Για πολύ καιρό δεν έλεγα τίποτα.
Και το τίποτα είναι τηλεσκόπιο.
Μικροσκόπιο των αστεριών.
Για μέρες πολλές στέκομαι πάνω από τις μέρες μου, έτοιμη να χτυπήσω πίσω.
Κάπου, κάποιος παίρνει την πιο μεγάλη του ανάσα.
Ετοιμάζεται να επιστρέψει ο, τι δανείστηκε από τη μεγάλη βιβλιοθήκη του ήλιου.
Έχεις σταθεί ποτέ σου στο φως;
Σαλεύουν μικρές νησίδες σκόνης, να έχεις κάπου να πιαστείς, δηλαδή κάτι να αποχαιρετήσεις.
Ξεμακραίνοντας, κάποιος φωνάζει ένα όνομα.
Μία διεύθυνση.
Ο, τι σου ανήκει.
Ο, τι λαχτάρησες.
Για μέρες πολλές, είδα.
Κι είδα…
Κι είδα…
Ήχος σειρήνας.
Κραυγή ανθρώπων.
Προσπέρασα, απορροφημένη από τη ματαιότητα του μπρελόκ μου.
Συλλαβίζοντας στον μεγάλο χάρτη, τη μικρή μου περιπέτεια.
Έτσι κι αλλιώς, όλα είναι τίποτα.
Τηλεσκόπιο.
Αναλύεται η σκόνη στο πρώτο συνθετικό της.
Λυγμός.
Κινητήριο φως.
Κάποιος, κάπου, κρατάει ένα τσιγάρο.
Φωτίζει η κάφτρα ενός τραγουδιού ένα φευγάτο απόγευμα.
Κι όλο μου λες για μία θάλασσα.
Μιλάει η πιο κυριακάτικη μητέρα μου, σε ένα μακρινό, υπεραστικό τηλεφώνημα.
Τι χρειάζεσαι;
Μου λέει;
Σκόνη.
Κάπου, κάποιος γονατίζει στη θύμιση μίας φωτιάς.
Φλόγα μπλε.
Έκαψε;
Ζέστανε;
Ζάρι το φως στα χέρια της κρίσιμης στιγμής.
Για πολύ καιρό, φώναζα ανοίχτε μου.
Μαρία με λένε, αφήστε με να βγω.
Με μια κορδέλα στα μαλλιά.
Μια κιμωλία στο στήθος.
Όλα συνωμοτούν.
Συνώνυμα της νύχτας.
Έχεις ένα στυλό;
Να γράψω θέλω.
Πως υπήρξα.
Σε κάποιο τροπικό επίρρημα, κρατήθηκα γερά.
Όταν ο κόσμος γύρναγε.
Έχεις μία γουλιά έκτης απογευματινής ώρας;
Πνίγομαι.
Όταν σβήνει το φως.
Κι ανάβουν τα φώτα.
Ακούς;
Ακούς αυτή τη μελωδία.
Κάπου παίζεται τ’ όνομα μου.
Μελωδία σε κάποιο μακρινό παρόν.
Μήπως σου βρίσκεται ένα τραγούδι λαϊκό;
Για δύσκολους αποχαιρετισμούς και βελόνες πεύκων, ρήγματα καλοκαιριών κι άσκοπες γιορτές μεσημεριού;
Για πολύ καιρό δεν λέω τίποτα.
Και τώρα είναι σούρουπο.
Κάπου κάποιος τραγουδάει τα φωνήεντα της μνήμης μου.
Σε κλίμακα καθοδική.
Μήπως σου βρίσκεται μία ιδέα;
Κάτι να πιστέψω;
Μία γόμα έστω.
Να ξεσπάω το θυμό μου.
Για ό,τι δεν κράτησα.
Για ό,τι έφυγε.
Εντάξει.
Φτιάξε μου μία χάρτινη βαρκούλα.
Βάλε με μέσα κι άσε με να περνάω αποχαιρετώντας…
Φωτογραφία: Μαρία Σωτηροπούλου