Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι: Ο ΗΛΙΘΙΟΣ

Ο ΗΛΙΘΙΟΣ του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι σε μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου

(Σελ. 41-72)

Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΝΑ είχε περί πολλού την καταγωγή της. Φαντάζεται κανείς τι ένιωσε σαν άκουσε, έτσι
απότομα και χωρίς να ‘ναι προετοιμασμένη, πως εκείνος ο τελευταίος γόνος των Μίσκιν, για τον
οποίο κάτι είχε κιόλας ακουστά, δεν ήταν παρά ένας αξιοθρήνητος ηλίθιος και σχεδόν ζητιάνος που
δέχεται ελεημοσύνες. Ο στρατηγός βασιζόταν ίσα‐ίσα πάνω σ’ αυτή την εντύπωση για να
προκαλέσει αμέσως το ενδιαφέρον της, να στρέψει όπως και να ‘ταν την προσοχή της σε άλλο
σημείο και ν’ αποφύγει έτσι κάθε ερώτηση για τα μαργαριτάρια.
Σε κάτι τέτοιες απρόβλεπτες περιπτώσεις, η στρατηγίνα γούρλωνε συνήθως τα μάτια της και
ρίχνοντας λίγο προς τα πίσω το κορμί, κοίταζε αόριστα μπροστά της, χωρίς να βγάζει λέξη. Ήταν μια
μεγαλόσωμη γυναίκα, συνομήλικη με τον άντρα της, με σκούρα, ψαρά, πυκνά ακόμα μαλλιά, με
κάπως γαμψή μύτη, ξερακιανή, με κίτρινα, πεσμένα μάγουλα και λεπτά, μαραμένα χείλη. Το
μέτωπό της ήταν ψηλό μα στενό, τα σταχτιά, αρκετά μεγάλα μάτια της είχαν καμιά φορά την πιο
αναπάντεχη έκφραση. Κάποτε, είχε την αδυναμία να πιστέψει πως το βλέμμα της προκαλούσε
καταπληκτική εντύπωση∙ αυτή η πεποίθηση της είχε καρφωθεί μια για πάντα.
— Να τον δεχτούμε; Λέτε να τον δεχτούμε τώρ’ αμέσως;—κι η στρατηγίνα γούρλωσε όσο μπορούσε
περισσότερο τα μάτια της και κάρφωσε το βλέμμα στον Ιβάν Φιοντόροβιτς που πηγαινοερχόταν
μπροστά της.
— Ω, όσο γι’ αυτό, δε χρειάζεται καμιά τυπικότης, φτάνει μονάχα, φίλη μου, να ‘χεις την επιθυμία
να τον δεις,—βιαζόταν να δώσει εξηγήσεις ο στρατηγός.—Είναι ολότελα παιδί, και τόσο
αξιολύπητος μάλιστα∙ έχει κάποιαν αρρώστια και παθαίνει κρίσεις∙ ήρθε τώρα μόλις απ’ την
Ελβετία, μόλις βγήκε απ’ το τρένο, είναι ντυμένος παράξενα, α λα γερμανικά θα ‘λεγα, κι επιπλέον
δεν έχει ούτε καπίκι, κυριολεκτικά∙ νομίζεις, πως από στιγμή σε στιγμή είναι έτοιμος να βάλει τα
κλάματα. Εγώ του χάρισα είκοσι πέντε ρούβλια και θέλω να του βρω καμιά θέση γραφέα στα
γραφεία μας. Και σας, mesdames, σας παρακαλώ να τον περιποιηθείτε γιατί σα να μου φαίνεται
πως είναι και πεινασμένος…
— Με κάνετε κι απορώ, συνέχιζε με το ίδιο ύφος η στρατηγίνα. —Πεινασμένος, κι έχει κρίσεις! Τι
κρίσεις είν’ αυτές;
— Ω, δεν τον πιάνουν και τόσο συχνά κι επιπλέον είναι σχεδόν σαν παιδί, αν και πρέπει να
παραδεχτώ πως είναι μορφωμένος. Είχα σκοπό να σας παρακαλέσω, mesdames,—γύρισε ξανά στις
κόρες του,—να τον υποβάλλετε σε μια μικρή εξέταση∙ όπως και να ‘ναι, καλό θα ‘ταν να δούμε τι
είναι ικανός να κάνει.
— Να τον υποβάλλουμε σε μια μι‐κρή ε‐ξέ‐τα‐ση;—έσυρε τα λόγια της η στρατηγίνα και σχεδόν
αποσβολωμένη άρχισε να κυλά τα σφαιρικά της μάτια απ’ το σύζυγό της στις κόρες της και
αντίστροφα.
— Αχ, φίλη μου, μην το παίρνεις έτσι… εδώ που τα λέμε, όπως νομίζεις. Είχα υπ’ όψη μου να τον
καλοπιάσω και να τον φέρω σπίτι μας γιατί αυτό θα ‘ταν σχεδόν μια καλή πράξη.
— Να τον φέρουμε σπίτι μας; Απ’ την Ελβετία;
— Η Ελβετία δεν έχει να βλάψει σε τίποτα, το ξαναλέω ωστόσο—τ’ αφήνω στην κρίση σου. Τα λέω
όλ’ αυτά πρώτον γιατί είναι συνονόματος και ίσως‐ίσως και συγγενής ακόμα, και δεύτερο γιατί δεν
έχει πού την κεφαλήν κλίναι. Σκέφτηκα μάλιστα πως θα ενδιαφερόσουν κάπως, γιατί όπως και να το
πάρεις, είναι απ’ το σόι μας.

— Μα και βέβαια, maman, δε χρειάζονται τυπικότητες μαζί του∙ κι επιπλέον είναι από ταξίδι και
θέλει να φάει, γιατί να μην τον ταΐσουμε μια και δεν έχει να βολευτεί πουθενά;—είπε η
μεγαλύτερη, η Αλεξάνδρα.
— Κι επιπλέον είναι σωστό παιδί, μπορεί κανείς να παίξει και τυφλόμυγα μαζί του.
— Να παίξει τυφλόμυγα; Κατά ποιον τρόπο;
— Αχ, maman, πάψτε πια τους θεατρινισμούς, πολύ σας παρακαλώ,—την έκοψε φουρκισμένη η
Αγλαΐα.
Η μεσαία, η Αδελαΐδα, γελούσε πάντα εύκολα∙ και τώρα δεν κρατήθηκε κι έβαλε τα γέλια.
— Φωνάξτε τον, papa, η maman το επιτρέπει,—αποφάσισε η Αγλαΐα∙ ο στρατηγός χτύπησε το
κουδούνι κι είπε να φωνάξουν τον πρίγκιπα.
— Με τη συμφωνία όμως να του δέσουμε το δίχως άλλο την πετσέτα στο λαιμό, όταν κάτσει στο
τραπέζι,—πήρε την απόφαση η στρατηγίνα,—να φωνάξουμε το Φιόντορ, ή ας είναι κι η Μάβρα… να
στέκεται, από πίσω του να τον προσέχει όταν τρώει. Είναι ήσυχος τουλάχιστον όταν τον πιάνουν οι
κρίσεις; Μήπως κάνει τίποτα χειρονομίες;
— Απεναντίας, είναι μάλιστα πολύ καλοαναθρεμμένος κι έχει υπέροχους τρόπους. Ώρες‐ώρες
μονάχα είναι υπερβολικά απλοϊκός. Μα νάτος κι ο ίδιος! Περάστε να σας συστήσω, ο τελευταίος της
γενιάς πρίγκηψ Μίσκιν, συνονόματος κι ίσως‐ίσως μάλιστα συγγενής, δεχτείτε τον, περιποιηθείτε
τον. Τώρα θα πάνε να πάρουν το πρόγευμα, πρίγκηψ, μη μας αρνηθείτε λοιπόν την τιμή… Εμένα
όμως να με συγχωρείτε, άργησα, βιάζομαι…
— Ξέρω πολύ καλά πού βιάζεστε να πάτε,—πρόφερε με πολύ ύφος η στρατηγίνα.
— Βιάζομαι, βιάζομαι, φίλη μου, άργησα! Μα δώστε του τα λευκώματά σας, mesdames, πέστε του
να σας γράψει κάτι, είναι ένα σπάνιο φαινόμενο καλλιγράφου! Σωστό ταλέντο∙ εκεί στο γραφείο
μου, έγραψε με υπέροχους παλιούς σλοβενικούς χαρακτήρες: «Χειρ ηγουμένου Παφνουτίου»… Ας
είναι, σας αφήνω, γεια σας.
—Παφνούτιος; Ηγούμενος; Μα σταθείτε, σταθείτε, πού πάτε και ποιος είναι αυτός ο Παφνούτιος;—
φώναξε με πεισματάρικο παράπονο, σχεδόν ταραγμένη η στρατηγίνα στο σύζυγό της που το ‘χε
βάλει στα πόδια.
— Ναι, ναι, φίλη μου, ήταν ένας ηγούμενος στα παλιά τα χρόνια… εγώ όμως τρέχω στον κόμη, με
περιμένει από ώρα και το κυριότερο μου όρισε ο ίδιος τη συνάντηση… Χαίρετε, πρίγκηψ!—Κι ο
στρατηγός βγήκε βιαστικός απ’ το δωμάτιο.
— Ξέρω σε ποιον κόμη βιάζεται να πάει!—πρόφερε απότομα η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα και γύρισε
νευριασμένα το βλέμμα της στον πρίγκιπα.—Τι λέγαμε λοιπόν;—άρχισε με κάποια σιχασιά,
προσπαθώντας να θυμηθεί,—αχ, ναι. Τι ηγούμενος είν’ αυτός;
— Maman,—έκανε ν’ αρχίσει η Αλεξάνδρα, κι η Αγλαΐα χτύπησε μάλιστα το ποδαράκι της στο
πάτωμα.
— Μη μ’ ενοχλείτε, Αλεξάνδρα Ιβάνοβνα,—της είπε τονίζοντας μια‐μια τις λέξεις η στρατηγίνα,—
θέλω και γω να ξέρω. Πρίγκηψ, καθίστε δω, να, σ’ αυτή την πολυθρόνα, απέναντί μου, όχι, εδώ στον

ήλιο, στο φως, πλησιάστε λιγάκι για να μπορώ να σας βλέπω. Λοιπόν ποιος ήταν αυτός ο
ηγούμενος;
— Ο ηγούμενος Παφνούτιος,—απάντησε ο πρίγκιπας προσεκτικά και σοβαρά.
— Παφνούτιος; Αυτό είναι ενδιαφέρον λοιπόν; Και τι έκανε;
Η στρατηγίνα ρώταγε ανυπόμονα, γρήγορα, απότομα, συνεχίζοντας να κοιτάζει επίμονα τον
πρίγκιπα, κι όταν ο πρίγκιπας άρχισε ν’ απαντάει, κούναγε επιδοκιμαστικά το κεφάλι της σε κάθε
του λέξη.
— Ο ηγούμενος Παφνούτιος έζησε το δέκατο τέταρτο αιώνα,—άρχισε ο πρίγκιπας.—Διοικούσε ένα
ερημητήριο κοντά στο Βόλγα, στη σημερινή επαρχία Καστραμά. Ήταν γνωστός για την άγια ζωή του,
πήγαινε στους Τάταρους, έπαιρνε ενεργό μέρος στις τοτινές κρατικές υποθέσεις κι έβαλε την
υπογραφή του κάτω από ένα επίσημο έγγραφο και κάποιο πανομοιότυπο αυτής της υπογραφής
έτυχε να δω. Μου άρεσε ο γραφικός χαρακτήρας του και τον έμαθα. Όταν πριν από λίγο ο
στρατηγός θέλησε να δει πώς γράφω, για να με τοποθετήσει σε καμιά θέση, εγώ έγραψα μερικές
φράσεις με διαφορετικές γραφές και μεταξύ των άλλων και τη φράση «χειρ ηγουμένου
Παφνουτίου» με το γραφικό χαρακτήρα του ηγούμενου Παφνούτιου. Του στρατηγού του άρεσε
πολύ και γι’ αυτό το θυμήθηκε τώρα.
— Αγλαΐα,—είπε η στρατηγίνα,—να το θυμάσαι: Παφνούτιος, ή καλύτερα γράψ’ το, γιατί εγώ
ξεχνάω πάντα τα ονόματα. Εδώ που τα λέμε, νόμιζα πως θα ‘ναι τίποτα πιο ενδιαφέρον. Και πού
είναι αυτή η υπογραφή;
— Αν δεν κάνω λάθος, έμεινε στο γραφείο του στρατηγού, στο τραπέζι.
— Να στείλουμε αμέσως να τη φέρουν.
— Μα καλύτερα να σας το ξαναγράψω, αν θέλετε.
— Και βέβαια, maman,—είπε η Αλεξάνδρα,—τώρα καλύτερα να πάμε για το πρόγευμα, πεινάσαμε.
— Σύμφωνοι,—πήρε την απόφαση η στρατηγίνα,—πάμε, πρίγκηψ∙ πεινάτε πολύ;
— Ναι, τώρα άρχισα να πεινάω πολύ και σας είμαι λίαν υπόχρεος.
— Είναι πολύ καλό που είστε ευγενικός και παρατηρώ πως δεν είστε καθόλου τόσο… παράξενος
όπως σας έχουν παραστήσει. Πάμε. Καθίστε δω, απέναντί μου,—ήταν όλο φροντίδα να βάλει τον
πρίγκιπα να κάτσει όταν μπήκαν στην τραπεζαρία,—θέλω να σας κοιτάζω. Αλεξάνδρα, Αδελαΐδα,
περιποιηθείτε τον πρίγκιπα. Δε βρίσκετε και σεις πως δεν είναι καθόλου τόσο άρρωστος; Ίσως να μη
χρειαστεί ούτε η πετσέτα… Πέστε μου, πρίγκηψ, όταν καθόσασταν στο τραπέζι σας έδεναν την
πετσέτα στο λαιμό;
— Παλιότερα, όταν ήμουν κοντά εφτά χρονών, αν δεν κάνω λάθος, μου την έδεναν στο λαιμό, τώρα
όμως την απλώνω συνήθως στα γόνατά μου όταν τρώω.
— Είναι ό,τι πρέπει. Κι οι κρίσεις;
— Οι κρίσεις;—απόρησε κάπως ο πρίγκιπας.—Κρίσεις παθαίνω αρκετά σπάνια τώρα πια. Για να λέω
την αλήθεια, δεν ξέρω∙ λένε πως το κλίμα εδώ στην Πετρούπολη θα με βλάψει.

— Μιλάει πολύ καλά,—παρατήρησε η στρατηγίνα γυρίζοντας στις κόρες της κι εξακολουθώντας να
κουνάει επιδοκιμαστικά το κεφάλι της σε κάθε λέξη του πρίγκιπα,—ομολογώ πως δεν το περίμενα.
Ώστε λοιπόν, όλα όσα μας είπαν ήταν μωρολογίες και ψέματα∙ όπως γίνεται συνήθως εξάλλου.
Τρώτε, πρίγκηψ, και διηγηθείτε μας: πού γεννηθήκατε, πού ανατραφήκατε: θέλω να τα ξέρω όλα∙
μου κινήσατε τρομερά το ενδιαφέρον.
Ο πρίγκιπας την ευχαρίστησε και, τρώγοντας με μεγάλη όρεξη, άρχισε να της ξαναλέει όλα κείνα
που βρέθηκε στην ανάγκη να διηγηθεί κατ’ επανάληψη κείνο το πρωί. Η στρατηγίνα έδειχνε όλο και
πιο ευχαριστημένη. Κι οι κοπέλες επίσης άκουγαν αρκετά προσεκτικά. Πάσκισαν να βρουν
συγγένεια μεταξύ τους∙ αποδείχτηκε πως ο πρίγκιπας ήξερε το γενεαλογικό του δέντρο αρκετά
καλά, μα όσο κι αν σκάλιζαν, δε βρέθηκε σχεδόν καμιά συγγένεια ανάμεσα σ’ αυτόν και τη
στρατηγίνα. Οι παππούδες κι οι γιαγιάδες τους θα μπορούσαν ίσως να λογιστούν μακρινοί
συγγενείς. Αυτό το άχαρο θέμα άρεσε ιδιαίτερα στη στρατηγίνα που δεν της τύχαινε σχεδόν ποτέ η
ευκαιρία να μιλήσει για το γενεαλογικό της δέντρο, όσο κι αν λαχταρούσε κάτι τέτοιο, έτσι που
σηκώθηκε απ’ το τραπέζι γεμάτη κέφι.
— Ελάτε όλοι στο εντευκτήριό μας,—είπε η στρατηγίνα,—θα μας σερβίρουν εκεί τον καφέ. Έχουμε,
ξέρετε, ένα κοινό δωμάτιο,—γύρισε κι είπε στον πρίγκιπα καθώς προχωρούσαν,—δεν είναι τίποτα
σπουδαίο δηλαδή, απλώς το μικρό μου σαλονάκι όπου μαζευόμαστε όταν είμαστε μόνες μας κι η
καθεμιά ασχολείται με τα δικά της: η Αλεξάνδρα από δω, η μεγαλύτερη κόρη μου, παίζει πιάνο ή
διαβάζει ή ράβει∙ η Αδελαΐδα ζωγραφίζει τοπία και πορτραίτα (που δεν τ’ αποτελειώνει άλλωστε
ποτέ) κι η Αγλαΐα κάθεται με σταυρωμένα χέρια. Και γω το ίδιο, μόλις κάνω να καταπιαστώ με μια
δουλειά, την παρατάω αμέσως∙ δεν τα καταφέρνω σε τίποτα. Α, να λοιπόν που ήρθαμε∙ καθίστε,
πρίγκηψ, εδώ δίπλα στο τζάκι και διηγηθείτε μας. Θέλω να δω πώς αφηγείστε. Θέλω να βεβαιωθώ
εντελώς, κι όταν θα δω την πριγκίπισσα Μπελοκόνσκαγια, τη γριά, θα της τα πω όλα τα σχετικά με
σας. Θέλω να τους κινήσετε και κεινών το ενδιαφέρον. Μα ελάτε λοιπόν, αρχίστε.
— Maman, μα πώς θέλεις να διηγείται κανείς έτσι,—παρατήρησε η Αδελαΐδα που στο μεταξύ είχε
τακτοποιήσει το καβαλέτο της, πήρε τα πινέλα, την παλέτα κι άρχισε ν’ αντιγράφει από μια
λιθογραφία ένα τοπίο που το ‘χε αρχινισμένο από καιρό. Η Αλεξάνδρα κι η Αγλαΐα έκατσαν μαζί σ’
ένα μικρό καναπέ και, σταυρώνοντας τα χέρια, ετοιμάστηκαν ν’ ακούσουν τη συζήτηση. Ο πρίγκιπας
παρατήρησε πως τον προσέχουν απ’ όλες τις μεριές κι έχουν τα βλέμματά τους καρφωμένα πάνω
του.
— Εγώ δε θα διηγόμουν τίποτα αν με διέταζαν έτσι,—παρατήρησε η Αγλαΐα.
— Γιατί; Τι παράξενο βρίσκεις; Γιατί να μη μας διηγηθεί; Γλώσσα έχει. Θέλω να δω πώς μιλάει.
Διηγηθείτε μας πώς σας φάνηκε η Ελβετία, πέστε μας την πρώτη σας εντύπωση. Να, θα δείτε, τώρ’
αμέσως θ’ αρχίσει, και θ’ αρχίσει με τον ωραιότερο
τρόπο.
— Η πρώτη μου εντύπωση ήταν πολύ βαθιά…—άρχισε ο πρίγκιπας.
— Ορίστε, ορίστε,—βιάστηκε να πει η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα γυρίζοντας στις κόρες της.—Τι σας
έλεγα; Άρχισε.
— Μα αφήστε τον τουλάχιστο να μιλήσει, maman,—την έκοψε η Αλεξάνδρα.—Αυτός ο πρίγκιπας
δεν αποκλείεται να ‘ναι μεγάλος κατεργάρης και καθόλου ηλίθιος,—ψιθύρισε στην Αγλαΐα.
— Σίγουρα έτσι είναι, το βλέπω από ώρα τώρα,—απάντησε η Αγλαΐα.—Κι είναι και πρόστυχο από

