Ἡ Φόνισσα – Κεφάλαιον ΙΣτ´ (1903)- Κοινωνικόν Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Καθὼς ἔτρεχεν, αὐτιαζομένη κατὰ πᾶσαν στιγμήν, ἐξαφνιζομένη, καὶ νομίζουσα ὅτι ἀκούει παντοῦ βήματα, εἰς τὸ μονοπάτι, ἀνάμεσα εἰς δένδρα καὶ θάμνους, ἤκουσε βήματα ἀληθῆ, ἐρχόμενα ἀπὸ διακοσίων βημάτων, ἀπὸ τὸν κύριον δρόμον. Ἐκρύβη ὄπισθεν τῶν θάμνων, καὶ τῆς ἐφάνη ὅτι ἦσαν πράγματι οἱ χωροφύλακες, βαδίζοντες πρὸς τὴν καλύβην τοῦ Καμπαναχμάκη, πρὸς τὸ μέρος ὁπόθεν αὐτὴ ἤρχετο. Ἐὰν οὕτως εἶχεν, ἡ θέσις της καθίστατο ἀσφαλεστέρα πρὸς τὸ παρόν, καθότι δὲν ἐφοβεῖτο πλέον νὰ τοὺς συναντήσῃ, διὰ τὴν νύκτα ἐκείνην.
Ἐπροχώρησε πρὸς τὸ μέρος, ὁπόθεν εἶχεν ἔλθει τὴν πρωίαν. Ἔφθασεν εἰς τὸν μικρὸν ναΐσκον τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, εἰς τὸ Κοιμητήριον τῶν Καλογήρων, εἰς τ᾽ Ἁλώνι τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἐπέρασεν ἔξω ἀπὸ τὸ Βουρδουναριό, ἀντικρὺ τῆς σιδηρᾶς πύλης τοῦ Κοινοβίου, ἥτις ἦτο κατάκλειστος. Ἄλλως, γυναῖκες ποτὲ δὲν εἰσήρχοντο εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον. Κατῆλθεν εἰς τοὺς κήπους, ὅπου εἶχε συναντήσει τὴν πρωίαν τὸν καλόγηρον, τὸν κηπουρόν, ὅστις τῆς εἶχεν εἰπεῖ διάφορα ρητὰ ἀπὸ τὸ Ψαλτήριον, τὰ ὁποῖα αὐτὴ δὲν ἐνόει, ἀλλ᾽ ἀορίστως ὑπώπτευεν ὅτι προσηρμόζοντο κάπως εἰς τὴν θέσιν της. Καὶ πράγματι τῆς εἶχον ἀφήσει ὡς ἕνα βόμβον περὶ τὰ ὦτά της· «Τίς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς;… Ἰδοὺ ἐμάκρυνα φυγαδεύων καὶ ηὐλίσθην ἐν τῇ ἐρήμῳ. Προσεδεχόμην τὸν Θεόν, τὸν σώζοντά με ἀπὸ ὀλιγοψυχίας καὶ ἀπὸ καταιγίδος…»
Καθὼς ἀνήρχετο τὴν ράχιν ἀντικρύ, πέραν τῶν κήπων, ἄνω τοῦ ρεύματος, ἤκουσε τὸν μικρὸν κώδωνα τοῦ μοναστηρίου νὰ ἠχῇ γλυκά, ταπεινὰ καὶ μονότονα, νὰ ἐξυπνᾷ τὰς ἠχοὺς τοῦ βουνοῦ, καὶ νὰ δονῇ τὴν μαλακὴν αὔραν. Ἦτο ἄρα μεσονύκτιον, ὥρα τοῦ Μεσονυκτικοῦ, ὥρα τοῦ Ὄρθρου! Πῶς ἦσαν εὐτυχεῖς οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, οἵτινες εὐθὺς ἀμέσως, ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας, ὡσὰν ἀπὸ θείαν ἔμπνευσιν, εἶχον αἰσθανθῆ ποῖον ἦτο τὸ καλύτερον τὸν ὁποῖον ἠμποροῦσαν νὰ κάμουν ― τὸ νὰ μὴ φέρουν, δηλαδή, ἄλλους εἰς τὸν κόσμον δυστυχεῖς!… καὶ μετὰ τοῦτο, ὅλα ἦσαν δεύτερα. Τὴν φιλοσοφίαν, αὐτοί, τὴν εἶχον λάβει ὡς ἐκ κληρονομίας, χωρὶς 〈νὰ〉 σκοτίσουν τὸν νοῦν των εἰς τὴν «ζήτησιν τῆς ἀληθείας», ὅπου ποτὲ δὲν εὑρίσκεται.
Ἀνέβη ὑψηλότερα τὴν ράχιν, χωρὶς νὰ ἔχῃ σκοπὸν ἢ ἀπόφασιν ποῦ ἐπήγαινε. Καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν δρόμον, ὀλίγα βήματα μακράν, εἶδε μίαν στάνην, τὴν ὁποίαν ἀνεγνώρισεν ὅτι ἦτον τοῦ Γιάννη τοῦ Λυρίγκου. Ὁ σκύλος αἰσθανθεὶς μακρόθεν τὴν παρουσίαν της, ἤρχισε νὰ γαυγίζῃ.
Εἶχεν ἔλθει ἄρα, πλησίον εἰς τὸ κατάλυμα τῆς παρελθούσης νυκτὸς χωρὶς νὰ τὸ σκεφθῇ! Καὶ τώρα μόνον ἤρχισε νὰ τὸ σκέπτεται. Ἕως τὴν στιγμὴν τὸ ἔνστικτον τὴν εἶχεν ὁδηγήσει. Ἀλλὰ τώρα ὁ συλλογισμός της διετυποῦτο καθαρά. «Ποῦ ἀλλοῦ θὰ εἶμαι πλέον ἀσφαλής, γιὰ τὴν ὥρα, παρὰ ἐδῶ; Οἱ ταχτικοὶ ποτὲ δὲν θὰ πιστεύσουν ὅτι ξαναῆλθα πάλιν πρὸς τὸ ἴδιο μέρος, ποὺ μὲ εἶχαν εὑρεῖ χθές, καὶ μ᾽ ἐκυνήγησαν. Ὁ Γιάννης κοιμᾶται στὸ μανδρί του. Στὸ καλύβι θά ᾽ναι ἡ λεχώνα, κ᾽ ἡ γριά. Τὴν νύχτα χθές, ἀπὸ τὸν σαστισμὸ κι ἀπὸ τὴ βία μου, ξέχασα ἐκεῖ τὸ καλαθάκι μου. Δὲν θὰ εἶναι καλύτερα νὰ πάω νὰ χτυπήσω τὴν πόρτα, νὰ τοὺς πουλήσω πάλι δούλεψη μὲ κανένα ψευτογιατρικό, νὰ πάρω καὶ τὸ καλαθάκι μου, καὶ σὰ φέξῃ νὰ πάω νὰ κρυφθῶ κάτω στὸ Κακόρρεμα, ἐκεῖ ποὺ λέει ὁ Καμπαναχμάκης;…»
Βεβαίως ἡ γραῖα, ἡ πενθερὰ τοῦ Λυρίγκου, κάτι θὰ εἶχεν ἀκούσει εἰς βάρος της ἀπὸ χωροφύλακας ἢ ἀπὸ τρίτους, ἀλλὰ τί μ᾽ αὐτό;
Δὲν θὰ εἶχε τόσην κακίαν οὔτε τόσον θάρρος, ὥστε νὰ τὴν προδώσῃ. Ἄλλως, αὐτὴ ὡς κυρίαν πρόφασιν διὰ νὰ εἰσέλθῃ θὰ προέταττεν ὅτι ἦλθε νὰ ζητήσῃ τὸ λησμονημένον καλάθι της.
Ἐκρύωνε πολὺ ἀπὸ τὸν ἀέρα τοῦ βουνοῦ, καὶ εἶχεν ἀνάγκην νὰ στεγασθῇ πουθενά, πρὸς ὥραν. Δὲν ἐδίστασε πλέον. Διέβη τὸν ζυγόν, τὸν ἑνοῦντα τὰς δύο ράχεις, ἐπὶ τῆς μεσημβρινωτέρας τῶν ὁποίων ἦτο ἡ μάνδρα, ἐπὶ δὲ τῆς βορειοτέρας ἡ οἰκία τοῦ Λυρίγκου, κ᾽ ἔφθασεν εἰς τὸ καλύβι.
Ἔκρουσε τὴν θύραν. Ἡ γραῖα ἐκοιμᾶτο, ἀλλὰ δὲν ἄργησε νὰ ἐξυπνήσῃ, κ᾽ ἐλθοῦσα ἤνοιξε τὴν θύραν, χωρίς, αὐτὴν τὴν φοράν, νὰ ἐρωτήσῃ τίς εἶναι, ἴσως διότι ἦτο μισοκοιμισμένη κ᾽ ἐνήργει ὡς ἐν ὑπνοβασίᾳ μηχανικῶς, ἢ εἶχε τὴν ἐντύπωσιν ὅτι οὐδεὶς ἄλλος ἠδύνατο νὰ εἶναι εἰμὴ ὁ γαμβρός της. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔσπευσε νὰ εἰσέλθῃ.
― Τὸ κοφίνι μ᾽ πλιό, ξέχασα ἀπ᾽ τὴ βία μου, ἐψές, εἶπε. Τὸ εἶδες; Εἶναι πουθενά; Ποῦ τό ᾽χεις;
Ἡ χωρικὴ γραῖα ἐστάθη καὶ τὴν ἐκοίταξε. Τώρα μόνον ἐφάνη νὰ ἐξύπνησεν ἐντελῶς, καὶ ἀναγνωρίσασα αὐτήν.
― Ποῦ βρέθηκες ἐδῶ; εἶπε.
― Μὴν ἐρωτᾷς, εἶπεν ἡ Γιαννού. Εἶχα νυχτώσει σ᾽ ἕν᾽ ἄλλο καλύβι, μὰ δὲν εἶχα ὕπνο. Σὰ θυμήθηκα τὸ κοφίνι μου, ἦρθα. Πῶς εἶστε; Τί κάν᾽ ἡ λεχώνα;
― Τί νὰ κάμῃ; Τὰ ἴδια… Μὰ δὲ μοῦ λές, εἶπε μετά τινα δισταγμὸν ἡ γραῖα· γιατί σ᾽ ἐγύρευαν κεῖν᾽ οἱ ταχτικοί;
― Φτόνος τοῦ κόσμου, ἀπήντησε μ᾽ ἑτοιμότητα ἡ Φραγκογιαννού. Ἕνα κορίτσ᾽ εἶχε πνιγῆ μὲς στὸ πηγάδι…
―Ἔ;
―Καὶ δὲν ξέρω ποιὸς ἐχτρὸς εἶπε πῶς ἔφταια ἐγώ… Μὰ ἔτσι νά ᾽χουμε καλὴ ψυχή, μπορεῖς νὰ τὸ πιστέψῃς; Τάχα δὲν μποροῦσε νὰ πνιγῇ καὶ μοναχό του τὸ κορίτσι; Ἦταν ἀνάγκη νὰ βάλω χέρι ἐγώ;
― Μαθές!… ἔκαμεν ἡ γραῖα.
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐγκατεστάθη, ὅπως καὶ τὴν προλαβοῦσαν νύκτα, σιμὰ εἰς τὴν γωνίαν τῆς ἑστίας, ὅπου εὗρε καὶ τὸ καλάθι της. Ἐξάναψε τὴν φωτιάν, ἔβαλε νερὸ στὸ μπρίκι, καὶ κατεγίνετο νὰ βράσῃ βότανα, τὰ ὁποῖα ἔβγαλεν ἀπὸ τὸν κόλπον της.
Ἡ λεχώνα ἐκοιμᾶτο, τοῦ μικροῦ θυγατρίου ἠκούετο ἡ ἀναπνοὴ μέσα εἰς τὴν σκάφην τὴν χρησιμεύουσαν ὡς λίκνον, ὑπὸ τὸ στέφανον τοῦ βαρελιοῦ τὸ ἀνέχον ὑψηλὰ ἓν λεπτὸν πανίον. Ἐνίοτε ἐκλαυθμύριζε. «Κοί, κοί, κοί!» ἐπρόφερεν ἡ γραῖα, ἡ προμήτωρ, ἥτις εἶχε κλείσει τὸ ἓν ὄμμα, καὶ μὲ τὸ ἄλλο, εἰς τὸ ἀσθενὲς φῶς τοῦ κανδηλίου καὶ εἰς τὴν διαλείπουσαν τῆς ἑστίας ἀναλαμπήν, δὲν ἔπαυσε νὰ κοιτάζῃ τὴν Φραγκογιαννού. Τέλος, μετὰ ὥραν, ἡ γραῖα καίτοι ἐφαίνετο ἀπόφασιν ἔχουσα νὰ μὴ κοιμηθῇ, τῆς ἦλθεν ὁ προδότης ὁ ὕπνος ― ἴσως δι᾽ αὐτὸ τοῦτο, ὅτι ἐκοίταζε λίαν ἐπιμόνως τὴν ὕποπτον γυναῖκα καὶ ἀπεκοιμήθη ἐπάνω εἰς τὸ τρίτον λάλημα τοῦ πετεινοῦ.
Τὸ βρέφος ἐκλαυθμύριζεν ἀκόμη. Ἡ μάμμη δὲν ἠγρύπνει πλέον διὰ ν᾽ ἀπαγγέλλῃ τὸ μονότονον «Κοί, κοί, κοί!»
«Ὅλο κοριτσούδια, τὸ ἔρμο!» Τὸ παράπονον τοῦ Γιάννη τοῦ Λυρίγκου ἐβόμβει εἰς τὰ ὦτα τῆς Φραγκογιαννοῦς.
Ἡ λεχώνα δὲν εἶχεν ἐξυπνήσει. Ἡ γραῖα Χαδούλα ἐκινήθη ὀλίγον, ἐτανύσθη ἐπὶ τῶν γονάτων της, κ᾽ ἔφθασε τὸ λίκνον. Παρεμέρισε τὸ λευκὸν πανίον ἀπὸ τὴν κεφαλὴν τῆς κούνιας, κ᾽ ἔτεινε τὴν χεῖρα διὰ νὰ θωπεύσῃ τὸ μικρόν, ἐνῷ τοῦτο ἐκλαυθμύριζεν. Ἔφραξε μὲ τὴν χεῖρά της τὸ μικρὸν στόμα, διὰ νὰ μὴ φωνάζῃ, ἐκοίταξε πρὸς τὸ μέρος τῆς λεχώνας, εἶτα πρὸς τὴν στρωμνὴν ἐφ᾽ ἧς ἔκειτο κουβαριασμένη ἡ γραῖα.
Ἡ φωνὴ τοῦ βρέφους ἐπνίγη. Μίαν χεριὰν ἀκόμη ἐχρειάζετο νὰ κάμῃ ἡ Φραγκογιαννού. Μὲ τὴν ἄλλην χεῖρα, τοῦ ἔσφιξε δυνατὰ τὸν λαιμόν… Εἶτα ἐμάζωξε τὸ λεπτὸν πανίον διὰ νὰ τὸ ρίψῃ πάλιν ἐπάνω τῆς στεφάνης. Ἡ χείρ της προσέκοψεν εἰς τὴν σανίδα, κ᾽ ἔκαμε μικρὸν θόρυβον. Ἡ γραῖα, ἥτις δὲν ἐκοιμᾶτο βαρέως, ἐξύπνησεν. Ἀνετινάχθη, ἐσκίρτησεν. Εἶδε τὴν Φραγκογιαννοὺ ν᾽ ἀποσύρῃ τὴν χεῖρά της καὶ ν᾽ ἀποχωρῇ, ἀνεγειρομένη ἐπὶ τῶν γονάτων, ὀπίσω εἰς τὴν θέσιν της.
― Τί κάνεις; ἔκραξεν ἔντρομος ἡ γραῖα.
Ἡ λεχώνα ἐπετάχθη, ἀνεπήδησε.
― Τί εἶναι, μάννα;
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐσηκώθη, ἐπῆρε τὸ καλάθι της.
― Τίποτα· θέλησα νὰ τὸ κάμω νὰ λουφάξῃ, νὰ μὴν κλαίῃ, ἀπήντησεν.
Ἡ γραῖα μάμμη ἔκυψε πρὸς τὴν κούνιαν.
― Πηγαίνω τώρα, ἔφεξε, εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού… Δῶσε τῆς λεχώνας τὸ γιατρικὸ ποὺ ἔβρασα νὰ τὸ πιῇ!
Καὶ πάραυτα ἐξῆλθεν. Ἔτρεξε μὲ βῆμα δρομαῖον ν᾽ ἀπομακρυνθῇ τάχιστα. Ἐπῆρε τὸν ἐπάνω δρόμον, κατὰ τὸ δάσος, διὰ νὰ μὴ περάσῃ ἀπὸ τὴν ἀντικρινὴν ράχιν ὅπου ἦτον ἡ στάνη.
Ἦτο γλυκειὰ αὐγὴ τοῦ Μαΐου. Ἡ κυανωπὴ καὶ ροδίνη ἀνταύγεια τοῦ οὐρανοῦ ἔχριε μὲ ἀπόχρωσιν μελιχρὰν τὰ χόρτα καὶ τοὺς θάμνους. Ἠκούετο ὁ μινυρισμὸς τῶν ἀηδόνων εἰς τὸ δάσος, καὶ τ᾽ ἀναρίθμητα μικρὰ πουλιὰ ἐτέλουν ἐκθύμως, ἀπλήστως, τὴν συναυλίαν των τὴν ἄφατον.
Ἀφοῦ ἡ Φραγκογιαννοὺ ἀπεμακρύνθη πολλὰ βήματα, ἤκουσε βραχνὴν κραυγὴν ὄπισθέν της. Ἦτο ἡ γραῖα, ἡ μήτηρ τῆς λεχώνας· ἔξαλλος, τραβοῦσα τὰ μαλλιά της, εἶχε τρέξει ἔξω τῆς καλύβης, κ᾽ ἐφώναζε:
― Πιάστε την!… Πιάστε την! Μᾶς ἔκαμε φονικό!
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔτρεχεν, ἔτρεχε. Ἤλπιζε νὰ χωθῇ τὸ ταχύτερον εἰς τὸ δάσος, ὅπου, καὶ ἂν τυχὸν ἔτρεχον κατόπιν της, τὰ ἴχνη της τάχιστα θὰ ἐχάνοντο.
Ἀλλὰ παρ᾽ ἐλπίδα, μετ᾽ ὀλίγα λεπτά, εὑρέθη ἀντιμέτωπος τοῦ Γιάννη τοῦ Λυρίγκου, βαδίζοντος πρὸς τὴν οἰκίαν του. Οὗτος εἶχεν ἐξυπνήσει τὴν συνήθη ὥραν, κ᾽ ἐπήγαινε πρὸς τὸ καλύβι, ἴσως διὰ νὰ κράξῃ πρὸς συνεργασίαν τὴν πενθεράν του, ὅπως καὶ τὴν προλαβοῦσαν πρωίαν. Ἀλλ᾽ ὅταν εἶδε τὴν πενθεράν του νὰ φωνάζῃ καὶ νὰ χειρονομῇ τόσον μακράν, ὥστε δὲν ἠδύνατο ν᾽ ἀκούῃ τί αὕτη ἔλεγεν, ὁδηγούμενος μόνον ἀπὸ τὴν διεύθυνσιν τῶν χειρονομιῶν της, εἶδε τὴν Φραγκογιαννοὺ νὰ φεύγῃ πρὸς τὸ μέρος τοῦ δάσους ― τότε, ἔτρεξε πρὸς τὸ μέρος ἐκεῖνο, κ᾽ ἐφώναξε μεγάλῃ τῇ φωνῇ πρὸς τὴν Φραγκογιαννού.
― Τί εἶναι;… Τί τρέχει;
Τότε ἡ Χαδούλα ἐστάθη, κ᾽ ἐφώναξε μακρόθεν πρὸς τὸν Γιάννην τὸν Λυρίγκον.
― Φεύγω!… Πάω νὰ…
Ὁ Γιάννης ὁ Λυρίγκος εἶχε τρέξει ἀκόμη ὀλίγα βήματα, κ᾽ ἦλθε πλησιέστερα πρὸς τὴν Φραγκογιαννού. Τότε κι αὐτή, ἀποφασιστικῶς, προέβη δύο ἢ τρία βήματα πλησιέστερα πρὸς ἐκεῖνον.
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐπεκαλέσθη εἰς βοήθειαν ὅλην τὴν ἑτοιμότητά της. Ηὐτοσχεδίασε.
― Γιάννη! ἡ γυναίκα σου ἔχει τοὺς πόνους! Εἶναι ἄσκημα.
―Ἔχει τοὺς πόνους!… ἀνέκραξεν ἐν ἄκρᾳ ἀπορίᾳ ὁ ἄνθρωπος. Τί λές, χριστιανή μου;
―Ἔχει κι ἄλλο παιδὶ στὴν κοιλιά της! ἰσχυρίσθη μὲ τόλμην ἡ Φραγκογιαννού.
―Ἄλλο παιδὶ στὴν κοιλιά της!
― Ναί, αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω. Μόνο τρέχα στὸ χωριό, νὰ φωνάξῃς τὴ μαμμή!… νὰ πῇς καὶ τοῦ γιατροῦ νὰ ᾽ρθῇ!
Ὁ Λυρίγκος ἐστάθη. Πέραν, ἐπὶ τοῦ μικροῦ ὀροπεδίου, πρὸ τῆς οἰκίας, ἡ πενθερά του ἐφώναζεν ἀκόμη βραχνὰς κραυγάς, τὰς ὁποίας ἔπαιρνε μακρὰν ὁ ἄνεμος, χωρὶς ὁ Γιάννης ν᾽ ἀκούῃ τί ἔλεγεν ἐκείνη. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ὡμίλει μὲ θάρρος, κ᾽ ἐφαίνετο ὅτι ἤξευρε τί ἔλεγε.
― Πῶς γίνεται αὐτὸ ποτέ; ἀνέκραξεν ὁ Γιάννης. Εἶσαι καλά, χριστιανή μου;
― Αὐτὸ γίνεται, ἐπέμενεν ἡ Φραγκογιαννού. Οὗλες τὶς φορὲς τὰ διπλάρικα* δὲν πέφτουν μαζὶ ἀπ᾽ τὴν κοιλιά. Τὸ ἕνα, τὸ πλιὸ ἀδύνατο ἀπ᾽ τὰ δυό, ἀργεῖ καὶ ὧρες καὶ μέρες νὰ πέσῃ.
―Ἀλήθεια! Ἔχω ἀκουστά μου, εἶπεν ὁ Γιάννης.
― Κατὰ πῶς φαίνεται, συνεπέρανε λίαν σοβαρὰ ἡ Φραγκογιαννού, αὐτὴν τὴν φορὰ τὸ ἕνα τὸ παιδὶ θὰ πιάστηκε ὕστερ᾽ ἀπ᾽ τὸ ἄλλο.
― Αὐτὸ εἶναι τάχα; εἶπε μὲ ἦθος οἴκτου ὁ Λυρίγκος.
― Τρέχα τὸ γληγορώτερο! νὰ πᾷς νὰ φέρῃς τὸ γιατρό!
―Ἐσὺ ποῦ πᾷς; ἠρώτησεν ὁ Λυρίγκος.
―Ἐγὼ πάω στὸν Ἁι-Χαράλαμπο… πάω νὰ φωνάξω τὸν παπα-Μακάριο, νὰ ᾽ρθῇ νὰ τῆς κάμῃ μιὰ παράκληση, τῆς γυναίκας!
― Καλά! Τρέξε!
Καὶ ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔτρεξε.
Πηγή του μυθιστορήματος “Η Φόνισσα” – Κεφάλαιον ΙΣτ΄: Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών