Ἡ Φόνισσα- Κεφάλαιον Ζ΄ (1903)- Κοινωνικόν Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Ἄκρα σιγὴ καὶ ἡσυχία ἐπεκράτησεν ἐντὸς τοῦ σκοτεινοῦ θαλάμου, μετὰ τὸν τελευταῖον βῆχα καὶ τὸν κλαυθμυρισμὸν τοῦ θυγατρίου, τὰ ὁποῖα τόσον ἀποτόμως διεκόπησαν. Ἡ Φραγκογιαννοὺ εἶχε κύψει τὸ πρόσωπόν της, καὶ εἶχε στηρίξει μὲ τὰς δύο χεῖρας τὸ μέτωπον, καὶ εἶχε παύσει νὰ σκέπτεται. Τῆς ἐφαίνετο ὅτι δὲν ἔζη πλέον. Οὔτε ἡ πνοή της ἠκούετο. Πᾶς θόρυβος εἶχε παύσει. Οὔτε φλὸξ ἔβρεμεν εἰς τὴν ἑστίαν, οὔτε βόμβος ἠκούετο, καὶ τὸ ἡμίκαυστον φιτίλιον τοῦ λύχνου ἔφεγγε θλιβερῶς. Ἡ μικρὰ κανδήλα πρὸ πολλοῦ εἶχε σβήσει εἰς τὸ εἰκονοστάσιον, καὶ αἱ μορφαὶ τῶν ἁγίων δὲν ἐφαίνοντο πλέον.
Αἴφνης ἡ λεχώνα ἐξύπνησε μετὰ τιναγμοῦ, ἐν μέσῳ τῆς ἄκρας ἠρεμίας.
― Τ᾽ εἶναι, μάννα; εἶπε.
Ἡ μήτηρ της βλοσυρά, καὶ ὡς ἐν φρεναπάτῃ, τὴν ἐκοίταξεν εἰς τὸ φῶς τοῦ λυχναρίου.
― Τ᾽ εἶναι! εἶπε, τίποτα. Ξύπνησες;
― Μοῦ φάνηκε πὼς κάτι εἶπες… πὼς μ᾽ ἐφώναξες, μὲς στὸν ὕπνο μου.
―Ἐγώ;… ὄχι. Τ᾽ αὐτιά σου κάμανε.
― Τί ὥρα νὰ εἶναι, μάννα;
― Τί ὥρα; ξέρω ᾽γώ;… Τόσες φορὲς λάλησε καὶ ξαναλάλησε τ᾽ ὀρνίθι.
― Καὶ σὺ δὲν ἐκοιμήθης, μάννα;
―Ἐχόρτασα τὸν ὕπνο καλά… Τρύπησε τὸ πλευρό μου, εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού, ἥτις δὲν εἶχε κλείσει ὄμμα. Ὅπου εἶναι θὰ φέξῃ.
Ἡ λεχώνα ἐχασμήθη, κ᾽ ἔκαμε τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ ἐπὶ τοῦ στόματος. Συγχρόνως δὲ ὕψωσε τὸ βλέμμα πρὸς τὸ μικρὸν εἰκονοστάσιον, τὸ ὁποῖον ἀντίκρυζεν.
―Ἔχει σβήσει τὸ καντήλι, μάννα· δὲν τὸ ἄναβες;
― Δὲν τὸ ἀγροίκησα, θυγατέρα, εἶπεν ἡ γραῖα· ἐκοιμώμουν βαθιά.
― Καὶ τὸ παιδὶ κοιμᾶται, βλέπω, ἥσυχα. Πῶς τό ᾽παθε;
― Ἡσύχασε κι αὐτὸ τώρα πλιά, εἶπεν ἡ γραῖα.
― Κ᾽ ἐμένα μοῦ πονεῖ τὸ βυζί μου, εἶπεν ἡ λεχώ· ἄρχισε νὰ κατεβάζῃ πολὺ τώρα. Ἤθελα νὰ ἦτον ξυπνητὸ νὰ τὸ βύζαινα.
―Ἔ! τί νὰ γίνῃ… Θὰ βροῦμε κανένα παιδί, εἶπεν ἡ γραῖα.
― Τί λές, μάννα;
Ἡ γραῖα δὲν ἀπήντησεν. Ἤθελε κάτι νὰ εἴπῃ. Δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ.
― Δὲν κάνεις τὸν κόπο ν᾽ ἀνάψῃς τὸ καντήλι, μάννα;
―Ἂν θέλῃς, σηκώσου σὺ κι ἄναψέ το· δὲν ἔχω χέρια…
― Πῶς!
― Πιάστηκε πλιὰ τὸ χεράκι μου.
― Τί λές; Σὲ καλό σου, μάννα· ἐγώ, ποὺ δὲν ἔχω πάρει εὐχή, κάνει ν᾽ ἀνάψω τὸ καντήλι;
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, καθὼς εἶπε «πιάστηκε τὸ χεράκι μου», ἐπανῆλθε πρώτην φορὰν εἰς τὸν νοῦν τῆς γραίας τὸ ὄνειρον τῆς Ἀμέρσας.
Δὲν ἠδυνήθη νὰ κρατηθῇ, καὶ ἔπνιξεν εἰς τὰ στήθη της βαθὺν λυγμόν.
― Τί ἔχεις, μάννα;
Καὶ ἡ λεχὼ ἐπήδησε κάτω ἀπὸ τὴν χαμηλὴν κλίνην.
― Δὲν εἶναι καλά, τὸ παιδί;
Φωναὶ καὶ σπαραγμὸς καὶ κλαύματα ἠκούσθησαν. Ἡ μήτηρ εὕρισκε τὸ θυγάτριόν της νεκρὸν ἐντὸς τοῦ λίκνου.
Ἀπὸ τὸν θόρυβον, ἐξύπνησεν εἰς τὸ διπλανὸν χώρισμα ὁ Κωνσταντής, ὅστις εἶχε χορτάσει καλὰ τὸν ὕπνον.
― Τί εἶναι; ἔκραξε τρίβων τοὺς ὀφθαλμούς.
Ἐχασμήθη, ἐτανύσθη, ἐτινάχθη, κ᾽ ἔτρεξεν εἰς τὴν θύραν τοῦ θαλάμου.
― Βρέ! τί κάνετε σεῖς;… Θὰ σηκώσετε τὸν κόσμο στὸ ποδάρι… Μήγαρις μᾶς ἀφήνετε, μπάρεμ*, νὰ πάρουμ᾽ ἕνα ὕπνο ἀπ᾽ τὶς φωνές σας;
Κανεὶς δὲν ἀπήντησεν εἰς τὰς διαμαρτυρίας τοῦ Κωνσταντῆ. Ἡ σύζυγός του ἔκυπτε, πνίγουσα τοὺς λυγμούς της, ἐπὶ τοῦ λίκνου. Ἡ πενθερά του ἐκάθητο, συνάπτουσα τὰς χεῖρας, αἰνιγματώδης, σφίγγουσα τοὺς ὀδόντας, μὲ ἀπλανὲς τὸ βλέμμα. Μετὰ τὸν πρῶτον ἀκούσιον λυγμόν της, δὲν εἶχεν ἐκβάλει πλέον ἄλλην φωνήν.
― Τί!… πέθανε τὸ παιδί; Βρέ!… ἔκαμεν ὁ Κωνσταντής, μείνας μὲ ἀνοικτὸν τὸ στόμα.
Εἶτα προσέθηκε:
― Γιὰ ταῦτο ἔβλεπα κάτι ἀνάποδα ὄνειρα, ζάβαλε*!…
Ἡ Δελχαρώ, ἀνακύψασα πρὸς στιγμὴν ἀπὸ τοῦ λίκνου, συνέχουσα τοὺς λυγμούς της, εἶπε:
― Μάννα, δὲν θὰ φέρῃς τὰ ρουχάκια του, νὰ τ᾽ ἀλλάξουμε;… Ποῦ εἶν᾽ ἡ Ἀμέρσα;
Ἡ Φραγκογιαννοὺ δὲν ἀπήντησε.
― Ποῦ εἶναι ἡ Ἀμέρσα, μάννα; ἐπανέλαβε, ψαύσασα τὸν ἀγκῶνα τῆς μητρός της ἡ Δελχαρώ.
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἀνετινάχθη ὡς νὰ τὴν ἔθιξεν ἄκανθα ἢ κέντρον νάρκης.
― Ἡ Ἀμέρσα, ποῦ εἶναι; στὸ σπίτι μας… ἀπήντησε.
― Δὲν εἶχεν ἔρθει ᾽δῶ ἡ Ἀμέρσα; Μοῦ φάνηκε πὼς ἄκουσα τὴ φωνή της μὲς στὸν ὕπνο μου, εἶπεν ἡ λεχώνα.
―Ἂς πάῃ νὰ τὴν φωνάξῃ, εἶπεν ἡ γραῖα, νεύουσα μὲ τὸν κανθὸν τοῦ ὄμματος πρὸς τὸν γαμβρόν της.
― Κωσταντή, πᾷς νὰ φωνάξῃς τὴν Ἀμέρσα; εἶπεν ἡ λεχὼ πρὸς τὸν σύζυγόν της.
― Πάω. Ἀκοῦς, λέει!… Ὤχ! κρῖμα, ζάβαλε!… Καλὰ ποὺ τὸ βαφτίσαμε κιόλας.
Ὁ Νταντὴς ἔκυψεν εἰς τὸ πάτωμα τοῦ μικροῦ προδόμου εἰς τὸ σκότος, ψηλαφῶν νὰ εὕρῃ τὰ παλιοπάπουτσά του νὰ τὰ φορέσῃ. Ἔκαμνε μικρὸν θόρυβον, κρούων διάφορα ζεύγη παλαιῶν τσοκάρων πρὸς ἄλληλα καὶ ἐπὶ τῶν σανίδων τοῦ πατώματος.
― Ποῦ εἶναι τὰ παλιοκατσάρια μου; εἶπε.
Τέλος ἐφόρεσεν ἓν ζεῦγος πατημένων γυναικείων ἐμβάδων, τὰς ὁποίας εὗρε, καὶ αἵτινες ἐκάλυπτον μόνον τοὺς δακτύλους τῶν ποδῶν καὶ μέρος τοῦ ταρσοῦ, ἀφήνουσαι ἔξω ὅλην τὴν πτέρναν. Ἄλλον θόρυβον ἔκαμε διὰ ν᾽ ἀνοίξῃ τὴν θύραν, μὴ εὑρίσκων εἰς τὸ σκότος τὸν σύρτην οὔτε τὸ μάνδαλον. Ἀφοῦ ἤνοιξε τὴν θύραν, ἐπανῆλθεν αἴφνης ὀπίσω.
―Ἀκοῦς, Δελχαρώ, εἶπε, τῆς Ἀμέρσας μονάχα νὰ πῶ νὰ ᾽ρθῇ, ἢ νὰ ᾽ρθῇ καὶ τὸ Κρινιὼ μαζί; Τί λὲς ἐσύ, πεθερά;
Καὶ ἡ Φραγκογιαννοὺ ἀνυπόμονος:
― Πήγαινε τώρα, τί φέρνεις γῦρο; εἶπε. Ἂς ἐρθῇ ὅποιος ἐρθῇ!
Ἡ Δελχαρὼ ἐθρήνει ἠρέμα κύπτουσα ἐπὶ τοῦ λίκνου. Ὁ Νταντὴς πρὶν ἐξέλθῃ, ἔρριψε βλέμμα εἰς τὸ λίκνον καὶ εἰς τὴν σύζυγόν του.
―Ἄχ! κρῖμα, ζάβαλε! εἶπε… Κ᾽ ἔβλεπα κάτι ὄνειρα!… βρέ, παιδιά!
Κ᾽ ἐξῆλθε δρομαῖος.
Πηγή του μυθιστορήματος “Η Φόνισσα” – Κεφάλαιον Δ΄: Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών