεις βδομάδες τώρα∙ όλα τα ξέρω. Προφτάσατε να του την πουλήσετε όπως και τότε ή
όχι; Πέστε μου την αλήθεια.
— Μόνος του το ‘μαθε, το τέρας, μόνος του.
— Μην τον βρίζετε∙ φυσικά, σας φέρθηκε άσκημα…
— Μ’ έσπασε στο ξύλο, με σκότωσε!— βρήκε την ευκαιρία να πει με τρομερή θέρμη ο Λέμπεντεβ.
— Και στη Μόσχα καταμεσής του δρόμου, έβαλε ένα λαγωνικό και με κυνηγούσε. Μια σκύλα
φοβερή και τρομερή.

— Με παίρνετε για μικρό παιδί, Λέμπεντεβ. Πέστε μου∙ πραγματικά τον παράτησε τώρα, στη
Μόσχα;
— Πραγματικά, πραγματικά, πάλι κάτω απ’ το στεφάνι τού το ‘σκασε. Εκείνος πια μέτραγε τα
δευτερόλεπτα και κείνη πήρε το τρένο κι έφτασε δω πέρα στην Πετρούπολη κι ήρθε κατευθείαν σε
μένα: «Σώσε με, φύλαξέ με, Λουκιάν, και μη λες τίποτα στον πρίγκιπα»… Αυτή, πρίγκηψ, σας
φοβάται πιο πολύ κι από κείνον κι αυτό είναι πια… μεγάλο μυστήριο!
Κι ο Λέμπεντεβ ακούμπησε πονηρά το δάχτυλό του στο μέτωπο.
— Και τώρα τους τα ξαναφτιάξατε;
— Εκλαμπρότατε πρίγκηψ, πώς μπορούσα… πώς μπορούσα να το αποτρέψω!
— Καλά, φτάνει, θα τα μάθω όλα μόνος μου. Πέστε μου μονάχα: πού είναι τώρα αυτή; Στο σπίτι
του;
— Ω, όχι! Α, πα‐πα! Ζει ακόμα χώρια∙ εγώ, λέει, είμαι ελεύθερη, και, ξέρετε, πρίγκηψ, επιμένει πολύ
σ’ αυτό∙ εγώ, λέει, είμαι ακόμα απολύτως ελεύθερη! Είναι ακόμα στην Παλιά Πετρούπολη, μένει
στο σπίτι της γυναικαδέλφης μου, όπως σας το ‘γραψα.
— Και τώρα εκεί είναι;
— Εκεί, αν δεν πήγε στο Παυλόβσκ, γιατί καλοσύνεψε τόσο ο καιρός, στη βίλα της Ντάριας
Αλεξέγιεβνας. Εγώ, λέει, είμαι απολύτως ελεύθερη∙ μόλις χτες ακόμα καυχιόταν κι έλεγε πολλά για
την ελευθερία της στο Νικόλα Αρνταλιόνιτς. Κακό σημάδι!
Κι ο Λέμπεντεβ έκανε ένα μορφασμό γέλιου.
— Ο Κόλια πάει και τη βλέπει συχνά;
— Ελαφρόμυαλος, ακατανόητος και καθόλου εχέμυθος.
— Έχετε καιρό να πάτε κει;
— Κάθε μέρα, κάθε μέρα.
— Ήσαστε λοιπόν και χτες;
— Ο‐όχι, απ’ αντίπροχτες.
— Τι κρίμα που έχετε πιει κανένα δυο ποτηράκια, Λέμπεντεβ! Αλλιώς κάτι θα σας ρωτούσα.
— Α, πα‐πα‐πα! Ούτε καν στο κέφι! Ο Λέμπεντεβ τεντώθηκε ολόκληρος.
— Πέστε μου, πώς την αφήσατε;
— Α‐αναζητητική…
— Αναζητητική;

— Σα να ψάχνει όλη την ώρα για κάτι, λες και κάτι έχει χάσει. Όσο για τον αναμενόμενο γάμο,
ακόμα και η σκέψη του της είναι σιχαμερή και το θεωρεί προσβολή της αν της κάνεις λόγο. Όσο γι’
αυτόν, τον σκέφτεται σαν τσόφλι, τίποτα περισσό τερο, δηλαδή, για να λέω την αλήθεια, σαν κάτι
περισσότερο γιατί τον σκέφτεται με τρόμο και με φρίκη, ακόμα και να της μιλάνε γι’ αυτόν τ’
απαγορεύει και βλέπονται μόνο και μόνο γιατί δεν μπορεί να γίνει αλλιώς… κι αυτός το νιώθει πολύ
καλά! Μα δε γίνεται αλλιώς! Είναι ανήσυχη, ειρωνική, διφορούμενη, επιθετική…
— Διφορούμενη, κι επιθετική;
— Επιθετική∙ γιατί παραλίγο να μ’ αρπάξει τις προάλλες απ’ τα μαλλιά εξαιτίας μιας κουβέντας.
Άρχισα να τη νουθετώ με την Αποκάλυψη.
— Πώς έτσι; — ρώτησε ο πρίγκιπας νομίζοντας πως δεν άκουσε καλά.
— Με την ανάγνωση της Αποκαλύψεως. Είναι κυρία με φαντασία ανήσυχη, χε‐χε! Κι επιπλέον
έβγαλα το συμπέρασμα πως έχει μεγάλη έφεση για τα σοβαρά θέματα, έστω και για τα πιο άσχετα.
Της αρέσει, της αρέσει, και μάλιστα το θεωρεί για ιδιαίτερη εκτίμηση στο άτομό της. Μάλιστα! Και
γω, πρέπει να ξέρετε, είμαι δυνατός στην ερμηνεία της Αποκαλύψεως και την εξηγώ δεκαπέντε
χρόνια τώρα. Συμφώνησε μαζί μου πως βρισκόμαστε στην εποχή του τρίτου ίππου, του
κατάμαυρου, και στην εποχή του καβαλάρη που έχει το μέτρο στο χέρι, διότι όλα, τα πάντα στο
αιώνα μας βασίζονται σε μέτρα και συμβόλαια κι όλοι οι άνθρωποι το μόνο που κάνουν είναι να
γυρεύουν τα δικαιώματά τους: «χοίνιξ σίτου δηναρίου, και τρεις χοίνικες κριθής δηναρίου…» και
ταυτόχρονα θέλουν να διαφυλάξουν το ελεύθερο πνεύμα και την καθαρή καρδιά, το γερό κορμί κι
όλα τ’ αγαθά του Κυρίου. Μονάχα με τα δικαιώματα όμως δε θα τα διαφυλάξουν και κατόπιν αυτού
θα επακολουθήσει ο ίππος ο χλομός κι εκείνος, του οποίου το όνομα Θάνατος και κατόπιν αυτού
πλέον ο Άδης… Αυτά συζητάμε σαν βρισκόμαστε μαζί και… έχει μεγάλη επίδραση πάνω της.
— Εσείς ο ίδιος έτσι πιστεύετε; — ρώτησε ο πρίγκιπας κοιτάζοντας από πάνω ως κάτω τον
Λέμπεντεβ μ’ ένα παράξενο βλέμμα.
— Το πιστεύω και το κηρύττω. Καθότι είμαι φτωχός κι γυμνόπους και ένα μόριον μόνον εις την
δίνην των ανθρώπων. Και ποιος θα τιμήσει το Λέμπεντεβ; Ο καθείς τον εξευτελίζει κι ο καθείς
ολίγου δει με λακτίσματα εξαποστέλλει αυτόν. Εδώ όμως, στην εν λόγω ερμηνεία, είμαι ισάξιος
μεγιστάνας. Καθότι εδώ είναι ζήτημα πνεύματος! Κι ο μεγιστάν τα βρήκε σκούρα μπροστά μου…
πάνω στην πολυθρόνα του, σαν ήρθε σ’ επαφή με το πνεύμα μου. Η Αυτού Εξοχότης, ο Νιλ
Αλεξέγιεβιτς, πρόπερσι, λίγο πριν απ’ το Πάσχα, άκουσε η ευγένειά του όταν υπηρετούσα ακόμα
υφιστάμενος στο τμήμα του — κι έστειλε να με φωνάξουν ειδικώς απ’ την υπηρεσία μου στο
γραφείο του — έστειλε τον Πέτρο Ζαχάριτς — και με ρώτησε καταμόνας: «είναι αλήθεια πως είσαι
προφέσορας στην ερμηνεία του Αντίχριστου;» Εγώ δεν το ‘κρυψα: «εγώ ειμί», του λέω και του
εξέθεσα τα πράγματα και τα παρουσίασα και δεν τα παρέστησα λιγότερο φοβερά απ’ ό,τι είναι, μα
απεναντίας, ξετυλίγοντας το αλληγορικό κουβάρι, δυνάμωσα τη φρίκη τους και παρουσίασα και
αριθμούς. Κι η ευγένειά του με ειρωνευότανε, μα σαν είδε τα νούμερα και τις ομοιότητες άρχισε να
τρέμει και με παρακάλεσε να κλείσω το βιβλίο και να φύγω και μου όρισε ένα δώρο εφάπαξ τη
Μεγάλη Βδομάδα, και τη Δευτέρα του Θωμά η ευγένειά του παρέδωσε το πνεύμα.
— Τι κάθεστε και λέτε, Λέμπεντεβ;
— Την πάσα αλήθεια. Έπεσε απ’ την καρότσα πάνω σ’ ένα στύλο τ’ απόγευμα… Χτύπησε στο μελίγγι
και σαν παιδάκι, σα μικρο‐μικρό παιδάκι, απεδήμησεν η ευγένειά του εις Κύριον επιτόπου.
Σύμφωνα με τα χαρτιά του ληξιαρχείου ήταν εβδομήντα τριών χρονώ, κοκκινούλης, με άσπρα
μαλλάκια, παρφουμαρισμένος από πάνω ως κάτω κι όλο, θυμάμαι, χαμογελούσε, χαμογελούσε, σα

μικρό‐μικρό παιδάκι. Το θυμήθηκε τότε η ευγένειά του, ο Πέτρος Ζαχάριτς: «Εσύ το προφήτεψες»,
μου λέει.
Ο πρίγκιπας έκανε να σηκωθεί. Ο Λέμπεντεβ απόρησε και τα χρειάστηκε μάλιστα που ο πρίγκιπας
σηκώνεται κιόλας.
— Παραγίνατε αδιάφορος, χε‐χε! — τόλμησε να παρατηρήσει.
— Πραγματικά, δεν αισθάνομαι και τόσο καλά… είναι βαρύ το κεφάλι μου, απ’ το ταξίδι ίσως, —
απάντησε ο πρίγκιπας σκυθρωπιάζοντας.
— Καλό θα ‘ταν να πάτε σε καμιά εξοχούλα, — πρότεινε δειλά ο Λέμπεντεβ.
Ο πρίγκιπας στεκόταν σκεφτικός.
— Και γω επίσης, σε δυο‐τρεις μέρες λέω να πάω μ’ όλους τους δικούς μου στην εξοχή, για να πάρει
και το νιογέννητο πουλάκι μας καθαρόν αέρα και στο μεταξύ να τα βάλω σε τάξη και λογαριασμό
όλα δω πέρα στο σπιτάκι. Και γω στο Παυλόβσκ θα πάω.
— Και σεις στο Παυλόβσκ; — ρώτησε ξάφνου ο πρίγκιπας.
— Μα τι συμβαίνει, όλοι δω πέρα πάνε στο Παυλόβσκ; Και λέτε πως έχετε κει πέρα δική σας βίλα;
— Δεν πάνε όλοι στο Παυλόβσκ. Όσο για μένα, μου παραχώρησε ο Ιβάν Πέτροβιτς Πτίτσιν μια απ’
τις βίλες του που την απόκτησε δίχως πολλά‐πολλά. Είναι όμορφα εκεί, σε ύψωμα, πρασινάδα
μπόλικη και φτηνά και πολύ μπον‐τον, έχει και μουσική, γι’ αυτό πηγαίνουν όλοι στο Παυλόβσκ.
Εξάλλου, εγώ θα μείνω στην πτέρυγα, και την κυρίως βιλίτσα…
— Τη νοικιάσατε;
— Ο‐ο‐όχι, όχι… εντελώς.
— Νοικιάστε την σε μένα, — πρότεινε ξάφνου ο πρίγκιπας.
Φαίνεται πως εκεί ακριβώς πάσκιζε να φέρει το πράμα ο Λέμπεντεβ. Η ιδέα του ‘χε περάσει απ’ το
μυαλό εδώ και τρία λεπτά. Κι όμως, δεν είχε πια ανάγκη από νοικάρη∙ είχε νοικάρη για τη βίλα του
και τον είχε ειδοποιήσει πως κατά πάσαν πιθανότητα θα ‘ρθει να πιάσει τη βίλα. Κι ο Λέμπεντεβ το
‘ξερε στα σίγουρα πως όχι «κατά πάσαν πιθανότητα» μα το δίχως άλλο θα τη νοικιάσει. Τώρα όμως
του πέρασε μια σκέψη πολύ συμφερτική — σύμφωνα με τους υπολογισμούς του — να δώσει
δηλαδή τη βίλα στον πρίγκιπα, βρίσκοντας πρόφαση το γεγονός πως ο προηγούμενος νοικάρης του
‘χε δώσει μια αόριστη υπόσχεση. «Πλήρης μεταβολή και νέα τροπή της υποθέσεως», σκέφτηκε
ξαφνικά. Την πρόταση του πρίγκιπα τη δέχτηκε σχεδόν μ’ ενθουσιασμό, τόσο που σαν τον ρώτησε
κείνος χωρίς περιστροφές για την τιμή, άρχισε να κουνάει τα χέρια του.
— Ε, όπως θέλετε∙ θα τα κανονίσουμε∙ δεν πρόκειται να ζημιωθείτε.
Κι οι δυο τους βγαίνανε κιόλας απ’ τον κήπο.
— Κι όμως εγώ… κι όμως εγώ… αν το θέλατε, θα μπορούσα να σας κάνω γνωστό κάτι εξαιρετικά
ενδιαφέρον, εντιμότατε πρίγκηψ, που αναφέρεται στο αυτό θέμα, — τραύλισε ο Λέμπε ντεβ
στριφογυρίζοντας καταχαρούμενος δίπλα στον πρίγκιπα.

Ο πρίγκιπας κοντοστάθηκε.
— Έχει κι η Ντάρια Αλεξέγιεβνα μια βιλίτσα στο Παυλόβσκ.
— Λοιπόν;
— Κι ένα γνωστό πρόσωπο είναι φίλη της, και καθώς φαίνεται, έχει την πρόθεση να την
επισκέπτεται συχνά στο Παυλόβσκ. Φαίνεται πως έχει το σκοπό της.
— Λοιπόν;
— Η Αγλαΐα Ιβάνοβα…
— Αχ, φτάνει πια, Λέμπεντεβ!— τον έκοψε ο πρίγκιπας με κάποιο δυσάρεστο συναίσθημα, λες και
τον άγγιξαν στην πληγή του. — Όλ’ αυτά… δεν είναι έτσι. Πέστε μου καλύτερα, πότε μετακομίζετε;
Για μένα, όσο το γρηγορότερο τόσο το καλύτερο γιατί μένω σε ξενοδοχείο…
Κουβεντιάζοντας, είχαν βγει απ’ τον κήπο και, χωρίς να μπουν στο σπίτι, πέρασαν την αυλή και
πλησιάσανε στην πορτούλα του φράχτη.
— Γι’ αυτό χολοσκάτε, — του ‘ρθε ξαφνικά η ιδέα του Λέμπεντεβ, — μεταφερθείτε εδώ στο σπίτι
μου σήμερα κιόλας και μεθαύριο πηγαίνουμε όλοι μαζί στο Παυλόβσκ.
— Θα δω, — είπε σκεφτικός ο πρίγκιπας και βγήκε απ’ την εξώπορτα.
Ο Λέμπεντεβ κοίταξε το κατόπι του. Του ‘κανε μεγάλη εντύπωση η ξαφνική αφηρημάδα του
πρίγκιπα∙ βγαίνοντας είχε ξεχάσει να του πει ακόμα και ένα «γεια σας», μήτε το κεφάλι του δεν
κούνησε, πράμα που δεν ταίριαζε καθόλου στους γνωστούς ευγενικούς και πρόσχαρους τρόπους
του πρίγκιπα.

III
ΗΤΑΝ ΚΙΟΛΑΣ περασμένες έντεκα. Ο πρίγκιπας ήξερε πως στους Επάντσιν, στην πόλη, μπορεί να
βρει τώρα μονάχα το στρατηγό, χωρίς κι αυτό να ‘ναι σίγουρο. Του φάνηκε πως ο στρατηγός θα
θελήσει ίσως να τον πάει αμέσως στο Παυλόβσκ κι αυτός ήθελε προηγουμένως να κάνει μιαν
επίσκεψη. Παρ’ όλο τον κίνδυνο να μη βρει εκεί τον Επάντσιν και ν’ αναβάλει τον πηγαιμό του στο
Παυλόβσκ ως αύριο, ο πρίγκιπας αποφάσισε να πάει να βρει το σπίτι που τόσο πολύ ήθελε να
επισκεφθεί.
Ωστόσο, η επίσκεψη αυτή ήταν γι’ αυτόν, από μιαν ορισμένη άποψη επικίνδυνη. Δυσκολευόταν και
ταλαντευόταν. Ήξερε πως το σπίτι βρίσκεται στην οδό Γκαρόχοβαγια, κοντά στην οδό Σαντόβαγια, κι
είπε να πάει εκεί με την ελπίδα πως, ώσπου να φτάσει, θα ‘χει προφτάσει να πάρει την τελειωτική
του απόφαση.
Πλησιάζοντας στη διασταύρωση Γκαρόχοβαγιας και Σαντόβαγιας, απόρησε κι ο ίδιος για την
ασυνήθιστη ταραχή του∙ δεν το περίμενε ποτέ του πως θα χτύπαγε τόσο δυνατά η καρδιά του. Ένα
σπίτι, πιθανόν εξαιτίας της ιδιόμορφης εμφάνισής του, άρχισε από μακριά ακόμα να τραβάει την
προσοχή του κι ο πρίγκιπας θυμόταν ύστερα πως είπε μέσα του: «Σίγουρα αυτό είναι το σπίτι που
γυρεύω». Με ασυνήθιστη περιέργεια πλησίαζε για να εξακριβώσει αν μάντεψε σωστά. Ένιωθε πως
για κάποιο λόγο θα δυσαρεστηθεί πολύ αν είχε μαντέψει σωστά. Το σπίτι εκείνο ήταν μεγάλο,
σκυθρωπό, τρίπατο, χωρίς καμιάν αρχιτεκτονική, κι είχε χρώμα λερωμένο πράσινο. Μερικά τέτοια
σπίτια — εδώ που τα λέμε, πολύ λίγα — είχαν χτιστεί στα τέλη του περασμένου αιώνα και
διατηρήθηκαν σ’ αυτούς εδώ ακριβώς τους δρόμους της Πετρούπολης (όπου όλ’ αλλάζουν τόσο
γρήγορα) χωρίς καμιά σχεδόν αλλαγή: Είναι χτισμένα στέρεα, με χοντρούς τοίχους και πολύ αραιά
παράθυρα∙ στο κάτω πάτωμα, τα παράθυρα έχουν καμιά φορά κάγκελα. Τα περισσότερα έχουν στο
ισόγειο ένα σαράφικο. Ο σκοπέτς1
που ‘χει το μαγαζί, μένει στο πάνω πάτωμα. Κι απ’ έξω κι από
μέσα, το σπίτι είναι κάπως αφιλόξενο και στυγνό, όλα λες και κρύβονται, προσπαθούν να μη
φανούν, θα ‘ταν δύσκολο όμως να εξηγήσει κανείς γιατί σχηματίζει αυτή την εντύπωση από μόνη
την εμφάνιση του σπιτιού. Οι αρχιτεκτονικοί συνδυασμοί των γραμμών έχουν φυσικά τα μυστικά
τους. Σ’ αυτά τα σπίτια μένουν σχεδόν αποκλειστικά άνθρωποι που ασχολούνται με το εμπόριο.
Πλησιάζοντας στην εξώπορτα και κοιτάζοντας την επιγραφή, ο πρίγκιπας διάβασε: «Οικία
κληρονομικού, επιτίμου πολίτου Ραγκόζιν».
Έχοντας πάρει την απόφασή του, ο πρίγκιπας άνοιξε τη τζαμόπορτα που έκλεισε με πάταγο πίσω
του κι άρχισε ν’ ανεβαίνει τη φαρδιά σκάλα για το δεύτερο πάτωμα. Η σκάλα ήταν σκοτεινή,
πέτρινη, χοντροφτιαγμένη και οι τοίχοι της βαμμένοι κόκκινοι. Ήξερε πως ο Ραγκόζιν με τη μητέρα
του και τον αδερφό του κρατάνε όλο το δεύτερο πάτωμα αυτού του πληχτικού σπιτιού. Ο υπηρέτης
που άνοιξε στον πρίγκιπα, τον έμπασε μέσα χωρίς να τον αναγγείλει και τον οδηγούσε ώρα πολλή.
Περάσανε και μια σάλα υποδοχής που οι τοίχοι της ήταν βαμμένοι «σα μάρμαρο», με δρύινο
πάτωμα και με έπιπλα του 1820, χοντροφτιαγμένα και βαριά, περάσανε κι από κάτι μικρά
δωματιάκια, κάνοντας στροφές και ζιγκ‐ζαγκ, ανεβαίνανε δυο τρία σκαλοπάτια και ξανακατεβαίναν
άλλα τόσα και τέλος χτυπήσανε σε μια πόρτα. Την πόρτα την άνοιξε ο ίδιος ο Παρφιόν Σεμιόνιτς.
Βλέποντας τον πρίγκιπα, τόσο πολύ χλόμιασε κι απόμεινε σύξυλος, που για λίγο έμοιαζε με πέτρινο
είδωλο κοιτάζοντας με το ακίνητο και τρομαγμένο βλέμμα του μ’ ένα όσο παίρνει κατάπληκτο
χαμόγελο — λες κι η επίσκεψη του πρίγκιπα του φαινόταν σαν κάτι αδύνατο, κάτι σχεδόν σα θαύμα.
Ο πρίγκιπας, μόλο που περίμενε κάτι τέτοιο ακριβώς, ωστόσο απόρησε.
— Παρφιόν, ίσως να σ’ ενοχλώ, αν θέλεις φεύγω, — πρόφερε τέλος αμήχανος.
— Όχι, όχι, καθόλου! — συνήλθε επιτέλους ο Παρφιόν. — Κόπιασε, πέρασε!

Μιλάγανε κι οι δυο με το «συ». Στη Μόσχα τούς έτυχε να συναντιώνται συχνά και να μένουν πολλήν
ώρα μαζί, ήταν μάλιστα στιγμές απ’ τις συναντήσεις τους που είχαν χαραχτεί πολύ βαθιά στην
καρδιά και των δυο. Τώρα είχαν πάνω από τρεις μήνες να ειδωθούν.
Η χλομάδα και κείνο το κάτι που ήταν σαν ψιλό, περαστικό ρίγος, δεν έλεγε ακόμα να χαθεί απ’ το
πρόσωπο του Ραγκόζιν. Μόλο που κάλεσε μέσα τον επισκέπτη του, το ασυνήθιστο σάστισμά του
εξακολουθούσε. Καθώς οδηγούσε τον πρίγκιπα σε μια πολυθρόνα και τον έβαζε να κάτσει μπροστά
στο τραπέζι, αυτός γύρισε τυχαία προς τη μεριά του και σταμάτησε κάτω απ’ την εντύπωση της
εξαιρετικά παράξενης και βαριάς ματιάς του. Λες και κάτι διαπέρασε τον πρίγκιπα και ταυτόχρονα
σάμπως κάτι να θυμήθηκε — κάτι πρόσφατο, βαρύ, ζοφερό. Χωρίς να κάτσει, μένοντας όρθιος κι
ασάλευτος, κοίταζε το Ραγκόζιν ίσα μες στα μάτια. Τα μάτια αυτά σα να ‘χαν αστράψει την πρώτη
στιγμή. Τέλος, ο Ραγκόζιν ψευτογέλασε ειρωνικά μα ήταν κάπως σαστισμένος και σάμπως να τα ‘χε
χάσει λιγάκι.
— Τι με κοιτάς έτσι επίμονα; — τραύλισε. — Κάτσε!
Ο πρίγκιπας έκατσε.
— Παρφιόν, — είπε, — πες μου την αλήθεια, το ‘ξερες πως θα φτάσω σήμερα στην Πετρούπολη ή
όχι;
— Το πως θα ‘ρθεις το σκεφτόμουν από καιρό, και βλέπεις πως δεν έπεσα έξω, — έκανε ο άλλος
μισογελώντας φαρμακερά∙ — από πού να το ξέρω όμως πως θα φτάσεις σήμερα;
Ο τρόπος που ‘χε κάνει ο Παρφιόν την ερώτηση, — κάπως απότομα και μ’ έναν παράξενο
εκνευρισμό — έκανε τον πρίγκιπα ν’ απορήσει ακόμα περισσότερο.
— Μα και να το ‘ξερες πως θα φτάσω σήμερα, ποιος ο λόγος να εκνευρίζεσαι τόσο; — πρόφερε σιγά
ο πρίγκιπας συλλογισμένος.
— Ποιος ο λόγος που με ρωτάς;
— Το πρωί, βγαίνοντας απ’ το βαγόνι, είδα ένα ζευγάρι μάτια ολόιδια, σαν και τα δικά σου.
— Για σκέψου! Ποιανού ήταν λοιπόν τα μάτια; — μουρμούρισε καχύποπτα ο Ραγκόζιν. Του πρίγκιπα
του φάνηκε πως ανατρίχιασε.
— Δεν ξέρω∙ ήταν μέσα στο πλήθος∙ μου φαίνεται μάλιστα πως ήταν φαντασία μου∙ αρχίζω να ‘χω
ψευδαισθήσεις. Εγώ, αδερφέ μου Παρφιόν, νιώθω κάτι σαν αυτό που μου συνέβαινε εδώ και πέντε
χρόνια, τότε που πάθαινα ακόμα τις κρίσεις.
— Τι να σου πω, μπορεί να ‘ταν και φαντασία σου∙ δεν ξέρω… — τραύλισε ο Παρφιόν.
Το στοργικό χαμόγελο στο πρόσωπό του δεν του πήγαινε καθόλου εκείνη τη στιγμή, λες και σε κείνο
το χαμόγελο κάτι είχε σπάσει κι ο Παρφιόν δεν τα κατάφερνε με κανέναν τρόπο να το ξανακολλήσει,
όσο και να πάσκιζε.
— Λοιπόν, μήπως έχεις σκοπό να ξαναπάς στο Εξωτερικό;— ρώτησε και ξαφνικά πρόστεσε: —
Θυμάσαι τότε στο βαγόνι, το φθινόπωρο, καθώς ερχόμασταν απ’ το Πσκοβ και συ… φορούσες
εκείνο το μανδύα, θυμάσαι; και τις γκέτες;

Κι ο Ραγκόζιν έβαλε ξάφνου τα γέλια, τη φορά αυτή με κάποια ειλικρινή κακία∙ λες κι είχε χαρεί που
βρήκε κάποιον τρόπο να εκδηλώσει αυτή την κακία.
— Εγκαταστάθηκες μόνιμα εδώ; — ρώτησε ο πρίγκιπας κοιτάζοντας γύρω του το γραφείο.
— Ναι, μένω σπίτι μου. Πού αλλού να πάω;
— Έχουμε καιρό να ειδωθούμε. Έχω ακούσει πράγματα για σένα που θα ‘λεγε κανείς πως δεν ήσουν
εσύ.
— Τι περιμένεις από κουτσομπολιά!— παρατήρησε ξερά ο Ραγκόζιν.
— Ωστόσο όλη την παρέα την έδιωξες∙ μένεις κι ο ίδιος στο σπίτι του πατέρα σου, κάθεσαι
φρόνιμος. Αυτό είναι καλό, το σπίτι είναι δικό σου ή κοινό όλων σας;
— Το σπίτι είναι της μητερούλας. Στο διαμέρισμα της πας από δω, απ’ το διάδρομο.
— Κι ο αδερφός σου πού μένει;
— Ο αδερφός μου ο Σεμιόν Σεμιόνιτς μένει στην πτέρυγα.
— Έχει οικογένεια;
— Χηρευάμενος. Τι σ’ ενδιαφέρουν όλ’ αυτά;
Ο πρίγκιπας τον κοίταξε και δεν απάντησε, έπεσε ξάφνου σε συλλογή και, καθώς φαίνεται, δεν
άκουσε την ερώτηση. Ο Ραγκόζιν δεν επέμενε και περίμενε. Μείνανε για κάμποσο σιωπηλοί.
— Από εκατό βήματα μακριά μάντεψα πως αυτό είναι το σπίτι σου, — είπε ο πρίγκιπας.
— Πώς έτσι;
— Δεν ξέρω. Το σπίτι σου έχει τη φυσιογνωμία όλης της οικογένειάς σας κι όλης της ραγκοζιανής
ζωής σας∙ ποιος ο λόγος όμως που έβγαλα αυτό το συμπέρασμα; Δεν μπορώ να το εξηγή σω. Όλ’
αυτά, φυσικά, είναι παραμιλητό. Φοβάμαι μάλιστα που μ’ ανησυχεί αυτό τόσο πολύ. Πρώτα, μήτε
θα το φανταζόμουν ποτέ πως μένεις σ’ ένα τέτοιο σπίτι, μα σαν το είδα, σκέφτηκα αμέσως:
«ακριβώς ένα τέτοιο σπίτι πρέπει να ‘χει!»
— Για φαντάσου!— μισογέλασε αόριστα ο Ραγκόζιν χωρίς να πολυκαταλαβαίνει την ασαφή σκέψη
του πρίγκιπα. — Αυτό το σπίτι το ‘χει χτίσει ο παππούς, — παρατήρησε. — Όλο σκοπτσί μένανε δω
πέρα, οι Χλουντιακόβ∙ μα και τώρα τους έχουμε νοικάρηδες.
— Τι σκοτάδι. Κάθεσαι στα σκοτεινά; — είπε ο πρίγκιπας κοιτάζοντας γύρω του το γραφείο.
Ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο, ψηλοτάβανο, σκούρο, γεμάτο λογής‐λογής έπιπλα— το περισσότερο
μεγάλα γραφεία, ντουλάπες γεμάτες εμπορικά βιβλία και χαρτιά. Ένα κόκκινο, φαρδύ, πέτσινο
ντιβάνι, φαινόταν να το ‘χε ο Ραγκόζιν για κρεβάτι του. Ο πρίγκιπας παρατήρησε στο τραπέζι όπου
τον έφερε να κάτσει ο Ραγκόζιν, δυο τρία βιβλία. Το ένα απ’ αυτά, η Ιστορία του Σολοβιόβ, ήταν
ανοικτό και η σελίδα σημαδεμένη μ’ ένα σελιδοδείκτη. Στους τοίχους κρέμονταν, μέσα σε θαμπές
χρυσωμένες κορνίζες, μερικές ελαιογραφίες, σκοτεινές, καπνισμένες, τόσο που δύσκολα μπορούσες
να ξεχωρίσεις τι παριστάνανε. Ένα ολόσωμο πορτρέτο τράβηξε την προσοχή του πρίγκιπα: Έδειχνε

έναν άνθρωπο κάπου πενήντα χρονώ, με ξενική ρεντιγκότα, μακριά ωστόσο, με δυο παράσημα να
κρέμονται απ’ το λαιμό του, με πολύ αραιό, κοντό και γκρίζο γενάκι, με ζαρωμένο και κίτρινο
πρόσωπο, με καχύποπτο, πονεμένο βλέμμα που πάσκιζε λες κάτι να κρύψει.
— Αυτός θα ‘ναι ο πατέρας σου, ε; — ρώτησε ο πρίγκιπας.
— Αυτός ο ίδιος, — απάντησε μ’ ένα δυσάρεστο χαμόγελο ο Ραγκόζιν, λες κι ετοιμαζόταν τώρ’
αμέσως να κάνει ένα άγαρμπο αστείο σε βάρος του μακαρίτη.
— Δεν ήταν βέβαια απ’ τους παλαιόθρησκους;
— Όχι, πήγαινε στην εκκλησία∙ η αλήθεια είναι όμως πως έλεγε ότι η παλιά πίστη είναι πιο σωστή.
Τους σκοπτσί τους εκτιμούσε επίσης πολύ. Αυτό εδώ ήταν το γραφείο του. Γιατί με ρώτησες αν ήταν
παλαιόθρησκος;
— Το γάμο εδώ θα τον κάνεις;
— Ε‐εδώ, — απάντησε ο Ραγκόζιν ανατριχιάζοντας σχεδόν απ’ την αναπάντεχη ερώτηση.
— Θα γίνει γρήγορα;
— Το ξέρεις και μόνος σου — μην τάχα εξαρτάται από μένα;
— Παρφιόν, δεν είμαι εχθρός σου και δεν το ‘χω σκοπό να σου σταθώ σε τίποτα εμπόδιο. Το
ξαναλέω αυτό και πάλι, όπως σου το είχα δηλώσει και παλιότερα, μιαν άλλη φορά, σε μια παρόμοια
σχεδόν στιγμή. Όταν ήταν να γίνει ο γάμος σου στη Μόσχα, εγώ δε σου ‘φερα κανένα πρόσκομμα,
το ξέρεις∙ την πρώτη φορά, ε κ ε ί ν η μόνη της έτρεξε σε μένα, φεύγοντας σχεδόν κάτω απ’ το
στεφάνι και με παρακαλούσε να τη «σώσω» από σένα. Σου επαναλαμβάνω τα ίδια της τα λόγια.
Ύστερα το ‘σκασε κι από μένα, εσύ την ξαναβρήκες και πήγες να τη στεφα νωθείς, και να που λένε
πως σου το ‘σκασε και πάλι κι ήρθε δω. Είναι αλήθεια αυτό; Αυτή την ειδοποίηση μου ‘στειλε ο
Λέμπε ντεβ, γι’ αυτό και ήρθα. Όσο για το πως τα ξαναφτιάξατε, το πρωτάκουσα μόλις χτες στο
βαγόνι από έναν αλλοτινό σου φίλο, το Ζαλιόζνιεβ, αν θέλεις να ξέρεις. Καθώς ερχόμουν εδώ ένας
ήταν ο σκοπός μου. Ήθελα να την πείσω να φύγει επιτέλους για το Εξωτερικό να κοιτάξει την υγεία
της. Έχει τα χάλια της, και σωματικά και ψυχικά — προπάντων το μυαλό της — και κατά τη γνώμη
μου έχει ανάγκη από μεγάλη περιποίηση. Δεν ήθελα να τη συνοδέψω εγώ ο ίδιος στο Εξωτερικό,
είχα υπ’ όψη μου όμως να τα κανονίσω όλ’ αυτά χωρίς ν’ ανακατευτώ προσωπικά. Σου λέω όλη την
αλήθεια. Αν είναι απολύτως αληθινό πως τα ξαναφτιάξατε, τότε δε θα με ξαναδεί ποτέ της, μα ούτε
και σε σένα θα ξανάρθω πια. Το ξέρεις κι ο ίδιος πως δεν πάω να σε ξεγελάσω, γιατί ήμουνα πάντα
ειλικρινής μαζί σου. Τις σκέψεις μου δε σου τις έκρυβα ποτέ και σου το ‘λεγα πάντα πως αν σε
παντρευτεί, αυτό θα ‘ναι η κ α τ α σ τ ρ ο φ ή της. Και για σένα θα ‘ναι καταστροφή, ίσως χειρότερη
απ’ τη δική της. Αν τα ξαναχα λάγατε, θα ‘μουν πολύ ευχαριστημένος, δεν το ‘χω ωστόσο σκοπό να
σας κάνω να χωρίσετε. Να ‘σαι ήσυχος και να μη με υποπτεύεσαι. Μα το ξέρεις και μόνος σου:
ήμουνα τάχα ποτέ μου π ρ α γ μ α τ ι κ ό ς αντίζηλός σου, ακόμα και τότε που το ‘σκασε κι ήρθε σε
μένα; Να, τώρα γέλασες∙ ξέρω γιατί χαμογελάς ειρωνικά. Ναι, ζούσαμε εκεί χώρια, σε διαφορετικές
πολιτείες κι όλ’ αυτά εσύ τα ξέρεις σ ί γ ο υ ρ α . Αφού από καιρό τώρα σου το έχω εξηγήσει πως
εγώ δεν την «αγαπάω με έρωτα αλλά με οίχτο». Νομίζω πως ο ορισμός μου είναι ακριβής. Μου
‘λεγες τότε πως τα ‘χες καταλάβει αυτά τα λόγια μου∙ έλεγες την αλήθεια; τα κατάλαβες; Με τι μίσος
με κοιτάς! Ήρθα να σε καθησυχάσω, γιατί και σένα σ’ αγαπώ. Σ’ αγαπώ πάρα πολύ, Παρφιόν. Τώρα
όμως θα φύγω και δε θα ξανάρθω ποτέ. Αντίο.
Ο πρίγκιπας σηκώθηκε.

— Κάτσε λίγο να μου κάνεις παρέα, — είπε σιγά ο Παρφιόν, χωρίς να σηκωθεί απ’ τη θέση του κι
ακούμπησε το κεφάλι στη δεξιά παλάμη του.— Έχω καιρό να σε δω.
Ο πρίγκιπας ξανάκατσε. Μείνανε και πάλι σιωπηλοί.
— Ξέρεις, μόλις δεν είσαι μπροστά μου, αρχίζω αμέσως και νιώθω μίσος για σένα, Λέων
Νικολάγιεβιτς. Αυτούς τους τρεις μήνες που δε σε είδα, κάθε λεπτό, κάθε στιγμή τα ‘βαζα μαζί σου,
μα το Θεό! Έτσι μου ‘ρχόταν να σε φαρμακώσω! Έτσι είναι. Τώρα δεν έχεις ούτε ένα τέταρτο που
κάθεσαι μαζί μου κι όλο μου το μίσος νιώθω να μου περνάει και σ’ αγαπώ και πάλι σαν πρώτα.
Κάτσε να μου κάνεις παρέα…
— Όταν είμαι μαζί σου, με πιστεύεις∙ όταν λείπω όμως παύεις να πιστεύεις και υποπτεύεσαι. Με το
μπαμπάκα σου έμοιασες!— χαμογέλασε φιλικά ο πρίγκιπας προσπαθώντας να κρύψει τη συγκίνησή
του.
— Πιστεύω στη φωνή σου, σαν καθόμαστε μαζί. Το καταλαβαίνω δα πως δεν υπάρχει σύγκριση
ανάμεσά μας, άλλο εσύ κι άλλο εγώ…
— Γιατί το πρόστεσες αυτό; Να που ξαναθύμωσες κιόλας, — είπε ο πρίγκιπας απορώντας με το
Ραγκόζιν.
— Μα εδώ πια, αδερφέ μου, δε ρωτάνε τη γνώμη μας, — απάντησε αυτός, — εδώ πια μονάχοι τους
τα κανόνισαν. Αφού κι η αγάπη μας είναι διαφορετική, ώστε λοιπόν, σε όλα διαφέρουμε, —
συνέχισε σιγά, αφού σώπασε για λίγο. — Λες πως την αγαπάς με οίχτο. Εγώ δε νιώθω μέσα μου
κανέναν τέτοιον οίχτο. Όσο γι’ αυτήν, με μισεί πιο πολύ απ’ το καθετί. Τη βλέπω τώρα κάθε νύχτα
στον ύπνο μου: Βλέπω συνεχώς πως με κοροϊδεύει μ’ έναν άλλον. Αυτό ακριβώς συμβαίνει, αδερφέ
μου. Πάει να με πα ντρευτεί, κι ούτε με σκέφτεται καθόλου, λες κι αλλάζει πασουμά κι. Το πιστεύεις
τάχα πως έχω πέντε μέρες να τη δω γιατί δεν τολμώ να πάω σπίτι της; Θα με ρωτήσει: «ποιος ο
λόγος που μου κόπιασες;» Λίγο μ’ έχει εξευτελίσει τάχα…
— Πώς; Σ’ έχει εξευτελίσει; Τι ‘ναι αυτά που λες;
— Κάνει τον ανήξερο! Μα αφού το ‘σκασε μαζί σου «κάτω απ’ το στεφάνι», τώρα μόλις το ‘πες.
— Μα αφού και συ ο ίδιος δεν πιστεύεις πως…
— Μήπως τάχα δε με ντρόπιασε με τον αξιωματικό τον Ζαμτιούζνικοβ στη Μόσχα; Το ξέρω στα
σίγουρα πως με ντρόπιασε, και μάλιστα αφού η ίδια είχε ορίσει τη μέρα για το γάμο μας.
— Αδύνατο!— φώναξε ο πρίγκιπας.
— Το ξέρω στα σίγουρα, — ξανάπε με πεποίθηση ο Ραγκόζιν. — Τι, δεν είναι τέτοια τάχα; Αυτά,
αδερφέ μου, είναι λόγια του αέρα. Ανοησίες και τίποτ’ άλλο. Με σένα δε θα ‘ναι τέτοια και θα την
πιάσει ίσως φρίκη και την ίδια σαν σκεφτεί κάτι παρόμοιο, με μένα όμως είναι τέτοια. Έτσι είναι. Με
κοιτάει σα να ‘μουνα το τελευταίο σκουπίδι. Με τον Κέλερ, να, με κείνο τον αξιωματικό που ήξερε
μποξ, το ξέρω στα σίγουρα— μόνο και μόνο για να γελάσει μαζί μου, τα ‘φτιαξε με κείνον… Μα εσύ
δεν ξέρεις ακόμα τι μου ‘χει καμωμένα στη Μόσχα! Και λεφτά, πόσα λεφτά δεν ξόδεψα…
— Μα… πώς θα την παντρευτείς τώρα! Τι θα κάνεις ύστερα; — ρώτησε με φρίκη ο πρίγκιπας.
Ο Ραγκόζιν κοίταξε βαριά και τρομερά τον πρίγκιπα, και δεν απάντησε τίποτα.

— Είναι τώρα πέμπτη μέρα που δεν πήγα να τη δω, — συνέχισε αφού έμεινε σιωπηλός κάνα λεπτό.
— Φοβάμαι συνεχώς πως θα με διώξει. Εγώ, λέει, είμαι ακόμα κυρία του εαυτού μου∙ αν το θελήσω
θα σε διώξω εντελώς και θα πάω στο Εξωτερικό (μου το ‘χει πει από καιρό πως θα πάει στο
Εξωτερικό, — παρατήρησε σα ν’ άνοιγε μια παρένθεση και κοίταξε κάπως παράξενα τον πρίγκιπα
στα μάτια). — Είναι φορές αλήθεια που πάει να με τρομάξει μονάχα: όλο βλέπει πάνω μου κάτι που
της φαίνεται αστείο. Άλλοτε όμως σκυθρωπιάζει πραγματικά, κατεβάζει μούτρα, δε λέει να βγάλει
λέξη απ’ το στόμα της. Αυτό ίσα‐ίσα φοβάμαι. Σκέφτηκα να μην πηγαίνω μ’ άδεια χέρια και τ’
αποτέλεσμα ήταν να την κάνω να γελάσει κι ύστερα την πιάσανε και τα δαιμόνια της. Στην
καμαριέρα της την Κάτκα χάρισε ένα σάλι μου που, μόλο που ζούσε πριν μες στην πολυτέλεια,
μπορεί να μην είχε ξαναδεί ποτέ της ένα τέτοιο σάλι. Όσο για το πότε θα γίνει ο γάμος, μήτε λέξη
δεν τολμώ να βγάλω. Τι σόι γαμπρός είμαι γω που φοβάμαι να της κάνω μιαν απλή επίσκεψη!
Κάθομαι λοιπόν εδώ χάμω κι όταν πια δεν μπορώ να τ’ αντέξω άλλο, πάω και περνάω κρυφά απ’ το
σπίτι της, κάτω στο δρόμο, ή κρύβομαι σε καμιά γωνιά. Τις προάλλες έμεινα να φυλάω καραούλι
έξω απ’ την πόρτα της ως τα χαράματα σχεδόν — κάποια υποψία μου ‘χε μπει τότε. Κι αυτή
φαίνεται πως με είδε απ’ το παράθυρο: «Τι θα μου ‘κανες, λέει, αν έβλεπες να σε απατώ;» Εγώ δεν
κρατήθηκα και της λέω: «Το ξέρεις μόνη σου».
— Τι ξέρει λοιπόν;
— Και πού θες να ξέρω γω!— γέλασε με κακία ο Ραγκόζιν. — Στη Μόσχα, τότε, δεν μπόρεσα να την
πιάσω με κανέναν, αν και την παραφύλαγα καιρό. Τότε, μια φορά, πιάνω και της λέω:
«Υποσχέθηκες να παντρευτούμε, μπαίνεις σε μια τίμια οικογένεια, ξέρεις όμως τι είσαι τώρα; Εσύ,
της λέω, να τι είσαι!»
— Της το είπες;
— Το είπα.
— Λοιπόν;
— «Εγώ, λέει, ύστερ’ απ’ αυτό, δε σε παίρνω ούτε για υπηρέτη, όχι να γίνω γυναίκα σου». «Και γω,
της λέω, δε φεύγω από δω, ό,τι θέλει ας γίνει!» «Καιγω, μου λέει, θα φωνάξω τώρα τον Κέλερ και
θα του πω να σε πετάξει έξω με τις κλοτσιές». Έπεσα πάνω της τότε και την έκανα μαύρη στο ξύλο.
— Αδύνατο!— φώναξε ο πρίγκιπας.
— Έτσι έγινε σου λέω, — είπε ο Ραγκόζιν σιγά, τα μάτια του όμως άστραψαν. — Ενάμισι
εικοστετράωρο ακριβώς έκανα να κλείσω μάτι, δεν έτρωγα, δεν έπινα, δε βγήκα απ’ το δωμάτιό της,
έπεφτα μπροστά της στα γόνατα. «Θα πεθάνω, της λέω, δε θα βγω από δω μέσα προτού με
συγχωρέσεις, κι αν διατάξεις να με πάρουν με το ζόρι, θα πνιγώ∙ γιατί, τι θ’ απογίνω τώρα δίχως
εσένα;» Σαν τρελή ήταν όλη κείνη τη μέρα, μια έκλαιγε, μια ετοιμαζόταν να με σκοτώσει με το
μαχαίρι, μια μ’ έβριζε. Φώναξε το Ζαλιόζνιεβ, τον Κέλερ, το Ζαμτιούζνικοβ κι όλους τους άλλους, μ’
έδειχνε και μ’ εξευτέλιζε: «Πάμε, κύριοι, όλοι μαζί παρέα στο θέατρο σήμερα, κι αυτός ας κάθεται
δω πέρα μια και δε θέλει να βγει, εγώ δεν είμαι δεμένη μαζί του. Και σας, Παρφιόν Σεμιόνιτς, θα
σας σερβίρουν τσάι όσο θα λείπω, σίγουρα θα πεινάσατε σήμερα». Γύρισε απ’ το θέατρο μόνη:
«Αυτοί, μου λέει, είναι φοβητσιάρηδες και παλιανθρωπάκηδες, σε φοβούνται εσένα και με
τρομάζουν και μένα∙ λένε, δε θα φύγει έτσι, θα σε σφάξει. Εγώ όμως θα πάω τώρα στην
κρεβατοκάμαρα και δε θα κλείσω την πόρτα πίσω μου. Τόσο σε φοβάμαι γω! Για να το δεις και να
το πάρεις χαμπάρι! Ήπιες τσάι;» «Όχι, λέω, ούτε θα πιω». «Εγώ μια φορά σου το πρόσφερα». Κι
όπως το ‘πε, έτσι κι έκανε, δεν την έκλεισε την πόρτα. Το πρωί βγήκε — γελάει: «Μα τι, σου ‘στριψε;
λέει. Θα πεθάνεις απ’ την πείνα έτσι που κάνεις». «Συγχώρα με», της λέω. «Δε θέλω να σε

συγχωρέσω, δε θα σε παντρευτώ, πάει, τελείωσε. Έχει γούστο να ‘κατσες όλη τη νύχτα σ’ αυτή την
πολυθρόνα∙ δεν κοιμήθηκες;» «Όχι, της λέω, δεν κοιμήθηκα». «Τι εξυπνάδα! Και δε θα πιεις τσάι, δε
θα φας;» «Σου το είπα πως δε θα φάω, συγχώρα με!» «Πω, πω, όλ’ αυτά δε σου πάνε καθόλου,
λέει, να ‘ξερες πώς μου φαίνεσαι! Σα σαμαρωμένη γελάδα! Μπας και το σκαρφίστηκες για να με
τρομάξεις; Μεγάλη μου σκασίλα, ξέρεις, αν θα μείνεις νηστικός πολύ που φοβήθηκα, βλέπεις!».
Θύμωσε, όχι για πολλήν ώρα όμως, πάλι άρχισε να με πιλατεύει. Κι απόρησα τότε μαζί της — μα τι
λοιπόν, δεν έχει καθόλου κακία μέσα της; Κι όμως αυτή είναι μνησίκακη, με τους άλλους το κρατάει
χρόνια ολάκερα! Τότε ήταν που μου πέρασε η σκέψη πως μου δίνει τόσο λίγη σημασία που ούτε
μεγάλη κακία δεν μπορεί να μου κρατήσει! Κι αυτό είναι αλήθεια. «Ξέρεις, μου λέει, τι πράμα είναι
ο Πάπας της Ρώμης;» «Έχω ακουστά», της λέω. «Εσύ, μου λέει, Παρφιόν Σεμιόνιτς, δε σπούδασες
καθόλου γενική ιστορία». «Τίποτα δεν έχω σπουδάσει», της λέω. «Τότε λοιπόν, θα σου δώσω να
διαβάσεις, μου λέει: ήταν ένας κάποιος Πάπας και θύμωσε μ’ έναν Αυτοκράτορα και κείνος, χωρίς
να φάει, χωρίς να πιει, ξυπόλητος, έμεινε γονατιστός μπροστά στο παλάτι του τρεις μέρες, ώσπου
να τον συγχωρέσει ο Πάπας∙ και τι νομίζεις πως σκεφτόταν όλες κείνες τις τρεις μέρες ο
Αυτοκράτορας καθώς στεκόταν γονατιστός και τι όρκους έκανε; Μα στάσου, λέει, θα σου το
διαβάσω μόνη μου αυτό∙ θέλεις;» Πετάχτηκε πάνω, έφερε το βιβλίο: «Είναι στίχοι», λέει κι άρχισε
να μου διαβάζει σε στίχους για τους όρκους που έκανε κείνος ο Αυτοκράτορας να εκδικηθεί τον
Πάπα. «Μα είναι δυνατό να μη σ’ αρέσουν όλ’ αυτά, Παρφιόν Σεμιόνοβιτς;» «Όλ’ αυτά που
διάβασες, λέω, είναι αλήθεια». «Α, το λες και μόνος σου πως είναι αλήθεια, που θα πει πως ίσως
και συ να κάνεις όρκους και να λες μέσα σου πως: «άμα με παντρευτεί, τότε θα την κάνω να τα
θυμηθεί όλα, τότε θα πάρω το αίμα μου πίσω!» «Δεν ξέρω, λέω, μπορεί και να το σκέφτομαι».
«Πώς δεν ξέρεις;» «Έτσι, λέω, δεν ξέρω, άλλο στριφογυρνάει όλη την ώρα στο μυαλό μου». «Και τι
στριφογυρνάει λοιπόν στο μυαλό σου;» «Να, σαν σηκώνεσαι απ’ την καρέκλα και περνάς από
μπροστά μου, σε κοιτάω και σε παρακολουθώ∙ σαν κάνει φρου‐φρου το φουστάνι σου η καρδιά
μου κιγώνεται, και μόλις βγεις απ’ το δωμάτιο αναθυμάμαι την κάθε σου λεξούλα και με τι φωνή
την είπες κι όλη αυτή τη νύχτα δε σκεφτόμουν τίποτα, μονάχα άκουγα όλη την ώρα πώς ανάσαινες
στον ύπνο σου και πώς γύρισες κάνα δυο φορές στ’ άλλο πλευρό…» «Σα να λέμε δηλαδή, γέλασε
κείνη, μήτε σκέφτεσαι μήτε το θυμάσαι πως μ’ έσπασες στο ξύλο, ε;» «Μπορεί λέω, και να το
σκέφτουμαι, δεν ξέρω» «Κι αν δε σε συγχωρέσω, και δε σε παντρευτώ;» «Σου το είπα πως θα πάω
να πνιγώ». «Σα να μου φαίνεται πως θα με σκοτώσεις πριν το κάνεις…» Το ‘πε αυτό κι έπεσε σε
συλλογή. Ύστερα θύμωσε και βγήκε. Σε μιαν ώρα μπαίνει στο δωμάτιό μου, σκυθρωπή και σκοτεινή.
«Εγώ, λέει, θα σε παντρευτώ, Παρφιόν Σεμιόνοβιτς, κι όχι επειδή σε φοβάμαι μα γιατί έτσι κι αλλιώς
χαμένη είμαι. Πού θα βρω καλύτερα στο κάτω‐κάτω; Κάτσε, λέει, τώρα θα σου φέρω να φας. Κι άμα
σε παντρευτώ, πρόστεσε, θα σου είμαι πιστή, σ’ αυτό απάνω να μην αμφιβάλλεις και να μην
ανησυχείς∙ ως τα τώρα νόμιζα πως είσαι ολότελα λακές». Ύστερα σώπασε για λίγο και λέει: «Όπως
και να ‘χει όμως, δεν είσαι λακές». Τότε ήταν που όρισε και την ημερομηνία για το γάμο και σε μια
βδομάδα το ‘σκασε κι ήρθε δω στον Λέμπεντεβ. Μόλις έφτασα μου λέει: «Δεν παίρνω εντελώς το
λόγο μου πίσω, θέλω μονάχα να περιμένω ακόμα, όσο θελήσω, γιατί είμαι ακόμα κυρία του εαυτού
μου. Να περιμένεις και συ, άμα θέλεις». Να πώς έχουν τώρα τα πράματα μεταξύ μας… Τι σκέφτεσαι
συ για όλ’ αυτά, Λέων Νικολάγιεβιτς;
— Εσύ τι σκέφτεσαι; — ρώτησε κι ο πρίγκιπας κοιτάζοντας θλιμμένα το Ραγκόζιν.
— Μα μήπως εγώ σκέφτομαι! — του ξέφυγε κεινού. Κάτι ήθελε ακόμα να προσθέσει, σώπασε όμως
σα να βρισκόταν σε μια θλίψη που δεν είχε διέξοδο.
Ο πρίγκιπας σηκώθηκε έτοιμος και πάλι να φύγει.
— Παρ’ όλ’ αυτά, εγώ δε θα σου σταθώ εμπόδιο, — πρόφερε σιγά, σχεδόν σκεφτικά, σα ν’
απαντούσε σε κάποια δική του, κρυφή σκέψη.

