Ἡ Φόνισσα- Κεφάλαιον ΙΕ´(1903)- Κοινωνικόν Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Ἐπάνω, εἰς τὰ Καμπιά, εἰς τὸ ὑψηλὸν ὀροπέδιον, ὅταν ἔφθασε λαχανιασμένη, ξεγλωσσασμένη ἡ Φραγκογιαννού, ἐστάθη, ἐγύρισε πρὸς τὸν κατήφορον, ὁπόθεν εἶχεν ἔλθει, κ᾽ ἐκοίταζε μὴν ἴδῃ ἢ ἀκούσῃ σκιὰν ἢ βῆμα τρέχοντος λαγωνικοῦ, χωροφύλακος. Δὲν ἐφαίνετο τίποτε. Ἀλλ᾽ ὅμως δὲν ᾐσθάνετο ἑαυτὴν ἐν ἀσφαλείᾳ.
Ἐστάθη ὡς ἀφῃρημένη κ᾽ ἐσκέπτετο. Ἔκαμνε κάτι ὡς μαθηματικὸν ὑπολογισμόν. Ἐλογάριαζε τὸν χρόνον ὅσος θ᾽ ἀπῃτεῖτο ὡς ἔγγιστα, διὰ νὰ συνέλθουν ἀπὸ τὴν ἔκπληξίν των οἱ δύο ταχτικοὶ (τὸν δεύτερον δὲν τὸν εἶδεν, ἀλλὰ τὸν ἐμάντευε), διὰ νὰ ἐννοήσουν τί συνέβη, ἴσως νὰ ζητήσουν πληροφορίας (ἡ λεχώνα θὰ ἐτρόμαζεν ἄδικα καὶ δὲν θὰ ἤξευρε τίποτε νὰ τοὺς εἰπῇ· ἀλλὰ τότε, θὰ ἔτρεχον ἴσως πρὸς τὴν στάνην, ὅπου εὑρίσκετο ὁ Λυρίγκος κ᾽ ἡ πενθερά του; τόσῳ περισσότερον θ᾽ ἀργοποροῦσαν) εἶτα νὰ πετάξουν τὶς κάπες των κάτω, καὶ νὰ τὸ βάλουν στὰ πόδια νὰ τὴν κυνηγήσουν.
Ἀλλ᾽ εἶδαν τάχα ἀκριβῶς, ἢ ἐνόησαν, ἢ ἐγνώριζαν τὸ μονοπάτι τὸ ὁποῖον εἶχε πάρει αὐτή; Καὶ μήπως εἶχε τρέξει ὅλην τὴν ὥραν ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν δρόμον; Καταρχὰς εἶχε στραφῆ δεξιά, ὡς νὰ ἤθελε νὰ πάρῃ τὸν κατήφορον, εἶτα ἐστράφη ἀριστερά, κ᾽ ἔτρεξε τὸν ἀνήφορον ― μὲ ὅλον τὸ μειονέκτημα τὸ ὁποῖον εἶχεν ὁ ἀνηφορικὸς δρόμος διὰ νὰ λαχανιάσῃ τις, ὅταν καταδιωκόμενος βιάζεται νὰ τρέχῃ. Ἀλλ᾽ ἐὰν αὐτὴ θὰ ἐλαχάνιαζε, μήπως ἐκεῖνοι, καίτοι νέοι, δὲν ὑπέκειντο εἰς τὸ πάθημα τοῦτο; Ἡ Χαδούλα ἤξευρε μάλιστα, κατὰ σύμπτωσιν, ὅτι ὁ εἷς τῶν δύο ἐκείνων νέων ἔπασχεν ἀπὸ ἆσθμα… Δὲν ἦτο πολὺς καιρὸς ἀφότου αὐτὸς εἶχε παρακαλέσει τὸν γαμβρόν της νὰ εἰπῇ τῆς γριᾶς νὰ τοῦ κάμῃ ἕνα μαντζούνι διὰ τὸ νόσημα τοῦτο.