μέρος του να παίζει έναν τέτοιο ρόλο. Πάει να κερδίσει τίποτα μ’ αυτό;
— Η πρώτη μου εντύπωση ήταν πολύ βαθιά,—ξανάπε ο πρίγκιπας.—Όταν με πήραν απ’ τη Ρωσία
και περάσαμε διάφορες γερμανικές πολιτείες, εγώ καθόμουν και κοίταζα σιωπηλός, δε ρώταγα
μάλιστα τίποτα. Αυτό έγινε ύστερα από μια σειρά δυνατών και βασανιστικών κρίσεων της
αρρώστιας μου, και γω πάντοτε, κάθε φορά που η αρρώστια μου χειροτέρευε κι οι κρίσεις μ’
έπιαναν η μια μετά την άλλη, έπεφτα σε μια πλήρη πνευματική άμβλυνση, έχανα εντελώς τη μνήμη
μου, και το μυαλό μου, μόλο που δούλευε, δεν μπορούσε να κρατήσει μια λογική σειρά στις
σκέψεις. Έπρεπε θαρρώ να περάσουν πάνω από δύο και τρεις μέρες για να μπορέσω να ξαναβρώ το
νήμα. Όταν όμως οι κρίσεις σταματούσαν, ξανάβρισκα και πάλι την υγεία μου κι ένιωθα δυνατός,
να, όπως και τώρα… Θυμάμαι πως μ’ είχε πιάσει μια αβάσταχτη θλίψη∙ μου ‘ρχόταν μάλιστα να
κλάψω. Όλο απορούσα κι ανησυχούσα: Είχε τρομερή επίδραση πάνω μου το γεγονός πως όλ’ αυτά
ήταν ξ έ ν α ∙ αυτό το ‘χα καταλάβει. Το ξένο με σκότωνε. Θυμάμαι πως συνήλθα εντελώς απ’ αυτό
το σκοτάδι, το βράδυ, στη Βασιλεία, μπαίνοντας στην Ελβετία όταν με ξύπνησε το γκάρισμα ενός
γαϊδάρου στη Δημοτική Αγορά. Ο γάιδαρος εκείνος μου ‘κανε τρομερή εντύπωση και, δεν ξέρω
γιατί, μου άρεσε υπερβολικά, και ταυτόχρονα, λες κι όλα τα πάντα ξελαγάρισαν μες στο μυαλό μου.
— Γάιδαρος είπατε; Παράξενο,—παρατήρησε η στρατηγίνα.—Αν και δω που τα λέμε, δεν υπάρχει
τίποτα παράξενο σ’ όλ’ αυτά, μερικές από μας δεν το ‘χουν σε τίποτα και να ερωτευτούν ακόμα ένα
γάιδαρο,—πρόσθεσε κοιτάζοντας θυμωμένα τις κοπέλες που γέλαγαν.—Έχει γίνει και στη
μυθολογία. Συνεχίστε, πρίγκηψ.
— Από τότε αγαπώ τρομερά τους γαϊδάρους. Μπορώ να πω μάλιστα πως είναι κάποια συμπάθεια
που ρίζωσε βαθιά μέσα μου. Άρχισα και ζήταγα πληροφορίες για τους γαϊδάρους γιατί ως τα τότε δε
μου ‘χε τύχει να ξαναδώ γάιδαρο κι αμέσως βεβαιώθηκα πως πρόκειται για ένα πολύ‐πολύ χρήσιμο
ζώο, δουλευτάρικο, δυνατό, υπομονετικό, φτηνό, ανθεκτικό∙ κι εξαιτίας εκείνου του γαϊδάρου,
άρχισε ξάφνου να μ’ αρέσει όλη η Ελβετία, τόσο που μου πέρασε ολότελα η προηγούμενη θλίψη.
— Όλ’ αυτά είναι πολύ παράξενα, τα περί γαϊδάρου όμως δε θα ‘βλαφτε σε τίποτα αν τα
παραλείπαμε. Ας περάσουμε σ’ άλλο θέμα. Τι σ’ έπιασε και γελάς όλη την ώρα, Αγλαΐα; Και συ,
Αδελαΐδα; Ο πρίγκιπας μας διηγήθηκε πολύ όμορφα για το γάιδαρο. Αυτός τον είδε με τα μάτια του,
εσύ όμως τι είδες; Εσύ δεν έχεις πάει στο Εξωτερικό.
— Εγώ έχω δει γάιδαρο, maman,—είπε η Αδελαΐδα.
— Και γω έχω ακούσει τη φωνή του,—βρήκε την ευκαιρία να πει το λογάκι της η Αγλαΐα. Οι τρεις
κοπέλες ξανάβαλαν τα γέλια. Ο πρίγκιπας άρχισε να γελάει κι αυτός μαζί τους.
— Δεν είναι καθόλου ευγενικό αυτό που κάνετε,—παρατήρησε η στρατηγίνα.—Συγχωρέστε τις,
πρίγκηψ, δεν έχουν κακή καρδιά. Όλη την ώρα τις μαλώνω, τις αγαπώ ωστόσο. Τα μυαλά τους
έχουν πάρει αέρα, είναι ελαφρόμυαλες, παλαβές.
— Μα γιατί;—γέλασε ο πρίγκιπας.—Και γω στη θέση τους δε θ’ άφηνα να χαθεί μια τέτοια
ευκαιρία. Παρ’ όλ’ αυτά όμως, επιμένω να συμπαθώ τους γαϊδάρους: ο γάιδαρος είναι καλό και
χρήσιμο ζώο.
— Και σεις, πρίγκηψ, είστε καλός; Έτσι απλώς από περιέργεια σας ρωτάω,—ρώτησε η στρατηγίνα.
Όλοι ξαναγέλασαν.
— Πάλι χώθηκε στη μέση αυτός ο καταραμένος γάιδαρος. Ούτε τον σκέφτηκα καθόλου!—φώναξε η

στρατηγίνα.—Πρίγκηψ, σας παρακαλώ να με πιστέψετε πως το είπα χωρίς να θέλω να…
— Να κάνετε κανέναν υπαινιγμό; Ω, σας πιστεύω και δεν αμφιβάλλω καθόλου.
Κι ο πρίγκιπας εξακολουθούσε να γελάει.
— Πολύ χαίρομαι που γελάτε. Βλέπω πως είσαστε ένας καλότατος νέος,—είπε η στρατηγίνα.
— Ώρες‐ώρες είμαι κακός,—απάντησε ο πρίγκιπας.
— Εγώ όμως είμαι καλή,—είπε αναπάντεχα η στρατηγίνα,—κι αν θέλετε να ξέρετε, είμαι πάντοτε
καλή κι αυτό είναι το μοναδικό μου ελάττωμα, γιατί δεν πρέπει να ‘ναι κανείς πάντοτε καλός.
Φουρκίζομαι πολύ συχνά, να, μ’ αυτές εδώ και ιδιαίτερα με τον Ιβάν Φιοντόροβιτς, μα το κακό είναι
που σαν φουρκίζομαι είμαι πιο καλή από κάθε άλλη φορά. Εδώ και λίγη ώρα, πριν έρθετε,
φουρκίστηκα κι έκανα πως δεν καταλαβαίνω τίποτα ούτε μπορώ να καταλάβω. Αυτό μου συμβαίνει∙
λες κι είμαι παιδί. Η Αγλαΐα μου ‘δωσε ένα μάθημα∙ σ’ ευχαριστώ, Αγλαΐα. Εδώ που τα λέμε, όλ’
αυτά είναι ανάξια λόγου. Δεν είμαι ακόμα τόσο ανόητη όσο φαίνομαι κι όσο θέλουν να με
παραστήσουν οι κόρες μου. Έχω χαρακτήρα και δεν είμαι δειλή. Σημειώστε ωστόσο πως το λέω
αυτό χωρίς κακία. Έλα δω, Αγλαΐα, φίλησέ με, ε, καλά, φτάνουν, φτάνουν οι τρυφερότητες,—έκανε
όταν η Αγλαΐα τη φίλησε συγκινημένη στο στόμα και στο χέρι…—Συνεχίστε, πρίγκηψ. Ίσως να
θυμηθείτε κάτι πιο ενδιαφέρον απ’ το γάιδαρο.
— Και πάλι μου είναι αδύνατο να καταλάβω πώς μπορεί κανείς ν’ αρχίσει έτσι κατευθείαν να
διηγείται,—παρατήρησε και πάλι η Αδελαΐδα,—εγώ θα τα ‘χανα και δε θα ‘ξέρα τι να πω.
— Ο πρίγκηψ όμως δε θα τα χάσει, γιατί ο πρίγκηψ είναι τρομερά έξυπνος, είναι, αν όχι τίποτ’ άλλο,
πιο έξυπνος από σένα, δέκα φορές πιο έξυπνος μάλιστα, ίσως και δώδεκα. Ελπίζω να το καταλάβεις
επιτέλους. Αποδείξτε τους αυτό που είπα, πρίγκηψ, συνεχίστε. Το γάιδαρο… νομίζω πως
πραγματικά θα μπορούσαμε να τον αφήσουμε κατά μέρος. Λοιπόν, τι άλλο είδατε στο Εξωτερικό
εκτός απ’ το γάιδαρο;
— Μα και τα όσα μας είπε για το γάιδαρο ήταν έξυπνα,—παρατήρησε η Αλεξάνδρα.—Ο πρίγκηψ
μας διηγήθηκε πολύ όμορφα την αρρώστια του και το πώς του άρεσαν όλα, ύστερ’ από μιαν
εξωτερική ώθηση. Πάντα ενδιαφερόμουν να μάθω πώς τρελαίνονται οι άνθρωποι κι ύστερα πώς
ξαναγίνονται καλά. Ιδιαίτερα όταν αυτό γίνεται ξαφνικά κι αναπάντεχα.
— Ψέματα, ψέματα;—ζωήρεψε η στρατηγίνα.—Βλέπω πως και συ ακόμα μπορείς καμιά φορά να
ξεστομίσεις μιαν έξυπνη κουβέντα∙ ε, φτάνουν πια τα χάχανα! Αν δεν κάνω λάθος κάτι μας λέγατε
για τη φύση της Ελβετίας, πρίγκηψ, λοιπόν;
— Φτάσαμε στη Λουκέρνη και με πήγαν μια βόλτα στη λίμνη. Ένιωθα πόσο ήταν όμορφα, ήμουν
όμως τρομερά βαρύθυμος ταυτόχρονα,—είπε ο πρίγκιπας.
— Γιατί;—ρώτησε η Αλεξάνδρα.
— Δεν μπορώ να καταλάβω. Πάντοτε με πιάνει μια βαρυθυμιά και μια ταραχή σαν κοιτάζω μια
τέτοια φύση για πρώτη φορά—νιώθω όμορφα, κι όμως είμαι ταυτόχρονα ανήσυχος∙ για να λέμε την
αλήθεια, ήμουν κι άρρωστος ακόμα τότε.
— Ε, λοιπόν, όχι, εγώ πολύ θα το ‘θελα να δω τη λίμνη που λέτε,—είπε η Αδελαΐδα.—Δεν μπορώ να
καταλάβω πότε θα τ’ αποφασίσουμε επιτέλους να πάμε στο Εξωτερικό. Είναι δύο χρόνια τώρα που

δεν μπορώ να βρω θέμα να ζωγραφίσω: Ανατολή και Νότος έχουν κιόλας ζωγραφιστεί… Πρίγκηψ,
βρέστε μου θέμα για έναν πίνακα.
— Από ζωγραφική δεν έχω ιδέα. Έχω την εντύπωση πως φτάνει να κοιτάξει κανείς και να
ζωγραφίσει αυτό που βλέπει.
— Δεν ξέρω να κοιτάζω.
— Μα τι καθόσαστε και μιλάτε με αινίγματα; Δεν καταλαβαίνω τίποτα!—τους έκοψε η
στρατηγίνα:—Πώς είναι δυνατό να μην ξέρεις να κοιτάζεις; Μάτια έχεις, βλέπε λοιπόν! Αν δεν ξέρεις
να κοιτάξεις εδώ, ούτε και στο Εξωτερικό θα μάθεις. Καλύτερα να μας διηγηθείτε πώς κοιτάξατε
εσείς ο ίδιος, πρίγκηψ.
— Ναι, αυτό θα ‘ναι προτιμότερο,—πρόσθεσε η Αδελαΐδα.— Γιατί ο πρίγκηψ, μ’ όλα ταύτα, στο
Εξωτερικό ήταν που έμαθε να κοιτάει.
— Δεν ξέρω∙ το μόνο που έκανα κεί κάτω, ήταν να καλυτερέψει η υγεία μου∙ δεν ξέρω αν έμαθα να
κοιτάζω. Εδώ που τα λέμε, όλο σχεδόν το διάστημα ήμουν πολύ ευτυχισμένος.
— Ευτυχισμένος! Ξέρετε να είστε ευτυχισμένος;—ξεφώνισε η Αγλαΐα.—Πώς λέτε λοιπόν ότι δε
μάθατε να κοιτάτε. Μα εσείς μπορείτε να μας μάθετε και μας.
— Μάθετε μας, σας παρακαλώ,—γέλαγε η Αδελαΐδα.
— Τίποτα δεν μπορώ να σας μάθω,—γέλαγε κι ο πρίγκιπας.—Όλα σχεδόν τα χρόνια στο Εξωτερικό
τα ‘ζησα σε κείνο το ελβετικό χωριό∙ σπάνια έφευγα από κει και ποτέ δεν πήγαινα μακριά. Τι μπορώ
λοιπόν να σας μάθω; Στην αρχή, δεν αισθανόμουν τίποτα ιδιαίτερο, μονάχα που δεν έπληττα∙
άρχισα και γινόμουν γρήγορα καλά∙ ύστερα η κάθε μέρα άρχισε να μου γίνεται πολύτιμη κι όσο
πέρναγε ο καιρός, οι μέρες γίνονταν όλο και πιο πολύτιμες, τόσο που άρχισα να το προσέχω.
Έπεφτα πολύ ευχαριστημένος για ύπνο και ξύπναγα ευτυχέστερος. Μα το γιατί μου είναι αρκετά
δύσκολο να το ιστορήσω.
— Και δε μου λέτε, δεν είχατε πια την επιθυμία να πάτε πουθενά, δε νοσταλγούσατε κανέναν
τόπο;—ρώτησε η Αλεξάνδρα.
— Στην αρχή, τις πρώτες μέρες, ναι, νοσταλγούσα κι έπεφτα σε μεγάλη ανησυχία. Όλο σκεφτόμουν
πώς θα ζήσω∙ ήθελα να δοκιμάσω την τύχη μου, ιδιαίτερα ορισμένες στιγμές ήμουν πολύ ανήσυχος.
Υπάρχουν ξέρετε κάτι τέτοιες στιγμές, ιδιαίτερα σαν είσαι μονάχος σου. Είχαμε κει ένα μικρό
καταρράχτη∙ έπεφτε ψηλά απ’ το βουνό, σα μια λεπτή κλωστή και σχεδόν κάθετα, άσπρος, βουερός,
όλο αφρούς. Έπεφτε από ψηλά, είχες όμως την εντύπωση πως έπεφτε από αρκετά χαμηλά,
βρισκόταν μισό βέρστι μακριά, φαινόταν όμως πως είναι πενήντα βήματα από δω. Τις νύχτες μ’
άρεσε ν’ ακούω το θόρυβό του∙ ναι, κάτι τέτοιες στιγμές έφτανα καμιά φορά σε μεγάλη ταραχή.
Καμιά φορά και το μεσημέρι, όταν ανέβαινα στο βουνό και βρισκόμουν ξάφνου ολομόναχος κει
πάνω κι ήταν γύρω μου τα πεύκα, κάτι γέρικα, μεγάλα πεύκα, γεμάτα ρετσίνι, και πάνω ψηλά στο
βράχο, ένας παλιός μεσαιωνικός πύργος, ερειπωμένος∙ το χωριουδάκι μας, μακριά κάτω, μόλις
φαινόταν… ο ήλιος λαμπερός, ο ουρανός καταγάλανος, απόλυτη ησυχία γύρω… Κάτι τέτοιες
στιγμές, θυμάμαι, μ’ έπιανε η νοσταλγία και λαχταρούσα να πάω κάπου κι είχα συνεχώς την
εντύπωση πως αν ξεκίναγα και τραβούσα ίσια, χωρίς να στρίψω πουθενά, αν περπάταγα πολύ ώρες
κι ώρες, και πέρναγα πέρ’ από κείνη τη γραμμή, από κείνη κει τη γραμμή όπου συναντιώνται η γη με
τον ουρανό—εκεί θα ‘βρισκα αμέσως τη λύση του αινίγματος και θα ‘βλεπα αμέσως την καινούργια
ζωή, μια ζωή χίλιες φορές πιο δυνατή και πολυθόρυβη απ’ τη δική μας∙ ονειρευόμουν αδιάκοπα μια

μεγάλη πολιτεία σαν τη Νεάπολη, εκεί είναι όλο παλάτια, θόρυβος, πάταγος, ζωή… Ναι, πόσα
όνειρα! Ύστερα όμως μου φάνηκε πως και στη φυλακή ακόμα μπορεί κανείς να βρει μια τεράστια
ζωή.
— Αυτή την τελευταία αξιέπαινη σκέψη τη διάβασα σαν ήμουν δώδεκα χρονώ στη Χρηστομάθειά
μου,—είπε η Αγλαΐα.
— Όλ’ αυτά είναι φιλοσοφία,—παρατήρησε η Αδελαΐδα.— Είστε φιλόσοφος κι ήρθατε να μας
διδάξετε.
— Ίσως να ‘χετε δίκιο,—χαμογέλασε ο πρίγκιπας∙—πραγματικά, δεν αποκλείεται να ‘μαι φιλόσοφος
και, ποιος ξέρει, ίσως να ‘χω πράγματι κατά νου να διδάξω… Δεν αποκλείεται, ναι, δεν αποκλείεται
καθόλου.
— Και η φιλοσοφία σας είναι ίδια κι απαράλλαχτη με τη φιλοσοφία της Ευλαμπίας
Νικολάγιεβνας,—βρήκε πάλι την ευκαιρία να πει το λογάκι της η Αγλαΐα.—Είναι μια χήρα δημοσίου
υπαλλήλου, έρχεται και μας κάνει συχνά επισκέψεις, είναι ένα είδος παράσιτο. Το μοναδικό
πρόβλημα της ζωής της είναι η φτήνεια. Το μόνο που πασκίζει είναι πώς να ζήσει με λιγότερα έξοδα,
το μόνο που ξέρει να πει και λέει όλη την ώρα είναι οι οικονομίες που κάνει στις πεντάρες και,
σημειώστε, έχει χρήματα μα είναι κατεργάρα. Το ίδιο κι η τεράστια ζωή σας στη φυλακή, κι ίσως‐
ίσως η τετραετής σας ευτυχία στο χωριό, που γι’ αυτήν πουλήσατε τη Νεάπολή σας και με διάφορο
έστω μερικές ψωροπεντάρες.
— Αναφορικά με τη ζωή στη φυλακή, μπορεί βέβαια να ‘χει κανείς τις αντιρρήσεις του,—είπε ο
πρίγκιπας.—Άκουσα τη διήγηση ενός ανθρώπου που έκανε στη φυλακή κάπου δώδεκα χρόνια. Ήταν
ένας απ’ τους άρρωστους του καθηγητή μου κι έκανε θεραπεία. Τον έπιαναν κρίσεις, ώρες‐ώρες
ήταν ανήσυχος, έκλαιγε, και μια φορά μάλιστα δοκίμασε ν’ αυτοκτονήσει. Η ζωή του στη φυλακή
ήταν πολύ θλιβερή, σας βεβαιώ, δε θα μπορούσες όμως με κανέναν τρόπο να την πεις ζωή της
πεντάρας. Όλες κι όλες οι γνωριμίες του εκεί ήταν μια αράχνη κι ένα δεντράκι που μεγάλωσε κάτω
απ’ το παράθυρό του… ωστόσο, καλύτερα λέω να σας διηγηθώ για μια άλλη μου συνάντηση που
είχα πέρσι μ’ έναν άνθρωπο. Υπήρχε κάτι παράξενο σ’ όλ’ αυτά, ιδιαίτερα παράξενο γιατί σπάνια
τυχαίνει κάτι τέτοιο. Ο άνθρωπος αυτός έφτασε μια φορά ίσαμε τον τόπο των εκτελέσεων και του
είχαν διαβάσει κιόλας την απόφαση του τουφεκισμού του για κάποιο πολιτικό έγκλημα. Κάπου
είκοσι λεπτά αργότερα του διάβασαν και την απόφαση απονομής χάριτος και του ορίστηκε μια άλλη
ποινή, ωστόσο όμως αυτός, στο διάστημα εκείνο, ανάμεσα στις δύο αποφάσεις, μέσα στα είκοσι
κείνα λεπτά, ή τουλάχιστο στα δέκα πέντε, έζησε με την απόλυτη βεβαιότητα πως από στιγμή σε
στιγμή θα πεθάνει. Τον άκουγα με τρομερή περιέργεια όταν καμιά φορά αναθυμόταν τις τοτινές του
εντυπώσεις κι αρκετές φορές άρχιζα πρώτος εγώ και του ‘κανα ερωτήσεις. Τα θυμόταν όλα
πεντακάθαρα κι έλεγε πως ποτέ του δε θα ξεχάσει τίποτα από κείνες τις στιγμές. Κάπου είκοσι
βήματα πιο δω απ’ τον τόπο της εκτέλεσης—όπου στέκονταν κόσμος και στρατιώτες είχαν μπήξει
στο χώμα τρεις πασσάλους γιατί οι κατάδικοι ήταν αρκετοί∙ τους τρεις πρώτους τους πήγαν στους
πασσάλους, τους έδεσαν, τους φόρεσαν το ρούχο των μελοθανάτων (άσπρες μακριές μπλούζες) και
στα μάτια τους τους κατέβασαν άσπρες κουκούλες για να μη βλέπουν τα ντουφέκια. Ύστερα,
απέναντι σε κάθε πάσσαλο παρατάχτηκε το εκτελεστικό απόσπασμα—αρκετοί στρατιώτες. Ο
γνωστός μου στεκόταν όγδοος στη σειρά, έπρεπε λοιπόν να πάει στους πασσάλους με την τρίτη
τριάδα. Ο ιερέας πέρασε μπροστά απ’ όλους τους με το σταυρό. Όλα έδειχναν πως είχε να ζήσει
κάπου πέντε λεπτά, όχι περισσότερο. Μου ‘λεγε πως εκείνα τα πέντε λεπτά του φαίνονταν μια
ατέλειωτη διορία, ένας τεράστιος θησαυρός∙ του φαινόταν πως μέσα σε κείνα τα πέντε λεπτά θα
ζήσει τόσες ζωές, που προς το παρόν δεν υπάρχει κανένας λόγος να σκέφτεται την τελευταία
στιγμή, τόσο μάλιστα που πήρε ορισμένες αποφάσεις: υπολόγισε το χρόνο για ν’ αποχαιρετήσει
τους συντρόφους του, ξεχώρισε γι’ αυτό δύο λεπτά πάνω‐κάτω, άλλα δύο λεπτά τα ξεχώρισε να

σκεφτεί για τελευταία φορά για τον εαυτό του, κι ό,τι απόμενε, είπε να κοιτάξει για στερνή φορά
γύρω του. Είχε πλήρη συνείδηση πως πήρε αυτές ακριβώς τις τρεις αποφάσεις και τα ‘χε έτσι
ακριβώς υπολογίσει όλα. Πέθαινε είκοσι εφτά χρονώ, γερός και δυνατός∙ αποχαιρετώντας τους
συντρόφους του, θυμόταν πως σ’ έναν απ’ αυτούς είχε κάνει μια αρκετά άσχετη ερώτηση κι
ενδιαφέρθηκε μάλιστα πολύ ν’ ακούσει την απάντηση. Ύστερα, όταν αποχαιρέτησε τους
συντρόφους του, ήρθε η σειρά για κείνα τα δυο λεπτά που τα ‘χε υπολογίσει γ ι α ν α σ κ ε φ τ ε ί
γ ι α τ ο ν ε α υ τ ό τ ο υ ∙ ήξερε απ’ τα πριν τι θα σκεφτόταν: λαχταρούσε όλη την ώρα να
φανταστεί όσο μπορούσε πιο γρήγορα και πιο ζωηρά τούτο δω: πώς γίνεται αλήθεια κι είναι τώρα
ζωντανός και σε τρία λεπτά θα ‘ναι κιόλας κάτι, κάποιος ή κάτι,—μα ποιος; Πού; Αυτά λογάριαζε να
τα ξεδιαλύνει μέσα σε κείνα τα δυο λεπτά! Λίγο μακρύτερα ήταν μια εκκλησία, κι η κορφή της
μητρόπολης με τον επίχρυσο τρούλο λαμποκοπούσε μες στον ήλιο. Θυμόταν πως κοίταξε με
τρομερή επιμονή κείνη τη στέγη και τις αχτίδες που αντανακλούσε το χρυσάφι της∙ δεν μπορούσε
να ξεκολλήσει τη ματιά του απ’ τις αχτίδες: του φαινόταν πως οι αχτίδες εκείνες ήταν η καινούργια
του φύση, πως σε τρία λεπτά θα γίνει κατά κάποιον τρόπο ένα μαζί τους… το άγνωστο κι η
αποστροφή γι’ αυτό το καινούργιο που θα γίνει και θα ‘ρθει τώρ’ αμέσως, ήταν κάτι το τρομερό∙
έλεγε ωστόσο πως εκείνη τη στιγμή δεν του βάραινε τίποτα τόσο την καρδιά όσο η αδιάκοπη
σκέψη: «Τι θα γινόταν, αν δεν πέθαινα! Τι θα γινόταν, αν ξανακέρδιζα τη ζωή—τι αιωνιότητα! Κι όλ’
αυτά θα ‘ταν δικά μου! Τότε την κάθε στιγμή θα την είχα μεταβάλλει σε αιώνα, τίποτα δε θα ‘χανα,
την κάθε στιγμή θα την υπολόγιζα και θα τη λογάριαζα, τίποτα πια δε θα ξόδευα άσκοπα!» Έλεγε
πως τελικά, η σκέψη κείνη μεταμορφώθηκε μέσα του σ’ ένα τέτοιο μίσος που άρχισε να λαχταράει
να τον ντουφεκίσουν μια ώρα αρχύτερα.
Ο πρίγκιπας σώπασε ξαφνικά∙ όλες τους περίμεναν πως θα συνεχίσει και θα βγάλει τα
συμπεράσματά του.
— Τελειώσατε;—ρώτησε η Αγλαΐα.
— Τι; Τελείωσα,—είπε ο πρίγκιπας βγαίνοντας απ’ την ονειροπόληση όπου για μια στιγμή είχε
βυθιστεί.
— Μα ποιος ο λόγος λοιπόν που μας τα διηγηθήκατε όλ’ αυτά;
— Έτσι… το θυμήθηκα… το ‘φερε η κουβέντα…
— Είστε πολύ αποσπασματικός,—παρατήρησε η Αλεξάνδρα.—Σίγουρα, πρίγκηψ, θα θέλατε να
καταλήξετε στο συμπέρασμα πως ούτε μια στιγμή δεν μπορεί να την υπολογίζει κανείς με πεντάρες
και πως καμιά φορά και τα πέντε λεπτά είναι πολυτιμότερα κι από ένα θησαυρό. Όλ’ αυτά είναι
αξιέπαινα, επιτρέψτε μου ωστόσο να ρωτήσω, τι απέγινε αυτός ο φίλος που σας διηγήθηκε αυτά τα
τρομερά πράγματα… Του άλλαξαν, όπως είπατε, την ποινή του, που θα πει λοιπόν πως του χάρισαν
αυτή την «απέραντη ζωή». Λοιπόν, πέστε μας, τι απέκανε αργότερα μ’ αυτά τα πλούτη; Την έζησε
τάχα την κάθε του στιγμή «λογαριάζοντάς την και υπολογίζοντάς την»;
— Ω, όχι, μου το ‘λεγε ο ίδιος,—τον ρώτησα και γω αναφορικά μ’ αυτό το ζήτημα,—δεν έζησε
καθόλου έτσι κι έχασε πολλές, πάρα πολλές στιγμές.
— Να λοιπόν, ορίστε κι η πειραματική απόδειξη, θα πει λοιπόν πως δεν είναι δυνατό να ζήσει κανείς
πραγματικά «λογαριάζοντας και υπολογίζοντας». Κάποιος λόγος θα υπάρχει που δεν μπορεί να γίνει
κάτι τέτοιο.
— Ναι κάποιος λόγος θα υπάρχει που δεν μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο,—επανέλαβε ο πρίγκιπας,—
και γω ο ίδιος έτσι νόμιζα… Κι ωστόσο, σα να μη μπορώ να το πιστέψω…

— Μ’ άλλα λόγια, νομίζετε πως θα ζήσετε τη ζωή σας πιο έξυπνα απ’ όλους:—είπε η Αγλαΐα.
— Ναι, κι αυτό ακόμα το σκεφτόμουν πότε‐πότε.
— Και το σκέφτεστε ακόμα;
— Και… το σκέφτομαι ακόμα,—απάντησε ο πρίγκιπας, κοιτάζοντας όπως και πριν μ’ ένα ήρεμο,
δειλό μάλιστα χαμόγελο την Αγλαΐα, αμέσως όμως έβαλε τα γέλια και την κοίταξε εύθυμα.
— Έχετε πολλή μετριοφροσύνη, καθώς βλέπω!—είπε η Αγλαΐα σχεδόν νευριασμένη.
— Τι γενναίες που είσαστε ωστόσο να, γελάτε, εμένα όμως μου έκαναν τόση κατάπληξη όλ’ αυτά
που άκουσα τότε απ’ το γνωστό μου, που αργότερα τα είδα όνειρο στον ύπνο μου—είδα κείνα τα
τελευταία πέντε λεπτά…
Κοίταξε άλλη μια φορά εξεταστικά και σοβαρά τις ακροάτριές του.
— Μήπως είστε για κάποιο λόγο θυμωμένες μαζί μου;—ρώτησε ξαφνικά σα να τον είχε πιάσει
μεγάλη ταραχή, κοιτώντας τες όλες ωστόσο ίσα στα μάτια.
— Γιατί να θυμώσουμε;—ξεφώνισαν κι οι τρεις κοπέλες απορώντας.
— Μα να, που είναι σάμπως να σας κάνω όλη την ώρα μάθημα.
Όλες έβαλαν τα γέλια.
— Αν θυμώσατε πάψτε να θυμώνετε,—είπε αυτός∙—το ξέρω δα κι ο ίδιος πως έζησα λιγότερο από
άλλους και καταλαβαίνω λιγότερο απ’ όλους τη ζωή. Δεν αποκλείεται ώρες‐ώρες να μιλάω πολύ
παράξενα…
Κι ο πρίγκιπας τα ‘χασε πια εντελώς.
— Μια και λέτε πως ήσασταν ευτυχισμένος, σημαίνει πως ζήσατε περισσότερο κι όχι λιγότερο∙ γιατί
λοιπόν διαστρεβλώνετε τα πράγματα και ζητάτε συγνώμη;—του επετέθη αυστηρά η Αγλαΐα.—Και
μην ανησυχείτε, παρακαλώ, πως μας κάνετε μάθημα∙ σ’ όλ’ αυτά δεν υπάρχει κανένας θρίαμβος
από μέρος σας. Με μια τέτοια αταραξία σαν τη δική σας μπορεί κανείς κι εκατό χρόνια ζωής να τα
γεμίσει μ’ ευτυχία. Μια θανατική εκτέλεση κανείς να σας δείξει, το μικρό του δαχτυλάκι κανείς να
σας δείξει, εσείς κι απ’ το ένα κι απ’ το άλλο θα βγάλετε το ίδιο αξιέπαινο συμπέρασμα και θα
μείνετε κι ευχαριστημένος επιπλέον. Έτσι μπορεί να ζήσει κανείς πολύ εύκολα.
— Δεν μπορώ να καταλάβω τι σ’ έχει πιάσει κι όλο φουρκίζεσαι,—έκανε η στρατηγίνα που απ’ ώρα
παρακολουθούσε τα πρόσωπά τους,—κι ούτε μπορώ να καταλάβω τι κάθεστε και λέτε. Τι δαχτυλάκι
πάλι είναι αυτό; Τι ανοησίες αραδιάζεις; Ο πρίγκηψ μιλάει υπέροχα, μονάχα λιγάκι θλιβερά. Γιατί
τον αποθαρρύνεις; Όταν άρχισε, γέλαγε, τώρα όμως σκυθρώπιασε.
— Δεν πειράζει, maman. Κρίμα, πρίγκηψ, που δεν είδατε καμιά θανατική εκτέλεση∙ θα σας ρωτούσα
κάτι.
— Είδα θανατική εκτέλεση,—απάντησε ο πρίγκιπας.
— Είδατε;—φώναξε η Αγλαΐα.—Θα ‘πρεπε να το ‘χα μαντέψει! Αυτό είναι το επιστέγασμα. Αν

είδατε, πώς μπορείτε να λέτε πως ζήσατε όλο το διάστημα ευτυχισμένος; Όχι, πέστε μου, έχω άδικο;
— Μα γίνονται λοιπόν θανατικές εκτελέσεις στο χωριό σας;— ρώτησε η Αδελαίδα.
— Είδα στη Λυών, είχα πάει εκεί με το Σνάιντερ, μ’ είχε πάρει μαζί του. Μόλις έφτασα, βρέθηκα
μπροστά στην εκτέλεση.
— Λοιπόν; Σας άρεσε πολύ; Είναι διασκεδαστικό το θέαμα; Μορφωτικό;—ρώταγε η Αγλαΐα.
— Δε μ’ άρεσε καθόλου κι ύστερα απ’ αυτό ήμουν λιγάκι άρρωστος, ομολογώ ωστόσο πως κοίταζα
σα να μ’ είχαν καρφώσει εκεί στη θέση μου, δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου.
— Και γω δε θα μπορούσα να τα ξεκολλήσω,—είπε η Αγλαΐα.
— Εκεί δεν τους αρέσει καθόλου να πηγαίνουν οι γυναίκες και να βλέπουν, ακόμα και στις
εφημερίδες γράφουν ύστερα γι’ αυτές τις γυναίκες.
— Ώστε, μια και βρίσκουν πως αυτή δεν είναι γυναικεία δουλειά, θέλουν λοιπόν να πουν (και να το
δικαιολογήσουν) πως είναι δουλειά των αντρών. Τους συγχαίρω για τη λογική τους. Και σεις φυσικά
την ίδια γνώμη έχετε.
— Πέστε μας κάτι για τη θανατική εκτέλεση,—την έκοψε η Αδελαΐδα.
— Δε θα το ‘θελα καθόλου τώρα…—έκανε αμήχανα ο πρίγκιπας και σάμπως να σκυθρώπιασε.
— Σα να μην καταδέχεστε να μας τα πείτε,—τον πείραξε η Αγλαΐα.
— Όχι, ο μόνος λόγος είναι που αυτή την ίδια εκτέλεση τη διηγήθηκα πριν από λίγο.
— Σε ποιον τη διηγηθήκατε;
— Στο θαλαμηπόλο σας, όταν περίμενα…
— Σε ποιον θαλαμηπόλο;—αντήχησαν τα ξεφωνητά τους απ’ όλες τις μεριές.
— Σε κείνον που κάθεται στο χολ, είναι ένας με γκρίζα μαλλιά και το πρόσωπό του είναι αρκετά
κόκκινο∙ καθόμουν στο χολ και περίμενα να με δεχτεί ο Ιβάν Φιοντόροβιτς.
— Το βρίσκω παράξενο,—παρατήρησε η στρατηγίνα.
— Ο πρίγκηψ είναι δημοκράτης,—είπε κοφτά η Αγλαΐα.—Ε, αν τα διηγηθήκατε στον Αλεξέι, δεν
μπορείτε πια να μας αρνηθείτε.
— Θέλω το δίχως άλλο να σας ακούσω,—ξανάπε η Αδελαΐδα.
— Πραγματικά, πριν από λίγο,—γύρισε και της είπε ο πρίγκιπας ξαναζωηρεύοντας και πάλι λιγάκι
(φαινόταν να ζωηρεύει πολύ γρήγορα κι εύπιστα),—πραγματικά μου πέρασε η σκέψη, όταν μου
ζητήσατε να σας βρω ένα θέμα για πίνακα, να σας δώσω το εξής θέμα: να ζωγραφίσετε το πρόσωπο
του κατάδικου ένα λεπτό πριν πέσει το λεπίδι της γκιλοτίνας, όταν στέκεται ακόμα στο ικρίωμα,
πριν ξαπλώσει σε κείνο το σανίδι.

— Το πρόσωπο; Μονάχα το πρόσωπο;—ρώτησε η Αδελαΐδα. —Παράξενο θέμα∙ και τι πίνακας θα
‘ναι αυτός;
— Δεν ξέρω, μα γιατί όχι;—επέμενε με θέρμη ο πρίγκιπας.— Δεν πάει πολύς καιρός που είδα έναν
τέτοιο πίνακα στη Βασιλεία. Θέλω πάρα πολύ να σας διηγηθώ… Θα σας διηγηθώ καμιά φορά… μου
‘κανε μεγάλη εντύπωση…
— Για τον πίνακα της Βασιλείας να μας πείτε το δίχως άλλο αργότερα!—είπε η Αδελαΐδα.—Τώρα
όμως εξηγείστε μου τον πίνακα που μπορεί να φτιάξει κανείς απ’ αυτή την εκτέλεση. Μπορείτε να
μου περιγράψετε πώς τον φαντάζεστε; Πώς ακριβώς να ζωγραφίσω αυτό το πρόσωπο; Έτσι σκέτο,
μονάχα το πρόσωπο; Και τι πρόσωπο θα ‘ναι λοιπόν αυτό;
— Θα ‘ναι ένα λεπτό ακριβώς πριν απ’ το θάνατο,—άρχισε με μεγάλη προθυμία ο πρίγκιπας
παρασυρμένος απ’ τις αναμνήσεις του και ξεχνώντας, καθώς φαίνεται αμέσως όλα τ’ άλλα,— την
ίδια ακριβώς στιγμή όταν ανέβηκε τη σκαλίτσα και μόλις πάτησε πάνω στο ικρίωμα. Τότε έριξε μια
ματιά προς το μέρος μου. Εγώ κοίταξα το πρόσωπό του και τα κατάλαβα όλα… Μα πώς να τα
περιγράψει κανείς όλ’ αυτά! Θα το ‘θελα τρομερά, τρομερά θα το ‘θελα να το ζωγραφίζατε σείς ή
κανένας άλλος! Καλύτερα εσείς! Και τότε ακόμα, κείνη τη στιγμή, είχα σκεφτεί πως ένας τέτοιος
πίνακας θα ‘ταν ωφέλιμος. Ξέρετε, εδώ θα πρέπει να τα παραστήσει όλα κανείς, όλα όσα έγιναν
πριν—όλα, όλα. Ζούσε στη φυλακή και περίμενε πως η εκτέλεση θα γινόταν τουλάχιστο σε μια
βδομάδα. Υπολόγιζε κι έλπιζε στη συνηθισμένη γραφειοκρατία, πως το χαρτί έπρεπε ακόμα κάπου
να πάει και μονάχα σε μια βδομάδα θα ‘βγαινε. Κι όμως, ξαφνικά, κάτι μεσολάβησε κι όλα έγιναν
συντομότερα. Στις πέντε η ώρα το πρωί∙ κοιμόταν. Ήταν κατά τα τέλη του Οκτώβρη∙ στις πέντε η
ώρα είναι σκοτεινά ακόμα και κάνει κρύο. Μπήκε ο διευθυντής των φυλακών, νυχοπατώντας, με
φρουρά, και τον άγγιξε ελαφρά στον ώμο. Εκείνος ανασηκώθηκε, ακούμπησε στον αγκώνα του,—
βλέπει φως: «Τι συμβαίνει;»—«Στις δέκα θα γίνει η εκτέλεση». Έτσι αγουροξυπνημένος που ήταν,
δεν το πίστεψε, άρχισε να φέρνει αντιρρήσεις, να λέει πως το χαρτί θα βγει σε μια βδομάδα, μα σαν
ξύπνησε εντελώς, έπαψε να φέρνει αντιρρήσεις και σώπασε,—έτσι έλεγαν—κι ύστερα είπε: «Μα
έτσι… έτσι… τόσο ξαφνικά… είναι δύσκολο»… και ξανασώπασε και δε θέλησε πια να βγάλει λέξη.
Εδώ μεσολαβούν τρεις‐τέσσερις ώρες με τα γνωστά: ο παπάς, το πρόγευμα,—τους δίνουν κρασί,
κρέας και καφέ (τι ειρωνεία, ε;—σαν το σκεφτείς, τι σκληρό που είναι,— μα, απ’ την άλλη μεριά, μα
το Θεό, αυτοί οι αθώοι άνθρωποι το κάνουν από καλή καρδιά κι είναι σίγουροι πως δείχνουν
ανθρωπισμό), ύστερα η τουαλέτα (ξέρετε τι είναι η τουαλέτα ενός κατάδικου;) και τέλος τον βάζουν
σ’ ένα κάρο και τον περνούν μες απ’ την πολιτεία για να τον πάνε ως το ικρίωμα… Νομίζω πως και
δω επίσης του φαίνεται πως έχει ακόμα να ζήσει ατέλειωτα, όσο τον πάνε έτσι με το κάρο. Μου
φαίνεται πως σίγουρα θα σκεφτόταν στο δρόμο και θα ‘λεγε: «Έχω πολύν καιρό ακόμα, τρεις
δρόμους, άμα τον περάσω αυτόν εδώ, θα μένει ο άλλος, ύστερα ο τρίτος, εκεί που είναι το
ψωμάδικο δεξιά… Ου, έχουμε καιρό ακόμα ώσπου να φτάσουμε στο ψωμάδικο!» Γύρω του κόσμος,
φωνές, φασαρία, κακό. Μυριάδες πρόσωπα, μυριάδες μάτια, όλ’ αυτά πρέπει να τα υποφέρει
κανείς και, το κυριότερο, η σκέψη: «να, αυτοί είναι δέκα χιλιάδες και κανέναν τους δεν εκτελούν,
εμένα όμως μ’ εκτελούν!» Όλ’ αυτά λοιπόν είναι τα «προκαταρκτικά». Στο ικρίωμα οδηγεί μια
σκαλίτσα. Εκεί, αυτός που λέω, μπροστά στη σκαλίτσα έβαλε ξάφνου τα κλάματα, κι όμως ήταν ένας
δυνατός κι άτρομος άνθρωπος, στάθηκε λένε μεγάλος κακούργος. Μαζί του, όλη την ώρα, ήταν ο
παπάς, και στο κάρο μαζί του ήταν, όλη την ώρα του μίλαγε—ζήτημα είναι αν ο άλλος τον άκουγε κι
αν έδινε προσοχή ν’ ακούσει∙ απ’ την τρίτη κιόλας λέξη έπαυε να καταλαβαίνει. Έτσι θα πρέπει να
‘ταν. Τελικά, άρχισε ν’ ανεβαίνει τη σκαλίτσα∙ στις περιπτώσεις αυτές τους έχουν δεμένα τα πόδια
και γι’ αυτό τα βήματά τους είναι μικρά. Ο παπάς φαίνεται να ‘ταν έξυπνος άνθρωπος κι έπαψε να
μιλά, μόνο του ‘δινε συνεχώς να φιλήσει το σταυρό. Πριν πατήσει στη σκαλίτσα ήταν πολύ χλομός,
μα σαν ανέβηκε και στάθηκε στο ικρίωμα, έγινε ξαφνικά άσπρος σα χαρτί, εντελώς άσπρος, σα
χαρτί γραψίματος. Σίγουρα τα γόνατά του έτρεμαν και τα πόδια του ξύλιαζαν και του ‘ρχόταν να
κάνει εμετό—σάμπως κάτι να τον έσφιγγε στο λαρύγγι και του ‘ρχόταν αναγούλα—το νιώσατε ποτέ

σας αυτό, σε στιγμή τρόμου ή σε πολύ τρομερές στιγμές, όταν έχει κανείς όλο του το λογικό μα δεν
μπορεί πια να τον βοηθήσει σε τίποτα; Μου φαίνεται πως αν λόγου χάρη πρόκειται να γίνει μια
αναπότρεπτη καταστροφή, όταν γκρεμίζεται πάνω σας ένα σπίτι, τότε θα σας έρθει ξαφνικά η
αβάσταχτη επιθυμία να καθίσετε, να κλείσετε τα μάτια και να περιμένετε—ας γίνει ό,τι γίνει! Εκείνη
τη στιγμή ακριβώς, όταν άρχιζε αυτή η αδυναμία, ο παπάς του ‘βαζε αμέσως το σταυρό μπροστά
στα χείλη του, βιαστικά, με μια γρήγορη κίνηση—καταλαβαίνετε;—χωρίς να λέει λέξη, ένα μικρό
σταυρό, ασημένιο, με τέσσερις άκρες—τον έβαζε συχνά μπροστά στα χείλη του, κάθε λίγο και
λιγάκι. Και μόλις ο σταυρός ακούμπαγε στα χείλη του, εκείνος άνοιγε τα μάτια και τα πόδια του
περπάταγαν. Το σταυρό τον φίλαγε με απληστία, λες και βιαζόταν μην ξεχάσει ν’ αρπάξει κάτι για
ρεζέρβα, για κάθε ενδεχόμενο, είναι ζήτημα όμως αν αισθανόταν εκείνη τη στιγμή τίποτα
θρησκευτικό. Κι έτσι συνεχίστηκε ως τη σανίδα… Είναι παράξενο που σπάνια λιποθυμούν σ’ αυτά τα
τελευταία δευτερόλεπτα. Απεναντίας, το κεφάλι ζει τρομερά και θα πρέπει να δουλεύει, έντονα,
έντονα, πολύ έντονα, σα μηχανή μ’ όλα της τα καζάνια∙ φαντάζομαι πως οι διάφορες σκέψεις όλο
και χτυπούν σα σφυριές το μυαλό, όλες τους μισοτελειωμένες, ίσως‐ίσως και γελοίες μάλιστα, κάτι
σκέψεις εντελώς άσχετες: «να, κείνος εκεί κοιτάει—έχει μια κρεατοελιά στο κούτελο, να, του
δήμιου το κάτω κουμπί έχει σκουριάσει…» κι όμως, παρ’ όλ’ αυτά, όλα τα ξέρεις και τα
καταλαβαίνεις∙ υπάρχει ένα σημείο που δεν μπορείς με κανέναν τρόπο να το ξεχάσεις κι είναι
αδύνατο να λιποθυμήσεις, κι όλα τα πάντα γυρνούν και στριφογυρνούν γύρω απ’ αυτό το σημείο.
Και να σκεφτεί κανείς πως αυτό συνεχίζεται ως το τελευταίο τέταρτο του δευτερολέπτου, όταν πια
το κεφάλι βρίσκεται στη λαιμητόμο και περιμένει και… ξ έ ρ ε ι και ξαφνικά ακούει από πάνω του
να γλιστράει το σίδερο! Αυτό, το δίχως άλλο, θα τ’ ακούσεις! Εγώ, αν ήμουν εκεί ξαπλωμένος, θα
‘στηνα επίτηδες τ’ αυτί μου και θα τ’ άκουγα! Ίσως να μην περνάει παραπάνω από ένα δέκατο
δευτερολέπτου, μα είναι αδύνατο να μην τ’ ακούσεις! Και, φανταστείτε, ως τα σήμερα ακόμα το
συζητούν και λένε πως, ίσως‐ίσως, κι όταν ακόμα πέσει κομμένο το κεφάλι, και τότε ακόμα, για ένα
δευτερόλεπτο, ίσως να το ξέρει πως είναι κομμένο—τι κάθονται και σκέφτονται! Κι αν είναι πέντε
τα δευτερόλεπτα;… Ζωγραφίστε το ικρίωμα έτσι που να φαίνεται καθαρά και κοντά, μονάχα το
τελευταίο σκαλοπάτι∙ ο κατάδικος έχει πατήσει πάνω του: φτιάξτε το κεφάλι, το πρόσωπο άσπρο σα
χαρτί, τον παπά ν’ απλώνει το χέρι του με το σταυρό∙ εκείνος τεντώνει άπληστα τα μελανιασμένα
του χείλη και κοιτάζει, και — όλα τα ξέρει . Ο σταυρός και το κεφάλι, να ο πίνακας. Το
πρόσωπο του παπά, του δήμιου, των δύο βοηθών του και μερικά κεφάλια και μάτια από κάτω— όλ’
αυτά μπορεί να τα ζωγραφίσει κανείς σα να βρίσκονταν στο τρίτο πλάνο, μέσα σε ομίχλη, για
φόντο… Αυτός είναι ο πίνακας που εννοούσα.
Ο πρίγκιπας σώπασε και τις κοίταξε όλες.
— Αυτό βέβαια δε μοιάζει με ησυχασμό,—πρόφερε σα να μιλούσε στον εαυτό της η Αλεξάνδρα.
— Και τώρα λοιπόν διηγηθείτε μας πώς ερωτευτήκατε,—είπε η Αδελαΐδα.
Ο πρίγκιπας την κοίταξε απορημένος.
— Ακούστε,—σα να βιαζόταν η Αδελαΐδα,—μας χρωστάτε ακόμα τη διήγηση για τον πίνακα της
Βασιλείας, τώρα όμως θέλω ν’ ακούσω πώς ερωτευτήκατε, μην πάτε να ξεφύγετε, το ξέρω πως
ήσασταν ερωτευμένος. Εξάλλου, μόλις αρχίζετε να διηγιέστε παύετε να ‘στε φιλόσοφος.
— Μόλις τελειώσετε μιαν ιστορία σας, αμέσως αρχίζετε να ντρέπεστε για κείνα που διηγηθήκατε,—
παρατήρησε ξάφνου η Αγλαΐα.—Γιατί αυτό;
— Αχ, τι ανόητα που είναι όλ’ αυτά επιτέλους,—είπε κοφτά η στρατηγίνα, κοιτάζοντας
αγανακτισμένα την Αγλαΐα.

— Ναι, δεν είναι και πολύ έξυπνα,—επιβεβαίωσε η Αλεξάνδρα.
— Μην την πιστεύετε, πρίγκηψ,—γύρισε και του είπε η στρατηγίνα,—επίτηδες το κάνει, δεν ξέρω τι
κακία την έχει πιάσει∙ έχει πολύ καλύτερη ανατροφή απ’ ό,τι δείχνει∙ μη βάλετε τίποτα με το νου
σας που σας πιλατεύουν έτσι. Σίγουρα κάποια συνωμοσία έχουν σκαρώσει, είναι σίγουρο όμως πως
σας έχουν κιόλας αγαπήσει. Τα ξέρω εγώ τα πρόσωπά τους.
— Και γω τα ξέρω τα πρόσωπά τους, είπε ο πρίγκιπας τονίζοντας ιδιαίτερα τα λόγια του.
— Πώς έτσι;—ρώτησε περίεργη η Αδελαΐδα.
— Τι ξέρετε για τα πρόσωπά μας;—ενδιαφέρθηκαν κι οι δυο άλλες.
Ο πρίγκιπας όμως σώπαινε κι ήταν σοβαρός∙ όλες περίμεναν την απάντησή του.
— Θα σας το πω αργότερα,—είπε αυτός ήρεμα και σοβαρά.
— Θέλετε να μας εξάψετε το ενδιαφέρον—ξεφώνισε η Αγλαΐα.—Και τι επίσημο ύφος!
— Ε, καλά,—έκανε και πάλι βιαστικά η Αδελαΐδα.—Μια κι είστε τόσο μεγάλος γνώστης της
φυσιογνωμικής, σίγουρα θα ερωτευτήκατε κιόλας∙ ώστε λοιπόν σωστά το μάντεψα. Διηγηθείτε μας
λοιπόν, τι περιμένετε.
— Δεν ερωτεύτηκα,—απάντησε ο πρίγκιπας το ίδιο ήρεμα και σοβαρά.—Εγώ… ήμουν ευτυχισμένος
διαφορετικά.
— Πώς λοιπόν; Με τι;
— Πάει καλά, θα σας το πω,—πρόφερε ο πρίγκιπας σάμπως να ‘χε πέσει σε βαθιά συλλογή.

VI
ΜΕ ΚΟΙΤΑΤΕ ΤΩΡΑ όλες σας,—άρχισε ο πρίγκιπας,— με τόση περιέργεια, που αν δε σας την
ικανοποιήσω, δεν αποκλείεται να μου θυμώσετε κιόλας. Όχι, αστειεύουμαι—βιάστηκε να προστέσει
χαμογελώντας.—Εκεί… εκεί ήταν όλο παιδιά, και γω όλο το διάστημα βρισκόμουν κει κάτω με
παιδιά, μονάχα παιδιά είχα παρέα μου. Ήταν τα παιδιά εκείνου του χωριού, όλο το τσούρμο που
πήγαινε σχολείο. Εγώ… όχι πως τους έκανα μάθημα∙ ω, όχι∙ για τα μαθήματα είχαν το δάσκαλο του
χωριού, το Ζυλ Τιμπό∙ δεν αποκλείεται κάτι να τους έμαθα κιόλας, μα τον περισσότερο καιρό ήμουν
έτσι… ήμουν μαζί τους, παρέα τους κι όλα μου τα τέσσερα χρόνια πέρασαν έτσι. Δε μου χρειαζόταν
τίποτ’ άλλο. Τους τα ‘λεγα όλα, δεν τους έκρυβα τίποτα. Οι πατεράδες τους κι οι συγγενείς τους
θυμώσανε μαζί μου όλοι τους γιατί στο τέλος είχε καταντήσει να μην μπορούν τα παιδιά να κάνουν
χωρίς εμένα κι όλο μαζεύονταν γύρω μου κι ο δάσκαλος του χωριού κατάντησε τελικά να γίνει κι
αυτός ο χειρότερος εχθρός μου. Απόχτησα πολλούς εχθρούς εκεί κάτω κι η μοναδική αιτία ήταν τα
παιδιά. Ακόμα κι ο Σνάιντερ μου ‘κανε παρατηρήσεις. Και τι φοβόνταν όλοι τους τόσο πολύ; Σ’ ένα
παιδί μπορείς όλα να τα λες—όλα∙ πάντοτε μου ‘κανε κατάπληξη σαν σκεφτόμουν πόσο λίγο ξέρουν
οι μεγάλοι τα παιδιά—ακόμα κι οι μανάδες κι οι πατεράδες τα δικά τους τα παιδιά. Απ’ τα παιδιά
δεν πρέπει τίποτα να κρύβει κανείς με τη δικαιολογία πως είναι μικρά κι είναι νωρίς γι’ αυτά να
ξέρουν∙ τι θλιβερή κι άτυχη σκέψη! Και πόσο έντονα το αντιλαμβάνονται τα ίδια τα παιδιά πως οι
πατεράδες τους τα ‘χουν για πολύ μικρά και νομίζουν πως δεν καταλαβαίνουν τίποτα ενώ εκείνα
όλα τα καταλαβαίνουν. Οι μεγάλοι δεν ξέρουν πως ένα παιδί, ακόμα και στην πιο δύσκολη
υπόθεση, μπορεί να δώσει μιαν εξαιρετικά χρήσιμη συμβουλή. Ω, Θεέ μου! Όταν σας κοιτάζει κείνο
τ’ ομορφούλικο πουλάκι, εύπιστα κι ευτυχισμένα, είναι ντροπή να το ξεγελάσετε! Αν τα ονομάζω
πουλάκια είναι γιατί δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο στον κόσμο από ένα πουλάκι. Εδώ που τα λέμε,
αν θύμωσαν τότε όλοι στο χωριό μαζί μου, ήταν εξαιτίας ενός περιστατικού… Όσο για τον Τιμπό,
αυτός με ζήλευε, αυτό ήταν όλο∙ στην αρχή δώσ’ του και κούναγε το κεφάλι του κι απορούσε πώς
γινόταν και τα παιδιά καταλάβαιναν όλα όσα τους έλεγα, ενώ σαν τους μίλαγε εκείνος δεν
καταλάβαιναν τίποτα σχεδόν, κι ύστερα άρχισε να με κοροϊδεύει όταν του είπα πως κι οι δυο μας
εμείς δε θα μπορέσουμε να τους μάθουμε τίποτα μα θα ‘χουμε πολλά να διδαχτούμε απ’ τα παιδιά.
Μου είναι αδύνατο να καταλάβω πώς μπόρεσε και με ζήλευε και με συκοφαντούσε ενώ κι ο ίδιος
ζούσε με τα παιδιά! Τα παιδιά γιατρεύουν την ψυχή… Είχαμε κεί στο ίδρυμα του Σνάιντερ έναν
άρρωστο, έναν πολύ δυστυχισμένον άνθρωπο. Ήταν μια τόσο τρομερή δυστυχία, που είναι ζήτημα
αν μπορεί να ξανασυμβεί τίποτα παρόμοιο. Τον είχαν φέρει εκεί να θεραπευτεί από τρέλα∙ η γνώμη
μου είναι πως δεν ήταν τρελός, μονάχα που υπόφερε τρομερά—αυτή ήταν όλη κι όλη η αρρώστια
του. Να ξέρατε λοιπόν πόσο καλό του κάνανε τελικά τα παιδιά μας… Όμως, λέω καλύτερα να σας
διηγηθώ αργότερα γι’ αυτόν τον άρρωστο∙ θα σας διηγηθώ τώρα πώς έγινε κι αρχίσανε όλ’ αυτά.
Στην αρχή τα παιδιά μ’ αντιπαθούσανε. Ήμουν τόσο μεγάλος, είμαι πάντοτε… θέλω να πω, δύσκολα
πιάνω παρέες, είμαι άγαρμπος∙ ξέρω πως είμαι κι άσκημος… και τέλος ήταν και τ’ άλλο: ήμουν,
βλέπετε, ξένος. Στην αρχή τα παιδιά με κοροϊδεύανε κι ύστερα άρχισαν να με πετροβολάνε κιόλας,
όταν πήραν είδηση πως φίλησα τη Μαρί. Κι όμως εγώ μονάχα μια φορά τη φίλησα… Όχι, μη
γελάτε,—βιάστηκε ο πρίγκιπας να σταματήσει τα ειρωνικά χαμόγελα των ακροατριών του,—εδώ
δεν ήταν καθόλου έρωτας. Αν ξέρατε πόσο δυστυχισμένο ήταν εκείνο το πλάσμα, θα το λυπόσασταν
και σεις το ίδιο όπως και γω. Η Μαρί ήταν απ’ το χωριό μας. Η μάνα της ήταν πολύ γριά και στο
μικρό, σαραβαλιασμένο της σπιτάκι με τα δυο παράθυρα είχε κάνει το ένα παράθυρο μαγαζάκι
ύστερ’ από άδεια των αρχών, δηλαδή θέλω να πω απ’ το παράθυρο εκείνο της είχαν επιτρέψει να
πουλάει κορδόνια, κλωστές, καπνό, σαπούνι, όλο μικροπραμάτειες της πεντάρας∙ έτσι έβγαζε το
ψωμί της. Ήταν άρρωστη κι όλο πρήζονταν τα πόδια της, τόσο που καθόταν όλη την ώρα στην
καρέκλα της. Η Μαρί ήταν κόρη της, κάπου είκοσι χρονώ, λεπτή κι αδυνατούλα∙ από καιρό τώρα
είχε αρχίσει και την έτρωγε η φυματίωση, αυτή όμως εξακολουθούσε και πήγαινε στα σπίτια και
δούλευε με το μεροκάματο—κι έκανε βαριές δουλειές, σφουγγαρίσματα, μπουγάδες, σκούπιζε τις
αυλές, καθάριζε τους σταύλους. Ένας περαστικός Γάλλος παραγγελιοδόχος την ξελόγιασε και την
πήρε μαζί του και σε μια βδομάδα την παράτησε στο δρόμο και το ‘σκασε κρυφά. Αυτή γύρισε σπίτι

ζητιανεύοντας, καταλερωμένη, κουρελιασμένη, με σκισμένα παπούτσια∙”ερπάταγε πεζή όλη κείνη
τη βδομάδα, πέρναγε τις νύχτες της στα χωράφια κι άρπαξε ένα γερό κρυολόγημα. Τα πόδια της
ήταν πληγιασμένα, τα χέρια της πρηστήκανε και σκάσανε. Εδώ που τα λέμε, και πριν απ’ αυτό, δε
θα μπορούσες να την πεις όμορφη∙ μονάχα τα μάτια της ήταν ήρεμα, καλόκαρδα, αθώα. Ήταν
τρομερά λιγομίλητη. Μια φορά, πριν γίνει αυτό, εκεί που δούλευε έπιασε το τραγούδι κι όλοι
παραξενεύτηκαν και βάλανε τα γέλια: «Η Μαρί τραγουδάει! Πώς; Η Μαρί τραγουδάει!» και κείνη τα
‘χασε και δεν ξανάβγαλε μιλιά ποτέ της. Τότε ακόμα της φέρνονταν με καλοσύνη, μα σαν γύρισε
άρρωστη και βασανισμένη, κανένας δεν της έδειξε συμπόνια! Τι σκληροί που είναι σε τέτοιες
περιπτώσεις οι άνθρωποι! Τι καταθλιπτικές που είναι οι αντιλήψεις τους! Η μάνα της, πρώτη αυτή,
τη δέχτηκε με κακία και περιφρόνηση: «μ’ αυτό που ‘κανες με ατίμασες». Πρώτη αυτή την άφησε να
τη φτύσουν όλοι τη Μαρί: όταν άκουσαν στο χωριό πως γύρισε η Μαρί, τρέξανε όλοι να τη δουν και
δεν έμεινε άνθρωπος σχεδόν σ’ όλο το χωριό που να μην τρέξει στης γριάς: γέροι, παιδιά, γυναίκες,
κοπέλες, όλοι τους—ένα βιαστικό και λαίμαργο μπουλούκι. Η Μαρί ήταν πεσμένη στο πάτωμα,
μπροστά στα πόδια της γριάς, πεινασμένη, με σκισμένα ρούχα κι έκλαιγε. Όταν κατάφτασαν όλοι
τρέχοντας, η Μαρί πάσκισε να κρυφτεί μες στα ξεχτένιστα μαλλιά της κι είχε λες κολλήσει
μπρούμυτα στο πάτωμα. Όλοι ένα γύρω την κοιτάζανε σα να ‘ταν κάνα ερπετό∙ οι γέροι της ρίχναν
άδικο και τη μάλωναν, οι νέοι την κορόιδευαν κι όλες οι γυναίκες τη βρίζανε, της ρίχναν άδικο, την
κοιτάζανε με περιφρόνηση, λες και βλέπανε καμιάν αράχνη. Η μάνα τα επέτρεψε και γίνανε όλ’
αυτά, καθόταν κι η ίδια μπροστά, κούναγε το κεφάλι της και τα επιδοκίμαζε. Η μάνα κείνο τον καιρό
ήταν κιόλας πολύ άρρωστη, σχεδόν ετοιμοθάνατη∙ πραγματικά, σε δυο μήνες κι όλας πέθανε. Ήξερε
πως ζύγωνε το τέλος της κι ωστόσο δεν της πέρασε απ’ το νου να συχωρέσει την κόρη της ως την
τελευταία στιγμή, ούτε λέξη δεν της έλεγε μάλιστα, την έδιωχνε να κοιμηθεί, στο χαγιάτι, μήτε που
της έδινε καθόλου να φάει. Έπρεπε να βάζει συχνά τ’ άρρωστα πόδια της σε ζεστό νερό∙ η Μαρί της
έπλενε κάθε μέρα τα πόδια και την πρόσεχε: αυτή δεχόταν όλες τις περιποιήσεις της σιωπηλά και
μήτε μια λέξη τρυφερή δεν της είπε. Η Μαρί τα υπόμενε όλα, και γω αργότερα, όταν γνωρίστηκα
μαζί της, παρατήρησα πως κι αυτή η ίδια τα επιδοκίμαζε όλ’ αυτά, κι η ίδια θεωρούσε τον εαυτό της
για το χειρότερο παλιοθήλυκο του κόσμου. Όταν η γριά κρεβατώθηκε πια για καλά, ήρθαν και την
περιποιόνταν οι γριές του χωριού μια‐μια με τη σειρά—έτσι τα ‘χουν κανονισμένα εκεί κάτω. Τότε
πάψανε πια εντελώς να δίνουν φαΐ στη Μαρί και στο χωριό τη διώχνανε όλοι και κανένας δεν ήθελε
να της δώσει ούτε δουλειά, όπως γινόταν άλλοτε. Όλοι, λες και τη φτύνανε, κι οι άντρες πάψανε
μάλιστα να τη βλέπουν σα γυναίκα και δώσ’ του και της λέγανε βρομόλογα. Καμιά φορά, πολύ
σπάνια, όταν πίναν και μεθάγανε τις Κυριακές, της ρίχναν τίποτα πενταροδεκάρες για να σπάσουν
κέφι, τις ρίχνανε μες στα χώματα∙ η Μαρί τις μάζευε χωρίς να λέει τίποτα. Από τότε κιόλας άρχισε
να φτύνει αίμα. Τέλος, τα σκισμένα της ρούχα κουρελιάστηκαν πια ολότελα, τόσο που ντρεπότανε
να βγει στο χωριό∙ όσο για παπούτσια, απ’ τη μέρα που γύρισε, περπάταγε όλη την ώρα ξυπόλητη.
Τότε ήταν ίσα‐ίσα που, ιδιαίτερα τα παιδιά, όλο το τσούρμο—θα ‘ταν πάνω από σαράντα
σκολιαρόπαιδα—άρχισαν και την κορόιδευαν και της πέταγαν μάλιστα και λάσπες. Η Μαρί πήγε και
παρακάλεσε ένα βοσκό να την αφήσει να βόσκει τις γελάδες του, ο βοσκός όμως την έδιωξε. Τότε
και κείνη, χωρίς την άδειά του, άρχισε κι έφευγε μαζί με το κοπάδι και μονάχα σαν βράδιαζε
ξαναγύριζε σπίτι. Επειδή έφερνε πολύ όφελος στο βοσκό κείνος της έδινε και τίποτα απομεινάρια
απ’ το φαΐ του, τυρί και ψωμί. Αυτό το θεωρούσε μεγάλη καλοσύνη του. Όταν πέθανε η μάνα, ο
πάστορας δεν ντράπηκε να εξευτελίσει τη Μαρί μπροστά σ’ όλο τον κόσμο μες στην εκκλησία. Η
Μαρί στεκόταν πίσω απ’ το φέρετρο, έτσι όπως ήταν μες στα κουρέλια της κι έκλαιγε. Μαζεύτηκε
πολύς κόσμος να δει πώς θα κλαίει η Μαρί και πώς θα πηγαίνει πίσω απ’ το φέρετρο. Τότε ο
πάστορας—ήταν ακόμα νέος κι όλη του η φίλοδοξία ήταν να γίνει μεγάλος ιεροκήρυκας—γύρισε
στο εκκλησίασμα κι έδειξε τη Μαρί: «Ιδού η αιτία του θανάτου της εντίμου αυτής γυναικός (κι ήταν
ψέματα γιατί η γριά δυο χρόνια πριν πάλευε με την αρρώστια), ιδού αύτη ισταμένη ενώπιόν σας και
μη τολμώσα να υψώσει τους οφθαλμούς, διότι την έχει στιγματίσει ο δάκτυλος του Θεού∙ ιδού αύτη
γυμνόπους και ρακένδυτος— παράδειγμα δι’ εκείνους οίτινες απώλεσαν τας ηθικάς αυτών αρχάς!
Ποία είναι λοιπόν αύτη; Είναι η κόρη της!» και συνέχισε στον ίδιο τόνο. Και, φανταστείτε, αυτή η
προστυχιά άρεσε σχεδόν σε όλους τους, μα… εδώ έγινε μια περίεργη ιστορία∙ εδώ μπήκαν στη μέση
τα παιδιά, γιατί τότε πια τα παιδιά ήταν κιόλας με το μέρος μου κι αρχίσανε ν’ αγαπάνε τη Μαρί. Να

πώς έγιναν όλ’ αυτά: Μου ήρθε η επιθυμία να βοηθήσω κατά κάποιον τρόπο τη Μαρί∙ έπρεπε το
δίχως άλλο να της δώσω χρήματα, χρήματα όμως δεν είχα κει κάτω, ούτε καπίκι. Είχα μια μικρή
καρφίτσα μ’ ένα μπριλάντι και την πούλησα σ’ ένα μεταπράτη∙ γύριζε τα χωριά και πούλαγε παλιά
ρούχα. Μου ‘δωσε οχτώ φράγκα κι η καρφίτσα κόστιζε πάνω από σαράντα. Πολύν καιρό πάσκιζα να
συναντήσω τη Μαρί μόνη της: Τελικά συναντηθήκαμε έξω απ’ το χωριό, στο μονοπάτι της πλαγιάς,
κοντά σ’ ένα φράχτη πίσω από ‘να δέντρο. Εκεί της έδωσα τα οχτώ φράγκα και της είπα να τα
φυλάξει γιατί εγώ δε θα ‘χω άλλα πια κι ύστερα τη φίλησα και της είπα να μη βάλει με το νου της
πως είχα κανέναν κακό σκοπό και πως τη φιλάω όχι γιατί είμαι ερωτευμένος μαζί της μα γιατί τη
λυπάμαι πολύ και πως εγώ από μιας αρχής δεν τη θεώρησα ποτέ μου ένοχη στο παραμικρό, μα
πάντα την είχα μονάχα για δυστυχισμένη. Πολύ το ‘θελα να την παρηγορήσω κι όλας εκείνη τη φορά
και να την κάνω να πιστέψει πως δεν πρέπει να θεωρεί τον εαυτό της τόσο τιποτένιο μπροστά στους
άλλους, φαίνεται όμως πως εκείνη δεν κατάλαβε. Αυτό το πρόσεξα αμέσως, μόλο που εκείνη όλη
την ώρα σχεδόν σώπαινε και στεκόταν μπροστά μου, κοίταζε χάμω και φαινόταν να ντρέπεται
τρομερά. Όταν τέλειωσα μου φίλησε το χέρι και γω αμέσως της πήρα το χέρι κι ήθελα να το φιλήσω,
εκείνη όμως βιάστηκε να το τραβήξει. Ξάφνου, εκείνη τη στιγμή, μας πήραν είδηση τα παιδιά, ένα
ολάκερο τσούρμο∙ αργότερα έμαθα πως από καιρό με παρακολουθούσαν. Αρχίσανε να σφυρίζουν,
να χτυπάνε παλαμάκια και να γελάνε∙ η Μαρί το ‘βαλε στα πόδια. Έκανα να τους μιλήσω, εκείνα
όμως αρχίσανε και μου πέταγαν πέτρες. Την ίδια κείνη μέρα όλοι το μάθανε, όλο το χωριό∙ όλοι τα
βάλανε και πάλι με τη Μαρί: Τώρα πια δεν τη χωνεύανε δυο φορές χειρότερα. Άκουσα μάλιστα πως
θέλανε να την καταδικάσουν σε κάποια τιμωρία, δόξα τω Θεώ όμως το πράμα πέρασε και δεν έγινε
τίποτα∙ τα παιδιά ωστόσο δεν την άφηναν σε χλωρό κλαρί, την κοροϊδεύανε χειρότερα από πριν, της
πετάγανε λάσπες∙ την κυνηγούσανε κι αυτή έτρεχε να τους ξεφύγει και τ’ άρρωστο στήθος της,
λαχάνιαζε, κοβόταν η ανάσα της και κείνα δώσ’ του και την παίρναν το κατόπι και φωνάζανε και τη
βρίζανε. Μια φορά μάλιστα όρμησα να τα δείρω. Ύστερα άρχισα να τους μιλάω, τους μίλαγα κάθε
μέρα, όποτε μου τύχαινε ευκαιρία. Τα παιδιά ήταν φορές που σταματάγανε και μ’ ακούγανε, μόλο
που συνέχιζαν ακόμα και βρίζανε. Έκατσα και τους διηγήθηκα πόσο δυστυχισμένη είναι η Μαρί. Σε
λίγο πάψανε να βρίζουν κι αρχίσανε να σκορπίζουν αμίλητα. Σιγά‐σιγά, αρχίσαμε και κουβεντιάζαμε
και γω δεν τους έκρυβα τίποτα∙ τους τα διηγήθηκα όλα. Τα παιδιά μ’ ακούγανε με μεγάλη
περιέργεια και σε λίγο αρχίσανε και λυπόνταν τη Μαρί. Μερικά παιδιά, σαν τη συναντάγανε στο
δρόμο, άρχισαν και της λέγαν καλημέρα με πολλή καλοσύνη∙ εκεί κάτω το ‘χουν έθιμο σαν
συναντιώνται στο δρόμο—ας είναι κι άγνωστοι—να λένε «καλημέρα». Φαντάζουμαι πόσο θα
παραξενευόταν η Μαρί. Μια φορά, δυο μικρά κορίτσια οικονομήσανε λίγο φαΐ, πήγανε και της το
δώσανε κι ύστερα ήρθαν και μου το ‘πανε. Λέγανε πως η Μαρί έβαλε τα κλάματα και πως αυτές
πολύ την αγαπάνε τώρα. Σε λίγο άρχισαν και την αγαπούσαν κι όλα τ’ άλλα παιδιά και μαζί με
κείνην άρχισαν ξαφνικά ν’ αγαπάνε και μένα. Άρχισαν κι έρχονταν συχνά να με δούνε κι όλο με
παρακαλούσανε να τους πω μιαν ιστορία∙ έχω την εντύπωση πως τους έλεγα όμορφες ιστορίες γιατί
τους άρεσε πολύ να μ’ ακούνε. Και τ’ αποτέλεσμα ήταν ν’ αρχίσω και γω να μορφώνουμαι και
διάβαζα μόνο και μόνο για να ‘χω κάτι να τους διηγηθώ ύστερα, κι έτσι τρία χρόνια συνέχεια τους
έλεγα ιστορίες. Όταν αργότερα με κατηγορήσανε όλοι—ακόμα κι ο Σνάιντερ—γιατί κουβέντιαζα με
τα παιδιά σα να ‘τανε μεγάλοι και δεν τους έκρυβα τίποτα, εγώ τους απαντούσα πως είναι ντροπή
να τους λέμε ψέματα, πως τα παιδιά έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα, όσο κι αν προσπαθούν να τους
τα κρύψουν, και τα μαθαίνουν ίσως‐ίσως άσκημα, ενώ από μένα δεν τα μαθαίνουν άσκημα. Έφτανε
μονάχα να θυμηθεί ο καθένας τους πώς σκεφτόταν και τι ήξερε σαν ήταν παιδί. Αυτοί δε
συμφωνάγανε… Τη Μαρί τη φίλησα δυο βδομάδες πριν πεθάνει η μάνα της. Όταν λοιπόν ο
πάστορας έκανε το κήρυγμά του, όλα τα παιδιά ήταν κιόλας με το μέρος μου. Εγώ τους διηγήθηκα
αμέσως και τους εξήγησα αυτό που ‘χε κάνει ο πάστορας. Όλα τα παιδιά θυμώσανε μαζί του και
μερικά μάλιστα θύμωσαν τόσο πολύ, που του σπάσανε τα τζάμια με τις πέτρες. Εγώ τους είπα να
μην το ξανακάνουν γιατί αυτό πια ήταν κακό. Στο χωριό όμως, όλοι τα μάθανε αμέσως όλα και τότε
ήταν που αρχίσανε και με κατηγοράγανε πως είχα χαλάσει τα παιδιά. Ύστερα όλοι μάθανε πως τα
παιδιά αγαπάνε τη Μαρί και κατατρόμαξαν∙ η Μαρί όμως ήταν πια ευτυχισμένη. Οι πατεράδες
απαγορεύανε στα παιδιά ακόμα και να συναντούν τη Μαρί, τα παιδιά όμως πήγαιναν και τη βλέπαν
κρυφά στο κοπάδι της, αρκετά μακριά, σχεδόν μισό βέρστι απ’ το χωριό∙ της πηγαίνανε καλούδια

και μερικά πήγαιναν μόνο και μόνο για να την αγκαλιάσουν, να τη φιλήσουν και να της πουν: “Je
vous aime, Marie!” κι ύστερα να ξαναφύγουν τρέχοντας για το χωριό. Η Μαρί παραλίγο να χάσει το
μυαλό της από μια τέτοια αναπάντεχη ευτυχία: μήτε στ’ όνειρό της δεν το ‘χε δει αυτό∙ ντρεπόταν
και χαιρόταν και, το κυριότερο, των παιδιών τους άρεσε, ιδιαίτερα των κοριτσιών, να τρέχουν και να
τη βρίσκουν για να της πούνε πως εγώ την αγαπώ και τους μιλάω πολύ γι’ αυτήν. Της διηγήθηκαν
πως εγώ ήμουν εκείνος που τους τα είπα όλα και πως τώρα αυτά την αγαπάνε και τη λυπούνται και
θα την αγαπάνε πάντα. Ύστερα τρέχανε σε μένα και μου τα λέγανε, και τα προσωπάκια τους ήταν
τόσο χαρούμενα και πολυάσχολα, πώς μόλις τώρα είχαν δει τη Μαρί κι η Μαρί μου στέλνει
χαιρετίσματα. Τα βράδια πήγαινα στον καταρράχτη∙ ήταν εκεί ένα μέρος εντελώς κλειστό απ’ τη
μεριά του χωριού κι ολόγυρα είχε λεύκες∙ εκεί έρχονταν και με βρίσκανε τα παιδιά τ’ απογεύματα,
μερικά μάλιστα το σκάγανε κρυφά απ’ τα σπίτια τους. Μου φαίνεται πως ήταν τρομερή απόλαυση
γι’ αυτά η αγάπη μου για τη Μαρί, και σ’ αυτό μονάχα, σ’ όλα μου τα χρόνια που ‘ζησα εκεί κάτω, τα
ξεγέλασα. Δεν έκατσα να τους εξηγήσω πως εγώ δεν αγαπώ καθόλου τη Μαρί, δηλαδή δεν είμαι
καθόλου ερωτευμένος μαζί της, μα μονάχα τη λυπάμαι πολύ. Το ‘βλεπα καθαρά πως θα τους άρεσε
πολύ περισσότερο να ‘μαι ερωτευμένος μαζί της, έτσι όπως το ‘χαν φανταστεί μοναχά τους και το
‘χαν συμφωνήσει αναμεταξύ τους, και γι’ αυτό σώπαινα κι υποκρινόμουν πως είχαν μαντέψει
σωστά. Και πόση λεπτότητα, τι τρυφεράδα που ‘χαν αυτές οι μικρές καρδούλες: ανάμεσα στ’ άλλα
τους φάνηκε αδύνατο ο καλός τους Léon ν’ αγαπάει τόσο πολύ τη Μαρί κι η Μαρί να ‘ναι τόσο
κακοντυμένη και να περπατάει ξυπόλητη. Φανταστείτε, της βρήκανε και παπούτσια και κάλτσες κι
ασπρόρουχα, ακόμα και κάποιο φουστάνι∙ πώς τα καταφέρανε; Μου είναι αδύνατο να καταλάβω∙
όλο το τσούρμο δούλευε μαζί. Όταν τους ρώταγα, τα παιδιά δεν απαντούσαν τίποτα, μονάχα
γελάγανε χαρούμενα και τα μικρά κορίτσια χτύπαγαν παλαμάκια και με φιλούσαν. Ήταν μάλιστα
φορές που ‘θελα να πάω κρυφά και να δω τη Μαρί. Ήταν πια πολύ άρρωστη και μόλις‐μόλις
περπάταγε. Τελικά, έπαψε εντελώς να δουλεύει στου βοσκού, παρ’ όλ’ αυτά όμως έφευγε κάθε
πρωί μαζί με το κοπάδι. Καθόταν παράμερα∙ εκεί υπήρχε, σ’ έναν σχεδόν κάθετο βράχο, μια
προεξοχή. Η Μαρί καθόταν στη μέσα‐μέσα γωνιά, εκεί που δεν την έβλεπε κανείς, καθόταν πάνω
στην πέτρα κι έμενε κει ασάλευτη όλη σχεδόν τη μέρα, απ’ το πρωί ως την ώρα που ‘φευγε το
κοπάδι. Ήταν πια τόσο αδυνατισμένη απ’ τη αρρώστια, που την περισσότερη ώρα καθόταν με τα
μάτια κλειστά, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο βράχο και μισοκοιμόταν, ανασαίνοντας βαριά. Το
πρόσωπό της είχε γίνει σα σκελετός κι ο ιδρώτας έσταζε απ’ το μέτωπο και τα μελίγγια της. Έτσι την
έβρισκα πάντα. Ερχόμουν για ένα λεπτό∙ και γω δεν ήθελα να με δουν. Μόλις έφτανα, η Μαρί
ανασκιρτούσε, άνοιγε να μάτια της κι άρχιζε να μου φιλάει τα χέρια. Εγώ δεν τ’ αποτραβούσα πια
γιατί για κείνην αυτό ήταν μια ευτυχία. Όλη την ώρα που καθόμουνα κοντά της, έτρεμε κι έκλαιγε∙ η
αλήθεια είναι πως μερικές φορές κάτι πάσκιζε να πει μα ήταν δύσκολο να την καταλάβεις. Ώρες‐
ώρες ήταν σαν τρελή, τρομερά ταραγμένη κι ενθουσιασμένη. Ήταν φορές που έρχονταν και τα
παιδιά μαζί μου. Στις περιπτώσεις αυτές, στέκονταν συνήθως λίγο πιο κάτω και μας φύλαγαν από
κάποιον κι από κάτι, κι αυτό τους έδινε εξαιρετική ευχαρίστηση. Όταν φεύγαμε, η Μαρί έμενε και
πάλι μονάχη της, ακίνητη όπως και πριν, έχοντας κλειστά τα μάτια και το κεφάλι της ακουμπισμένο
στο βράχο∙ ίσως κάτι να ονειρευόταν. Ένα πρωί δεν είχε πια τη δύναμη να πάει ως το κοπάδι κι
έμεινε στο άδειο σπίτι της. Τα παιδιά το μάθανε αμέσως και σχεδόν όλα πήγαν εκείνη τη μέρα να τη
δουν. Η Μαρί κειτόταν στο κρεβάτι της μόνη, ολομόναχη. Δυο μέρες την περιποιόνταν μονάχα τα
παιδιά που έρχονταν και τη βλέπανε ένα‐ένα με τη σειρά, ύστερα όμως, όταν μαθεύτηκε στο χωριό
πως η Μαρί είναι πραγματικά στα τελευταία της, τότε άρχισαν και πήγαιναν οι γριές στο σπίτι της
και τη φρόντιζαν με βάρδιες. Αν δεν κάνω λάθος, φαίνεται πως στο χωριό άρχισαν και τη λυπόνταν
τη Μαρί τουλάχιστον τα παιδιά δεν τα εμποδίζανε ούτε τα μαλώνανε σαν πρώτα. Η Μαρί όλη την
ώρα βρισκόταν σε λήθαργο κι ο ύπνος της ήταν ταραγμένος: Έβηχε τρομερά. Οι γριές διώχνανε τα
παιδιά, εκείνα όμως έρχονταν τρέχοντας στο παράθυρο, καμιά φορά μονάχα για ένα λεπτό, για να
πουν μονάχα: “Bonjour, notre bonne Marie”. Και κείνη, μόλις τα ‘βλεπε ή τ’ άκουγε, ζωήρευε, κι
αμέσως, χωρίς ν’ ακούει τις γριές, πάσκιζε ν’ ανασηκωθεί στον αγκώνα και τους κούναγε το κεφάλι,
ευχαριστώντας τα. Τα παιδιά, όπως και πρώτα, της φέρνανε καλούδια, αυτή όμως δεν έτρωγε
σχεδόν τίποτα. Εξαιτίας των παιδιών, σας βεβαιώ πως πέθανε σχεδόν ευτυχισμένη. Η αγάπη των
παιδιών την έκανε και ξέχασε τις μαύρες συμφορές της, ήταν σάμπως να δέχτηκε τη συγνώμη χάρη

σ’ αυτά, γιατί ως το τέλος θεωρούσε τον εαυτό της μεγάλη αμαρτωλή. Εκείνα, σαν πουλάκια,
χτυπάγανε με τα μικρά τους φτερά στα παράθυρά της και της φωνάζανε κάθε πρωί: “Nous t’
aimons, Marie”. H Μαρί πέθανε πολύ γρήγορα. Νόμιζα πως θα ζούσε πολύ περισσότερο. Την
παραμονή του θανάτου της, λίγο πριν πέσει ο ήλιος, πέρασα να τη δω∙ νομίζω πως με γνώρισε, και
γω για τελευταία φορά της έσφιξα το χέρι. Πόσο αποσκελετωμένο είχε γίνει το χέρι της! Και
ξαφνικά, τ’ άλλο πρωί, έρχονται και μου λένε πως η Μαρί πέθανε. Τότε πια ήταν αδύνατο να τα
συγκρατήσεις τα παιδιά. Της στολίσανε όλο το φέρετρο με λουλούδια και της φόρεσαν ένα στεφάνι
στο κεφάλι. Ο πάστορας στην εκκλησία δεν είπε πια τίποτα κακό για τη νεκρή, μα και στην κηδεία
ήταν πολύ λίγος ο κόσμος, έτσι μονάχα από περιέργεια είχαν έρθει μερικοί∙ μα όταν ήρθε η ώρα να
πάρουν το φέρετρο, τα παιδιά όρμησαν όλα μαζί για να το σηκώσουν εκείνα. Επειδή δεν
μπορούσαν να το σηκώσουν μόνα τους, βοηθούσαν, όλο τρέχαν πίσω απ’ το φέρετρο και κλαίγανε.
Από τότε, το μικρό μνήμα της Μαρί έγινε το προσκύνημα των παιδιών: Το στολίζουν κάθε χρόνο με
λουλούδια, γύρω‐γύρω έχουν φυτέψει τριανταφυλλιές. Μα από κείνη την κηδεία κι ύστερα άρχισε
και με κατάτρεχε όλο το χωριό εξαιτίας των παιδιών. Αυτοί που βάζαν κυρίως τους χωριάτες στα
αίματα, ήταν ο πάστορας κι ο δάσκαλος. Απαγορέψανε στα παιδιά με τον αυστηρότερο τρόπο να με
βλέπουν και μάλιστα ο Σνάιντερ αναγκάστηκε να υποσχεθεί πως δε θ’ αφήσει κανένα παιδί να με
πλησιάσει. Παρ’ όλ’ αυτά όμως, εμείς βλεπόμασταν, συνεννογιόμασταν από μακριά με νοήματα.
Μου στέλναν τα μικρά τους σημειώματα. Τελικά όλ’ αυτά σταμάτησαν, τότε όμως ήταν πολύ
όμορφα∙ μέσα σε κείνη την καταδίωξη, ήρθα μάλιστα σε στενότερη επαφή με τα παιδιά. Τον
τελευταίο χρόνο συμφιλιώθηκα σχεδόν με τον Τιμπό και τον πάστορα. Όσο για το Σνάιντερ, μου
μίλαγε πολύ και λογομαχούσε μαζί μου για το βλαβερό μου «σύστημα» με τα παιδιά. Τι σύστημα
μπορούσα να ‘χω εγώ! Τελικά, ο Σνάιντερ μου είπε μια πολύ παράξενη σκέψη του—αυτό πια έγινε
λίγο πριν φύγω—μου είπε πως βεβαιώθηκε απόλυτα πως και γω ο ίδιος είμαι ένα παιδί, δηλαδή
ολότελα παιδί, πως μονάχα στο μπόι και στο πρόσωπο μοιάζω με άντρα μα στην ανάπτυξη μου,
στην ψυχή, στο χαρακτήρα, ίσως‐ίσως και στο μυαλό, δεν έχω ενηλικιωθεί και θα μείνω έτσι έστω κι
αν ζήσω εξήντα χρόνια. Εγώ γέλασα τότε με την καρδιά μου: είναι φανερό πως έχει άδικο: γιατί, τι
σόι μικρό παιδί είμαι γω; Ένα μονάχα είναι αλήθεια∙ πραγματικά, δε μ’ αρέσει να βρίσκουμαι με
μεγάλους, με κόσμο, με ηλικιωμένους—κι αυτό το ‘χω παρατηρήσει από καιρό—δε μ’ αρέσει γιατί
δεν ξέρω πώς να φερθώ μαζί τους. Ό,τι κι αν μου λένε, όσο καλοί κι αν είναι μαζί μου, εγώ πάντοτε,
δεν ξέρω γιατί, στεναχωριέμαι, κι είμαι τρομερά χαρούμενος όταν μπορώ να το σκάσω και να πάω
στους φίλους μου και φίλοι μου ήταν πάντοτε τα παιδιά, μα όχι γιατί και γω ήμουν μικρό παιδί, μα
απλώς και μόνο γιατί κάτι με τραβούσε κοντά τους. Όταν, στην αρχή ακόμα της ζωής μου στο
χωριό—τότε που πήγαινα μονάχος μου στο βουνό να μελαγχολήσω—όταν, περιδιαβάζοντας μόνος
μου, άρχισα να τα συναντάω καμιά φορά ιδιαίτερα τα μεσημέρια σαν σκολάγανε, όλο κείνο το
πολυθόρυβο σμάρι, όλα κείνα τα παιδιά που τρέχανε με τις μικρές τους σάκες και τις πλάκες, με
φωνές, με γέλια, με παιχνίδια, ένιωθα τότε μ’ όλη μου τη ψυχή πως θέλω να βρεθώ κοντά τους. Δεν
ξέρω, μα άρχισα να νιώθω ένα εξαιρετικά δυνατό, ένα ευτυχισμένο συναίσθημα, κάθε φορά που τα
συναντούσα. Σταμάταγα και γελούσα από ευτυχία κοιτάζοντας τα μικρά ποδαράκια τους που
τρέχαν και πεταλούδιζαν ασταμάτητα, τ’ αγοράκια και τα κοριτσάκια που τρέχανε μαζί, τα γέλια και
τα δάκρυα (γιατί πολλά πρόφταιναν κι όλας να τσακωθούν, να βάλουν τα κλάματα, να
ξαναφιλιώσουν και να παίξουν, όσο να φτάσουν τρέχοντας απ’ το σχολειό στο σπίτι) και ξέχναγα
τότε όλη μου τη θλίψη. Αργότερα μάλιστα, όλα κείνα τα τρία χρόνια, μου ήταν αδύνατο να
καταλάβω πώς θλίβονται και γιατί θλίβονται οι άνθρωποι. Είχα συνδέσει τη μοίρα μου με τα παιδιά.
Δε λογάριαζα ποτέ ν’ αφήσω το χωριό, ούτε μου πέρασε καν απ’ το νου τέτοιο πράμα—πως θα
ξεκινήσω καμιά φορά και θα ‘ρθω εδώ στη Ρωσία. Είχα την εντύπωση πως θα μείνω για πάντα εκεί,
είδα όμως επιτέλους πως ο Σνάιντερ δεν μπορούσε βέβαια να με συντηρεί επ’ άπειρον κι εξάλλου
μεσολάβησε και μια υπόθεση που φαίνεται να ‘ναι τόσο σπουδαία ώστε ο Σνάιντερ μου είπε ο ίδιος
να βιαστώ και να φεύγω κι απάντησε αυτός ο ίδιος για λογαριασμό μου. Έχω σκοπό να εξακριβώσω
περί τίνος ακριβώς πρόκειται και θα συμβουλευτώ κάνα δυο ανθρώπους. Μπορεί η μοίρα μου ν’
αλλάξει εντελώς, όλ’ αυτά ωστόσο δεν έχουν σημασία κι ούτε είναι το κυριότερο. Το κυριότερο είναι
πως απ’ τα τώρα κιόλας έχει αλλάξει όλη μου η ζωή. Έχω αφήσει πολλά κει κάτω, πάρα πολλά. Όλα
χάθηκαν. Καθόμουν στο βαγόνι και σκεφτόμουν: «Τώρα πάω στους ανθρώπους∙ ίσως‐ίσως να μην

ξέρω τίποτα∙ ωστόσο αρχίζει για μένα μια καινούργια ζωή». Αποφάσισα να εκπληρώσω την
αποστολή μου τίμια και σταθερά. Με τους ανθρώπους, ίσως να πλήξω και να στεναχωρεθώ. Για
κάθε ενδεχόμενο αποφάσισα να ‘μαι μ’ όλους ευγενικός κι ειλικρινής∙ γιατί βέβαια κανένας δε θα
μου ζητήσει τίποτα περισσότερο. Μπορεί και δω να με θεωρήσουν μικρό παιδί—ας με θεωρήσουν!
Επίσης, δεν ξέρω γιατί, όλοι μ’ έχουν για ηλίθιο∙ πραγματικά, κάποτε ήμουν τόσο άρρωστος που
έμοιαζα, είν’ αλήθεια, με ηλίθιο∙ μα τι σόι ηλίθιος είμαι τώρα μια και το καταλαβαίνω ο ίδιος πως
με θεωρούν ηλίθιο; Μπαίνω κάπου και σκέφτουμαι: «Να, αυτοί με θεωρούν ηλίθιο, ωστόσο εγώ
είμαι έξυπνος και κείνοι δεν το παίρνουν είδηση…» Συχνά μου περνάει αυτή η σκέψη. Όταν στο
Βερολίνο πήρα από κει κάτω μερικά μικρά γράμματα που είχαν προφτάσει κι όλας να μου γράψουν
τα παιδιά, τότε μονάχα το κατάλαβα πόσο τ’ αγαπούσα. Σφίγγεται η καρδιά σου σαν παίρνεις το
πρώτο γράμμα! Πόση ήταν η θλίψη τους σαν μ’ αποχαιρετούσαν! Ένα μήνα πριν φύγω, είχαν
αρχίσει κιόλας να με κατευοδώνουν: «Léon s’ en va, Léon s’ en va pour toujours» («Ο Λεόν φεύγει, ο
Λεόν φεύγει για πάντα!») Κάθε βράδυ μαζευόμασταν σαν και πρώτα κοντά στον καταρράχτη κι όλο
μιλάγαμε για το πώς θα χωρίσουμε. Ώρες‐ώρες, ήταν το ίδιο εύθυμα όπως και πριν μονάχα σα
χωρίζαμε για να πάμε για ύπνο, τα παιδιά άρχιζαν να μ’ αγκαλιάζουν δυνατά και θερμά, πράμα που
δε συνέβαινε πριν. Μερικά έρχονταν για μια στιγμή και με βλέπανε κρυφά, ένα‐ένα, μόνο και μόνο
για να μ’ αγκαλιάσουν και να με φιλήσουν σα θα ‘μασταν μόνοι, όχι μπροστά στους άλλους. Όταν
ήρθε η μέρα να φύγω, όλα τα παιδιά, όλα μαζεμένα, με ξεπροβόδισαν ως το σταθμό. Ο
σιδηροδρομικός σταθμός ήταν κάπου ένα βέρστι μακριά απ’ το χωριό μας. Συγκρατιόνταν για να
μην κλάψουν, ήταν όμως πολλά παιδιά που δεν τα καταφέρανε να κρατήσουν τα δάκρυά τους και
κλαίγανε δυνατά, ιδιαίτερα τα κοριτσάκια. Βιαζόμασταν για να μην αργήσουμε, ήταν όμως και
παιδιά που ξέφευγαν ξάφνου απ’ το σμάρι τους κι ορμάγανε σε μένα, εκεί καταμεσίς του δρόμου,
και μ’ αγκάλιαζαν με τα μικρά τους τα χεράκια και με φιλούσαν και μας καθυστερούσαν όλους∙ και
μεις, μόλο που βιαζόμασταν, όλο και σταματάγαμε ωστόσο και περιμέναμε ώσπου να μ’
αποχαιρετήσουν. Όταν έκατσα στο βαγόνι και το τρένο ξεκίνησε, όλα τα παιδιά μου φωνάζανε
«ζήτω!» και πολλήν ώρα στέκονταν εκεί, ώσπου πια χάθηκε απ’ τα μάτια τους το τρένο. Και γω
επίσης τα κοίταζα… Ακούστε, όταν πρωτομπήκα δω μέσα και κοίταξα τ’ αξιαγάπητα πρόσωπά σας—
πρέπει να ξέρετε πως τώρα κοιτάζω με μεγάλη προσοχή τα πρόσωπα—κι άκουσα τα πρώτα σας
λόγια, ένιωσα για πρώτη φορά από τότε να ξαλαφρώνει η ψυχή μου. Πριν από λίγο σκέφτηκα
μάλιστα πως ίσως και στ’ αλήθεια να ‘μαι απ’ τους τυχερούς: γιατί το ξέρω πως δεν είναι και τόσο
εύκολο να συναντήσει κανείς ανθρώπους που να τους αγαπήσει απ’ την πρώτη στιγμή, ενώ εγώ,
μόλις βγήκα απ’ το βαγόνι, σας συνάντησα. Το ξέρω πολύ καλά πως είναι ντροπή να μιλάει κανείς
για τα αισθήματά του έτσι μπροστά σ’ όλους, να όμως που εσάς, σας λέω τι νιώθω και δε
ντρέπομαι. Δύσκολα κάνω παρέα μ’ ανθρώπους κι ίσως αργήσω να σας ξαναεπισκεφτώ. Μην το
πάρετε από κακό: Δεν το ‘πα γιατί δεν εκτιμώ τη φιλία σας, και μη νομίσετε πως είμαι για
οποιονδήποτε λόγο πειραγμένος. Με ρωτήσατε για τα πρόσωπά σας και θέλατε να σας πω τι
παρατήρησα, θα σας το πω με μεγάλη μου ευχαρίστηση. Εσείς, Αδελαΐδα Ιβάνοβνα, έχετε ένα
ευτυχισμένο πρόσωπο, κι απ’ τα τρία πρόσωπα το πιο συμπαθητικό. Εκτός απ’ το ότι είστε πολύ
όμορφη, σας κοιτάει κανείς και σκέφτεται: «Το πρόσωπό της είναι σαν το πρόσωπο μιας
καλόκαρδης αδερφής». Πλησιάζετε τα πράματα απλά κι εύθυμα, ξέρετε όμως να γνωρίζετε γρήγορα
τις καρδιές των ανθρώπων. Έτσι το βλέπω εγώ το πρόσωπό σας. Και το δικό σας πρόσωπο,
Αλεξάνδρα Ιβάνοβνα, είν’ επίσης υπέροχο και πολύ αξιαγάπητο, δεν αποκλείεται όμως να ‘χετε
κάποια κρυφή θλίψη∙ η ψυχή σας, χωρίς αμφιβολία, είναι αγαθότατη, δεν είστε όμως εύθυμη. Το
πρόσωπό σας έχει ένα ύφος που μοιάζει με τη Μαντόνα του Χολμπάιν στη Δρέσδη. Αυτά λοιπόν για
τα πρόσωπά σας∙ μάντεψα καλά: Γιατί σεις οι ίδιες μ’ έχετε για άνθρωπο που ξέρει να μαντεύει. Για
το δικό σας πρόσωπο όμως, Λιζαβέτα Προκόφιεβνα,—γύρισε ξάφνου στη στρατηγίνα,—για το δικό
σας πρόσωπο όχι μονάχα μου φαίνεται, μα είμαι απόλυτα σίγουρος πως είσαστε εντελώς παιδί σ’
όλα, σ’ όλα, σ’ όλα τα καλά και σ’ όλα τα κακά, παρά την ηλικία σας. Δεν πιστεύω να μου θυμώνετε
που σας τα λέω αυτά, έτσι δεν είναι; Ξέρετε πόσο τα εκτιμάω τα παιδιά. Μη νομίσετε πως σας τα
είπα όλ’ αυτά τα σχετικά με τα πρόσωπά σας από αφέλεια: ω, όχι, κάθε άλλο! Δεν αποκλείεται να
‘χα και γω το σκοπό μου.

VII
ΟΤΑΝ Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ σώπασε, όλες τον κοίταζαν εύθυμα, ακόμα κι η Αγλαΐα, ιδιαίτερα όμως η
Λιζαβέτα Προκόφιεβνα.
— Να λοιπόν που τον υποβάλαμε σ’ εξετάσεις!—ξεφώνισε αυτή.
— Λοιπόν, ευγενέστατες δεσποσύνες μου, νομίζατε πως θα τον παίρνατε υπό την προστασία σας,
σαν κανένα απροστάτευτο φτωχαδάκι, ενώ αυτός, μόλις που καταδέχτηκε να σας θεωρήσει άξιες
προσοχής κι αυτό μονάχα υπό όρους: πως θα ‘ρχεται σπάνια μονάχα να σας βλέπει. Να λοιπόν που
την πάθαμε όλοι μας, και πιο πολύ απ’ όλους ο Ιβάν Φιοντόροβιτς∙ γι’ αυτό χαίρουμαι με την καρδιά
μου. Μπράβο, πρίγκηψ, μας είπαν πριν από λίγο να σας υποβάλουμε σ’ εξετάσεις. Όσο για κείνα
που είπατε για το πρόσωπό μου, είναι όλα αληθινότατα: Είμ’ ένα παιδί και το ξέρω. Το ‘ξερα και
πριν μου το πείτε∙ εκφράσατε ίσα‐ίσα τη σκέψη μου με μια μονάχα λέξη. Θεωρώ το χαραχτήρα σας
απόλυτα όμοιο με το δικό μου και χαίρω πολύ γι’ αυτό. Σα δυο σταγόνες νερό. Μονάχα που σεις
είστε άντρας και γω γυναίκα και δεν έκανα στην Ελβετία∙ αυτή είναι όλη κι όλη η διαφορά.
— Μη βιάζεστε, maman,—φώναξε η Αγλαΐα.—Ο πρίγκηψ λέει πως αν έκανε όλες αυτές τις
εξομολογήσεις, είχε το σκοπό του και δεν τις είπε από αφέλεια.
— Ναι, ναι,—γελούσαν οι άλλες.
— Μην ειρωνεύεστε καλές μου, μπορεί να ‘ναι πιο πονηρός κι απ’ τις τρεις σας. Θα δείτε. Όμως,
γιατί δεν είπατε τίποτα για την Αγλαΐα, πρίγκηψ; Η Αγλαΐα περιμένει και γω περιμένω.
— Δεν μπορώ να πω τίποτα τώρα∙ θα σας πω αργότερα.
— Γιατί; Δεν είναι αξιοπρόσεχτη;
— Ω, ναι, αξιοπρόσεχτη∙ είσαστε εξαιρετική καλλονή, Αγλαΐα Ιβάνοβνα. Είσαστε τόσο όμορφη που
φοβάται κανείς να σας κοιτάξει.
— Αυτό ήταν όλο; Κι ο χαρακτήρας της;—επέμενε η στρατηγίνα.
— Την ομορφιά είναι δύσκολο να την κρίνει κανείς. Δεν έχω προετοιμαστεί ακόμα. Η ομορφιά είναι
αίνιγμα.
— Αυτό σημαίνει πως βάλατε στην Αγλαΐα ένα αίνιγμα,—είπε η Αδελαΐδα.—Άντε λύσ’ το να σε δω,
Αγλαΐα. Κι είναι όμορφη, πρίγκηψ; Δεν είναι όμορφη;
— Εξαιρετικά όμορφη!—απάντησε με θέρμη ο πρίγκιπας και κοίταξε συνεπαρμένος την Αγλαΐα∙ —
σχεδόν σαν τη Ναστάσια Φιλίπποβνα, μόλο που το πρόσωπο είναι εντελώς διαφορετικό!
Όλες κοιτάχτηκαν απορεμένες.
— Σαν ποιά‐α‐α;—έσυρε τη φωνή της η στρατηγίνα.—Σαν τη Ναστάσια Φιλίπποβνα; Πού την είδατε
τη Ναστάσια Φιλίπποβνα; Ποια Ναστάσια Φιλίπποβνα;
— Πριν από λίγο ο Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς έδειξε στον Ιβάν Φιοντόροβιτς τη φωτογραφία της.

— Πώς; Έφερε στον Ιβάν Φιοντόροβιτς τη φωτογραφία της;
— Να τη δείξει. Η Ναστάσια Φιλίπποβνα χάρισε στο Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς τη φωτογραφία της και
κείνος την έφερε να του τη δείξει.
— Θέλω να τη δω!—πετάχτηκε η στρατηγίνα.—Πού είναι αυτή η φωτογραφία; Αν του τη χάρισε, θα
πρέπει να την έχει μαζί του, κι αυτός σίγουρα είναι ακόμα στο γραφείο. Τις Τετάρτες έρχεται πάντα
να δουλέψει και ποτέ δε φεύγει πριν απ’ τις τέσσερις. Να φωνάξουν αμέσως το Γαβρίλα
Αρνταλιόνοβιτς! Όχι, δε φλέγουμαι και τόσο απ’ την επιθυμία να τον δω. Κάντε μου τη χάρη,
πρίγκηψ, καλούλη μου, πηγαίνετε στο γραφείο, πάρτε του τη φωτογραφία και φέρτε την εδώ. Πέστε
πως θέλουμε να τη δούμε. Σας παρακαλώ πολύ.
— Καλός είναι, μονάχα που φαίνεται υπερβολικά αφελής,— είπε η Αγλαΐα σαν έφυγε ο πρίγκιπας.
— Ναι, κάτι παραπάνω από υπερβολικά,—επιβεβαίωσε η Αλεξάνδρα,—τόσο που καταντάει και
λιγάκι κωμικός.
Και η μια και η άλλη, λες και δεν έλεγαν ως το τέλος όλη τη σκέψη τους.
— Ωστόσο, τα κατάφερε μια χαρά και ξεγλίστρησε με τα πρόσωπά μας,—είπε η Αγλαΐα.—Όλες μας
κολάκεψε, ακόμα και τη maman.
— Άσε, σε παρακαλώ, τις εξυπνάδες,—φώναξε η στρατηγίνα. —Δεν ήταν αυτός που με κολάκεψε,
εγώ κολακεύτηκα.
— Νομίζεις πως πάσκιζε να ξεγλιστρήσει;—ρώτησε η Αδελαΐδα.
— Νομίζω πως δεν είναι και τόσο αφελής.
— Πάψε!—θύμωσε η στρατηγίνα.—Και γω σας λέω πως είσαστε πιο γελοίες απ’ τον πρίγκιπα. Είναι
αφελής, έχει όμως τα μυαλά του τετρακόσια, με την πιο ευγενική σημασία της λέξης εννοείται.
Ακριβώς όπως και γω.
«Και βέβαια είναι κακό που μου ξέφυγε και μίλησα για τη φωτογραφία—σκεφτόταν ο πρίγκιπας
πηγαίνοντας προς το γραφείο και νιώθοντας μερικές τύψεις—Όμως…ίσως και να ‘κανα καλά που
μου ξέφυγε και το ‘πα…» Άρχισε και του πέρναγε απ’ το νου μια παράξενη σκέψη που, για να λέμε
την αλήθεια, δεν ήταν κι εντελώς ξεκάθαρη.
Ο Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς καθόταν ακόμα στο γραφείο κι ήταν βυθισμένος στα χαρτιά του. Καθώς
φαίνεται, πραγματικά τον κέρδιζε με το μόχτο του το μισθό που ‘παιρνε απ’ τη Ανώνυμη Εταιρεία.
Έδειξε μεγάλη αμηχανία και ταραχή όταν ο πρίγκιπας του ζήτησε τη φωτογραφία και του εξήγησε
πώς έγινε και μάθανε οι κυρίες γι’ αυτή τη φωτογραφία.
— Ε‐ε‐χ! Τι σας ήρθε να φλυαρήσετε!—ξεφώνισε με θυμό και παράπονο.—Δεν καταλαβαίνετε
τίποτα… Ηλίθιε!—μουρμούρισε μες απ’ τα δόντια του.
— Να με συγχωρείτε, δεν το ‘κανα καθόλου από σκοπού. Το ‘φερε η κουβέντα. Είπα πως η Αγλαΐα
είναι σχεδόν το ίδιο όμορφη σαν τη Ναστάσια Φιλίπποβνα.
Ο Γάνια τον παρακάλεσε να του τα διηγηθεί λεπτομερέστερα∙ ο πρίγκιπας του τα διηγήθηκε. Ο
Γάνια τον ξανακοίταξε κοροϊδευτικά.

— Σας κόλλησε βλέπω η Ναστάσια Φιλίπποβνα…—μουρμούρισε αυτός μα δεν τέλειωσε τη φράση
του κι απόμεινε σκεφτικός. Ήταν φανερά ταραγμένος. Ο πρίγκιπας του θύμισε τη φωτογραφία.—
Ακούστε, πρίγκηψ,—είπε ξαφνικά ο Γάνια, λες και του πέρασε μια αναπάντεχη σκέψη::—Έχω να σας
ζητήσω μια μεγάλη, μια πολύ μεγάλη χάρη… Μονάχα που δεν ξέρω αλήθεια αν…
Τα ‘χασε και δεν τέλειωσε τη φράση του∙ προσπαθούσε να πάρει μιαν απόφαση κι ήταν σάμπως να
πάλευε με τον εαυτό του. Ο πρίγκιπας περίμενε σωπαίνοντας. Ο Γάνια τον κοίταξε ακόμα μια φορά
από πάνω ως κάτω μ’ ένα εξεταστικό, επίμονο βλέμμα.
— Πρίγκηψ,—ξανάρχισε να λέει ο Γάνια,—οι κυρίες τώρα… εξαιτίας ενός πολύ παράξενου
περιστατικού… και γελοίου… και για το οποίο δε φταίω καθόλου… ε, με δυο λόγια όλ’ αυτά είναι
περιττά… φαίνεται πως οι κυρίες είναι λίγο θυμωμένες μαζί μου, τόσο που από αρκετόν καιρό δεν
πηγαίνω στα διαμερίσματά τους χωρίς να με καλέσουν. Μου είναι τρομερά απαραίτητο να μιλήσω
τώρα με την Αγλαΐα Ιβάνοβνα. Για κάθε ενδεχόμενο έχω γράψει μερικά λόγια (στα χέρια του
βρέθηκε ένα μικρό διπλωμένο χαρτάκι) και δεν ξέρω πώς να της το δώσω. Μήπως θα ‘χατε την
καλοσύνη, πρίγκηψ, να το δώσετε σεις, τώρα, στην Αγλαΐα Ιβάνοβνα, μονάχα στην Αγλαΐα Ιβάνοβνα
όμως, δηλαδή έτσι που να μην το δει κανείς, καταλαβαίνετε; Δεν είναι κανένα τρομερό μυστικό, σ’
όλ’ αυτά δεν υπάρχει τίποτα το… μα… Θα μου κάνετε αυτή τη χάρη;
— Δε μου είναι και τόσο ευχάριστο,—απάντησε ο πρίγκιπας.
— Αχ, πρίγκηψ, πρόκειται για ζήτημα εσχάτης ανάγκης!— άρχισε να παρακαλάει ο Γάνια.—Αυτή,
ίσως μου απαντήσει… Πιστέψτε με, μονάχα σε μια έσχατη ανάγκη, μονάχα στην πιο έσχατη ανάγκη
θα μπορούσα ν’ απευθυνθώ… Με ποιον άλλο να το στείλω λοιπόν; Είναι πολύ σημαντικό. Έχει
τρομερή σημασία για μένα…
Ο Γάνια φοβόταν τρομερά πως ο πρίγκιπας δε θα δεχτεί και τον κοίταζε πού και πού δειλά και
ικετευτικά στα μάτια.
— Ας είναι, θα της το δώσω.
— Μονάχα να μην το δει κανείς,—τον παρακαλούσε χαρούμενος ο Γάνια,—και, ακούστε, πρίγκηψ,
βασίζουμαι στο λόγο της τιμής σας, έτσι;
— Δε θα το δείξω σε κανέναν,—είπε ο πρίγκιπας.
— Το σημείωμα δεν είναι σφραγισμένο, μα…—του ξέφυγε για μια στιγμή του Γάνια κι ύστερα
σώπασε αμήχανος.
— Ω, δε θα το διαβάσω,—απάντησε εντελώς απλά ο πρίγκιπας, πήρε τη φωτογραφία και βγήκε απ’
το γραφείο.
Ο Γάνια, μένοντας μονάχος, άρπαξε με τα χέρια το κεφάλι του.
«Μια μονάχα λέξη της και γω… και γω, μα την αλήθεια, ίσως να τα χαλάσω!»
Δεν μπορούσε πια να ξανακάτσει να δουλέψει απ’ την ταραχή και την ανυπομονησία του κι άρχισε
να κόβει βόλτες απ’ τη μια γωνιά του γραφείου στην άλλη.
Ο πρίγκιπας άφησε το Γάνια συλλογισμένος. Του ‘χε κάνει δυσάρεστη εντύπωση η αποστολή που
του αναθέσανε, του ‘χε κάνει δυσάρεστη εντύπωση πως ο Γάνια έστελνε σημείωμα στην Αγλαΐα.

Όμως, δυο δωμάτια πριν απ’ το σαλόνι, σταμάτησε ξαφνικά, σα να θυμήθηκε κάτι κοίταξε, γύρω
του, πλησίασε στο παράθυρο, πιο κοντά στο φως κι άρχισε να κοιτάει τη φωτογραφία της
Ναστάσιας Φιλίπποβνας.
Λες κι ήθελε να μαντέψει κάτι που κρυβότανε σε κείνο το πρόσωπο και που του ‘χε κάνει εντύπωση
πριν λίγη ώρα. Η προηγούμενη εκείνη εντύπωση δεν τον είχε αφήσει ούτε μια στιγμή σχεδόν, και
τώρα σάμπως να βιαζότανε να την επαληθεύσει. Αυτό το ασυνήθιστο πρόσωπο, εξαιτίας της
ομορφιάς του κι εξαιτίας ενός κάτι άλλου του ‘κανε τώρα ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση. Λες κι
υπήρχαν σ’ αυτό το πρόσωπο μια απέραντη περηφάνια και περιφρόνηση, σχεδόν μίσος, και
ταυτόχρονα κάτι το εύπιστο, κάτι το καταπληκτικά απλόκαρδο. Αυτές οι δυο αντιθέσεις γεννούσαν
μέσα σου κάτι σχεδόν σαν οίχτο, όταν κοίταζες αυτά τα χαρακτηριστικά. Αυτή η εκτυφλωτική
ομορφιά ήταν, μπορεί να πει κανείς, ανυπόφορη, μια ομορφιά χλομού προσώπου, με σχεδόν
βουλιαγμένα μάγουλα και φλογισμένα μάτια. Παράξενη ομορφιά! Ο πρίγκιπας έμεινε κοιτάζοντας
κάπου ένα λεπτό, ύστερα ξαφνικά συνήλθε, κοίταξε γύρω του, έφερε βιαστικά τη φωτογραφία στα
χείλη του και τη φίλησε. Όταν σ’ ένα λεπτό μπήκε στο σαλονάκι, το πρόσωπό του ήταν τελείως
ήρεμο. Μόλις όμως μπήκε στην τραπεζαρία (που ήταν ένα δωμάτιο πριν απ’ το σαλονάκι) παραλίγο
να ‘πεφτε πάνω του η Αγλαΐα που ‘βγαινε κείνη τη στιγμή απ’ την πόρτα. Ήταν μόνη
της.
— Ο Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς με παρακάλεσε να σας δώσω αυτό,—είπε ο πρίγκιπας δίνοντάς της το
σημείωμα.
Η Αγλαΐα σταμάτησε, πήρε το σημείωμα και κοίταξε κάπως παράξενα τον πρίγκιπα. Δεν υπήρχε
ούτε η παραμικρή αμηχανία στο βλέμμα της, μονάχα φάνηκε σάμπως ν’ απορεί λιγάκι, μα κι αυτή
ακόμα η απορία φαινότανε ν’ αναφέρεται μονάχα στον πρίγκιπα. Η Αγλαΐα με το βλέμμα που του
‘ριξε ήταν σάμπως να του ζητούσε εξηγήσεις—πώς έγινε και βρέθηκε μαζί με το Γάνια σ’ αυτή την
υπόθεση;—Και τις απαιτούσε αυτές τις εξηγήσεις ήρεμα και αφ’ υψηλού. Μείναν έτσι δυο‐τρία
δευτερόλεπτα ο ένας απέναντι στον άλλον. Τελικά, φάνηκε—μόλις‐μόλις—ένα κάτι τόσο δα
ειρωνικό στο πρόσωπό της, μισοχαμογέλασε και πέρασε από μπροστά του.
Η στρατηγίνα κοίταξε αρκετή ώρα τη φωτογραφία της Ναστάσιας Φιλίπποβνας, σιωπηλά, με κάποια
σκιά περιφρόνησης∙ κρατούσε τη φωτογραφία μπροστά της, με το τεντωμένο χέρι της, έχοντάς την
απομακρύνει υπερβολικά και με πολλή πόζα απ’ τα μάτια.
— Ναι, όμορφη είναι,—πρόφερε επιτέλους,—πολύ μάλιστα. Την έχω δει δυο φορές, από μακριά
όμως. Ώστε λοιπόν μια τέτοια ομορφιά εκτιμάτε;—γύρισε στον πρίγκιπα.
— Ναι… τέτοια…—απάντησε ο πρίγκιπας με κάποια προσπάθεια.
— Δηλαδή μια τέτοια ακριβώς;
— Μια τέτοια ακριβώς.
— Για ποιο λόγο;
—Σ’ αυτό το πρόσωπο… υπάρχει… φαίνεται να ‘χει υποφέρει πολύ…—πρόφερε ο πρίγκιπας σα να
του ξέφυγε, σα να μίλαγε στον εαυτό του κι όχι για ν’ απαντήσει στην ερώτηση.
— Εδώ που τα λέμε, μπορεί να λέτε σάχλες,—έκανε η στρατηγίνα αποφασιστικά, και με μια
περιφρονητική κίνηση πέταξε τη φωτογραφία στο τραπέζι. Η Αλεξάνδρα την πήρε∙ πλησίασε κι η

Αδελαΐδα∙ άρχισαν κι οι δυο τους να κοιτάνε τη φωτογραφία. Κείνη τη στιγμή η Αγλαΐα ξαναγύρισε
στο σαλονάκι.
— Πόση δύναμη!—ξεφώνισε ξάφνου η Αδελαΐδα έχοντας καρφώσει άπληστα τα μάτια της στη
φωτογραφία πάνω απ’ τον ώμο της αδερφής της.
— Πού; Ποια δύναμη;—ρώτησε απότομα η Λιζαβέτα Προκόφιεβνα.
— Μια τέτοια ομορφιά είναι δύναμη,—είπε με θέρμη η Αδελαΐδα.—Με μια τέτοια ομορφιά μπορεί
κανείς ν’ αναποδογυρίσει τον κόσμο.—Ξεμάκρυνε σκεφτική και πήγε στο καβαλέτο της. Η Αγλαΐα
κοίταξε τη φωτογραφία κάπως απρόσεχτα, μισόκλεισε τα μάτια, φούσκωσε το κάτω της χειλάκι,
ξεμάκρυνε κι έκατσε παράμερα, σταυρώνοντας τα χέρια της.
Η στρατηγίνα χτύπησε το κουδούνι.
— Να φωνάξεις εδώ το Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς, είναι στο γραφείο,—διάταξε τον υπηρέτη που
μπήκε.
— Maman!—ξεφώνισε η Αλεξάνδρα με κάποιο ιδιαίτερο νόημα.
— Θέλω να του πω δυο λόγια, και να μην ανακατεύεσαι!— την έκοψε αμέσως η στρατηγίνα
προλαβαίνοντας κάθε αντίρρηση. Ήταν φανερό πως είχε νευριάσει.—Βλέπετε, πρίγκηψ, εδώ στο
σπίτι μας είμαστε όλο μυστικά τώρα τελευταία. Όλο μυστικά! Έτσι πρέπει, λέει, είναι ένα είδος
ετικέτας, πολύ ανόητα όλ’ αυτά. Κι αυτό σε μιαν υπόθεση όπου περισσότερο από καθετί χρειάζεται
ειλικρίνεια, φως και τιμιότητα. Μπαίνουν στα σκαριά κάτι γάμοι, δε μ’ αρέσουν αυτοί οι γάμοι…
— Maman, τι σας ήρθε;—βιάστηκε και πάλι να τη σταματήσει η Αλεξάνδρα.
— Γιατί ανησυχείς, αγαπητή μου; Μήπως τάχα και σένα σ’ αρέσουν; Όσο για το ότι ακούει ο
πρίγκιπας, τι πειράζει; Είμαστε φίλοι. Εγώ και κείνος τουλάχιστον. Ο Θεός γυρεύει ανθρώπους,
καλούς φυσικά∙ οι κακοί κι οι ιδιότροποι δεν του χρειάζονται∙ οι ιδιότροποι ιδιαίτερα που σήμερα
αποφασίζουν το ένα κι αύριο λένε το άλλο. Καταλαβαίνετε, Αλεξάνδρα Ιβάνοβνα; Αυτές εδώ,
πρίγκηψ, λένε πως είμαι ιδιότροπη, εγώ ωστόσο ξέρω να διακρίνω. Γιατί το κυριότερο είν’ η καρδιά
κι όλα τ’ άλλα είναι ανοησίες. Φυσικά, χρειάζεται και το μυαλό… ίσως‐ίσως μάλιστα το μυαλό να
‘ναι το κυριότερο. Μη χαμογελάς, Αγλαΐα, δεν αντιφάσκω: μια ανόητη με καρδιά και χωρίς μυαλό
είναι το ίδιο δυστυχισμένη ανόητη, όσο και μια ανόητη με μυαλό και δίχως καρδιά. Παλιά αλήθεια
αυτή. Να, εγώ είμαι μια ανόητη με καρδιά χωρίς μυαλό και συ μια ανόητη με μυαλό χωρίς καρδιά.
Κι είμαστε κι οι δυο μας δυστυχισμένες, κι υποφέρουμε κι οι δυο μας το ίδιο.
— Μα τι σας κάνει πια κι είσαστε τόσο δυστυχισμένη, maman!—δεν κρατήθηκε κι είπε η Αδελαΐδα
που μονάχα αυτή απ’ όλη την παρέα, φαινότανε να μην έχει χάσει το κέφι της.
— Πρώτα‐πρώτα οι μορφωμένες κόρες μου,—είπε κοφτά η στρατηγίνα,—κι επειδή αυτό και μόνο
είν’ αρκετό, δεν υπάρχει λόγος να επεκταθούμε. Αρκετά φλυαρήσατε. Θα δούμε πώς θα τα
καταφέρετε σεις οι δυο (την Αγλαΐα δεν τη λογαριάζω) να ξεμπλέξετε με το μυαλό και τη φλυαρία
σας κι αν θα ‘στε σεις, Αλεξάνδρα Ιβάνοβνα, ευτυχισμένη με τον αξιότιμο κύριό σας… Α!—έκανε
βλέποντας το Γάνια που έμπαινε:—να που μπαίνει κι άλλος ένας γαμήλιος σύνδεσμος. Χαίρετε!—
απάντησε στην υπόκλιση του Γάνια, χωρίς να του πει να καθίσει.—Πρόκειται να έλθετε εις γάμον;
— Εις γάμον;… Πώς;… Σε ποιο γάμο;—τραύλιζε τρομερά σαστισμένος ο Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς. Τα
‘χε εντελώς χαμένα.

— Σας ρωτάω αν παντρεύεστε, αν σας αρέσει περισσότερο αυτή η έκφραση.
— O‐όχι…εγώ…όχι,—είπε ψέματα ο Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς και κατακοκκίνισε απ’ τη ντροπή του.
Έριξε μια φευγαλέα ματιά στην Αγλαΐα που καθόταν παράμερα και βιάστηκε αμέσως να κοιτάξει
αλλού. Η Αγλαΐα τον κοίταζε ψυχρά, επίμονα και ήρεμα∙ είχε καρφώσει πάνω του τη ματιά της και
παρακολουθούσε τη σαστισμάρα του.
— Όχι; Είπατε όχι;—ρώταγε επίμονα η αδυσώπητη Λιζαβέτα Προκόφιεβνα.—Φτάνει, θα το θυμάμαι
πως σήμερα, την Τετάρτη το πρωΐ, όταν σας ρώτησα, μου απαντήσατε «όχι» τι έχουμε σήμερα;
Τετάρτη;
— Τετάρτη νομίζω, maman,—απάντησε η Αδελαΐδα.
— Ποτές τους δεν ξέρουν τι μέρα είναι. Πόσες του μηνός;
— Είκοσι εφτά, απάντησε ο Γάνια.
— Είκοσι εφτά; Αυτό είναι πολύ καλό από ορισμένη άποψη. Χαίρετε∙ αν δεν κάνω λάθος έχετε
πολλή δουλειά, και γω είναι ώρα να ντύνομαι και να φεύγω∙ πάρτε τη φωτογραφία σας. Τους
χαιρετισμούς μου στη δυστυχισμένη Νίνα Αλεξάντροβνα. Χαίρετε, καλούλη μου πρίγκηψ! Να μας
έρχεσαι συχνότερα και γω θα περάσω επίτηδες απ’ τη γριά τη Μπελοκόνσκαγια να της πω για σένα.
Και, ακούστε, καλέ μου: Πιστεύω πως ο Θεός σας έφερε απ’ την Ελβετία στην Πετρούπολη μόνο και
μόνο για μένα. Μπορεί να σας τύχουν κι άλλες υποθέσεις, πρωταρχικά ωστόσο για μένα σας
έστειλε. Ο Θεός έτσι ακριβώς που τα λέω τα υπολόγισε. Γεια σας, αγαπητοί μου. Αλεξάνδρα, έλα μια
στιγμή στο δωμάτιό μου, καλή μου.
Η στρατηγίνα βγήκε. Ο Γάνια, εξουθενωμένος, χαμένος, όλος θυμό και μίσος, πήρε απ’ το τραπέζι τη
φωτογραφία και γύρισε στον πρίγκιπα χαμογελώντας στραβά.
— Πρίγκηψ, πάω σπίτι τώρα. Αν δεν αλλάξατε γνώμη και μείνετε σε μας, τότε να σας πάω ως εκεί
γιατί δεν ξέρετε ούτε τη διεύθυνση.
— Περιμένετε, πρίγκηψ,—είπε η Αγλαΐα και σηκώθηκε ξαφνικά απ’ την πολυθρόνα της,—θέλω να
μου γράψετε κάτι στο λεύκωμά μου. Ο μπαμπάς είπε πως είστε καλλιγράφος. Θα σας το φέρω τώρα
αμέσως.
Και βγήκε.
— Χαίρετε, πρίγκηψ, και γω φεύγω,—είπε η Αδελαΐδα, του ‘σφιξε δυνατά το χέρι, του χαμογέλασε
ευπροσήγορα και στοργικά και βγήκε∙ το Γάνια ούτε τον κοίταξε.
— Εσείς,—έτριξε τα δόντια του ο Γάνια βάζοντάς τα ξαφνικά με τον πρίγκιπα μόλις βγήκαν όλες,—
εσείς είστε που κάτσατε και τους τα είπατε όλα χαρτί και καλαμάρι πως παντρεύουμαι!— τραύλιζε
βιαστικά, μισοψιθυρίζοντας, με λυσσασμένο πρόσωπο και στα μάτια του άστραφτε το μίσος:—Είστε
ένας αδιάντροπος κουτσομπόλης!
— Σας βεβαιώ πως κάνετε λάθος, απάντησε ήρεμα κι ευγενικά ο πρίγκιπας.—Ούτε το ‘ξερα καν πως
παντρεύεστε.
— Ακούσατε πριν που ο Ιβάν Φιοντόροβιτς έλεγε πως σήμερα το βράδυ όλα θα πάρουν τέλος στης
Ναστάσιας Φιλίπποβνας και κάτσατε και το είπατε! Λέτε ψέματα! Από πού μπορούσανε να το

μάθουν; Ποιος που να πάρει ο διάολος, ποιος θα μπορούσε να τους το προφτάσει εκτός από σας;
Μήπως τάχα η γριά δε μου ‘κανε υπαινιγμό;
— Εσείς είστε σε θέση να ξέρετε καλύτερα ποιος τους το πρόφτασε μια και σας φαίνεται πως σας
κάνανε υπαινιγμό, εγώ όμως δεν είπα λέξη για όλ’ αυτά.
— Το δώσατε το σημείωμα; Η απάντηση,—τον διέκοψε με πυρετώδη ανυπομονησία ο Γάνια. Μα
κείνην ακριβώς τη στιγμή γύρισε η Αγλαΐα κι ο πρίγκιπας δεν πρόφτασε ν’ απαντήσει τίποτα.
— Ορίστε, πρίγκηψ,—είπε η Αγλαΐα βάζοντας στο τραπεζάκι το λεύκωμά της,—διαλέξτε τη σελίδα
και γράψτε μου κάτι. Ορίστε και μια πένα, είναι κατακαίνουργια. Πειράζει που ‘ναι ατσαλένια;
Άκουσα πως οι καλλιγράφοι δε γράφουν μ’ ατσαλένιες πένες.
Μιλώντας με τον πρίγκιπα, λες και δεν το πρόσεχε καθόλου πως ο Γάνια ήταν εκεί. Μα όσο ο
πρίγκιπας διόρθωνε την πένα, έψαχνε να βρει τη σελίδα κι ετοιμαζόταν, ο Γάνια πλησίασε στο τζάκι
όπου στεκόταν η Αγλαΐα, κοντά στον πρίγκιπα, δεξιά του, και με τρεμάμενη, διακεκομμένη φωνή,
της είπε σχεδόν στ’ αυτί:
— Μια λέξη, μια μονάχα λέξη σας κι έχω σωθεί.
Ο πρίγκιπας γύρισε γρήγορα και τους κοίταξε. Το πρόσωπο του Γάνια ήταν απελπισμένο∙ φαινόταν
πως τα ‘χε προφέρει κείνα τα λόγια χωρίς να το σκεφτεί, παίζοντάς τα όλα για όλα. Η Αγλαΐα τον
κοίταξε μερικά δευτερόλεπτα με την ίδιαν ακριβώς ήρεμη απορία που ‘χε κοιτάξει πριν τον πρίγκιπα
και θα ‘λεγε κανείς πως αυτή η ήρεμη απορία της, αυτή η έκπληξη, σάμπως να της ήταν απόλυτα
αδύνατο να καταλάβει τι της λένε, ήτανε κείνη τη στιγμή για το Γάνια πιο τρομερή απ’ την πιο
έντονη περιφρόνηση.
— Τι να γράψω λοιπόν;—ρώτησε ο πρίγκιπας.
— Θα σας το υπαγορέψω τώρ’ αμέσως,—είπε η Αγλαΐα γυρίζοντας σ’ αυτόν.—Είστε έτοιμος;
Γράψτε λοιπόν: «Δεν κάνω παζάρια». Τώρα βάλτε την ημερομηνία. Για να το δω.
Ο πρίγκιπας της έδωσε το λεύκωμα.
— Υπέροχα! Είναι καταπληκτικό∙ έχετε θαυμάσιο γραφικό χαραχτήρα! Σας ευχαριστώ. Χαίρετε,
πρίγκηψ… Σταθείτε,— πρόστεσε αυτή, σα να θυμήθηκε κάτι ξαφνικά,—ελάτε μαζί μου, θέλω να σας
χαρίσω ένα ενθύμιο.
Ο πρίγκιπας την ακολούθησε, μπαίνοντας όμως στην τραπεζαρία η Αγλαΐα σταμάτησε.
— Διαβάστε αυτό,—είπε δίνοντάς του το σημείωμα του Γάνια.
Ο πρίγκιπας πήρε το σημείωμα και κοίταξε κατάπληχτος τη Αγλαΐα.
— Μα αφού το ξέρω πως δεν το διαβάσατε και δεν μπορεί να είστε έμπιστος αυτού του ανθρώπου.
Διαβάστε, θέλω να το διαβάσετε.
Το σημείωμα ήταν φανερό πως ήταν γραμμένο βιαστικά.
« Σήμερα θ ‘ αποφασιστεί η μοίρα μου , ξέρετε με ποιον τρόπο . Σήμερα
θ ‘ αναγκαστώ να δώσω το λόγο μου αμετάκλητα . Δεν έχω κανένα

δικαίωμα στη συμπάθειά σας , δεν τολμώ να ‘ χω καμιάν ελπίδα , κάποτε
όμως προφέρατε μια λέξη , μια μονάχα λέξη , κι η λέξη κείνη φώτισε
όλη τη μαύρη νύχτα της ζωής μου κι έγινε για μένα φάρος . Πέστε τώρα
μιαν ακόμα τέτοια λέξη — και θα με σώσετε απ ‘ την καταστροφή ! Πέστε
μου μονάχα : διάλυσέ τα όλα και γω θα τα διαλύσω όλα , σήμερα
κιόλας . Ω , τι σας κοστίζει να το πείτε αυτό ! Σας ζητάω αυτή τη λέξη
μόνο και μόνο σαν ελεημοσύνη , σα σημάδι της συμπάθειάς σας και της
συμπόνιας σας για μένα και τίποτ’ άλλο , τίποτ’ άλλο ! Μονάχα αυτό
σας ζητάω , μονάχα αυτό ! Δε θα τολμήσω να βάλω κατά νου καμιάν
ελπίδα , γιατί είμαι ανάξιός της . Ύστερ ‘ απ ‘ τη λέξη σας όμως θα
ξαναδεχτώ τη φτώχεια μου , θα υποφέρω με χαρά την απελπιστική μου
κατάσταση . Θα ριχτώ στον αγώνα , θα ‘ μαι χαρούμενος ν ‘ αγωνιστώ , θ ‘
αναστηθώ μες στον αγώνα , με καινούργιες δυνάμεις !
Στείλτε μου λοιπόν αυτή τη λέξη του οίχτου ( μονάχα οίχτου , σας
ορκίζομαι ! ) Μη θυμώσετε με το θράσος ενός απελπισμένου , μην του
θυμώσετε που τόλμησε να κάνε ι μια τελευταία προσπάθεια , σαν τον
πνιγμένο , για να σωθεί απ ‘ την καταστροφή .
Γ. Ι»
— Ο άνθρωπος αυτός,—είπε κοφτά η Αγλαΐα όταν ο πρίγκιπας διάβασε το σημείωμα,—με
βεβαιώνει πως η λέξη «διαλύστε τα όλα », δε θα με εκθέσει και δε θα με υποχρεώσει σε
τίποτα και μου δίνει ο ίδιος, όπως βλέπετε, έγγραφη εγγύηση μ’ αυτό εδώ το σημείωμα. Προσέξτε
με πόση αφέλεια βιάστηκε να υπογραμμίσει μερικές λεξούλες και πόσο εύκολα προδίνεται η κρυφή
του σκέψη. Εξάλλου, το ξέρει, πολύ καλά πως αν τα διέλυε όλα, αυτός ο ίδιος, μονάχος του, χωρίς
να περιμένει να του το πω εγώ και μάλιστα χωρίς να μου κάνει λόγο για όλ’ αυτά, χωρίς καμιάν
ελπίδα ως προς εμένα, τότε εγώ θ’ άλλαζα τα αισθήματά μου απέναντι του και ίσως να γινόμουνα
φίλη του. Αυτό το ξέρει στα σίγουρα! Η ψυχή του όμως είναι βρόμικη: το ξέρει μα δεν το παίρνει
απόφαση∙ το ξέρει κι ωστόσο γυρεύει εγγυήσεις. Δεν είναι σε θέση να το πάρει απόφαση απλώς και
μόνο πιστεύοντας σε μένα. Θέλει να του δώσω μιαν ελπίδα σχετικά με μένα σ’ αντάλλαγμα των
εκατό χιλιάδων. Όσο για την προηγούμενη λέξη που γι’ αυτήν κάνει λόγο στο σημείωμα και που
δήθεν φώτισε τη ζωή του, είν’ ένα θρασύτατο ψέμα του. Απλώς και μόνο, μια φορά, τον λυπήθηκα.
Είναι όμως θρασύς κι αδιάντροπος: αμέσως τότε του πέρασε η ιδέα πως υπάρχει μια δυνατότητα
ελπίδας. Αυτό το ‘χα καταλάβει από τότε. Από τότε άρχισε να μου στήνει παγίδες. Το ίδιο κάνει και
τώρα. Όμως, αρκετά∙ πάρτε το σημείωμα και να του το δώσετε πίσω, αμέσως μόλις βγείτε απ’ το
σπίτι μας, όχι νωρίτερα, αυτό εννοείται.
— Και τι να του πω σ’ απάντηση;
— Τίποτα φυσικά. Αυτή είναι η καλύτερη απάντηση. Μα σεις… ώστε λοιπόν θέλετε να μείνετε σπίτι
του;
— Μου το σύστησε πριν ο ίδιος ο Ιβάν Φιοντόροβιτς,—είπε ο πρίγκιπας.
— Τότε να φυλάγεστε απ’ αυτόν, σας προειδοποιώ∙ τώρα πια δε θα σας το συχωρέσει που θα του
επιστρέψετε το σημείωμα.
Η Αγλαΐα έσφιξε απαλά το χέρι του πρίγκιπα και βγήκε. Το πρόσωπό της ήταν σοβαρό και

σκυθρωπό, ούτε χαμογέλασε καν όταν κούνησε το κεφάλι της στον πρίγκιπα αποχαιρετώντας τον.
— Τώρ’ αμέσως, ένα λεπτό να πάρω το μπογαλάκι μου και φεύγουμε,—είπε ο πρίγκιπας στο Γάνια.
Ο Γάνια χτύπησε το πόδι του ανυπόμονα. Το πρόσωπό του μαύρισε μάλιστα απ’ τη λύσσα του.
Τέλος, βγήκαν κι οι δυο στο δρόμο, ο πρίγκιπας με το μπογαλάκι του στο χέρι.
— Η απάντηση; Η απάντηση;—του ρίχτηκε ο Γάνια.—Τι σας είπε; Της δώσατε το γράμμα;
Ο πρίγκιπας του ‘δωσε σιωπηλός το σημείωμά του. Ο Γάνια απόμεινε σύξυλος.
— Πώς; Το σημείωμα μου!—φώναξε.—Ούτε της το ‘δωσε καν! Ω, έπρεπε να το ‘χα μαντέψει! Ω,
κατα‐ρ‐ρ‐ρα‐μένε… Τώρα εξηγείται που δεν κατάλαβε τίποτα όταν τη ρώτησα πριν από λίγο! Μα
πώς, πώς, πώς έγινε λοιπόν και δεν της το δώσατε, ω, καταρ‐ρ‐ρ‐ραμένε…
— Να με συγχωρείτε, απεναντίας, τα πράματα ήρθαν έτσι που μπόρεσα να της το δώσω αμέσως το
σημείωμα, μόλις το ‘χα πάρει από σας κι ακριβώς όπως με είχατε παρακαλέσει. Το σημείωμα
ξαναβρέθηκε στα χέρια μου γιατί τώρα μόλις μου το ξανάδωσε πίσω η Αγλαΐα Ιβάνοβνα.
— Πότε; Πότε;
— Μόλις τέλειωσα τη φράση μου στο λεύκωμα και με φώναξε να πάω μαζί της. (Δεν τ’ ακούσατε;)
Μπήκαμε στην τραπεζαρία και κει μου ‘δωσε το σημείωμα, μου ‘πε να το διαβάσω κι ύστερα μου
‘πε να σας το επιστρέψω.
— Να το δια‐βά‐σε‐τε;—φώναξε ο Γάνια και σχεδόν ξελαρυγγιάστηκε.—Να το διαβάσετε! Το
διαβάσατε;
Και ξαναστάθηκε σαν κεραυνόπληχτος καταμεσίς στο πεζοδρόμιο κι ήταν τόση η έκπληξή του που
απόμεινε με το στόμ’ ανοιχτό.
— Ναι, το διάβασα, τώρα μόλις.
— Κι αυτή η ίδια, η ίδια σας το ‘δωσε να το διαβάσετε; Η ίδια;
— Η ίδια και πιστέψτε με πως δε θα το διάβαζα ποτέ χωρίς την εντολή της.
Ο Γάνια έμεινε για ένα λεπτό σιωπηλός και κάτι προσπαθούσε να σκεφτεί με μια βασανιστική,
προσπάθεια, ξάφνου όμως ξεφώνισε:
— Δεν είναι δυνατό! Δεν είναι δυνατό να σας είπε να το διαβάσετε. Λέτε ψέματα! Μονάχος σας το
διαβάσατε!
— Σας λέω την αλήθεια,—απάντησε ο πρίγκιπας με τον προηγούμενο, εντελώς ατάραχο τόνο του,—
και, πιστέψτε με, λυπάμαι πολύ που όλ’ αυτά σας κάνουν τόσο δυσάρεστη εντύπωση.
— Μα, δυστυχισμένε, θα σας είπε τουλάχιστον και κάτι άλλο; Κάτι θα σας απάντησε, έτσι δεν είναι;
— Ναι, φυσικά.
— Μα μιλείστε λοιπόν, μιλείστε ω, που να πάρει ο διάολος!… Κι ο Γάνια χτύπησε δυο φορές το δεξί

του πόδι στο πεζοδρόμιο. (Φορούσε γαλότσες).
— Μόλις το διάβασα, μου είπε πως της στήνετε παγίδα∙ πως θα θέλατε να την εκθέσετε έτσι ώστε
να πάρετε απ’ αυτήν μιαν ελπίδα και στηριγμένος σ’ αυτή την ελπίδα να τα χαλάσετε με το
αζημίωτο με την άλλη ελπίδα των εκατό χιλιάδων. Πως αν το κάνατε αυτό χωρίς να μπείτε σε
παζάρια μαζί της, αν τα χαλάγατε όλα μονάχος σας χωρίς να της γυρέψετε απ’ τα πριν εγγυήσεις,
τότε αυτή, μπορεί να γινόταν και φίλη σας. Αυτά είναι όλα νομίζω. A, ναι, είναι και τούτο: Όταν τη
ρώτησα, αφού είχα πάρει κι όλας το σημείωμα, ποια είναι λοιπόν η απάντησή της;— τότε μου είπε
πως η καλύτερη απάντηση θα ‘ταν να μην σας δώσει καμιάν απάντηση—νομίζω πως έτσι το είπε, να
με συγχωρείτε αν ξέχασα την ακριβή της έκφραση και σας το μεταδίνω όπως το κατάλαβα.
Το Γάνια τον έπιασε ένας ανείπωτος θυμός κι η λύσσα του ξέσπασε χωρίς συγκρατημό:
— Α! ώστε έτσι λοιπόν!—είπε τρίζοντας τα δόντια του.— Ώστε λοιπόν τα σημειώματά μου τα πετάνε
απ’ το παράθυρο, ε; Α! Δεν κάνει παζάρια—ε, λοιπόν εγώ θα κάνω! Και θα δούμε! Δεν είπα ακόμα
την τελευταία μου λέξη… θα δούμε! Θα της τα σφίξω εγώ τα λουριά!
Σφιγγόταν, χλόμιαζε, άφριζε∙ φοβέριζε με τη γροθιά του. Προχώρησαν έτσι αρκετά βήματα. Τον
πρίγκιπα δεν τον υπολόγιζε καθόλου, λες κι ήταν μόνος του στο δωμάτιό του, γιατί τον θεωρούσε
εντελώς αμελητέα ποσότητα. Ξάφνου όμως κάτι σκέφτηκε και συνήλθε.
— Μα πώς έγινε λοιπόν,—γύρισε ξάφνου στον πρίγκιπα—με ποιον τρόπο τα καταφέρατε (ηλίθιε!
πρόστεσε μέσα του), πώς έγινε και γίνατε τόσο έμπιστος δυο ώρες μόλις μετά την πρώτη γνωριμία
σας; Πώς έγινε;
Σ’ όλα τα βάσανά του, το μόνο που έλειπε ως τώρα ήταν η ζήλια. Και τώρα να που τον δάγκασε κι
αυτή ίσα στην καρδιά.
— Αυτό πια δε θα μπορέσω να σας το εξηγήσω,—απάντησε ο πρίγκιπας.
Ο Γάνια τον κοίταξε με μίσος:
— Μήπως σας κάλεσε στην τραπεζαρία για να σας χαρίσει την εμπιστοσύνη της; Γιατί κάτι σκόπευε
να σας χαρίσει, έτσι δεν είναι;
— Δεν μπορώ να δώσω άλλην εξήγηση παρά μονάχα αυτήν.
— Μα για ποιο λόγο, που να πάρει ο διάολος! Τι τους κάνατε λοιπόν κει πέρα; Τι κάνατε και τους
αρέσατε τόσο; Ακούστε,— χειρονομούσε σαν παλαβός (όλα μέσα του κείνη τη στιγμή ήταν κάπως
σκόρπια και κόχλαζαν άταχτα, τόσο που ούτε τις σκέψεις του δεν μπορούσε να περιμαζέψει),
ακούστε, δε θα μπορούσατε κατά κάποιον τρόπο να θυμηθείτε και να τα βάλετε σε κάποια σειρά,
να μου πείτε τι ακριβώς τους λέγατε κει πέρα, όλα σας τα λόγια, απ’ την αρχή‐αρχή; Μήπως
παρατηρήσατε τίποτα; Σας είναι αδύνατο λοιπόν να θυμηθείτε;
— Ω, και βέβαια, μπορώ πολύ εύκολα,—απάντησε ο πρίγκιπας.—Στην αρχή, μόλις μπήκα και τις
χαιρέτισα, αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε για την Ελβετία.
— Ε, στο διάολο η Ελβετία!
— Ύστερα για τις θανατικές εκτελέσεις…

— Τις θανατικές εκτελέσεις;
— Ναι, εξαιτίας ενός περιστατικού… ύστερα τους διηγήθηκα πώς έζησα κει κάτω τρία χρόνια και
μιαν ιστορία με μια δυστυχισμένη χωριατοπούλα…
— Ε, στο διάολο κι η δυστυχισμένη χωριατοπούλα! Παρακάτω!—τιναζόταν από ανυπομονησία ο
Γάνια.
— Ύστερα, το πώς ο Σνάιντερ μου εξέφρασε τη γνώμη του για το χαρακτήρα μου και με ανάγκασε…
— Στα κομμάτια κι ο Σνάιντερ και στα παλιά μου τα παπούτσια η γνώμη του! Παρακάτω!
— Παρακάτω, το ‘φερε η κουβέντα κι έκανα λόγο για τα πρόσωπα, δηλαδή θέλω να πω για την
έκφραση των προσώπων κι είπα πως η Αγλαΐα Ιβάνοβνα είναι σχεδόν το ίδιο όμορφη σαν τη
Ναστάσια Φιλίπποβνα. Τότε ήταν που μου ξέφυγε κι είπα για τη φωτογραφία…
— Όμως, εσείς, δεν κάτσατε βέβαια να τους πείτε, δεν τους προφτάσατε κείνα που είχατε ακούσει
στο γραφείο; Όχι; όχι;
— Μα σας το ξαναλέω πως όχι.
— Μα από πού λοιπόν, που να πάρει… Μπα! Μήπως το ‘δειξε το σημείωμα η Αγλαΐα στη γριά;
— Όσο γι’ αυτό, μπορώ να σας βεβαιώσω με τον κατηγορηματικότερο τρόπο πως δεν το ‘δειξε. Όλη
την ώρα ήμουν μπροστά, και να το ‘θελε δεν είχε την ευκαιρία.
— Δεν αποκλείεται καθόλου κάτι να ‘γινε και να μην το πήρατε είδηση… Ω! καταρ‐ρ‐ρ‐ραμένε
ηλίθιε!—ξεφώνισε ολότελα πια εκτός εαυτού:—Ούτε δυο κουβέντες στρωτές δεν είναι σε θέση να
σου πει.
Ο Γάνια μιας κι άρχισε να βρίζει και μη συναντώντας αντίσταση, έχασε σιγά‐σιγά κάθε συγκρατημό,
όπως γίνεται πάντα με μερικούς ανθρώπους. Λίγο ακόμα και θ’ άρχιζε ίσως να φτύνει, τόσο πολύ
τον είχαν πιάσει τα δαιμόνιά του. Όμως, αυτή η λύσσα του ήταν ίσα‐ίσα που τον είχε τυφλώσει∙
αλλιώς, από ώρα τώρα θα το ‘χε παρατηρήσει πως αυτός ο «ηλίθιος» που του φέρνεται έτσι σα να
‘ταν κανένα σκουπίδι, μπορεί μάλιστα—και να τα καταλάβει όλα—κάπως υπερβολικά γρήγορα
μάλιστα—και να τα εκθέσει απολύτως ικανοποιητικά. Ξαφνικά όμως, έγινε κάτι αναπάντεχο.
— Είμαι υποχρεωμένος να σας κάνω την παρατήρηση, Γαβρίλα Αρνταλιόνοβιτς,—είπε ξάφνου ο
πρίγκιπας,—πως άλλοτε ήμουν πραγματικά τόσο άρρωστος που στ’ αλήθεια ήμουν σχεδόν ηλίθιος.
Τώρα όμως, από καιρό έχω γίνει εντελώς καλά και γι’ αυτό μου είναι αρκετά δυσάρεστο όταν με
λένε ηλίθιο κατάμουτρα. Αν και θα μπορούσε κανείς να σας συχωρέσει παίρνοντας υπ’ όψη του τις
αποτυχίες σας, εσείς όμως, μέσα στη πίκρα σας φτάσατε να με βρίσετε δυο και τρεις φορές. Αυτό δε
μ’ αρέσει καθόλου, ιδιαίτερα όπως το κάνατε σεις, έτσι ξαφνικά, απ’ την πρώτη μας κιόλας
συνάντηση∙ και μια και βρισκόμαστε τώρα σε διασταύρωση, θα ‘τανε νομίζω καλύτερο να χωρίζαμε:
σεις θα τραβήξετε δεξιά για το σπίτι σας και γω αριστερά. Έχω είκοσι πέντε ρούβλια και σίγουρα θα
βρω κανένα ξενοδοχείο.
Ο Γάνια φάνηκε τρομερά σαστισμένος και μάλιστα κοκκίνισε απ’ τη ντροπή του που τον είχαν
στριμώξει τόσο αναπάντεχα.
— Να με συγχωρείτε, πρίγκηψ,—φώναξε φλογερά αλλάζοντας ξαφνικά τον υβριστικό του τόνο σ’

εξαιρετική ευγένεια.—Για το Θεό, συχωρέστε με. Μα βλέπετε τι συμφορά με βρήκε. Εσείς, δεν
ξέρετε σχεδόν τίποτα ακόμα, μα αν τα ξέρατε όλα, τότε σίγουρα, θα με συγχωρούσατε έστω και λίγο
αν και, φυσικά, είμαι ασυγχώρητος…
— Ω, δε μου χρειάζονται καθόλου τόσες πολλές συγνώμες, — βιάστηκε ν’ απαντήσει ο πρίγκιπας.—
Το καταλαβαίνω δα πως είστε πολύ στενοχωρημένος και γι’ αυτό βρίζετε. Ε, ας είναι, πάμε σπίτι
σας. Με μεγάλη μου ευχαρίστηση…
«Όχι, είναι αδύνατο να τον αφήσω να φύγει τώρα έτσι» —σκεφτόταν μέσα του ο Γάνια ρίχνοντας
θυμωμένες ματιές στον πρίγκιπα καθώς προχωρούσαν.—Αυτός ο κατεργάρης μ’ έκανε και του τα
ξέρασα όλα, κι ύστερα ξαφνικά έβγαλε τη μάσκα… Αυτό, κάτι πρέπει να σημαίνει. Ας είναι, θα
δούμε! Όλα θα ξεκαθαρίσουν, όλα, όλα! Σήμερα κιόλας!»
Σε λίγο φτάσανε στο σπίτι.


Πηγή μυθιστορήματος: https://www.ebooks4greeks.gr/%ce%bf-%ce%b7%ce%bb%ce%b9%ce%b8%ce%b9%ce%bf%cf%83#google_vignette

Ζωή & Τέχνη

Αφήστε ένα σχόλιο