— Ξέρεις τι λέω; — ζωήρεψε ξάφνου ο Ραγκόζιν και τα μάτια του άστραψαν: — Μα την πίστη μου,
δεν μπορώ να καταλάβω τι συμβαίνει και υποχωρείς! Ή μήπως έπαψες εντελώς να την αγαπάς;
Άλλοτε είχες μαραζώσει∙ το είδα, μην κρύβεσαι. Και για ποιο λόγο βιάστηκες τόσο και
κουβαλήθηκες δω πέρα; Από οίχτο; (Και το πρόσωπό του στράβωσε μ’ ένα κακό χαμόγελο). Χε‐χε!
— Νομίζεις πως πάω να σε ξεγελάσω;— ρώτησε ο πρίγκιπας.
— Όχι, σε πιστεύω, μονάχα που δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα απ’ όλ’ αυτά. Το πιθανότερο απ’
όλα είναι πως ο οίχτος ο δικός σου είναι χειρότερος κι απ’ τον έρωτά μου!
Ένα μίσος, ένα κάτι που πάσκιζε να βρει την έκφρασή του τώρ’ αμέσως, άστραψε στο πρόσωπό του.
— Τι να σου πω, η αγάπη σου δεν ξεχωρίζει απ’ το μίσος,— χαμογέλασε ο πρίγκιπας. —Κι αν
περάσει αυτή η αγάπη, ίσως να γίνει μεγαλύτερη ακόμα συμφορά. Εγώ, αδερφέ μου Παρφιόν, σου
λέω πως…
— Πως θα τη σφάξω;
Ο πρίγκιπας ανατρίχιασε.
— Θα τη μισήσεις πολύ γι’ αυτή την τωρινή σου αγάπη, για όλ’ αυτά τα βάσανα που περνάς τώρα.
Για μένα το πιο παράξενο απ’ όλα είναι τούτο: πώς μπορεί εκείνη να θέλει πάλι να σε παντρευτεί;
Σαν τ’ άκουσα χτες μου φάνηκε απίστευτο και στε ναχωρέθηκα πολύ. Αφού σε παράτησε και το
‘σκασε κάτω απ’ το στεφάνι δυο φορές — θα πει λοιπόν πως έχει κάποια προαίσθηση! Τι μπορεί να
περιμένει από σένα τώρα πια; Είναι ποτέ δυνατό να σκέφτεται τα χρήματα; Ανοησίες. Μα και τα
χρήματα τα ‘χεις πολύ σπαταλήσει. Είναι δυνατό να το κάνει μόνο και μόνο για να βρει ένα σύζυγο;
Μα θα μπορούσε να βρει κι άλλους. Όποιον άλλον και να πάρει, καλύτερα, γιατί εσύ δεν
αποκλείεται καθόλου να τη σφάξεις, κι αυτή τώρα πια το καταλαβαίνει ίσως πολύ καλά. Το πως την
αγαπάς με τόσο πάθος; Ναι, μπορεί αυτό αλήθεια… Έχω ακουστά πως υπάρχουν γυναίκες που
ακριβώς μια τέτοια αγάπη γυρεύουν… μονάχα…
Ο πρίγκιπας σταμάτησε κι απόμεινε σκεφτικός.
— Τι χαμογέλασες και πάλι ειρωνικά και κοιτάζεις το πορτρέτο του πατέρα; — ρώτησε ο Ραγκόζιν
που παρακολουθούσε με μεγάλη προσοχή κάθε αλλαγή και κάθε φευγαλέα έκφραση στο πρόσωπο
του πρίγκιπα.
— Γιατί χαμογέλασα; Μου πέρασε μια σκέψη πως αν δε σ’ έπιανε αυτό το πάθος, αν δεν σου
τύχαινε αυτός ο έρωτας, τότε θα γινόσουν ίσως ίδιος κι απαράλλαχτος με τον πατέρα σου κι αρκετά
σύντομα μάλιστα. Θα ρίζωνες εδώ σ’ αυτό το σπίτι μαζί με τη γυναίκα σου που θα ‘ταν υπάκουη και
χωρίς μιλιά, θα της μίλαγες και συ σπάνια κι αυστηρά, δε θα πίστευες σε κανένα μα μήτε και θα ‘χες
ανάγκη να πιστέψεις, μονάχα θα μάζευες λεφτά σιωπηλά και σκυθρωπά. Το πολύ‐πολύ να παίνευες
πού και πού τις παλιές Γραφές και να σταυροκοπιόσουνα με τα δυο σου δάχτυλα αντί με τα τρία, μα
κι αυτό ακόμα σαν θα σε παίρνανε πια τα γηρατειά…
— Κορόιδευε. Και ξέρεις; Τα ίδια ακριβώς μου ‘λεγε κι αυτή τις προάλλες κοιτάζοντας αυτό το
πορτρέτο! Είναι να θαυμάζει κανείς που έχετε σ’ όλα την ίδια γνώμη τώρα.
— Μα τι; Ήρθε στο σπίτι σου κιόλας; — ρώτησε με περιέργεια ο πρίγκιπας.
— Ήρθε. Κοίταζε πολλήν ώρα το πορτρέτο και με ρώταγε για το μακαρίτη. «Θα γινόσουν ίδιος κι

απαράλλαχτος σαν κι αυτόν», μου είπε στο τέλος με κάποιο χαμόγελο. «Εσύ μου λέει, Παρφιόν
Σεμιόνιτς, έχεις δυνατά πάθη, τόσο δυνατά που θα πήγαινες ίσα κατευθείαν στη Σιβηρία αν δεν
τύχαινε να ‘χεις και μυαλό, γιατί εσύ έχεις και παραέχεις μυαλό», μου λέει (έτσι ακριβώς το ‘πε, το
πιστεύεις ή όχι; Πρώτη μου φορά άκουγα τέτοιο πράμα απ’ το στόμα της!) «Εσύ, όλες αυτές τις
τρέλες γρήγορα θα τις παρατούσες. Κι επειδή είσαι αμόρφωτος άνθρωπος, θ’ άρχιζες να μαζεύεις
λεφτά, σαν τον πατέρα σου, αμπαρωμένος σ’ αυτό το σπίτι με τους σκοπτσί σου∙ μπορεί στο τέλος ν’
ασπαζόσουν και συ ο ίδιος την πίστη τους και τόσο θα τ’ αγάπαγες πια τα λεφτά σου που όχι δυο μα
ίσως και δέκα εκατομμύρια θα μάζευες και θα πέθαινες της πείνας πάνω στα σακούλια σου γιατί
εσύ σε όλα έχεις πάθος, όλα τα παρατραβάς ως το πάθος». Έτσι ακριβώς μου τα είπε, με τα ίδια
σχεδόν λόγια. Ποτέ δε μου ‘χε ξαναμιλήσει έτσι! Γιατί, πρέπει να ξέρεις, πως πάντα κουβεντιάζει
μαζί μου όλο για σαχλαμάρες ή με κοροϊδεύει∙ μα και δω άρχισε γελώντας, ύστερα όμως —αχ, πώς
σκοτείνιασε το πρόσωπό της! Όλο αυτό το σπίτι το τριγύριζε και το περιεργαζόταν κι ήταν σαν κάτι
να τη φόβιζε. «Όλ’ αυτά θα τ’ αλλάξω, της λέω, ή μπορεί ν’ αγοράσω κι ένα άλλο σαν
παντρευτούμε». «Κάθε άλλο, λέει, να μην αλλάξεις τίποτα, έτσι όπως είναι θα ζήσουμε εδώ. Θέλω,
λέει, να ζήσω δίπλα στη μητερούλα σου, σα θα γίνω γυναίκα σου». Την πήγα στη μητερούλα — ήταν
όλο σεβασμό μπροστά της, σαν κόρη της. Η μητερούλα από καιρό τώρα — πάνε δυο χρόνια— δεν
είναι και πολύ καλά στα λογικά της (είναι άρρωστη) και σαν πέθανε ο πατέρας μου, ξαναμωράθηκε
εντελώς, δε βγάζει λέξη: Κάθεται καρφωμένη στην πολυθρόνα της κι όποιον βλέπει του κάνει
υπόκλιση∙ θα ‘λεγε κανείς πως αν δεν την ταΐσεις θα κάτσει έτσι τρεις μέρες χωρίς να το πάρει
είδηση. Εγώ πήρα το δεξί χέρι της μητερούλας, της ένωσα τα δάχτυλα! «Ευλογείστε μας, λέω,
μητερούλα, θα στεφανωθεί μαζί μου»∙ αυτή φίλησε με συγκίνηση το χέρι της μητερούλας:
«Σίγουρα, λέει, υπόφερε πολλές πίκρες η μάνα σου». Να, αυτό εδώ το βιβλίο το ‘δε πάνω στο
τραπέζι μου: «Τι, άρχισες να διαβάζεις Ρωσική Ιστορία; (Κάποτε μου το ‘χε πει η ίδια στη Μόσχα:
«Καλά θα ‘κανες να μορφωθείς λιγάκι, ας διάβαζες έστω τη Ρωσική Ιστορία του Σολοβιόβ, γιατί εσύ
δεν ξέρεις τίποτα.») Καλά κάνεις, είπε∙ συνέχισε, διάβαζε. Θα σου γράψω μόνη μου έναν κατάλογο,
τι βιβλία ν’ αρχίσεις να διαβάζεις∙ θέλεις ή όχι;» Και ποτέ, ποτέ ως τα τότε δε μου μίλησε έτσι, τόσο
που μ’ έκανε να απορήσω: για πρώτη φορά ανάσανα σα ζωντανός άνθρωπος.
— Χαίρομαι πολύ που τ’ ακούω, Παρφιόν, — είπε ο πρίγκιπας μ’ αληθινή συγκίνηση, — πολύ
χαίρομαι. Ποιος ξέρει, ίσως ο Θεός να σας βολέψει μαζί.
— Ποτέ δε θα γίνει αυτό!— φώναξε με θέρμη ο Ραγκόζιν.
— Άκουσε, Παρφιόν, αφού την αγαπάς τόσο πολύ, είναι δυνατό να μη θελήσεις να γίνεις άξιος της
εκτίμησής της; Κι αν το θέλεις, είναι δυνατό να μην ελπίζεις; Μόλις πριν από λίγο, είπα πως για μένα
μένει άλυτο πρόβλημα ο λόγος που σκοπεύει να σε παντρευτεί∙ ωστόσο, μόλο που δεν μπορώ να
βρω καμιά λύση στο πρόβλημα, δε μου μένει πάντως καμιά αμφιβολία πως θα πρέπει να υπάρχει
μια σημαντική, μια λογική αιτία. Για την αγάπη σου έχει πειστεί∙ έχει όμως απόλυτα πειστεί και για
ορισμένα σου προτερήματα. Δεν μπορεί να ‘ναι διαφορετικά! Αυτά που μου είπες τώρα μόλις, το
επιβεβαιώνουν. Το λες κι ο ίδιος πως μπόρεσε και σου μίλησε με μια γλώσσα εντελώς διαφορετική
απ’ ό,τι σου μίλαγε πριν. Είσαι καχύποπτος και ζηλιάρης, γι’ αυτό μεγαλοποίησες όλα τα κακά που
είδες. Είναι σίγουρο πως δεν έχει τόσο άσκημη ιδέα για σένα όσο λες. Αλλιώς θα σήμαινε πως πάει
συνειδητά να πνιγεί ή να βάλει το μαχαίρι στο λαιμό της παίρνοντάς σε άντρα. Μα είναι δυνατόν
αυτό; Ποιος πάει εν γνώσει του να πνιγεί ή να βάλει το μαχαίρι στο λαιμό του;
Ο Παρφιόν άκουσε μ’ ένα πικρό χαμόγελο τα θερμά λόγια του πρίγκιπα. Θα ‘λεγε κανείς πως είχε
σχηματίσει πια την πεποίθησή του κι ήταν ακλόνητη.
— Τι βλοσυρά που με κοιτάζεις, Παρφιόν!— του ξέφυγε του πρίγκιπα με αγωνία.
— Να πνιγεί ή να βάλει το λαιμό της στο μαχαίρι! —πρόφερε κείνος τελικά. — Χε! Μα γι’ αυτό

ακριβώς με παντρεύεται. Με παντρεύεται επειδή περιμένει να τη σφάξω! Μα στ’ αλήθεια λοιπόν,
πρίγκιπα, δεν το ‘χεις πάρει ακόμα είδηση τι ακριβώς συμβαίνει εδώ πέρα;
— Δε σε καταλαβαίνω.
— Ίσως και στ’ αλήθεια να μην καταλαβαίνεις, χε‐χε! Αφού το λένε πως εσύ είσαι… κάπως έ τ σ ι !
Αγαπάει άλλον, κατάλαβε το επιτέλους! Ακριβώς όπως την αγαπάω εγώ τώρα, έτσι ακριβώς
αγαπάει έναν άλλον. Κι αυτός ο άλλος ξέρεις ποιος είναι; Είσαι ε σ ύ ! Τι, δεν το ‘ξερες;
— Εγώ!
— Εσύ. Σ’ αγάπησε απ’ την πρώτη στιγμή, απ’ τα γενέθλιά της. Μονάχα που νομίζει πως είναι
αδύνατο να σε παντρευτεί γιατί τάχα θα ‘ναι ντροπή για σένα κάτι τέτοιο και θα σου καταστρέψει
όλη σου τη ζωή. «Εγώ, λέει, όλος ο κόσμος ξέρει τι είμαι». Ως τα τώρα το βεβαιώνει αυτό η ίδια. Όλ’
αυτά μου τα ‘χει πει η ίδια, κατάμουτρα. Φοβάται μη σε καταστρέψει, μη σε ντροπιάσει, εμένα
όμως, δε βαριέσαι, μπορεί να με παντρευτεί — να τι εκτίμηση μου ‘χει, σημείωσέ το κι αυτό.
— Μα πώς το ‘σκασε λοιπόν από σένα κι ήρθε σε μένα κι από… μένα…
— Από σένα σε μένα! Χε! Λίγα τάχα πράματα της καπνίζει ξάφνου και κάνει! Τώρα, είναι σα να ‘χει
πυρετό. Τη μια μου φωνάζει: «Θα σε παντρευτώ, να πνιγώ μιαν ώρα αρχύτερα. Θέλω να γίνει
γρήγορα ο γάμος!» Με βιάζει μόνη της, ορίζει τη μέρα μα σαν πλησιάζει ο καιρός, τρομάζει κι
αρχίζει να σκέφτεται άλλα πράγματα. Ένας Θεός την ξέρει∙ την έχεις δει: κλαίει, γελάει, χτυπιέται
μες στον πυρετό της. Τι το παράξενο βρίσκεις που το ‘σκασε κι από σένα; Το ‘σκασε ίσα‐ίσα γιατί
κατάλαβε πόσο πολύ σ’ αγαπάει. Δεν μπόρεσε πια να μείνει κοντά σου. Είπες πριν από λίγο πως εγώ
τη βρήκα τότε στη Μόσχα∙ ψέματα, μόνη της έτρεξε σε μένα σαν έφυγε από σένα: «Όρισε τη μέρα,
λέει, είμαι έτοιμη! Φέρε σαμπάνια! Πάμε στις τσιγγάνες!» φωνάζει!… Μα αν δεν ήμουν εγώ, από
καιρό τώρα θα ‘χε πέσει στο ποτάμι να πνιγεί∙ αλήθεια σου λέω. Μα ίσα‐ίσα γι’ αυτό δεν πέφτει στο
ποτάμι γιατί εγώ της φαίνομαι πιο φοβερός κι απ’ το ποτάμι. Από μίσος με παντρεύεται… αν με
παντρευτεί, να ‘σαι σίγουρος πως θα με παντρευτεί απ’ το κακό της.
— Και συ… πώς λοιπόν… —φώναξε ο πρίγκιπας και δεν τέλειωσε τη φράση του. Κοίταξε με φρίκη το
Ραγκόζιν.
— Γιατί κόμπιασες λοιπόν; — πρόστεσε κείνος μ’ ένα σαρκαστικό μορφασμό. — Θέλεις να σου πω τι
σκέφτεσαι μέσα σου τούτη τη στιγμή; «Πώς θα τον παντρευτεί λοιπόν ύστερα απ’ όλ’ αυτά; Πώς να
την αφήσω να τον παντρευτεί;» Τα ξέρουμε τι σκέφτεσαι…
— Δεν ερχόμουν γι’ αυτό εδώ πέρα, Παρφιόν, σου το ξαναλέω, δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου.
— Μπορεί να μην ήρθες γι’ αυτό και μπορεί να μην ήταν αυτός ο σκοπός σου, τώρα όμως είναι
σίγουρο πως αυτό σκέφτεσαι. Χε‐χε! Ε, φτάνει! Γιατί αναστατώθηκες έτσι; Έχει γούστο να μην το
‘ξερες αλήθεια! Με κάνεις κι απορώ!
— Όλ’ αυτά είναι ζήλια, Παρφιόν, όλ’ αυτά είναι αρρώστια, όλ’ αυτά τα ‘χεις μεγαλοποιήσει
υπέρμετρα… — τραύλισε ο πρίγκιπας τρομερά ταραγμένος. — Τι έπαθες;
— Άσ’ το κάτω, — πρόφερε ο Παρφιόν κι άρπαξε βιαστικά μες απ’ τα χέρια του πρίγκιπα ένα
μαχαίρι, που εκείνος το ‘χε πάρει απ’το τραπέζι, δίπλα απ’ το βιβλίο, και το ξανάβαλε πάλι στη θέση
του.

— Λες και το ‘ξερα όταν έφτανα στην Πετρούπολη, λες και το προαισθανόμουνα… — συνέχισε ο
πρίγκιπας. — Δεν ήθελα να ‘ρθω εδώ! Ήθελα να τα ξεχάσω όλ’ αυτά δω πέρα, να τα ξεριζώσω απ’
την καρδιά μου! Ε, αντίο… Μα τι έπαθες πάλι!
Μιλώντας, ο πρίγκιπας είχε πάρει και πάλι αφηρημένος απ’ το τραπέζι το ίδιο μαχαίρι και πάλι ο
Ραγκόζιν τού τ’ άρπαξε απ’ τα χέρια και το πέταξε στο τραπέζι. Ήταν ένα μαχαίρι αρκετά απλό, με
κοκάλινη λαβή, με μια λάμα που δεν έκλεινε, κάπου δεκαπέντε πόντους μάκρος κι ανάλογο φάρδος.
Βλέποντας πως ο πρίγκιπας δείχνει ιδιαίτερη προσοχή στο γεγονός πως του παίρνουν δυο φορές
αυτό το μαχαίρι μες απ’ τα χέρια, ο Ραγκόζιν τού τ’ άρπαξε απότομα και φουρκισμένα, το ‘βαλε μες
στο βιβλίο και το πέταξε στ’ άλλο τραπέζι.
— Το ‘χεις για να κόβεις τα φύλλα; — ρώτησε ο πρίγκιπας, κάπως αφηρημένα όμως, λες κι ήταν
ακόμα πεσμένος σε βαθιά συλλογή.
— Ναι, για τα φύλλα…
— Είναι όμως ένα μαχαίρι περβολάρη, ψέματα;
— Ναι, περβολάρη. Μήπως τάχα δεν μπορείς να κόψεις τα φύλλα ενός βιβλίου με μαχαίρι
περβολάρη;
— Μα είναι… ολοκαίνουργιο.
— Λοιπόν; Τι σημασία έχει που είναι καινούργιο; Μήπως τάχα δεν μπορώ ν’ αγοράσω τούτη τη
στιγμή ένα καινούργιο μαχαίρι; — φώναξε κάπως έξαλλα ο Ραγκόζιν που νευρίαζε όλο και
περισσότερο με την κάθε λέξη του πρίγκιπα.
Ο πρίγκιπας ανατρίχιασε και κοίταξε επίμονα το Ραγκόζιν.
— Βρε, τι καθόμαστε και λέμε!— γέλασε ξαφνικά, σα να συνήλθε εντελώς. — Να με συγχωρείς,
αδερφέ μου, όταν το κεφάλι μου είναι βαρύ όπως τώρα, κι αυτή η αρρώστια… γίνομαι ολότελα…
εντελώς αφηρημένος και γελοίος. Εντελώς άλλα πράματα ήθελα να σε ρωτήσω… δε θυμάμαι τώρα.
Αντίο…
— Όχι από δω, — είπε ο Ραγκόζιν.
— Ξέχασα!
— Από δω, από δω, πάμε, θα σου δείξω.
IV
ΠΕΡΑΣΑΝ ΑΠ’ τις ίδιες κάμαρες που ‘χε περάσει μπαίνοντας ο πρίγκιπας∙ ο Ραγκόζιν προχωρούσε
λίγο μπροστά, ο πρίγκιπας πίσω του. Μπήκανε στη μεγάλη σάλα. Εδώ, στους τοίχους υπήρχαν
μερικοί πίνακες, όλο πορτρέτα αρχιερέων και τοπία, όπου δεν μπορούσες να διακρίνεις τίποτα.
Πάνω απ’ την πόρτα που έβγαζε στην πλαϊνή κάμαρα, κρεμόταν ένας πίνακας αρκετά παράξενος
στο σχήμα του, κάπου δυόμιση πήχες μάκρος και το πολύ τριάντα πόντους ύψος: ο Σωτήρας μετά
την Αποκαθήλωση. Ο πρίγκιπας έριξε μια ματιά στον πίνακα και σαν κάτι να θυμήθηκε∙ δε
σταμάτησε ωστόσο κι ήταν έτοιμος να περάσει την πόρτα. Ένιωθε πολύ βαριά την ψυχή του κι
ήθελε να φύγει μιαν ώρα αρχύτερα απ’ αυτό το σπίτι. Ο Ραγκόζιν όμως σταμάτησε ξαφνικά
μπροστά στον πίνακα.
— Όλους αυτούς τους πίνακες εδώ, — είπε, — τους αγόρασε ο πατερούλης σε δημοπρασία με ένα
και δυο ρούβλια∙ του άρεσε ν’ αγοράζει πίνακες. Ένας άνθρωπος που ξέρει, τους κοίταξε όλους∙ για
πέταμα είναι, λέει, αυτός εδώ όμως, πάνω απ’ την πόρτα, που αγοράστηκε σαν τους άλλους με δυο
ρούβλια, αυτός, λέει, δεν είναι για πέταμα. Ακόμα και στον πατέρα μου, βρέθηκε κάποιος που του
‘δινε τρακόσα πενήντα ρούβλια μα ο Σαβέλιεβ, ο Ιβάν Ντμίτριτς, έμπορας και μεγάλος μερακλής σε
κάτι τέτοια, έφτασε μέχρι τετρακόσα και την περασμένη βδομάδα πρότεινε στον αδερφό μου το
Σεμιόν Σεμιόνιτς πεντακόσα. Εγώ τον κράτησα για λογαριασμό μου.
— Μα αυτό… αυτό είναι αντίγραφο απ’ τον πίνακα του Χανς Χολμπάιν, — είπε ο πρίγκιπας που ‘χε
προφτάσει στο μεταξύ να καλοκοιτάξει τον πίνακα, — και μόλο που δεν καταλαβαίνω και πολλά
πράματα, μου φαίνεται πως είναι ένα υπέροχο αντίγραφο. Αυτόν τον πίνακα τον είδα στο Εξωτερικό
και δεν μπορώ να τον ξεχάσω. Μα… τι έπαθες πάλι…
Ο Ραγκόζιν παράτησε ξάφνου τον πίνακα και προχώρησε με το ίδιο βήμα μπροστά. Φυσικά, η
αφηρημάδα και η παράξενα νευρική διάθεση που φανερώθηκε τόσο αναπάντεχα στο Ραγκόζιν, θα
μπορούσαν ίσως να εξηγήσουν αυτή τη βιασύνη∙ ωστόσο ο πρίγκιπας απόρησε αρκετά που κόπηκε
έτσι απότομα η κουβέντα τους, που δεν την είχε αρχίσει αυτός, και που ο Ραγκόζιν ούτε καν του
απάντησε.
— Και δε μου λες, Λέων Νικολάγιεβιτς, από καιρό ήθελα να σε ρωτήσω, πιστεύεις στο Θεό ή όχι; —
ξαναμίλησε ξάφνου ο Ραγκόζιν έχοντας κάνει μερικά βήματα.
— Τι παράξενα που ρωτάς και… κοιτάζεις! — παρατήρησε άθελά του ο πρίγκιπας.
— Μ’ αρέσει να τον κοιτάζω αυτόν τον πίνακα, —τραύλισε αφού σώπασε για λίγο ο Ραγκόζιν, λες κι
είχε ξεχάσει πάλι την ερώτησή του.
— Αυτόν τον πίνακα!— ξεφώνισε ξάφνου ο πρίγκιπας σα να τον είχε συνταράξει μια αναπάντεχη
σκέψη: — Αυτόν τον πίνακα! Μα απ’ αυτόν τον πίνακα μπορεί να χάσει κανείς και την πίστη του
ακόμα!
— Χάνεται κι αυτή, — επιβεβαίωσε αναπάντεχα ο Ραγκόζιν. Είχαν φτάσει πια στην πόρτα που
έβγαζε στο κεφαλόσκαλο.
— Πώς! — σταμάτησε ξάφνου ο πρίγκιπας. — Τι είπες πάλι! Εγώ σχεδόν αστειευόμουν και συ το λες
τόσο σοβαρά! Και πώς σου ‘ρθε να με ρωτήσεις αν πιστεύω στο Θεό;
— Τίποτα, να, έτσι απλώς σε ρώτησα. Και παλιότερα ήθελα να σε ρωτήσω. Γιατί είναι σήμερα
πολλοί που δεν πιστεύουν. Δε μου λες, είναι αλήθεια αυτό που μου ‘λεγε κάποιος πάνω στο μεθύσι

του, πως εδώ σε μας, στη Ρωσία, είναι περισσότεροι από κάθε άλλη χώρα οι άνθρωποι που δεν
πιστεύουν στο Θεό; Σε ρωτάω γιατί έκανες στο Εξωτερικό. «Για μας, λέει, είναι πιο εύκολο απ’ τους
ξένους γιατί εμείς έχουμε προοδέψει πιότερο…»
Ο Ραγκόζιν μισογέλασε φαρμακερά∙ έχοντας προφέρει την ερώτησή του, άνοιξε ξαφνικά την πόρτα
και κρατώντας το πόμολο περίμενε τον πρίγκιπα να βγει. Ο πρίγκιπας απόρησε, ωστόσο βγήκε. Ο
Ραγκόζιν βγήκε το κατόπι του στο κεφαλόσκαλο και μισόκλεισε την πόρτα πίσω του. Στέκονταν κι οι
δυο τους ο ένας μπροστά στον άλλον με τέτοιο ύφος που θα ‘λεγε κανείς πως είχαν ξεχάσει κι οι
δυο πού βρίσκονταν και τι πρέπει τώρα να κάνουν.
— Αντίο λοιπόν, — είπε ο πρίγκιπας δίνοντάς του το χέρι.
— Αντίο, — πρόφερε ο Ραγκόζιν σφίγγοντας δυνατά μα εντελώς μηχανικά το χέρι του πρίγκιπα.
Ο πρίγκιπας κατέβηκε ένα σκαλοπάτι και στράφηκε στο Ραγκόζιν.
— Όσο για την πίστη,— άρχισε χαμογελώντας (ήταν φανερό πως δεν ήθελε να τον αφήσει έτσι το
Ραγκόζιν) και ζωηρεύοντας κάτω απ’ την επίδραση μιας αναπάντεχης θύμησης, — όσο για την
πίστη, είχα την περασμένη βδομάδα, μέσα σε δυο μέρες, τέσσερις διαφορετικές συναντήσεις. Το
πρωί ταξίδευα σε μια καινούργια σιδηροδρομική γραμμή και συζήτησα κάπου τέσσερις ώρες στο
βαγόνι μ’ ένα κάποιο Σ‐β, —εκεί τον πρωτογνώρισα. Είχα ακούσει από πριν πολλά γι’ αυτόν κι
ανάμεσα στ’ άλλα πως είναι αθεϊστής. Είναι πραγματικά πολύ μορφωμένος άνθρωπος και γω
χάρηκα που θα κουβεντιάσω μ’ έναν πραγματικό επιστή μονα. Επιπλέον είναι άνθρωπος με σπάνια
λεπτούς τρόπους, έτσι που μίλαγε μαζί μου σα να ‘μουνα ολότελα ίσος του, τόσο στις γνώσεις όσο
και στην αντίληψη. Δεν πιστεύει σε Θεό. Ένα μονάχα μου ‘κανε κατάπληξη: Είχα συνεχώς την
εντύπωση πως μιλάει για εντελώς άλλα πράματα. Και μου ‘κανε κατάπληξη γιατί ακριβώς και πριν,
όσες φορές έτυχε να μιλήσω με ανθρώπους που δεν πιστεύουν ή να διαβάσω τέτοια βιβλία, είχα
συνεχώς την εντύπωση πως μιλάνε και γράφουν για κάτι εντελώς άλλο, μόλο που από μια πρώτη
ματιά σού φαίνεται πως βρίσκονται μέσα στο θέμα. Του το είπα τότε, σίγουρα όμως δεν μπόρεσα
να του ξεκαθαρίσω καλά τη σκέψη μου, ή δεν ήξερα να την εκφράσω γιατί δεν κατάλαβε τίποτα…
Το βράδυ έμεινα σ’ ένα επαρχιακό ξενοδοχείο να περάσω τη νύχτα και κει μέσα είχε γίνει ένας
φόνος μόλις λίγο πριν, την περασμένη νύχτα, κι όλοι συζητάγανε γι’ αυτόν σαν έφτασα. Δυο
χωρικοί, αρκετά ηλικιωμένοι, κι όχι να πεις πως ήταν μεθυσμένοι, που γνωρίζονταν από χρόνια κι
ήταν φίλοι, ήπιαν το τσάι τους και πήγανε να κοιμηθούν μαζί σ’ ένα δωματιάκι. Ο ένας όμως, είχε
δει πως ο άλλος τούτες τις τελευταίες δυο μέρες είχε ένα ασημένιο ρολόι κρεμασμένο μ’ ένα κίτρινο
κορδόνι με χάντρες. Όπως φαίνεται δεν τον είχε ξαναδεί να ‘χει κείνο το ρολόι. Ο άνθρωπος αυτός
δεν ήταν κλέφτης, ήταν μάλιστα τίμιος και, σα χωριάτης, είχε τον τρόπο του. Του άρεσε όμως τόσο
πολύ κείνο το ρολόι και τόσο πολύ μαγεύτηκε απ’ αυτό που στο τέλος δεν κρατήθηκε: Πήρε ένα
μαχαίρι, κι όταν ο φίλος του γύρισε απ’ τ’ άλλο πλευρό, τον πλησίασε στα νύχια και προφέροντας
μέσα του μια μικρή προσευχή: «Κύριε, συγχώρα με για όνομα του Χριστού!» — έσφαξε το φίλο του
με μια μαχαιριά, σαν αρνί, και του πήρε το ρολόι.
Ο Ραγκόζιν έσκασε στα γέλια. Γέλαγε σα να τον είχε πιάσει κάποια κρίση. Ήταν παράξενο μάλιστα
να βλέπεις αυτό το γέλιο, ύστερα απ’ την τόσο σκυθρωπή του διάθεση εδώ και λίγα λεπτά.
— Α, αυτό μ’ αρέσει! Μα το ναι, δε γίνεται τίποτα καλύτερο! — ξεφώνιζε σπασμωδικά και παραλίγο
να πνιγόταν λαχανιάζο ντας: — Ο ένας δεν πιστεύει καθόλου στο Θεό κι ο άλλος τον πιστεύει τόσο
πολύ που ακόμα και τους ανθρώπους τούς σφάζει προσευχόμενος! Ε, αυτό, αδερφέ μου πρίγκιπα,
ξεπερνάει κάθε φαντασία! Χα‐χα‐χα! Όχι, καλύτερο απ’ αυτό δε γίνεται!
— Το πρωί βγήκα στο δρόμο να περπατήσω λιγάκι, — συνέχισε ο πρίγκιπας μόλις σταμάτησε κάπως

ο Ραγκόζιν, παρ’ όλο που το γέλιο τρεμοσάλευε ακόμα πυρετικά κι αρρωστιάρικα στα χείλη του, —
και βλέπω ένα μεθυσμένο φαντάρο να τρεκλίζει στο ξύλινο πεζοδρόμιο, κουρελής και πανάθλιος.
Με πλησιάζει: «Αφεντικό, εχω για πούλημα έναν ασημένιο σταυρό, ένα εικοσαράκι σου τον δίνω,
τζάμπα∙ ασημένιος είναι!». Βλέπω να κρατάει στο χέρι του το σταυρό και σίγουρα μόλις θα τον είχε
βγάλει απ’ το λαιμό του, με μια γαλάζια, λιγδωμένη κορδελίτσα, μονάχα που ήταν από καθαρό
κασσίτερο, το ‘βλεπες με την πρώτη ματιά, σε μεγάλο σχήμα, με οχτώ άκρες, σε σχέδιο βυζαντινό.
Έβγαλα ένα εικοσαράκι και του το ‘δωσα και το σταυρό τον φόρεσα εκεί επιτόπου στο λαιμό μου—
και στο πρόσωπό του είδα αμέσως πόσο ευχαριστημένος είχε μείνει που του την είχε σκάσει του
ανόητου του πρωτευουσιάνου και τράβηξε αμέσως στο καπηλειό να πιει το σταυρό του∙ αυτό πια
είναι σίγουρο. Εγώ, αδερφέ μου, κείνο τον καιρό, βρισκόμουν κάτω απ’ τη δυνατή εντύπωση που
μου ‘χαν κάνει όλα όσα είδα στη Ρωσία∙ δεν καταλάβαινα τίποτα απ’ όσα γίνονται εδώ, λες κι είχα
μεγαλώσει μουγκός κι όλα κείνα τα πέντε χρόνια στο Εξωτερικό τα θυμόμουν σαν κάτι φανταστικό.
Περπάταγα λοιπόν και σκεφτόμουν: όχι, αυτόν τον άνθρωπο που πουλάει το Χριστό, δε θα τον
καταδικάσω ακόμα. Ένας Θεός ξέρει τι κρύβεται σ’ αυτές τις μεθυσμένες κι αδύναμες καρδιές. Σε
μιαν ώρα, γυρίζοντας στο ξενοδοχείο, συνάντησα μια χωριάτισσα μ’ ένα μωρό. Η χωριάτισσα ήταν
νέα ακόμα, το μωρό δεν είχε κλείσει τους δυο μήνες. Όπου το μωρό της χαμογέλασε για πρώτη
φορά από τότε που γεννήθηκε. Την είδα που σταυροκοπήθηκε — αλλά με τι ευλάβεια! «Γιατί κάνεις
το σταυρό σου, μικρομάνα μου;» (Γιατί εγώ τότε όλα τα ρώταγα). «Να, μου λέει, όμοια κι
απαράλλαχτα όπως είναι φορές‐φορές η χαρά της μάνας, όντας της τύχει να δει το πρώτο χαμόγελο
του μωρού της, όμοια κι απαράλλαχτη χαρά λαβαίνει κι ο Θεός κάθε βολά που Αυτός γρικήσει ψηλά
απ’ τον ουρανό πως του προσπέφτει ένας κριματισμένος κάνοντας την προσευκή του». Αυτό μου το
‘πε μια χωριάτα, με τα ίδια σχεδόν λόγια και ήταν μια τόσο βαθιά, τόσο λεπτή και πραγματικά
θρησκευτική σκέψη, μια σκέψη όπου εκφράστηκε μονομιάς όλη η ουσία του χριστιανισμού, όλη
δηλαδή η έννοια του Θεού σαν πατέρα που μας γέννησε, όλη η αντίληψη για τη χαρά του Θεού που
βλέπει τον άνθρωπο σαν παιδί του— κυριότερη ιδέα του Χριστού! Μια απλή χωριάτα! Ήταν μάνα,
είναι αλήθεια… και ποιος ξέρει, ίσως αυτή η χωριάτα να ‘ταν γυναίκα του ίδιου εκείνου φαντάρου
που μου πούλησε το σταυρό. Άκουσε, Παρφιόν, πριν λίγο μου ‘κανες μια ερώτηση∙ να η απάντησή
μου: η ουσία του θρησκευτικού συναισθήματος δεν μπορεί να υπαχθεί σε καμιά λογική, κι είναι
απρόσιτη σε κάθε αθεϊσμό. Εδώ είναι κάτι άλλο και πάντα θα ‘ναι κάτι άλλο∙ είναι ένα θέμα που θα
το θίγουν μονάχα πάντα οι αθεϊστές και θα γλιστράνε και θα μιλάνε πάντα γ ι α ά λ λ α
πράγματα . Το κυριότερο όμως είναι πως μπορείς να το παρατηρήσεις πιο καθαρά και πιο
γρήγορα στη ρούσικη καρδιά, να το συμπέρασμά μου! Αυτό είναι μια απ’ τις πρώτες πεποιθήσεις
μου που βγάζω απ’ τη Ρωσία μας. Υπάρχουν πολλά που μπορούν να γίνουν, Παρφιόν! Υπάρχουν
πολλά που μπορούμε να κάνουμε στο ρούσικο κόσμο μας, πίστεψέ με! Θυμήσου πώς
συναντιόμασταν στη Μόσχα και κουβεντιάζαμε κάποτε… Και δεν το ‘θελα καθόλου να ξαναγυρίσω
δω πέρα τώρα! Και δεν υπολόγιζα καθόλου, μα καθόλου πως θα συναντιόμασταν έτσι! Μα τι
κάθομαι και λέω!… Γεια σου, ορβουάρ! Ο Θεός να σ’ έχει καλά!
Γύρισε κι άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα.
— Λέων Νικολάγιεβιτς!— φώναξε από πάνω ο Παρφιόν, όταν ο πρίγκιπας είχε φτάσει στο πρώτο
πλατύσκαλο.— Το σταυρό που αγόρασες απ’ το φαντάρο τον έχεις πάνω σου;
— Ναι, τον φοράω.
Κι ο πρίγκιπας ξανασταμάτησε.
— Για να τον δω.
Άλλη παραξενιά! Ο πρίγκιπας σκέφτηκε για λίγο, ανέβηκε απάνω και του ‘δειξε το σταυρό χωρίς να
τον βγάλει απ’ το λαιμό του.

— Δώσ’ μου τον, — είπε ο Ραγκόζιν.
— Γιατί; Μήπως εσύ…
Ο πρίγκιπας δεν το καλόθελε ν’ αποχωριστεί αυτό το σταυρό.
— Θα τον φορέσω εγώ και θα βγάλω το δικό μου να τον φοράς εσύ.
— Θέλεις ν’ αλλάξουμε σταυρούς; Ορίστε, Παρφιόν, αν είναι έτσι, με μεγάλη μου χαρά. Θα γίνουμε
αδερφοποιτοί!
Ο πρίγκιπας έβγαλε τον κασσιτερένιο του σταυρό, ο Παρφιόν το δικό του το χρυσό και τους
αλλάξανε. Ο Παρφιόν σώπαινε. Ο πρίγκιπας παρατήρησε στενοχωρημένος και γεμάτος απορία πως
το προηγούμενο δύσπιστο, πικρό και σχεδόν κοροϊδευτικό χαμόγελο, δεν έλεγε ακόμα ν’ αφήσει το
πρόσωπο του αδερφοποιτού του ή τουλάχιστο, στιγμές‐στιγμές, φαινόταν ολοκάθαρα. Τέλος, ο
Ραγκόζιν πήρε τον πρίγκιπα απ’ το χέρι χωρίς να πει τίποτα και για λίγο έμεινε ακίνητος σα να
σκεφτόταν κάτι και να μην τ’ αποφάσιζε. Ύστερα, τον τράβηξε ξάφνου και πρόφερε με φωνή που
μόλις ακούστηκε: «Πάμε». Περάσανε το πλατύσκαλο του πρώτου πατώματος και χτυπήσανε το
κουδούνι της πόρτας που ήταν απέναντι απ’ αυτή που βγήκαν. Τους άνοιξαν γρήγορα. Μια γριά,
καμπουριασμένη και ντυμένη στα μαύρα, με τσεμπέρι στο κεφάλι, έκανε μια βαθιά και σιωπηλή
υπόκλιση στο Ραγκόζιν. Εκείνος κάτι τη ρώτησε βιαστικά και, χωρίς να σταματήσει ν’ ακούσει την
απάντησή της, οδήγησε τον πρίγκιπα μες απ’ τα δωμάτια. Περάσανε και πάλι από σκοτεινά
δωμάτια, με μιαν ασυνήθιστη, ψυχρή καθαριότητα, επιπλωμένα ψυχρά και αυστηρά με παλιά
έπιπλα, ντυμένα με άσπρα καθαρά καλύμματα. Χωρίς ν’ αναγγελθεί, ο Ραγκόζιν έμπασε τον
πρίγκιπα σ’ ένα μικρό δωμάτιο που έμοιαζε με σαλόνι, χωρισμένο μ’ ένα γυαλιστερό χώρισμα από
κόκκινο ξύλο, με δυο πόρτες στις άκρες∙ πίσω απ’ το χώρισμα θα ‘ταν πιθανότατα η κρεβατοκάμαρα.
Στη γωνιά του σαλονιού, κοντά στη σόμπα, καθόταν στην πολυθρόνα μια γριούλα που δε φαινόταν
να ‘ναι και πολύ ηλικιωμένη — το πρόσωπό της μάλιστα ήταν ευχάριστο και στρογγυλό, γεμάτο
υγεία— τα μαλλιά της όμως είχαν ασπρίσει εντελώς και (θα μπορούσες να το συμπεράνεις με το
πρώτο βλέμμα που θα της έριχνες) είχε ξαναμωραθεί ολότελα. Φορούσε μαύρο μάλλινο φόρεμα κι
είχε μια μεγάλη μαύρη μαντίλα στο λαιμό και στο κεφάλι ένα άσπρο καθαρό σκουφάκι με μαύρες
κορδελίτσες. Τα πόδια της ακουμπούσαν σ’ ένα σκαμνάκι∙ δίπλα της καθόταν μια άλλη καθαρή
γριούλα, που φόραγε και κείνη πένθος κι άσπρο σκουφάκι — θα ‘ταν φαίνεται καμιά
φιλοξενούμενη — κι έπλεκε μια κάλτσα. Κι οι δυο τους σίγουρα κάθονταν όλη την ώρα αμίλητες. Η
πρώτη γριούλα, μόλις είδε το Ραγκόζιν και τον πρίγκιπα, τους χαμογέλασε κι έσκυψε μερικές φορές
το κεφάλι στοργικά, για να τους δείξει πως χαιρόταν που τους έβλεπε.
— Μητερούλα, — είπε ο Ραγκόζιν αφού της φίλησε το χέρι, — σου έφερα το μεγάλο μου φίλο, τον
πρίγκιπα Λέοντα Νικολάγιεβιτς Μίσκιν αλλάξαμε μαζί σταυρούς∙ έναν καιρό ήταν σαν πραγματικός
μου αδερφός στη Μόσχα, έκανε πολλά για μένα. Ευλόγησέ τον, μητερούλα, σα να ευλογούσες το
γιο σου. Στάσου, μητερούλα, να, έτσι, στάσου να σου σμίξω τα δάχτυλα…
Η γριούλα όμως, πριν προλάβει ο Παρφιόν, σήκωσε μόνη της το δεξί της χέρι, έσμιξε τα τρία της
δάχτυλα και σταύρωσε τρεις φορές ευλαβικά τον πρίγκιπα. Ύστερα του κούνησε άλλη μια φορά
στοργικά το κεφάλι.
— Λοιπόν, ας πηγαίνουμε, Λέων Νικολάγιεβιτς, — είπε ο Παρφιόν — γι’ αυτό μονάχα σ’ έφερα…
Όταν ξαναβγήκαν στη σκάλα, πρόστεσε:
— Δεν καταλαβαίνει τίποτα απ’ ό,τι της λένε και δεν κατά λαβε τίποτα απ’ τα λόγια μου, εσένα όμως

σ’ ευλόγησε∙ θα πει λοιπόν πως το θέλησε η ίδια… Ε, γεια σου, λοιπόν, θα ‘χεις κι άλλες δουλειές, το
ίδιο και γω.
Κι άνοιξε την πόρτα του.
— Μα στάσου λοιπόν να σ’ αγκαλιάσω τουλάχιστο, στάσου να σ’ αποχαιρετήσω, παράξενε
άνθρωπε!— φώναξε ο πρίγκιπας, και τον κοίταξε σα να τον μάλωνε τρυφερά κι ετοιμάστηκε να τον
αγκαλιάσει. Μα ο Παρφιόν μόλις σήκωσε τα χέρια του, τα ξανακατέβασε αμέσως. Δεν τ’ αποφάσιζε∙
γύρισε αλλού για να μην κοιτάει τον πρίγκιπα. Δεν ήθελε να τον αγκαλιάσει.
— Αμ, δε! Μόλο που πήρα το σταυρό σου, δε θα σε σφάξω για το ρολόι!— μουρμούρισε
ακαταλαβίστικα γελώντας κάπως παράξενα. Ξάφνου όμως, όλο το πρόσωπό του άλλαξε: χλόμιασε
τρομερά, τα χείλη του άρχισαν να τρέμουν, τα μάτια του φλογί στηκαν. Σήκωσε τα χέρια, έσφιξε
δυνατά τον πρίγκιπα στην αγκαλιά του και πρόφερε ανασαίνοντας με δυσκολία:
— Πάρ’ την λοιπόν, μια κι έτσι το γράφει η Μοίρα! Δική σου! Σου την παραχωρώ! Να τον θυμάσαι
το Ραγκόζιν!
Και παρατώντας τον πρίγκιπα, χωρίς να τον κοιτάξει, μπήκε βιαστικός στο διαμέρισμά του και
βρόντησε πίσω του την πόρτα.