Ἀλλὰ μὲ ὅλην τὴν ἐκδούλευσιν αὐτήν, ἡ Γιαννοὺ ἤξευρεν ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ περιμένῃ ἔλεος ἀπὸ τὸν χωροφύλακα. Ὁ ἄνθρωπος ἔκαμνε τὸ καθῆκόν του. Ἂς ἔλειπαν αἱ περιποιήσεις τὰς ὁποίας θὰ τῆς ἔκαμναν, ἂν αὐτὴ ἔπεφτε στὰ χέρια των, καὶ ἂν ἔμελλον νὰ τὴν ὀνομάζουν «σταυρομάννα»!! Εἶχε παρατηρήσει ἄλλοτε, εἰς τὰς περιπετείας καὶ τὰ βάσανα ὅσα εἶχεν ὑποφέρει ἐξ αἰτίας τοῦ υἱοῦ της, τοῦ Μούρτου, ὅτι τὸ εἶδος αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων τότε μάλιστα θυμώνουν ὅταν ὁ καταζητούμενος ἀνθίσταται, ὅταν αὐθαδιάζῃ, πολὺ δὲ περισσότερον ὅταν φεύγῃ, καὶ ἀναγκάζωνται αὐτοὶ νὰ τὸν κυνηγοῦν, ὥστε νὰ βγαίνῃ ἡ ψυχή τους ἀνάποδα… Ὤ! βέβαια ἔχουν δίκαιον τότε νὰ σκληρύνωνται, καὶ νὰ γίνωνται θηρία ἀνήμερα· ὅθεν καὶ ἡ Φραγκογιαννού, φεύγουσα, καὶ βιάζουσα αὐτοὺς νὰ τρέχουν δὲν ἐπερίμενεν ἔλεος ἀπ᾽ αὐτούς.
Ἐκεῖ ὅπου ἵστατο συλλογισμένη, ἀκούει βήματα ὄπισθέν της, ἀπὸ τὸ μέρος τὸ ἀντίθετον πρὸς ἐκεῖνο ἐξ οὗ αὐτὴ ἦλθε. Στρέφεται καὶ βλέπει ἕνα ἄνθρωπον, ἕνα βοσκόν. Ἡ Φραγκογιαννοὺ τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἦτο ὁ καλούμενος Καμπαναχμάκης. Ἤρχετο μὲ πατήματα λοξά, ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὸν σκύλον του, ὅστις ἐγρύλισεν ἅμα εἶδε τὴν γυναῖκα. Ἀλλ᾽ ὁ ἀφέντης του τὸν ἐμάλωσε.
Εἶδε τὴν Φραγκογιαννοὺ κ᾽ ἐστάθη. Ἤρχετο ἀπὸ τὸ καλύβι κ᾽ ἐπήγαινεν εἰς τὸ μανδρί του. Ὑψηλός, μελαψός, ἰσχνός, εὐρύστερνος, τὴν κόμην καὶ τὸ γένειον μὲ χρῶμα ἀχύρου καψαλισμένου, κρατῶν τὴν ράβδον του τὴν κυρτήν, ὑψηλὴν ἴσα μὲ τὸ μπόι του, ἐστάθη ἐνώπιον τῆς Φραγκογιαννοῦς. Ὁ ἄνθρωπος ἐφαίνετο νὰ εὑρίσκεται εἰς μεγάλην θλῖψιν καὶ ἀδημονίαν.
―Ἄ! ποῦθε αὐτὸ τὸ καλό! εἶπε μὲ τὴν φωνήν του τὴν δυσδιάκριτον καὶ τραχεῖαν, σφίγγων τοὺς ὀδόντας ἐνῷ ὡμίλει. Τόμ᾽* σ᾽ ἀγροίκησα, ταμὰμ* σὲ προσήφερα*, κυρα-Γιαννού… Ὁ Γεραμπὴς σὲ στέλνει!
― Τί λὲς γυιέ μου; εἶπε μὲ τὸ ὑποκριτικὸν ἦθός της ἡ Χαδούλα.
― Καλὰ ποὺ σ᾽ ἐσταύρωσα*! Εἶπα, αὐτήνη εἶναι κείν᾽ ἡ καλὴ γυναίκα κάτ᾽ ἀπ᾽ τὴ χώρα ποὺ γρουνίζει* τὰ γιατρικὰ καὶ διώχνει κάθε γρουσουζλιὰ ἀλάργα! Τόμ᾽ σ᾽ ἀπείκασα, μονοκοπανιᾶς σ᾽ ἐγρούνισα!… Μὰ δὲ ξέρ᾽ς τίποτε, κυρα-Γιαννού μ᾽;
― Τί τρέχει παιδί μου;
― Μεγάλο ζαράρι* μ᾽ εὑρῆκε, νά ᾽χω τὸ συμπάθειο, θεια-Γιαννού! Τρανό, ἄτυχο* ντέρτι! Ἡ φαμιλιά* μ᾽, ὄξ᾽ ἀπὸ λόου σου, βγῆκε τὴν νύχτα πρὸς νεροῦ της, ὄξ᾽ ἀπ᾽ τὸ καλύβι, κυρα-Γιαννού μ᾽, κ᾽ ἐγύρισε πίσω κακὰ κι ἀδέξια*… Ντούρμα* βγῆκε, κ᾽ ἐγύρισε μονοκοπανιά, χτυπημένη*, ξεγλωσσασμένη, ἀγρούνιστη*… Χτυπήθηκε*, μακριὰ ἀπὸ λόγου σου… Ἡ γλῶσσά της κρεμασμένη, ὄξ᾽ ἀπ᾽ τὸ σιαγόνι της, τὴ λαλιά της τὴν ἔχασε, τὴν ηὗρε κακὴ θερμασιὰ καὶ κρυάδα καὶ ἀσπασμοί*… Κείτεται στὸ στρῶμα μισοπεθαμένη!
―Ἀλήθεια;… Ὤ, ἁμαρτίες!… Καὶ πότε ἔγινε αὐτό;
― Προχτὲς τὸ βράδυ, τὴν νύχτα, τὰ μεσάνυχτα, θεια-Γιαννού! Ὄξου ἀπὸ λόου σου, νά ᾽χω τὸ συμπάθειο… Ντούρμα βγῆκε ὄξ᾽ ἀπ᾽ τὸ καλύβι, κ᾽ ἐγύρισε πίσω χτυπημένη, παλαβιασμένη… Κοπιάζεις ὣς τὸ καλύβι μπάριμ*, τώρα ἐδῶ ποὺ σ᾽ ἐσταύρωσα, κυρα-Γιαννού μ᾽! Μονάχα νὰ τὴν θωρήσῃς, ν᾽ ἀγροικήσῃς σὲ τί χάλι βρίσκεται… Ἐλμπέτ*, καλὸ θὰ τῆς κάμῃς· μὲ τὰ γιατρικά σου, θὰ διώξῃς κάθε ἐνάντιο, ἕνα κ᾽ ἕνα!
― Καὶ πῶς τῆς ἦρθε αὐτό; εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού.
― Ποιὸς ξέρει τί ἁμαρτίες, κυρα-Γιαννού μ᾽. Ὁ Γεραμπὴς τὸ ξέρει.
Ἡ Χαδούλα ἐσκέφθη ἐπὶ στιγμήν. Εἶτα εἶπε:
― Καλά· θὰ πάω ἀποκεῖ, τώρα-τώρα.
― Νά ᾽χῃς πολλὴ ζωὴ καὶ καλὴ ψυχή, θεια-Γιαννού! εἶπεν ὁ Καμπαναχμάκης. Ὁ Γεραμπὴς σ᾽ ἔστειλε.
Ἀφοῦ ἀπεμακρύνθη ὁ Καμπαναχμάκης, ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐσκέφθη ὅτι θὰ εἶχε καταφύγιον, τοὐλάχιστον, διὰ τὴν ἑπομένην νύκτα καὶ ὅτι τὸ καλύτερον θὰ ἦτο νὰ κρυφθῇ τὴν ἡμέραν εἰς καμμίαν λόχμην ἢ εἰς καμμίαν σπηλιάν, ὅπου οἱ χωροφύλακες ἀδύνατον θὰ ἦτον νὰ τὴν εὕρωσι.
Ἐπῆρε τὸν κατήφορον, κατῆλθεν εἰς τῆς Ἀγαλλιανοῦς τὸ ρέμα. Ἐστάθη νὰ πίῃ νερὸν εἰς μίαν βρύσιν. Ἐκεῖ συνήντησεν ἕνα γέροντα μοναχόν, τὸν πάτερ Ἰωάσαφ, κηπουρὸν τοῦ μοναστηρίου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τὸ ὁποῖον διέγραφε πρὸς τὰ ἄνω τὴν σεμνὴν κατατομήν του, εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ρεύματος.
Ἡ Φραγκογιαννοὺ εἶχε καθίσει νὰ λάβῃ ἀναψυχὴν πλησίον τῆς δροσερᾶς πηγῆς, ἐστήριξε τὴν κεφαλὴν εἰς τὴν χεῖρά της, ἐφαίνετο βυθισμένη εἰς λογισμούς, καὶ συγχρόνως «αὐτιάζετο»*, κ᾽ ἔτεινε τὸ οὖς, φανταζομένη κατὰ πᾶσαν στιγμὴν ὅτι ἤκουε βήματα τῶν χωροφυλάκων.
