Πηνελόπη Τσιάλα

Η Πηνελόπη Τσιάλα γεννήθηκε το 1998 στην Αθήνα. Έχει τελειώσει Φιλολογία-Γλωσσολογία και μιλάει αγγλικά. Γράφει από παιδί, από ανάγκη και όχι από επιλογή. Η συγγραφή είναι ό,τι αγαπά περισσότερο, η μόνη ασχολία που την ικανοποιεί απόλυτα, η καλύτερη παρηγοριά της για τις αντιξοότητες της ζωής, γιατί, όταν γράφει, φεύγει από τούτο τον κόσμο και μεταφέρεται στον κόσμο των ονείρων της, γι’ αυτό και πρώτα θα σταματήσει να αναπνέει και μετά να γράφει. Κατά την παιδική της ηλικία, έγραφε μικρές ιστοριούλες, ενώ στην εφηβεία έγραψε αρκετά διηγήματα, αλλά και ορισμένα στιχάκια και ποιήματα. Στην ηλικία των 21 εκδόθηκε η πρώτη της νουβέλα με τίτλο Αγγελική μορφή, ενώ στα 24 το πρώτο της μυθιστόρημα, Οι τέσσερις κοντεσίνες. Έναν χρόνο αργότερα, στα 25, εκδίδεται και το δεύτερο μυθιστόρημά της, το Έρωτας δίχως γέφυρα. Ασχολείται επίσης με την υποκριτική, το
τραγούδι και τη ζωγραφική.

Επιμέλεια συνέντευξης για το ΣημειΩματάριο: Άννα Ρω

Αν τα βασικότερα χαρακτηριστικά σας ταυτίζονταν με σημεία στίξης θα ήταν;

Εννοείτε σαν άνθρωπος ή σαν συγγραφέας;
Πρώτα απ’ όλα, νομίζω ότι και ως άνθρωπο και ως μυθιστοριογράφο με εκφράζουν τα εισαγωγικά. Κι αυτό γιατί τα εισαγωγικά σηματοδοτούν την ακρίβεια, την ευθύτητα και την αμεσότητα. Και σαν άνθρωπος είμαι πάρα πολύ ευθύς, πολύ ειλικρινής, αυτό που λέμε ωμή, αλλά και σαν συγγραφέας θεωρώ ότι χαρακτηρίζομαι από τα εισαγωγικά, γιατί πολύ συχνά επιλέγω τον διάλογο ως τρόπο έκφρασης, καθότι μου αρέσει να προσδίδω ζωντάνια στα έργα μου κάνοντάς τα κινηματογραφικά.
Έπειτα, νομίζω μου ταιριάζει το ερωτηματικό, διότι είμαι άνθρωπος που διερωτάται κυριολεκτικά για τα πάντα. Δεν είμαι σίγουρη για τίποτα. Συχνά αμφισβητώ τον ίδιον μου τον εαυτό, την κοινή γνώμη πάνω σε κάθε θέμα, οτιδήποτε μα οτιδήποτε ακούω. Δεν παίρνω τίποτα σαν δεδομένο, δε φανατίζομαι, είμαι έξω από καλούπια. Γι’ αυτό και στα γραπτά μου σε αρκετά σημεία επιλέγω να εκφράζομαι με άστοχα ερωτήματα. Έτσι, νομίζω ότι μου ταιριάζει γάντι το ερωτηματικό. Μάλιστα, το αγγλικό ερωτηματικό που, επειδή είναι πιο μεγάλο, χτυπάει καλύτερα στο μάτι.
Λατρεύω επίσης το θαυμαστικό το οποίο επίσης αποτυπώνει ένα κομμάτι της προσωπικότητάς μου. Κι αυτό γιατί είμαι πολύ έντονο άτομο, δίνω έμφαση όταν μιλάω στα πιο σημαντικά σημεία, φωνάζω με το παραμικρό, είμαι των άκρων πολύ συχνά, γίνομαι υπερβολική όταν μου αρέσει πολύ κάτι, αλλά κυρίως όταν κάτι δε μου αρέσει καθόλου, είμαι εκδηλωτική στις αντιδράσεις μου και πολύ ενθουσιώδης. Ε νομίζω ότι, αν ήμουν σημείο στίξης, θα ήμουν αναμφίβολα θαυμαστικό.
Ας αναφέρω και δύο σημεία στίξης που δε θα ήμουνα ποτέ των ποτών: το ένα είναι η τελεία. Γιατί δυσκολεύομαι αφάνταστα να βάζω τελείες στη ζωή μου. Πάντα νοσταλγώ τα παλιά, αναμασάω τα ίδια και τα ίδια και κάνω κουραστικά πισωγυρίσματα. Θα προτιμούσα την άνω τελεία ή το κόμμα.
Το χειρότερό μου σημείο στίξης, το οποίο με εκνευρίζει αφάνταστα, όχι στα βιβλία που διαβάζω, αλλά όταν κάποιος μου το στέλνει σε μήνυμα, είναι τα αποσιωπητικά. Τα αποσιωπητικά θα χαρακτήριζαν ένα άτομο που είναι ακριβώς το αντίθετο από μένα, που σιωπά, που δε διεκδικεί και που φοβάται να πει την άποψή του. Ναι, γιατί τα αποσιωπητικά μού βγάζουν μια συστολή, μια αμηχανία, μια ντροπή που οδηγεί στην ανικανότητα κάποιου να εκφραστεί. Επειδή λοιπόν εγώ αυτό το απεχθάνομαι, δε θα απαντούσα ποτέ αυτό το σημείο στίξης στην ερώτησή σας.

Πού βασίζεται η ανυπέρβλητη δύναμη του λόγου;

Έχοντας σπουδάσει γλωσσολογία, θα μπορούσα να μιλάω ώρες ατελείωτες για αυτό. Ίσως κουράσω λίγο τώρα, αλλά δείξτε μου κατανόηση, γιατί πρόκειται για το αντικείμενο των σπουδών μου. Η γλώσσα έχει απίστευτη δύναμη. Δεν είναι τυχαίο που λένε «Η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει». Αν κάποιος μας χτυπήσει και μας κάνει σημάδι, πιθανότατα σε έναν χρόνο η πληγή θα έχει γιάνει και, αν περάσουν περισσότερα ακόμη χρόνια, ούτε που θα το θυμόμαστε. Αν όμως κάποιος μας πληγώσει με σκληρά λόγια, αυτό το θυμόμαστε για πάντα. Μία μόνο φράση μπορεί να σου βάλει φιτιλιές για ένα άτομο το οποίο μέχρι να σου την πει εμπιστευόσουν τυφλά. Από μία μόνο κουβέντα συχνά φαίνεται ολόκληρος χαρακτήρας. Μια κουβέντα μπορεί να μας στιγματίσει για όλη μας τη ζωή, είτε μια κουβέντα που θα ξεστομίσουμε οι ίδιοι είτε μια κουβέντα που θα ακούσουμε. Μια κουβέντα μπορεί να χαλάσει μία σχέση. Όπως λέει και το τραγούδι: «Δυο κουβέντες μου σου πέσανε βαριές και αποφάσισες να ζεις χωρίς εμένα». Πολλές σχέσεις έχουν καταστραφεί από μία μόνο φράση.
Συχνά μια πρόταση, όπως είχα μάθει στο πανεπιστήμιο, είναι μία πράξη. Πχ, αν πω στο αγόρι μου «Χωρίζουμε», ουσιαστικά δε λέω κάτι. Κάνω κάτι, χωρίζω δηλαδή κάποιον. Αν πω σε ένα αγόρι «Είμαι τρελά ερωτευμένη μαζί σου», και πάλι στην ουσία κάνω κάτι, εξομολογούμαι. Ή, αν είμαι δικαστίνα και πω: «Ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος για ληστεία και καταδικάζεται σε εφτά χρόνια φυλάκιση», και εκεί η πρότασή μου έχει τεράστια δύναμη, είναι πράξη, λεκτική πράξη. Ουσιαστικά, την ώρα που το λέω αυτό, αυτό που κάνω δεν είναι ότι μιλάω, αλλά καταδικάζω, ανακοινώνω μια απόφαση η οποία θα αλλάξει ριζικά τη ζωή κάποιου. Δεν είναι απλό πράγμα λοιπόν μια φράση. Για σκεφτείτε: στην ουσία, τις περισσότερες φορές όταν λέμε κάτι, κάνουμε κάτι. Για παράδειγμα, τάζουμε, απορρίπτουμε, επαινούμε, κρίνουμε, παραδεχόμαστε, ψευδόμαστε, παραπονιόμαστε, παρηγορούμε, ανταλλάσσουμε απόψεις, κοροϊδεύουμε, μεμφόμαστε, κουτσομπολεύουμε… Κάθε φορά που λέτε κάτι σε κάποιον, αναρωτηθείτε τι κάνετε ουσιαστικά την ώρα που του το λέτε και θα δείτε πως θα πάρετε απάντηση.
Σημαντικό ρόλο βέβαια παίζει και η απουσία των λέξεων: η σιωπή. Αυτός είναι και ο λόγος που σιχαίνομαι τα αποσιωπητικά. Σκεφτείτε να ρωτάτε κάτι κάποιον φίλο σας και να μην απαντάει. Πώς νιώθετε; Αν είστε λογικοί άνθρωποι, απαίσια το δίχως άλλο. Ένας σύγχρονος όρος μάλιστα είναι το ghosting, δηλαδή όταν κάποιος εξαφανίζεται και δε δίνει σημεία ζωής παρά τα δικά μας μηνύματα. Το ghosting θεωρείται passive aggressive. Δεν είναι τυχαίο αυτό. Φανερώνει πόσο μεγάλη σημασία έχει η επικοινωνία, η αλληλεπίδραση μέσω της γλώσσας, ο λόγος, εφόσον η άρνηση κάποιου δικού μας ανθρώπου να μας τα προσφέρει αυτά είναι κατά γενική ομολογία παθητική μορφή επιθετικότητας. Η σιωπή για μένα είναι κάτι το τρομαχτικό.
Το άλλο που έχω να πω είναι το πόσο αλλάζει το νόημα των λέξεων ανάλογα με το περικείμενο, που είναι η χώρα, η εποχή, η κατάσταση… για παράδειγμα, αν στείλω μήνυμα στην κολλητή μου και της πω ότι έφαγα πολύ, η κοπέλα θα νιώσει πως το λέω ενοχικά αυτό και θα μου πει ευγενικά να μην το κάνω αυτό γιατί δεν είναι καλό για την υγεία μου. Αν όμως η φράση «έφαγα πολύ» ακουγόταν από κάποιον έλληνα στην Ελλάδα του ’41 κατά την Κατοχή, θα αποκτούσε εντελώς άλλο βάρος. Αυτός που θα την έλεγε θα γινόταν αντικείμενο φθόνου και μίσους, γιατί μάλλον θα ήταν μαυραγορίτης. Η φράση «Είσαι τρελός» είναι εντελώς διαφορετικό να ειπωθεί από τον κολλητό σου και εντελώς διαφορετικό να ειπωθεί από τον ψυχίατρό σου. Στην πρώτη περίπτωση αποτελεί ένα φιλικό πείραγμα και στη δεύτερη μια πολύ έγκυρη διάγνωση που θα αλλάξει ριζικά τη ζωή σου, γιατί ενδεχομένως θα κλειστείς στο ψυχιατρείο. Ή η φράση «Η γυναίκα μου με απάτησε και θέλω να τη σκοτώσω» άλλη σημασία έχει στην Ευρώπη και άλλη στην Ανατολή. Στην Ευρώπη λέγεται καταχρηστικά και δεν είναι πιθανότατα αληθής, ενώ, αν ειπωθεί σε μια χώρα του Ισλάμ, τότε ισχύει, διότι στις χώρες αυτές είθισται να λιθοβολούνται οι άπιστες σύζυγοι.
Ο άνθρωπος έφτιαξε πολιτισμό όταν εφηύρε τη γραφή, όταν μίλησε, όταν έκανε διάλογο. Αρχικά, ο άνθρωπος μίλησε με άλλους ανθρώπους με σκοπό να συνεννοηθεί ώστε να βρει τροφή και να επιβιώσει. Τότε ακόμα δεν υπήρξε μεγάλη εξέλιξη στο είδος μας, γιατί και τα ζώα επικοινωνούν για τον λόγο αυτόν, δηλαδή για την τροφή τους, ακόμα και οι μέλισσες. Η χρήση του λόγου για επικοινωνία όμως είναι αυτό που διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα υπόλοιπα ζώα, γιατί είμαστε το μόνο ζώο που μιλά για να επικοινωνήσει. Αυτό και μόνο αποδεικνύει την αξία του λόγου.
Συν τοις άλλοις, μια λέξη φανερώνει τις ιδέες κάποιου. Αν πχ αποκαλέσω έναν άνθρωπο ομοφυλόφιλο αδερφή, ίσως χαρακτηριστώ ομοφοβική. Αν όμως τον αποκαλέσω γκέι ή αν πω πως προτιμά άτομα του ίδιου φύλου ερωτικά, τότε δείχνω ανοιχτόμυαλη. Επίσης, σε εμάς που έχουμε παραπάνω κιλά αλλιώς θα ηχήσει να μας αποκαλέσουν φάλαινες ή μπαούλα και αλλιώς υπέρβαρους. Και φυσικά άλλο να αποκαλέσεις ένα παιδάκι με νοητική υστέρηση καθυστερημένο ή βλαμμένο και άλλο παιδί με ειδικές ικανότητες. Μέσα από μία μόνο λέξη δηλαδή φανερώνεις ξεκάθαρα τις πεποιθήσεις σου.
Επειδή τελικά, όντας γλωσσολόγος, εξάντλησα την ερώτηση, ας κάνω ένα κλείσιμο. Σας λέω το πιο απλό: σκεφτείτε την ανθρωπότητα δίχως λόγο. Θα ζούσαμε όπως τα ζώα, χωρίς καμία διαφορά. Δε νοείται ο κόσμος μας δίχως γλώσσα. Τα πάντα τα κάνουμε μέσα από τον λόγο. Σκεφτείτε να πάτε να ζήσετε σε μια χώρα όπου δεν ξέρετε καθόλου τη γλώσσα. Μέχρι να τη μάθετε, λογικά θα δεινοπαθήσετε. Ρωτήστε, αν ξέρετε κάποιον μετανάστη, τι τράβηξε αρχικά. Η γλώσσα είναι τα πάντα. Και για μένα είναι κυρίως το εργαλείο της δουλειάς μου.

Τα πιο δυνατά έργα στο αναγνωστικό σας καταθετήριο:

Το άρωμα, Ο ψεύτης παππούς, Ρωμαίος και Ιουλιέτα, Παραμύθι χωρίς όνομα, Ο πρίγκιπας και ο φτωχός, Χίλιες και μία νύχτες και τώρα διαβάζω ένα επίσης πολύ καλό της κυρίας Πένυς Παπαδάκη από τις εκδόσεις Ψυχογιός, την Πολυξένη. Λόγω του ότι ασχολούμαι με την υποκριτική, έχω διαβάσει και θεατρικά έργα (πχ Ο κατά φαντασίαν ασθενής, Λεωφορείον ο πόθος και Ο γλάρος). Επίσης, συχνά διαβάζω ποίηση, πιο πολύ Καβάφη, Ελύτη και Δημουλά, αν και προτιμώ το πεζό, γιατί με αυτό ασχολούμαι.

Ένα προσωπικό θετικό-αρνητικό σημείο ορόσημο;

Συγγραφικά ένα πάρα πολύ θετικό για μένα ορόσημο ήταν στην πρώτη λυκείου όπου η καθηγήτριά μας μας πρότεινε να λάβουμε μέρος σε έναν καλλιτεχνικό διαγωνισμό με θέμα τον ρατσισμό στέλνοντας σε αυτόν μια ζωγραφιά, ένα ποίημα ή ένα λογοτεχνικό κείμενο. Κάθισα λοιπόν τότε και έγραψα ένα διήγημα σχετικά με το bullying που υφίσταται ένα παιδί από την Αλβανία. Μια και το διήγημα αυτό έκανε πολύ θετική εντύπωση σε οποιονδήποτε το διάβασε, ένιωσα πως έχω ταλέντο στη συγγραφή, διότι, πέρα από αυτό το διήγημα, θυμήθηκα ότι, όταν ήμουν μικρή, έγραφα πολύ συχνά ιστοριούλες. Θυμάμαι πχ είχα ένα ανθολόγιο και, αντί να διαβάζω τις ιστορίες που αυτό περιελάμβανε, έγραφα δικές μου ιστορίες εμπνευσμένες από τους τίτλους των κειμένων του ανθολογίου. Μόλις τελείωσα το σχολείο, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να γράψω ένα ακόμη διήγημα με θέμα τον ρατσισμό, αυτήν τη φορά τον ρατσισμό προς άτομα έγχρωμα, αλλά και προς τους ομοφυλόφιλους. Την ώρα που όλοι διασκέδαζαν μετά τις πανελλήνιες, εγώ ονόμαζα διασκέδαση το γράψιμο. Το διήγημα αυτό, μπορεί να μη γινόταν να εκδοθεί λόγω μικρού μεγέθους, έκανε όμως κυριολεκτικά πάταγο. Ένιωσα λοιπόν με όλα αυτά ότι το γράψιμο είναι κάτι που δεν πρέπει ποτέ να εγκαταλείψω, διότι πρώτον ένιωσα πως μπορώ να καταξιωθώ μέσα από αυτό, δεύτερον, ότι μπορεί να γίνει το επάγγελμά μου και τρίτον, ότι είναι κάτι που μου δίνει πολύ μεγάλη χαρά.
Επίσης, μου συνέβησαν προσωπικά στραπάτσα δυστυχώς, αλλά και ευτυχώς, όπως θα αποδείξω τώρα, πχ bullying όσο πήγαινα σχολείο, ερωτική απογοήτευση στην εφηβεία μου, αποχωρισμός έπειτα από παιδική φίλη, προδοσίες από δήθεν φίλες, απογοήτευση από τη σχολή μου που τελικά δεν ήταν αυτό που ονειρευόμουν, διατροφική διαταραχή που μου φόρτωσε παραπάνω κιλά και φυσικά η καραντίνα που μας αποσυντόνισε όλους. Όλα αυτά λοιπόν τα δυσάρεστα για μένα γεγονότα μού προκάλεσαν πόνο, όπως ήταν φυσικό, και επέλεξα να χρησιμοποιήσω αυτόν τον πόνο δημιουργικά και να γράψω. Θεωρώ ότι, αν μου είχαν πάει όλα ρόδινα, δε θα μου γεννιόταν η ανάγκη να γράψω, με αποτέλεσμα να μην ασχολούμαι με κάτι που τόσο αγαπάω, κι έτσι νομίζω πως τελικά οι αντιξοότητες μου βγήκαν σε καλό.

Μπορεί αυτό να σας οδήγησε στη συγγραφή;

Ναι, σίγουρα! Το λέω καθαρά στην παραπάνω ερώτηση, διότι αυτές οι δύο ερωτήσεις είναι αλληλοσυμπληρούμενες, αλλά το ξαναλέω και τώρα πιο ανεπτυγμένα. Μετά απ’ όσα πέρασα, η ανάγκη μου να γράψω έγινε για μένα τόσο επιτακτική όσο ακριβώς είναι και η ανάγκη μας να φάμε όταν πεθαίνουμε της πείνας. Κι αυτό γιατί συχνά νιώθω πάρα πολύ απογοητευμένη από τους ανθρώπους γύρω μου, εννοώ από την υποκρισία τους, τον ρατσισμό τους, την απονιά τους, την αδικία τους, τη βία, τον σεξισμό, το ψέμα. Βλέπουμε ακραίες φωνές στην πολιτική να έχουν σημαντικό ρόλο. Βλέπουμε γυναικοκτονίες αβέρτα τη μία μετά την άλλη, με αποτέλεσμα εμείς οι νέες κοπέλες να έχουμε αρχίσει να φοβόμαστε το άλλο φύλο. Και βλέπουμε και συχνά τελευταία κακοποιήσεις ζώων και μάλιστα, επειδή αυτό δεν έχει να κάνει με ανθρώπους, δεν παίρνει σαν θέμα τη διάσταση που πρέπει, ενώ είναι ένα άκρως αποτρόπαιο, βάναυσο και τραγικό φαινόμενο. Οπότε, θέλησα να φτιάξω μέσα από τα έργα μου έναν κόσμο έτσι όπως τον οραματίζομαι με καλούς ανθρώπους, δικαιοσύνη και αλληλεγγύη. Προφανώς οι ήρωές μου έχουν τα τρωτά τους σημεία, αλλιώς θα ήταν βαρετό το βιβλίο, αλλά πάντα στο τέλος κυριαρχεί η καλή πλευρά τους.
Θα έλεγα ότι ήταν μια παρηγοριά για μένα το γράψιμο, ένα καταφύγιο, μια ανάπαυλα από τη σκληρή πραγματικότητα, από τα προβλήματα και τα άγχη που βίωνα… νομίζω πως κάθε καλλιτέχνης βιώνει ακριβώς αυτό με την τέχνη του. Πλέον, αποκεί που η συγγραφή για μένα ήταν απλώς παρηγοριά, τώρα έγινε όλη μου η ζωή.

Ο δρόμος της συγγραφής χαρτογραφεί τον δρόμο προς την αυτογνωσία;

Σαφέστατα! Μέσα από τη δημιουργία ενός έργου μπορείς να ανακαλύψεις άπειρα κομμάτια του εαυτού σου τα οποία ούτε εσύ ο ίδιος δεν είχες συνειδητοποιήσει. Μπορεί, για παράδειγμα, να χτίζεις έναν χαρακτήρα που θεωρείς εντελώς άσχετο με σένα, κι όμως να εντοπίσεις κοινά στοιχεία με αυτόν καθώς τον σκιαγραφείς, προχωράς την ιστορία του και δένεσαι μαζί του. Αυτό μού συνέβη, ας πούμε, με τον χαρακτήρα της Τόνιας από τις Τέσσερις Κοντεσίνες. Ενώ αρχικά πήγαινα να γράψω για έναν χαρακτήρα εντελώς ξένο με μένα, στην πορεία τη λάτρεψα, κατανόησα τα κίνητρά της και πλέον την παραδέχομαι, τη θαυμάζω και νομίζω πως υπάρχει τεράστια πιθανότητα να φερόμουν όπως ακριβώς εκείνη. Ενώ η αδυναμία μου αρχικά ήταν η Γιολάντα, πλέον είναι η Τόνια, την οποία θα ήθελα να έχω και σαν πρότυπο. Οπότε ναι, μέσα από τις Κοντεσίνες κυρίως έκανα ένα ωραίο ταξίδι μέσα στην ψυχή μου και πήρα επαφή με το ποια πραγματικά είμαι. Ενώ νόμιζα αρχικά πως είμαι Γιόλι εκατό τοις εκατό, εν τέλει είμαι κυρίως Τόνια, δηλαδή, μπορεί να έχω φαινομενικά την ευαισθησία της Γιολάντας, μα κατά βάθος διαθέτω τη στοχοπροσήλωση, τη μεθοδικότητα και τη φιλοδοξία της Τόνιας, ίσως και τη σκληρότητά της καμιά φορά.
Πολύ συχνά επίσης μέσα από το συγγραφικό μου ταξίδι παίρνω επαφή με τα όνειρά μου. Όταν, ας πούμε, περιγράφω ρομαντικές σκηνές ανάμεσα σε ένα ζευγάρι, όπως κάνω και στις Κοντεσίνες, αλλά και στο Έρωτας δίχως γέφυρα ακόμα περισσότερο, αντιλαμβάνομαι πόσο πολύ θα ήθελα κι εγώ να ζήσω ένα ρομάντζο με κάποιον που θα ερωτευτώ και θα με ερωτευτεί πραγματικά. Έχω την τάση να μη βάζω κανέναν πρωταγωνιστή μου να εκδηλώνει με χυδαιότητα τον πόθο του για μια γυναίκα, πράγμα που δυστυχώς κάνουν πολλοί εκεί έξω, αλλά επιλέγω να βάζω λόγια τρυφερά στο στόμα του εκάστοτε ήρωα, και αυτό μού δείχνει ότι σιχαίνομαι τον εκχυδαϊσμό των συναισθημάτων που κυριαρχεί δυστυχώς στην εποχή μας. Επειδή μάλιστα οι αγάπες που περιγράφω είναι πάντα larger than life, καταλαβαίνω και δείχνω προς τα έξω ότι μου αρέσει να εξιδανικεύω καταστάσεις, ανθρώπους και συναισθήματα.
Επιπρόσθετα,-συγγνώμη γιατί αυτό που θα πω ίσως αποτελέσει ένα μικρό spoiler- σπανίως επιλέγω happy end. Συχνά παραξενεύομαι κι εγώ η ίδια με αυτό, γιατί λατρεύω τους ήρωές μου και μου φαίνεται περίεργο το ότι τους στενοχωρώ με έναν τρόπο σαν να θέλω το κακό τους. Έχω την αίσθηση όμως πως κατά βάθος αυτό το κάνω γιατί δεν είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξο άτομο, ενώ είμαι και πολύ ρεαλίστρια και δε μ’ αρέσει να χαϊδεύω αφτιά. Όλα αυτά δε θα τα συνειδητοποιούσα στον εαυτό μου αν δεν ασχολιόμουν με τη γραφή. Άρα, χίλιες φορές ναι στην ερώτηση αυτήν.

Είναι ο συγγραφέας θεράπων των λέξεων;

Χαίρομαι πολύ για αυτήν την ερώτηση, γιατί μου δίνεται η ευκαιρία να πω με περηφάνια, όπως ο Μεταξάς το ’40, ένα μεγάλο ΟΧΙ. Ο συγγραφέας είναι αμιγώς θεράπων της τέχνης του. Δεν είναι θεράπων ούτε των λέξεων ούτε του αναγνώστη ούτε καν του εαυτού του. Αντίθετα, οι λέξεις είναι αυτές που υπηρετούν εμάς. Δηλαδή, εμείς επιθυμούμε να μοιραστούμε με το κοινό την ιστορία που βασιλεύει στη φαντασία μας και οι λέξεις μάς υπηρετούν στο να εκφράσουμε αυτά που θέλουμε.
Η μαγεία του κάθε λογοτεχνικού έργου δεν εντοπίζεται στις λέξεις αυτού. Εντοπίζεται στα νοήματά του, στην πλοκή του, στις σκηνές του. Μπορεί όλα αυτά να αποτελούνται από λέξεις, ναι, αλλά οι λέξεις είναι απλώς τα εργαλεία και τίποτα παραπάνω.
Ας το πω με έναν παραλληλισμό για να γίνω απολύτως κατανοητή: το να πεις ότι ο συγγραφέας είναι ο υπηρέτης των λέξεων είναι σαν να πεις ότι ο μόδιστρος είναι ο υπηρέτης των κλωστών, σαν να δίνεις έμφαση στις κλωστές και όχι στα ρούχα που αποτελούνται από τις κλωστές. Ή σαν να τρως μια καταπληκτική πίτσα και να ασχολείσαι με τα επιμέρους υλικά, ενώ το σημαντικό είναι η ωραία γεύση που σου χαρίζει το σύνολο των υλικών, γιατί από μόνα τους τα υλικά ίσως να ήταν έως και άνοστα. Κι όταν βλέπεις έναν εντυπωσιακό πίνακα ζωγραφικής, δε σκέφτεσαι φυσικά τα χρώματα, αλλά το όλο έργο. Έτσι και στη δικιά μας την τέχνη, δε γίνεται να ασχολούμαστε τόσο πολύ με τις λέξεις. Απλώς τις χρησιμοποιούμε προς όφελός μας.
Άλλωστε, οι λέξεις από μόνες τους είναι ένα τίποτα. Ο άνθρωπος είναι που τους έδωσε αξία, καθότι τις ταύτισε με τις έννοιες. Ένα σημαίνον χωρίς το σημαινόμενό του είναι ένα τίποτα, απλά ένας ήχος. Για να το αποδείξω, η λέξη πατάτα ή η λέξη κλάμα θα αφήσουν παγερά αδιάφορο έναν σκύλο. Η λέξη βόλτα, από την άλλη, αναμφίβολα θα ενθουσιάσει το ζωντανό. Αυτό συμβαίνει γιατί οι δύο πρώτες λέξεις δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα για τον σκύλο, ενώ την τρίτη λέξη ακολουθεί συνήθως η εκτόνωση, η ανακούφιση και η κοινωνικοποίηση του ζώου. Οπότε, οι λέξεις χωρίς σημασίες δεν έχουν απολύτως καμία ουσία. Γι’ αυτό και λέω ότι, όταν γράφουμε, πρέπει να μας απασχολούν οι σημασίες των λέξεων και όχι οι λέξεις καθαυτές.
Διαφωνώ με την άποψη ότι σημασία δεν έχει το τι γράφεις, αλλά το πώς το γράφεις. Πράγματι ισχύει ως έναν βαθμό, αλλά το βασικό είναι η ουσία αυτού που γράφεις. Το να δίνεις περισσότερη έμφαση στον τρόπο έκφρασης ενός έργου είναι σαν να κρίνεις ουσιαστικά τους ανθρώπους από την εμφάνισή τους και όχι από την ψυχή, μια τούρτα από την εικόνα της και όχι από τη γεύση της ή ένα σοκολατάκι από το περιτύλιγμά του. Είναι πραγματικά παράλογο για μένα. Αν βέβαια κάποιος καταφέρει να χρησιμοποιήσει εκλεπτυσμένη γλώσσα για να αποτυπώσει ένα εξαίσιο δημιούργημα, όπως ακριβώς έκανε ο Σαίξπηρ στο έργο του Ρωμαίος και Ιουλιέτα, τότε έχει καταφέρει να φτιάξει ένα αριστούργημα από όλες τις πλευρές.

Η πρώτη φορά απέναντι στη λευκή σελίδα;

Είναι μια στιγμή άγχους, αγωνίας και η αρχή ενός ταξιδιού στο οποίο δεν έχω ιδέα αν θα περάσω καλά. Βέβαια, κρατά ελάχιστα, διότι προσπαθώ αμέσως να αρχίσω να γράφω αυτό που θέλω χωρίς να χασομεράω, γιατί νομίζω πως αυτό είναι το πιο κρίσιμο σημείο της δουλειάς μου. Έχω την αίσθηση ότι το κάθε μυθιστόρημα για μένα είναι σαν μια κρύα θάλασσα. Ποτέ δεν μπαίνω αμέσως στη θάλασσα, κάθομαι αρκετή ώρα στην ξαπλώστρα, όπου πίνω κρύο τσάι, ρεμβάζω, διαβάζω το βιβλίο μου, έπειτα μπαίνω δειλά δειλά και πρώτα ρίχνω πάνω μου κουβάδες νερό, ενώ στην αρχή υποφέρω από την αλλαγή της θερμοκρασίας. Αλλά, όταν πια μπω στη θάλασσα, κάθομαι πάνω από μια ώρα. Έτσι ακριβώς είμαι και με τη συγγραφή. Όσο φοβάμαι να ξεκινήσω κάτι νέο για την περίπτωση που δε μου βγει, τόσο, όταν εν τέλει το ξεκινήσω, εθίζομαι σε αυτό και δε θέλω να το αφήσω ούτε στιγμή, με αποτέλεσμα, όσο γράφω, να μένω άυπνη, νηστική και γενικώς να μην κάνω άλλο τίποτα στη ζωή μου εκείνες τις ώρες.
Για να επανέλθω στο θέμα, είναι να μην αρχίσω το μυθιστόρημά μου. Το πιο δύσκολο κομμάτι συνήθως του μυθιστορήματος για μένα είναι η αρχή. Άπαξ και αρχίσω, το χέρι μου μετά παίρνει φωτιά. Γι’ αυτό και δε δίνω τόση έμφαση στην αρχή, αρχίζω όπως να ‘ναι, δεν το πολυσκέφτομαι, ώστε να φύγει γρήγορα το δύσκολο σημείο, να πάρω μπρος που λένε. Αλλά ναι η στιγμή που είμαι εγώ και η λευκή σελίδα είναι από τις πιο αγχωτικές.
Πάντως ποτέ δε μου έχει τύχει να πάω να γράψω και να μη γράψω ούτε λέξη. Δε με πιάνει αυτό που λένε, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, το σύνδρομο της λευκής σελίδας. Φυσικά μου έχει τύχει να παρατήσω κάποια έργα που άρχισα και δε μου βγήκανε, αλλά καλύτερα, γιατί από το να γράψει κανείς κάτι που δεν αξίζει καλύτερα να μη γράψει τίποτα μέχρι να του έρθει μια πραγματικά καλή ιδέα που να μπορεί να την αναπτύξει επαρκώς.

Η θέση του αναγνώστη σε αυτήν και η θέση του συγγραφέα;

Αν κατάλαβα καλά, ρωτάτε αν έχω κατά νου όταν γράφω το πώς θα φανεί το έργο μου στον αναγνώστη. Δύσκολη ερώτηση. Κυρίως, όταν γράφω, σκέφτομαι το τι θέλω να εκφράσω εγώ και μετά όλα τα υπόλοιπα. Ωστόσο, δε νοείται να απουσιάζει εντελώς η σκέψη του αναγνώστη από το μυαλό μου την ώρα που γράφω, θα ήταν εγωιστικό, θα έλεγα. Προφανώς και θα προσπαθήσω να κάνω το έργο μου όσο πιο συναρπαστικό γίνεται, με όσο το δυνατόν ωραιότερα εκφραστικά μέσα, με ωραία νοήματα, πιασάρικη πλοκή, πρωτότυπο κόνσεπτ, με σαφήνεια, γιατί είναι σημαντικό για μένα να γίνομαι απολύτως κατανοητή, ώστε να απευθύνομαι σε όλους ανεξαιρέτως, με χιούμορ, ώστε να κάνω τον αναγνώστη να γελάσει και λίγο. Από τη στιγμή που τα βιβλία μου, αν όλα πάνε καλά, θα πωλούνται αργά ή γρήγορα στο βιβλιοπωλείο και ενδεχομένως κάποιοι άνθρωποι θα πληρώσουν κάποια χρήματα για αυτά, όπως ευελπιστώ να συμβαίνει σε κάθε μου πόνημα, τα οποία χρήματα τα έχουν βγάλει με τον κόπο τους και ευγνωμονώ ολόψυχα όσους επιλέγουν να αγοράσουν με αυτά δικό μου έργο, παρόλο που δεν είμαι γνωστή ακόμα, οφείλω να φτιάξω κάτι καλό, κάτι που να ιντριγκάρει, κάτι που να πιστεύω πως μπορεί να γίνει αγαπητό στην πλειονότητα. Δε θα ήταν σωστό να σκέφτομαι αλαζονικά τύπου ότι θα γράψω ό,τι γουστάρω και σε όποιον αρέσει, γιατί μια τέτοια αντίληψη δεν εμπεριέχει κανέναν σεβασμό προς όσους επιθυμούν να γνωρίσουν τη δουλειά σου. Από την άλλη βέβαια, δε θα το φτάσω και στο άλλο άκρο να μην εκφράζω αυτά που έχω ανάγκη να μοιραστώ και να γίνομαι στην ουσία δούλα των αναγνωστών μου, διότι κάτι τέτοιο θα κατέστρεφε το μεράκι μου για αυτό που κάνω, τον αυθορμητισμό μου, τη σπιρτάδα μου, πράγμα που δεν επιθυμώ γιατί με αυτόν τον τρόπο θα καταστρέφονταν και τα έργα μου. Χρυσή τομή είναι η απάντησή μου στην ερώτηση αυτήν. Ήταν δύο ξεχωριστές ερωτήσεις η θέση του αναγνώστη και η θέση του συγγραφέα, αλλά με εξυπηρετούσε καλύτερα να τις απαντήσω μαζί και εύχομαι να μην υπάρχει πρόβλημα.

Πρόσφατο έργο σας:

Ετοιμάζω τώρα μια συλλογή διηγημάτων-αλλά δε θα ήθελα να ανοιχτώ πολύ σχετικά με αυτήν, διότι ακόμα είναι ανέκδοτη- και το τελευταίο διήγημα αυτής είναι το πιο πρόσφατο έργο μου αυτήν τη στιγμή. Έγραψα επίσης και ένα αισθηματικό μυθιστόρημα φέτος, αλλά και γι’ αυτό δεν υπάρχει περίπτωση να πω κουβέντα για ευνόητους λόγους. Προφανώς δε νοείται να μιλήσω δημόσια για έργα μου που δεν έχουν εκδοθεί ακόμη. Θα μιλήσω λοιπόν για το πιο πρόσφατο εκδοθέν έργο μου, το τρίτο κατά σειρά, που δεν είναι άλλο από το Έρωτας δίχως γέφυρα. Ας μην πω κάτι άλλο για αυτό σε αυτήν την ερώτηση, μια και με ρωτάτε λεπτομερώς για αυτό στις επόμενες ερωτήσεις.

Το κέντρο βάρους του;

Λοιπόν έχουμε στο έργο αυτό ως βασικό θέμα τον θυελλώδη έρωτα που ανθεί ανάμεσα σε έναν κρεοπώλη και σε μια βίγκαν.

Οι ήρωές του στον χώρο και στον χρόνο;

Ο βασικός αντρικός χαρακτήρας είναι ο Κωνσταντής, ένας χασάπης που αγαπά πολύ τη δουλειά του, είναι δεμένος συναισθηματικά με το μαγαζί του, καθότι μέσα από αυτό θυμάται τον συγχωρεμένο τον πατέρα του, ενώ λατρεύει το κρέας, το τιμάει κάθε μέρα και θεωρεί χαζομάρα τον βιγκανισμό. Η βασική ηρωίδα είναι η Χριστίνα, μια φανατική βίγκαν ακτιβίστρια, αρχηγός μιας βίγκαν Οργάνωσης, που αγωνίζεται με κάθε τρόπο για να σταματήσει την κατανάλωση κρέατος, που για κείνη και το σινάφι της είναι δολοφονία και βαρβαρότητα. Άλλος χαρακτήρας του έργου, δευτερεύων βέβαια, που όμως παίζει σημαντικό ρόλο, είναι ο Θανάσης, ο καλύτερος φίλος του Κωνσταντή. Ο Θανάσης διατηρεί ταβέρνα, είναι οικογενειάρχης, πολύ υποστηρικτικός φίλος και επίσης φανατικός κρεατοφάγος, όπως και ο κολλητός του. Μαζί οι δύο φίλοι εξυμνούν την κρεατοφαγία και μέμφονται το κατά τη γνώμη τους σαχλό κίνημα του βιγκανισμού.
Το μυθιστόρημα τοποθετείται στην Αθήνα του σήμερα, για την ακρίβεια πέντε χρόνια πριν από το σήμερα ακριβώς. Δε θα μπορούσε να τοποθετείται σε άλλη εποχή, διότι στις μέρες μας το κίνημα των βίγκαν έχει αποκτήσει μεγάλες διαστάσεις. Στις μέρες μας η ομάδα των βίγκαν είναι υπολογίσιμη, ενώ παλαιότερα δεν ήταν καν αποδεκτή, οπότε σε παλαιότερη εποχή θα ήταν άκυρο το μυθιστόρημα.
Ο βασικός χώρος που έχω ως φόντο συνήθως στο μυθιστόρημα είναι το χασάπικο του Κωνσταντή. Ο χώρος αυτός παίζει έναν πάρα πολύ σημαντικό ρόλο στην ιστορία μου. Δε θέλω να πω γιατί, για να μην κάνω spoiler, αλλά θα αναφέρω μόνο ότι εκεί μέσα γνωρίζονται για πρώτη φορά οι δύο πρωταγωνιστές.

Ως πρώτη αναγνώστρια του βιβλίου σας θα λέγατε για αυτό ότι…

Αχ, δύσκολα μου βάζετε. Δεν μπορώ να κρίνω εύκολα δικό μου δημιούργημα. Πιστεύω πως δεν είναι δική μου δουλειά να το κρίνω, αλλά των αναγνωστών. Αν το χαρακτηρίσω καλό, θα φανώ ψώνιο. Αν, πάλι, αναφέρω ελαττώματά του, θα το δυσφημίσω, πράγμα που δεν επιθυμώ. Φυσικά όμως δεν μπορώ και να αφήσω την ερώτηση αναπάντητη. Θα πω ότι, αρχικά νόμιζα πως δεν το έχω πετύχει τόσο καλά, αλλά σιγά σιγά, κρίνοντας και από τα σχόλια που ακούω για αυτό, αρχίζω και νιώθω ότι έχει μεγάλη δύναμη σαν έργο. Είμαι επίσης πολύ ικανοποιημένη από τη σύλληψή μου, χαίρομαι απίστευτα που σκέφτηκα αυτό το κόνσεπτ, μια και είναι πολύ πρωτότυπο. Και ένα τελευταίο: προσωπικά θεωρώ ότι πέτυχα καλύτερα τις Τέσσερις Κοντεσίνες, αλλά όποιος έχει διαβάσει και τα δύο θεωρεί καλύτερο το Έρωτας δίχως γέφυρα.

Ο συγγραφέας ή ο ήρωας κατέχει την πρώτη θέση στη συνείδηση του αναγνώστη;

Ε νομίζω με διαφορά ο ήρωας. Πράγματι ο συγγραφέας είναι αυτός χάρη στον οποίον υπάρχει ο ήρωας, η πλοκή και το όλο ανάγνωσμα, αλλά παρόλα αυτά γίνεται αόρατος και στο μυαλό του αναγνώστη κυριαρχεί ο ήρωας, κι ας ακούγεται λίγο άδικο αυτό. Όπως, όταν βλέπεις μια ταινία, στο μυαλό σου κυριαρχεί ο ηθοποιός, γιατί αυτόν βλέπεις, και όχι ο σεναριογράφος ούτε ο σκηνοθέτης, κι ας ήταν πιο απαραίτητοι για να φτιαχτεί η ταινία. Έτσι και στο βιβλίο. Αυτό συμβαίνει γιατί ο αναγνώστης δε γνωρίζει τον συγγραφέα, ενώ για τον ήρωα μαθαίνει πάρα πολλά και ενδεχομένως δένεται μαζί του. Με τον συγγραφέα ασχολείται μονάχα το αφτί του βιβλίου, ενώ με τον ήρωα ένα κάρο σελίδες, αλλά και το οπισθόφυλλο. Ακόμα και το εξώφυλλο συνήθως τον ήρωα απεικονίζει. Ο αναγνώστης τον ήρωα συμπονά, τον ήρωα συμπαθεί, με τον ήρωα ταυτίζεται… η μόνη περίπτωση που ένας αναγνώστης θα σκέφτεται κυρίως τον συγγραφέα και όχι τον ήρωα είναι ο συγκεκριμένος αναγνώστης να γνωρίζει προσωπικά και μάλιστα πολύ καλά τον συγγραφέα. Για παράδειγμα, όσο η κολλητή μου διάβαζε για πρώτη φορά το Έρωτας δίχως γέφυρα, σε μια σκηνή όπου ο Κωνσταντής, έχοντας πολύ καιρό να φάει κρέας λόγω της σχέσης του με τη Χριστίνα, πέφτει σε παραλήρημα και αραδιάζει στη Χριστίνα έναν ολόκληρο κατάλογο με κρεατικά που λαχταράει, μου στέλνει μήνυμα και με ρωτάει: «Πόσο πεινούσες όταν έβαλες τον Κωνσταντή να λιγουρεύεται κοντοσούβλι και ένα σωρό άλλα;». Η φίλη μου με σκέφτηκε στη σκηνή αυτήν γιατί ξέρει ότι μου αρέσει τρελά το φαγητό. Θεωρώ όμως ότι ένας αναγνώστης που δε γνωρίζει το παραμικρό για μένα παρά μόνο το βιογραφικό μου θα σκεφτόταν αμιγώς το πόσο πεινούσε ο Κωνσταντής και όχι το πόσο πεινούσε η συγγραφέας του βιβλίου.

Μυθοπλασία και πραγματικότητα είναι αντίρροπες δυνάμεις;

Και ναι και όχι. Δυστυχώς οι περισσότερες από τις απαντήσεις μου είναι «ναι μεν αλλά» και δεν μπορώ να είμαι και πολύ ξεκάθαρη. Αυτή ειδικά η ερώτηση μου φαίνεται πολύ δύσκολη, γιατί πραγματικά ισχύουν εξίσου και τα δύο κατά την άποψή μου. Από τη μία, όπως συχνά ακούμε, η λογοτεχνία είναι απ’ τη ζωή βγαλμένη. Πράγματι, γιατί ποιος συγγραφέας δεν έχει ενσωματώσει στα έργα του κομμάτια από τη ζωή του, όπως έκανα εγώ στις Κοντεσίνες, ποιος αναγνώστης δεν ταυτίζεται με κάτι που διαβάζει, ποιο μυθιστόρημα δεν έχει αρκετά πολύ αληθοφανή στοιχεία; Ακόμα και το παραμύθι είναι από τη ζωή βγαλμένο, γιατί ό,τι γράφουν τα παραμύθια είναι αλληγορικό ουσιαστικά και η αλληγορίες αυτές στοχεύουν στο να μας διδάξουν πράγματα σχετικά με τη ζωή. Για παράδειγμα, το παραμύθι του Πινόκιο στηλιτεύει το ψέμα και το ψέμα είναι κάτι που συναντάται απίστευτα συχνά στην πραγματική ζωή. Ακόμα και η ποίηση συνήθως προέρχεται από τη ζωή. Το ποίημα του Σολομού Ελεύθεροι Πολιορκημένοι πραγματεύεται με λογοτεχνικότητα μια υπαρκτή κατάσταση και μάλιστα, μπορεί να είναι ποίημα, αλλά αποτυπώνει ωμά την τραγωδία της φονικής πείνας. Άρα, θα λέγαμε ότι η ζωή είναι το πεδίο από το οποίο εμπνεόμαστε όλοι εμείς, η πρώτη ύλη, το περιοδικό μόδας από το οποίο θα διαλέξουμε ποιο συνολάκι μάς ταιριάζει καλύτερα, ποιο κομμάτι της ζωής δηλαδή θα αποτελούσε ένα καλό λογοτέχνημα.
Από την άλλη, τα περισσότερα λογοτεχνικά έργα έχω την αίσθηση ότι απέχουν έτη φωτός από την πραγματικότητα. Έχουμε οι συγγραφείς την τάση να εξιδανικεύουμε συναισθήματα, ανθρώπους, καταστάσεις. Στα περισσότερα βιβλία, για παράδειγμα, που έχω διαβάσει, αλλά και στα δικά μου, όλοι οι ήρωες είναι πολύ όμορφοι, πολύ γοητευτικοί και ταυτόχρονα πολύ καλόψυχοι. Επίσης, αναγκαστικά θα βάλουμε να συμβαίνουν ακραία γεγονότα που δε συμβαίνουν καθημερινά, με σκοπό να συναρπάσουμε. Ακόμη, θα περιγράψουμε φιλίες πολύ εξιδανικευμένες που συναντώνται σπάνια, αγάπες πολύ μεγάλες, έρωτες δυνατούς που γεννιούνται μία στο εκατομμύριο… Προφανώς θα αναφέρουμε και ήρωες που δεν είναι καλοί, αλλά και αγάπες ψεύτικες και προδομένες φιλίες, για να γίνει δραματικό αυτό που γράφουμε. Αλλά και στις περιπτώσεις αυτές θα υπερβάλλουμε. Δηλαδή, πιθανότατα θα έχουμε από τη μία έναν άγγελο με φωτοστέφανο ως ήρωα και από την άλλη έναν παραμορφωμένο διάβολο, από τη μία έναν φουλ πιστό φίλο και από την άλλη ένα φίδι κολοβό ή από τη μία μια αγάπη που φτάνει στα αστέρια και από την άλλη κάποια που απατά τον άντρα της με τον αδερφό του. Στη ζωή, πάλι, τα πράγματα είναι πιο μέτρια, όχι ακραία, πιο ήπια. Βασικό χαρακτηριστικό της λογοτεχνίας όμως είναι η υπερβολή, η μεγαλοποίηση, η ένταση…
Θα κλείσω την ερώτηση με μια φράση που είχα πει στην παρουσίαση των Κοντεσίνων. «Η λογοτεχνία είναι σαν τη μαγειρική. Όπως θα πάρεις τα μακαρόνια και δε θα τα σερβίρεις ως έχουν, αλλά θα τα βράσεις, θα τα σκεπάσεις με τυριά και κρέμα γάλακτος και θα τα ψήσεις στον φούρνο για να τα κάνεις σουφλέ, έτσι και, όταν γράφεις, δε θα παραθέσεις τα γεγονότα που έχεις δει ή έχεις βιώσει όπως ακριβώς τα έζησες, αλλά θα τα ανακατέψεις με φανταστικά στοιχεία, θα τα σκεπάσεις με λογοτεχνικότητα και καλολογικά στοιχεία και θα έχεις ένα πεντανόστιμο μυθιστόρημα. Συμπερασματικά, η συνολική μου απάντηση είναι πως πότε είναι αντίρροπες δυνάμεις και πότε τέμνονται. Αυτό βέβαια ποικίλλει κιόλας από συγγραφέα σε συγγραφέα. Για παράδειγμα, στα δικά μου τα έργα είναι σχετικά αντίρροπες, μια και αποτυπώνω τη ζωή έτσι όπως θα θέλαμε να είναι, ενώ σε άλλους συγγραφείς εντοπίζονται περισσότερα ρεαλιστικά στοιχεία.

Η πορεία της λογοτεχνίας και της γλώσσας σε έναν κόσμο εικονοποίησης;

Όντως ο κόσμος μας δεν είναι πολύ δεκτικός στη λογοτεχνία. Είναι ένας κόσμος στον οποίον κυριαρχεί η εικόνα: οι σειρές, οι ταινίες, τα social media, γενικώς εξελισσόμαστε σε έναν κόσμο ψηφιακό, τεχνοκρατικό και εικονικό. Είναι λοιπόν δύσκολα τα πράγματα για όλους εμάς, μεγάλη η πρόκλησή μας και πολλές οι ενδεχόμενες απογοητεύσεις μας. Αναρωτιόμουν γιατί οι παλαιότερες εποχές γέννησαν τόσους συγγραφείς-ονόματα, όπως Παπαδιαμάντη, Καρκαβίτσα, Χωμενίδη και πολλούς άλλους, ενώ αντίθετα οι σύγχρονοι συνάδελφοι είναι στην αφάνεια. Νομίζω πως η απάντηση είναι η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας που οδηγεί στην αποστασιοποίηση των ανθρώπων, κυρίως των νέων, από το βιβλίο. Ξέρω ότι η εξέλιξη αυτή έχει και θετικό αντίκτυπο στην ανθρωπότητα, αλλά ταυτόχρονα έχει και αρνητικό. Από τη μία, η ζωή μας έχει διευκολυνθεί κατά πολύ, μα από την άλλη, έχουμε γίνει κυνικοί και έχουμε χάσει τις καλλιτεχνικές ανησυχίες μας. Και μιλάω και για τον εαυτό μου αυτήν τη στιγμή που προτιμώ να βλέπω σειρές ή βιντεάκια στον ελεύθερο χρόνο μου παρά να ακούω ποίηση, κι ας ξέρω ότι το δεύτερο θα με ωφελήσει περισσότερο. Όπως είναι φυσικό λοιπόν, η λογοτεχνία, ειδικά στη χώρα μας, δυστυχώς ακολουθεί καθοδική πορεία, και αυτό εμένα προσωπικά και νομίζω και τους σύγχρονους συναδέλφους μου μας κάνει να νιώθουμε μια τεράστια ανασφάλεια. Όσο θα ήθελα μια μέρα να είμαι σε θέση να βγάζω τα προς το ζην μου από αυτό που αγαπώ τόσο είμαι σίγουρη ότι αυτό είναι ένα άπιαστο όνειρο. Αυτήν τη στιγμή είμαι το μόνο άτομο στην ηλικία μου που ξέρω να γράφει και κανείς από όσους ξέρω δε γνωρίζει κανέναν άλλον εικοσιπεντάχρονο συγγραφέα. Νομίζω πως αυτό οφείλεται και στην αβεβαιότητα αυτού του χώρου και όχι μόνο στη σπανιότητα αυτής της κλίσης. Ωστόσο, εγώ προσωπικά θέλω να το παλέψω, θέλω να πασχίσω να πετύχω, θέλω να συνεχίσω να κάνω αυτό που αγαπάω και όπου με βγάλει… Ε προφανώς η μπάλα παίρνει και τη γλώσσα, διότι η εικόνα κυριαρχεί και η επικοινωνία πια μέσω της γλώσσας είναι περιττή.

Ανεξερεύνητα τοπία στη συγγραφή;

Έχω πια πειραματιστεί με κάθε μορφή σχεδόν συγγραφής. Έχω γράψει και στιχάκια και ποιηματάκια και τραγούδι ακόμα. Έχω γράψει και άρθρα φιλοσοφικά και διηγήματα και νουβέλες και μυθιστορήματα φυσικά, που είναι το βασικό μου. Ωστόσο, δεν έχω ακόμα εξερευνήσει το παραμύθι, πράγμα που θα ήθελα πολύ, γιατί πιστεύω πως μου ταιριάζει γάντι και μου αρέσει κιόλας πολύ και πιστεύω πως είναι και πιο δημοφιλές στο κοινό γιατί τα παιδάκια πάντα θα θέλουν να διαβάζουν παραμύθια, οπότε αποτελεί σταθερή αξία. Αυτό που δεν έχω εξερευνήσει και δε θα ήθελα και να εξερευνήσω είναι το αστυνομικό μυθιστόρημα, γιατί το βρίσκω πολύ πεζό, πολύ σκληροπυρηνικό και πολύ στυφό για τα δεδομένα μου. Το άλλο είδος που δε νομίζω να γράψω ποτέ είναι το θεατρικό έργο, γιατί, ακόμα κι αν γράψω κάτι τέτοιο, δε νομίζω πως θα μου είναι εύκολο να το ανεβάσω σε παράσταση οπότε χαμένο θα πάει…

Οι συνταξιδιώτες σας στο συγγραφικό σας ταξίδι;

Είναι ένα απολύτως μοναχικό ταξίδι θα έλεγα. Ανέφερα και σε προηγούμενη ερώτηση πως η δουλειά του συγγραφέα είναι πολύ μοναχική. Είμαι κυριολεκτικά μονάχα εγώ και το αρχείο μου. Αν εννοείτε αν με βοηθά κάποιος ως προς την πλοκή του εκάστοτε έργου, θα πω όχι, διότι θέλω ό,τι γράφω να είναι καθαρά δικό μου. Το πολύ πολύ, αν θέλω να πραγματευτώ κάποιο θέμα που δεν ξέρω, να ψάξω στο Google για αυτό. Για παράδειγμα, προτού γράψω το Έρωτας δίχως γέφυρα, είχα κάνει έρευνα σχετικά με τις πεποιθήσεις των βίγκαν, με τους λόγους που τους ωθούν σε αυτόν τον τρόπο ζωής, καθώς και με το τι τρώνε κατά βάση. Μπορεί να ρωτήσω και κάποιον γνωστό μου σχετικά με ένα θέμα που μπορεί να κατέχει ώστε να το αναπτύξω καλύτερα, αλλά ποτέ δε δέχομαι παρεμβάσεις ως προς το τι θα γράψω.
Από την άλλη όμως, ίσως να αποκαλούσα συνταξιδιώτες μου όλους εκείνους στους οποίους μιλάω λίγο για το έργο μου καθώς το γράφω. Η γέννηση ενός έργου είναι κάτι το εξαιρετικά αγχωτικό για μένα και γι’ αυτό μου είναι πολύτιμο να έχω κοντά μου κάποιους δικούς μου ανθρώπους που να τους διηγούμαι μέσες-άκρες την εξέλιξη του μυθιστορήματός μου. Όταν μάλιστα βλέπω θετικές αντιδράσεις, παίρνω δύναμη να προχωράω δυναμικά παρακάτω.
Άλλοι μου συνταξιδιώτες, καταχρηστικά, είναι οι συγγραφείς που επιλέγω να διαβάσω από τους οποίους παίρνω ιδέες. Και δεν παίρνω ιδέες μόνο από βιβλία, αλλά και από ταινίες και από σειρές. Πχ, τώρα που έχω κάνει στροφή στο παραμύθι, έχω επηρεαστεί τρομερά από τη λατρεμένη μου Disney.
Η βασική μου συνταξιδιώτισσα κατά τη δημιουργία του Έρωτας δίχως γέφυρα όμως ήταν, όπως είπα και στην παρουσίαση, η σκυλίτσα μου η Νάλα, γι’ αυτό και της αφιέρωσα ολόψυχα το βιβλίο. Όταν την πήρα, είχα ολοκληρώσει το μυθιστόρημα και το έλεγχα. Η ευθύνη της ήταν μεγάλη και δεν μπορούσα να ασχολούμαι καθ’ όλη την ημέρα με το πόνημά μου. Έτσι, η βασική μου ανάμνηση από το ταξίδι μου για αυτό το βιβλίο είναι όταν το κουταβάκι μου κοιμόταν και έβρισκα ευκαιρία να ασχοληθώ με τον έλεγχο του μυθιστορήματος. Γι’ αυτό, θεωρώ ότι η Νάλα ήταν ένα πλασματάκι που μου κράτησε μια πολύ γλυκιά συντροφιά κατά τη συγγραφή. Ήταν υπέροχη εμπειρία το να γράφω με τη σκυλίτσα κουρνιασμένη στα πόδια μου. Μάλιστα, επειδή στο μυθιστόρημα αυτό έχω δώσει σημαντικό ρόλο στον σκύλο, η Νάλα ήταν η καλύτερη συνταξιδιώτισσα που θα μπορούσα να έχω.

Ο κόσμος του συγγραφέα συνίσταται…;

Δεν ξέρω για τους άλλους, μα εγώ ζω σε έναν δικό μου κόσμο, έναν κόσμο παραμυθένιο θα έλεγα. Καλώς ή κακώς απέχω από τις πρακτικές ασχολίες της καθημερινότητας και η ζωή μου ολόκληρη βρίσκεται μέσα στη φαντασία μου. Ζω μέσα από τους ήρωές μου, τους αγαπάω περισσότερο από τους φίλους μου, ουσιαστικά τους νιώθω σαν δικούς μου ανθρώπους, σαν φίλους, συγγενείς ή και παιδιά μου ακόμα. Νομίζω πως η ζωή ενός συγγραφέα-τουλάχιστον ενός παθιασμένου με αυτό που κάνει συγγραφέα- είναι εντελώς διαφορετική από τη ζωή ενός γιατρού, ενός καθηγητή ή ενός μάγειρα… την ώρα που όλοι αυτοί αλληλεπιδρούν με άλλους ανθρώπους, εμείς καθόμαστε και ονειροπολούμε και γράφουμε όσα ονειρευόμαστε, φτιάχνουμε δικούς μας κόσμους έτσι όπως τους θέλουμε και αποφεύγουμε τον πραγματικό κόσμο και αλληλεπιδρούμε με φανταστικά κυρίως πρόσωπα και όχι με πραγματικά. Τουλάχιστον έτσι βιώνω εγώ την ενασχόλησή μου με τη γραφή. Είμαι ένας μοναχικός άνθρωπος γενικά και νιώθω πως αυτό μου το χαρακτηριστικό συνδέεται άμεσα με την ταυτότητά μου ως μυθιστοριογράφου. Πράγματι η δουλειά του συγγραφέα είναι από τις πιο μοναχικές. Αυτός είναι και ο λόγος που θα ‘θελα να κάνω και άλλα πράγματα στη ζωή μου, μια και προφανώς έχω κι εγώ ανάγκη τον κόσμο, καθότι ως άνθρωπος είμαι κι εγώ ένα κοινωνικό ον που όμως περνά πολλές μοναχικές φάσεις. Πλέον όλος μου ο κόσμος, όλη μου η ζωή, ό,τι έχω βρίσκεται σε αρχεία word. Καμιά φορά αισθάνομαι πως η τέχνη της μυθιστοριογραφίας είναι ένας είδος σχιζοφρένειας, καθότι νομίζω πως ό,τι απαντάω σε αυτήν την ερώτηση ακούγεται παράξενο σε έναν μη συγγραφέα. Πιστεύω πια, κι ας ακούγεται περίεργο, πως είμαστε κι εμείς κάτι σαν αθλητές, χορευτές ή διδάκτορες, δηλαδή, όπως και αυτοί οι κλάδοι, έτσι κι εμείς θυσιάζουμε ηθελημένα ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μας χάριν της τέχνης μας, της αποστολής μας και της ανέλιξής μας.

Νιώθω πως αυτός ο κόσμος δεν μπορεί να είναι σπίτι μας. Πού κατοικεί το όραμά σας;

Δεν έχω ιδέα πού. Πάντως όχι, όπως λέει και ο ποιητής, σε αυτόν τον κόσμο. Είμαι πάρα πολύ δυσαρεστημένη από τον κόσμο που ζω. Έχω την εντύπωση πως η πλειονότητα των ανθρώπων είναι υποκριτές, ζηλόφθονοι και άπονοι. Αυτός είναι και ο λόγος που είμαι αναρχικό πνεύμα, όχι πολιτικά, αλλά κοινωνικά, συναισθηματικά και ηθικά. Κι αυτό με κάνει να είμαι συγγραφέας, η ανάγκη μου δηλαδή να δημιουργήσω από την αρχή στο χαρτί έναν δικό μου κόσμο όπως τον ονειρεύομαι. Το έχω πει πολλές φορές αυτό, αλλά να που χρειάζεται και στην ερώτηση αυτήν να το αναφέρω. Μάλλον το όραμά μου κατοικεί μέσα στα πονήματά μου. Πάντως δεν κατοικεί σε καμία υπαρκτή χώρα της γης. Κατοικεί στη φαντασία μου. Ίσως σε κάποιον άλλον πλανήτη που ακόμα δεν έχουμε ανακαλύψει. Θέλω να δω έναν κόσμο που πρώτα απ’ όλα να σέβεται τη διαφορετικότητα. Δε νοείται να υπάρχουν ακόμα και σήμερα γονείς που τρέμουν μήπως τα παιδιά τους γίνουν ομοφυλόφιλα αντί να τρέμουν μήπως γίνουν κακοί άνθρωποι. Ένα παράδειγμα είναι αυτό, αλλά υπάρχουν άπειρα παραδείγματα κοινωνικού ρατσισμού. Θέλω να δω έναν κόσμο που να σέβεται όλα τα πλάσματα, ανθρώπινα και μη. Δε θα μπορέσω ποτέ να καταλάβω πώς, γιατί και από πού κι ως πού ένας «άνθρωπος», μην έχοντας τίποτα άλλο να κάνει, φτιάχνει μια δηλητηριασμένη μερίδα φαγητού με σκοπό να δολοφονήσει ένα αθώο ζωάκι. Θέλω να δω έναν κόσμο πιο ειλικρινή όπου δε θα υπάρχει πλέον ψέμα ούτε και θα ξεπλένεται το ψέμα στο όνομα μιας κακώς εννοούμενης κοινωνικής ευγένειας και άτομα αυθόρμητα, όπως είμαι εγώ, δε θα θεωρούνται αγενή, αλλά ντόμπρα. Πραγματικά το ψέμα είναι ό,τι σιχαίνομαι περισσότερο και δυστυχώς οι περισσότεροι το υποστηρίζουν. Οι ειλικρινείς άνθρωποι θεωρούμαστε αυτιστικοί, παράξενοι και αγενείς. Η τέχνη μου λοιπόν είναι το καταφύγιό μου, διότι ο πραγματικός κόσμος είναι συχνά βρόμικος, ψεύτικος και ανέντιμος, όχι πάντα φυσικά, ευτυχώς.

Αν ήσασταν προ του διλλήματος να προικοδοτήσετε με κάτι τον κόσμο, τι θα ήταν αυτό;

Φυσικά θα ήταν πάρα πολλά πράγματα, όπως ειρήνη, ευημερία, καλοσύνη, αγάπη, εντιμότητα, ανεκτικότητα, ισότητα, ανιδιοτέλεια, ταπεινότητα, αλλά από τη διατύπωση της ερώτησης καταλαβαίνω πως πρέπει να επιλέξω μόνο ένα. Θα επιλέξω, εντελώς αυθόρμητα αυτήν τη στιγμή-ίσως, αν απαντούσα στην ερώτηση κάποια άλλη στιγμή, να επέλεγα να απαντήσω κάτι άλλο- να αποκριθώ ότι θα προικοδοτούσα τον κόσμο με την ελευθερία έκφρασης. Νομίζω ότι αυτό είναι κάτι που μαστίζει τη σημερινή κοινωνία, το ότι δηλαδή στοχοποιείται, κατακρίνεται σκληρά και γίνεται μισητός οποιοσδήποτε δε συμφωνεί με την πλειοψηφία, όποιος δε συμφωνεί μαζί μας, όποιος αντιλαμβάνεται τον κόσμο διαφορετικά από ό,τι εμείς. Παρατηρείται συχνά, ειδικά στις μέρες μας, αυτό το φαινόμενο εξαιτίας της πολιτικής ορθότητας η οποία έχει καταντήσει σκέτη καταπίεση, δυναμιτίζει την ελευθερία λόγου και αντιτίθεται στις αρχές της δημοκρατίας. Εννοείται πως έχουμε δικαίωμα να διατυπώσουμε τη διαφωνία μας με κάθε άποψη που αντιτίθεται στις δικές μας αρχές, αλλά χωρίς να ακυρώσουμε την προσωπικότητα του συνομιλητή μας, με σεβασμό και διαλλακτικότητα, ώστε να μη χάσουμε κιόλας το δίκιο μας. Έχω την αίσθηση ότι, στην προσπάθειά μας να υπερασπιστούμε τις αντιλήψεις μας, γινόμαστε άθελά μας κανίβαλοι, αυταρχικοί και αφόρητα δηκτικοί. Πάνω απ’ όλα η ανθρωπιά. Κανείς δεν πρέπει να καταπιέζεται και να μην έχει τη δυνατότητα να εκφραστεί στο πλαίσιο της δημοκρατίας. Άρα, ναι, νομίζω ότι η ελευθερία λόγου είναι αυτό που θα ήθελα να δωρίσω στην ανθρωπότητα. Θεωρώ ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη καταπίεση για έναν άνθρωπο από το να φοβάται να πει δυνατά όσα πιστεύει.

Η δύναμη του βιβλίου συνίσταται;

Είναι απίστευτο το ότι μπορεί να αγαπήσεις τόσο πολύ μια στοίβα χαρτιών ουσιαστικά. Ως παιδί δεν αγαπούσα ιδιαίτερα το διάβασμα. Από το γυμνάσιο άρχισα να διαβάζω. Η πρώτη συγγραφέας που αγάπησα ήταν η Λένα Μαντά, άσχετα που τώρα πια έχω αλλάξει γούστα. Θυμάμαι λοιπόν τον εαυτό μου να απολαμβάνει τόσο πολύ το βιβλίο της συγγραφέως αυτής, που το αγκάλιαζα, το χάιδευα και το φιλούσα. Του φερόμουν κυριολεκτικά σαν να ήταν το κατοικίδιό μου. Είναι μαγικό το πώς μπορεί μια συναρπαστική ιστορία να δώσει σάρκα και οστά σε ένα σωρό άψυχα χαρτιά που δε θα ήταν τίποτα απολύτως αν δε στολίζονταν από τα γράμματα, τις λέξεις και τις προτάσεις που αποτελούν το μυθιστόρημα, τη νουβέλα ή το παραμύθι. Μάλιστα, διαβάζοντας ένα βιβλίο που μας αρέσει, βλέπουμε ολοκάθαρα τους ήρωες αυτού με σάρκα και οστά να δρουν ακριβώς μπροστά μας. Ουσιαστικά βλέπουμε μια ταινία που πηγάζει από τη φαντασία μας, παρόλο που δεν έχουμε ούτε σκηνικά ούτε ηθοποιούς ούτε σκηνοθέτη, παρά μόνο το στόρι. Κι όλα αυτά απλώς πάνω σε μια στοίβα χαρτιών. Νομίζω ότι όλο αυτό κρύβει μια τεράστια δύναμη, όχι απλώς δύναμη, μια μαγεία θα έλεγα. Η καλύτερή μου στιγμή μάλιστα είναι όταν πιάνω για πρώτη φορά το βιβλίο μου στα χέρια μου και το ανοίγω και βλέπω τον κόπο μου. Το βιβλίο τότε το κρατώ τρυφερά στην αγκαλιά μου σαν να είναι το μωρό μου. Και είναι το παιδί μου, γιατί, όπως μια μάνα βγάζει ένα παιδί από την κοιλιά της, έτσι κι εγώ βγάζω ένα βιβλίο από τη φαντασία μου.

Αντί βιβλίου τι;

Πέρα από το να διαβάζω βιβλία, μου αρέσει πολύ να βλέπω ταινίες, να ακούω παραμύθια ή και ποιήματα. Ωραίο είναι να διαβάζεις, αλλά και το να κάθεσαι και να ακούς ή και να βλέπεις έχει κι αυτό μια ξεχωριστή γλύκα. Είναι πιο ξεκούραστο θεωρώ, πιο χαλαρωτικό και σε ταξιδεύει περισσότερο.

Ένας τίτλος-στίχος δείκτης του μέλλοντος:

Θα παραθέσω μία φράση της Νίνας από τον Γλάρο του Τσέχωφ που με εκφράζει απόλυτα: Όσο σκέφτομαι την τέχνη μου, την αποστολή μου, δε φοβάμαι τη ζωή.

Κι ένας αγαπημένος;

Δεν έχω ακόμα αγαπημένο συγγραφέα, διότι δεν έχω διαβάσει τόσο πολύ ώστε να κατασταλάξω. Έχω όμως αγαπημένο ποιητή: τον Καβάφη. Ο αγαπημένος μου στίχος του ποιητή αυτού είναι ο εξής: Τιμή σε εκείνους που φυλάγουν Θερμοπύλες.

Σας ευχαριστώ θερμά για τη συνέντευξη. Εύχομαι να σας κάλυψα με τις απαντήσεις μου. Ήταν πολύ ενδιαφέρουσες οι ερωτήσεις σας!


Διαβάστε ένα απόσπασμα του βιβλίου εδώ

Πηγή φωτογραφιών – βιογραφικού: Εκδόσεις Βακχικόν

1. Απόσπασμα από το ποίημα: «Αυτοκράτωρ Ιουλιανός προς φιλόσοφον» του Γιώργου Μπλάνα

Αφήστε ένα σχόλιο