Μαρία Μαυρικάκη

Μαρία Μαυρικάκη:”ΕΡΩΤΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΑ”

Διήγημα για τον Λογοτεχνικό Μαραθώνιο: “Το τείχος της ευτυχίας”

Στην Εύη Ζ.

Γυμνασμένος, αεικίνητος, ελαστικός, έτοιμος για εκτίναξη. Άλλοτε πάνθηρας κι άλλοτε ζαρκάδι, πάντα αγρίμι· παρορμητικό και ανυπότακτο. Το βλέμμα σου, σημείο στίξης. Για να πεις όχι, κλείνεις τα μάτια. Για να μετρήσεις χρησιμοποιείς τα δάχτυλα, τα ενώνεις αντικριστά, ξεκινάς το μέτρημα από το μικρό δαχτυλάκι. Μου κάνεις πλάκες με ύφος σοβαρό κι ύστερα σκας στα γέλια. Σε κοροϊδεύω για τον τρόπο που προφέρεις το σίγμα. Διαβάζω τα βιβλία σου, φοράω τα μπλουζάκια σου, ιδίως το λαχανί που πάνω γράφει passion fruit. Μόλις ακούσεις μπιτάτη μουσική είσαι έτοιμος να ανεμίσεις μπουφάν, να σηκωθείς πέντε πόντους από το έδαφος, να στριφογυρίσεις χορεύοντας. Είσαι η ΑΠΕ μου, εμφυσάς ενέργεια όποτε εξαντλούνται τα αποθέματα.

Σε τσακίζει η αναμονή, το στήσιμο, η ασυνέπεια. Κι εμένα. Με φοβίζουν οι αυτοκινητόδρομοι και οι μεγάλες ταχύτητες. Δε σε φοβίζει τίποτε. Λες το ίδιο πράγμα δύο φορές, αλλάζοντας τη σειρά των λέξεων. Όταν απαντάς, επαναλαμβάνεις και την ερώτηση. Τρυπώνω στη σκέψη σου, κλέβω τις φράσεις από το στόμα σου. Όσο κι αν σε διακόπτω, συνεχίζεις ώσπου να πεις αυτό που θες. Διαφωνούμε κι εσύ επιμένεις, πάντα επιμένεις. Οι εντάσεις μας αρχίζουν και τελειώνουν ξαφνικά. «Να έρθω μαζί σου;» το διακύβευμα. «Πάλι τα ίδια, αφού τα είπαμε. Δεν υπάρχει λόγος». Οι θόρυβοι της πόλης, ένα σιντριβάνι ήχων που πετιούνται με ορμή, όπως το νερό στον πίδακα, και σκάνε στο κλειστό μας παράθυρο. Δεν δίνουμε σημασία. «Θα μου άρεσε ένα ταξίδι αστραπή, αλλά μπορεί να είναι κουραστικό τελικά. Πάντως, θα το τολμήσω». Βάζεις φρένο στην αρρύθμιστη παλινδρόμηση, απορροφάς τους κραδασμούς και ξεκινάς το κουβεντολόι μας που εκτυλίσσεται πριν, κατά τη διάρκεια, μετά.
Λέμε ο ένας στον άλλον όσα ούτε στον εαυτό μας δεν τολμούμε να πούμε. Η φωνή βραχνή, το υπογάστριο ασίγαστο. Βαθαίνεις μέσα μου, το γλίστρημα γίνεται γέμισμα και εξερεύνηση μακράς διαρκείας. Βάζω σήμανση στο μονοπάτι που ψάχνεις. Με κατακλύζεις σαν κύμα, αποτραβιέσαι σαν κύμα. Η γλώσσα περιηγείται, το κόκκινο των χειλιών ενώνεται με αυτό του στήθους, ιδρώτας παντού, γεύση αλμυρή, γάλα της ηδονής, γεύση αλλιώτικη. Θες να σε στείλω στο φεγγάρι, επιλέγω να μπαινοβγαίνουμε στη στρατόσφαιρα. Η ευτυχία φαντάζει απλή, αυτονόητη, απόλυτη.
Φροντίζω να μην πάθουμε την ασθένεια των δυτών. Σε σφίγγω και σε κρατώ πάνω μου για ώρα πολλή. Λες ότι βρήκες τον άνθρωπό σου. Συλλογίζομαι πώς θα πορευτούμε μόλις πάρεις τη θέση. Σηκώνεις τους ώμους, σουφρώνεις τη μυτίτσα, σιωπάς. «Σιγουράκι να το ‘χεις, μη χαϊδεύεσαι, είσαι ο καλύτερος. Άλλωστε γιατί σε φώναξαν να πας επί τόπου, όλες οι συνεντεύξεις γίνονται διαδικτυακά πλέον». Η παραμυθία απαλύνει τις ανησυχίες. «Θα χαρούμε την πόλη για τα καλά. Όχι σκέτοι μουσαφίρηδες». Παραμένουμε ξάπλα στα τσαλακωμένα σεντόνια, μιλάμε για τα κυματάκια του Θερμαϊκού που ορθώνονται σαν στήθια και για τα χελιδόνια που ορμούν να τα τσιμπήσουν, μόλις έρθει για τα καλά η άνοιξη. Για το ροζ φως που γλύφει του γερανούς του λιμανιού. Για τα ντρονς, τα ποδήλατα, τους αμέτρητους νέους της χαράς στην παραλία. Για την Μπιενάλε, τις Τρύπες, τον Μύλο. Για τη σουτζουκοσαλάτα στη Διαγώνιο, έξτρα μερίδα σουτζουκάκια που θα βάζουμε στη μέση και για τη Μοδιάνο που τιτλοφορείται κεντρική στοά τροφίμων, δεν εννοεί τροφίμων φυλακών, διευκρινίζεις. Χαζογελάκια ευδαιμονίας.
«Τουλάχιστον, να έρθω ως τον σταθμό». Φωτεινό απόγευμα Τρίτης, η αγία καθημερινότητα τεντώνεται και χασμουριέται μετά το σκολιανό τριήμερο. «Πού να τρέχεις, αύριο θα είμαι πίσω» πετάγεσαι ο αίλουρος απότομα, η ώρα έχει περάσει «δεν προλαβαίνω να πιω καφέ, θα πάρω εκεί». Γρήγορο μάζεμα του τάμπλετ, αγκαλιά σφιχτή, κατεβαίνω μαζί σου ως την πλατεία. Επιστρέφοντας, μια παράξενη ηρεμία γεμίζει την ατμόσφαιρα κι οι άνθρωποι γεμίζουν τα στενά με ταπεινότητα, χωρίς βιάση. Σαν να έχουν απότομα ωριμάσει και σαν να αναζητούν την περιπόθητη αρτίωσή τους. Μυστήρια πράγματα.
Φτάνω σπίτι και ήδη μου λείπεις. Γιατί δεν επέμεινα να έρθω μαζί σου; Γιατί να χάνουμε τις στιγμές; Θέλω να μου μιλάς, να ταξιδεύουμε παρέα, να ανοίγουμε θέματα ανάλαφρα, να κυλούν οι σκέψεις όπως οι εικόνες του τοπίου που αφήνουμε πίσω μας, κι ανάμεσα από τα καθίσματά μας να ξεπετιέται η ευτυχία. Παρηγοριέμαι καταφεύγοντας στην ψυχοσωτήρια σπηλιά του chat. «Να πάμε πιο μακριά από τα συνηθισμένα μας». «Έτσι κι αλλιώς, τη γραμμή της Πελοποννήσου που προτιμούσαμε, την αχρηστεύσανε οι άχρηστοι». «Ακόμα τη νοσταλγώ, γεφύρια, λιμνοθάλασσες, φαράγγια, ομορφιά. Και τόσες πόλεις». «Εγώ τα Καβάσιλα θυμάμαι, χαχα». «Εντάξει, λοιπόν, πρότεινε κάτι». «Υπερσιβηρικό». «Γουαου! Υπερπαραγωγή! Αν πάρουμε ποτέ σύνταξη, ίσως». «Γιαγιούλα μου, χάνεται η σύνδεση, μωρό μου». «Άκου, μην ξεχάσεις τα τρίγωνα. Φρέσκα, παρακαλώ, να στα γεμίσει εκείνη τη στιγμή».
«Έλα»… «Φτάσατε;» … «Ακόμη;» … «Πες κάτι»… «Περιμένω».

Λίγα λόγια για την Μαρία Μαυρικάκη:

Η Μαρία Μαυρικάκη γεννήθηκε το 1964 στο Περιστέρι. Έχει συγγράψει με τον Γιάννη Μπουτάρη το βιβλίο «Εξήντα χρόνια τρύγος…», Εκδόσεις Πατάκη. Άλλα έργα της: «Περαστικά», Εκδόσεις Αίολος και «Εξαρτάται, μια ιστορία ζωής δίπλα στην εξάρτηση» , Εκδόσεις Πατάκη. Το 2021 της απονεμήθηκε από την Ένωση Ελλήνων Σεναριογράφων το 1ο Βραβείο στο διαγωνισμό συγγραφής Σεναρίου Μικρού Μήκους εκ Διασκευής.

Επικοινωνία: mmavrikaki@gmail.com

Λίγα λόγια από το ΣημειΩματάριο:

Ο Λογοτεχνικός Μαραθώνιος διοργανώθηκε από το περιοδικό ΣημειΩματάριο με γνώμονα τη διάδοση της λογοτεχνίας και την επίτευξη αλληλεπίδρασης μέσω αυτού του κοινού άξονα, δράση που ουδεμία σχέση έχει με διαγωνισμούς και αμειβόμενες προωθητικές ενέργειες

Το περιοδικό ΣημειΩματάριο έχει θέσει ως όρο για τη συμμετοχή στον Λογοτεχνικό Μαραθώνιο τη σύμπλευση των κειμένων με τους κανόνες περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς και την άρτια επιμέλειά τους. Ως εκ τούτου, δεν φέρει καμία ευθύνη για το περιεχόμενο και την εμφάνιση των κειμένων που θα δημοσιευτούν, αν και θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν για την ταύτισή τους με τους όρους του περιοδικού.

Πηγή φωτογραφίας – βιογραφικού: Μαρία Μαυρικάκη

Επιμέλεια παρουσίασης: Άννα Ρω

Αφήστε ένα σχόλιο