Ὁ πάτερ Ἰωάσαφ ἦλθε νὰ γεμίσῃ ἕνα σταμνίον ὕδατος, καὶ ἰδὼν τὴν Φραγκογιαννοὺ τὴν ἐκαλημέρισε.
― Ποῦ βρέθηκες ἐδῶ, γερόντισσα; Κάτι συλλογισμένη σὲ βλέπω…
―Ἄχ! γυιέ μου!… εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού. Ἔχω βάσανα καὶ πάθια…
― Τὰ βάσανα δὲν λείπουν ἀπὸ τὸν κόσμο, γερόντισσα… Ὅσο καὶ νὰ κάμῃ ὁ ἄνθρωπος, δὲν μπορεῖ νὰ τ᾽ ἀποφύγῃ…
―Ἄχ! πάτερ Γιάσαφε, εἶπεν ἐν θλιβερᾷ διαχύσει ἡ Φραγκογιαννού. Νά ᾽μουν πουλὶ νὰ πέταγα!!!
― «Τίς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς;» εἶπεν ὁ Ἰωάσαφ, ἐνθυμηθεὶς τὸν ψαλμόν.
―Ἤθελα νὰ ἔφευγα ἀπ᾽ τὸν κόσμο, γέροντά μου… Δὲν μπορῶ νὰ ὑποφέρω πλιά!
― «Ἐμάκρυνας φυγαδεύουσα καὶ ηὐλίσθης ἐν τῇ ἐρήμῳ», εἶπε πάλιν ὁ γέρων μοναχός.
― Μεγάλη φουρτούνα μ᾽ ηὗρε, γέροντά μου, καὶ μεγάλη λιγοψυχιὰ μ᾽ ἐκόλλησε.
―Ὁ Θεὸς νὰ σὲ γλυτώσῃ κόρη μου «ἀπὸ ὀλιγοψυχίας καὶ ἀπὸ καταιγίδος», ἐπέφερεν ὁ Ἰωάσαφ, συνεχίζων τὸν ψαλμόν.
―Ἀπ᾽ τὴν κακία, ἀπ᾽ τὴν κακογλωσσιά, ἀπ᾽ τὸ φθόνο, δὲν μπορεῖ νὰ γλυτώσῃ ἕνας ἄνθρωπος.
― «Καταπόντισον, Κύριε, καὶ καταδίελε τὰς γλώσσας αὐτῶν, ὅτι εἶδον ἀνομίαν καὶ ἀντιλογίαν ἐν τῇ πόλει», ἐπέρανεν ὁ πάτερ Ἰωάσαφ.
Εἶτα ἀφοῦ ἐγέμισε τὸ σταμνί του εἶπε:
―Ἂν περάσῃς ἀπὸ τοὺς κήπους, γερόντισσα, φώναξέ με νὰ σὲ φιλέψω κανένα μαρούλι κι ὀλίγα κουκιά.
Καὶ ἀπεμακρύνθη.
Τὴν ἑσπέραν ἡ Φραγκογιαννοὺ εὑρίσκετο εἰς τὴν Πέρα-Ράχην, εἰς τὸ καλύβι τοῦ Καμπαναχμάκη. Ἡ σύζυγος τοῦ βοσκοῦ, γυνὴ πλέον ἢ τριάκοντα ἐτῶν καὶ μήτηρ πέντε τέκνων, ἔκειτο ἐπὶ τῆς κλίνης. Ἦτο εἰς ἀθλίαν κατάστασιν. Τὸ μοῦτρό της εἶχε στραβώσει ἀπὸ τὴν νευρικὴν προσβολήν, ἡ γλῶσσά της ἐκρέματο ἔξω τοῦ στόματος, κ᾽ ἐξέπεμπεν ἀνάρθρους φωνάς.
― Πῶς σοῦ ἦρθε αὐτό; τὴν ἠρώτησε διὰ νεύματος μᾶλλον ἢ διὰ τῆς φωνῆς ἡ Φραγκογιαννού. Ἡ πάσχουσα ἀπήντησε διὰ γρυλισμοῦ οὐδὲν τὸ ἀνθρώπινον ἔχοντος.
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐκάθισε παρὰ τὴν ἑστίαν, καὶ ἠσχολεῖτο νὰ βράσῃ βότανα διὰ τὴν πάσχουσαν. Δὲν εἶχε πλέον τὸ καλάθι της, ἀλλὰ εἶχε γεμίσει τοὺς κόλπους της ἀπὸ διάφορα μικροσκοπικὰ χόρτα, τὰ ὁποῖα εἶχε συλλέξει τὴν ἡμέραν κάτω εἰς τὰ ρέματα τῶν κοιλάδων.
Τὰ δύο μικρὰ κοράσια τῆς ἀσθενοῦς ἐκάθισαν σιμὰ εἰς τὰ γόνατα τῆς Φραγκογιαννοῦς, γλειφίδικα*, καὶ ζητοῦντα θωπείας. Ἡ Γιαννοὺ ἐθώπευσεν τὰ σιαγόνια των καὶ τοὺς λαιμούς των, τόσον δυνατά, ὥστε ᾐσθάνθησαν πόνον, καὶ τὸ ἓν ἐφώναξε:
― Μάννα!
Ἀλλ᾽ ἡ μάννα ἦτον δι᾽ αὐτὰ ὡς νὰ μὴν ὑπῆρχε, καὶ τὰ δυστυχῆ πλάσματα δὲν ἦσαν εἰς ἡλικίαν οὔτε νὰ αἰσθανθῶσι τὴν ἔλλειψιν, οὔτε νὰ δύνανται τοὐλάχιστον νὰ τὴν ἀναπληρώσωσι. Τὸ μικρὸν ἀγόρι, τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο νὰ εἶναι ὁμήλικον μὲ τὸ κοράσιον τὸ ἕν, ὡς νὰ ἦσαν δίδυμα, ἔκλαιε κι ἐζήτει «νὰ σηκωθῇ ἡ μάννα του νὰ τοῦ κάμῃ γριὰ* στὸ τηγάνι».
― Τώρα, γυιέ μου, ἐγὼ νὰ σοῦ κάμω γριά, εἶπε τυχαίως ἡ Φραγκογιαννού.
― Δὲν ἔχουμε ἀλεύρι, θειά, εἶπε τὸ μεγαλύτερον ἐκ τῶν δύο κορασίων.
― Καλά· νὰ ἔλθῃ ὁ πατέρας νὰ φέρῃ ἀλεύρι, εἶπεν ἡ Φραγκογιαννοὺ πρὸς τὸ παιδίον, κ᾽ ἐγὼ νὰ σοῦ κάμω «γριά»! Ἡσύχασε τώρα.
Ἀλλὰ τὸ ἀγόρι δὲν τὰ ἤκουεν αὐτά.
― Γριὰ θέλω, καὶ νά ᾽ναι ζαρωμένη γριά! Νά ᾽χῃ καὶ πετμέζι.
― Ποῦ νὰ βρεθῇ τὸ πετμέζι, γυιέ μου; εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού. Μεθαύριο νὰ μαυρίσουν τὰ σταφύλια στ᾽ ἀμπέλι, νὰ τὰ τρυγήσουμε, νὰ κόψουμε τὰ ξεκούδουνα* ἀπ᾽ τὰ κλήματα, νὰ κάμουμε πολὺ-πολὺ πετμέζι, νὰ φάῃ τὸ καλὸ παιδί. Πῶς σὲ λένε;
― Γιώργη τόνε λέμε, θειά, εἶπε τὸ μεγαλύτερον κοράσιον.
―Ἐσένα;
― Δαφνώ.
― Κ᾽ ἐσένα; ἠρώτησεν ἡ Γιαννοὺ τὸ μικρότερον θυγάτριον.
―Ἀνθή.
― Νὰ ζήσετε!
― Καὶ πότε θὰ τὰ κόψουμε, θειά, τὰ σταφύλια; ἐφώναξε τὸ ἀγόρι. Δὲν πᾶμε τώρα στ᾽ ἀμπέλι νὰ τὰ κόψουμε;
―Ὄχι τώρα, γυιέ μου, ταχιά.
― Ταχιὰ το-ταχύ; εἶπεν ὁ Γιώργης.
― Ναί, γυιόκα μου. Ἀπόψε θὰ δέσουν οἱ ρᾶγες, καὶ θὰ γλυκάνουν, καὶ θὰ μαυρίσουν, καὶ ταχιὰ το-ταχὺ θὰ πάρουμε τοὺς τρυγολόγους* νὰ τρέξουμε στ᾽ ἀμπέλι, νὰ τρυγήσουμε, νὰ τὰ κάμουμε κότσι-κότσι*, τὰ σταφύλια, τὰ ξεκούδουνα, νὰ τὰ πατήσουμε, νὰ τὰ λυώσουμε, καὶ θὰ κάμουμε μουστόπιττες καὶ πετμέζια καὶ χίλιων λογιῶν καλά… καὶ τότε, θὰ σοῦ κάμω ἐγὼ μιὰ γριά, ζαρωμένη, ἴσα μὲ τὸ τηγάνι μεγάλη!