V
ΗΤΑΝ ΠΙΑ αργά, δυόμιση σχεδόν η ώρα, κι ο πρίγκιπας δε βρήκε τον Επάντσιν σπίτι του. Έχοντας
αφήσει το επισκεπτήριό του, αποφάσισε να πάει στο ξενοδοχείο Ζυγαριά και να ζητήσει εκεί τον
Κόλια∙ κι αν δε θα ‘ταν εκεί, να του αφήσει ένα σημείωμα. Στη Ζυγαριά του είπαν πως ο Νικολάι
Αρνταλιόνοβιτς «είχε βγει νωρίς το πρωί, φεύγοντας όμως είχε αφήσει παραγγελία πως αν τύχει και
τον ζητούσαν να ‘λεγαν πως μπορεί να γυρίσει κατά τις τρεις. Κι αν δε θα ‘χει γυρίσει ως τις
τρισήμιση — θα πει πως πήγε με το τρένο στο Παυλόβσκ, στη βίλα του στρατηγού Επάντσιν και
βέβαια θα ‘τρωγε εκεί». Ο πρίγκιπας έκατσε να περιμένει και με την ευκαιρία ζήτησε να του φέρουν
να φάει.
Στις τρισήμιση, ακόμα και στις τέσσερις, ο Κόλια δεν είχε φανεί. Ο πρίγκιπας βγήκε και προχώρησε
μηχανικά χωρίς να ξέρει πού πάει. Στις αρχές του καλοκαιριού, στην Πετρούπολη κάνει καμιά φορά
υπέροχες μέρες — φωτερές, ζεστές, ήρεμες. Λες κι έγινε επίτηδες κι η μέρα εκείνη ήταν μια απ’
αυτές τις σπάνιες μέρες. Κάμποσην ώρα ο πρίγκιπας τριγύριζε άσκοπα. Η πολιτεία τού ήταν σχεδόν
άγνωστη. Σταμάταγε καμιά φορά στα σταυροδρόμια, μπροστά σε μερικά σπίτια, στις πλατείες, στις
γέφυρες∙ μπήκε να ξεκουραστεί σ’ ένα ζαχαροπλαστείο. Στιγμές‐στιγμές κοιτούσε με μεγάλη
περιέργεια τους διαβάτες, την περισσότερη ώρα όμως δεν πρόσεχε ούτε τους διαβάτες ούτε το
μέρος όπου βάδιζε. Βρισκόταν σε μια βασανιστική υπερένταση κι ανησυχία και ταυτόχρονα ένιωθε
μιαν ασυνήθιστη ανάγκη να μείνει μόνος. Ήθελε να μείνει μόνος και να παραδοθεί σ’ όλην αυτή τη
βασανιστική υπερένταση εντελώς παθητικά, χωρίς να γυρεύει καμιά διέξοδο. Αηδίαζε να
καταπιαστεί με τη λύση όλων αυτών που πλημμύριζαν την ψυχή και την καρδιά του. «Μα τι λοιπόν,
εγώ φταίω για όλα;» μουρμούριζε μέσα του, σχεδόν ασυναίσθητα.
Κατά τις έξι, βρέθηκε στην πλατφόρμα της σιδηροδρομικής γραμμής για το Τσάρσκογε Σελό. Η
μοναξιά τού έγινε γρήγορα αφόρητη∙ μια καινούργια λαχτάρα πλημμύρισε ζεστά την καρδιά του και
για μια στιγμή φώτισε μ’ ένα λαμπρό φως το σκοτάδι όπου παράδερνε η ψυχή του. Πήρε ένα
εισιτήριο για το Παυλόβσκ και δεν έβλεπε την ώρα να φύγει∙ μα, φυσικά, κάτι τον παραμόνευε κι
αυτό ήταν κάτι πραγματικό κι όχι μια φαντασία, όπως ίσως είχε την τάση να νομίζει. Τη στιγμή
σχεδόν που ανέβαινε στο βαγόνι, πέταξε ξαφνικά το εισιτήριο που μόλις είχε πάρει και ξαναβγήκε
απ’ το σταθμό, σαστισμένος και σκεφτικός. Λίγο αργότερα, στο δρόμο, σαν κάτι να θυμήθηκε
ξαφνικά, σαν κάτι να κατάλαβε αναπάντεχα, κάτι πολύ παράξενο, κάτι που τον ανησυχούσε από
καιρό. Του ‘τυχε ξάφνου να συλλάβει συνειδητά τον εαυτό του σε μιαν ασχολία που συνεχιζόταν
από ώρα τώρα κι όμως δεν την είχε προσέξει ακόμα ως αυτή τη στιγμή: ήταν κιόλας κάμποσες ώρες,
από τότε ακόμα που ήταν στη Ζυγαριά, ίσως‐ίσως μάλιστα και πριν απ’ τη Ζυγαριά που ‘χε αρχίσει
ξαφνικά να ψάχνει για κάτι γύρω του. Το ξέχναγε, για πολλήν ώρα μάλιστα, για ολάκερη μισή ώρα
καμιά φορά, και ξαφνικά, ξαναγύριζε και κοίταζε μ’ ανησυχία γύρω του σα να ‘ψαχνε για κάτι.
Μόλις όμως πρόσεξε πως κάνει αυτή τη νοσηρή, κι ως τα τότε εντελώς ασυναίσθητη κίνηση που
από τόσην ώρα κιόλας τον είχε κυριέψει, θυμήθηκε ξάφνου και κάτι άλλο ακόμα που του
προκάλεσε πολύ ενδιαφέρον. Θυμήθηκε ότι τη στιγμή που πρόσεξε πως όλο και για κάτι ψάχνει
γύρω του, στεκόταν στο πεζοδρόμιο, μπροστά σε μια βιτρίνα και περιεργαζόταν με μεγάλη
περιέργεια τα εμπορεύματα. Ήθελε τώρα το δίχως άλλο να εξακριβώσει το εξής: είχε πράγματι
σταθεί εδώ και πέντε λεπτά μπροστά στη βιτρίνα του μαγαζιού ή μήπως του φάνηκε μονάχα;
Μήπως είχε μπερδέψει τίποτα; Υπάρχει πραγματικά αυτό το μαγαζί και κείνο το εμπόρευμα; Γιατί
είναι γεγονός πως νιώθει σήμερα τον εαυτό του αρκετά άρρωστο, νιώθει σχεδόν όπως ένιωθε
παλιότερα, όταν άρχιζαν οι κρίσεις της παλιάς του αρρώστιας. Ήξερε πως αυτές τις προεπιληπτικές
στιγμές γίνεται ασυνήθιστα αφηρημένος και συχνά μπερδεύει πράγματα και πρόσωπα — εκτός αν
εντείνει ιδιαίτερα την προσοχή του όταν τα κοιτάζει. Μα υπήρχε κι ένας ιδιαίτερος λόγος που ήθελε
τόσο πολύ να εξακριβώσει αν είχε πράγματι σταθεί λίγο πριν μπροστά στο μαγαζί∙ ανάμεσα στα
πράγματα που ήταν εκτεθειμένα στη βιτρίνα του μαγαζιού, υπήρχε κι ένα αντικείμενο που το

κοίταξε ιδιαίτερα και το ‘χε εκτιμήσει μάλιστα, λέγοντας μέσα του πως θ’ άξιζε εξήντα ασημένια
καπίκια — αυτό το θυμόταν, παρ’ όλη την αφηρημάδα και την ταραχή του. Κατά συνέπεια, αν αυτό
το μαγαζί υπάρχει, σημαίνει πως είχε σταματήσει κυρίως για κείνο το αντικείμενο. Θα πει λοιπόν
πως το αντικείμενο εκείνο είχε τόσο ενδιαφέρον ώστε τράβηξε την προσοχή του ακόμα και την ώρα
που βρισκόταν σε μια τόσο καταθλιπτική σύγχυση, μόλις έχοντας βγει απ’ το σιδηροδρομικό
σταθμό. Προχωρούσε κοιτάζοντας με θλίψη σχεδόν προς τα δεξιά κι η καρδιά του χτυπούσε
ανήσυχα κι ανυπόμονα. Μα να το αυτό το μαγαζί, το βρήκε επιτέλους! Είχε ξεμακρύνει κιόλας
πεντακόσια βήματα από κει όταν του πέρασε η σκέψη να γυρίσει. Να και κείνο το αντικείμενο που
έκανε εξήντα καπίκια: «και βέβαια εξήντα καπίκια, δεν αξίζει παραπάνω!» ξανασκέφτηκε τώρα και
γέλασε. Γέλασε όμως υστερικά∙ ένιωσε τρομερό βάρος στην ψυχή. Θυμήθηκε ολοκάθαρα τώρα πως
εδώ ακριβώς, όταν στεκόταν μπροστά σ’ αυτή τη βιτρίνα, είχε γυρίσει ξάφνου κι είχε κοιτάξει πίσω
του, ακριβώς όπως και λίγες ώρες πριν, τότε που έπιασε καρφωμένη πάνω του τη ματιά του
Ραγκόζιν. Σαν βεβαιώθηκε πως δεν είχε κάνει λάθος (εδώ που τα λέμε, και πριν απ’ αυτή την
εξακρίβωση δεν είχε καμιά αμφιβολία), παράτησε το μαγαζί και βιάστηκε να φύγει από κει. Όλ’
αυτά πρέπει να τα σκεφτεί το γρηγορότερο, το δίχως άλλο∙ τώρα ήταν φανερό πως δεν ήταν
φαντασία του κείνο που ένιωσε στο σταθμό∙ ήταν φανερό πως του ‘χε συμβεί κάτι πραγματικό, κάτι
που το δίχως άλλο είχε σχέση με την προηγούμενη ανησυχία του. Όμως, κατανίκησε και πάλι
κάποια εσωτερική αηδία που δεν μπορούσε να της αντισταθεί: δε θέλησε να σκεφτεί και να
εξετάσει τίποτα, δεν έκατσε να σκεφτεί τίποτα∙ άρχισε να σκέφτεται εντελώς άλλα πράγματα.
Ανάμεσα στ’ άλλα, άρχισε και σκεφτόταν πως στις επιληπτικές του κρίσεις, υπήρχε μια στιγμή, λίγο,
ελάχιστα πριν απ’ το ξέσπασμά της (αν η κρίση τού ερχόταν την ώρα που ήταν ξύπνιος) , οπόταν
ξαφνικά, μέσα στη θλίψη, μέσα στο ψυχικό σκοτάδι, την ώρα που κάτι τον πλάκωνε, ένιωθε στιγμές‐
στιγμές το μυαλό του να φλογίζεται κι όλες τις δυνάμεις του να εντείνονται, όλες μαζί, μονομιάς,
στο έπακρο. Η αίσθηση της ζωής, η αυτοσυνείδηση, σχεδόν δεκαπλασιαζόταν κείνες τις στιγμές που
κρατούσαν όσο και μια αστραπή. Το μυαλό κι η καρδιά φωτίζονταν μ’ ένα ασυνήθιστο φως∙ όλες οι
ανησυχίες, όλες οι αμφιβολίες του, κάθε ταραχή, λες και καταπραΰνονταν μονομιάς και
μεταβάλλονταν σε μιαν ανώτερη ηρεμία, γεμάτη διάφανη, αρμονική χαρά κι ελπίδα, γεμάτη λογική
και ξεκαθαρισμένες τελικές αιτίες. Όμως, οι στιγμές αυτές, αυτές οι διαλείψεις, δεν ήταν παρά μια
προαίσθηση μονάχα του αποφασιστικού εκείνου δευτερόλεπτου (ποτέ δεν κράταγε παραπάνω απ’
ένα δευτερόλεπτο) που μ’ αυτό άρχιζε η καθαυτό κρίση. Αυτό το δευτερόλεπτο ήταν φυσικά
ανυπόφορο. Όταν σκεφτόταν αργότερα αυτή τη στιγμή, σαν είχε γίνει πια καλά, έλεγε συχνά μέσα
του: «Όλες αυτές οι αστραπές κι οι διαλείψεις της ανώτερης αυτοαίσθησης κι αυτοσυνείδησης και
κατά συνέπεια της “ύψιστης ύπαρξης”, δεν είναι άλλο παρά αρρώστια, δεν είναι παρά μια
διασάλευση της φυσιολογικής κατάστασης κι αν είναι έτσι, δεν πρόκειται καθόλου για ύψιστη
ύπαρξη μα απεναντίας θα πρέπει να λογιστεί σαν μια απ’ τις κατώτερες». Κι ωστόσο, είχε φτάσει
τελικά σ’ ένα συμπέρασμα που θα φαινόταν σχεδόν σαν παραδοξολογία: «και τι σημασία έχει που
όλ’ αυτά είναι αρρώστια; — κατέληξε. — Τι σχέση έχει που αυτή η υπερένταση δεν είναι
φυσιολογική, αφού το ίδιο τ’ αποτέλεσμα, αυτή η στιγμή που νιώθω έτσι, όταν τη θυμάμαι και τη
διερευνώ σε κατάσταση υγείας πια, αποδείχνεται πως έχει μιαν αρμονία φτασμένη στο ανώτατο
σημείο της, είναι η ίδια η ομορφιά, αφού μου δίνει μια αίσθηση πληρότητας που ούτε ξανάκουσα
ούτε μπορούσα ποτέ μου να φανταστώ ως τα τότε, μια αίσθηση πληρότητας, μέτρου, ειρήνευσης
και παλλόμενης θρησκευτικής ταύτισης με την πεμπτουσία της ζωής;» Αυτές οι ομιχλώδεις
εκφράσεις του φαίνονταν αυτού του ίδιου πολύ κατανοητές, αν και πολύ κατώτερες απ’ την
πραγματικότητα. Πάντως δεν μπορούσε ν’ αμφιβάλλει καθόλου πως πρόκειται πραγματικά για μια
«ομορφιά και θρησκευτική ταύτιση», πως ήταν πραγματικά «η πεμπτουσία της ζωής» — α, όχι, ούτε
την παραμικρότερη αμφιβολία δεν μπορούσε να παραδεχτεί για όλ’ αυτά. Γιατί δεν ονειρευόταν
τίποτα οράματα κείνη τη στιγμή, όπως γίνεται σαν πιει κανείς χασίς, όπιο ή κρασί, που εξασθενούν
τις νοητικές ικανότητες και διαστρεβλώνουν την ψυχή, δεν έβλεπε πράγματα αφύσικα μήτε
φανταστικά. Για όλ’ αυτά μπορούσε να κρίνει λογικά σαν πέρναγε η κρίση∙ οι στιγμές εκείνες ήταν
αυτό και μόνο ίσα‐ίσα — μια ασυνήθιστη ισχυροποίηση της αυτοσυνείδησης (αν χρειαζόταν να
ορίσει κανείς αυτές τις στιγμές με μια μονάχα λέξη) και ταυτόχρονα της αυτοαίσθησης, στο έπακρο

άμεσης. Αφού εκείνο το δευτερόλεπτο, δηλαδή την τελευταία συνειδητή στιγμή πριν απ’ την κρίση,
του τύχαινε να προφτάσει να πει καθαρά και συνειδητά στον εαυτό του: «Ναι, γι’ αυτή τη στιγμή
μπορεί να δώσει κανείς όλη του τη ζωή!» σημαίνει φυσικά πως αυτή η στιγμή από μόνη της άξιζε
μιαν ολάκερη ζωή. Εδώ που τα λέμε, δεν επέμενε για το διαλεκτικό μέρος του συμπεράσματός του:
η αποβλάκωση, το ψυχικό σκοτάδι, η ηλιθιότητα, στέκονταν μπροστά του ξεκάθαρες συνέπειες
αυτών των «ανώτερων στιγμών». Εννοείται πως δε θα καθόταν να συζητήσει σοβαρά το πράμα∙ στο
συμπέρασμα, δηλαδή στην εκτίμησή του κείνης της στιγμής, υπήρχε χωρίς αμφιβολία κάποιο
λάθος, η ρεαλιστικότητα ωστόσο της αίσθησης που δοκίμαζε, τον έφερνε σε αμηχανία. Γιατί
αλήθεια πώς μπορεί να παραγνωρίσει τη ρεαλιστικότητα αυτή; Αφού αυτό του ‘χε συμβεί, αφού
αυτός ο ίδιος πρόφταινε να πει μέσα του το ίδιο κείνο δευτερόλεπτο πως αυτό το δευτερόλεπτο, με
την απέραντη ευτυχία που τη γευόταν τότε ολοκληρωτικά αξίζει ίσως μια ολάκερη ζωή. «Τις τέτοιες
στιγμές» — όπως έλεγε μια φορά στο Ραγκόζιν, στη Μόσχα, τότε που συναντιόνταν κει πέρα — «τις
τέτοιες στιγμές, δεν ξέρω πώς, μα καταλαβαίνω κείνο τον παράξενο λόγο ότι χρόνος ουχέτι έσται.
Πιθανόν, πρόστεσε χαμογελώντας, να ‘ναι η ίδια εκείνη στιγμή που πριν ακόμα προφτάσει να χυθεί
το νερό απ’ την αναποδογυρισμένη στάμνα του επιληπτικού Μωάμεθ, αυτός είχε προφτάσει μέσα
στο ίδιο εκείνο δευτερόλεπτο να περιέλθει όλα τα ενδιαιτήματα του Αλλάχ». Ναι, στη Μόσχα
συναντιόνταν συχνά με το Ραγκόζιν και δε συζητούσαν μονάχα γι’ αυτό. «Ο Ραγκόζιν πριν από λίγο
είπε στη μητέρα του πως ήμουν τότε αδερφός του∙ σήμερα είναι η πρώτη φορά που το λέει αυτό»,
σκέφτηκε ο πρίγκιπας.
Το σκέφτηκε αυτό κει που καθόταν σ’ ένα παγκάκι κάτω από ‘να δέντρο στο Θερινό Κήπο. Θα
κόντευε εφτά η ώρα. Ο κήπος ήταν έρημος∙ κάτι ζοφερό σκέπασε για μια στιγμή τον ήλιο που
βασίλευε. Είχε κουφόβραση, σάμπως μια μακρινή μπόρα να πλησίαζε. Στην τωρινή ενοραματική του
κατάσταση υπήρχε γι’ αυτόν κάποια γοητεία. Προσκολλιόταν με τις αναμνήσεις και με το μυαλό του
σε κάθε εξωτερικό αντικείμενο κι αυτό του άρεσε: πάσκιζε συνεχώς κάτι να ξεχάσει, κάτι
πραγματικό, ζωτικό, μα μόλις έριχνε γύρω του μια ματιά, αναγνώριζε και πάλι αμέσως τη ζοφερή
του σκέψη, τη σκέψη που τόσο λαχταρούσε ν’ απαλλαγεί απ’ αυτήν. Για μια στιγμή θυμήθηκε πως
λίγο πριν κουβέντιαζε με το γκαρσόνι του καπηλειού — εκεί που έτρωγε — και λέγανε για ένα
πρόσφατο, πολύ‐πολύ παράξενο έγκλημα που ‘χε κάνει θόρυβο κι είχε προκαλέσει πολλές
συζητήσεις. Μα μόλις το θυμήθηκε αυτό, του συνέβη και πάλι κάτι περίεργο.
Μια μεγάλη, μια ακατανίκητη λαχτάρα, σχεδόν γοητεία, αλυσόδεσε ξάφνου κάθε του θέληση.
Σηκώθηκε απ’ το παγκάκι και βγαίνοντας απ’ τον κήπο τράβηξε κατευθείαν στην Παλιά Πετρούπολη.
Λίγο πριν, όταν βρισκόταν στην προκυμαία του Νέβα, παρακάλεσε κάποιον διαβάτη να του δείξει,
πέρα απ’ τον Νέβα, την Παλιά Πετρούπολη. Του την έδειξαν, τότε όμως δεν πήγε κει. Άλλωστε, δεν
υπήρχε λόγος να πάει σήμερα: αυτό το ‘ξερε. Τη διεύθυνση την είχε από καιρό∙ εύκολα θα
μπορούσε να βρει το σπίτι της γυναικαδέλφης του Λέμπεντεβ, ήταν όμως σχεδόν σίγουρος πως δε
θα την έβρισκε σπίτι. «Το δίχως άλλο θα ‘χε πάει στο Παυλόβσκ, αλλιώς ο Κόλια θ’ άφηνε κάποιο
σημείωμα στη Ζυγαριά όπως είχαμε συμφωνήσει». Κι έτσι, αν πήγαινε τώρα, δεν πήγαινε φυσικά
για να τη δει. Μια άλλη, σκοτεινή, βασανιστική περιέργεια τον τραβούσε. Μια καινούργια,
αναπάντεχη σκέψη τού πέρασε απ’ το μυαλό… Αυτουνού όμως του ‘φτανε και του παράφτανε πως
ξεκίνησε κι ήξερε πού πηγαίνει: σε λίγο περπάταγε και πάλι χωρίς να προσέχει σχεδόν καθόλου το
δρόμο του. Σχεδόν αμέσως, ένιωσε πως του είναι σιχαμερό και σχεδόν αδύνατο να εξετάσει και να
σκεφτεί την «αναπάντεχη σκέψη του». Εντείνοντας βασανιστικά την προσοχή του κοίταζε όλα όσα
έβλεπε μπροστά του, κοίταζε τον ουρανό, το Νέβα. Σε μια στιγμή, έκανε να πιάσει κουβέντα μ’ ένα
μικρό παιδί που συνάντησε. Μπορεί κι η επιληπτική του κατάσταση να χειροτέρευε συνεχώς.
Φαίνεται πως η μπόρα πλησίαζε πραγματικά, αν και αργούσε. Άρχιζαν κιόλας ν’ ακούγονται
μακρινές βροντές. Ο αέρας γινόταν πνιγερός.
Για κάποιον άγνωστο λόγο, θυμόταν τώρα συνεχώς, (όπως θυμάσαι καμιά φορά ένα μουσικό μοτίβο
που δε λέει να σε παρατήσει μόλο που είναι ανόητο και το ‘χεις βαρεθεί μέχρις απελπισίας) τον

ανιψιό του Λέμπεντεβ που ‘χε δει το πρωί. Το παράξενο είναι που τον αναθυμόταν συνεχώς με τη
μορφή εκείνου του δολοφόνου που γι’ αυτόν είχε κάνει λόγο ο ίδιος ο Λέμπεντεβ όταν του σύστησε
τον ανιψιό. Ναι, γι’ αυτόν το δολοφόνο είχε διαβάσει στις εφημερίδες — δεν πάει πολύς καιρός.
Είχε διαβάσει κι είχε ακούσει πολλά για κάτι τέτοια από τότε που ‘χε έρθει στη Ρωσία∙ τα
παρακολουθούσε συστηματικά όλ’ αυτά. Και πριν από λίγο, έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον
κουβεντιάζοντας με το γκαρσόνι για την ίδια ακριβώς δολοφονία των Ζεμάριν. Το γκαρσόνι
συμφώνησε μαζί του — τώρα το θυμήθηκε∙ θυμήθηκε και το γκαρσόνι. Ήταν ένα αρκετά έξυπνο
παλικάρι, σοβαρό και προσεκτικό, μα «εδώ που τα λέμε, ένας Θεός ξέρει τι ήταν. Είναι δύσκολο να
μαντέψεις τι είναι οι άνθρωποι που συναντάς σ’ έναν τόπο όπου πρωτοπηγαίνεις». Άρχισε να
πιστεύει με πάθος στη ρούσικη ψυχή. Ω, πολλά, πάρα πολλά είχε γνωρίσει σ’ αυτούς τους έξι μήνες,
πράγματα εντελώς καινούργια γι’ αυτόν, πράγματα ανήκουστα, αναπάντεχα, που δεν του ‘χανε
περάσει ποτέ απ’ το νου! Όμως, η ξένη ψυχή είναι σκοτάδι κι η ρούσικη ψυχή είναι σκοτάδι∙ για
πολλούς είναι σκοτάδι. Να που έκανε πολύν καιρό παρέα με το Ραγκόζιν, είχαν στενά συνδεθεί,
είχαν συνδεθεί «αδερφικά» — τον ξέρει όμως το Ραγκόζιν; Κι εξάλλου, τι χάος, τι ανακάτωμα σ’ όλ’
αυτά, τι ασχήμια! Και τι σιχαμερό, γεμάτο αυτοϊκανοποίηση σπυρί που είναι αυτός ο ανιψιός του
Λέμπεντεβ! Ωστόσο, τι κάθομαι αλήθεια και λέω; (εξακολουθούσε να ονειροπολεί ο πρίγκιπας).
Μήπως τάχα αυτός τα σκότωσε αυτά τα πλάσματα, αυτούς τους έξι ανθρώπους; Σα να τα
μπερδεύω… τι παράξενα είν’ όλ’ αυτά: το κεφάλι μου σάμπως να γυρίζει… Και τι συμπαθητικό, τι
αξιαγάπητο που είναι το πρόσωπο της μεγαλύτερης κόρης του Λέμπεντεβ, να κείνης που κρατούσε
το παιδί, τι αθώα, σχεδόν παιδιάστικη έκφραση και τι γέλιο σχεδόν παιδικό! Παράξενο που το ‘χε
σχεδόν ξεχάσει αυτό το πρόσωπο και μονάχα τώρα το θυμήθηκε. Ο Λέμπεντεβ, που χτυπάει τα
πόδια του στο πάτωμα για να τους τρομάξει, πιθανότατα να τους λατρεύει όλους. Μα το πιο
σίγουρο απ’ όλα σαν το δυο και δυο που κάνουν τέσσερα, είναι πως ο Λέμπεντεβ λατρεύει και τον
ανιψιό του!
Όμως, για στάσου, τι βάλθηκε τώρα να τους κρίνει έτσι τελεσίδικα, αυτός που ήρθε μόλις σήμερα, τι
του ‘ρθε να κάνει τον κατήγορο; Μα να που ο Λέμπεντεβ τον έβαλε σήμερα μπροστά σ’ ένα
πρόβλημα: όχι, το περίμενε ποτέ του να συναντήσει έναν τέτοιον Λέμπεντεβ; Ήξερε ποτέ του ως τα
τώρα πως υπάρχει και τέτοιος Λέμπεντεβ; Ο Λέμπεντεβ κι η Ντυμπαρύ — Θεέ μου! Εδώ που τα
λέμε, αν ο Ραγκόζιν σκοτώσει, αυτός τουλάχιστο δε θα σκοτώσει έτσι άγαρμπα. Δε θα υπάρξει αυτό
το χάος. Να παραγγείλεις το φονικό όργανο πάνω σ’ ορισμένο σχέδιο και μέσα στο παραλήρημά
σου να ξαπλώσεις χάμω έξι ανθρώπους. Μήπως τάχα ο Ραγκόζιν έχει παραγγείλει το φονικό όργανο
σύμφωνα με ορισμένο σχέδιο… αυτός έχει… μα είναι τάχα αποφασισμένο πως ο Ραγκόζιν θα
σκοτώσει;! — ανατρίχιασε ξάφνου ο πρίγκιπας: «Μην είναι έγκλημα, μην είναι ταπεινό από μέρος
μου να κάνω με τόσο ωμό κυνισμό αυτή την υπόθεση;» ξεφώνισε κι έγινε μονομιάς κατακόκκινος
από ντροπή. Είχε μείνει κατάπληκτος, στάθηκε σαν απολιθωμένος καταμεσής του δρόμου.
Θυμήθηκε μονομιάς και το σταθμό του Παυλόβσκ και το σταθμό Νικολάγιεβσκη και την ερώτηση
που έκανε χωρίς περιστροφές στο Ραγκόζιν για τα μ ά τ ι α και το σταυρό του Ραγκόζιν, που τώρα
είναι κρεμασμένος στο λαιμό του και την ευλογία της μητέρας του, που ο ίδιος ο Ραγκόζιν τον είχε
πάει σ’ αυτήν και το τελευταίο σπασμωδικό αγκάλιασμα, την τελευταία παραίτηση του Ραγκόζιν,
πριν κάμποσες ώρες εκεί στη σκάλα — και ύστερα απ’ όλ’ αυτά να πιάσει τον εαυτό του να ψάχνει
για κάτι συνεχώς γύρω του και κείνο το μαγαζί και κείνο το αντικείμενο… Τι τιποτένιος που ήταν! Κι
ύστερα απ’ όλ’ αυτά, πηγαίνει τώρα, έχοντας «ειδικό σκοπό», με μιαν ιδιαίτερη «αναπάντεχη
σκέψη»! Απελπισία και πόνος κυρίεψαν την ψυχή του. Ο πρίγκιπας ήθελε να γυρίσει αμέσως πίσω
στο ξενοδοχείο του∙ γύρισε μάλιστα και προχώρησε, μα σε λίγο σταμάτησε, έμεινε για λίγο
σκεφτικός και ξαναγυρίζοντας τράβηξε πάλι μπροστά.
Μα είχε φτάσει κιόλας στην Παλιά Πετρούπολη, βρισκόταν κοντά στο σπίτι∙ γιατί να μην πάει αφού
δεν έχει πια τον προηγούμενο σκοπό, αφού δεν έχει πια την «ιδιαίτερη σκέψη!» Και πώς μπόρεσε
να συμβεί κάτι τέτοιο! Ναι, η αρρώστια του τον ξαναπιάνει, σ’ αυτό απάνω δε χωράει αμφιβολία∙
ίσως η κρίση να του ξανάρθει το δίχως άλλο σήμερα. Όλο αυτό το σκοτάδι, όλη αυτή η «σκέψη»
έχουν την αιτία τους στην κρίση! Τώρα το σκοτάδι έχει σκορπίσει, ο δαίμονας έχει αποδιωχτεί, δεν

υπάρχουν αμφιβολίες, η καρδιά του είναι γεμάτη χαρά! Και… έχει τόσο καιρό να τη δει ε κ ε ί ν η ,
πρέπει να τη δει και… ναι, θα το ‘θελε τώρα να συναντήσει το Ραγκόζιν, θα τον έπαιρνε απ’ το χέρι
και θα τραβάγανε μαζί. Η καρδιά του είναι καθαρή∙ μήπως είναι τάχα αντίζηλος του Ραγκόζιν; Αύριο
θα πάει ο ίδιος και θα πει στο Ραγκόζιν πως την είδε∙ αφού βιάστηκε να ‘ρθει εδώ, όπως το ‘πε πριν
λίγο ο Ραγκόζιν, μόνο και μόνο για να τη δει! Μπορεί και να τη βρει στο σπίτι, δεν είναι δα κι
εντελώς σίγουρο πως πήγε στο Παυλόβσκ!
Ναι, πρέπει τώρα να ξεκαθαρίσουν όλ’ αυτά, πρέπει να διαβάζουν όλοι τους καθαρά ο ένας στην
ψυχή του άλλου, να μην υπάρχουν πια αυτές οι σκοτεινές και παθιασμένες απαρνήσεις, όπως
απαρνήθηκε πριν λίγο ο Ραγκόζιν, κι ας πραγματοποιηθούν όλ’ αυτά ελεύθερα και… φωτεινά.
Μήπως τάχα δεν είναι ικανός για το φως ο Ραγκόζιν; Λέει πως δεν την αγαπάει έτσι, πως δεν
υπάρχει μέσα του συμπόνια, «δεν υπάρχει κανένας τέτοιος οίχτος». Η αλήθεια είναι πως πρόστεσε
αργότερα ότι «ο δικός σου οίχτος είναι ίσως χειρότερος απ’ τον έρωτά μου» — συκοφαντεί ωστόσο
τον εαυτό του. Χμ… ο Ραγκόζιν σκυμμένος πάνω απ’ το βιβλίο— μην τάχα αυτό δεν είναι «οίχτος»,
δεν είναι η αρχή του «οίχτου»; Μήπως τάχα και μόνη η παρουσία αυτού του βιβλίου δεν αποδείχνει
πως έχει πλήρη συνείδηση των σχέσεών του μ’ α υ τ ή ν ; Κι η διήγησή του πριν από λίγο; Όχι αυτό
είναι κάτι βαθύτερο από ένα απλό πάθος. Και μήπως μονάχα πάθος μπορεί να σου γεννάει το
πρόσωπό της; Μα μπορεί τώρα πια αυτό το πρόσωπο να γεννήσει πάθος; Αυτό το πρόσωπο γεννάει
πόνο, σου αρπάζει και σου σφίγγει όλη την ψυχή σου… και μια καυτερή, βασανιστική θύμηση
πέρασε ξάφνου απ’ την καρδιά του πρίγκιπα.
Ναι, βασανιστική. Θυμήθηκε πόσο βασανιζόταν εδώ και λίγον καιρό ακόμα, όταν είχε αρχίσει να
παρατηρεί σ’ αυτήν τα πρώτα συμπτώματα της τρέλας. Τότε τον είχε πιάσει σχεδόν απελπισία. Και
πώς μπόρεσε να την αφήσει τότε, όταν του το ‘σκασε και πήγε στο Ραγκόζιν; Θα ‘πρεπε αυτός ο
ίδιος να τρέξει ξοπίσω της κι όχι να περιμένει να τον ειδοποιήσουν. Μα… είναι ποτέ δυνατό να μην
παρατήρησε ως τα τώρα ο Ραγκόζιν σημάδια τρέλας σ’ αυτήν; Χμ… Ο Ραγκόζιν βλέπει σ’ όλα άλλες
αιτίες, αιτίες που τις γεννάει ο ίδιος! Και τι παράλογη ζήλια! Τι ήθελε να πει με την υπόθεση που
διατύπωσε πριν από λίγο; (ο πρίγκιπας κοκκίνισε και σαν κάτι να τρεμούλιασε στην καρδιά του).
Ποιος ο λόγος ωστόσο να τα θυμάται όλ’ αυτά; Όλ’ αυτά είναι παλαβομάρες κι απ’ τις δυο μεριές.
Και γι’ αυτόν, τον πρίγκιπα, το ν’ αγαπάει με πάθος αυτή τη γυναίκα είναι σχεδόν σκληρό,
απάνθρωπο. Ναι, ναι! Όχι, ο Ραγκόζιν συκοφαντεί τον εαυτό του∙ έχει τεράστια καρδιά που μπορεί
να υποφέρει και να συμπονάει. Όταν θα μάθει όλη την αλήθεια κι όταν θα βεβαιωθεί τι αξιολύπητο
πλάσμα είναι αυτή η βλαμμένη, η μισοπάλαβη — δε θα της συγχωρέσει τάχα τότε όλα τα
προηγούμενα, όλα τα μαρτύριά του; Δε θα γίνει τάχα σκλάβος της, αδερφός της, φίλος της, ο
φύλακας άγγελός της; Η συμπόνια θα λογικέψει και θα διδάξει και τον ίδιο το Ραγκόζιν. Η συμπόνια
είναι ο κυριότερος και ίσως‐ίσως ο μοναδικός νόμος της ζωής όλης της ανθρωπότητας∙ ω, πόσο
ασυγχώρετα και άτιμα είμαι ένοχος απέναντι στο Ραγκόζιν! Όχι, δεν είναι «η ρούσικη ψυχή
σκοτάδι», μα η ίδια η δική του η ψυχή βρίσκεται μες στο σκοτάδι, αφού μπόρεσε να φανταστεί μια
τέτοια φρίκη. Για μερικά θερμά κι εγκάρδια λόγια στη Μόσχα, ο Ραγκόζιν τον λέει κιόλας αδερφό
του, κι αυτός… Όμως όλ’ αυτά είναι αρρώστια και παραμιλητό! Όλ’ αυτά θα ξεκαθαρίσουν! Τι
σκυθρωπά το ‘πε πριν λίγο ο Ραγκόζιν πως «χάνεται η πίστη του»! Αυτός ο άνθρωπος θα πρέπει να
υποφέρει τρομερά. Λέει πως «του αρέσει να κοιτάει αυτό τον πίνακα»∙ δεν του αρέσει μα —έτσι
πρέπει να ‘ναι— νιώθει την ανάγκη να τον κοιτάει. Ο Ραγκόζιν δεν είναι μονάχα μια παθιασμένη
ψυχή∙ είναι, όπως και να το πάρεις, ένας αγωνιστής: θέλει να ξαναποχτήσει με τη βία τη χαμένη του
πίστη. Του χρειάζεται τώρα μέχρις οδύνης… Ναι! Του χρειάζεται σε κ ά τ ι να πιστέψει! Σε
κ ά π ο ι ο ν να πιστέψει! Μα τι παράξενος ωστόσο αυτός ο πίνακας του Χολμπάιν… Α, να αυτός ο
δρόμος! Να, αυτό θα πρέπει να ‘ναι το σπίτι, ναι, αυτό είναι, αρ. 16, «Οικία κυρίας Φιλίσοβα,
συζύγου υπουργικού γραμματέως». Εδώ είναι! Ο πρίγκιπας χτύπησε το κουδούνι και ζήτησε τη
Ναστάσια Φιλίπποβνα.

Η ίδια η νοικοκυρά του σπιτιού τού απάντησε πως η Ναστάσια Φιλίπποβνα είχε φύγει απ’ το πρωί
και είχε πάει στο Παυλόβσκ, στης Ντάριας Αλεξέγιεβνας, «και μάλιστα, δεν αποκλείεται να μείνει
εκεί μερικές μέρες». Η Φιλίσοβα ήταν μια μικρόσωμη γυναίκα καμιά σαρανταριά χρονώ, με
διαπεραστικά μάτια και σουβλερό πρόσωπο και κοίταζε πονηρά κι εξεταστικά. Όταν ρώτησε τ’
όνομά του — και ρωτώντας τον πήρε, επίτηδες θα ‘λεγες, ένα ύφος όλο μυστήριο — ο πρίγκιπας
στην αρχή δεν ήθελε ν’ απαντήσει, γύρισε όμως αμέσως και την παρακάλεσε επίμονα ν’ αναφέρει τ’
όνομά του στη Ναστάσια Φιλίπποβνα. Η Φιλίσοβα δέχτηκε αυτή την επιμονή με μεγάλη προσοχή
και εξαιρετικά εχέμυθο ύφος και, σα να ‘λεγε, πως «μην ανησυχείτε, κατάλαβα». Ήταν φανερό πως
τ’ όνομα του πρίγκιπα της έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση. Ο πρίγκιπας την κοίταξε αφηρημένα,
γύρισε και τράβηξε για το ξενοδοχείο του. Δε βγήκε όμως απ’ της Φιλίσοβας με το ίδιο ύφος που
είχε μπει. Του συνέβη και πάλι, μέσα σε μια στιγμή θα ‘λεγες, μια ασυνήθιστη αλλαγή: περπατούσε
και πάλι χλομός, εξασθενημένος, βασανιζόμενος, ταραγμένος. Τα γόνατά του τρέμανε κι ένα
αόριστο, αφηρημένο χαμόγελο τρεμόπαιζε στα μελανιασμένα χείλη του: «η αναπάντεχη σκέψη»
του επιβεβαιώθηκε ξαφνικά και δικαιώθηκε — ξαναπίστευε πάλι στο δαίμονά του!
Μα επιβεβαιώθηκε τάχα; Δικαιώθηκε; Ποιος ο λόγος που τον ξανάπιασε πάλι αυτό το ρίγος, αυτός ο
κρύος ιδρώτας, αυτό το ψυχικό σκοτάδι και το κρύο; Μήπως επειδή ξανάδε τώρα αυτά τα μ ά τ ι α ;
Μα αφού είχε ξεκινήσει απ’ το Θερινό Κήπο μ’ αυτόν ίσα‐ίσα το σκοπό — για να τα δει! Αυτή ήταν η
«αναπάντεχη σκέψη». Γεννήθηκε μέσα του η επίμονη επιθυμία να δει αυτά τα «προτερινά μάτια»,
να πειστεί τελειωτικά πως θα τα συναντήσει το δίχως άλλο ε κ ε ί , κοντά σε κείνο το σπίτι. Αυτό
ήταν μια σπασμωδική επιθυμία και γιατί λοιπόν είναι τόσο συντριμμένος και κατάπληκτος τώρα
επειδή τα ‘δε πραγματικά; Λες και δεν το περίμενε! Ναι, ήταν εκείνα τα ί δ ι α μάτια (και για τ’ ότι
ήταν τα ίδια δε χωράει τώρα πια καμιά αμφιβολία) κείνα τα ί δ ι α που τον κοίταζαν αστράφτοντας
το πρωί, όταν έβγαινε απ’ το βαγόνι της αμαξοστοιχίας, στο σταθμό Νικολάγιεβσκη∙ κείνα τα ίδια
(απολύτως τα ίδια!) που έπιασε το βλέμμα τους πάνω του, πίσω απ’ τους ώμους του, καθώς
καθόταν στην καρέκλα, στο γραφείο του Ραγκόζιν. Ο Ραγκόζιν τότε τ’ αρνήθηκε: ρώτησε μ’ ένα
στραβό, παγωμένο χαμόγελο: «Ποιανού να ‘ταν λοιπόν τα μάτια;» Και τον πρίγκιπα τον έπιασε μια
τρομερή επιθυμία, μόλις λίγη ώρα πριν, στο σταθμό του Τσάρσκογε Σελό — όταν καθόταν στο
βαγόνι για να πάει στην Αγλαΐα και ξανάδε ξάφνου αυτά τα μάτια για τρίτη πια φορά κείνη τη μέρα
— να πλησιάσει το Ραγκόζιν και να τ ο υ π ε ι «ποιανού ήταν αυτά τα μάτια!» Τότε όμως βγήκε
τρέχοντας απ’ το σταθμό και συνήλθε μονάχα μπροστά στο μαγαζί που πούλαγε μαχαίρια, τη στιγμή
που στεκόταν κι έλεγε πως αξίζει εξήντα καπίκια κείνο το αντικείμενο με την κοκάλινη λαβή. Ένας
παράξενος και φρικτός δαίμονας του είχε κολλήσει για τα καλά και δεν έλεγε πια να τον αφήσει.
Αυτός ο δαίμονας του ψιθύρισε στον Θερινό Κήπο, όταν καθόταν αποξεχασμένος κάτω απ’ τη
φιλύρα, πως μια κι ο Ραγκόζιν το ‘βρισκε τόσο αναγκαίο να τον παρακολουθεί απ’ το πρωί σε κάθε
του βήμα, βλέποντας τότε στο σταθμό πως δε θα πάει στο Παυλόβσκ (πράγμα που, φυσικά, ήταν
μια μοιραία για το Ραγκόζιν πληροφορία) ο Ραγκόζιν θα πάει το δίχως άλλο εκεί, σε κείνο το σπίτι,
στην Παλιά Πετρούπολη, και θα τον παραφυλάει το δίχως άλλο εκεί, αυτόν, τον πρίγκιπα, που του
‘χε δώσει το πρωί ακόμα το λόγο της τιμής του πως «δε θα τη δει» και πως «δεν ήρθε γι’ αυτό στην
Πετρούπολη». Και να που ο πρίγκιπας ξεκινάει σαν αυτόματο και τραβάει για κείνο το σπίτι και τι το
παράξενο λοιπόν που συναντάει εκεί πραγματικά το Ραγκόζιν; Είδε μονάχα ένα δυστυχισμένο
άνθρωπο, που η ψυχική του διάθεση είναι ζοφερή μα ωστόσο ευνόητη. Αυτός ο δυστυχισμένος
άνθρωπος, ούτε καν κρυβόταν τώρα. Ναι, ο Ραγκόζιν, στο σπίτι του, κρύφτηκε για κάποιο λόγο κι
είπε ψέματα, στο σταθμό του Τσάρσκογε Σελό όμως στεκόταν χωρίς σχεδόν να κρύβεται καθόλου.
Μάλλον αυτός, ο πρίγκιπας, κρυβόταν κι όχι ο Ραγκόζιν. Και τώρα στεκόταν στην άλλη μεριά του
δρόμου, κάπου πενήντα βήματα πιο πέρα στο πλάι, στο απέναντι πεζοδρόμιο, με σταυρωμένα τα
χέρια και περίμενε. Εδώ πια στεκόταν εντελώς στα φανερά και φαίνεται πως στάθηκε επίτηδες στα
φανερά. Στεκόταν σαν κατήγορος και σα δικαστής, χωρίς να κρύβεται καθόλου. Στεκόταν σαν
κατήγορος και σα δικαστής κι όχι σαν… Κι όχι σαν τι;
Και γιατί λοιπόν αυτός, ο πρίγκιπας, δεν τον πλησίασε τώρα μοναχός του παρά του γύρισε την
πλάτη σάμπως να μην είχε προσέξει τίποτα μόλο που οι ματιές τους συναντήθηκαν; (Ναι, οι ματιές

τους συναντήθηκαν! και κοιταχτήκανε). Δεν έλεγε πριν
πως θέλει να τον πάρει απ’ το χέρι και να πάνε μαζί εκεί; Δεν ήθελε να πάει αύριο κιόλας και να του
πει πως πήγε σπίτι της; Δεν είχε απαρνηθεί το δαίμονά του όταν ακόμα πήγαινε εκεί, στα μισά του
δρόμου, όταν πλημμύρισε ξάφνου η χαρά την ψυχή του; Ή μήπως υπήρχε κάτι πραγματικά στον
Ραγκόζιν, δηλαδή σ’ ολόκληρη τη σ η μ ε ρ ι ν ή μορφή αυτού του ανθρώπου, στα λόγια του, στις
κινήσεις, στις πράξεις, στα βλέμματά του, που να μπορούσε να δικαιολογήσει τις φρικτές
προαισθήσεις του πρίγκιπα και τα εξοργιστικά ψιθυρίσματα του δαίμονά του; Μήπως υπήρχε κάτι
το ολοφάνερο, που δυσκολεύεται κανείς να το αναλύσει και να το περιγράψει, που του είναι
αδύνατο να το δικαιολογήσει αρκετά, μα που προκαλεί ωστόσο παρ’ όλες αυτές τις δυσκολίες και
τις απιθανότητες μιαν εντελώς ολοκληρωμένη κι αναπότρεπτη εντύπωση που μεταβάλλεται άθελά
του σε πλήρη βεβαιότητα;
Βεβαιότητα σε τι; (Ω, πόσο τον βασάνιζε τον πρίγκιπα η τερατώδης «ποταπότητα» αυτής της
βεβαιότητας, «αυτού του τιποτένιου προαισθήματος» και πόσο κατηγορούσε ο ίδιος γι’ αυτό τον
εαυτό του!) «Πες το λοιπόν, αν τολμάς, βεβαιότητα σε τι;» έλεγε ακατάπαυστα στον εαυτό του
αυτοκατηγορούμενος και αυτοπροκαλούμενος: «Διατύπωσέ το, τόλμησε να εκφράσεις όλη σου τη
σκέψη, καθαρά, συγκεκριμένα, χωρίς περιστροφές! Ω, είμαι άτιμος!» έλεγε και ξανάλεγε μ’
αγανάκτηση και ντροπή. «Με τι μάτια λοιπόν θα βλέπω τώρα σ’ όλη μου τη ζωή αυτόν τον
άνθρωπο! Ω, τι μέρα κι αυτή η σημερινή! Ω, Θεέ μου, τι εφιάλτης!»
Υπήρξε μια στιγμή, στο τέλος αυτής της μακρινής και βασανιστικής πορείας απ’ την Παλιά
Πετρούπολη, όταν ξάφνου τον πρίγκιπα τον έπιασε μια ακαταμάχητη επιθυμία να πάει τώρ’ αμέσως
στο σπίτι του Ραγκόζιν, να τον περιμένει εκεί ώσπου να γυρίσει, να τον αγκαλιάσει με ντροπή, με
δάκρυα, να του τα πει όλα και να ξεμπερδεύει μ’ όλα μονομιάς. Όμως, στεκόταν κιόλας μπροστά
στο ξενοδοχείο του… Δεν του άρεσε καθόλου, απ’ την πρώτη στιγμή, αυτό το ξενοδοχείο, αυτοί οι
διάδρομοι, όλο αυτό το χτίριο, το δωμάτιό του, δεν του ‘χαν αρέσει από μιας αρχής. Αρκετές φορές
αυτή τη μέρα αναθυμόταν με κάποιαν ιδιαίτερη σιχασιά πως θα πρέπει να γυρίσει εδώ… «Μα τι
έπαθα λοιπόν, κάνω σαν άρρωστη γυναίκα που πιστεύει σε κάθε προαίσθημα!» σκέφτηκε με
κάποιον εκνευρισμένο αυτοσαρκασμό, σταματώντας στην εξώπορτα. Ένα σημερινό περιστατικό
πέρασε με ιδιαίτερη ζωηρότητα απ’ το μυαλό του, πέρασε όμως «εν ψυχρώ», «εντελώς λογικά»,
«χωρίς εφιάλτες τώρα πια». Αναθυμήθηκε ξαφνικά το μαχαίρι που είχε δει στο τραπέζι του
Ραγκόζιν. «Μα γιατί λοιπόν να μην έχει επιτέλους όσα μαχαίρια θέλει στο τραπέζι του ο Ραγκόζιν!»
απόρησε ξάφνου τρομερά με τον εαυτό του και μένοντας σύξυλος απ’ την κατάπληξη, θυμήθηκε και
το δικό του φέρσιμο μπροστά στο μαγαζί που πούλαγε τα μαχαίρια. «Μα τι σχέση μπορεί επιτέλους
να ‘χουν όλ’ αυτά μεταξύ τους!…» έκανε ν’ αναφωνήσει και δεν τέλειωσε τη φράση του. Ένα
καινούργιο, αβάστακτο φούντωμα ντροπής, σχεδόν απελπισίας, τον κάρφωσε κει που βρισκόταν,
ένα βήμα έξω απ’ την είσοδο. Σταμάτησε κει για ένα λεπτό. Έτσι συμβαίνει συνήθως με τους
ανθρώπους: οι ανυπόφορες αναπάντεχες αναμνήσεις, ιδιαίτερα οι συνδεμένες με τη ντροπή, τους
καθηλώνουν τις περισσότερες φορές για λίγην ώρα επιτόπου. «Ναι, είμαι άνθρωπος χωρίς καρδιά κι
είμαι δειλός!» ξανάπε σκυθρωπά και ξεκίνησε με φόρα να προχωρήσει μα… σταμάτησε και πάλι.
Σε κείνη την είσοδο που ήταν πάντα κακά φωτισμένη, τη στιγμή εκείνη ήταν πολύ σκοτεινά: τα
σύννεφα της μπόρας είχαν σβήσει όλο το φως του δειλινού και τη στιγμή ακριβώς που πλησίαζε ο
πρίγκιπας στο σπίτι, άρχισε ξάφνου να πέφτει βροχή. Την ίδια κείνη στιγμή, όταν ξεκίνησε με φόρα
να προχωρήσει, ύστερα απ’ το στιγμιαίο του σταμάτημα, βρισκόταν στην αρχή‐αρχή της στοάς της
εισόδου, μπροστά στην εξώπορτα. Και ξάφνου, είδε κάποιον στο βάθος του διαδρόμου, μέσα στο
μισοσκόταδο, στην αρχή της σκάλας. Ο άνθρωπος εκείνος σαν κάτι να περίμενε, έφυγε όμως
γρήγορα κι εξαφανίστηκε. Ο πρίγκιπας δεν μπόρεσε να τον δει καθαρά, και φυσικά δε θα μπορούσε
με κανέναν τρόπο να πει με βεβαιότητα ποιος ήταν. Κι εξάλλου, στο μέρος αυτό θα μπορούσανε να
περνοδιαβαίνουν ένα σωρό άνθρωποι∙ εδώ ήταν ξενοδοχείο και κάθε λίγο και λιγάκι περνοδιάβαινε

κόσμος στους διαδρόμους. Ο πρίγκιπας όμως ένιωσε ξαφνικά με πλήρη κι ακαταμάχητη σιγουριά
πως τον είχε γνωρίσει τον άνθρωπο αυτόν, και πως ο άνθρωπος αυτός ήταν το δίχως άλλο ο
Ραγκόζιν. Την επόμενη κιόλας στιγμή ο πρίγκιπας όρμησε το κατόπι του στη σκάλα. Η καρδιά του
πάγωσε. «Τώρα όλα θα ξεκαθαρίσουν!» πρόφερε μέσα του με μια παράξενη σιγουριά.
Η σκάλα όπου άρχισε ν’ ανεβαίνει τρέχοντας ο πρίγκιπας, οδηγούσε στους διαδρόμους του πρώτου
και του δεύτερου πατώματος όπου βρίσκονταν και τα δωμάτια του ξενοδοχείου. Η σκάλα αυτή,
όπως και σ’ όλα τα παλιά σπίτια, ήταν πέτρινη, σκοτεινή, στενή και περιστρέφονταν γύρω από μια
χοντρή πέτρινη κολόνα. Στο πρώτο πλατύσκαλο η κολόνα εκείνη βρέθηκε να ‘χει μιαν εσοχή, όχι
παραπάνω από ‘να βήμα φάρδος και μισό βήμα βάθος. Ωστόσο, θα μπορούσε να χωρέσει εκεί ένας
άνθρωπος. Όσο κι αν ήταν σκοτεινά, ο πρίγκιπας ωστόσο διέκρινε αμέσως, μόλις έφτασε στο
πλατύσκαλο, πως εκεί, μες στην εσοχή, κρύβεται για κάποιο λόγο ένας άνθρωπος. Τον πρίγκιπα τον
έπιασε ξαφνικά η επιθυμία να προσπεράσει και να μην κοιτάξει δεξιά. Έκανε κιόλας ένα βήμα, δεν
κρατήθηκε όμως και στράφηκε.
Τα δυο προτερινά μάτια, κ ε ί ν α τ α ί δ ι α μ ά τ ι α , συναντήθηκαν, ξάφνου με το βλέμμα του. Ο
άνθρωπος που κρυβόταν στην εσοχή είχε προφτάσει και κείνος κι είχε κάνει κιόλας ένα βήμα προς
τα έξω. Για ένα δευτερόλεπτο στεκόταν ο ένας απέναντι στον άλλον, σχεδόν αγγίζονταν. Ξάφνου ο
πρίγκιπας τον άρπαξε απ’ τους ώμους και τον έστριψε προς τα πίσω, κατά τη σκάλα, πιο κοντά στο
φως: Ήθελε να δει πιο καθαρά το πρόσωπό του.
Τα μάτια του Ραγκόζιν άστραψαν κι ένα λυσσασμένο χαμόγελο παραμόρφωσε το πρόσωπό του. Το
δεξί του χέρι σηκώθηκε και κάτι που κρατούσε έλαμψε∙ ο πρίγκιπας δε σκέφτηκε να το σταματήσει.
Θυμόταν μονάχα πως φώναξε!…
— Παρφιόν, δεν το πιστεύω!…
Ύστερα, σάμπως κάτι ν’ άνοιξε μπροστά του: ένα ασυνήθιστο ε σ ω τ ε ρ ι κ ό φως φώτισε την ψυχή
του. Η στιγμή εκείνη ίσως να κράτησε μισό δευτερόλεπτο∙ ωστόσο θυμόταν καθαρά και συνειδητά
την αρχή, τον πρώτο‐πρώτο ήχο του τρομερού του ουρλιαχτού που ξεπετάχτηκε απ’ το στήθος του
και που με καμιά δύναμη δε θα μπορούσε να το πνίξει. Ύστερα η συνείδησή του έσβησε μονομιάς κι
έγινε πηχτό σκοτάδι.
Είχε πάθει κρίση επιληψίας που από πολλά χρόνια είχε πάψει να τον ενοχλεί. Είναι γνωστό πως οι
κρίσεις της επιληψίας πιάνουν τον άρρωστο ακαριαία. Κείνη τη στιγμή παραμορφώνεται ξάφνου
τρομερά το πρόσωπο, ιδιαίτερα το βλέμμα. Οι σπασμοί και τα ρίγη ταράζουν όλο το κορμί κι όλα τα
χαρακτηριστικά του προσώπου. Ένα ουρλιαχτό τρομερό, αφάνταστο, ένα ουρλιαχτό που δε μοιάζει
με τίποτα, ξεπετιέται απ’ το στήθος∙ σ’ αυτό το ουρλιαχτό, λες κι εξαφανίζεται καθετί τ’ ανθρώπινο
κι είναι αδύνατο, ή τουλάχιστον πολύ δύσκολο, ένας παρατηρητής να φανταστεί και να πιστέψει
πως φωνάζει αυτός ο ίδιος άνθρωπος. Έχει μάλιστα κανείς την εντύπωση πως φωνάζει κάποιος
άλλος που βρίσκεται μέσα σε κείνο τον άνθρωπο. Πολλοί τουλάχιστον έτσι περιγράψανε τις
εντυπώσεις τους και πολλούς τους πιάνει ανυπόφορη φρίκη σαν βλέπουν άνθρωπο που
σεληνιάζεται — μια φρίκη μάλιστα που ‘χει κάτι το μυστικιστικό. Θα πρέπει να υποθέσει κανείς πως
μια τέτοια εντύπωση αναπάντεχης φρίκης, συνδεμένη μ’ όλες τις άλλες τρομερές εντυπώσεις κείνης
της στιγμής — έκαναν το Ραγκόζιν να πετρώσει ξάφνου κι έτσι σώθηκε ο πρίγκιπας απ’ το
αναπόφευκτο χτύπημα του μαχαιριού που κατέβαινε κιόλας καταπάνω του. Ύστερα, μην έχοντας
προλάβει ακόμα να σκεφτεί πως ήταν επιληψία και βλέποντας πως ο πρίγκιπας έκανε ένα βήμα
προς τα πίσω κι έπεσε ξάφνου ανάσκελα, ίσα κάτω στη σκάλα, χτυπώντας με φόρα το πίσω μέρος
του κεφαλιού του στο πέτρινο σκαλοπάτι, ο Ραγκόζιν όρμησε κάτω, πέρασε πλάι απ’ τον πεσμένο
πρίγκιπα και, χωρίς να ξέρει τι του γίνεται, βγήκε τρέχοντας απ’ το ξενοδοχείο.

Απ’ τους σπασμούς, τα χτυπήματα και τα ρίγη, το κορμί του άρρωστου γλίστρησε σιγά‐σιγά τα
σκαλοπάτια που δεν ήταν πάνω από δεκαπέντε, ως το τέλος της σκάλας. Πολύ γρήγορα — δε θα
‘χαν περάσει ούτε πέντε λεπτά— είδαν τον πεσμένο και μαζεύτηκε κόσμος. Μια μικρή λίμνη αίμα,
δίπλα στο κεφάλι, τους έκανε κι αναρωτιόνταν: μονάχος του να ‘πεσε άραγε ή μήπως «πρόκειται για
έγκλημα;» Σε λίγο όμως καταλάβανε μερικοί πως πρόκειται για σεληνιασμένο. Ένας νοικάρης
γνώρισε τον πρίγκιπα κι είπε πως είχε πιάσει δωμάτιο στο ξενοδοχείο. Η φασαρία τέλειωσε με τον
καλύτερο τρόπο, εξαιτίας μιας καλής συγκυρίας.
Ο Κόλια Ιβόλγκιν, που ‘χε υποσχεθεί να βρίσκεται στις τέσσερις η ώρα στη Ζυγαριά κι αντί γι’ αυτό
πήγε στο Παυλόβσκ, αρνήθηκε ξαφνικά να «γευματίσει» στης στρατηγίνας Επάντσινας και γύρισε
πίσω στην Πετρούπολη. Πήγε αμέσως στη Ζυγαριά όπου και βρέθηκε κατά τις εφτά το βράδυ.
Μαθαίνοντας απ’ το σημείωμα που του ‘χε αφήσει ο πρίγκιπας πως θα ‘ταν στην πολιτεία, έτρεξε να
τον βρει στη διεύθυνση που του έγραφε στο σημείωμα. Όταν τον πληροφόρησαν στο ξενοδοχείο
πως ο πρίγκιπας είχε βγει έξω, κατέβηκε κάτω στο μπουφέ κι άρχισε να περιμένει πίνοντας τσάι κι
ακούγοντας το οργανάκι. Σαν άκουσε τυχαία μια συζήτηση για κάποιον που σεληνιάστηκε, έτρεξε μ’
ένα σίγουρο προαίσθημα κι αναγνώρισε τον πρίγκιπα. Αμέσως πάρθηκαν τ’ αναγκαία μέτρα. Τον
πρίγκιπα τον μεταφέρανε στο δωμάτιό του∙ μόλο που άνοιξε τα μάτια, άργησε ωστόσο να ξαναβρεί
ολότελα τις αισθήσεις του. Ο γιατρός που φωνάξανε για να εξετάσει το τραύμα του, διέταξε να του
βάλουν κομπρέσες και δήλωσε πως δεν υπάρχει ο παραμικρότερος κίνδυνος απ’ τα μωλωπίσματα.
Κι όταν, σε μιαν ώρα πάνω κάτω, ο πρίγκιπας άρχισε να καταλαβαίνει αρκετά καλά τι γινόταν γύρω
του, ο Κόλια τον έβαλε σ’ ένα αμάξι και τον πήγε απ’ το ξενοδοχείο στου Λέμπεντεβ. Ο Λέμπεντεβ
δέχτηκε τον άρρωστο με ασυνήθιστη θέρμη και πολλές υποκλίσεις. Για χάρη του εξάλλου βιάστηκε
να κουβαλήσει στην εξοχή∙ τη μεθεπόμενη βρίσκονταν όλοι τους στο Παυλόβσκ.

VI
Η ΒΙΛΑ του Λέμπεντεβ ήταν μικρή, κόμοδη όμως, και πολύ όμορφη. Το μέρος που ήταν
προορισμένο για νοίκιασμα, το ‘χαν στολίσει με φροντίδα. Στη βεράντα, που ήταν αρκετά ευρύχωρη
μπαίνοντας κανείς απ’ το δρόμο στο σπίτι, έβλεπε γύρω του μεγάλους πράσινους ξύλινους κάδους
με μικρές πορτοκαλιές, λεμονιές και γιασεμιά, κι αυτό, κατά την άποψη του Λέμπεντεβ, αποτελούσε
το πιο γοητευτικό θέαμα. Μερικά απ’ αυτά τα δέντρα τα ‘χε αποκτήσει μαζί με τη βίλα και τόσο
πολύ τον είχε σαγηνέψει η εντύπωση που προκαλούσαν εκεί στη βεράντα, που τ’ αποφάσισε κι
αγόρασε κι άλλα τέτοια δέντρα μέσα σε κάδους για συμπλήρωμα, σε μια δημοπρασία. Όταν
μεταφέρθηκαν τέλος όλα τα δέντρα στη βίλα και τοποθετήθηκαν στη θέση τους, ο Λέμπεντεβ
κατέβηκε αρκετές φορές κείνη τη μέρα τα σκαλοπάτια της βεράντας και στεκόταν στο δρόμο
καμαρώνοντας το απόκτημά του και κάθε φορά ανέβαζε μέσα του την τιμή που θα ζητούσε απ’ το
μελλοντικό του νοικάρη. Στον εξασθενημένο, το θλιμμένο και τσακισμένο σωματικά πρίγκιπα, η
βίλα άρεσε πολύ. Εδώ που τα λέμε, τη μέρα που κουβαλήσανε στο Παυβλόσκ, τη μεθεπόμενη
δηλαδή της κρίσης, ο πρίγκιπας φαινόταν κιόλας εντελώς καλά, μόλο που ο ίδιος ένιωθε αδυναμία.
Όλους όσους έβλεπε γύρω του κείνες τις τρεις μέρες τού δίνανε χαρά, ο Κόλια, που δεν τον άφηνε
σχεδόν ούτε στιγμή, όλη η οικογένεια του Λέμπεντεβ (χωρίς τον ανιψιό που κάπου είχε
εξαφανιστεί) ακόμα κι ο ίδιος ο Λέμπεντεβ∙ δέχτηκε μ’ ευχαρίστηση ακόμα και το στρατηγό Ιβόλγκιν
που ήρθε και τον επισκέφτηκε όταν βρισκόταν ακόμα στην Πετρούπολη. Τη μέρα που κουβάλησαν
— κατά το βράδυ — μαζεύτηκαν γύρω του στη βεράντα αρκετοί επισκέπτες: πρώτος ήρθε ο Γάνια
που ο πρίγκιπας τρόμαξε να τον γνωρίσει — τόσο είχε αλλάξει κι είχε αδυνατίσει κείνους τους
μήνες. Ύστερα ήρθαν η Βάρια κι ο Πτίτσιν που παραθέριζαν κι αυτοί στο Παυλόβσκ. Όσο για το
στρατηγό Ιβόλγκιν, βρισκόταν σχεδόν όλη την ώρα στο σπίτι του Λέμπεντεβ, φαίνεται μάλιστα πως
είχε έρθει μαζί του στην εξοχή. Ο Λέμπεντεβ προσπαθούσε να μην τον αφήνει να πηγαίνει στου
πρίγκιπα και τον κράταγε μαζί του στην πτέρυγα∙ του φερνόταν φιλικά∙ φαίνεται πως από καιρό
ήταν γνωστοί. Ο πρίγκιπας παρατήρησε πως όλες κείνες τις τρεις μέρες κάθονταν καμιά φορά και
συζητούσαν ώρες ατέλειωτες, φωνάζανε κι έρχονταν στα λόγια, καθώς φαίνεται μάλιστα γύρω από
θέματα επιστημονικά, κι αυτό ευχαριστούσε το Λέμπεντεβ. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί πως ο
στρατηγός τού ήταν απαραίτητος. Ο Λέμπεντεβ όμως δεν έπαιρνε αυτές τις προφυλάξεις μονάχα με
τον στρατηγό∙ άρχισε κι έπαιρνε τις ίδιες προφυλάξεις και με την οικογένειά του, απ’ την πρώτη
κιόλας μέρα που μετακόμισαν στην εξοχή∙ με την πρόφαση πως δεν ήθελε να ενοχλούν τον
πρίγκιπα, δεν άφηνε να πάει να τον δει κανείς, χτύπαγε τα πόδια του στο πάτωμα, τα ‘βαζε με τις
κόρες του και τις κυνηγούσε, ακόμα και τη Βέρα με το μωρό, μόλις υποπτευόταν πως πηγαίνουν στη
βεράντα όπου βρισκόταν ο πρίγκιπας, παρ’ όλες τις παρακλήσεις του πρίγκιπα να μη διώχνει
κανέναν.
— Και πρώτα‐πρώτα, δε θα υπάρχει κανένας σεβασμός, αν τους αφήσουμε αμολητό το χαλινάρι∙
και δεύτερον, δεν τους αξίζει καθόλου η τιμή… — εξήγησε τελικά όταν ο πρίγκιπας τον ρώτησε
χωρίς περιστροφές.
— Μα γιατί λοιπόν; — στεναχωριόταν ο πρίγκιπας. — Μα την αλήθεια, μ’ όλες αυτές τις
επιτηρήσεις και τις προφυλάξεις, δεν κάνετε άλλο παρά να με βασανίζετε. Πλήττω μοναχός μου, σας
το ‘χω πει αρκετές φορές και σεις, έτσι που κουνάτε συνεχώς τα χέρια σας και περπατάτε στα νύχια
των ποδιών, κάνετε την πλήξη μου ακόμα μεγαλύτερη.
Ο πρίγκιπας έκανε υπαινιγμό για το γεγονός πως ο Λέμπεντεβ, μόλο που όλες εκείνες τις τρεις μέρες
έδιωχνε όλους τους δικούς του με την πρόφαση πως ο άρρωστος έχει ανάγκη από ησυχία, αυτός ο
ίδιος έμπαινε στο δωμάτιο του πρίγκιπα κάθε λίγο και λιγάκι και κάθε φορά άνοιγε πρώτα την
πόρτα, έχωνε μέσα το κεφάλι του, κοίταζε ένα γύρο το δωμάτιο, λες κι ήθελε να βεβαιωθεί αν ο
πρίγκιπας ήταν εκεί ή μήπως το ‘χει σκάσει, κι ύστερα πια, νυχοπατώντας, με αργά και κλεφτά
βήματα, πλησίαζε στην πολυθρόνα, έτσι που καμιά φορά τρόμαζε χωρίς λόγο το νοικάρη του.

Ρώταγε κάθε λίγο και λιγάκι μήπως θέλει τίποτα. Κι όταν ο πρίγκιπας άρχιζε τέλος και του ‘κανε
παρατηρήσεις να τον αφήσει ήσυχο, γύριζε υπάκουος και σιωπηλός, έφτανε και πάλι νυχοπατώντας
ως την πόρτα κι όλη την ώρα που βημάτιζε έτσι αργά, κούναγε τα χέρια του, σα να ‘θελε να πει:
«καλά, καλά, — μη στεναχωριέσαι», πως δε θα του ξεφύγει λέξη και πως να, έχει βγει κιόλας έξω
και δε θα ξανάρθει, κι ωστόσο, σε δέκα λεπτά ή το πολύ σ’ ένα τέταρτο ξαναρχόταν και πάλι. Ο
Κόλια, που είχε ελεύθερη είσοδο στου πρίγκιπα, έκανε το Λέμπεντεβ να πικραίνεται βαθύτατα, ν’
αγαναχτεί κι ακόμα να νιώθει προσβλημένος γι’ αυτό.
Ο Κόλια παρατήρησε πως ο Λέμπεντεβ στεκόταν ίσαμε μισή ώρα πίσω απ’ την πόρτα και
κρυφάκουγε τι λέγανε με τον πρίγκιπα, πράγμα που, φυσικά, το ‘πε στον πρίγκιπα.
— Λες και μ’ έχετε ιδιοποιηθεί και με κρατάτε κλειδωμένο, — διαμαρτυρόταν ο πρίγκιπας. — Εδώ
στην εξοχή θέλω να μην ξαναγίνουν αυτά και να ‘στε σίγουρος πως θα δέχομαι όποιον θέλω και θα
πηγαίνω όπου μ’ αρέσει.
— Χωρίς την παραμικρότερη αμφιβολία, — έκανε με μια καθησυχαστική χειρονομία ο Λέμπεντεβ.
Ο πρίγκιπας τον κοίταξε εξεταστικά απ’ την κορφή ως τα νύχια.
— Και δε μου λέτε, Λουκιάν Τιμοφέγιεβιτς, το ντουλαπάκι σας που βρισκόταν πάνω απ’ το κρεβάτι
σας, το κουβαλήσατε εδώ;
— Όχι, δεν το κουβάλησα.
— Είναι δυνατό να τ’ αφήσατε εκεί;
— Είναι αδύνατο να μεταφερθεί, πρέπει να χαλάσεις τον τοίχο. Είναι γερά στερεωμένο, πολύ γερά.
— Μπορεί ωστόσο να ‘χετε ένα παρόμοιο δω πέρα, ε;
— Καλύτερο ακόμα, πολύ καλύτερο, γι’ αυτό την αγόρασα τη βίλα.
— Α‐α. Ποιος ήταν που δεν τον αφήσατε να ‘ρθει να με δει εδώ και μιαν ώρα;
— Ήταν… ήταν ο στρατηγός. Πραγματικά δεν τον άφησα και δε θα πρέπει… Εγώ, πρίγκηψ, αυτόν
τον άνθρωπο τον εκτιμώ βαθύτατα είναι… είναι μεγάλος άνθρωπος∙ δεν το πιστεύετε; Ε, καλά, θα
δείτε∙ ωστόσο όμως… καλά θα κάνατε, εκλαμπρότατε πρίγκηψ, να μην τον δεχόσαστε στο δωμάτιό
σας.
— Και θα μου επιτρέψετε, Λέμπεντεβ, να σας ρωτήσω; Γιατί να μην τον δεχτώ και γιατί στέκεστε
τώρα μπροστά μου στα νύχια των ποδιών και με πλησιάζετε πάντα σάμπως να θέλετε να μου πείτε
κάποιο μυστικό στ’ αυτί;
— Είμαι τιποτένιος, τιποτένιος, το νιώθω, — απάντησε αναπάντεχα ο Λέμπεντεβ χτυπώντας με
αίσθημα το στήθος του. — Ωστόσο ο στρατηγός δε θα ‘ναι υπερβολικά φιλόξενος για σας;
— Υπερβολικά φιλόξενος;
— Φιλόξενος. Και πρώτα‐πρώτα, το ‘χει σκοπό να μείνει εδώ μαζί μου∙ δεν έχω αντίρρηση, μα είναι
άπληστος, πάει να κολλήσει για συγγενής μου. Αρκετές φορές ως τα τώρα βρήκαμε πως είμαστε
συγγενείς, απ’ το ίδιο σόι. Και σεις επίσης αποδείχνεται πως είστε δεύτερος ανιψιός του απ’ τη

μεριά της μάνας σας, μόλις χτες μου το εξήγησε. Αν εσείς είστε ανιψιός, σημαίνει, εκλαμπρότατε
πρίγκηψ, πως και μεις οι δυο είμαστε συγγενείς. Όλ’ αυτά δεν έχουν και πολλή σημασία, είναι μια
μικρή αδυναμία του, μα μόλις τώρα με βεβαίωνε πως σ’ όλη του τη ζωή, από τότε που ήταν
ανθυπασπιστής ως τις 11 Ιουνίου πέρσι, δεν πέρασε μέρα που να μην κάτσουν διακόσα το λιγότερο
πρόσωπα στο τραπέζι του. Έφτασε τέλος να ισχυριστεί πως ούτε σηκώνονταν καθόλου, έτσι που
γευματίζανε, δειπνούσανε, πίνανε τσάι δεκαπέντε ώρες το εικοστετράωρο, κάπου τριάντα χρόνια
συνέχεια, χωρίς την παραμικρή διακοπή — μόλις που προφταίνανε ν’ αλλάζουν τραπεζομάντιλο.
Ένας σηκωνόταν κι έφευγε κι ερχόταν αμέσως άλλος, και στις επίσημες μέρες και στις αυλικές
γιορτές φτάνανε τους τρακόσους οι συνδαιτημόνες. Και την ημέρα της χιλιετηρίδας της Ρωσίας, μου
απαρίθμησε εφτακόσα πρόσωπα. Αυτό πια είναι να τραβάς τα μαλλιά σου∙ κάτι τέτοια είναι κακά
σημάδια, κάτι τέτοιους φιλόξενους τρομάζει κανείς να τους δεχτεί στο σπίτι του και γι’ αυτό
ακριβώς σκέφτηκα: δε θα ‘ναι υπερβολικά φιλόξενος ένας τέτοιος άνθρωπος για μας τους δυο;
— Αν δεν κάνω λάθος όμως, οι σχέσεις σας μαζί του είναι πολύ φιλικές, ψέματα;
— Αδελφικές. Τα παίρνω όλ’ αυτά γι’ αστείο∙ ας είμαστε και συμπέθεροι — τι έχω να χάσω; Τιμή
μου είναι. Εγώ, μ’ όσα κι αν λέει για τα διακόσα πρόσωπα και τη χιλιετηρίδα της Ρωσίας, βλέπω πως
είναι εξαίρετος άνθρωπος. Ειλικρινά το λέω. Πριν από λίγο, πρίγκηψ, αρχίσατε και λέγατε για
μυστικά, δηλαδή πως τάχα εγώ σας πλησιάζω σα να θέλω να σας πω ένα μυστικό. Ναι, λες κι έγινε
επίτηδες, υπάρχει ένα μυστικό. Το γνωστό πρόσωπο με ειδοποίησε τώρα μόλις πως πολύ θα ‘θελε
να ‘χει μια μυστική συνάντηση μαζί σας.
— Μα γιατί μυστική; Καθόλου. Θα πάω μοναχός μου να τη δω, έστω και σήμερα.
— Α, μπα, μπα, — κούνησε τα χέρια του ο Λέμπεντεβ. — Και δε φοβάται αυτό που ίσως να
φαντάζεστε. Μια και το ‘φερε η κουβέντα: Το τέρας έρχεται κάθε μέρα ανελλιπώς και ρωτάει για
την υγεία σας, το ξέρετε αυτό;
— Σαν πολύ συχνά να τον λέτε τέρας. Αυτό μου φαίνεται πολύ ύποπτο.
— Καμιά υποψία δεν μπορείτε να ‘χετε, καμιά, — βιάστηκε να ξεγλιστρήσει ο Λέμπεντεβ. — Ήθελα
μονάχα να σας εξηγήσω πως το γνωστό πρόσωπο δε φοβάται αυτόν μα εντελώς άλλο πράμα,
εντελώς άλλο πράμα.
— Μα τι λοιπόν; Μιλείστε γρήγορα, — ρώτησε ο πρίγκιπας μ’ ανυπομονησία, κοιτάζοντας τα
μυστηριώδη καμώματα του Λέμπεντεβ.
— Εδώ ίσα‐ίσα είναι το μυστικό.
Κι ο Λέμπεντεβ μισογέλασε ειρωνικά.
— Ποιανού μυστικό;
— Δικό σας μυστικό. Εσείς ο ίδιος μ’ απαγορέψατε, εκλαμπρότατε πρίγκηψ, ν’ αναφέρω μπροστά
σας… —μουρμούρισε ο Λέμπεντεβ και, απολαμβάνοντας επειδή υποδαύλισε την περιέργεια του
πρίγκιπα ως τη νοσηρή αδημονία, είπε ξαφνικά: — Την Αγλαΐα Ιβάνοβνα είναι που φοβάται.
Ο πρίγκιπας έκανε ένα μορφασμό κι έμεινε για λίγο σιωπηλός.
— Μα το Θεό, Λέμπεντεβ, θα την παρατήσω τη βίλα σας, — είπε ξαφνικά. — Πού είναι ο Γαβρίλα
Αρνταλιόνοβιτς κι οι Πτίτσιν; Τους διώξατε κι αυτούς από δω πέρα.

— Έρχονται, έρχονται. Και μάλιστα κι ο στρατηγός το κατόπι τους. Θ’ ανοίξω διάπλατα όλες τις
πόρτες και θα φωνάξω τις κόρες μου, όλες, όλες, τώρα, τώρα, — ψιθύριζε τρομαγμένα ο Λέμπεντεβ
κουνώντας τα χέρια του και τρέχοντας απ’ τη μια πόρτα στην άλλη.
Κείνη τη στιγμή φάνηκε ο Κόλια στη βεράντα. Είχε έρθει απ’ έξω. Έφερε την είδηση πως έρχονται το
κατόπι του επισκέπτριες — η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα με τις τρεις της κόρες.
— Να τους αφήσω να μπουν, το Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς και τους Πτίτσιν; Να τον αφήσω ή όχι το
στρατηγό; — πλησίασε τον πρίγκιπα ο Λέμπεντεβ βιαστικός, κατάπληκτος απ’ την είδηση.
— Μα γιατί όχι λοιπόν; Όλους όσοι θέλουν! Σας βεβαιώνω, Λέμπεντεβ, πως κάνατε από μιας αρχής
κάποια παρεξήγηση για τις σχέσεις μου∙ κάνετε συνεχώς κάποιο λάθος. Δεν έχω τον παραμικρότερο
λόγο να κρύβομαι από κανέναν ούτε ν’ αποφεύγω κανέναν, — γέλασε ο πρίγκιπας. Βλέποντάς τον
πως γελάει, ο Λέμπεντεβ το θεώρησε καθήκον του να γελάσει και κείνος. Ο Λέμπεντεβ, παρ’ όλη τη
μεγάλη ταραχή του, ήταν κι αυτός φανερά ευχαριστημένος και πολύ μάλιστα.
Η είδηση που ‘χε φέρει ο Κόλια ήταν σωστή. Είχε προπορευτεί απ’ τις Επάντσιν λίγα μόλις βήματα
για να τις αναγγείλει, έτσι που οι επισκέπτες μπήκαν ξαφνικά κι απ’ τις δυο μεριές, απ’ τη βεράντα
οι Επάντσιν κι απ’ τα δωμάτια οι Πτίτσιν, ο Γάνια κι ο στρατηγός Ιβόλγκιν.
Οι Επάντσιν είχαν μάθει για την αρρώστια του πρίγκιπα και πως βρίσκεται στο Παυλόβσκ, μόλις
τώρα απ’ τον Κόλια∙ ως εκείνη τη στιγμή, η στρατηγίνα ήταν πολύ στενοχωρημένη και δεν ήξερε τι
να υποθέσει. Από προχτές ακόμα, ο στρατηγός είχε πει στην οικογένειά του πως έλαβε ένα
επισκεπτήριο του πρίγκιπα∙ αυτό το επισκεπτήριο έκανε τη Λιζαβέτα Προκόφιεβνα να πιστέψει
ακράδαντα πως ο πρίγκιπας θα ‘ρχόταν κι ο ίδιος αυτοπροσώπως να τους επισκεφτεί στο
Παυλόβσκ. Άδικα τη βεβαίωναν οι κοπέλες πως ένας άνθρωπος που δεν τους έγραψε μισό χρόνο
μπορεί και τώρα να μη βιαζόταν και τόσο να τους δει και πως ακόμα, μπορεί να ‘χει πολλά
τρεχάματα στην Πετρούπολη — πού να ξέρει κανείς τις υποθέσεις που τον απασχολούν; Η
στρατηγίνα έγινε έξω φρενών μ’ αυτές τις παρατηρήσεις κι ήταν έτοιμη να βάλει στοίχημα πως ο
πρίγκιπας θα ‘ρχόταν τουλάχιστον την άλλη μέρα μόλο που «θα ‘πρεπε να ‘ρθει νωρίτερα». Την
άλλη μέρα περίμενε όλο το πρωί∙ τον περίμεναν το μεσημέρι, το βράδυ, κι όταν πια σκοτείνιασε
εντελώς, η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα θύμωσε με τα πάντα και μάλωσε με τους πάντες και — αυτό
εννοείται — χωρίς ν’ αναφέρει λέξη για τον πρίγκιπα μέσα στους καυγάδες της. Δεν είπε κανένας
τους λέξη γι’ αυτόν κι όλη την τρίτη μέρα. Όταν της ξέφυγε της Αγλαΐας κι είπε κει που τρώγανε πως
η maman έχει τα νεύρα της επειδή δεν έρχεται ο πρίγκιπας, (κι ο στρατηγός βιάστηκε να
παρατηρήσει πως «δεν είναι βέβαια δικό του το φταίξιμο»), η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα σηκώθηκε κι
έφυγε καταφουρκισμένη απ’ το τραπέζι. Επιτέλους, ήρθε κατά το βραδάκι ο Κόλια και τους έφερε
όλα τα νέα και τους περιέγραφε όλες τις περιπέτειες του πρίγκιπα, όσες ήξερε. Τ’ αποτέλεσμα ήταν
πως η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα άρχισε να θριαμβολογεί, όμως, όπως και να ‘ταν, ο Κόλια άκουσε την
κατσάδα του. «Άλλοτε τον έχουμε μέρες ολάκερες δω πέρα και μας γίνεται κακός μπελάς και τώρα,
ας μας ειδοποιούσε τουλάχιστον αφού δεν του ‘κοψε να ‘ρθει ο ίδιος». Ο Κόλια ήταν έτοιμος να
θυμώσει αμέσως για το «κακός μπελάς», το ανέβαλε όμως για άλλη φορά, κι αν τα λόγια αυτά δεν
ήταν τόσο προσβλητικά, τότε θα τα συγχωρούσε ίσως ολότελα: Τόσο πολύ του άρεσε η ταραχή κι η
ανησυχία της Λιζαβέτας Προκόφιεβνας σαν άκουσε τα νέα για την αρρώστια του πρίγκιπα. Ώρα
πολλή επέμενε πως είναι ανάγκη να στείλουν άνθρωπο στην Πετρούπολη για να ξεσηκώσει κάποια
ιατρική διασημότητα πρώτου μεγέθους και να τη φέρει εδώ με το πρώτο τρένο. Οι κόρες της όμως
τη μετάπεισαν. Ωστόσο κι αυτές έτρεξαν πίσω απ’ τη μαμάκα τους όταν εκείνη ετοιμάστηκε αμέσως
να πάει να επισκεφτεί τον πρίγκιπα.
— Είναι στην επιθανάτιο κλίνη του, — έλεγε καθώς ετοιμαζόταν βιαστικά η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα,
— και μεις θα κοιτάμε τώρα τους τύπους; Είναι ή δεν είναι φίλος του σπιτιού μας;

— Μα δεν είναι λόγος να πάμε κι απρόσκλητες, — έκανε να πει η Αγλαΐα.
— Ε, μην έρχεσαι λοιπόν. Καλά θα κάνεις μάλιστα να μην έρθεις: Θα έρθει ο Ευγένιος Παύλιτς και
δε θα ‘ναι κανείς να τον υποδεχτεί.
Φυσικά, ύστερ’ απ’ αυτά τα λόγια η Αγλαΐα ξεκίνησε αμέσως ξοπίσω απ’ τους άλλους, πράγμα που
άλλωστε είχε σκοπό να το κάνει έτσι κι αλλιώς. Ο πρίγκιπας Σ. που καθόταν με την Αδελαΐδα,
δέχτηκε αμέσως ύστερ’ από παράκλησή της να συνοδέψει τις κυρίες. Από πολύ πριν, απ’ την αρχή
της γνωριμίας του με τους Επάντσιν, είχε δείξει μεγάλο ενδιαφέρον όταν άκουσε να του μιλάνε για
τον πρίγκιπα. Αποδείχτηκε πως τον ήξερε — είχαν γνωριστεί εδώ και λίγον καιρό και κάνα δυο
βδομάδες ζήσανε μαζί σε μια μικρή πολιτεία. Αυτό έγινε εδώ και τρεις μήνες περίπου. Ο πρίγκιπας
Σ. μάλιστα, διηγόταν πολλά και διάφορα για τον πρίγκιπα και γενικά τον έκρινε με πολλή
συμπάθεια, έτσι που τώρα πήγαινε με αληθινή ευχαρίστηση να επισκεφτεί τον παλιό του γνώριμο.
Ο στρατηγός Ιβάν Φιοντόροβιτς δεν ήταν κείνη την ώρα στη βίλα. Επίσης κι ο Ευγένιος Παύλοβιτς
δεν είχε έρθει ακόμα.
Απ’ τους Επάντσιν ως τη βίλα του Λέμπεντεβ δεν ήταν παραπάνω από τρακόσα βήματα. Η πρώτη
δυσάρεστη εντύπωση της Λιζαβέτας Προκόφιεβνας στου πρίγκιπα ήταν που βρήκε γύρω του μια
ολάκερη παρέα επισκέπτες, για να μην αναφέρουμε το γεγονός πως στην παρέα αυτή υπήρχαν δυο
τρία πρόσωπα που δεν της ήταν καθόλου συμπαθητικά∙ η δεύτερη δυσάρεστη εντύπωση ήταν η
έκπληξή της σαν είδε τον πρίγκιπα εντελώς καλά στην υγεία του — έτσι φαινόταν τουλάχιστο, —
σαν είδε έναν κομψότατα ντυμένο και γελαστό νέο που προχώρησε να τις υποδεχτεί αντί να τον δει
ξαπλωμένο στην επιθανάτιο κλίνη του, όπως το περίμενε. Η στρατηγίνα σταμάτησε μάλιστα
σαστισμένη, προς μεγάλη ικανοποίηση του Κόλια, που θα μπορούσε φυσικά να της είχε εξηγήσει
πριν ακόμα ξεσηκωθεί απ’ τη βίλα της πως κανένας δεν πεθαίνει και καμιά επιθανάτιος κλίνη δεν
υπάρχει, δεν της έδωσε όμως αυτές τις εξηγήσεις γιατί την πρόβλεπε ο πονηρός την κωμική οργή
της στρατηγίνας, όταν αυτή, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, το δίχως άλλο θα θυμώσει επειδή
θα βρει τον πρίγκιπα, τον εγκάρδιο φίλο της, εν πλήρει υγεία. Ο Κόλια μάλιστα δεν είχε και τη
λεπτότητα ν’ αποσιωπήσει το πράγμα, μα είπε δυνατά την πρόβλεψή του για να εξοργίσει ακόμα
πιο πολύ τη Λιζαβέτα Προκόφιεβνα που μ’ αυτήν κοντράρονταν αδιάκοπα παρ’ όλη τη φιλία που
τους έδενε.
— Περίμενε, αγαπητέ μου, μη βιάζεσαι, μην καταστρέφεις το θρίαμβό σου! — απάντησε η Λιζαβέτα
Προκόφιεβνα καθώς καθότανε στην πολυθρόνα που της πρόσφερε ο πρίγκιπας.
Ο Λέμπεντεβ, ο Πτίτσιν, ο στρατηγός Ιβόλγκιν τσακιστήκανε να προσφέρουν καρέκλες στις
δεσποινίδες. Στην Αγλαΐα την καρέκλα την πρόσφερε ο στρατηγός. Ο Λέμπεντεβ πρόσφερε καρέκλα
και στον πρίγκιπα Σ. και μάλιστα πρόλαβε ακόμα και με το τσάκισμα της μέσης του να εκφράσει το
βαθύτατο σεβασμό του. Η Βάρια όπως το ‘χε συνήθειο, χαιρέτησε με ενθουσιασμό κι άρχισε τα
ιδιαίτερα με τις δεσποινίδες.
— Είναι αλήθεια, πρίγκηψ, πως περίμενα να σε βρω στο κρεβάτι, έτσι τα μεγαλοποίησα τα πράματα
απ’ τον τρόμο μου και, δεν μπορώ να πω ψέματα, μου κακοφάνηκε τώρα τρομερά σαν είδα το
ευτυχισμένο πρόσωπό σου, σ’ ορκίζομαι όμως πως αυτό δεν κράτησε παρά μια μονάχα στιγμή,
ώσπου να προλάβω να το καλοσκεφτώ. Εγώ, μόλις καλοσκεφτώ κάτι, πάντα μιλάω και φέρνομαι πιο
έξυπνα∙ νομίζω πως και με σένα το ίδιο συμβαίνει. Η πραγματικότητα όμως είναι πως αν είχα γιο
δικό μου και γινόταν καλά, δε θα χαιρόμουνα τόσο όσο χαίρομαι για σένα∙ αν δεν το πιστεύεις
αυτό, η ντροπή είναι δική σου κι όχι δική μου. Όσο γι’ αυτό το κακό παιδαρέλι, επιτρέπει στον εαυτό
του να μου κάνει και χειρότερα αστεία. Αν δεν κάνω λάθος, τον έχεις υπό την προστασία σου∙ σε
προειδοποιώ λοιπόν πως ένα ωραίο πρωί, πίστεψέ με, θ’ απαλλάξω τον εαυτό μου απ’ την
παραπέρα ευχαρίστηση να ‘χω την τιμή της γνωριμίας του.

— Μα τι φταίω λοιπόν εγώ; —φώναξε ο Κόλια: — Ακόμα κι αν σας βεβαίωνα πως ο πρίγκιπας είναι
σχεδόν εντελώς καλά, εσείς δε θα θέλατε να το πιστέψετε γιατί ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον να τον
φανταστείτε στην επιθανάτιο κλίνη.
— Θα μείνεις καιρό εδώ; — ρώτησε η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα τον πρίγκιπα.
— Όλο το καλοκαίρι, μπορεί και περισσότερο.
— Είσαι μόνος βέβαια! Δεν παντρεύτηκες, ε;
— Όχι, δεν παντρεύτηκα, — χαμογέλασε ο πρίγκιπας με την αφέλεια του πειράγματός της.
— Άσε τα χαμόγελα, κάτι τέτοια γίνονται. Σου μιλώ για τη βίλα, γιατί δεν ήρθες στη δική μας;
Έχουμε μια ολάκερη πτέρυγα άδεια. Εξάλλου, όπως σ’ αρέσει! Απ’ αυτόν τη νοικιάζεις; Απ’ αυτόν;—
πρόσθεσε με σιγανή φωνή δείχνοντας με το κεφάλι της το Λέμπεντεβ.— Τι έχει και κάνει τούτα τα
καμώματα;
Κείνη τη στιγμή βγήκε στη βεράντα η Βέρα και, όπως συνήθως, κράταγε και το μωρό στα χέρια της.
Ο Λέμπεντεβ που στριφογύριζε δίπλα στις καρέκλες σα χαμένος και δεν ήξερε πού να σταθεί —
χωρίς να θέλει όμως, α, ποτέ! να φύγει — ρίχτηκε ξάφνου στη Βέρα, άρχισε και της κούναγε τα
χέρια διώχνοντας την απ’ τη βεράντα και μάλιστα, ξεχνώντας πού βρίσκεται, βάλθηκε να χτυπάει τα
πόδια του στο πάτωμα.
— Είναι τρελός; — πρόστεσε ξάφνου η στρατηγίνα.
— Όχι είναι…
— Μεθυσμένος μήπως; Δε μ’ αρέσει καθόλου η παρέα σου, — είπε κοφτά, ρίχνοντας μια ματιά και
στους άλλους επισκέπτες. — Εδώ που τα λέμε ωστόσο, τι γλυκιά κοπελίτσα! Ποια είναι;
— Είναι η Βέρα Λουκιάνοβνα, κόρη αυτού του Λέμπεντεβ.
— Α! πολύ γλυκιά. Θέλω να τη γνωρίσω.
Ο Λέμπεντεβ όμως που ‘χε ακούσει τα παινέματα της Λιζαβέτας Προκόφιεβνας, τράβαγε κιόλας ο
ίδιος την κόρη του για να τη συστήσει.
— Ορφανά, ορφανά, — έλιωνε ο Λέμπεντεβ πλησιάζοντας. — Κι αυτό το μωρό στα χέρια της, είναι
ορφανό, είναι η αδερφή της, η κόρη μου Λιουμπόβ, και εγεννήθη εκ νομιμοτάτου γάμου, από την
προσφάτως εις Κύριον αποδημήσασαν Ελένα, τη σύζυγό μου, που πέθανε εδώ κι έξι βδομάδες
πάνω στη γέννα κατά τας βουλάς του Κυρίου… ναι… αντί της μητρός, παρ’ όλο που είναι μόνο
αδερφή και τίποτα περισσότερο, από αδερφή… τίποτα περισσότερο, τίποτα περισσότερο…
— Και συ, πατερούλη μου, είσαι ένας βλάκας και τίποτα περισσότερο, με συγχωρείς που σου το
λέω. Ε, φτάνει, το κατα λαβαίνεις και μόνος σου πολύ καλά, νομίζω, — είπε ξάφνου κοφτά η
Λιζαβέτα Προκόφιεβνα τρομερά αγανακτισμένη.
— Τίποτε αληθέστερον! — υποκλίθηκε βαθιά, με πολύ σεβασμό ο Λέμπεντεβ.
— Ακούστε, κύριε Λέμπεντεβ, είναι αλήθεια αυτό που λένε για σας, πως εξηγείτε την Αποκάλυψη;
— ρώτησε η Αγλαΐα.

— Τίποτε αληθέστερον… πάει δέκατος πέμπτος χρόνος.
— Έχω ακούσει για σας. Κάτι δημοσιεύσανε για σας κι οι εφημερίδες, αν δεν κάνω λάθος∙ έτσι δεν
είναι;
— Όχι, η δημοσίευση αφορούσε άλλον ερμηνευτή, επρόκειτο περί άλλου κι αυτός που λέμε πέθανε
και γω έμεινα στο πόδι του, — πρόφερε ο Λέμπεντεβ τρελός απ’ τη χαρά του.
— Κάντε μου τη χάρη, εξηγείστε μου και μένα καμιά απ’ αυτές τις μέρες, μια κι είμαστε γείτονες.
Δεν καταλαβαίνω τίποτα απ’ την Αποκάλυψη.
— Αδυνατώ να μη σας προειδοποιήσω, Αγλαΐα Ιβάνοβνα, πως όλ’ αυτά από μέρος του είναι
καμώματα τσαρλατάνου και πλέον ουδέν, πιστέψτε με, — βρήκε ξάφνου την ευκαιρία κι έβαλε
βιαστικά το λογάκι του ο στρατηγός Ιβόλγκιν που περίμενε, λες, καθισμένος σ’ αναμμένα κάρβουνα
κι ήθελε με κάθε θυσία ν’ ανοίξει κουβέντα κι είχε καθίσει δίπλα στην Αγλαΐα Ιβάνοβνα. — Βεβαίως,
η εξοχή έχει τα δικαιώματά της, — συνέχισε — και τας διασκεδάσεις της. Και το ότι δέχεστε έναν
τοιούτον απερίγρα πτον παρείσακτον για να σας ερμηνεύσει την Αποκάλυψη, είναι κι αυτό ένας
τρόπος για να περάσει η ώρα όπως και κάθε άλλος, ένας τρόπος μάλιστα υπεροχότατος και
εξυπνότατος, εγω όμως… Αν δεν κάνω λάθος, με κοιτάτε απορώντας; Στρατηγός Ιβόλγκιν, λαμβάνω
την τιμή να συστηθώ. Σας κρατούσα στα χέρια μου, Αγλαΐα Ιβάνοβνα, όταν ήσασταν μωρό.
— Χαίρω πολύ. Γνωρίζω κιόλας τη Βαρβάρα Αρνταλιόνοβνα και τη Νίνα Αλεξάντροβνα, —
μουρμούρισε η Αγλαΐα και συ γκρατιόταν μ’ όλη της τη δύναμη να μη βάλει τα γέλια.
Η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα κόρωσε… κάτι που από καιρό βασάνιζε την ψυχή της, γύρευε τώρα να
ξεσπάσει. Δεν τον χώνευε καθόλου το στρατηγό Ιβόλγκιν που κάποτε τον γνώριζε, πολύ παλιά όμως.
— Λες ψέματα, πατερούλη, όπως το ‘χεις δα συνήθειο, δεν την κράτησες ποτέ σου στα χέρια σου, —
του είπε κοφτά, αγανακτισμένη.
— Το ξεχάσατε, maman, μα το Θεό, με κράταγε στο Τβερ, — βεβαίωσε ξάφνου η Αγλαΐα. — Μέναμε
τότε στο Τβερ. Θα ‘μουνα έξι χρονώ, θυμάμαι. Μου ‘φτιαξε ένα βέλος κι ένα τόξο και μ’ έμαθε να
τοξεύω και γω σκότωσα ένα περιστέρι. Θυμάστε που σκοτώσαμε μαζί ένα περιστέρι;
— Και μένα μου ‘φερε τότε ένα κράνος από χαρτόνι κι ένα ξύλινο σπαθί, και γω το θυμάμαι!—
φώναξε η Αδελαΐδα.
— Και γω το θυμάμαι αυτό, — βεβαίωσε η Αλεξάνδρα. — Τότε μάλιστα τσακωθήκατε για κείνο το
πληγωμένο περιστέρι και σας βάλανε τιμωρία στη γωνιά. Η Αδελαΐδα στεκόταν με το κράνος στο
κεφάλι και κράταγε και το ξίφος της.
Ο στρατηγός, όταν έλεγε στην Αγλαΐα πως την κράταγε στα χέρια του, το είπε έτσι, μόνο και μόνο
για ν’ ανοίξει κουβέντα και γιατί σχεδόν πάντα έτσι άνοιγε κουβέντα μ’ όλους τους νέους αν το
‘βρισκε αναγκαίο να γνωριστεί μαζί τους. Τούτη τη φορά όμως, λες κι έγινε επίτηδες, είχε πει την
αλήθεια και, λες και ξανάγινε επίτηδες, την αλήθεια αυτή την είχε ξεχάσει κι ο ίδιος. Έτσι που, όταν
ξάφνου η Αγλαΐα επιβεβαίωσε τώρα πως είχε σκοτώσει μαζί του το περιστέρι, η μνήμη του
φωτίστηκε αμέσως και τα θυμήθηκε όλα ως την τελευταία τους λεπτομέρεια, όπως συχνά
θυμούνται οι γέροι κάτι απ’ το μακρινό παρελθόν. Είναι δύσκολο να εξηγήσει κανείς τι μπορούσε να
‘χει αυτή η ανάμνηση για να κάνει τόση εντύπωση στο φτωχό και, όπως συνήθως, κάπως πιωμένο
στρατηγό∙ το γεγονός ωστόσο είναι πως κατασυγκινήθηκε ξάφνου τρομερά.

— Θυμάμαι, όλα τα θυμάμαι!— φώναξε. — Ήμουνα τότε λοχαγός. Εσείς — μια σταλιά κοριτσάκι,
ομορφούτσικο. Νίνα Αλεξάντροβνα… Γάνια… τότε… δεχόσασταν. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς…
— Και βλέπεις πού κατάντησες τώρα!— βρήκε την ευκαιρία να πει η στρατηγίνα. — Θα πει λοιπόν
πως δεν έπνιξες στο κρασί όλα τα ευγενικά σου αισθήματα μια κι αυτό σου έκανε τόση εντύπωση!
Τη γυναίκα σου όμως την κατατυράννησες. Αντί να καθοδηγήσεις τα παιδιά σου, εσύ πας φυλακή
για χρέη. Άντε τράβα, πατερούλη, από δω πέρα, πήγαινε κάπου και στάσου πίσω απ’ την πόρτα, σε
καμιά γωνιά και κλάψε, θυμήσου την παλιά σου αθωότητα∙ πού ξέρεις, ίσως να σε συγχωρέσει ο
Θεός. Τράβα, πήγαινε, σοβαρά σου το λέω. Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να διορθωθεί κανείς απ’
το να θυμηθεί τα παλιά με μεταμέλεια.
Μα δεν υπήρχε λόγος να του ξαναπεί πως το λέει σοβαρά: ο στρατηγός, όπως κι όλοι οι άνθρωποι
που είναι συνεχώς πιωμένοι, ήταν πολύ ευκολοσυγκίνητος και, όπως όλοι οι ξεπεσμένοι όταν έχουν
πιει, δεν άντεχε εύκολα τις αναμνήσεις απ’ το ευτυχισμένο παρελθόν. Σηκώθηκε και τράβηξε
υπάκουα κατά την πόρτα, τόσο που η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα τον λυπήθηκε αμέσως.
— Αρνταλιόν Αλεξάντριτς, πατερούλη!— φώναξε το κατόπι του. —Στάσου μια στιγμή∙ όλοι μας
είμαστε αμαρτωλοί, όταν δε θα ‘χεις πολλές τύψεις, έλα σπίτι μου να κάτσουμε, να θυμηθούμε τα
παλιά μας. Μπορεί εγώ να ‘μαι πενήντα φορές πιο αμαρτωλή από σένα. Ε, τώρα όμως αντίο,
πήγαινε, δεν έχεις τίποτα να κάνεις δω πέρα… — τρόμαξε ξαφνικά πως ο στρατηγός θα ξαναγύριζε.
— Καλά θα κάνατε να τον αφήσετε για την ώρα μόνο του, — σταμάτησε ο πρίγκιπας τον Κόλια που
έκανε να τρέξει πίσω απ’ τον πατέρα του. — Αλλιώς σ’ ένα λεπτό θα του κακοφανεί, κι όλες οι καλές
του προθέσεις θα πάνε χαμένες.
— Αυτό είναι αλήθεια, μην τον πειράξεις∙ σε μισή ώρα να πας, — αποφάσισε η Λιζαβέτα
Προκόφιεβνα.
— Να τι σημαίνει να πει κανείς την αλήθεια έστω και μια φορά στη ζωή του∙ έφτασε και να
δακρύσει ακόμα!— τόλμησε να βάλει το λογάκι του ο Λέμπεντεβ.
— Ε, και συ, πατερούλη μου, δεν πας και πολύ πίσω, αν είναι αλήθεια αυτά που άκουσα, — τον
έβαλε αμέσως στη θέση του η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα.
Η θέση του κάθε επισκέπτη απ’ αυτούς που είχαν μαζευτεί στου πρίγκιπα, λίγο‐λίγο καθορίστηκε. Ο
πρίγκιπας μπορούσε φυσικά να εκτιμήσει όπως έπρεπε, και εξετίμησε, όλη τη συμπάθεια γι’ αυτόν
τόσο της στρατηγίνας όσο και των τριών δεσποινίδων και φυσικά τους είπε με ειλικρίνεια πως
σήμερα κιόλας, πριν απ’ την επίσκεψή τους, είχε σκοπό να πάει το δίχως άλλο να τις δει,
παραβλέποντας και την αρρώστια του και το πως η ώρα ήταν περασμένη. Η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα,
ρίχνοντας ματιές στους επισκέπτες του, απάντησε πως αυτό μπορεί να γίνει και τώρα. Ο Πτίτσιν,
άνθρωπος ευγενικός και πολύ βολικός, σηκώθηκε σε λίγο κι αποσύρθηκε στην πτέρυγα, στου
Λέμπεντεβ, έχοντας μεγάλη επιθυμία να παρασύρει μαζί του και τον ίδιο το Λέμπεντεβ. Αυτός
υποσχέθηκε να ‘ρθει σε λίγο∙ στο μεταξύ, η Βάρια είχε πιάσει κουβέντα με τις δεσποινίδες κι έμεινε.
Αυτή κι ο Γάνια ευχαριστήθηκαν πολύ που έφυγε ο στρατηγός∙ ο Γάνια έφυγε σε λίγο κι αυτός
ξοπίσω απ’ τον Πτίτσιν. Κείνα τα λίγα λεπτά που έμεινε στη βεράντα, μπροστά στις Επάντσιν,
καθόταν σεμνά, με αξιοπρέπεια και δεν τα ‘χασε καθόλου απ’ τα βλέμματα της Λιζαβέτας
Προκόφιεβνας που τον κοίταξε κάνα δυο φορές απ’ την κορφή ως τα νύχια. Πραγματικά, όσοι τον
ξέρανε από πριν, θα μπορούσαν να σκεφτούν πως είχε πολύ αλλάξει. Αυτό της άρεσε πολύ της
Αγλαΐας.

— Ο Γαβρίλα Αρνταλιόνιτς δεν ήταν αυτός που βγήκε; — ρώτησε η Αγλαΐα ξαφνικά, όπως το
συνήθιζε, δυνατά, απότομα, διακόπτοντας με την ερώτησή της την κουβέντα των άλλων και χωρίς ν’
απευθύνεται σε κανέναν ιδιαίτερα.
— Αυτός ήταν, — απάντησε ο πρίγκιπας.
— Τρόμαξα να τον γνωρίσω. Άλλαξε πολύ και… στο καλύτερο.
— Χαίρομαι πολύ για λογαριασμό του, — είπε ο πρίγκιπας.
— Ήταν πολύ άρρωστος, — πρόστεσε η Βάρια με χαρούμενη συμπόνια.
— Σε τι είναι που άλλαξε στο καλύτερο; — ρώτησε η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα με αγανακτισμένη
απορία και σχεδόν τρομάζοντας: — Πώς σου φάνηκε; Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο. Τι ακριβώς σου
φαίνεται καλύτερο;
— Καλύτερο απ’ το «φτωχό ιππότη» δεν υπάρχει τίποτα!— είπε ξάφνου δυνατά ο Κόλια που
στεκόταν όλη την ώρα δίπλα στην καρέκλα της Λιζαβέτας Προκόφιεβνας.
— Και γω αυτό νομίζω, — είπε ο πρίγκιπας Σ. και γέλασε.
— Και γω την ίδια γνώμη έχω, — δήλωσε πανηγυρικά η Αδελαΐδα.
— Ποιον «φτωχό ιππότη»; — ρώταγε η στρατηγίνα κοιτάζοντάς τους φουρκισμένη και μην
μπορώντας να καταλάβει τίποτα μα, βλέποντας πως η Αγλαΐα κοκκίνισε, πρόστεσε θυμωμένα:—
Κάποια ανοησία θα ‘ναι! Τι πράμα είναι αυτός ο «φτωχός ιππότης»;
— Μήπως τάχα πρώτη φορά διαστρεβλώνει αυτό το παιδαρέλι, ο ευνοούμενός σας, τα λόγια των
άλλων;— απάντησε με ακαταδεξιά κι αγανάκτηση η Αγλαΐα.
Σε κάθε θυμωμένο φέρσιμο της Αγλαΐας (και θύμωνε πολύ συχνά), σχεδόν κάθε φορά, παρ’ όλη τη
φαινομενική της σοβαρότητα και το άτεγκτο ύφος της, διέκρινε κανείς κάτι πολύ παιδιάστικο
ακόμα, ανυπόμονα μαθητικό κι άσκημα κρυμμένο, τόσο που ήταν αδύνατο καμιά φορά να μη
γελάσεις σαν την έβλεπες έτσι, κάτι που, εδώ που τα λέμε, φούρκιζε αφάνταστα την Αγλαΐα που δεν
μπορούσε να καταλάβει γιατί γελάνε και «πώς μπορούν, πώς τολμούν και γελάνε». Γελάσανε και
τώρα οι αδερφές της κι ο πρίγκιπας Σ., χαμογέλασε μάλιστα κι ο ίδιος ο πρίγκιπας Λέων
Νικολάγιεβιτς, που ‘χε κι αυτός για κάποιο λόγο κοκκινίσει. Ο Κόλια χαχάνιζε και θριάμβευε. Η
Αγλαΐα θύμωσε για τα καλά κι έγινε δυο φορές πιο όμορφη. Της πήγαινε τρομερά, έτσι πειραγμένη
που ήταν, ο θυμός που την είχε πιάσει.
— Λες κι είναι λίγες οι φορές που ‘χει διαστρεβλώσει τα δικά σας λόγια, — πρόστεσε η Αγλαΐα.
— Κι όμως εγώ βασίζομαι στα δικά σας και μόνο στα δικά σας λόγια!— φώναξε ο Κόλια. — Εδώ κι
ένα μήνα ξεφυλλίζοντας το Δον Κιχώτη είπατε πως δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο απ’ το «φτωχό
ιππότη». Δεν ξέρω ποιον εννοούσατε τότε: Το Δον Κιχώτη ή τον Ευγένιο Παύλιτς ή κανένα άλλο
πρόσωπο ακόμα, το σίγουρο πάντως είναι πως για κάποιον το λέγατε κι είπατε κι άλλα πολλά.
— Σα να μου φαίνεται πως το παρακάνεις, καλέ μου, με τις εικασίες σου, — τον σταμάτησε
φουρκισμένη η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα.
— Μα μήπως είμαι ο μόνος;— δεν έλεγε να σταματήσει ο Κόλια. — Όλοι το λέγανε τότε μα και τώρα

το λένε: Να, τώρα μόλις ο πρίγκιπας Σ. κι η Αδελαΐδα Ιβάνοβνα κι όλοι οι άλλοι δήλωσαν πως είναι
με το μέρος του «φτωχού ιππότη» που σημαίνει πως ο «φτωχός ιππότης» είναι πρόσωπο υπαρκτό
και το δίχως άλλο υπάρχει κι η γνώμη μου είναι πως, αν δεν ήταν η Αδελαΐδα Ιβάνοβνα, όλοι θα το
ξέρανε πια από καιρό ποιος είναι αυτός ο «φτωχός ιππότης».
— Άλλο και τούτο. Τι φταίω πάλι εγώ; — γέλαγε η Αδελαΐδα.
— Δε θελήσατε να ζωγραφίσετε το πορτρέτο του, να τι φταίτε! Η Αγλαΐα Ιβάνοβνα σας παρακάλεσε
τότε να ζωγραφίσετε το πορτρέτο του «φτωχού ιππότη» και μάλιστα σας διηγήθηκε όλο το θέμα του
έργου που ήταν δικής της εμπνεύσεως, το θυμάστε το θέμα; Εσείς όμως δε θέλατε…
— Μα πώς μπορούσα να ζωγραφίσω ένα πρόσωπο αφού, σύμφωνα με το μύθο, αυτός ο «φτωχός
ιππότης»
Απ’ τη μορφή του τ’ ατσαλένιο γείσο
δε σήκωσε, κανένας να τον δει.
Τι πρόσωπο λοιπόν θα μπορούσε να βγει; Ποιον να ζωγραφίσω; Το γείσο; Έναν άγνωστο;
— Δεν καταλαβαίνω τίποτα, τι γείσο είναι αυτό που λέτε! — νευρίαζε η στρατηγίνα που ‘χε αρχίσει
πολύ καλά να καταλαβαί νει ποιον υπονοούσαν με το παρατσούκλι «φτωχός ιππότης»
(παρατσούκλι που, καθώς φαίνεται, το ‘χαν από καιρό συμφωνη μένο!) Τη δαιμόνισε όμως
ιδιαίτερα το γεγονός πως κι ο πρίγκι πας Λέων Νικολάγιεβιτς τα ‘χε σαστίσει κι αυτός και στο τέλος
τα ‘χασε ολότελα σαν παιδί δέκα χρονώ. — Μα δε μου λέτε επιτέλους, θα σταματήσει, ναι ή όχι,
αυτή η ανοησία; Θα μου εξηγήσετε, ναι ή όχι, τι σημαίνει αυτό το «φτωχός ιππότης»; Τι φρικτό
μυστικό είναι αυτό που δεν μπορεί κανένας να τ’ αγγίξει;
Όλοι όμως εξακολουθούσαν μονάχα να γελάνε.
— Είναι πολύ απλό. Υπάρχει ένα παράξενο ρούσικο ποίημα, —είπε τέλος ο πρίγκιπας Σ. που ήταν
φανερό πως ήθελε να γυρίσει το γρηγορότερο αλλού την κουβέντα: — ένα ποίημα που μιλάει για
έναν «φτωχό ιππότη» και δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Εδώ κι ένα μήνα, καθόμαστε στο τραπέζι
ακόμα, ύστερα από το φαγητό και γυρεύαμε όπως συνήθως ένα θέμα για τον επόμενο πίνακα της
Αδελαΐδας Ιβάνοβνας. Το ξέρετε δα πως το γενικό οικογενειακό πρόβλημα από καιρό τώρα είναι η
ανεύρεση θέματος για τον πίνακα της Αδελαΐδας Ιβάνοβνας. Τότε ήταν που ανέφερε κάποιος το
«φτωχό ιππότη», δε θυμάμαι ποιος…
— Η Αγλαΐα Ιβάνοβνα!— φώναξε ο Κόλια.
— Μπορεί, δεν έχω αντίρρηση, μονάχα που το ξέχασα, — συνέχισε ο πρίγκιπας Σ.. — Μερικοί
γελάγανε μ’ αυτό το θέμα, άλλοι πάλι υποστήριζαν πως δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα υψηλότερο
απ’ αυτό, μα για να ζωγραφίσει κανείς το «φτωχό ιππότη» ήταν απαραίτητο ένα πρόσωπο∙
αρχίσαμε να θυμόμαστε τα πρόσωπα όλων των γνωστών, κανένα όμως δεν ταίριαζε και το πράγμα
έμεινε εκεί∙ αυτό είν’ όλο∙ δεν μπορώ να καταλάβω τι του ήρθε του Νικολάι Αρνταλιόνοβιτς να τα
θυμηθεί όλ’ αυτά και να τα πει. Κείνο που στάθηκε αστείο τότε κι ήταν επίκαιρο, τώρα δεν
παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον.
— Διότι εξυπονοείται, κάποια καινούργια ανοησία, φαρμακερή και προσβλητική, —είπε κοφτά η
Λιζαβέτα Προκόφιεβνα.
— Δεν υπάρχει καμιά ανοησία, υπάρχει μονάχα βαθύτατος σεβασμός, — πρόφερε ξάφνου η Αγλαΐα

εντελώς αναπάντεχα, με επίσημη και σοβαρή φωνή∙ είχε προφτάσει κιόλας να συνέλθει και να
καταπνίξει την προηγούμενη ταραχή της. Κι όχι μονάχα αυτό, μα από ορισμένα συμπτώματα θα
μπορούσε κανείς να υποθέσει κοιτάζοντάς την πως χαίρεται τώρα κι η ίδια που τ’ αστείο τραβάει
όλο και παραπέρα κι όλη αυτή η αλλαγή συνέβη μέσα της τη στιγμή ακριβώς που έγινε πια
ολοφάνερο πόσο πολύ είχε σαστίσει ο πρίγκιπας και πόσο μεγάλωνε ολοένα το σάστισμά του.
— Πότε χαχανίζουν σαν παλαβοί και τώρα μου λες για βαθύτατο σεβασμό! Θεοπάλαβοι! Από πού κι
ως πού σεβασμός; Λέγε τώρα αμέσως, πού τον βρήκες έτσι στα καλά καθούμενα το βαθύτατο
σεβασμό;
— Είπα βαθύτατο σεβασμό, — εξακολούθησε το ίδιο σοβαρά κι επίσημα η Αγλαΐα απαντώντας στη
σχεδόν αγανακτισμένη ερώτηση της μητέρας της, — γιατί αυτοί οι στίχοι περιγράφουν παραστατικά
έναν άνθρωπο που είναι ικανός να ‘χει ένα ιδανικό και δεύτερο έναν άνθρωπο που μια κι έθεσε
αυτό το ιδανικό, μπόρεσε και πίστεψε σ’ αυτό κι αφού το πίστεψε, στάθηκε ικανός να του
αφιερώσει όλη του τη ζωή. Αυτό δε συμβαίνει και τόσο συχνά στην εποχή μας. Είναι αλήθεια πως οι
στίχοι αυτοί δε λένε ποιο ήταν ακριβώς το ιδανικό του «φτωχού ιππότη». Είναι όμως φανερό πως
θα ‘ταν κάποια φωτεινή μορφή, μια «μορφή αγνής ομορφιάς» κι ο ερωτευμένος ιππότης, αντί για
μαντίλι, κρέμασε στο λαιμό του κομποσκοίνι καλόγερου. Είναι αλήθεια πως υπάρχει εκεί κι ένα
σκοτεινό, ακατανόητο έμβλημα, τα γράμματα Α.Ν.Μ. που χάραξε στην ασπίδα του.
— Α.Ν.Δ. — διόρθωσε ο Κόλια.
— Και γω λέω πως είναι Α.Ν.Μ. έτσι μ’ αρέσει να το λέω, — τον διέκοψε φουρκισμένη η Αγλαΐα. —
Όπως και να ‘ναι όμως, αυτού του φτωχού ιππότη, το ίδιο του ‘κανε πια, όποια κι αν ήταν κι ό,τι κι
αν είχε κάνει η κυρά των λογισμών του. Του ‘φτανε πως την είχε διαλέξει κι είχε πιστέψει στην
«αγνή ομορφιά» της κι ύστερα πια τη λάτρεψε για πάντα. Το σπουδαίο ίσα‐ίσα είναι τούτο: πως κι
αν ακόμα εκείνη γινόταν αργότερα κλέφτρα, αυτός θα ‘χε καθήκον να την πιστεύει και για την αγνή
της ομορφιά να διασταυρώνει το ξίφος. Αν δεν κάνω λάθος, ο ποιητής που έγραψε τους στίχους,
θέλησε να συνενώσει σε μιαν εξαιρετική μορφή όλη την υψηλή αντίληψη του μεσαιωνικού
ιπποτικού πλατωνικού έρωτα κάποιου τίμιου και ιδαλγού ιππότη —εννοείται φυσικά πως όλ’ αυτά
είναι πράματα ιδανικά. Και στο «φτωχό ιππότη» το συναίσθημα αυτό έφτασε ως το ακρότατο όριο,
ως τον ασκητισμό∙ πρέπει να παραδεχτούμε πως η ικανότητα για ένα τέτοιο αίσθημα σημαίνει
πολλά και πως κάτι τέτοια αισθήματα σφραγίζουν το χαρακτήρα ενός ανθρώπου με γνωρίσματα
πολύ αξιέπαινα, για να μην αναφέρουμε και το Δον Κιχώτη. Ο «φτωχός ιππότης» είναι ο ίδιος ο Δον
Κιχώτης, με τη διαφορά πως είναι σοβαρός κι όχι κωμικός. Στην αρχή δεν το καταλάβαινα και
γελούσα, τώρα όμως τον αγαπώ το «φτωχό ιππότη» και, το σπουδαιότερο, εκτιμώ τα κατορθώματά
του.
Έτσι τέλειωσε η Αγλαΐα και κοιτάζοντάς την, ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς αν μιλάει σοβαρά ή
κοροϊδεύει.
— Ε, κάνας βλάκας θα ‘τανε κι αυτός και τα κατορθώματά του!— έβγαλε την απόφαση η
στρατηγίνα. —Μα και συ, καλή μου, το παρατράβηξες το σκοινί, ολόκληρη διάλεξη μας έκανες∙ αν
με ρωτάς και μένα μάλιστα, δε σου πάνε καθόλου κάτι τέτοια. Όπως και να ‘ναι, δεν επιτρέπονται
τέτοια καμώματα. Τι στίχοι είναι αυτοί; Να μας τους απαγγείλεις, σίγουρα τους ξέρεις! Θέλω το
δίχως άλλο να ξέρω τι λένε αυτοί οι στίχοι. Σ’ όλη μου τη ζωή δεν μπορούσα ποτέ μου να χωνέψω
τους στίχους, λες και το προαισθανόμουνα. Για όνομα του θεού, πρίγκηψ, κάνε υπομονή, φαίνεται
πως εμείς πρέπει να υποφέρουμε μαζί, — γύρισε κι είπε στον πρίγκιπα Λέοντα Νικολάγιεβιτς. Ήταν
πολύ στενοχωρημένη.
Ο πρίγκιπας κάτι έκανε να πει, δεν μπόρεσε όμως να προφέρει λέξη γιατί εξακολουθούσε να ‘ναι

σαστισμένος. Μονάχα η Αγλαΐα, που επέτρεψε τόσα πολλά στον εαυτό της στη «διάλεξή της», δεν
είχε σαστίσει καθόλου, απεναντίας μάλιστα, θα ‘λεγες πως είναι ευχαριστημένη. Σηκώθηκε αμέσως,
πάντα σοβαρά και επίσημα, μ’ ένα ύφος λες κι ετοιμαζόταν απ’ τα πριν για κάτι τέτοιο και περίμενε
μονάχα να την προσκαλέσουν∙ προχώρησε στη μέση της βεράντας και στάθηκε απέναντι στον
πρίγκιπα που εξακολουθούσε να κάθεται στην πολυθρόνα του. Όλοι την κοιτάζανε με κάποιαν
απορία και σχεδόν όλοι, — ο πρίγκιπας Σ., οι αδερφές της κι η μητέρα της, — βλέπανε με βαριά
καρδιά αυτή την καινούργια αταξία που ετοίμαζε η Αγλαΐα που, όπως και να ‘ταν, το ‘χε πια
παρατραβήξει. Ήταν όμως φανερό πως της Αγλαΐας της άρεσε ίσα‐ίσα όλη αυτή η επιτήδευση που
μ’ αυτήν είχε αρχίσει ν’ απαγγέλλει τους στίχους. Η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα ήταν έτοιμη να της πει
να ξανακάτσει στη θέση της, μα τη στιγμή ακριβώς που η Αγλαΐα άρχισε ν’ απαγγέλλει τη γνωστή
μπαλάντα, δυο νέοι επισκέπτες, μιλώντας δυνατά, ανέβηκαν απ’ το δρόμο στη βεράντα. Ήταν ο
στρατηγός Ιβάν Φιοντόροβιτς Επάντσιν και τον συνόδευε ένας νέος. Έγινε μια μικρή ταραχή.
VII
Ο ΝΕΟΣ που συνόδευε το στρατηγό, ήταν κάπου είκοσι οχτώ χρονώ, ψηλός, στητός, με πολύ
όμορφο κι έξυπνο πρόσωπο, με λαμπερό, γεμάτο εξυπνάδα και ειρωνεία βλέμμα. Τα μάτια του ήταν
μεγάλα και μαύρα. Η Αγλαΐα ούτε γύρισε καν να τον κοιτάξει κι εξακολούθησε την απαγγελία της μ’
επιτηδευμένο ύφος κοιτάζοντας μονάχα τον πρίγκιπα κι αποτεινόμενη μονάχα σ’ αυτόν. Ο
πρίγκιπας δεν είχε καμιάν αμφιβολία πως όλ’ αυτά η Αγλαΐα τα κάνει έχοντας κάποιον ιδιαίτερο
σκοπό. Όμως, όπως και να ‘ταν, οι καινούργιοι επισκέπτες τον βγάλανε τουλάχιστον απ’ την άβολη
θέση του. Μόλις τους είδε, ο πρίγκιπας ανασηκώθηκε, κούνησε ευγενικά από μακριά το κεφάλι του
στο στρατηγό, έκανε νόημα να μη διακόψουν την απαγγελία κι ο ίδιος πρόφτασε και πήγε πίσω απ’
την πολυθρόνα του όπου, έχοντας ακουμπήσει τ’ αριστερό του χέρι στη ράχη της, εξακολούθησε ν’
ακούει τη μπαλάντα σε βολικότερη, όσο και να πεις, θέση — πολύ λιγότερο «γελοία» από πριν που
καθότανε στην πολυθρόνα. Η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα κούνησε κι αυτή δυο φορές προστακτικά το
χέρι της στους επισκέπτες για να τους κάνει να σταματήσουν. Ο πρίγκιπας στο μεταξύ έδειχνε
μεγάλο ενδιαφέρον για τον καινούργιο του επισκέπτη που συνόδευε το στρατηγό∙ μάντεψε αμέσως
πως είναι ο Ευγένιος Παύλοβιτς Ραντόμσκη∙ είχε ακούσει κιόλας πολλά γι’ αυτόν και τον είχε
σκεφτεί πολλές φορές. Τον μπέρδευε μονάχα το πολιτικό του κουστούμι∙ είχε ακούσει πως ο
Ευγένιος Παύλοβιτς είναι στρατιωτικός. Ένα ειρωνικό χαμόγελο τρεμόπαιζε στα χείλη του
καινούργιου επισκέπτη όλη την ώρα της απαγγελίας, σάμπως κάτι να ‘χε ακούσει κι αυτός για το
«φτωχό ιππότη».
«Μπορεί ο ίδιος να τα σοφίστηκε όλ’ αυτά», σκέφτηκε ο πρίγκιπας.
Με την Αγλαΐα όμως γινόταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Όλη την προηγούμενη επιτήδευση και το
στόμφο της αρχής τον σκέπασε με μια τέτοια σοβαρότητα και μια τέτοια εμβάθυνση στο πνεύμα και
στο νόημα της ποιητικής δημιουργίας, με τόσο νόημα πρόφερε την κάθε λέξη των στίχων, με τόση
ανώτερη απλότητα τις άρθρωνε, που στο τέλος της απαγγελίας, όχι μονάχα έκανε όλους τους
ακροατές της να την προσέξουν μα, με τη μετάδοση του υψηλού πνεύματος της μπαλάντας, σάμπως
να δικαιολόγησε την έντονη κι επιτηδευμένη σοβαρότητα που είχε όταν βγήκε τόσο θριαμβευτικά
στη μέση της βεράντας. Σ’ αυτή την επισημότητα δε θα μπορούσες τώρα να δεις παρά μονάχα το
πόσο απεριόριστος και, ίσως‐ίσως, αφελής ήταν ο σεβασμός της σε κείνο που είχε αναλάβει να
ερμηνεύσει. Τα μάτια της λάμπανε, και μια ελαφρά φρικίαση έμπνευσης κι ενθουσιασμού διέτρεξε
κάνα δυο φορές το ωραίο της πρόσωπο. Απάγγειλε:
Ήταν στο κόσμο ένας φτωχός ιππότης
απλός και σιωπηλός μ’ όψη χλομή,
συννεφιασμένο τ’ όνειρο της νιότης
κι αλύγιστη η γενναία του ψυχή.
Κάποια οπτασία που ποτέ δε σβήνει
και που κανείς δεν έχει φανταστεί
του ‘τυχε, κι από τότε η εικόνα εκείνη
στα φύλλα της καρδιάς του είχε γραφτεί.
Στάχτη κι αποκαΐδια πια η ψυχή του,
σ’ άλλη γυναίκα μήτε μια ματιά
δεν έριξε, κι ως τη στερνή πνοή του
δεν άλλαξε ούτε λέξη με καμιά.
Αντί μαντίλι, στο λαιμό του γύρω
δένει το κομποσκοίνι του ασκητή.

κι απ’ τη μορφή του τ’ ατσαλένιο γείσο
δε σήκωσε, κανένας να τον δει.
Κείνη η οπτασία μονάχη του ηλιαχτίδα,
γεμάτος έρωτα πιστό κι αγνό,
Ν. Φ. Μ. πάνω στην ασπίδα
με το αίμα του είχε γράψει το ζεστό.
Στης Παλαιστίνης τις ερήμους∙ βράχοι
ολόγυρα, κι οι Παλαδίνοι εκεί
κραύγαζαν, καθώς ρίχνονταν στη μάχη,
τ’ όνομα της καλής τους — μουσική.
Και, Lumen coeli, sancta Rosa! εκείνος
εφώναζε άγριος, και σαν κεραυνός
στων Μουσουλμάνων πάνωθε το σμήνος
έπεφτε της φοβέρας του ο αχός.
Κι ως γύρισε, στον πύργο του κλεισμένος,
τυλίχτηκε σε μοναξιά αυστηρή,
πάντοτε σιωπηλός, πάντα θλιμμένος,
και σαν τρελός ετέλειωσε τη ζωή.
Σαν αναθυμόταν αργότερα αυτή τη στιγμή ο πρίγκιπας βασανιζόταν πολύν καιρό από ‘να άλυτο γι’
αυτόν πρόβλημα: πώς μπόρεσε η Αγλαΐα να συνταιριάσει ένα τόσο γνήσιο κι εξαίσιο αίσθημα μ’
έναν τόσο φανερό και μοχθηρό εμπαιγμό; Το πως υπήρχε εμπαιγμός, ο πρίγκιπας δεν αμφέβαλλε∙
το κατάλαβε καθαρά κι είχε τους λόγους του: Την ώρα της απαγγελίας η Αγλαΐα επέτρεψε στον
εαυτό της ν’ αλλάξει τα γράματα Α.Μ.Δ. και να τα πει Ν.Φ.Μ. Για το ότι εκείνη δεν έκανε λάθος κι
ότι αυτός δεν παράκουσε, σ’ αυτό δεν μπορούσε ν’ αμφιβάλλει (αργότερα αποδείχτηκε). Όπως και
να ‘ναι, η αλλοκοτιά αυτή της Αγλαΐας — ένα αστείο φυσικά αν και πολύ δηκτικό και ελαφρόμυαλο
— γινόταν φανερό πως έγινε από πρόθεση. Για το «φτωχό ιππότη» μίλαγαν όλοι (και «γελάγανε»)
πάει ένας μήνας τώρα. Κι ωστόσο, όπως το αναθυμόταν αργότερα ο πρίγκιπας, θα μπορούσε κανείς
να ‘ναι σίγουρος πως η Αγλαΐα πρόφερε αυτά τα γράμματα χωρίς κανένα ύφος αστεϊσμού, ούτε κι
ειρωνεία είχε ο τόνος της φωνής της, ούτε και τα τόνισε για να υπογραμμίσει τυχόν το μυστικό τους
νόημα, μα απεναντίας τα είπε με μια τέτοια σοβαρότητα, με μια τέτοια αθώα και αφελέστατη
απλότητα που θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως αυτά ακριβώς τα γράμματα έλεγε η μπαλάντα
και πως έτσι ήταν τυπωμένη στο βιβλίο. Κάτι βαρύ και δυσάρεστο σα να δάγκωσε τον πρίγκιπα στην
καρδιά. Η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα δεν κατάλαβε φυσικά ούτε την αλλαγή των γραμμάτων ούτε τον
υπαινιγμό. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς το μόνο που κατάλαβε ήταν πως έγινε απαγγελία στίχων. Απ’ τους
άλλους ακροατές, πάρα πολλοί το κατάλαβαν κι απόρησαν ακούγοντας αυτό το τολμηρό αστείο και
την ολοφάνερη πρόθεσή του, δεν είπαν λέξη όμως και προσπαθήσανε να δείξουν πως δεν είχαν
καταλάβει τίποτα. Ο Ευγένιος Παύλοβιτς όμως (ο πρίγκιπας ήταν έτοιμος να κόψει το κεφάλι του γι’
αυτό) όχι μονάχα το κατάλαβε μα προσπαθούσε κιόλας να το δείξει πως είχε καταλάβει:
χαμογέλασε και το χαμόγελό του παραήταν πια σαρκαστικό.
— Τι υπέροχο που ήταν!— φώναξε η στρατηγίνα αληθινά γοητευμένη, μόλις τέλειωσε η απαγγελία.
—Ποιανού είναι οι στίχοι;
— Του Πούσκιν, maman, μη μας ντροπιάζετε, δεν επιτρέπεται να μην το ξέρετε!— φώναξε η
Αδελαΐδα.

— Με σας μπορεί κανείς ν’ αποβλακωθεί ολότελα, — έκανε πικραμένη η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα. —
Ντροπή! Τώρ’ αμέσως, μόλις γυρίσουμε σπίτι, να μου δώσετε αυτούς τους στίχους του Πούσκιν.
— Μα, αν δεν κάνω λάθος, δεν έχουμε καθόλου Πούσκιν.
— Από καιρό τώρα, — πρόστεσε η Αλεξάνδρα. — Κάπου σέρνονται δυο μισοσκισμένοι τόμοι του.
— Να στείλουμε αμέσως στην πόλη ν’ αγοράσουμε. Το Φιόντορ ή τον Αλεξέι, με το πρώτο τρένο —
καλύτερα τον Αλεξέι. Αγλαΐα, για έλα δω! Φίλησέ με, η απαγγελία σου ήταν υπέροχη, μα αν
απάγγειλες με ειλικρίνεια, — πρόστεσε σχεδόν ψιθυρι στά,— τότε σε λυπάμαι∙ αν πάλι το
απάγγειλες για να τον κοροϊδέψεις, δεν τα εγκρίνω καθόλου τα αισθήματά σου, έτσι που, όπως και
να ‘χει το πράμα, καλύτερα θα ‘ταν να μην είχες κάνει καθόλου την απαγγελία. Καταλαβαίνεις; Άντε,
τράβα τώρα, κυρά μου, θα τα ξαναπούμε. Σα να μου φαίνεται πως παρακάτσα με δω πέρα.
Στο μεταξύ ο πρίγκιπας χαιρέτησε το στρατηγό Ιβάν Φιοντόροβιτς κι ο στρατηγός τού σύστησε τον
Ευγένιο Παύλοβιτς Ραντόμσκη.
— Τον πέτυχα στο δρόμο∙ μόλις ήρθε με το τρένο∙ έμαθε πως ερχόμουν εδώ και πως όλοι οι δικοί
μας είναι δω…
— Έμαθα πως και σεις είστε δω —τον διέκοψε ο Ευγένιος Παύλοβιτς— κι επειδή από καιρό τώρα
είχα αποφασίσει να επιδιώξω όχι μονάχα τη γνωριμία σας μα και τη φιλία σας, δε θέλησα να χάσω
την ευκαιρία. Είστε άρρωστος; Τώρα μόλις το ‘μαθα…
— Είμαι πολύ καλά και χαίρομαι για τη γνωριμία σας, έχω ακούσει πολλά και κουβέντιασα μάλιστα
για σας με τον πρίγκιπα Σ., —απάντησε ο Λέων Νικολάγιεβιτς δίνοντάς του το χέρι.
Ειπώθηκαν οι απαραίτητες φιλοφρονήσεις, σφίξανε κι οι δυο τα χέρια και κοιτάχτηκαν επίμονα στα
μάτια. Αμέσως σχεδόν γενικεύτηκε η συζήτηση. Ο πρίγκιπας παρατήρησε (και τα παρατηρούσε
τώρα όλα γρήγορα κι άπληστα, μπορεί μάλιστα και πράγματα που δεν υπήρχαν καθόλου), πως ο
Ευγένιος Παύλοβιτς, ντυμένος πολιτικά, είχε προκαλέσει μια γενική κι ασυνήθιστα υπερβολική
εντύπωση, τόσο που όλες οι άλλες εντυπώσεις ξεχαστήκανε για την ώρα και παραμερίστηκαν. Θα
μπορούσε κανείς να νομίσει πως η αλλαγή αυτή της φορεσιάς έκρυβε κάτι το πολύ σημαντικό. Η
Αδελαΐδα κι η Αλεξάνδρα έκαναν κατάπληκτες απανωτές ερωτήσεις στον Ευγένιο Παύλοβιτς, ο
πρίγκιπας Σ., ο συγγενής του, φαινόταν να ‘ναι πολύ ανήσυχος∙ ο στρατηγός μίλαγε σχεδόν
ταραγμένος. Μονάχα η Αγλαΐα κοίταζε τον Ευγένιο Παύλοβιτς με περιέργεια, είναι αλήθεια,
εντελώς ψύχραιμη όμως, λες κι ήθελε μονάχα να διαπιστώσει αν του πήγαιναν περισσότερο τα
πολιτικά απ’ τη στολή, σε λίγο όμως γύρισε αλλού το κεφάλι της και δεν τον ξανακοίταξε. Η
Λιζαβέτα Προκόφιεβνα επίσης δε θέλησε να ρωτήσει τίποτα, μόλο που δεν αποκλείεται ν’
ανησυχούσε κι αυτή αρκετά. Του πρίγκιπα του φάνηκε πως η στρατηγίνα δεν τον συμπαθούσε και
τόσο τον Ευγένιο Παύλοβιτς.
— Μ’ έκανε κι απόρησα, μ’ άφησε κατάπληκτο! — έλεγε και ξανάλεγε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς
απαντώντας στις ερωτήσεις του. —Δεν ήθελα να το πιστέψω όταν τον συνάντησα πριν από λίγο
στην Πετρούπολη. Και γιατί έτσι ξαφνικά; Ιδού το πρόβλημα. Αφού το φωνάζει πάντοτε ο ίδιος πως
δεν πρέπει κανείς να ‘ναι φουριόζος.
Από τη συζήτηση που έγινε, αποδείχτηκε πως ο Ευγένιος Παύλοβιτς μιλούσε γι’ αυτή την παραίτηση
από πολύ παλιά∙ κάθε φορά όμως το ‘λεγε σοβαρά, έτσι που δεν μπορούσες να τον πιστέψεις. Μα
έτσι ήταν πάντα του αυτός∙ και για τα σοβαρότερα πράγματα μίλαγε πάντα χωρατεύοντας έτσι που
δεν μπορούσες να καταλάβεις τίποτα, ιδιαίτερα αν το ‘θελε κι ο ίδιος να μην καταλάβεις.

— Μα είναι προσωρινό, μερικούς μήνες μονάχα, το πολύ ένα χρόνο θα μείνω σε αποστρατεία, —
γέλασε ο Ραντόμσκη.
— Μα δεν υπάρχει κανένας λόγος, απ’ όσο μπορώ τουλάχιστο να ξέρω τις υποθέσεις σας, — δεν
έλεγε ακόμα να ησυχάσει ο στρατηγός.
— Μα δεν είπαμε να κάνω μια περιοδεία να δω τα χτήματά μου; Εσείς ο ίδιος μου το
συμβουλέψατε. Θέλω εξάλλου να πάω και στο Εξωτερικό…
Ωστόσο, η συζήτηση γύρισε σε λίγο αλλού, τόσο που η εντελώς ιδιαίτερη ανησυχία που
εξακολουθούσε ακόμα να υπάρχει, ξεπέρναγε, όπως και να ‘ταν — σύμφωνα με τη γνώμη του
πρίγκιπα που παρακολουθούσε — κάθε όριο, έτσι που σίγουρα θα πρέπει να υπήρχε σ’ όλ’ αυτά
κάτι εξαιρετικό.
— Έτσι λοιπόν ο «φτωχός ιππότης» είναι και πάλι επί σκηνής; — ρώτησε ο Ευγένιος Παύλοβιτς
πλησιάζοντας την Αγλαΐα.
Η Αγλαΐα — κι ο πρίγκιπας έμεινε κατάπληκτος — κοίταξε το Ραντόμσκη ερωτηματικά, σα να μην
καταλάβαινε, σα να ‘θελε να του δείξει πως ούτε κουβέντα δεν μπορούσε να γίνεται μεταξύ τους για
το «φτωχό ιππότη» και πως της φαίνεται μάλιστα ακατανόητη η ερώτησή του.
— Μα είναι αργά, είναι αργά τώρα πια να στείλετε στην πόλη να σας αγοράσουν τον Πούσκιν, είναι
αργά!— λογομαχούσε ο Κόλια με τη Λιζαβέτα Προκόφιεβνα κι έβαζε όλα του τα δυνατά να την
πείσει: — Χίλιες φορές σας το λέω, είναι αργά.
— Ναι, πραγματικά είναι πολύ αργά τώρα πια να στείλετε άνθρωπο στην πόλη, — πρόλαβε να πει
και δω το λογάκι του ο Ευγένιος Παύλοβιτς, αφήνοντας βιαστικά την Αγλαΐα. Νομίζω πως τα
μαγαζιά στην Πετρούπολη θα ‘ναι κιόλας κλειστά. Είναι περασμένες οχτώ, — είπε βγάζοντας το
ρολόι του.
— Τόσον καιρό περιμένατε, μπορείτε να κάνετε υπομονή ως αύριο,— είπε η Αδελαΐδα.
— Κι ούτε είναι καθωσπρέπει να ενδιαφέρεται τόσο πολύ για τη λογοτεχνία ένας άνθρωπος
κοσμικός, — πρόστεσε ο Κόλια. — Ρωτείστε και τον Ευγένιο Παύλοβιτς. Είναι πολύ πιο καθωσπρέπει
ένα κίτρινο αμαξάκι με κόκκινες ρόδες.
— Πάλι από κάποιο βιβλίο το πήρατε κι αυτό, Κόλια, — παρατήρησε η Αδελαΐδα.
— Μα δε μιλάει ποτέ του αλλιώτικα —βρήκε την ευκαιρία να πει ο Ευγένιος Παύλοβιτς. —
Ξεσηκώνει ολάκερες φράσεις απ’ τις κριτικές ανασκοπήσεις. Είναι καιρός τώρα που έχω την
ευχαρίστηση να γνωρίζω πώς μιλάει ο Νικολάι Αρνταλιόνοβιτς, αυτή τη φορά όμως δεν το πήρε από
κανένα βιβλίο. Ο Νικολάι Αρνταλιόνοβιτς κάνει προφανώς υπαινιγμό για το κίτρινο αμαξάκι μου με
τις κόκκινες ρόδες. Μονάχα που τώρα έχω άλλο, αργήσατε.
Ο πρίγκιπας άκουγε με προσοχή αυτά που ‘λεγε ο Ραντόμσκη… Του φάνηκε πως φέρνεται υπέροχα,
σεμνά, εύθυμα και του άρεσε ιδιαίτερα που μίλαγε φιλικά, σαν ίσος προς ίσο με τον Κόλια που
προσπαθούσε να τον πειράξει.
— Τι είν’ αυτό; — γύρισε η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα στη Βέρα, την κόρη του Λέμπεντεβ, που στεκόταν
μπροστά της με μερικά βιβλία στα χέρια, μεγάλου σχήματος, υπέροχα δεμένα και σχεδόν
καινούργια.

— Ο Πούσκιν, — είπε η Βέρα. — Ο Πούσκιν της βιβλιοθήκης μας. Ο μπαμπάκας μου μού είπε να σας
τον προσφέρω.
— Πώς έτσι; Πώς είναι δυνατόν; — απόρησε η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα.
— Όχι χάρισμα, όχι χάρισμα! Δε θα τολμούσα ποτέ! —πετάχτηκε πίσω απ’ τον ώμο της Βέρας ο
Λέμπεντεβ. — Θα μου τον πληρώσετε όσο κάνει. Είναι ο ιδιωτικός, ο οικογενειακός, ο πατρογονικός
μας Πούσκιν, έκδοση Ανιένκοβ, που τώρα είναι λίαν δυσεύρετος — δε θα σας πάρω καπίκι
παραπάνω απ’ την αξία του. Σας τον προσφέρω ευσεβάστως, θέλοντας να τον πουλήσω και
ταυτοχρόνως να ικανοποιήσω την ευγενική ανυπομονησία των ευγενεστάτων λογοτεχνικών
αισθημάτων της Αυτής Εξοχότητός σας.
— Αφού τον πουλάς, σ’ ευχαριστώ. Και βέβαια δεν πρόκειται να ζημιωθείς∙ μονάχα ν’ αφήσεις αυτά
τα καμώματα και τους μορφασμούς, πολύ σε παρακαλώ, πατερούλη. Έχω ακούσει για σένα, είσαι,
λένε, πολύ διαβασμένος∙ κάποτε θα κουβεντιάσουμε∙ θα μου τον φέρεις μοναχός σου σπίτι μου;
— Θα το θεωρήσω μεγάλη μου τιμή. Θα σας τον φέρω με μεγάλο σεβασμό και υπόληψη!—
εξακολουθούσε τις δουλοφροσύνες του ο Λέμπεντεβ κι ήταν καταχαρούμενος. Έπειτα άρπαξε τα
βιβλία απ’ τα χέρια της κόρης του.
— Το μόνο που με νοιάζει είναι να μην τον σκορπίσεις στο δρόμο∙ φέρ’ τον και χωρίς σεβασμό, αν
θέλεις, με τη συμφωνία μονάχα, — πρόστεσε κοιτάζοντάς τον επίμονα, — πως δε θα σ’ αφήσω να
περάσεις το κατώφλι∙ δεν έχω σκοπό να σε δεχτώ σήμερα. Την κόρη σου τη Βέρα στείλ’ την και
τώρα, αν θέλεις, μ’ αρέσει πολύ.
— Γιατί δε λέτε τίποτα για κείνους κει μέσα; — γύρισε ανυπόμονη η Βέρα στον πατέρα της. — Έτσι
όπως πάει, θα μπούνε μοναχοί τους: αρχίσανε και κάνουν φασαρία. Λέων Νικολάγιεβιτς, — γύρισε
κι είπε στον πρίγκιπα που ‘χε πάρει κιόλας το καπέλο του, — είναι ώρα που ήρθαν κάτι επισκέπτες
να σας δουν, τέσσερις νεαροί που περιμένουν μέσα και βρίζουνε, ο μπαμπάκας όμως δεν τους
αφήνει να ‘ρθουν εδώ.
— Τι επισκέπτες είν’ αυτοί; — ρώτησε ο πρίγκιπας.
— Λένε πως ήρθαν για δουλειά, μονάχα που είναι από κείνους που, αν δεν τους αφήσουμε τώρα,
δεν το ‘χουν σε τίποτα να σας σταματήσουν και στο δρόμο. Καλύτερα λέω να τους αφήσετε, Λέων
Νικολάγιεβιτς, για να ξεμπερδεύετε μια και καλή μαζί τους. Είναι μέσα ο Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς κι
ο Πτίτσιν και προσπαθούν να τους ησυχάσουν αυτοί όμως το χαβά τους.
— Ο γιος του Παυλίστσεβ! Ο γιος του Παυλίστσεβ! Δεν αξίζει τον κόπο, δεν αξίζει!— κούναγε τα
χέρια του ο Λέμπεντεβ. — Δεν αξίζει τον κόπο ούτε να τους ακούσει κανείς, και δεν ταιριάζει
καθόλου, εκλαμπρότατε πρίγκηψ, ν’ ανησυχήσετε τώρα γι’ αυτούς. Μάλιστα. Δεν αξίζουν την
παραμικρή προσοχή σας…
— Ο γιος του Παυλίστσεβ! Θεέ μου!— φώναξε ο πρίγκιπας τρομερά σαστισμένος. — Ξέρω… όμως
εγώ… έχω αναθέσει αυτή την υπόθεση στο Γαβρίλα Αρνταλιόνιτς. Τώρα μόλις ο Γαβρίλα
Αρνταλιόνιτς μου ‘λεγε πως…
Μα ο Γαβρίλα Αρνταλιόνιτς βγήκε κείνη τη στιγμή απ’ τα δωμάτια στη βεράντα κι από πίσω του ο
Πτίτσιν. Απ’ το πιο κοντινό δωμάτιο ακούστηκε φασαρία κι η δυνατή φωνή του στρατηγού Ιβόλγκιν
που ήθελε, λες, να σκεπάσει τις φωνές των άλλων. Ο Κόλια έτρεξε αμέσως να δει τι τρέχει.

— Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον!— παρατήρησε δυνατά ο Ευγένιος Παύλοβιτς.
«Ώστε λοιπόν, ξέρει περί τίνος πρόκειται!» σκέφτηκε ο πρίγκιπας.
— Ποιος είναι αυτός ο γιος του Παυλίστσεβ; Και… από πού ξεφύτρωσε αυτός ο γιος του
Παυλίστσεβ; — ρώταγε κατάπληκτος ο στρατηγός Ιβάν Φιοντόροβιτς, κοιτάζοντας με περιέργεια
γύρω του όλα τα πρόσωπα και βλέποντας με απορία πως είναι ο μόνος που δεν ξέρει αυτή την
καινούργια ιστορία.
Πραγματικά, η έξαψη κι η αναμονή ήταν γενική. Ο πρίγκιπας απόρησε βαθύτατα που μια εντελώς
προσωπική του υπόθεση είχε προφτάσει κιόλας να κινήσει τόσο πολύ το ενδιαφέρον όλων τους.
— Θα ‘ταν καλό να πηγαίνατε και να δίνατε ένα τέλος σ’ αυτή την υπόθεση τώρ’ αμέσως, σεις ο
ίδιος, — είπε η Αγλαΐα πλησιάζοντας με κάποια ιδιαίτερη σοβαρότητα τον πρί γκιπα, — και μας
όλους να μας επιτρέψετε να παρασταθούμε μάρτυρές σας. Θέλουν να σας κηλιδώσουν, πρίγκηψ,
πρέπει να δικαιώσετε θριαμβευτικά τον εαυτό σας και γω χαίρομαι για σας τρομερά εκ των
προτέρων.
— Και γω επίσης, θέλω να τελειώσει επιτέλους αυτή η ποταπή απαίτηση, — φώναξε η στρατηγίνα∙
— δώσ’ τους να καταλάβουν, πρίγκηψ, μην τους λυπάσαι! Μου φάγανε τ’ αυτιά μ’ αυτή την
υπόθεση και πολύ στεναχωρέθηκα εξαιτίας σου. Εξάλλου είμαι περίεργη να τους δω αυτούς τους
κυρίους. Φώναξέ τους και θα μείνουμε και μεις εδώ, καλά το σκέφτηκε η Αγλαΐα. Έχετε ακούσει
τίποτα για όλ’ αυτά, πρίγκηψ; — γύρισε και ρώτησε τον πρίγκιπα Σ..
— Και βέβαια έχω ακούσει, στο σπίτι σας μάλιστα. Έχω όμως ιδιαίτερη επιθυμία να δω αυτούς τους
νεαρούς, — απάντησε ο πρίγκιπας Σ..
— Αυτοί είναι οι μηδενιστές που λένε;
— Όχι, αυτούς δε θα μπορούσες να τους πεις μηδενιστές, — έκανε ένα βήμα μπροστά ο Λέμπεντεβ,
που κι αυτός έτρεμε σχεδόν απ’ την ταραχή του, — αυτοί είναι αλλιώτικοι, άλλο είδος άνθρωποι∙ ο
ανιψιός μου έλεγε πως προχώρησαν πιο πέρα απ’ τους μηδενιστές. Άδικα νομίζει η εξοχότητά σας
πως θα τους κάνετε να τα χάσουν με την παρουσία σας, δεν πρόκειται να τα χάσουν. Οι μηδενιστές,
όσο να ‘ναι, είναι καμιά φορά άνθρωποι πολύξεροι και μάλιστα μερικοί απ’ αυτούς και
σπουδασμένοι— αυτοί όμως προχώρησαν πιο μακριά γιατί πρώτα απ’ όλα είναι πρακτικοί,
άνθρωποι των επιχειρήσεων. Είναι μάλλον μερικά απ’ τ’ αποτελέσματα του μηδενισμού, δεν τον
έχουν πάρει όμως από πρώτο χέρι μα απ’ ό,τι έτυχε ν’ ακούσουν από δω κι από κει και δεν
εκδηλώνονται με τίποτα αρθράκια σε περιοδικά, μα απευθείας στην πράξη∙ εδώ πια δε γίνεται
λόγος για το πως λόγου χάρη ο Πούσκιν δεν αξίζει πεντάρα ούτε για το πως η Ρωσία θα πρέπει να
διαμελιστεί σε εθνότητες∙ πάνε αυτά∙ τώρα πια το θεωρούν δικαίωμά τους να μη σταματήσουν
μπροστά σε κανένα εμπόδιο, αν θέλουν οπωσδήποτε ν’ αποκτήσουν κάτι, έστω κι αν πρόκειται να
ξεπαστρέψουν οχτώ άτομα για να κάνουν το κέφι τους. Ωστόσο, πρίγκηψ, παρ’ όλ’ αυτά εγώ δε θα
σας συμβούλευα να…
Ο πρίγκιπας όμως πήγαινε κιόλας ν’ ανοίξει την πόρτα στους επισκέπτες.
— Τους συκοφαντείτε, Λέμπεντεβ, — πρόφερε χαμογελώ ντας, — σας πίκρανε πολύ ο ανιψιός σας.
Μην τον πιστεύετε, Λιζαβέτα Προκόφιεβνα. Σας βεβαιώ πως οι Γκόρσκη κι οι Ντα νίλοβ είναι
μεμονωμένες περιπτώσεις κι αυτοί εδώ… έχουν πέσει έξω… κάνουν λάθος, αυτό είναι όλο…
Μονάχα δε θα ‘θελα να τους δω εδώ, μπροστά σε όλους. Να με συγχωρείτε, Λιζαβέτα Προκόφιεβνα,
θα ‘ρθούν εδώ, θα σας τους δείξω κι ύστερα θα τους πάρω μέσα. Περάστε, κύριοι!

Πολύ περισσότερο τον ανησυχούσε μια άλλη βασανιστική σκέψη. Όλη την ώρα σκεφτόταν κι έλεγε
μέσα του: μήπως τα ‘χε κανονίσει κανένας ώστε να συμπέσει αυτή η υπόθεση τώρα, αυτή την ώρα
ακριβώς, μήπως τα ‘χε κανονίσει απ’ τα πριν έτσι που αυτοί ακριβώς οι μάρτυρες που μπορεί να
περιμένανε το θρίαμβό του, να παρασταθούν στον εξευτελισμό του; Θλιβόταν όμως υπερβολικά για
την «παράλογη και μοχθηρή καχυποψία του». Θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να μάθει κανείς πως
του πέρναγε μια τέτοια σκέψη απ’ το μυαλό, και τη στιγμή που μπήκανε οι καινούργιοι επισκέπτες
του, θεωρούσε ειλικρινά τον εαυτό του σαν τον έσχατο, από ηθική άποψη, απ’ όλους όσοι
βρίσκονταν γύρω του.
Μπήκανε πέντε άνθρωποι∙ τέσσερις καινούργιοι επισκέπτες και πέμπτος από πίσω τους ο
στρατηγός Ιβόλγκιν. Ο στρατηγός βρισκόταν σ’ έξαψη, ήταν ταραγμένος και τον είχε πιάσει κρίση
ρητορείας. «Αυτός πια είναι το δίχως άλλο με το μέρος μου!» σκέφτηκε χαμογελώντας ο πρίγκιπας.
Ο Κόλια βγήκε κι αυτός στη βεράντα μαζί με τους άλλους: κάτι έλεγε φουριόζος στον Ιππόλυτο που
ήταν ένας απ’ τους επισκέπτες∙ ο Ιππόλυτος τον άκουγε και χαμογελούσε ειρωνικά.
Ο πρίγκιπας έβαλε τους επισκέπτες να κάτσουν. Όλοι τους ήταν τόσο νεαροί, τόσο ανήλικοι
μάλιστα, που θα μπορούσε κανείς ν’ απορήσει πολύ, τόσο με το περιστατικό, όσο και με τη φασαρία
που προκάλεσαν. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς Επάντσιν, λόγου χάρη, που δεν ήξερε τίποτα και δεν
καταλάβαινε τίποτα απ’ όλη αυτή την «καινούργια υπόθεση», έφτασε στο σημείο ν’ αγανακτήσει
μάλιστα βλέποντας αυτά τα παιδαρέλια και σίγουρα θα ‘βρισκε κάποιον τρόπο να διαμαρτυρηθεί
αν δεν τον σταματούσε το παράξενα θερμό ενδιαφέρον που έδειχνε η σύζυγός του για τα
προσωπικά συμφέροντα του πρίγκιπα. Ωστόσο, έμεινε πρώτον από περιέργεια και δεύτερον γιατί
ήταν άνθρωπος με καλή καρδιά, κι είχε μάλιστα την ελπίδα πως σε κάτι θα μπορούσε να βοηθήσει
και, όπως και να ‘ταν, να φανεί χρήσιμος με το κύρος του∙ όμως η υπόκλιση που του έκανε από
μακριά ο στρατηγός Ιβόλγκιν, καθώς βγήκε στη βεράντα, τον έκανε και πάλι ν’ αγανακτήσει∙
σκυθρώπιασε κι αποφάσισε να μη βγάλει λέξη.
Για να λέμε την αλήθεια, ανάμεσα στους τέσσερις νεαρούς επισκέπτες του πρίγκιπα, ήταν κι ένας
που θα κόντευε τα τριάντα∙ ήταν ο απόστρατος ανθυπολοχαγός απ’ την παρέα του Ραγκόζιν, κείνος
ο μποξέρ που «έδινε κι ο ίδιος δεκαπέντε ρούβλια στους ζητιάνους». Μάντευε κανείς πως
συνοδεύει τους άλλους για να τους δώσει κουράγιο, σαν εγκάρδιος φίλος και, εν περιπτώσει
ανάγκης, να τους παράσχει όλη του την υποστήριξη. Απ’ τους άλλους την πρώτη θέση και τον πρώτο
ρόλο τον είχε κείνος που τον λέγανε «γιο του Παυλίστσεβ», μόλο που συστήθηκε Αντίπ
Μπουρντόβσκη. Ήταν ένας νέος φτωχά και άτσαλα ντυμένος, μ’ ένα σουρτούκο που τα μανίκια του
γυάλιζαν σαν καθρέφτες απ’ τη λίγδα, μ’ ένα λιπαρό, κουμπωμένο ως απάνω γελεκάκι, με
ανύπαρκτο πουκάμισο, μ’ ένα κασκόλ μαύρο και μεταξωτό που ήταν μέχρις απελπισίας βρόμικο και
χιλιοστριμμένο έτσι που ‘χε καταντήσει σαν σουραύλι∙ τα χέρια του ήταν άπλυτα, το πρόσωπό του
γεμάτο σπυριά, τα μαλλιά του κατάξανθα και, αν στέκει αυτή η έκφραση, το βλέμα του ήταν αθώα
ξετσίπωτο. Ήταν μάλλον ψηλός, ξερακιανός, κάπου είκοσι δύο χρονώ. Στο πρόσωπό του δε
φαινόταν ούτε η παραμικρή ειρωνεία, ούτε η παραμικρή σκέψη∙ απεναντίας η πλήρης και ηλίθια
πεποίθηση στα δικαιώματά του και ταυτόχρονα ένα κάτι που έφτανε ως την παράξενη κι
ακατάπαυστη ανάγκη να ‘ναι και να νιώθει συνεχώς τον εαυτό του προσβλημένο. Μίλαγε
ταραγμένος, βιαζόταν και κόμπιαζε, λες και δεν τις πρόφερνε ολάκερες τις λέξεις, σάμπως να ‘ταν
ψευδός ή ακόμα και ξένος, μόλο που η καταγωγή του ήταν καθαρά ρωσική.
Τον συνόδευαν, πρώτον ο γνωστός στον αναγνώστη ανιψιός του Λέμπεντεβ και δεύτερον ο
Ιππόλυτος. Ο Ιππόλυτος ήταν πολύ νέος, κάπου δεκαεφτά χρονώ, μπορεί και δεκαοχτώ, με έξυπνη
μα πάντοτε ερεθισμένη έκφραση στο πρόσωπό του, όπου η αρρώστια είχε αφήσει τα τρομερά της
ίχνη. Ήταν αδύνατος σαν σκελετός, ωχροκίτρινος, τα μάτια του άστραφταν και δυο κόκκινοι λεκέδες
τού φλόγιζαν τα μάγουλα. Έβηχε ασταμάτητα. Η κάθε του λέξη, σχεδόν η κάθε του ανάσα,
συνοδευόταν από ‘να ρόγχο στο λαιμό. Έβλεπες πως είναι φυματικός σε προχωρημένο στάδιο. Είχε

κανείς την εντύπωση πως δε θα ζούσε παραπάνω από δυο τρεις βδομάδες. Είχε πολύ κουραστεί κι
έκατσε πρώτος απ’ όλους στην καρέκλα. Οι άλλοι, βγαίνοντας στη βεράντα, πήραν ύφος ευγενικό,
σάμπως να σάστισαν κιόλας λιγάκι∙ τους κοίταζαν ωστόσο όλους «αφ’ υψηλού» και φαίνονταν να
φοβούνται μη χάσουν κατά κάποιον τρόπο την αξιοπρέπειά τους, πράμα που ερχόταν σε παράξενη
αντίθεση με τη φήμη που είχαν, πως είναι δηλαδή αρνητές όλων των άχρηστων κοσμικών
λεπτομερειών, των προλήψεων και σχεδόν των πάντων, εκτός απ’ τα προσωπικά τους συμφέροντα.
— Αντίπ Μπουρντόβσκη, — είπε γρήγορα‐γρήγορα, κομπιά ζοντας ο «γιος του Παυλίστσεβ».
— Βλαδίμηρος Ντοκτορένκο, — συστήθηκε ο ανιψιός του Λέμπεντεβ, καθαρά, καλοπροφερμένα,
λες και το ‘χε καμάρι του πως είναι Ντοκτορένκο.
— Κέλερ!— μουρμούρισε ο απόστρατος ανθυπολοχαγός.
— Ιππόλυτος Τερέντιεβ, — τσίριξε αναπάντεχα με λεπτή φωνή ο τελευταίος. Όλοι τους
τακτοποιήθηκαν τέλος στη σειρά, σε καρέκλες, απέναντι απ’ τον πρίγκιπα και όλοι τους συστήθηκαν
αμέσως, έσμιξαν τα φρύδια τους και, για να πάρουν κουράγιο, πέρασαν απ’ το ένα χέρι στ’ άλλο το
κασκέτο τους, όλοι τους ετοιμάστηκαν να μιλήσουν κι ωστόσο όλοι μείναν σιωπηλοί, λες και κάτι
περιμένανε με ύφος προκλητικό όπου το ‘βλεπες αμέσως πως σκέφτονται: «α, όχι αδερφέ μου, σε
γελάσανε, δε μας τη σκας!» Το ‘νιωθες πως θα ‘φτανε να κάνει κάποιος τους την αρχή και να
προφέρει την πρώτη λέξη για ν’ αρχίσουν αμέσως να μιλάνε όλοι μαζί, προλαβαίνοντας και
διακόπτοντας ο ένας τον άλλον.

VIII
ΚΥΡΙΟΙ, ΔΕΝ περίμενα κανέναν από σας, — άρχισε ο πρίγκιπας. — Ως τα σήμερα ήμουν άρρωστος,
όσο για την υπόθεσή σας (γύρισε στον Αντίπ Μπουρντόβσκη) την ανέθεσα εδώ κι ένα μήνα στο
Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς Ιβόλγκιν, όπως σας πληροφόρησα αμέσως τότε. Εξάλλου, δεν έχω καμιάν
αντίρρηση για μια προσωπική εξήγηση, παραδεχτείτε όμως πως η ώρα είναι λίγο ακατάλληλη… θα
σας πρότεινα να πάμε στο άλλο δωμάτιο, αν είναι να μην αργήσουμε… Εδώ τώρα βρίσκονται οι
φίλοι μου και πιστέψτε με…
— Φίλους… όσους θέλετε, επιτρέψτε μου ωστόσο, — τον διέκοψε ξάφνου με πολύ έντονο ύφος,
παρ’ όλο που δεν ύψωνε ακόμα και τόσο τη φωνή του, ο ανιψιός του Λέμπεντεβ, —επιτρέψτε μας
και μας να δηλώσουμε πως θα μπορούσατε να μας φερθείτε λίγο καλύτερα και να μη μας έχετε να
σας περιμένουμε δυο ολάκερες ώρες στο δωμάτιο των υπηρετών σας…
— Και φυσικά… και γω… κάτι τέτοια μονάχα οι πρίγκιπες τα κάνουν! Κι αυτό… εσείς, να πει πως
είστε στρατηγός! Και γω δεν είμαι κάνας λακές σας! Και γω… εγώ… —άρχισε ξάφνου και
μουρμούριζε ο Αντίπ Μπουρντόβσκη τρομερά ταραγμένος και τα χείλη του έτρεμαν, κι η φωνή του
έτρεμε και κείνη απ’ το μεγάλο του παράπονο για την προσβολή που του κάνανε∙ σταγόνες σάλιου
πετάχτηκαν απ’ το στόμα του, λες κι είχε σκάσει ολάκερος σα σαπουνόφουσκα, μα ξάφνου άρχισε
να μιλάει τόσο γρήγορα που απ’ τη δέκατη λέξη του ήταν αδύνατο πια να τον καταλάβεις.
— Μονάχα πρίγκιπες τα κάνουν κάτι τέτοια!— φώναξε με τσιριχτή, ραγισμένη φωνή ο Ιππόλυτος.
— Αν μου τύχαινε εμένα κάτι τέτοιο, —γκρίνιαξε ο μποξέρ, — αν δηλαδή το πράμα αφορούσε
προσωπικά εμένα, την τιμή μου, τότε εγώ στη θέση του Μπουρντόβσκη… εγώ…
— Κύριοι, μόλις πριν ένα λεπτό το ‘μαθα πως είστε δω, μα το Θεό σάς λέω, —ξανάπε ο πρίγκιπας.
— Δεν τους φοβόμαστε, πρίγκηψ, τους φίλους σας, όποιοι και να ‘ναι, γιατί έχουμε το δίκιο με το
μέρος μας, — δήλωσε και πάλι ο ανιψιός του Λέμπεντεβ.
— Επιτρέψτε μου ωστόσο να σας ρωτήσω, τι δικαίωμα είχατε, — τσίριξε και πάλι ο Ιππόλυτος,
τούτη τη φορά όμως πολύ ξαναμμένος,— να θέσετε την υπόθεση του Μπουρντόβσκη στην κρίση
των φίλων σας; Μα εμείς μπορεί και να μην έχουμε ανάγκη καθόλου την κρίση των φίλων σας. Το
ξέρουμε πολύ καλά τι σόι δικαστάδες μπορεί να ‘ναι οι φίλοι σας!
— Μα επιτέλους, κύριε Μπουρντόβσκη, αν δε θέλετε να μιλήσετε εδώ, — τα κατάφερε τέλος να
παρεμβάλει μια κουβέντα ο πρίγκιπας που ‘χε απορήσει πολύ με μια τέτοια αρχή, — σας το
ξαναλέω και πάλι, πάμε τώρα αμέσως στο άλλο δωμάτιο και σας το τονίζω γι’ άλλη μια φορά πως
μόλις τώρα έμαθα πως ήρθατε…
— Μα δεν έχετε το δικαίωμα, δεν έχετε το δικαίωμα, δεν έχετε το δικαίωμα!… Τους φίλους σας…
Να!— άρχισε ξάφνου βιαστικά ο Μπουρντόβσκη κοιτάζοντας άγρια και τρομαγμένα γύρω του και
φλογιζόταν όλο και περισσότερο όσο περισσότερο δυσπιστούσε κι ένιωθε να δειλιάζει.— Δεν έχετε
το δικαίωμα! — και σαν το πρόφερε αυτό, σταμάτησε απότομα, λες κι έκοψε τη φράση με μαχαίρι,
και γουρλώνοντας σιωπηλός τα μυωπικά, τα πολύ ξεπεταμένα μάτια του που είχαν χοντρές κόκκινες
φλεβίτσες, κάρφωσε ερωτηματικά το βλέμμα του στον πρίγκιπα, σκύβοντας μπροστά ολόκληρος.
Ετούτη πια τη φορά τόσο πολύ απόρησε ο πρίγκιπας, που σώπασε κι αυτός και τον κοίταζε
γουρλώνοντας τα μάτια χωρίς να βγάζει λέξη.
— Λέων Νικολάγιεβιτς!— φώναξε ξάφνου η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα:— Να, διάβασε αυτό, τώρ’

αμέσως, τούτη τη στιγμή, έχει άμεση σχέση με την υπόθεσή σου.
Του ‘δωσε βιαστικά μια εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα και του ‘δειξε με το δάχτυλο ένα άρθρο. Ο
Λέμπεντεβ, όταν ακόμα βγαίνανε στη βεράντα οι επισκέπτες, είχε πλησιάσει απ’ το πλάι τη Λιζαβέτα
Προκόφιεβνα (πάσκιζε με κάθε τρόπο να της φανεί ευχάριστος) και, χωρίς να πει λέξη, έβγαλε απ’
την τσέπη του σακακιού του αυτή την εφημερίδα, την έβαλε μπροστά στα μάτια της, δείχνοντας μια
στήλη που την είχε σημειώσει με μολύβι. Αυτό που ‘χε προφτάσει κιόλας να διαβάσει η Λιζαβέτα
Προκόφιεβνα, της έκανε τρομερή εντύπωση και την ανησύχησε.
— Δε θα ‘ταν καλύτερο ωστόσο να μη διαβαστεί δυνατά; — έκανε ο πρίγκιπας πολύ σαστισμένος.—
Θα προτιμούσα να το διαβάσω μόνος μου… αργότερα…
— Τότε λοιπόν διάβασέ το εσύ, διάβασέ το τώρα αμέσως, δυνατά, δυνατά! — γύρισε η Λιζαβέτα
Προκόφιεβνα στον Κόλια αρπάζοντας ανυπόμονα την εφημερίδα απ’ τα χέρια του πρίγκιπα.—
Δυνατά για να τ’ ακούσουν όλοι.
Η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα ήταν μια κυρία με απότομα ξεσπάσματα και ιδιοτροπίες έτσι που, αρκετές
φορές, σήκωνε χωρίς να το πολυσκεφτεί όλες τις άγκυρες κι έκανε πανιά για το πέλαγος, χωρίς να
νοιαστεί για τον καιρό. Ο Ιβάν Φιοντόροβιτς ανακάθισε ανήσυχος. Στο μεταξύ όλοι τους έμειναν
ασάλευτοι περιμένοντας με απορία. Μα πριν προλάβει κανένας τους να συνέλθει απ’ την
κατάπληξη, ο Κόλια ξεδίπλωσε την εφημερίδα κι άρχισε να διαβάζει δυνατά απ’ το μέρος που
βιάστηκε να του δείξει ο Λέμπεντεβ:
«Οι Προλετάριοι κι οι Επίγονοι, επεισόδιο απ’ τις ημερήσιες και καθημερινές ληστείες!
Πρόοδος ! Μεταρρύθμιση ! Δικαιοσύνη ! »
«Παράξενα πράγματα συμβαίνουν στην ούτω πως αποκαλουμένην Αγίαν Ρωσίαν μας, τώρα στον
αιώνα μας των μεταρρυθμίσεων και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας των εταιριών, τον αιώνα του
εθνικού ζητήματος και των εκατοντάδων εκατομμυρίων που εξαποστέλλονται κάθε χρόνο στο
Εξωτερικό, τον αιώνα της ενθαρρύνσεως της Βιομηχανίας και της παραλύσεως των εργατικών
χειρών! κ.τ.λ. κ.τ.λ. δεν είναι δυνατό να τ’ απαριθμήσει κανείς όλα, κύριοι, και γι’ αυτό ας έρθουμε
στο προκείμενο. Συνέβη μια παράξενη περιπέτεια μ’ έναν επίγονο της πάλαι ποτέ τσιφλικάδικης
αριστοκρατίας μας (de profundis!) Εδώ που τα λέμε, πρόκειται για έναν από κείνους τους επιγόνους
που οι παππούδες τους είχαν προφτάσει κιόλας και χάσανε τις περιουσίες τους στις ρουλέτες, οι
πατεράδες τους αναγκάστηκαν να υπηρετήσουν υπίλαρχοι και υπολοχαγοί και τις περισσότερες
φορές πέθαναν ενώ ακόμα εξακολουθούσε η δίκη τους για κάποιο αθώο λογιστικό λάθος στα
χρήματα του δημοσίου, και τα παιδιά των οποίων, όπως κι ο ήρωας της αφηγήσεώς μας, ή
μεγαλώνουν ηλίθιοι ή βρίσκονται μπλεγμένοι σε υποθέσεις ποινικές, οπότε, εδώ που τα λέμε, οι
ένορκοι φροντίζουν να τους αθωώσουν χάριν νουθεσίας και συμμορφώσεως ή τέλος καταλήγουν να
δημιουργούν ένα από κείνα τα ανέκδοτα που αφήνουν κατάπληκτο το κοινό και ντροπιάζουν την
εποχή μας που και δίχως όλ’ αυτά είναι ήδη εποχή επαίσχυντη. Ο επίγονος που λέμε, εδώ κι έξι
μήνες, φορώντας γκέτες σαν τους ξένους και τρέμοντας απ’ το κρύο μέσα στην ελαφριά του μπέρτα,
γύρισε χειμώνα καιρό στη Ρωσία απ’ την Ελβετία όπου έκανε θεραπεία ηλιθιότητας (sic!). Θα πρέπει
να παραδεχτούμε πως ήταν τυχερός, τόσο που, για να μην αναφέρουμε την ενδιαφέρουσα
ασθένειά του, που πήγε να τη θεραπεύσει στην Ελβετία (μα είναι ποτέ δυνατό να κάνει κανείς
θεραπεία για να του περάσει η ηλιθιότητα, για φανταστείτε το!!), θα μπορούσε ν’ αποδείξει με την
περίπτωσή του πόσο σωστή είναι η ρωσική παροιμία που λέει: “η τύχη βοηθάει τους χαζούς!”
Κρίνετε μόνοι σας: μένοντας ορφανός, βυζανιάρικο μωρό, σαν πέθανε ο πατέρας του— που λένε
πως ήταν υπολοχαγός και πέθανε καταδικασμένος απ’ το στρατοδικείο επειδή έχασε στα χαρτιά
μέσα σε μια νύχτα όλα τα χρήματα του λόχου, ίσως μάλιστα κι επειδή το παράκανε στο μαστίγωμα
ενός φαντάρου (αυτά γίνονταν τον παλιό καλό καιρό, θυμάστε κύριοι!) το βαρόνο μας τον πήρε από

ευσπλαχνία και τον ανάστησε ένας πολύ πλούσιος Ρώσος γαιοχτήμονας. Αυτός ο Ρώσος
γαιοκτήμονας — ας τον ονομάσουμε Π. — κάτοχος τον παλιό καλό καιρό τεσσάρων χιλιάδων
δουλοπάροικων ψυχών (δουλοπάροικες ψυχές! Μπορείτε να την καταλάβετε, κύριοι, αυτή την
έκφραση; Εγώ δεν την καταλαβαίνω. Θα πρέπει ν’ ανοίξει κανείς ένα χοντρό λεξικό: “Κάτι πολύ
πρόσφατο μα σχεδόν απίστευτο”) ήταν, καθώς φαίνεται, ένας από κείνους τους Ρώσους
ακαμάτηδες και τους χαραμοφάηδες που πέρναγαν την τεμπέλικη ζωή τους στο Εξωτερικό, το
καλοκαίρι στις ιαματικές πηγές και το χειμώνα στο Παρίσι, στο Σατώ ντε Φλερ, όπου άφηναν
αστρονομικά ποσά. Θα μπορούσε κανείς να πει με σιγουριά πως τουλάχιστο το ένα τρίτο από κείνα
που εισέπρατταν απ’ τους δουλοπάροικους πήγαινε στα θυλάκια του ιδιοκτήτη του παρισινού Σατώ
ντε Φλερ (ευτυχής θνητός!) Πάντως, όπως και να ‘ταν, ο ευκατάστατος Π. ανάθρεψε τον ορφανό του
μικροάρχοντα πριγκιπικά, του μίσθωνε παιδαγωγούς και γκουβερνάντες (ομορφούλες φυσικά) που
τις έφερνε ο ίδιος επί τη ευκαιρία απ’ το Παρίσι. Όμως, ο τελευταίος επίγονος του μεγάλου τζακιού,
ήταν ηλίθιος. Οι γκουβερνάντες του Σατώ ντε Φλερ δεν τα κατάφεραν να τον κάνουν άνθρωπο και,
ως τα είκοσί του χρόνια, ο αναθρεφτός μας δεν έμαθε να μιλάει καμιά γλώσσα, μηδέ της ρωσικής
εξαιρουμένης. Το τελευταίο αυτό, εδώ που τα λέμε, μπορεί κανείς να του το συγχωρήσει. Τελικά, το
τσιφλικάδικο μυαλό του Π. φαντάστηκε πως ο ηλίθιος μπορεί να σπουδάσει εξυπνάδα στην
Ελβετία. Εδώ που τα λέμε, η φαντασιοπληξία αυτή ήταν λογική: ένας χαραμοφάης και ιδιοκτήτης
ήταν πολύ φυσικό να φανταστεί πως, αν έχεις λεφτά, μπορεί ν’ αγοράσεις και μυαλό ακόμα στην
αγορά, πολλώ μάλλον στην Ελβετία. Πέρασαν πέντε χρόνια θεραπείας στην Ελβετία, σ’ έναν κάποιο
διάσημο καθηγητή και ξοδεύτηκαν πολλές χιλιάδες γι’ αυτή την υπόθεση: εννοείται πως ο ηλίθιος
δεν έγινε έξυπνος, λένε όμως πως άρχισε κι έμοιαζε όσο να ‘ναι με άνθρωπο — και πάλι έτσι κι έτσι.
Ξάφνου ο Π. πεθαίνει αναπάντεχα. Διαθήκη, εννοείται, καμιά. Οι υποθέσεις του, όπως γίνεται
συνήθως, πολύ μπλεγμένες∙ οι άπληστοι κληρονόμοι σωρός, κι όλοι αυτοί δε δίνουν πεντάρα για
τον τελευταίο επίγονο που κάνει θεραπεία ηλιθιότητος στην Ελβετία. Ο επίγονος, μόλο που ήταν
ηλίθιος, πάσκισε ωστόσο να ξεγελάσει τον καθηγητή του και λένε πως τα κατάφερε και
θεραπευόταν στο ίδρυμά του δωρεάν, κρύβοντάς του δυο ολάκερα χρόνια το θάνατο του ευεργέτη
του. Μα κι ο καθηγητής δεν ήταν μικρός τσαρλατάνος… Βλέποντας απ’ τη μια πως δεν τον
πληρώνουν, κι απ’ την άλλη πως ο χαραμοφάης του έχει όρεξη λύκου, του φόρεσε τις παλιές του
γκέτες, του χάρισε την τριμμένη του πελερίνα και τον ξαπόστειλε— από ευσπλαχνία — τρίτη θέση
σιδηροδρομικώς nach Russland (για τη Ρωσία) κι έτσι τον ξεφορτώθηκε. Θα ‘λεγε κανείς πως η τύχη
είχε γυρίσει στον ήρωά μας τη ράχη της. Αμ δε: η τύχη που σκοτώνει με τον εκ πείνης θάνατο
ολάκερους νομούς, ρίχνει όλα της τα δώρα μονομιάς στον αριστοκρατάκο, όπως το “Σύννεφο” του
Κρυλόβ που πέρασε πάνω απ’ το ξερό χωράφι κι έριξε όλη τη βροχή του στον ωκεανό. Την ίδια
σχεδόν στιγμή που έφτασε απ’ την Ελβετία στην Πετρούπολη, πέθανε στη Μόσχα ένας συγγενής της
μητέρας του (που κράταγε, εννοείται, από γενιά εμπόρων) ένας γέρος άκληρος με μεγάλη γενειάδα
και παλαιόθρησκος που του άφησε μερικά εκατομμύρια κληρονομιά—απρόσβλητη κληρονομιά,
στρογγυλή, καθαρή, σε μετρητά (να τα ‘χαμε εμείς, αναγνώστη!) κι όλ’ αυτά τα τσέπωσε ο επίγονός
μας, ο βαρόνος μας, που πήγε να θεραπεύσει την ηλιθιότητά του στην Ελβετία! Ε, σαν έγινε αυτό,
άλλαξε το τροπάρι. Γύρω απ’ το βαρόνο μας, με τις γκέτες, που είχε ξετρελαθεί με μια γνωστή
σπιτωμένη καλλονή, μαζεύτηκε ξαφνικά ένα ολάκερο μπουλούκι φίλων, βρεθήκανε μάλιστα και
συγγενείς και πάνω απ’ όλα μάτσο και ντουνιάς οι ευγενικές δεσποινίδες που κάνουν κρα να
παντρευτούν νομίμως— και τι καλύτερο θα μπορούσαν αλήθεια να ποθήσουν; Αριστοκράτης,
εκατομμυριούχος, ηλίθιος, όλα τα χαρίσματα επί ταυτώ, έναν τέτοιο σύζυγο και με το φανάρι να τον
ψάχνεις δεν τον βρίσκεις, μήτε παραγγελία να τον είχαν!…»
— Αυτό… αυτό, μα δεν το καταλαβαίνω!— φώναξε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, έξω φρενών απ’ το θυμό
του.
— Σταματείστε, Κόλια!— φώναξε ο πρίγκιπας ικετευτικά. Ακούστηκαν ξεφωνητά από παντού.
— Να συνεχίσει! Να συνεχίσει το δίχως άλλο!—είπε κοφτά η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα κι ήταν φανερό

πως κατέβαλλε μεγάλες προσπάθειες για να συγκρατηθεί. —Πρίγκηψ! Αν σταματήσει— θα τα
χαλάσουμε!
Δε γινόταν τίποτα. Ο Κόλια, κόκκινος, ταραγμένος, συνέχισε την ανάγνωση.
Η έξαψή του ήταν μεγάλη.
«Όμως, όσο ο νεόπλουτος εκατομμυριούχος μας βρισκόταν, ούτως ειπείν, εις τους εβδόμους
ουρανούς, συνέβη ένα εντελώς άσχετο περιστατικό. Ένα ωραίο πρωί, ήρθε και τον ζήτησε ένας
επισκέπτης με ήρεμο κι αυστηρό πρόσωπο∙ μιλούσε ευγενικά, δίκαια ωστόσο και μ’ αξιοπρέπεια,
ήταν ντυμένος σεμνά και σοβαρά, η σκέψη του είχε μια φανερή προοδευτική απόχρωση, και με δυο
λόγια τού εξήγησε την αιτία τη επισκέψεώς του: αυτός είναι ένας γνωστός δικηγόρος∙ ένας νέος τού
είχε αναθέσει μιαν υπόθεση∙ ήρθε τώρα ως πληρεξούσιός του. Αυτός ο νέος είναι, ούτε λίγο ούτε
πολύ, ο γιος του μακαρίτη του Π., μόλο που έχει άλλο επίθετο. Ο φιλήδονος Π. είχε αποπλανήσει
όταν ήταν νέος μια τίμια, φτωχή κοπέλα, που υπηρετούσε σπίτι του, μα που είχε ωστόσο μόρφωση
ευρωπαϊκή (και εννοείται πως για να την ξελογιάσει χρησιμοποίησε όλη τη δύναμή του σαν
αφεντικό της που ήταν) και βλέποντας πως όπου να ‘ναι θα φανεί το αναπόφευκτο αποτέλεσμα των
ερώτων του, την πάντρεψε γρήγορα‐γρήγορα μ’ έναν επαγγελματία, μ’ έναν υπάλληλο μάλλον, που
είχε ευγενέστατο χαρακτήρα και αγαπούσε από παλιά αυτή την κοπέλα. Στην αρχή βοηθούσε το
νιόπαντρο ζευγάρι, σε λίγο όμως ο άντρας της, όντας άνθρωπος μ’ ευγενέστατο χαρακτήρα, είπε
πως δε θα ξαναδεχτεί τίποτα πια απ’ το χέρι του. Πέρασε αρκετός καιρός κι ο Π., λίγο‐λίγο
πρόφτασε και ξέχασε και την κοπέλα και το γιο που ‘χε αποκτήσει μαζί της κι αργότερα, όπως είναι
ήδη γνωστό, πέθανε χωρίς ν’ αφήσει διαθήκη. Στο μεταξύ ο γιος, που γεννήθηκε όταν πια η μητέρα
του είχε νομίμως παντρευτεί, μεγάλωσε με άλλο όνομα και υιοθετήθηκε πλήρως απ’ το σύζυγο της
μητέρας—γιατί ήταν άνθρωπος με ευγενικό χαρακτήρα. Όταν πέθανε ο θετός του πατέρας, ο νέος
έμεινε ολομόναχος κι έπρεπε να τα βολεύει όπως μπορούσε κι είχε και την άρρωστη μητέρα του
που υπόφερε παράλυτη σε μια μακρινή επαρχία∙ ο νέος ζούσε στην πρωτεύουσα και κέρδιζε το
ψωμί του με τον τίμιο μόχθο του δίνοντας μαθήματα σε παιδιά εμπόρων κι έτσι μπόρεσε να
τελειώσει στην αρχή το γυμνάσιο κι ύστερα συνέχισε να παρακολουθεί χρήσιμες γι’ αυτόν διαλέξεις,
έχοντας υπ’ όψη του ένα μελλοντικό σκοπό. Μα τι να σου κάνουν τα μαθήματα στους εμπόρους
όταν πληρώνονται με καπίκια, όταν μάλιστα έχεις και τη μητέρα σου άρρωστη στο κρεβάτι∙ ακόμα
κι ο θάνατός της στη μακρινή επαρχία δεν τον ξαλάφρωσε καθόλου. Και τώρα γεννάται το ερώτημα:
τι θα ‘ταν δίκαιο να κάνει ο επίγονός μας; Εσείς φυσικά, αναγνώστες, νομίζετε πως σκέφτηκε ως
εξής: “Σ’ όλη μου τη ζωή εκμεταλλεύτηκα τις ευεργεσίες του Π. για την ανατροφή μου, για τις
γκουβερνάντες και τη θεραπεία που έκανα στην Ελβετία για να μου περάσει η ηλιθιότητα. Ο Π.
ξόδεψε χιλιάδες και να που τώρα βρίσκομαι με εκατομμύρια κι ο ευγενικός χαρακτήρας του γιου
του Π., που δε φταίει τίποτα για τα σφάλματα του ελαφρόμυαλου πατέρα του που τον ξέχασε,
χάνεται δίνοντας μαθήματα. Όλα όσα ξοδευτήκανε για μένα, θα ‘ταν δίκαιο να ξοδευτούν γι’ αυτόν.
Όλ’ αυτά τα τεράστια ποσά που ξοδεύτηκαν για μένα, ουσιαστικά δεν είναι δικά μου. Δεν ήταν
παρά ένα τυφλό λάθος της τύχης∙ θα ‘πρεπε να τα ‘χε πάρει ο γιος του Π.. Γι’ αυτόν θα ‘πρεπε να
‘χαν ξοδευτεί κι όχι για μένα—που δεν ήμουν παρά ένα φανταστικό καπρίτσιο του ελαφρόμυαλου
και ξεχασιάρη Π.. Αν ήμουν απόλυτα ευγενής, λεπτός, δίκαιος, θα ‘πρεπε να δώσω στο γιο του τη
μισή μου κληρονομιά, όμως, μια και πριν απ’ όλα είμαι άνθρωπος υπολογιστικός και καταλαβαίνω
πολύ καλά πως αυτή η υπόθεση δεν μπορεί να φτάσει στα δικαστήρια, δεν πρόκειται βέβαια να του
δώσω τα μισά μου εκατομμύρια. Τουλάχιστον όμως, θα ‘ταν τρομερά ταπεινό κι επαίσχυντο από
μέρος μου (ο επίγονος ξέχασε πως θα ‘ταν και ασύμφορο) αν δεν του επέστρεφα τις δεκάδες τα
χιλιάρικα που ξόδεψε για την ηλιθιότητά μου ο Π.. Κάθε ευσυνείδητος και δίκαιος άνθρωπος αυτό
θα ‘κανε! Γιατί, τι θα ‘χα απογίνει εγώ αν ο Π. δε μ’ έπαιρνε να μ’ αναθρέψει κι αντί για μένα
φρόντιζε για το γιο του;”
»Κι όμως όχι, κύριοι! Οι επίγονοι μας δε σκέφτονται έτσι. Όσα επιχειρήματα κι αν του ‘φερε ο

δικηγόρος του νέου, που ανέλαβε να φροντίσει για την υπόθεσή του μόνο και μόνο από φιλία και
σχεδόν παρά τη θέλησή του, σχεδόν με τη βία, όσο κι αν του εξηγούσε τα καθήκοντα της τιμής, της
ευγένειας, της δικαιοσύνης και του απλού υπολογισμού ακόμα, ο τρόφιμος της Ελβετίας έμεινε
αμετάπειστος. Όλ’ αυτά δεν είναι και τόσο σημαντικά, μα έγινε και κάτι άλλο που είναι πραγματικά
ασυγχώρητο, κάτι που δε δικαιολογείται με καμιά ενδιαφέρουσα αρρώστια: αυτός ο
εκατομμυριούχος, που μόλις έβγαλε τις γκέτες του καθηγητή του, δεν μπόρεσε ν’ αντιληφθεί πως
δεν του ζητάει ούτε ελεημοσύνη, ούτε βοήθεια ο ευγενικός χαρακτήρας του νέου που σκοτώνεται
στα μαθήματα, μα του ζητάει τα δικαιώματά του, του ζητάει αυτά που δικαιούται, έστω κι αν το
δικαίωμα αυτό δεν είναι νομικό και μάλιστα ούτε καν ανακατεύεται σ’ αυτή την υπόθεση γιατί
φροντίζουν γι’ αυτόν οι φίλοι του. Με ύφος μεγαλεπίβολο και με τρομερή αγαλλίαση που του
δόθηκε η ευκαιρία να συντρίβει ατιμώρητα τους ανθρώπους με τα εκατομμύριά του, ο επίγονός μας
βγάζει ένα πενηντάρουβλο και το στέλνει στον ευγενικό νέο εν είδει θρασυτάτης ελεημοσύνης. Δεν
το πιστεύετε, κύριοι; Έχετε αγανακτήσει, έχετε προσβληθεί, ξεσπάτε σε διαμαρτυρίες; Κι όμως το
έκανε! Εννοείται πως τα χρήματα του επεστράφησαν αμέσως ή μάλλον του τα πέταξαν στα μούτρα.
Τι του απομένει λοιπόν του νέου για να δώσει μια λύση στην υπόθεση; Η υπόθεση δεν είναι νομική,
μένει μονάχα η δημοσιότης! Κάνουμε γνωστή αυτή την ιστορία στο κοινό εγγυώμενοι για την
αυθεντικότητά της. Λένε ότι ένας απ’ τους πιο γνωστούς ευθυμογράφους μας έγραψε επ’ ευκαιρία
ένα υπέροχο επίγραμμα που αξίζει να πάρει τη θέση του όχι μονάχα στις επαρχιακές μα και στις
πρωτευουσιάνικες επισκοπήσεις των ηθών μας:
Κάποιος Λέων2
έπαιζε μια πενταετία
Με του Σνάιντερ3
τη χλαίνη
Και τεμπέλης πέρασε στην Ελβετία
Μια ζωή ονειρεμένη.
Με τις γκέτες γύρισε και δίχως να νοιαστεί
Κληρονομιά του έπεσε μεγάλη
Την προσευχή του κάνει ρωσιστί
Και φοιτητές ξαφρίζει και προσβάλλει».
Όταν τέλειωσε ο Κόλια, βιάστηκε να δώσει την εφημερίδα στον πρίγκιπα και, χωρίς να πει λέξη,
όρμησε στη γωνιά, ακούμπησε στον τοίχο κι έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια. Ντρεπόταν ανυπόφορα
κι η παιδική του ψυχή, που δεν είχε προλάβει ακόμα να συνηθίσει στη βρομιά, είχε συγχυστεί
υπέρμετρα, θα μπορούσε να πει κανείς. Του φαινόταν πως είχε γίνει κάτι πρωτοφανές, κάτι που τα
γκρέμισε όλα μονομιάς και θεωρούσε σχεδόν ένοχο τον εαυτό του για όλ’ αυτά, έστω και μόνο για
το ότι είχαν διαβάσει δυνατά αυτό το άρθρο.
Φαίνεται όμως πως κι όλοι οι άλλοι κάτι τέτοιο αισθάνονταν.
Οι κοπέλες ένιωθαν πολύ άβολα και ντρέπονταν. Η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα προσπαθούσε να
συγκρατήσει τη μεγάλη της οργή κι ίσως να μετάνιωσε κι αυτή πικρά που ανακατεύτηκε στην
υπόθεση∙ τώρα σώπαινε. Ο πρίγκιπας είχε πάθει αυτό που παθαίνουν συχνά οι πολύ ντροπαλοί
άνθρωποι: τόσο πολύ ντρεπότανε για την πράξη του άλλου, τόσο πολύ ντρεπότανε για τους
επισκέπτες του, που τις πρώτες στιγμές δεν τολμούσε ούτε να τους κοιτάξει καν. Ο Πτίτσιν, η Βάρια,
ο Γάνια, ακόμα κι ο Λέμπεντεβ φαίνονταν αρκετά σαστισμένοι. Το πιο παράξενο απ’ όλα ήταν που ο
Ιππόλυτος κι ο «γιος του Παυλίστσεβ» φαίνονταν να ‘χουν μείνει κι αυτοί κατάπληκτοι∙ επίσης ήταν
φανερό πως ο ανιψιός του Λέμπεντεβ ήταν δυσαρεστημένος. Μονάχα ο μποξέρ καθόταν εντελώς
ήρεμος και ψιλόστριβε το μουστάκι του∙ είχε πάρει πολύ ύφος κι είχε χαμηλώσει τα μάτια, όχι όμως
από ντροπή μα, θα ‘λεγε κανείς, από ευγενική σεμνότητα κι από υπερβολικά ολοφάνερη
ευχαρίστηση. Φαινόταν πεντακάθαρα πως το άρθρο τού άρεσε υπερβολικά.

— Ένας διάολος ξέρει τι πράμα είναι αυτό,—γκρίνιασε με μισή φωνή ο Ιβάν Φιοντόροβιτς∙—λες και
μαζευτήκανε πενήντα λακέδες μαζί για να το γράψουν και τα κατάφεραν.
— Ε‐επιτρέψτε μου όμως να σας ρωτήσω, ευγενέστατε κύριε, με ποιο δικαίωμα μας προσβάλλετε
με παρόμοιες υποθέσεις;— ρώτησε ο Ιππόλυτος κι έτρεμε σύγκορμος.
— Αυτό, αυτό, αυτό για έναν ευγενικό άνθρωπο… συμφωνείστε και μόνος σας, στρατηγέ, αν ο
άνθρωπος είναι ευγενικός, αυτό πια καταντάει προσβλητικό!—έγρουξε ο μποξέρ που αναταράχτηκε
κι αυτός ξαφνικά, στρίβοντας το μουστάκι του και κούνησε τους ώμους και το κορμί του.
— Πρώτον, δεν είμαι για σας «ευγενέστατος κύριος» και δεύτερον δε σκοπεύω να σας δώσω καμιάν
εξήγηση,—απάντησε απότομα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς τρομερά ξαναμμένος∙ σηκώθηκε απ’ τη θέση
του και, χωρίς να προστέσει λέξη, προχώρησε προς την έξοδο της βεράντας και στάθηκε στο πάνω
σκαλοπάτι με την πλάτη γυρισμένη στη συντροφιά, καταγανακτισμένος με τη Λιζαβέτα
Προκόφιεβνα που και τώρ’ ακόμα δεν έλεγε να κουνηθεί απ’ τη θέση της.
— Κύριοι, κύριοι, επιτρέψτε μου επιτέλους να μιλήσω, κύρι οι,—ξεφώνιζε λυπημένος και
ταραγμένος ο πρίγκιπας,—και κά ντε μου τη χάρη, ας μιλήσουμε έτσι ώστε να καταλαβαινόμαστε∙
Κύριοι, δε με νοιάζει το άρθρο, δε θυμώνω. Μονάχα που όλα όσα γράφει, είναι ψέματα, κύριοι∙ το
λέω γιατί το ξέρετε και μόνοι σας∙ τόσο που ντρέπεται κανείς. Μα την αλήθεια, θα εκπλαγώ πολύ αν
μάθω πως το ‘γραψε κάποιος από σας.
— Εγώ, ως αυτή τη στιγμή, δεν είχα ιδέα γι’ αυτό το άρθρο,—δήλωσε ο Ιππόλυτος.—Δεν το
επιδοκιμάζω αυτό το άρθρο.
— Εγώ, μόλο που ήξερα πως έχει γραφτεί… δε θα συμβούλευα τη δημοσίευσή του, γιατί είναι
πρόωρο,—πρόστεσε ο ανιψιός του Λέμπεντεβ.
— Εγώ το ήξερα, έχω όμως το δικαίωμα… και… —μουρμούρισε ο «γιος του Παυλίστσεβ».
— Πώς! Εσείς τα γράψατε όλ’ αυτά;—ρώτησε ο πρίγκιπας κοιτάζοντας με περιέργεια το
Μπουρντόβσκη.—Μα αυτό είναι αδύνατο!
— Θα μπορούσαμε να μη σας αναγνωρίσουμε το δικαίωμα να κάνετε τέτοιες ερωτήσεις,—μπήκε
στη μέση ο ανιψιός του Λέμπεντεβ.
— Μα εγώ δεν είπα τίποτα, απορώ μονάχα που ο κύριος Μπουρντόβσκη κατόρθωσε να… μα… θέλω
να πω το εξής: Αφού φέρατε κιόλας την υπόθεση στη δημοσιότητα, γιατί προσβληθήκατε πριν από
λίγο όταν άρχισα κι έκανα λόγο για την ίδια υπόθεση μπροστά στους φίλους μου;
— Επιτέλους!—μουρμούρισε αγαναχτισμένη η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα.
— Και μάλιστα, πρίγκηψ, μου φαίνεται πως ξεχάσατε,—γλί στρησε ξάφνου ανάμεσα απ’ τις
καρέκλες ο Λέμπεντεβ που δεν μπορούσε πια να συγκρατηθεί και τον είχε πιάσει κάτι σαν πυρε
τός,—μου φαίνεται πως σας διέφυγε το γεγονός ότι, αν τους δεχτήκατε για να τους ακούσετε, αυτό
οφείλεται μόνο και μόνο στην απέραντη καλοσύνη της καρδιάς σας κι ήταν στο χέρι σας να μην τους
δεχτείτε καθόλου∙ ξεχάσατε ακόμα πως δεν έχουν κανένα δικαίωμα ν’ απαιτούν και μάλιστα έτσι,
πολύ περισσότερο που εσείς έχετε ήδη αναθέσει αυτή την υπόθεση στο Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς∙ μα
κι αυτό ακόμα ήταν αποτέλεσμα της εξαιρετικής σας καλοσύνης και τέλος, εκλαμπρότατε πρίγκηψ,
ξεχάσατε να τους τονίσετε πως τώρα, όντας ανάμεσα στους φίλους σας, δεν μπορείτε να θυσιάσετε
την παρέα σας γι’ αυτούς τους κυρίους και θα μπορούσατε όλους αυτούς τους κυρίους να τους

εξαποστείλετε, ούτως ειπείν, με τις κλοτσιές, και φυσικά εγώ, σα νοικοκύρης του σπιτιού, με
εξαιρετική μου ευχαρίστηση θα…
— Και καλά θα τους κάνατε!—βροντοφώναξε ξαφνικά απ’ το βάθος ο στρατηγός Ιβόλγκιν.
— Φτάνει, Λέμπεντεβ, φτάνει, φτάνει,— έκανε ν’ αρχίσει ο πρίγκιπας, όμως μια μεγάλη έκρηξη
αγανάκτησης σκέπασε τα λόγια του.
— Όχι, με το συμπάθιο, πρίγκηψ, με το συμπάθιο, τώρα πια αυτό δε φτάνει!—φώναξε τόσο δυνατά
ο ανιψιός του Λέμπεντεβ που ακούστηκε μέσα σ’ όλες τις άλλες φωνές.—Τώρα πρέπει να
τοποθετήσουμε καθαρά το ζήτημα, γιατί φαίνεται πως δεν το καταλαβαίνουν. Μπήκανε τώρα στη
μέση νομικά επιχειρήματα και βάσει αυτών των επιχειρημάτων μάς απειλούν να μας διώξουν με τις
κλοτσιές! Μα είναι ποτέ δυνατό να μας έχετε για τόσο βλάκες, πρίγκηψ, ώστε να μην το
καταλαβαίνουμε και μόνοι μας ίσαμε ποιο σημείο η υπόθεσή μας δεν ευσταθεί νομικά και πως, αν
καταφεύγαμε στα δικαστήρια, δε θα ‘χαμε το δικαίωμα ν’ αξιώσουμε από σας ούτε ένα ρούβλι
σύμφωνα με το Νόμο; Εμείς όμως καταλαβαίνουμε ίσα‐ίσα πως, αν δεν έχουμε νομικό δικαί ωμα,
έχουμε ωστόσο ανθρώπινο, φυσικό δικαίωμα∙ έχουμε το δικαίωμα της λογικής και της συνείδησης
κι ας μην είναι γραμμένο αυτό το δικαίωμά μας σε κανένα σαπισμένο ανθρώπινο κώδικα∙ ένας
άνθρωπος όμως ευγενικός και τίμιος, ένας άνθρωπος δηλαδή λογικός, είναι υποχρεωμένος να μένει
ευγενικός και τίμιος ακόμα και σε κείνα τα σημεία που δεν τα γράφουν οι κώδικες. Γι’ αυτό ακριβώς
ήρθαμε δω πέρα και δε φοβηθήκαμε μη μας πετάξουν έξω με τις κλοτσιές (όπως μας απειλήσατε
τώρα μόλις), δε φοβηθήκαμε γιατί δεν ε π α ι τ ο ύ μ ε μ α α π α ι τ ο ύ μ ε , κι όσο για το άκοσμον
της επισκέψεως σε μια τόσο περασμένη ώρα (αν και μεις δεν ήρθαμε σε ώρα περασμένη μα εσείς
μας υποχρεώσατε να περιμένουμε στο δωμάτιο των υπηρετών) και το ξαναλέω, αν ήρθαμε χωρίς να
φοβόμαστε τίποτα, ήταν γιατί υποθέσαμε πως στο πρόσωπό σας θα βρίσκαμε έναν άνθρωπο
λογικό, έναν άνθρωπο δηλαδή με τιμή και συνείδηση. Ναι, αυτό είν’ αλήθεια, δεν μπήκαμε με
σκυμμένο ταπεινά το κεφάλι σαν υποτακτικοί σας ή σα ζητιάνοι, μα με το κεφάλι ψηλά σαν
ελεύθεροι άνθρωποι και δεν ήρθαμε καθόλου να σας υποβάλουμε παρακλήσεις μα να σας κάνουμε
γνωστές, ελεύθερα και περήφανα, τις απαιτήσεις μας (τ’ ακούτε; Όχι με παρακλήσεις, με
απαιτήσεις, χωνέψτε το καλά επιτέλους!). Με αξιοπρέπεια και ευθύτητα σας ρωτάμε: Παραδέχεστε
πως έχετε δίκιο ή άδικο στην υπόθεση του Μπουρντόβσκη; Παραδέχεστε πως ο Παυλίστσεβ σάς
ευεργέτησε κι ίσως‐ίσως σας έσωσε τη ζωή; Αν το παραδέχεστε (πράγμα που είναι ολοφάνερο),
τότε σκοπεύετε, ή βρίσκετε πως είναι δίκαιο, τώρα που πήρατε τα εκατομμύρια να βοηθήσετε και
σεις με τη σειρά σας τον άπορο γιο του Παυλίστσεβ παρ’ όλο που φέρει το επίθετο Μπουρντόβσκη;
Ναι ή όχι; Αν ν α ι , αν δηλαδή έχετε κείνο που εσείς τ’ ονομάζετε στη γλώσσα σας τιμή και
συνείδηση και που εμείς το καθορίζουμε ακριβέστερα λέγοντάς το λογική, τότε ικανοποιείστε μας
και η υπόθεση παίρνει τέλος. Ικανοποιείστε, χωρίς παρακλήσεις και χωρίς ευγνωμοσύνες από μέρος
μας, μην περιμένετε τίποτα τέτοιο από μας, γιατί δεν το κάνετε για μας μα για τη δικαιοσύνη. Αν
πάλι δε θελήσετε να μας ικανοποιήσετε, αν δηλαδή απαντήσετε ό χ ι , τότε φεύγουμε αμέσως κι η
υπόθεση παίρνει τέλος∙ μονάχα που στην περίπτωση αυτή σας λέμε κατάμουτρα μπροστά σ’ όλους
τους μάρτυρές σας πως είστε άνθρωπος με άξεστο μυαλό και μικρή πνευματική ανάπτυξη∙ σας λέμε
ακόμα πως από δω και μπρος δεν έχετε το δικαίωμα να λέγεστε άνθρωπος με τιμή και συνείδηση,
πως αυτό το δικαίωμα θέλετε να τ’ αγοράσετε πολύ φτηνά. Δεν έχω να προστέσω τίποτ’ άλλο.
Έθεσα το ζήτημα. Διώξτε μας λοιπόν τώρα με τις κλοτσιές, αν τολμάτε. Μπορείτε να το κάνετε, η
δύναμη είναι με το μέρος σας. Θυμηθείτε ωστόσο πως εμείς απαιτούμε, δεν επαιτούμε. Απαιτούμε,
δεν επαιτούμε!.
Ο ανιψιός του Λέμπεντεβ, τρομερά ξαναμμένος, σταμάτησε.
— Απαιτούμε, απαιτούμε, απαιτούμε, δεν επαιτούμε!—έκα νε γρήγορα‐γρήγορα ο Μπουρντόβσκη
και κοκκίνισε σαν αστα κός.

Μετά την τιράντα του ανιψιού του Λέμπεντεβ επακολούθησε μια γενική ταραχή, ακούστηκαν
μάλιστα φωνές διαμαρτυρίας, παρ’ όλο που ήταν φανερό πως όλοι τους αποφεύγανε ν’
ανακατευτούν στην υπόθεση, εκτός μονάχα απ’ το Λέμπεντεβ, που είχες την εντύπωση πως έτρεμε
από ρίγη πυρετού. (Παράξενο πράμα: ο Λέμπεντεβ, που ‘χε πάρει φανερά το μέρος του πρίγκιπα,
λες κι ένιωθε τώρα κάποιαν οικογενειακή περηφάνια μετά το λόγο του ανιψιού του, γιατί έριξε
κατευχαριστημένος μια ματιά γύρω του).
— Κατά τη γνώμη μου,—άρχισε ο πρίγκιπας αρκετά σιγά,— κατά τη γνώμη μου, απ’ όσα είπατε,
κύριε Ντοκτορένκο, στα μισά έχετε απόλυτο δίκιο, δέχομαι μάλιστα πως έχετε δίκιο σε κάτι
παραπάνω απ’ τα μισά και θα συμφωνούσα απόλυτα μαζί σας αν δεν παραλείπατε κάτι. Τι ακριβώς
παραλείψατε, δεν έχω τη δύναμη και δεν είμαι σε θέση να σας το εκφράσω με ακρίβεια, ωστόσο
είμαι σίγουρος πως κάτι λείπει απ’ τα λόγια σας για να πει κανείς πως έχετε απόλυτο δίκιο. Μα ας
καταπιαστούμε καλύτερα με την υπόθεση∙ κύριοι, πέστε μου, γιατί δημοσιέψατε αυτό το άρθρο;
Αφού η κάθε του λέξη είναι και μια συκοφαντία∙ κατά τη γνώμη μου, κύριοι, κάνατε μια ταπεινή
πράξη.
— Μια στιγμή!
— Σας παρακαλώ, κύριε!
— Μα, αυτό… αυτό… αυτό… —ακούστηκαν να λένε ταυτόχρονα οι ταραγμένοι επισκέπτες.
— Σχετικά με το άρθρο, — έκανε τσιρίζοντας ο Ιππόλυτος,— σχετικά μ’ αυτό το άρθρο, σας το είπα
ήδη προηγουμένως ότι εγώ και οι άλλοι δεν το εγκρίνουμε! Το ‘γραψε αυτός εδώ (έδειξε το μποξέρ
που καθόταν δίπλα του), το ‘γραψε χωρίς τακτ, συμφωνώ, το ‘γραψε σαν αγράμματος και σε μια
γλώσσα που γράφουν όλοι οι σαν κι αυτόν, οι απόστρατοι. Είναι ανόητος κι επιπλέον το ‘χει
επάγγελμα, συμφωνώ∙ αυτό του το λέω κατάμουτρα κάθε μέρα, παρ’ όλ’ αυτά ωστόσο, είχε κι
αυτός κατά το ήμισυ δίκιο: η δημοσιότητα είναι νόμιμο δικαίωμα του καθενός, και κατά συνέπεια
και του Μπουρντόβσκη. Όσο για τις ανοησίες του, ας δώσει λόγο ο ίδιος. Όσο για το ότι
διαμαρτυρήθηκα πριν από λίγο εκ μέρους όλων μας για την παρουσία των φίλων σας, θεωρώ
αναγκαίο να σας εξηγήσω, ευγενέστατοι κύριοι, ότι διαμαρτυρήθηκα μόνο και μόνο για να
διαδηλώσω το δικαίωμά μας, ουσιαστικά όμως το θέλουμε να υπάρχουν μάρτυρες, και πριν από
λίγο, όταν ακόμα περιμέναμε κει μέσα, συμφωνήσαμε κι οι τέσσερις πως προτιμούσαμε να
υπάρχουν μάρτυρες. Όποιοι και να ‘ναι οι μάρτυρές σας, έστω και φίλοι σας, δεν μπορεί παρά να
παραδεχτούν το δίκιο του Μπουρντόβσκη (γιατί είναι αυτονόητο σα μαθηματικό αξίωμα) κι έτσι
λοιπόν τόσο το καλύτερο για μας που αυτοί οι μάρτυρες είναι φίλοι σας∙ η αλήθεια θα λάμψει
ακόμα φωτεινότερη.
— Αυτό είναι αλήθεια, έτσι συμφωνήσαμε,—βεβαίωσε ο ανιψιός του Λέμπεντεβ.
— Μα γιατί λοιπόν κάνατε πριν από λίγο τόση φασαρία και βάλατε τις φωνές αφού αυτό ίσα‐ίσα
θέλατε!—απόρησε ο πρίγκιπας.
— Όσο για το άρθρο, πρίγκηψ,—μπήκε στη μέση ο μποξέρ, που φλεγόταν απ’ την επιθυμία να πει κι
αυτός το λογάκι του, και ζωήρεψε ευχαριστημένος (θα μπορούσε κανείς να υποπτευθεί πως η
παρουσία των κυριών είχε πάνω του μεγάλη κι ολοφάνερη επίδραση)—όσο για το άρθρο, ομολογώ
πως πράγματι ο συγγραφέας του είμαι γω, μόλο που ο άρρωστος φίλος μου, που συνήθισα να του
τα συγχωρώ όλα λόγω του ότι τα νεύρα του είναι τσακισμένα, δε δίστασε πριν από λίγο να το
κριτικάρει δριμύτατα. Το έγραψα όμως και το τύπωσα στο περιοδικό ενός εγκάρδιου φίλου μου, εν
είδει ανταποκρίσεως. Μονάχα οι στίχοι πραγματικά δεν είναι δικοί μου και πραγματικά οφείλονται
στην πένα ενός γνωστού ευθυμογράφου. Στο Μπουρντόβσκη το διάβασα μονάχα—και πάλι όχι

όλο—και πήρα αμέσως τη συγκατάθεσή του να το τυπώσω∙ θα πρέπει ωστόσο να συμφωνήσετε
πως θα μπορούσα να το δημοσιεύσω και δίχως συγκατάθεση. Η δημοσιότης είναι γενικό δικαίωμα,
ευγενικό κι ευεργετικό. Ελπίζω, πρίγκηψ, να είστε αρκετά προοδευτικός ώστε να μη φέρετε
αντιρρήσεις ως προς αυτό το ζήτημα…
— Δε θα φέρω καμιάν αντίρρηση—παραδεχτείτε ωστόσο ότι στο άρθρο σας…
— Ήταν έντονο το ύφος θέλετε να πείτε; Μα εδώ πρόκειται, ούτως ειπείν, να ωφελήσουμε την
κοινωνία∙ είμαι σίγουρος πως αυτό θα το παραδεχτείτε κι ο ίδιος κι επιτέλους δεν είναι δυνατό ν’
αφήσει κανείς να του ξεφύγει μια τέτοια λαμπρή ευκαιρία. Τόσο το χειρότερο για τους ενόχους, το
κοινωνικόν όφελος όμως μπαίνει πάνω απ’ όλα. Όσον αφορά το γεγονός ότι υπάρχουν ορισμένες
ανακρίβειες, ή μάλλον, ούτως ειπείν, υπερβολές, δεν μπορεί να μην παραδεχτείτε πως το
σπουδαιότερο απ’ όλα είναι η πρωτοβουλία, πρώτ’ απ’ όλα ο σκοπός κι η πρόθεση, σημασία έχει το
καλό παράδειγμα∙ όσο για τις ατομικές περιπτώσεις, αυτές θα τις εξετάσουμε αργότερα και,
επιτέλους, όλ’ αυτά είναι ζητήματα ύφους, είναι, ούτως ειπείν, ένα χιουμοριστικό πρόβλημα, και
επιτέλους, όλοι έτσι γράφουν, αυτό δεν μπορεί παρά να το παραδεχτείτε! Χα‐χα!
— Ναι, πήρατε ολότελα στραβό δρόμο! Σας βεβαιώνω, κύριοι, —φώναξε ο πρίγκιπας,—πως το
άρθρο το τυπώσατε επειδή νομίσατε πως εγώ με κανέναν τρόπο δε θα δεχτώ να ικανοποιήσω τον
κύριο Μπουρντόβσκη, που σημαίνει δηλαδή πως θελήσατε να μ’ εκβιάσετε και κατά κάποιον τρόπο
να με τρομοκρατήσετε. Μα πού το ξέρατε πως πήρα την απόφαση να μην ικανοποιήσω το
Μπουρντόβσκη; Σας το δηλώνω τώρα κατηγορηματικά, μπροστά σε όλους, πως θα τον
ικανοποιήσω…
— Να επιτέλους μια έξυπνη κι ευγενική κουβέντα ενός έξυπνου κι ευγενέστατου ανθρώπου!—
ξεφώνισε ο μποξέρ.
— Θεέ και Κύριε!—της ξέφυγε της Λιζαβέτας Προκόφιεβνας.
— Αυτό είναι ανυπόφορο!—μουρμούρισε ο στρατηγός.
— Μα επιτρέψτε μου, κύριοι, επιτρέψτε μου λοιπόν, θα σας εκθέσω πώς έχουν τα πράγματα,—
ικέτευε ο πρίγκιπας:—Εδώ και πέντε βδομάδες περίπου, με επισκέφτηκε στην πόλη Ζ. ο
πληρεξούσιός σας, κύριε Μπουρντόβσκη, ο Τσεμπάροβ. Σα να μου φαίνεται, κύριε Κέλερ, πως τον
περιγράψατε υπερβολικά κολακευτικά στο άρθρο σας,—γύρισε ξάφνου στον μποξέρ και γέλασε.—
Εμένα όμως δε μου άρεσε καθόλου. Κατάλαβα απ’ την πρώτη στιγμή πως ο Τσεμπάροβ είναι ο
μόνος που κινεί την υπόθεση και δεν αποκλείεται να ‘ταν αυτός που σας δασκάλεψε, κύριε
Μπουρντόβσκη, εκμεταλλευόμενος την αφέλειά σας και σας εξώθησε ν’ αρχίσετε όλη αυτή την
ιστορία, αν θέλετε να μιλήσουμε με ειλικρίνεια.
— Δεν έχετε το δικαίωμα να… εγώ… δεν είμαι αφελής… αυτό… —ψέλλισε ταραγμένος ο
Μπουρντόβσκη.
— Δεν έχετε κανένα δικαίωμα να κάνετε τέτοιους χαρακτηρισμούς, —μπήκε στη μέση με διδακτικό
ύφος ο ανιψιός του
Λέμπεντεβ.
— Αυτό είναι στο έπακρο προσβλητικό!— τσίριξε ο Ιππόλυτος.— Η εικασία σας είναι προσβλητική,
δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα και δεν έχει σχέση με την υπόθεση!

— Σας ζητώ συγνώμη, κύριοι, σας ζητώ συγνώμη, —βιάστηκε να πει ο πρίγκιπας,—σας παρακαλώ
να με συγχωρέσετε∙ το είπα επειδή σκέφτηκα πως θα ‘ταν καλύτερα να μιλήσουμε με απόλυτη
ειλικρίνεια, δεν επιμένω όμως, όπως θέλετε. Στον Τσεμπάροβ είπα τότε πως επειδή δε βρίσκομαι
στην Πετρούπολη, θα εξουσιοδοτήσω αμέσως ένα φίλο μου ν’ ασχοληθεί με την υπόθεση, και σας,
κύριε Μπουρντόβσκη, είπα πως θα σας ειδοποιούσα καταλλήλως. Θα σας το πω ανοικτά, κύριοι,
πως αυτή η υπόθεση μου φάνηκε απλούστατα μια απάτη επειδή ακριβώς είναι μπλεγμένος σ’ όλ’
αυτά ο Τσεμπάροβ… Όχι, μη σας κακοφαίνεται, κύριοι! Για όνομα του Θεού, μη νομίζετε πως πάω
να σας προσβάλω!—ξεφώνισε τρομαγμένα ο πρίγκιπας βλέποντας πως ο Μπουρντόβσκη
προσβλήθηκε και ταράχτηκε κι οι φίλοι του διαμαρτύρονταν. —Αυτό δεν μπορεί ν’ αφορά εσάς
προσωπικά, αν ονομάζω την υπόθεση καθαρή απάτη! Αφού κανέναν σας δεν ήξερα τότε
προσωπικά, ούτε τα επίθετά σας δεν ήξερα∙ έκρινα μονάχα με βάση τον Τσεμπάροβ∙ το λέω γενικά,
γιατί… αν ξέρατε μονάχα πόσο φριχτά μ’ έχουν εξαπατήσει από τότε που πήρα την κληρονομιά!
— Πρίγκηψ, είστε τρομερά αφελής,—παρατήρησε κοροϊδευτικά ο ανιψιός του Λέμπεντεβ.
— Κι επιπλέον είστε πρίγκηψ και εκατομμυριούχος! Παρ’ όλη την πραγματική ίσως‐ίσως καλοσύνη
και την αφέλεια της καρδιάς σας, δεν μπορείτε φυσικά να ξεφύγετε απ’ το γενικό νόμο, —
διακήρυξε ο Ιππόλυτος.
— Δεν αποκλείεται, κύριοι, δεν αποκλείεται καθόλου,—βια ζόταν ο πρίγκιπας,—παρ’ όλο που δεν
καταλαβαίνω ποιο γενικό νόμο εννοείτε. Συνεχίζω ωστόσο, μονάχα μην πειράζεστε πια δίχως λόγο∙
σας ορκίζομαι πως δεν έχω την παραμικρότερη επιθυμία να σας προσβάλω. Μα τι κατάσταση είναι
αυτή επιτέ λους, κύριοι∙ ούτε μια λέξη δεν μπορεί να πει κανείς με ειλικρίνεια κι αμέσως θίγεστε!
Όμως, πριν απ’ όλα, μ’ άφησε κατάπληκτο το γεγονός πως υπάρχει ένας «γιος του Παυλίστσεβ» και
ζει κάτω από τόσο φρικτές συνθήκες όπως μου τις περιέγραψε ο Τσεμπά ροβ. Ο Παυλίστσεβ είναι
ευεργέτης μου και φίλος του πατέρα μου. (Αχ, γιατί γράψατε ένα τόσο χοντρό ψέμα, κύριε Κέλερ,
στο άρθρο σας για τον πατέρα μου; Καμιά κατάχρηση χρημάτων του λόχου, καμιά κακομεταχείριση
φαντάρου δεν έγινε ποτέ, σ’ αυτό απάνω είμαι απόλυτα σίγουρος, και πώς πήγε το χέρι σας να
γράψετε μια τέτοια συκοφαντία;) Όσο για κείνο που γράψατε για τον Παυλίστσεβ, αυτό πια είναι
τελείως ανυπόφορο: ονομάζετε αυτόν τον ευγενέστατο άνθρωπο φιλήδονο κι επιπόλαιο με τόση
τόλμη, με τόση σιγουριά λες και πραγματικά λέτε την αλήθεια, κι ωστόσο ήταν ο πιο αγνός
άνθρωπος του κόσμου! Ήταν μάλιστα ένας εξαίρετος σοφός. Αλληλογραφούσε με πολλές κορυφές
της επιστήμης και διέθεσε πολλά χρήματα για την πρόοδο των επιστημονικών ερευνών. Όσο για τα
αισθήματά του, τις καλές του πράξεις, ω, φυσικά, είχατε δίκιο όταν γράψατε πως ήμουν τότε σχεδόν
ηλίθιος και δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα (μόλο που τα ρούσικα ωστόσο τα μίλαγα και τα
καταλάβαινα), τώρα όμως μπορώ να τα εκτιμήσω όλα όσα θυμάμαι…
— Παρακαλώ, — τσίριξε ο Ιππόλυτος,—δε νομίζετε πως όλ’ αυτά παραείναι αισθηματισμοί; Δεν
είμαστε παιδιά. Θα θέλατε να ‘ρθουμε κατευθείαν στην υπόθεση; Είναι περασμένες εννιά, μην το
ξεχνάτε.
— Μάλιστα, μάλιστα, κύριοι,—συμφώνησε αμέσως ο πρίγκιπας. — Μετά την πρώτη δυσπιστία,
κατέληξα στο συμπέρασμα πως μπορεί να πέφτω έξω και πως ο Παυλίστσεβ μπορούσε πράγματι να
‘χει ένα γιο. Μου ‘κανε όμως κατάπληξη που αυτός ο γιος τόσο εύκολα, δηλαδή, θέλω να πω, τόσο
δημόσια, φανερώνει το μυστικό της γέννησής του και, το κυριότερο, ντροπιάζει τη μητέρα του. Γιατί
ο Τσεμπάροβ από τότε ακόμα με απειλούσε με τη δημοσιότητα…
— Τι ανοησία!—φώναξε ο ανιψιός του Λέμπεντεβ.
— Δεν έχετε το δικαίωμα… δεν έχετε δικαίωμα!—φώναξε ο Μπουρντόβσκη.

— Ο γιος δεν ευθύνεται για την ανήθικη πράξη του πατέρα του κι η μητέρα δε φταίει καθόλου,—
τσίριξε με θέρμη ο Ιππόλυτος.
— Ένας λόγος παραπάνω για να μην την εκθέτετε…—πρόφερε δειλά ο πρίγκιπας.
— Πρίγκηψ, βλέπω πως δεν είστε μονάχα αφελής μα, καθώς φαίνεται, κάτι χειρότερο ακόμα,—
χαμογέλασε μοχθηρά ο ανιψιός του Λέμπεντεβ.
— Και τι δικαίωμα είχατε!—τσίριξε με μιαν εντελώς αφύσικη φωνή ο Ιππόλυτος.
— Κανένα, κανένα!—βιάστηκε να τον διακόψει ο πρίγκιπας. — Σ’ αυτό το σημείο έχετε δίκιο, τα
παραδέχομαι όλ’ αυτά, ωστόσο τα σκέφτηκα άθελά μου κι είπα τότε μέσα μου πως τα προσωπικά
μου αισθήματα δεν πρέπει να επηρεάσουν την υπόθεση γιατί απ’ τη στιγμή που παραδέχομαι πως
είμαι υποχρεωμένος να ικανοποιήσω τις απαιτήσεις του κυρίου Μπουρντόβσκη, εν ονόματι των
αισθημάτων μου προς τον Παυλίστσεβ, θα πρέπει να τις ικανοποιήσω σ’ οποιαδήποτε περίπτωση,
άσχετα δηλαδή απ’ το αν θα εκτιμούσα ή δε θα εκτιμούσα τον κύριο Μπουρντόβσκη. Αν άρχισα,
κύριοι, κι έκανα λόγο γι’ αυτό, ήταν γιατί, όπως και να ‘ναι, μου φάνηκε αφύσικο ν’ αποκαλύπτει
ένας γιος έτσι δημό σια το μυστικό της μητέρας του… Για να μην πολυλογώ, αυτός ήταν κυρίως ο
λόγος που πείστηκα πως ο Τσεμπάροβ θα ‘πρεπε να ‘ταν παλιάνθρωπος και παρέσυρε και τον κύριο
Μπουρντόβσκη σε μια τέτοια απάτη.
— Α, μα αυτό πια καταντάει ανυπόφορο!—φώναξαν οι επισκέπτες του∙ μερικοί απ’ αυτούς μάλιστα
τινάχτηκαν απ’ τις καρέκλες τους.
— Μα, κύριοι, γι’ αυτό ακριβώς κατέληξα στο συμπέρασμα πως ο κύριος Μπουρντόβσκη θα πρέπει
να ‘ναι άνθρωπος αφελής, ανυπεράσπιστος, άνθρωπος που υποτάσσεται εύκολα στους απατεώνες
και κατά συνέπεια ήμουν δυο φορές υποχρεωμένος να τον βοηθήσω σαν «γιο του Παυλίστσεβ»—
πρώτον με την αντίδρασή μου προς τον κύριο Τσεμπάροβ, δεύτερον με την αφοσίωσή μου και τη
φιλία μου, για να τον καθοδηγήσω, και τρίτον με την απόφασή μου να του μετρήσω δέκα χιλιάδες
ρούβλια, δηλαδή όλα όσα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, μπορεί να ξόδεψε για μένα ο
Παυλίστσεβ σε μετρητά…
— Πώς! Μονάχα δέκα χιλιάδες!— έβαλε τις φωνές ο Ιππόλυτος.
— Ε, λοιπόν, πρίγκηψ, είστε πολύ αδύνατος στην αριθμητική ή παραείστε δυνατός κι ας κάνετε τον
αφελή,—φώναξε ο ανιψιός του Λέμπεντεβ.
— Δε συμφωνώ με δέκα χιλιάδες,—είπε ο Μπουρντόβσκη.
— Αντίπ! Συμφώνα! —είπε με βιαστικό κι ευκρινέστατο ψίθυρο ο μποξέρ σκύβοντας πάνω απ’ τη
ράχη της καρέκλας του Ιππόλυτου.—Συμφώνα, κι αργότερα βλέπουμε!
— Α‐ακούστε, κύριε Μίσκιν,—τσίριξε ο Ιππόλυτος— καταλάβετέ το επιτέλους πως δεν είμαστε
βλάκες, δεν είμαστε τίποτα παλιοβλάκες, όπως νομίζουν ίσως όλοι οι φίλοι σας, κι αυτές οι κυρίες
που μας κοιτάνε με τόση αγανάκτηση και ειρωνεία κι ιδιαίτερα αυτός ο κοσμικός κύριος (έδειχνε
τον Ευγένιο Παύλοβιτς) που, εννοείται, δεν έχω την τιμή να τον γνωρίζω, και που γι’ αυτόν όμως, αν
δεν κάνω λάθος, κάτι έχω ακούσει…
— Επιτρέψτε, επιτρέψτε μου, κύριοι, πάλι με παρεξηγήσατε! — γύρισε και τους είπε ταραγμένος ο
πρίγκιπας.—Και πρώτα‐πρώτα, κύριε Κέλερ, στο άρθρο σας πέσατε πολύ έξω στον υπο λογισμό της
περιουσίας μου: δεν πήρα ποτέ μου εκατομμύρια∙ έχω μόλις το ένα όγδοο ίσως ή το ένα δέκατο απ’

όσα υποθέτετε∙ δεύτερο, δεν ξοδεύτηκαν ποτέ δεκάδες χιλιάδες ρούβλια στην Ελβετία για μένα: ο
Σνάιντερ λάβαινε εξακόσα ρούβλια το χρόνο κι αυτό πάλι μονάχα τα τρία πρώτα χρόνια κι ο
Παυλίστσεβ δεν πήγε ποτέ του στο Παρίσι για να μου φέρει όμορφες γκουβερνά ντες∙ κι αυτό
επίσης είναι συκοφαντία. Κατά τη γνώμη μου, ο Παυλίστσεβ ξόδεψε για μένα πολύ λιγότερα από
δέκα χιλιάδες, εγώ όμως αποφάσισα να δώσω δέκα χιλιάδες και, παραδεχτείτε, μια κι επέστρεφα
ένα χρέος, δε θα μπορούσα να προσφέρω περισ σότερα στον κύριο Μπουρντόσβκη, έστω κι αν τον
αγαπούσα τρομερά, και δεν θα μπορούσα από λεπτότητα, γιατί του επέστρεφα ένα χρέος και δεν
του ‘στελνα ελεημοσύνη. Δεν μπορώ να καταλάβω, κύριοι, πώς δεν το αντιλαμβάνεστε αυτό! Όμως,
είχα σκοπό να τ’ αναπληρώσω όλα με τη φιλία μου, με την ενεργό μου συμπάθεια στη μοίρα του
δυστυχισμένου κυρίου Μπουρντόβσκη, που είναι φανερό πως τον εξαπατήσανε, γιατί βέβαια δεν
μπορούσε αυτός από μόνος του, χωρίς να τον εξαπατήσουν, να συμφωνήσει σε μια τέτοια ταπεινή
πράξη, όπως λόγου χάρη η σημερινή διαπόμπευση της μητέρας του στο άρθρο του Κέλερ… Μα
επιτέλους, κύριοι, τι έχετε πάλι και γίνατε έξω φρενών! Μα επιτέλους, αν δε μιλήσουμε έτσι, θα ‘ναι
αδύνατο να συνεννοηθούμε! Αφού αποδείχτηκε πως πρόβλεψα σωστά! Τώρα πια έχω πειστεί με τα
ίδια μου τα μάτια πως η εικασία μου ήταν σωστή, —πάσκιζε να τους πείσει ο πρίγκιπας ξαναμμένος,
θέλοντας να τους κάνει να ησυχάσουν και δεν έβλεπε πως τους αγανακτούσε ακόμα περισσότερο.
— Πώς; Σε τι πειστήκατε;— του ρίχτηκαν απ’ όλες τις μεριές λυσσώντας σχεδόν απ’ το θυμό τους.
— Μα επιτρέψτε μου λοιπόν πρώτα‐πρώτα, πρόφτασα να παρατηρήσω καλά τον κύριο
Μπουρντόβσκη και βλέπω πεντακά θαρα τώρα πια τι άνθρωπος είναι… Είναι ένας αθώος άνθρωπος
που όλοι τον εξαπατούν. Είναι άνθρωπος ανυπεράσπιστος και γι’ αυτό εγώ έχω καθήκον να τον
συμπονέσω∙ και δεύτερον ο Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς, που του είχα αναθέσει την υπόθεση κι απ’ τον
οποίο είχα καιρό να πάρω ειδήσεις, επειδή ταξίδευα κι ύστερα έμεινα τρεις μέρες άρρωστος στην
Πετρούπολη, μου έκανε ξάφνου γνωστό, μόλις εδώ και μιαν ώρα, στην πρώτη μας συνάντηση, πως
εξιχνίασε τις προθέσεις του Τσεμπάροβ, κι έχει αποδείξεις πως ο Τσεμπάροβ είναι ακριβώς εκείνο
που είχα υποθέσει. Το ξέρω δα πολύ καλά, κύριοι, πως πολλοί με θεωρούν ηλίθιο κι ο Τσεμπάροβ,
έχοντας ακούσει πως δίνω εύκολα λεφτά, νόμισε πως θα του ήταν πολύ εύκολο να με ξεγελάσει,
υπολογίζοντας ίσα‐ίσα στα αισθήματά μου για τον Παυλίστσεβ. Το κυριότερο όμως είναι — μα
αφήστε με λοιπόν να τελειώσω, κύριοι, αφήστε με να τελειώσω!—το κυριότερο είναι πως τώρα
αποδείχνεται ξαφνικά πως ο κύριος Μπουρντόβσκη δεν είναι καθόλου γιος του Παυλίστσεβ! Τώρα
μόλις μου το έκανε γνωστό ο Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς και βεβαιώνει πως βρήκε θετικότατες
αποδείξεις. Λοιπόν πώς σας φαίνεται αυτό; Καταντάει απίστευτο ύστερα απ’ όλα όσα έχετε κάνει!
Και τ’ ακούτε; Θετικότατες αποδείξεις! Εγώ δεν το πιστεύω ακόμα, εγώ ο ίδιος δεν το πιστεύω, σας
βεβαιώ∙ εγώ εξακολουθώ ν’ αμφιβάλλω γιατί ο Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς δεν πρόφτασε ακόμα να
μου κάνει γνωστές όλες τις λεπτομέρειες∙ ωστόσο, τώρα πια δε χωράει καμιά αμφιβολία πως ο
Τσεμπάροβ είναι παλιάνθρωπος! Αυτός τον γέλασε το δυστυχισμένο τον κύριο Μπουρντόβσκη κι
όλους εσάς, κύριοι, που είχατε την ευγενική διάθεση να ‘ρθείτε να υποστηρίξετε το φίλο σας (γιατί
είναι φανερό πως έχει μεγάλη ανάγκη από υποστήριξη, το καταλαβαίνω δα πολύ καλά!), σας
γέλασε και σας έμπλεξε όλους σε μιαν απάτη γιατί ουσιαστικά όλ’ αυτά δεν είναι παρά μια
κατεργαριά και μια απάτη!
— Πώς απάτη; Πώς δεν είναι γιος του Παυλίστσεβ; Πώς είναι δυνατό!—ακούστηκαν πολλές φωνές.
Όλη η παρέα του Μπουρντόβσκη βρισκόταν σε απερίγραπτη ταραχή.
— Μα και βέβαια είναι απάτη! Γιατί, αν αποδειχτεί πως ο κύριος Μπουρντόβσκη δεν είναι «γιος του
Παυλίστσεβ», τότε η απαίτησή του είναι καθαρή απάτη (δηλαδή στην περίπτωση, εννοείται, που θα
‘ξερε την αλήθεια!) μα αυτό ακριβώς τονίζω και ξανατονίζω, πως τον εξαπατήσανε, γι’ αυτό ίσα‐ίσα
λέω πως αξίζει να τον συμπονέσει κανείς, έτσι αφελής που είναι και δεν μπορεί να κάνει χωρίς
υποστήριξη∙ αλλιώς θ’ αποδειχτεί πως είναι κι αυτός ο ίδιος απατεώνας. Μα εγώ έχω κιόλας πειστεί
πως δεν καταλαβαίνει τίποτα! Και γω επίσης βρισκόμουνα σ’ αυτή την κατάσταση πριν φύγω για

την Ελβετία, και γω επίσης ψέλλιζα ασυνάρτητα λόγια — θέλεις να εκφραστείς και δεν μπορείς… το
καταλαβαίνω πολύ καλά αυτό, μπορώ και το νιώθω γιατί και γω είμαι σχεδόν το ίδιο, εμένα μου
επιτρέπεται να το λέω! Και, τέλος, παρ’ όλο που δεν υπάρχει τώρα πια «γιος Παυλίστσεβ», παρ’ όλο
που αποδείχτηκε πως πρόκειται για απάτη, εγώ ωστόσο δεν πρόκειται ν’ αλλάξω την απόφασή μου
κι είμαι έτοιμος να επιστρέψω τις δέκα χιλιάδες εις μνήμην του Παυλίστσεβ. Πριν μάθω για τον
κύριο Μπουρντόβσκη, σκόπευα να διαθέσω αυτά τα χρήματα για ένα σχολείο εις μνήμην του
Παυλίστσεβ, τώρα όμως το ίδιο θα ‘ναι, τι στο σχολείο τι στον κύριο Μπουρντόβσκη∙ επειδή τον
κύριο Μπουρντόβσκη, κι αν ακόμα δεν είναι «γιος του Παυλίστσεβ», εγώ τον βλέπω περίπου σαν
«γιο του Παυλίστσεβ»: γιατί κι αυτόν τον ίδιο τον εξαπάτησαν αισχρά∙ αυτός ο ίδιος νόμιζε ειλικρινά
πως είναι γιος του Παυλίστσεβ! Ακούστε λοιπόν, κύριοι, το Γαβρίλα Αρταλιόνοβιτς∙ ας δώσουμε ένα
τέλος στην υπόθεση, μη θυμώνετε, μην ταράζεστε, καθίστε! Ο Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς θα μας τα
εξηγήσει τώρα όλ’ αυτά κι ομολογώ πως έχω και γω μεγάλη επιθυμία να μάθω όλες τις
λεπτομέρειες. Λέει πως ταξίδεψε ακόμα κι ως το Πσκοβ, στη μητερούλα σας, κύριε Μπουρντόβσκη,
που δεν πέθανε καθόλου, όπως σας αναγκάσανε να γράψετε στο άρθρο… Καθίστε, κύριοι, καθίστε!
Ο πρίγκιπας έκατσε και κατάφερε να κάνει όλη την παρέα του κυρίου Μπουρντόβσκη, που είχαν
τιναχτεί απ’ τις καρέκλες τους, να ξανακαθίσουν. Τα τελευταία δέκα είκοσι λεπτά μιλούσε
ξαναμμένος, δυνατά, γρήγορα κι ανυπόμονα∙ είχε παρασυρθεί και πάσκιζε να μιλήσει πιο γρήγορα
και πιο δυνατά απ’ όλους και φυσικά βρέθηκε αργότερα στην ανάγκη να μετανιώσει πικρά για
μερικές λέξεις και εικασίες που του ξέφυγαν. Αν δεν τον είχαν εξερεθίσει κι αν δεν τον είχαν κάνει
να γίνει έξω φρενών, δε θα επέτρεπε ποτέ στον εαυτό του να πει τόσο ανοιχτά και βιαστικά μερικές
εικασίες του και δε θα μίλαγε με τόση περιττή ειλικρίνεια μπροστά σε τόσον κόσμο. Μόλις όμως
έκατσε στη θέση του, μια φλογερή μεταμέλεια του ‘σφιξε την καρδιά τόσο που πόνεσε: εκτός απ’ το
ότι είχε «προσβάλει» το Μπουρντόβσκη λέγοντας μπροστά σ’ όλους πως έχει κι αυτός την ίδια
αρρώστια, που είχε κι ο ίδιος σαν πήγε να κάνει θεραπεία στην Ελβετία, εκτός απ’ αυτό, η
προσφορά των δέκα χιλιάδων αντί για το σχολείο είχε γίνει κατά τη γνώμη του πολύ αναίσχυντα κι
απρόσεχτα, επειδή ακριβώς ειπώθηκε μπροστά σε τόσους μάρτυρες. «Θα ‘πρεπε να κάνω υπομονή
και να του το προτείνω αύριο σα θα βρισκόμασταν μόνοι οι δυο μας, σκέφτηκε αμέσως ο πρίγκιπας,
τώρα όμως δε διορθώνεται πια! Ναι, είμαι ηλίθιος, σωστός ηλίθιος!» κατέληξε μέσα του σε μια
κρίση ντροπής και πίκρας.
Στο μεταξύ, ο Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς, που ως τα τώρα στεκόταν παράμερα και σώπαινε επίμονα,
έκανε ύστερα απ’ την πρόσκληση του πρίγκιπα λίγα βήματα μπροστά, στάθηκε δίπλα του κι άρχισε
να κάνει ήρεμα και καθαρά τον απολογισμό του σχετικά με την αποστολή που του ‘χε αναθέσει ο
πρίγκιπας. Όλες οι κουβέντες έπαψαν αμέσως. Όλοι ακούγανε με μεγάλη περιέργεια, ιδιαίτερα η
παρέα του Μπουρντόβσκη.

IX
ΔΕ Θ’ ΑΡΝΗΘΕΙΤΕ φυσικά, —άρχισε ο Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς γυρίζοντας κατευθείαν στο
Μπουρντόβσκη, που τον άκουγε με τεντωμένα αυτιά και τον κοίταζε με γουρλωμένα απ’ την
κατάπληξη μάτια κι ήταν φανερό πως τα ‘χε πολύ χαμένα—δε θα επιχειρήσετε φυσικά κι ούτε θα
θελήσετε ν’ αρνηθείτε στα σοβαρά πως γεννηθήκατε ακριβώς δυο χρόνια μετά το νόμιμο γάμο της
σεβαστής σας μητερούλας με τον υπουργικό γραμματέα κύριο Μπουρντόβσκη, τον πατέρα σας.
Είναι πολύ εύκολο ν’ αποδειχτεί με ντοκουμέντα ο χρόνος της γεννήσεώς σας, έτσι που η τρομερά
προσβλητική και για σας και για τη μητερούλα σας διαστρέβλωση αυτού του γεγονότος στο άρθρο
του κυρίου Κέλερ, οφείλεται μονάχα εις το ευτράπελον της ζωηρής φαντασίας του κυρίου Κέλερ,
που νόμισε πως έτσι θα έκανε περισσότερο αυτονόητο το δικαίωμά σας και θα σας βοηθούσε στην
υπεράσπιση των συμφερόντων σας∙ ο κύριος Κέλερ λέει πως σας διάβασε απ’ τα πριν το άρθρο, αν
κι όχι όλο… είμαι σίγουρος λοιπόν πως δε σας διάβασε αυτό το σημείο…
— Πράγματι, δε φτάσαμε ως εκεί,— διέκοψε ο μποξέρ,— όμως όλα τα στοιχεία μού τα έκανε
γνωστά ένα καλώς πληροφο ρημένο πρόσωπο και γω…
— Με συγχωρείτε, κύριε Κέλερ,—τον σταμάτησε ο Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς, —επιτρέψτε μου να
μιλήσω. Σας βεβαιώ πως θα φτάσουμε στο άρθρο σας, θα ‘ρθει κι η σειρά σας οπότε θα μας δώσετε
τις εξηγήσεις σας, τώρα όμως ας συνεχίσουμε με τη σειρά. Εντελώς τυχαία, με τη βοήθεια της
αδερφής μου της Βαρβάρας Αρνταλιόνοβνας, εξασφάλισα απ’ τη στενή της φίλη, τη Βέρα
Αλεξέγιεβνα Ζούμπκοβα, χήρα χτηματία, ένα γράμμα του μα καρίτη του Νικολάι Αντρέγιεβιτς
Παυλίστσεβ που της το ‘γραψε εδώ κι εικοστέσσερα χρόνια απ’ το Εξωτερικό. Ήρθα σ’ επαφή με τη
Βέρα Αλεξέγιεβνα κι ύστερα από υπόδειξή της απευθύνθηκα στον απόστρατο ταγματάρχη Τιμοφέι
Φιοντόροβιτς Βιαζόβκιν, που ήταν μακρινός συγγενής και στενός φίλος του Παυλίστσεβ. Απ’ αυτόν
κατόρθωσα να πάρω άλλα δυο γράμματα του Νικολάι Αντρέγιεβιτς, σταλμένα κι αυτά απ’ το
Εξωτερικό. Απ’ αυτά τα τρία γράμματα, απ’ τις ημερομηνίες και τα στοιχεία που περιέ χουν,
αποδείχνεται μαθηματικά, χωρίς την παραμικρή δυνατό τητα διαψεύσεως, ούτε καν αμφιβολίας,
πως ο Νικολάι Αντρέ γιεβιτς είχε φύγει τότε για το Εξωτερικό (όπου κι έμεινε τρία χρόνια συνεχώς)
ακριβώς ενάμιση χρόνο πριν απ’ τη γέννησή σας, κύριε Μπουρντόβσκη. Η μητερούλα σας, όπως σας
είναι γνωστό, δε βγήκε ποτέ έξω απ’ τη Ρωσία… Δε θα διαβάσω τώρα αυτά τα γράμματα. Τώρα πια
η ώρα είναι περασμένη, σας κάνω πάντως γνωστό το γεγονός πως τα γράμματα αυτά υπάρχουν. Αν
θέλετε όμως, κύριε Μπουρντόβσκη, μπορούμε να ορίσουμε μια συνάντηση έστω και γι’ αύριο το
πρωί σπίτι μου και μπορείτε να φέρετε κι όσους μάρτυρες θέλετε και εμπειρογνώμονες για να
εξετάσουν το γραφικό χαρακτήρα. Δεν αμφιβάλλω καθόλου πως, αν γίνει κάτι τέτοιο, είναι αδύνατο
να μην πειστείτε για την αναμφισβήτητη αλήθεια του γεγονότος που σας ανέφερα. Κι αν είναι έτσι,
εννοείται πως όλοι οι ισχυρισμοί σας πέφτουν και η υπόθεση λήγει από μόνη της.
Επακολούθησε γενική ταραχή∙ όλοι ανακάθισαν. Ο Μπουρντόβσκη σηκώθηκε ξάφνου απ’ την
καρέκλα του.
— Αν είναι έτσι, τότε με γελάσανε, με γελάσανε, όχι ο Τσεμπάροβ όμως, μα από παλιά, από πολύ
παλιά∙ δε θέλω τους εμπειρογνώμονες, δε θέλω καμιά συνάντηση, σας πιστεύω, πα ραιτούμαι… για
τις δέκα χιλιάδες… δεν τις δέχομαι… χαίρετε…
Πήρε το κασκέτο του κι έσπρωξε την καρέκλα να φύγει.
— Αν δε σας κάνει κόπο, κύριε Μπουρντόβσκη,—τον σταμά τησε ήρεμα και γλυκά ο Γαβρίλα
Αρνταλιόνοβιτς,—μείνετε πέντε δέκα λεπτά ακόμα. Σχετικά μ’ αυτή την υπόθεση έμαθα αρκετά
ακόμα, εξαιρετικά σπουδαία γεγονότα, γεγονότα που ιδιαίτερα εσάς δεν μπορεί παρά να σας
ενδιαφέρουν. Έχω τη γνώμη πως δεν επιτρέπεται να τ’ αγνοείτε και ίσως να ευχαριστηθείτε πρώτα

απ’ όλους σεις ο ίδιος όταν ξεκαθαρίσει εντελώς η υπόθεση…
Ο Μπουρντόβσκη έκατσε σιωπηλός και χαμήλωσε το κεφάλι του∙ θα ‘λεγες πως είχε πέσει σε βαθιά
συλλογή. Έκατσε το κατόπι του κι ο ανιψιός του Λέμπεντεβ που ‘χε σηκωθεί κι αυτός για να τον
συνοδέψει. Αυτός, μόλο που δεν τα ‘χε χάσει και διατηρούσε το θάρρος του, φαινόταν ωστόσο
καθαρά πως δεν την περίμενε μια τέτοια κεραμίδα∙ ο Ιππόλυτος ήταν σκυθρωπός, θλιμμένος και, θα
‘λεγε κανείς, πολύ παραξενεμένος. Κείνη τη στιγμή τον έπιασε ένας τόσο δυνατός βήχας που γέμισε
το μαντίλι του με αίμα∙ ο μποξέρ είχε σχεδόν τρομάξει:
— Εχ, Αντίπ! — φώναξε πικραμένος. —Σου το ‘λεγα γω προχτές πως ίσως να μην είσαι γιος του
Παυλίστσεβ!
Ακούστηκαν συγκρατημένα γέλια, δυο τρεις γελάσανε δυνατότερα απ’ τους άλλους.
— Το γεγονός που μόλις τώρα μας ανακοινώσατε, κύριε Κέλερ, — βρήκε την ευκαιρία να πει ο
Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς, — είναι ιδιαίτερα πολύτιμο. Παρ’ όλ’ αυτά, έχω κάθε δικαίωμα,
βασιζόμενος σε ακριβέστατα στοιχεία, να βεβαιώσω πως ο κύριος Μπουρντόβσκη, μόλο που ήξερε
φυσικά πολύ καλά το χρόνο της γέννησής του, δεν είχε καθόλου υπ’ όψη του το γεγονός ότι ο
Παυλίστσεβ βρισκόταν στο Εξωτερικό, όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, γυρίζοντας
στη Ρωσία πάντοτε για πολύ σύντομα διαστήματα. Εκτός απ’ αυτό, το γεγονός της τότε αναχώρησής
του ήταν φυσικά ασήμαντο αυτό καθαυτό, έτσι που ακόμα και εκείνοι που γνώριζαν από κοντά τον
Παυλίστσεβ δεν μπορεί να το θυμόνταν ύστερα από είκοσι και περισσότερα χρόνια, και βέβαια δεν
υπάρχει τρόπος να το θυμάται ο κύριος Μπουρντόβσκη γιατί αυτός δεν είχε καν γεννηθεί. Φυσικά,
το να συγκεντρώσει κανείς πληροφορίες αποδείχτηκε αδύνατο, πρέπει όμως να ομολογήσω πως τις
πληροφορίες που συνέλεξα, τις συνέλεξα εντελώς τυχαία και θα μπορούσα κάλλιστα να μην τις είχα
βρει έτσι που για τον κύριο Μπουρντόβσκη, ακόμα και για τον Τσεμπάροβ, ήταν πραγματικά
αδύνατο να συγκεντρώσουν αυτές τις πληροφορίες, ακόμα κι αν τους ερχόταν η ιδέα να το κάνουν.
Μα θα μπορούσε και να μην τους έρθει…
— Επιτρέψτε μου, κύριε Ιβόλγκιν, —τον διέκοψε ξαφνικά νευριασμένος ο Ιππόλυτος, προς τι όλ’
αυτά τα φληναφήματα; (με συγχωρείτε!) Η υπόθεση έχει πια ξεκαθαρίσει, δεχτήκαμε και
πιστέψαμε το κυριότερο σημείο, προς τι λοιπόν παρατείνετε όλην αυτή την οδυνηρή και
προσβλητική ιστορία; Μήπως θέλετε να παινευτείτε για την καπατσοσύνη σας στις έρευνες, να
δείξετε σε μας και στον πρίγκιπα πόσο καλός ντεντέκτιβ είστε; Ή μήπως έχετε σκοπό να
συγχωρέσετε και να δικαιώσετε το Μπουρντόβσκη λέγοντας πως μπλέχτηκε στην υπόθεση από
άγνοια; Μα αυτό πια καταντάει μεγάλο θράσος, ευγενέστατε κύριε! Ο Μπουρντόβσκη δεν έχει
ανάγκη απ’ τις δικαιολογίες και τις συγνώμες σας, έστω αυτό προς γνώση σας! Ντρέπεται τώρα,
στεναχωριέται, βρίσκεται σε δύσκολη θέση, θα ‘πρεπε να το μαντέψετε αυτό, να το καταλάβετε…
— Αρκετά, κύριε Τερέντιεβ, αρκετά∙ —τα κατάφερε και τον διέκοψε ο Γαβρίλα Αρνταλιόνοβτς,—
ησυχάστε, μη συγχύζεστε∙ αν δεν κάνω λάθος, είστε πολύ άρρωστος, ψέματα; Σας βεβαιώ πως έχετε
όλη τη συμπάθειά μου. Μια και το θέλετε πάντως, δεν έχω τίποτα να προστέσω, θ’ αναγκαστώ
δηλαδή να κάνω γνωστά εν συντομία μονάχα τα γεγονότα που κατά τη γνώμη μου δε θα ‘ταν
άσκοπο να τα πληροφορηθεί κανείς σ’ όλη τους την έκταση,— πρόστεσε παρατηρώντας μια γενική
κίνηση που έμοιαζε με ανυπομονησία. —Θέλω μονάχα να κάνω γνωστό με αποδείξεις που μπορεί
να εξετάσει ο κάθε ενδιαφερόμενος, πως η μητερούλα σας, κύριε Μπουρντόβσκη, ο μόνος λόγος
που είχε τη συμπάθεια και τη φροντίδα του Παυλίστσεβ, ήταν το ότι η μητέρα της ήταν αδερφή της
νεαρής εκείνης υπηρέτριας που ο Νικολάι Αντρέγιεβιτς είχε ερωτευτεί στα πρώτα νεανικά του
χρόνια και τόσο πολύ την αγαπούσε μάλιστα, που ασφαλώς θα την είχε παντρευτεί, αν εκείνη δεν
πέθαινε αναπάντεχα. Έχω αποδείξεις ότι αυτό το οικογενειακό γεγονός είναι απόλυτα
εξακριβωμένο κι αληθινό αν και ελάχιστα γνωστό και τώρα μάλιστα εντελώς ξεχασμένο.

Προχωρώντας, θα μπορούσα να σας εξηγήσω πώς πήρε ο Παυλίστσεβ τη μητερούλα σας, όταν ήταν
ακόμα δέκα χρονώ, για να την αναθρέψει, πως της είχε βάλει κατά μέρος μια σημαντική προίκα και
πως όλες αυτές οι φροντίδες έγιναν αιτία να κυκλοφορήσουν ανησυχαστικές φήμες ανάμεσα στους
πολυάριθμους συγγενείς του Παυλίστσεβ, που νομίζανε μάλιστα πως θα παντρευόταν την
αναθρεφτή του. Τ’ αποτέλεσμα όμως ήταν να παντρευτεί η μητερούλα σας από αίσθημα (κι αυτό
επίσης θα μπορούσα να τ’ αποδείξω με ακριβή στοιχεία) και να πάρει τον υπάλληλο του
κτηματολογίου Μπουρντόβσκη όταν έκλεινε τα είκοσι χρόνια της. Έχω συγκεντρώσει μερικά
αδιάσειστα στοιχεία που αποδείχνουν πως ο πατέρας σας, κύριε Μπουρντόβσκη, δεν είχε ιδέα από
επιχειρήσεις, μα όταν πήρε δεκαπέντε χιλιάδες ρούβλια προίκα απ’ τη μητερούλα σας, παράτησε
την υπηρεσία του, ανακατεύτηκε με το εμπόριο, έπεσε θύμα απάτης, έχασε το κεφάλαιό του, δεν
άντεξε στη συμφορά κι άρχισε απ’ τη στεναχώρια του να πίνει, με αποτέλεσμα ν’ αρρωστήσει και
τέλος να πεθάνει πρόωρα: τον όγδοο χρόνο μετά το γάμο του με τη μητερούλα σας. Ύστερα απ’
αυτό, η μητέρα σας—όπως μου το ‘πε η ίδια— απόμεινε χωρίς πόρο ζωής και θα χανόταν δίχως τη
συνεχή και μεγαλόψυχη βοήθεια του Παυλίστσεβ που της έδινε εξακόσα ρούβλια το χρόνο
βοήθημα. Επίσης υπάρχουν αμέτρητες μαρτυρίες πως εσάς, όταν ήσασταν παιδί, ο Παυλίστσεβ σάς
αγάπησε εξαιρετικά. Απ’ τις μαρτυρίες αυτές κι απ’ τα λόγια της μητερούλας σας βγαίνει το
συμπέρασμα πως σας αγάπησε κυρίως γιατί στα παιδικά σας χρόνια μοιάζατε με βραδύγλωσσο, με
ανάπηρο, με ένα αξιολύπητο, δυστυχισμένο παιδί (κι ο Παυλίστσεβ, όπως έχω συμπεράνει από
ακριβείς αποδείξεις, έδειχνε σ’ όλη του τη ζωή μιαν ιδιαίτερη, τρυφερή συμπάθεια στον κάθε
κατατρεγμένο κι αδικημένο απ’ τη φύση, ιδιαίτερα όταν επρόκειτο για παιδιά—γεγονός κατά τη
γνώμη μου εξαιρετικά σημαντικό για την υπόθεσή μας). Τέλος μπορώ να καυχηθώ πως έκανα
λεπτομερέστατες έρευνες σχετικά με το κυριότερο γεγονός—για το πώς έγινε δηλαδή και η
εξαιρετική αδυναμία που σας είχε ο Παυλίστσεβ (με τη βοήθεια του οποίου πήγατε στο γυμνάσιο
και σπουδάσατε κάτω από ειδική επίβλεψη) — πώς έγινε και υπέβαλε σιγά‐σιγά την ιδέα στους
συγγενείς του Παυλίστσεβ πως είστε γιος του και πως ο πατέρας σας δεν ήταν παρά ένας
απατημένος σύζυγος. Το κυριότερο όμως είναι που η ιδέα αυτή ριζώθηκε κι έγινε γενική πεποίθηση
μονάχα στα τελευταία χρόνια της ζωής του Παυλίστσεβ, όταν όλοι ανησυχήσανε για τη διαθήκη, κι
όταν τ’ αρχικά γεγονότα είχαν ξεχαστεί και δεν υπήρχε τρόπος να συγκεντρώσει κανείς
πληροφορίες. Δεν αμφιβάλλω καθόλου πως η ιδέα αυτή έφτασε κι ως τα δικά σας αυτιά, κύριε
Μπουρντόβσκη, και σας κυριάρχησε πλήρως. Η μητερούλα σας, με την οποία είχα την τιμή να
γνωριστώ προσωπικώς, παρ’ όλο που ήξερε όλες αυτές τις φήμες, δεν το ‘χε μάθει ως τα τώρα (και
γω επίσης της το ‘κρυψα) ότι και σεις, ο γιος της, βρίσκεστε υπό την γοητεία αυτής της φήμης. Την
πολυσέβαστη μητερούλα σας, κύριε Μπουρντόβσκη, τη βρήκα στο Πσκοβ∙ είναι άρρωστη και
βρίσκεται σε μεγάλη ένδεια γιατί, από τότε που πέθανε ο Παυλίστσεβ, δεν έχει κανέναν να την
βοηθήσει. Με δάκρυα ευγνωμοσύνης μού έκανε γνωστό πως αν ζει ακόμα, το χρωστάει σε σας και
στη βοήθειά σας∙ περιμένει πολλά από σας στο μέλλον και πιστεύει στις μελλοντικές σας επιτυχίες…
— Αυτό επιτέλους καταντάει ανυπόφορο!—δήλωσε ξάφνου δυνατά κι ανυπόμονα ο ανιψιός του
Λέμπεντεβ.—Προς τι όλο αυτό το μυθιστόρημα;
— Είναι σιχαμερό, βρομερό!—αναταράχτηκε ο Ιππόλυτος∙ ο Μπουρντόβσκη όμως δεν είπε τίποτα∙
ούτε που σάλεψε καθόλου.
— Προς τι; Γιατί; — απόρησε πονηρά ο Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς, κι ετοιμάστηκε να χύσει όλο του το
δηλητήριο στο συμπέρασμα που θα ‘βγαζε:—Μα πρώτα‐πρώτα, ο κύριος Μπουρντόβσκη μπορεί να
‘ναι τώρα απόλυτα σίγουρος πως ο Παυλίστσεβ τον αγαπούσε από μεγαλοψυχία κι όχι σα γιο του.
Ήταν απαραίτητο να μάθει έστω κι αυτό μονάχα το γεγονός ο κύριος Μπουρντόβσκη, που
επιβεβαίωσε κι ενέκρινε πριν από λίγο τον κύριο Κέλερ, μετά την ανάγνωση του άρθρου. Αν
εκφράζομαι έτσι, είναι γιατί σας θεωρώ τίμιο άνθρωπο, κύριε Μπουρντόβσκη. Δεύτερον,
αποδείχνεται πως σ’ όλη αυτή την υπόθεση δεν υπήρξε ούτε η παραμικρότερη απάτη, ούτε καν απ’
την πλευρά του Τσεμπάροβ∙ αυτό το σημείο είναι σημαντικό, ακόμα και για μένα, γιατί πριν λίγη

ώρα ο πρίγκηψ είπε πάνω στην έξαψή του πως τάχα είμαι και γω της γνώμης ότι η άτυχη αυτή
υπόθεση είναι κλοπή και απάτη. Απεναντίας όμως, όλοι ενεργήσανε καλή τη πίστει και, μόλο που ο
Τσεμπάροβ μπορεί πραγματικά να ‘ναι μεγάλος απατεώνας, σ’ αυτή την υπόθεση όμως δεν έπαιξε
παρά μονάχα ενα ρόλο στρεψόδικου κερδοσκόπου. Είχε την ελπίδα πως θα κέρδιζε μεγάλα ποσά σα
δικηγόρος κι οι υπολογισμοί του ήταν όχι μονάχα λεπτοί και μαστορικοί μα και ακριβείς: βασιζόταν
στην ευκολία με την οποία ο πρίγκιπας δίνει χρήματα και στα ευγενικά αισθήματα σεβασμού που
τρέφει για το μακαρίτη τον Παυλίστσεβ∙ βασιζόταν τέλος (κι αυτό είναι το σπουδαιότερο) στις
γνωστές ιπποτικές αντιλήψεις του πρίγκιπα σχετικά με τις υποχρεώσεις της τιμής και της
συνείδησης. Όσο για τον κύριο Μπουρντόβσκη προσωπικά, θα μπορούσε να πει κανείς πως αυτός,
χάρη σε ορισμένες πεποιθήσεις του, τόσο επηρεάστηκε απ’ τον Τσεμπάροβ και την παρέα που τον
περιστοίχιζε, που έβαλε μπροστά την υπόθεση μην αποβλέποντας σχεδόν καθόλου στα κέρδη, μα
πιστεύοντας πως προσφέρει υπηρεσία στην αλήθεια, στην πρόοδο και στην ανθρωπότητα. Τώρα,
μετά τα στοιχεία που σας έκανα γνωστά, δεν μπορεί ν’ αμφιβάλλει κανείς πως ο κύριος
Μπουρντόβσκη είναι άνθρωπος τίμιος παρ’ όλα τα επιφαινόμενα κι ο πρίγκιπας θα μπορεί τώρα πια
να του προτείνει με μεγαλύτερη προθυμία και τη φιλική του υποστήριξη και την ενεργό εκείνη
βοήθεια, για την οποία έκανε λόγο πριν από λίγη ώρα μιλώντας για τα σχολεία και τον Παυλίστσεβ.
— Σταματείστε, Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς, σταματείστε!— φώναξε ο πρίγκιπας κατατρομαγμένος∙
ήταν όμως αργά πια.
— Εγώ το είπα, το είπα τρεις φορές, — φώναξε νευριασμένα ο Μπουρντόβσκη, — πως δεν τα θέλω
τα χρήματα. Δε θα τα πάρω… γιατί δε θέλω… να!
Κι έκανε να φύγει τρέχοντας σχεδόν απ’ τη βεράντα. Ο ανιψιός του Λέμπεντεβ όμως τον άρπαξε απ’
το χέρι και κάτι του ψιθύρισε. Εκείνος γύρισε βιαστικά και βγάζοντας απ’ την τσέπη του ένα μεγάλο
ασφράγιστο φάκελο, τον πέταξε στο τραπεζάκι που βρισκόταν δίπλα στον πρίγκιπα.
— Να τα λεφτά! Δεν είχατε το δικαίωμα! Δεν είχατε! Λεφτά!
— Είναι τα διακόσα πενήντα ρούβλια που τολμήσατε να του στείλετε σαν ελεημοσύνη μέσω του
Τσεμπάροβ,—εξήγησε ο Ντοκτορένκο.
— Το άρθρο λέει πενήντα!—φώναξε ο Κόλια.
— Είμαι ένοχος!—είπε ο πρίγκιπας πλησιάζοντας στο Μπουρντόβσκη. —Είμαι πολύ ένοχος απέναντί
σας, Μπουρ ντόβσκη, δε σας τα ‘στειλα όμως σαν ελεημοσύνη, πιστέψτε με. Και τώρα είμαι
ένοχος… πριν λίγη ώρα σας πρόσβαλα. (Ο πρίγκιπας ήταν πολύ στεναχωρημένος, φαινόταν πολύ
κουρασμέ νος κι εξαντλημένος και τα λόγια του ήταν ασύνδετα). Είπα για απάτη… δεν ήταν όμως
για σας, έκανα λάθος. Είπα ότι εσείς… είστε σαν και μένα—άρρωστος. Εσείς όμως δεν είστε σαν και
μένα… εσείς δίνετε μαθήματα, εσείς συντηρείτε τη μητέρα σας. Είπα πως διαπομπεύσατε τη μητέρα
σας, εσείς όμως την αγαπά τε∙ το λέει η ίδια… δεν το ‘ξερα… ο Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς δεν
πρόφτασε να μου τα εξηγήσει όλα… είμαι ένοχος. Τόλμησα να σας προσφέρω δέκα χιλιάδες, είμαι
όμως ένοχος, έπρεπε να κάνω την πρόταση αλλιώς, τώρα όμως… δεν μπορεί να γίνει γιατί με
περιφρονείτε…
— Μα αυτό είναι τρελοκομείο!—έβαλε μια φωνή η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα.
— Και βέβαια τρελοκομείο!—δεν κρατήθηκε και πρόφερε απότομα η Αγλαΐα, τα λόγια της όμως δεν
ακούστηκαν μέσα στη γενική φασαρία∙ όλοι τώρα πια μιλούσαν δυνατά, άλλοι συζητούσαν, άλλοι
φιλονικούσαν, άλλοι γελάγανε. Η αγανάκτηση του Ιβάν Φιοντόροβιτς Επάντσιν έφτασε στο
κατακόρυφο∙ περίμενε τη Λιζαβέτα Προκόφιεβνα κι είχε ύφος ανθρώπου βαθύτατα πληγωμένου

στην αξιοπρέπειά του. Ο ανιψιός του Λέμπεντεβ θέλησε να πει το τελευταίο του λογάκι.
— Μάλιστα, πρίγκηψ, πρέπει να σας αποδώσουμε δικαιοσύνη, ξέρετε δα να επωφελείστε απ’ αυτή
την… αρρώστια σας (για να ‘μαστε ευγενέστεροι στις εκφράσεις μας). Τα καταφέρατε και
προτείνατε με τόση μαστοριά τη φιλία σας και τα χρήματά σας που τώρα πια ένας άνθρωπος
αξιοπρεπής, είναι αδύνατο να τα δεχτεί. Αυτό, ή θα πρέπει να ‘ναι υπερβολική αφέλεια ή
υπερβολική καπατσοσύνη… εσείς μπορείτε να το ξέρετε καλύτερα από μένα.
— Επιτρέψτε μου, κύριοι,—φώναξε ο Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς που ‘χε ανοίξει στο μεταξύ το φάκελο
με τα χρήματα,—εδώ δε βλέπω διακόσα πενήντα ρούβλια∙ είναι μονάχα εκατό. Το λέω, πρίγκηψ,
για να μην προκύψει καμιά παρεξήγηση.
— Αφήστε, αφήστε,—κούνησε τα χέρια του ο πρίγκιπας στο Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς.
— Όχι, καθόλου αφήστε!—πιάστηκε αμέσως ο ανιψιός του Λέμπεντεβ απ’ τη λέξη.—Μας
προσβάλλει αυτό το «αφήστε» σας, πρίγκηψ. Εμείς δεν κρυβόμαστε, εμείς το δηλώνουμε ανοιχτά.
Ναι, ο φάκελος έχει μονάχα εκατό ρούβλια κι όχι διακόσα πενήντα, μα δεν είναι τάχα το ίδιο…
— Ο‐όχι, δεν είναι το ίδιο, — πρόφτασε κι είπε ο Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς με ύφος αφελέστατης
απορίας.
— Μη με διακόπτετε∙ δεν είμαστε και τόσο βλάκες όσο μας νομίζετε, κύριε δικηγόρε,—φώναξε με
κακία και φούρκα ο ανιψιός του Λέμπεντεβ, — είναι αυτονόητο πως τα εκατό ρούβλια δεν είναι
διακόσα πενήντα και δεν κάνει το ίδιο, το σπουδαίο όμως είναι η χειρονομία∙ εδώ το σπουδαίο
είναι η πρόθεση∙ το ότι λείπουν εκατόν πενήντα ρούβλια, είναι μια λεπτομέρεια. Σημασία έχει πως
ο Μπουρντόβσκη δε δέχεται την ελεημοσύνη σας, εκλα μπρότατε, πως σας πετάει την ελεημοσύνη
σας στα μούτρα και μ’ αυτή την έννοια, το ίδιο κάνει, τι εκατό, τι διακόσα πενήντα. Ο
Μπουρντόβσκη αρνήθηκε να πάρει τις δέκα χιλιάδες, το είδατε∙ δε θα ‘φερνε πίσω ούτε τα εκατό
ρούβλια, αν ήταν ανέντιμος! Αυτά τα εκατόν πενήντα ρούβλια πήγανε για έξοδα του Τσεμπάροβ,
όταν ταξίδεψε για να πάει να βρει τον πρίγκιπα∙ βέβαια έχετε κάθε δικαίωμα να γελάτε με την
ατζαμοσύνη μας, με την άγνοιά μας να βγάλουμε πέρα μιαν υπόθεση∙ μα κι αυτό να μην ήταν, πάλι
πασκίσατε με κάθε τρόπο να μας γελοιοποιήσετε∙ μην τολμήσετε όμως να πείτε πως είμαστε άτιμοι.
Αυτά τα εκατόν πενήντα ρούβλια, ευγενέστατε κύριε, θα τα επιστρέψουμε όλοι μαζί στον πρίγκιπα∙
θα του τα δίνουμε έστω και ρούβλι‐ρούβλι και θα τον ξοφλήσουμε με τόκο. Ο Μπουρντόβσκη είναι
φτωχός, ο Μπουρντόβσκη δεν έχει εκατομμύρια κι ο Τσεμπάροβ, μετά το ταξίδι του, μας έφερε το
λογαριασμό. Ελπίζαμε να κερδίσουμε… όποιος και να ‘ταν στη θέση του, έτσι ακριβώς θα
ενεργούσε.
— Τι εννοείτε όποιος και να ‘ταν;— φώναξε ο πρίγκιπας Σ..
— Θα τρελαθώ εδώ μέσα!—φώναξε η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα.
— Αυτό μου θυμίζει,—γέλασε ο Ευγένιος Παύλοβιτς, που από ώρα τώρα στεκόταν και
παρατηρούσε,—μια πρόσφατη αγόρευση δικηγόρου που έκανε κρότο. Ο δικηγόρος αυτός,
προβάλλοντας σα δικαιολογία το ότι ο πελάτης του ήταν φτωχός—κι είχε σκοτώσει έξι ανθρώπους
την ίδια μέρα για να τους ληστέψει—κατέληξε ξάφνου περίπου ως εξής: είναι πολύ φυσικό, λέει, το
ότι η ανέχεια του πελάτη μου τον έκανε να σκεφτεί και να κάνει αυτή την εξαπλή δολοφονία∙ μα και
ποιος δε θα σκεφτόταν στη θέση του να κάνει το ίδιο; Κάτι τέτοιο είπε, μονάχα που ήταν πολύ
διασκεδαστικότερο.
— Αρκετά!—είπε ξάφνου δυνατά η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα τρέμοντας σχεδόν απ’ την οργή της.—

Είναι καιρός να σταματήσουν αυτές οι ασυναρτησίες!…
Ήταν τρομερά νευριασμένη∙ με ύφος απειλητικό, έριξε προς τα πίσω το κεφάλι της και με μιαν
υπεροπτική, φλογερή κι ανυπόμονη προκλητικότητα, κοίταξε ένα γύρω τη συντροφιά με μάτια που
πετούσαν σπίθες, κι ήταν ζήτημα αν ξεχώριζε κείνη τη στιγμή τους εχθρούς απ’ τους φίλους.
Βρισκόταν στο σημείο εκείνο όπου ο θυμός που συγκρατούσε πολλήν ώρα ξέσπαγε επιτέλους
τρομερός, σε μια στιγμή που το ‘νιωθε σαν άμεση ανάγκη να ριχτεί στη μάχη τώρ’ αμέσως, να τα
βάλει το γρηγορότερο με κάποιον.
Όσοι ξέρανε τη Λιζαβέτα Προκόφιεβνα, ένιωσαν αμέσως πως της συνέβαινε κάτι ιδιαίτερο. Ο Ιβάν
Φιοντόροβιτς έλεγε την άλλη κιόλας μέρα στον πρίγκιπα Σ. πως «κάτι τέτοιο της συμβαίνει κάπου‐
κάπου, μα σε τέτοιο βαθμό όπως χτες, σπάνια της συμβαίνει∙ το πολύ μια φορά στα τρία χρόνια,
ποτέ συχνότερα! Ποτέ πιο συχνά!»—πρόστεσε με πολυσήμαντο ύφος.
— Φτάνει, Ιβάν Φιοντόροβιτς! Αφήστε με!—ξεφώνιζε η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα. — Τι μου δίνετε
τώρα το μπράτσο σας; Δεν μπορούσατε τόσην ώρα να με πάρετε να φύγουμε; Είσαστε ο σύζυγος, ο
αρχηγός της οικογενείας∙ έπρεπε να μ’ είχατε τραβήξει την ανόητη από τ’ αυτί και να με πάρετε από
δω, αν δεν ήθελα να σας ακούσω και δεν έφευγα. Ας φροντίζατε τουλάχιστο για τις κόρες σας! Τώρα
πια τον βρίσκουμε και μόνες μας το δρόμο. Αυτή η ντροπή θα μας είναι αρκετή για έναν ολάκερο
χρόνο… Περιμένετε, θέλω ακόμα να ευχαριστήσω τον πρίγκιπα! … Πρίγκηψ, σας ευχαριστώ για την
περιποίηση! Και γω που στρογγυλοκάθισα ν’ ακούσω τη νεολαία… Αυτό είναι προστυχιά,
προστυχιά! Είναι χάος, βρομιά, ούτε στ’ όνειρό σου δεν μπορείς να το δεις! Μα είναι δυνατό να
υπάρχουν πολλοί σαν και δαύτους;… Σώπα, Αγλαΐα! Σώπα, Αλεξάνδρα! Δεν είναι δική σας δουλειά!
Τι στριφογυρνάτε γύρω μου, Ευγένιε Παύλοβιτς; Με σκοτίσατε πια! Ώστε λοιπόν, καλούλη μου, τους
ζητάς και συγνώμη από πάνω,—συνέχιζε γυρίζοντας στον πρίγκιπα.— «Σας ζητώ συγνώμη, τους λες,
που τόλμησα να σας προσφέρω μια περιουσία…» και συ, φανφαρονίσκε, τι κάθεσαι και γελάς;— τα
‘βαλε ξάφνου με τον ανιψιό του Λέμπεντεβ, — «εμείς, βλέπεις, απαιτούμε και δεν επαιτούμε!» Λες
και δεν το ξέρει πως αυτός ο ηλίθιος, αύριο κιόλας, θα πάει να τους βρει και θα τους παρακαλάει να
δεχτούν τη φιλία του και τα κεφάλαιά του! Θα πας, έτσι δεν είναι; Θα πας, ναι ή όχι;
— Θα πάω,—πρόφερε με σιγανή και ήρεμη φωνή ο πρίγκιπας.
— Τ’ ακούσατε! Μα σ’ αυτό ίσα‐ίσα υπολογίζεις,—γύρισε και πάλι στο Ντοκτορένκο∙—τα λεφτά
τώρα πια είναι το ίδιο σα να τα ‘χεις στην τσέπη σου, γι’ αυτό μας κάνεις τον καμπόσο, για να μας
ρίξεις στάχτη στα μάτια… όχι, περιστεράκι μου, άντε να βρεις άλλα κορόιδα, εγώ σας βλέπω ως
μέσα‐μέσα… όλο το παιχνίδι σας το βλέπω!
— Λιζαβέτα Προκόφιεβνα!—ξεφώνισε ο πρίγκιπας.
— Ελάτε να φύγουμε από δω, Λιζαβέτα Προκόφιεβνα∙ είναι πολύ αργά, ελάτε, θα πάρουμε και τον
πρίγκιπα μαζί μας,—πρόφερε όσο πιο ήρεμα και χαμογελαστά γινόταν ο πρίγκιπας Σ.. Οι
δεσποινίδες στέκονταν παράμερα σχεδόν τρομαγμένες, ο στρατηγός είχε τρομοκρατηθεί∙ όλοι
γενικά είχαν μείνει κατάπληκτοι. Μερικοί που στέκονταν μακρύτερα, χαμογελούσαν κρυφά και
μιλάγανε ψιθυριστά μεταξύ τους. Ο Λέμπεντεβ φαινόταν να βρίσκεται στο ψηλότερο σκαλοπάτι του
ενθουσιασμού.
— Τη βρομιά και το χάος μπορεί να τα βρεις παντού, κυρία μου,— πρόφερε ο ανιψιός του
Λέμπεντεβ που ωστόσο τα ‘χε χρειαστεί αρκετά.
— Όχι τέτοια όμως! Όχι τέτοια, πατερούλη, σαν τη δική σας, όχι τέτοια!—βρήκε την ευκαιρία να πει
χαιρέκακα, σα να την είχε πιάσει υστερία η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα.—Μα αφήστε με λοιπόν

επιτέλους, — φώναξε σ’ αυτούς που πασκίζανε να την καθησυχάσουν. — Όχι, αφού και σεις ο ίδιος,
Ευγένιε Παύλιτς, το είπατε τώρα μόλις πως ακόμα και στο δικαστήριο βρέθηκε ένας συνήγορος να
πει πως δεν υπάρχει τίποτα φυσικότερο απ’ το να ξεπαστρέψει κανείς έξι ανθρώπους μονομιάς
γιατί είναι φτωχός— αν είναι έτσι τότε αρχίζω να πιστεύω πως έφτασε η συντέλεια του κόσμου.
Αυτό πρώτη φορά τ’ ακούω. Τώρα τα κατάλαβα όλα! Μα μήπως τάχα αυτός εκεί ο ψευδός (έδειξε
το Μπουρντόβσκη που την κοίταζε και τα ‘χε ολότελα χαμένα) θα διστάσει να σφάξει; Βάζω
στοίχημα πως θα σφάξει∙ τα λεφτά σου, τις δέκα χιλιάδες, μπορεί και να μην τα πάρει, κι αυτό από
καθαρή συνείδηση, τη νύχτα όμως μπορεί να ‘ρθει, να σε σφάξει και να τα πάρει απ’ την κασετίνα.
Θα τα πάρει, κι αυτό πάλι από καθαρή συνείδηση! Αυτό δεν είναι ατιμία κατά την αντίληψή του!
Αυτό είναι «ένα ξέσπασμα ευγενούς απελπισίας», αυτό είναι «άρνηση» κι ένας διάβολος ξέρει τι
άλλο… Φτου! Όλα απ’ την ανάποδη, όλα με το κεφάλι κάτω. Μια κοπέλα μεγαλώνει στο σπίτι και
ξάφνου, τσουπ, μπαίνει στ’ αμάξι: «μαμακούλα, τις προάλλες παντρεύτηκα τον δείνα, τον Κάρλιτς ή
τον Ιβάνιτς, έχετε γεια!» Έτσι πρέπει να γίνεται κατά τη γνώμη σας; Είναι άξιο σεβασμού, είναι
φυσικό; Αυτό είναι το γυναικείο ζήτημα; Αυτό εκεί το παλιόπαιδο (έδειξε τον Κόλια), κι αυτός ακόμα
μου ‘φερνε αντιρρήσεις και μου ‘λεγε πως αυτό ίσα‐ίσα είναι το «γυναικείο ζήτημα». Μα ας είναι
ανόητη η μάνα, εσύ να της φερθείς σαν άνθρωπος!… Τι μας κουβαληθήκατε δω πέρα με ψηλά το
κεφάλι; «Μη ζυγώσει κανείς∙ εμείς προχωρούμε». «Δώσ’ μας όλα τα δικαιώματα∙ εσύ όμως μην
τολμήσεις να βγάλεις άχνα μπροστά μας. Δώσ’ μας όλη την εκτίμηση και το σεβασμό που υπάρχει
στον κόσμο, κι αυτόν ακόμα που δεν υπάρχει, και μεις θα σου φερνόμαστε σα να ‘σουνα ο
χειρότερος λακές!» Κόπτονται για την αλήθεια και για το δίκιο κι όμως στο άρθρο τους τον
συκοφάντησαν σαν τους χειρότερους μπαμπέσηδες. «Απαιτούμε και δεν επαιτούμε, και ποτέ λέξη
ευγνωμοσύνης δε θ’ ακούσετε από μας, γιατί εσείς το κάνετε μόνο και μόνο για την ικανοποίηση της
προσωπικής σας συνείδησης!» Τι σπουδαία ηθική: μα αν δε θα υπάρξει από μέρος σου καμιά
ευγνωμοσύνη, θα μπορεί κι ο πρίγκιπας να σου απαντήσει πως δε νιώθει καμιάν ευγνωμοσύνη
απέναντι στον Παυλίστσεβ, γιατί ο Παυλίστσεβ έκανε το καλό για να ικανοποιήσει την προσωπική
του συνείδηση. Κι όμως εσύ, αν σε κάτι υπολογίζεις, είναι αυτή ίσα‐ίσα η ευγνωμοσύνη του
απέναντι στον Παυλίστσεβ: γιατί βέβαια δεν πήρε από σένα χρήματα δανεικά, δε χρωστάει σε σένα∙
σε τι άλλο υπολόγιζες λοιπόν αν όχι στην ευγνωμοσύνη; Πώς λοιπόν την απαρνιέσαι συ ο ίδιος;
Τρελοί! Παραδέχονται πως η κοινωνία είναι άγρια κι απάνθρωπη, επειδή ρίχνει τ’ ανάθεμα σε μια
κοπέλα που κάποιος την παρέσυρε. Μα αφού παραδέχονται πως η κοινωνία είναι απάνθρωπη θα
πει ότι παραδέχονται πως η κοινωνία μπορεί να κάνει την κοπέλα να πονέσει. Κι αφού την κάνει να
πονάει, πώς λοιπόν την ξεμπροστιάζεις με τις εφημερίδες σ’ όλην αυτή την κοινωνία κι έχεις την
απαίτηση να μην την πληγώσει αυτό; Τρελοί! Υπερφίαλοι! Δεν πιστεύουν στο Θεό, δεν πιστεύουν
στο Χριστό! Μα εσάς σας έχει τόσο διαποτίσει η ματαιοδοξία και η οίηση που θα καταντήσετε στο
τέλος ν’ αλληλοφαγωθείτε, αυτό σας το προλέγω. Μα δεν είναι κομφούζιο λοιπόν αυτό, δεν είναι
χάος, δεν είναι βρομιά; Κι ύστερα απ’ όλα αυτά, έχεις και τούτο τον ξετσίπωτο που θέλει να τους
ζητήσει και συγνώμη από πάνω! Μα έχει κι άλλους πολλούς σαν και σας; Τι χασκογελάτε! Που
ρεζιλεύτηκα μαζί σας; Μα ναι, ρεζιλεύτηκα, τώρα πια δε γίνεται τίποτα! Και σένα σου απαγορεύω
να χασκογελάς, σαχλοκούδουνο! (τα ‘βαλε ξάφνου με τον Ιππόλυτο): μόλις‐μόλις ανασαίνει και
διαφθείρει τους άλλους. Εσύ το διέφθειρες αυτό το παλιόπαιδο (ξανάδειξε και πάλι τον Κόλια)∙ όλη
την ώρα, όλο για σένα μιλάει, του μαθαίνεις τον αθεϊσμό, δεν πιστεύεις στο Θεό,—ενώ εσένα θα
μπορούσε να σου τις βρέχει κανείς στον πισινό, ευγενέστατε κύριε, και φτου σας όλοι σας! Λοιπόν,
πρίγκηψ Λέων Νικολάγιεβτις, θα πας αύριο να τους δεις, θα πας; — ρώτησε και πάλι τον πρίγκιπα
σχεδόν λαχανιάζοντας.
— Θα πάω.
— Δε θέλω ούτε να σε ξέρω ύστερ’ απ’ αυτό!— έκανε να στραφεί βιαστικά και να φύγει, μα ξάφνου
ξαναγύρισε. — Και σ’ αυτόν τον αθεϊστή; Θα πας και σ’ αυτόν; — έδειξε τον Ιππόλυτο.—Μα τι με
κοιτάς λοιπόν και χαμογελάς ειρωνικά;—φώναξε κάπως αφύσικα και όρμησε ξάφνου καταπάνω
στον Ιππόλυτο μην μπορώντας ν’ αντέξει το σαρκαστικό του χαμόγελο.

— Λιζαβέτα Προκόφιεβνα! Λιζαβέτα Προκόφιεβνα! Λιζαβέτα Προκόφιεβνα! — ακούστηκε
ταυτόχρονα απ’ όλες τις μεριές.
— Maman, ντροπή!—φώναξε δυνατά η Αγλαΐα.
— Μην ανησυχείτε, Αγλαΐα Ιβάνοβνα,—απάντησε ήρεμα ο Ιππόλυτος που η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα
τον είχε σφιχτά, άγνωστο γιατί, απ’ το χέρι και του το κράταγε δυνατά∙ στεκόταν μπροστά του και
δεν έλεγε να ξεκολλήσει από πάνω του το μανιασμένο της βλέμμα —μην ανησυχείτε, η maman σας
θα καταλάβει πως δεν μπορεί να τα βάλει μ’ έναν ετοιμοθάνατο… είμαι έτοιμος να σας εξηγήσω
γιατί γέλασα… θα χαρώ πολύ αν μου το επιτρέψετε…
Ξάφνου τον έπιασε ένας τρομερός βήχας κι ένα ολάκερο λεπτό δεν μπορούσε να σταματήσει.
— Για δες τον, πεθαίνει κι ακόμα ρητορεύει!—ξεφώνισε η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα αφήνοντας το
χέρι του και κοιτώντας τον σχεδόν με φρίκη καθώς σκούπιζε το αίμα απ’ τα χείλη του.—Μα τι τις θες
τώρα τις κουβέντες! Εσύ πρέπει να πας να πλαγιάσεις…
— Έτσι θα κάνω, —απάντησε σιγά, βραχνά, σχεδόν ψιθυριστά ο Ιππόλυτος, —μόλις γυρίσω απόψε,
θα πλαγιάσω αμέσως… σε δυο βδομάδες, όπως μου είναι γνωστό, θα πεθάνω… την περασμένη
βδομάδα μου το ‘πε ο ίδιος ο Μπ‐ν… Αν το επιτρέπετε λοιπόν, θα ‘θελα να σας πω δυο
αποχαιρετιστήρια λόγια.
— Μα τι, τρελάθηκες λοιπόν; Ανοησίες! Πρέπει να κάνεις θεραπεία, τι τις θες τώρα τις κουβέντες!
Πήγαινε, πήγαινε να πλαγιάσεις!…— φώναξε τρομαγμένη η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα.
— Άμα πλαγιάσω, δεν πρόκειται πια να σηκωθώ ως το θάνατό μου —χαμογέλασε ο Ιππόλυτος. —
Από χτες κιόλας το ‘χα σκεφτεί να πλαγιάσω και να μη σηκωθώ ώσπου να πεθάνω, αποφάσισα
όμως ν’ αναβάλω ίσαμε μεθαύριο, όσο με κρατάνε ακόμα τα πόδια μου… για να ‘ρθω μ’ αυτούς εδώ
σήμερα… μονάχα που κουράστηκα πάρα πολύ…
— Μα κάτσε, κάτσε, τι στέκεσαι! Να μια καρέκλα, — πετάχτηκε η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα και του
‘δωσε μονάχη της μια καρέκλα.
— Σας ευχαριστώ, —συνέχισε σιγά ο Ιππόλυτος, —και σεις καθίστε απέναντι και θα
κουβεντιάσουμε… το δίχως άλλο θα κουβεντιάσουμε, Λιζαβέτα Προκόφιεβνα, τώρα πια
επιμένω…— της ξαναχαμογέλασε… —Σκεφτείτε πως σήμερα είναι η τελευταία φορά που βρίσκομαι
στο ύπαιθρο, ανάμεσα σε ανθρώπους, και σε δυο βδομάδες θα ‘μαι σίγουρα μέσα στη γη. Ώστε
λοιπόν, θα ‘ναι σα ν’ αποχαιρετάω και τους ανθρώπους και τη φύση. Μόλο που δεν είμαι και πολύ
συναισθηματικός, ωστόσο το φαντάζεστε τάχα; Είμαι πολύ χαρούμενος που όλ’ αυτά έγιναν εδώ,
στο Παυλόβσκ: όσο και να ‘ναι, μπορείς να κοιτάξεις ένα δέντρο με πράσινα φύλλα.
— Μα είναι ώρα για κουβέντες τώρα; —τρόμαζε όλο και περισσότερο η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα. —
Εσύ τρέμεις απ’ τον πυρετό. Πριν από λίγο φώναζες και τσίριζες και τώρα μόλις που ακούγεσαι, σαν
ξεπνοϊσμένος είσαι!
— Τώρα θα ξεκουραστώ. Γιατί δε θέλετε να μου ικανοποιήσετε την τελευταία μου επιθυμία;… Και,
ξέρετε, από καιρό τώρα ονειρευόμουνα να γνωριστώ κατά κάποιον τρόπο μαζί σας, Λιζαβέτα
Προκόφιεβνα∙ έχω ακούσει πολλά για σας… απ’ τον Κόλια∙ είναι, ξέρετε, σχεδόν ο μόνος που δε μ’
έχει παρατήσει… Είστε πρωτότυπη γυναίκα, εκκεντρική γυναίκα, το ‘δα και μονάχος μου τώρα…
ξέρετε αλήθεια πως σας αγαπούσα κιόλας λιγάκι;

— Θεέ μου, και γω, μα το ναι, παραλίγο να τον χτυπούσα.
— Σας κράτησε η Αγλαΐα Ιβάνοβνα∙ δεν πιστεύω να πέφτω έξω; Είναι κόρη σας, η Αγλαΐα Ιβάνοβνα.
Είναι τόσο όμορφη, που μόλις ήρθαμε δω το κατάλαβα αμέσως πως είναι αυτή, κι ας μην την είχα
ξαναδεί ποτέ μου. Αφήστε με τουλάχιστο ν’ ατενίσω μια καλλονή για τελευταία φορά στη ζωή μου,
—χαμογέλασε κάπως στραβά κι αδέξια ο Ιππόλυτος. —Να, κι ο πρίγκιπας είναι δω κι ο σύζυγός σας
κι όλη η συντροφιά. Γιατί δε θέλετε να ικανοποιήσετε την τελευταία μου επιθυμία;
— Μια καρέκλα! —φώναξε η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα, άρπαξε όμως μονάχη της μια κι έκατσε
απέναντι στον Ιππόλυτο. —Κόλια, —τον διέταξε, —θα φύγεις μαζί του αμέσως να τον συνοδεύσεις
κι αύριο εγώ το δίχως άλλο…
— Αν μου το επιτρέπετε, θα παρακαλούσα τον πρίγκιπα για ένα φλιτζάνι τσάι… Είμαι πολύ
κουρασμένος. Ξέρετε κάτι, Λιζαβέτα Προκόφιεβνα; Αν δεν κάνω λάθος, θέλατε να πάρετε τον
πρίγκιπα στη βίλα σας να πιείτε τσάι∙ γιατί λοιπόν να μη μείνετε δω; Θα περάσουμε μαζί την ώρα
μας, κι ο πρίγκηψ σίγουρα θα μας προσφέρει τσάι. Να με συγχωρείτε που σα να διατάζω… Μα εγώ
σας ξέρω, είσαστε καλή, κι ο πρίγκηψ επίσης… όλοι μας είμαστε τόσο καλοί που καταντάει κωμικό…
Ο πρίγκιπας βιάστηκε να δώσει οδηγίες. Ο Λέμπεντεβ έφυγε τρέχοντας κι από πίσω του η Βέρα.
— Ας είναι λοιπόν, —αποφάσισε απότομα η στρατηγίνα, —μην πολυφωνάζεις όμως και μην
παραφέρεσαι. Με συγκίνησες… Πρίγκηψ! Δε σου αξίζει να κάτσω σπίτι σου και να πιω τσάι, μα ας
είναι, θα μείνω, μόλο που δε ζητάω συγνώμη από κανέναν! Από κανέναν! Σαχλαμάρες! Εδώ που τα
λέμε, αν σε μάλωσα, συγχώρεσέ με, αν θέλεις δηλαδή. Και φυσικά, όποιος θέλει μπορεί να
πηγαίνει, —γύρισε ξάφνου μ’ ασυνήθιστη οργή στον άντρα της και στις κόρες της, λες κι ήταν όλοι
τρομερά ένοχοι απέναντί της. —Θα τα καταφέρω να φτάσω και μόνη μου σπίτι…
Όμως, δεν την αφήσανε να τελειώσει. Όλοι πλησίασαν και την τριγυρίσανε με προθυμία. Ο
πρίγκιπας άρχισε αμέσως να τους παρακαλάει όλους να μείνουνε να πιούνε τσάι και ζητούσε
συγνώμη που ως τα τώρα δεν το ‘χε σκεφτεί. Ακόμα κι ο στρατηγός Επάντσιν δείχτηκε τόσο
ευγενικός, που μουρμούρισε κάτι καθησυχαστικό και ρώτησε ευγενικά τη Λιζαβέτα Προκόφιεβνα:
«μήπως κάνει ψύχρα εδώ στη βεράντα;» Παραλίγο να ρώταγε και τον Ιππόλυτο αν είναι καιρός που
σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο, δεν τον ρώτησε όμως. Ο Ευγένιος Παύλοβιτς κι ο πρίγκιπας Σ. γίνανε
ξάφνου τρομερά ευγενικοί κι εύθυμοι, η Αδελαΐδα κι η Αλεξάνδρα, μόλο που εξακολουθούσαν ν’
απορούν, φάνηκε να ευχαριστήθηκαν με την τροπή που πήραν τα πράγματα∙ με δυο λόγια, όλοι
ήταν φανερά χαρούμενοι που πέρασε η κρίση της Λιζαβέτας Προκόφιεβνας. Μονάχα η Αγλαΐα ήταν
σκυθρωπή κι έκατσε σιωπηλή λίγο παράμερα. Μείνανε κι όλοι οι άλλοι. Κανένας δεν ήθελε να
φύγει, ούτε καν ο στρατηγός Ιβόλγκιν, παρ’ όλο που κάτι του ψιθύρισε ο Λέμπεντεβ, καθώς πέρναγε
από μπροστά του, κάτι που πιθανότατα δεν ήταν και τόσο ευχάριστο, γιατί ο στρατηγός
αποτραβήχτηκε αμέσως σε κάποια γωνιά. Ο πρίγκιπας έκανε την πρόσκληση και στο Μπουρντόβσκη
με την παρέα του, μην παραλείποντας κανέναν. Αυτοί μουρμούρισαν κάπως παγερά πως θα
περιμένουν τον Ιππόλυτο κι αποσύρθηκαν αμέσως στην πιο μακρινή γωνιά της βεράντας, όπου και
ξανάκατσαν όλοι στη σειρά. Όπως φαίνεται, ο Λέμπεντεβ είχε από ώρα έτοιμο το τσάι για τον εαυτό
του, γιατί σερβιρίστηκε αμέσως. Το ρολόι χτύπησε δέκα.

Χ
Ο ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ έβρεξε τα χείλη του με το τσάι που του σέρβιρε η Βέρα Λέμπεντεβα, απίθωσε το
φλιτζάνι στο τραπεζάκι και ξάφνου, λες και σάστισε, κοίταξε σχεδόν σα χαμένος γύρω του.
— Κοιτάξτε, Λιζαβέτα Προκόφιεβνα, αυτά τα φλιτζάνια, —βιάστηκε να πει κάπως παράξενα. —Είναι
φαρφουρένια φλι τζάνια και, καθώς φαίνεται, η πορσελάνη είναι υπέροχη∙ ο Λέ μπεντεβ τα ‘χει
πάντα μέσα στο μπουφέ του, πίσω απ’ τα τζάμια, κλειδωμένα, ποτέ δε σερβίρει μ’ αυτά… όπως
γίνεται συνήθως, τα πήρε προίκα απ’ τη γυναίκα του… Έτσι το ‘χουνε συνήθειο αυτοί… και να που
τώρα μας σέρβιρε σ’ αυτά, προς τιμή σας φυσικά, τόσο πολύ χάρηκε…
Ήθελε να προστέσει και κάτι άλλο μα δε βρήκε τι να πει.
— Σάστισε ωστόσο! Το περίμενα! —είπε ξάφνου ψιθυριστά ο Ευγένιος Παύλοβιτς στ’ αυτί του
Μίσκιν. —Αυτό είναι επικίνδυνο, δε βρίσκετε; Ασφαλέστατο σημάδι πως τώρα πια θα κάνει από
κακία κάτι τόσο πολύ εκκεντρικό, που ακόμα κι η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα θα το βάλει στα πόδια.
Ο πρίγκιπας τον κοίταξε ερωτηματικά.
— Δεν τη φοβάστε την εκκεντρικότητα;—πρόστεσε ο Ευγένιος Παύλοβιτς. —Ούτε και γω τη
φοβάμαι, απεναντίας την επιθυμώ. Εδώ που τα λέμε, τη θέλω μόνο και μόνο για να τιμωρηθεί η
καλή μας Λιζαβέτα Προκόφιεβνα και το δίχως άλλο σήμερα. Δε θα ‘θελα να φύγω πριν το δω αυτό.
Σα να μου φαίνεται πως έχετε πυρετό.
— Αργότερα, μη μ’ ενοχλείτε. Ναι, είμαι αδιάθετος, —απάντησε αφηρημένα κι ανυπόμονα μάλιστα
ο πρίγκιπας. Είχε ακούσει τ’ όνομά του. Ο Ιππόλυτος μίλαγε γι’ αυτόν.
— Δεν το πιστεύετε;—γέλαγε υστερικά ο Ιππόλυτος. —Το περίμενα∙ ο πρίγκιπας όμως θα το
πιστέψει αμέσως και δε θ’ απορήσει καθόλου.
— Ακούς, πρίγκηψ; —γύρισε και τον ρώτησε η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα. —Ακούς;
Όλοι γύρω γελούσαν. Ο Λέμπεντεβ προχώρησε πολυάσχολος και στριφογύριζε μπροστά στη
Λιζαβέτα Προκόφιεβνα.
— Λέει πως αυτή εδώ η μαϊμού, ο νοικοκύρης σου… έκατσε και διόρθωσε το άρθρο εκείνου του
κυρίου, κείνο που διαβάσαμε πριν από λίγο για σένα.
Ο πρίγκιπας κοίταξε απορημένος το Λέμπεντεβ.
— Τι σωπαίνεις λοιπόν; —χτύπησε το πόδι της η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα.
— Γιατί όχι; —μουρμούρισε ο πρίγκιπας εξακολουθώντας να κοιτάζει το Λέμπεντεβ.—Τώρα πια το
βλέπω πως το διόρθωσε.
— Είναι αλήθεια;—γύρισε γρήγορα η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα στο Λέμπεντεβ.
— Αληθέστατο, εξοχοτάτη!—απάντησε ο Λέμπεντεβ σταθερά κι αδίσταχτα, βάζοντας το χέρι του
στην καρδιά.

— Το λέει, λες και το ‘χει καμάρι χου!—λίγο ακόμα και θα πεταγόταν απ’ την καρέκλα της η
στρατηγίνα.
— Είμαι τιποτένιος, τιποτένιος!—τραύλιζε ο Λέμπεντεβ αρχίζοντας να χτυπάει το στήθος του και
σκύβοντας όλο και χαμηλότερα το κεφάλι του.
— Και τι να το κάνω εγώ που είσαι τιποτένιος! Νομίζει πως φτάνει να πει «είμαι τιποτένιος!» για να
βγει λάδι. Και δε ντρέπεσαι, πρίγκηψ, να κάνεις παρέα με τέτοια υποκείμενα; Πάλι σου το ξαναλέω:
Δε θα σου το συγχωρέσω ποτέ!
— Ο πρίγκιπας θα με συγχωρέσει!—πρόφερε σίγουρα και μισοκακόμοιρα ο Λέμπεντεβ.
— Μονάχα από ευγένεια,—άρχισε ξάφνου να λέει δυνατά και κουδουνιστά ο Κέλερ που ‘χε
πεταχτεί απ’ τη θέση του κι ήρθε κοντά στη Λιζαβέτα Προκόφιεβνα. —Μονάχα από ευγένεια,
δεσποσύνη μου,