― Σέλω νά ᾽ναι πουλύ, πουλὺ μεγάλη! εἶπεν ὁ μικρός.
― Μεγάλη γριά, ἴσα μ᾽ ἐμένα, εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού.
Ἐν τῷ μεταξύ, τὸ μικρότερον τῶν δύο κορασίων, τὸ Δαφνώ, καθὼς ἐκοίταζεν ἐναλλὰξ τὸν λύχνον καὶ τὴν Φραγκογιαννοὺ μὲ τεθηπὸς βλέμμα, ὡς νὰ ὑπνωτίσθη ἀπὸ τὸ ὄμμα τῆς γραίας, ἐνύσταξε, ἔγειρε τὸ κεφαλάκι του πρὸς τὴν ἑστίαν, καὶ ἀπεκοιμήθη. Ἡ Γιαννοὺ ἐπιμόνως τὸ ἐχάδευεν ὑπὸ τὸ κατωσάγονον, καὶ πότε ἡ χείρ της ἐγλίστρα πρὸς τὸν τράχηλον, καὶ ἴσως εἶχε κλίσιν νὰ θλίψῃ κάπως δυνατώτερα τὸν λαιμὸν τοῦ κορασίου. Ἀλλὰ τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἠκούσθη δρομαῖον βῆμα ἔξωθεν, ἡ θύρα ἠνοίχθη, καὶ εἰσῆλθεν ὁ Καμπαναχμάκης.
― Δῶ εἶσαι, κυρα-Γιαννού! εἶπεν ἐν ἄκρᾳ ταραχῇ. Σήκου! Νὰ φύγῃς! νὰ κρυφτῇς!
― Τί τρέχει; εἶπεν ἡ γραῖα, προσπαθοῦσα νὰ φανῇ ἀτάραχος.
― Οἱ ταχτικοὶ σὲ χαλεύουν*. Τί ζαρὰρ* ἔκαμες, χριστιανή; Τρέχουν οἱ ταχτικοὶ γυρεύοντάς σε. Σήκου, τρέχα! νὰ κρυφτῇς πουθενά, μπάριμ! Σὲ λυποῦμαι καημένη! Τί κρῖμα ἔκαμες;
―Ἐγώ; κρίματα πολλά… Μὰ δὲν ξέρω, γιατί νὰ μὲ γυρεύουν οἱ ταχτικοί, ποὺ μοῦ λές;
― Τρέχα, κατὰ δῶ ἔρχονται τώρα. Δὲ γρουνίζω πῶς σ᾽ ἀγροίκησαν πὼς τὰ πρύμισες* κατὰ δῶ, θά ᾽ρθουν τώρα νὰ χαλέψουν. Ὅπου κι ἂν εἶναι, πλάκωσαν! Ἀκοῦς! κάτου, στὴ Σκοτ᾽νὴ Σπ᾽λιά, στὸ Κακόρρεμα, κατακεῖ νὰ πάρῃς τὸ φύσημά σου! Στὸ Κλῆμα στὸ Μονοπάτι, στοῦ Π᾽λιοῦ τὴ Βρύση, ἐκεῖ, καὶ νὰ σὲ πάρουν στὸ κοντό, δὲν μποροῦν νὰ σὲ πιάσ᾽ν! Ἀποκεῖ μπορεῖς νὰ κατεβῇς στὸ Γέροντα, στὸ Ἐρμητήριο, νὰ ξαγορευθῇς τὰ κρίματά σ᾽, καημένη. Τρέχα!…
Ἔτρεξεν ἡ ἀθλία ἀλλὰ δὲν ᾐσθάνετο πλέον δυνάμεις ἀκμαίας. Ἡ ἀυπνία τῶν περασμένων νυκτῶν, ἡ κακοπάθεια, αἱ συγκινήσεις τὴν εἶχον καταβάλει. Τὰ μέρη, τὰ ὁποῖα εἶχεν ὀνομάσει ὀ Καμπαναχμάκης, ἀπεῖχον πολύ, δὲν ἠδύνατο δὲ νὰ ὁδοιπορήσῃ πρὸς τὰ ἐκεῖ εἰς τὴν ἀσέληνον νύκτα.
Πηγή του μυθιστορήματος “Η Φόνισσα” – Κεφάλαιον ΙΕ΄: Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών