ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ - Η Φόνισσα Κεφάλαιον ΙΖ΄

Ἡ Φόνισσα – Κεφάλαιον ΙΑ΄(1903)- Κοινωνικόν Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντην.

Τῷ ὄντι, ἡ ἐξουσία εἶχεν ἀρχίσει νὰ συλλαμβάνῃ ὑποψίας. Ἡ σύμπτωσις ὅτι ἡ γραῖα ἐκείνη εἶχεν εὑρεθῆ δευτεραγωνιστοῦσα εἰς τὸν πνιγμὸν τῶν δύο κορασίων τοῦ Γιάννη τοῦ Περιβολᾶ, εἰς τῆς Μαμοῦς τὸ ρέμα ὅπου ὅλη ἡ ὑπόθεσις, καίτοι δὲν προέκυψαν στοιχεῖα ἐνοχῆς ἢ καὶ νύξεις πρὸς ὑποψίαν, εἶχέ 〈τι〉 τὸ παράδοξον καὶ τὸ ἀλλόκοτον, καὶ ὅτι αὐτὴ πάλιν ἡ γραῖα εὑρίσκετο εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ γέροντος Ροσμαῆ, κατὰ τὰς ὥρας περίπου ὅτε ἐπνίγετο εἰς τὸ φρέαρ ἡ μικρὰ Ξενούλα, ἡ θυγάτηρ τοῦ Προπαντῆ, παρεῖχε νύξεις τινὰς ὑποψίας εἰς τὸν εἰρηνοδίκην, ὅστις ἐπέσυρε τὴν προσοχὴν τοῦ παρέδρου, τοῦ «ἐκπληροῦντος τ᾽ ἀστυνομικά». Καὶ τότε ὁ πάρεδρος, ὅστις ὡς δημόσιος κατήγορος περιωρίζετο μόνον ν᾽ ἀγορεύῃ κατὰ τὰς συνεδριάσεις τῶν ποινικῶν, λέγων: «Κατὰ τς μαρτυρίες ποὺ εἶπαν οἱ μαρτύροι, φαίνεται νὰ ἔκαμε, ἢ φαίνεται νὰ μὴν ἔκαμε τὴν πρᾶξιν», ὅλον δὲ τὸν ἄλλον καιρὸν δὲν ἐλάμβανεν ἀφορμὴν ν᾽ ἀναπτύξῃ τὴν δραστηριότητά του ἢ νὰ τροχίσῃ τὴν γλῶσσάν του, ἁπλῶς ἀπήντησεν ὅτι «ἀφοῦ ἔτσι τὸ λέει ὁ εἰρηνοδίκης, ἔτσι θὰ εἶναι, κ᾽ ἔτσι μοῦ φαίνεται». Καὶ τότε οἱ δύο ἀπεφάσισαν ν᾽ ἀνακρίνωσιν αὐστηρότερον τὴν Χαδούλαν, χήραν Ἰωάννου Φράγκου, κ᾽ ἐν ἀνάγκῃ νὰ τὴν προσωποκρατήσωσι.

Κατὰ τὴν πρώτην ἀνάκρισιν, ἥτις εἶχε γίνει ἐπὶ ποδὸς κ᾽ ἐπιτοπίως ―τότε ὁ εἰρηνοδίκης καὶ ὁ ἀστυνόμος δὲν εἶχον συλλάβει ἀκόμη ρητὰς ὑποψίας, ἢ δὲν τὰς εἶχον ἀνακοινώσει πρὸς ἀλλήλους (ὁπότε διὰ τῆς συνεπινεύσεως τοῦ ἑνὸς ἡ πεποίθησις τοῦ ἄλλου, ὡς πάντοτε συμβαίνει, ἐδεκαπλασιάζετο)― ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐν ἀταραξίᾳ εἶχε καταθέσει τὰ γνωστὰ ἤδη γεγονότα, ἄνευ τῆς ἐσωτερικῆς ψυχολογίας των· ὅτι δηλ, αὐτή, ἐκεῖ ποὺ ἔπλυνε, «σὰν ἀπέρασε τὸ μεσημέρι, κ᾽ ἐπείνασε, κ᾽ ἡ κόρη της ἡ Κρινιὼ εἶχεν ὑπάγει στὸ σπίτι νὰ φέρῃ τὸ φαΐ, καὶ σὰν ἀργοῦσε, κι αὐτὴ εἶχε παραπεινάσει ― καὶ τὴν εἶχαν καταζαλίσει τὸ πλῆθος ἐκεῖνο τὰ παιδιὰ καὶ τὰ κορίτσια, ποὺ ἐχαλνοῦσαν τὸν κόσμον μὲ τὰ παιγνίδια καὶ τὶς ἀταξίες τους μὲς στὴν αὐλή, καὶ γύρω-γύρω στὸ λαδαρειό, καὶ γύρω-τριγύρω στὴν καρούτα, καὶ στὸ πηγάδι σιμά· εἰς τὰς φρονίμους νουθεσίας της αὐτά, κακομαθημένα, τὴν ἐπεριγελοῦσαν καὶ τὴν ἠρέθιζαν, καὶ τὴν ἔκαμνον νὰ χάσῃ τὴν ὑπομονήν ―ὅλα τ᾽ ἀνωτέρω ἐπεβεβαίωσε κ᾽ ἡ Κρινιώ, ἡ κόρη της― τότε αὐτή, καταζαλισμένη καὶ μὴ δυναμένη νὰ σταθῇ στὰ πόδια της ἀπ᾽ τὴν πεῖνα, ἀπεφάσισε νὰ ὑπάγῃ στὸ σπίτι, διὰ νὰ φάγουν ὅλοι μαζὶ ἐκεῖ, ν᾽ ἀπαλλάξῃ καὶ τὴν Κρινιὼ ἀπὸ τὸν περισσὸν κόπον τῆς μεταφορᾶς τοῦ φαγητοῦ, κι αὐτὴ νὰ ἡσυχάσῃ πρὸς ὥραν καὶ νὰ ξαποστάσῃ. Ἐξῆλθε λοιπὸν τῆς αὐλῆς, κ᾽ ἔκλεισε τὴν θύραν μὲ τὸ μάνδαλον. Ὅταν, μετὰ τὸ γεῦμα, ὣς μίαν ὥραν ἀργότερα, ἐπέστρεψαν εἰς τὴν αὐλήν, μαζὶ μὲ τὴν Κρινιώ, κατ᾽ ἀρχὰς δὲν ὑπώπτευσαν τίποτε, κ᾽ ἐπανέλαβον τὴν ἐργασίαν των. Ὁ θόρυβος τῶν παιδίων εἶχε κοπάσει πρὸς ὥραν τότε. Ὅταν ὅμως μετ᾽ ὀλίγον ἐχρειάσθη ν᾽ ἀντλήσουν νερὸν ἀπὸ τὸ φρέαρ, τότε τὸ «γιουρδέλι»*, ἤτοι τὸ ἄντλημα τῆς Κρινιῶς, προσέκρουσεν εἰς στερεὸν σῶμα ἐντὸς τοῦ ὕδατος, κι αὐτὴ ἐν ἐκπλήξει καὶ φόβῳ ἔκραξε τὴν μητέρα της. Τότε αἱ δύο ὁμοῦ ἀνεκάλυψαν τὸ σῶμα τῆς μικρᾶς κόρης ἐπιπλέον, ἢ μᾶλλον βυθισμένον ἤδη ἐντὸς τοῦ ὕδατος».

Ἡ Κρινιὼ ἦτον ἐντελῶς εἰλικρινὴς βεβαιοῦσα τ᾽ ἀνωτέρω. Ὁ εἰρηνοδίκης ἤκουσεν εὐμενῶς τὴν κατάθεσιν ταύτης. Ἀλλ᾽ ὅμως ἔκαμε μορφασμὸν εἰς τὴν μητέρα της. Ἐκεῖνος ὁ μορφασμός ―ἐκεῖνα τὰ «μοῦτρα» τοῦ εἰρηνοδίκου― δὲν τῆς ἤρεσαν, τῆς Φραγκογιαννοῦς, ἥτις ἦτο λίαν πεπειραμένη, καὶ τότε μεγάλη ἀγωνία τὴν ἐκυρίευσεν.

Εἰς τὴν οἰκίαν τῆς Τραχήλαινας τῆς κόρης της, ὅπου εὑρίσκετο μικρὸν πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου, δὲν ἔπαυε νὰ κοιτάζῃ ἀνήσυχος ἀπὸ τὸ παράθυρον. Διεύθυνε τὸ βλέμμα πρὸς τὴν ἰδίαν της μικρὰν οἰκίαν, ἥτις καίτοι μὴ ἀντικρύζουσα, ἀλλὰ πλαγίως κειμένη, ἦτο ὁρατή, ἐπειδὴ ἐξεῖχε πέραν τῶν ὀλίγων μεσολαβουσῶν οἰκιῶν, δύο ἢ τρεῖς πῆχες πρὸς τὸν δρόμον. Ἡ Γιαννού, ἂν καὶ συχνὰ ἐκοίταζε, δὲν ἔβλεπε τίποτε. Ἡ κόρη της ἡ Δελχαρώ, εἶδε τὴν ἀνησυχίαν της, κι ἄρχισε νὰ κοιτάζῃ ὅπως ἡ μήτηρ της, καὶ αὐτή. Τὴν ὥραν τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου, αἴφνης μετὰ κρυφίου φόβου τὴν ἔκραξε:

― Μάννα! Μάννα!

― Τί εἶναι;

―Ἔλα νὰ ἰδῇς!

― Τί;

― Δυὸ ταχτικοί στέκονται καὶ κοιτάζουν ἔξω ἀπ᾽ τὴν αὐλή, στὸ σπίτι σας…

Ἡ γραῖα Χαδούλα ἐσηκώθη, καὶ εἶδεν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἐφοβεῖτο. Δύο «ταχτικοί», ἤτοι χωροφύλακες, ὅπως εἰς τοὺς χρόνους τοῦ υἱοῦ της, τοῦ Μώρου ―ὁπότε οὗτος, πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν περίπου εἶχε σύρει ἐκ τῆς κόμης ἐπὶ τοῦ λιθοστρώτου τῆς ὁδοῦ τὴν μητέρα του, καὶ εἶχε μαχαιρώσει τὴν ἀδελφήν του― ἵσταντο παραμονεύοντες, κοιτάζοντες ἀπλήστως πρὸς τὴν οἰκίαν.

Ἡ Φραγκογιαννοὺ εἶδε καὶ ἐπείσθη ὅτι μέγας καὶ ἐπικείμενος κίνδυνος τὴν ἠπείλει.

― Πρέπει νὰ πάρω τὰ βουνά, δυχατέρα! εἶπεν αἴφνης. Ἂν προφτάσω!

― Γιατί, μάννα; εἶπεν ἐν ἀγωνίᾳ ἡ Δελχαρώ.

― Γιατὶ… μὲ γυρεύουν γιὰ νὰ μὲ φυλακώσουν.

―Ἀλήθεια;… Ἐσὺ τὸ ἔρριξες, μάννα, τὸ κορίτσι στὸ πηγάδι;!

―Ὄχι, μάρτυς μου ὁ Θεός!… Αὐτὸ δὲν τὸ ἔκαμα, εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού.

― Τότε;…

― Σιώπα!

― Ἡ ἁμαρτία σὲ κυνηγᾷ, μάννα, εἶπε δειλῶς ἡ Δελχαρώ.

― Σιώπα! Μουρλάθηκες; εἶπε βλοσυρὰ ἡ μάννα της, ὑποπτεύσασα ὑπαινιγμόν τινα εἰς τὸν τόνον μεθ᾽ οὗ ὡμίλει ἡ κόρη της.

― Τί νὰ πῶ κ᾽ ἐγώ, ἡ καημένη! εἶπε συμπλέκουσα τὰς χεῖρας ἐν ἀμηχανίᾳ, ἡ Δελχαρώ.

―Ἄ! αὐτὸ μὴν τὸ λές! ὄχι! Δὲν κάνει νὰ τὸ λές!

Καὶ τρομερά, κατῆλθε τὴν σκάλαν νὰ φύγῃ.

― Ποῦ πᾷς, μάννα;

― Στὰ βουνά, σοῦ εἶπα!… Δῶσέ μου λίγο παξιμάδι.

Ἡ Δελχαρὼ ἔτρεξε ν᾽ ἀνοίξῃ τὸ ἐρμάριον, κ᾽ ἔλαβεν ἐκεῖθεν ὀλίγα παξιμάδια.

― Δῶσέ μου καὶ τὸ καλάθι μου… κ᾽ ἕνα μαχαιράκι, ἐπανέλαβεν ἐν ἄκρᾳ βίᾳ ἡ Φραγκογιαννού… Βάλε μου κ᾽ ἕνα χράμι μάλλινο μέσα… καὶ τὴ μανδήλα μου… τὰ παλιοτσόκαρά μου… Δῶσέ μου καὶ τὸ ραβδί μου… ψάξε νὰ τὸ βρῇς!

Ἡ Δελχαρώ, ἐν ἄκρᾳ σιγῇ καὶ ὑπομονῇ, ἐπροσπάθει νὰ ἐκτελέσῃ ὅλας τὰς ἑτοιμασίας ταύτας.

― Ποῦ θὰ πᾷς, μάννα; ἐπανέλαβε κλαίουσα. Ὤ! καίετ᾽ ἡ καρδιά μου!

― Μὴν κλαῖς!… Κάπου θὰ κρυφτῶ, σὲ καμμιὰ τρύπα… Ἡσυχία, ἐσεῖς, φρόνιμα! ὣς ποὺ νὰ περάσῃ ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου!

Καὶ λαβοῦσα τὸ καλάθιον καὶ τὸ ραβδίον της, κατῆλθε σιγά. Ἔκαμε τὸν σταυρόν της.

Αἴφνης ἐκοντοστάθη εἰς τὴν τρίτην βαθμίδα τῆς σκάλας, καὶ στραφεῖσα πρὸς τὴν Δελχαρώ, τῆς εἶπε:

― Ξέρεις τί νὰ κάμῃς;… Θὰ πάω ἀπ᾽ τὸν ἀπάνω δρόμο, γιὰ νὰ γλυτώσω, νὰ μὴ μὲ ἰδοῦν, τὰ σκυλιά… Καὶ σύ, αὐτὴν τὴ στιγμή, νὰ τρέξῃς στὸ σπίτι… νὰ καμωθῇς πὼς δὲν τοὺς βλέπεις, τοὺς ταχτικούς… καὶ νὰ φωνάξῃς τῆς Ἀμέρσας ἀποκάτ᾽ ἀπ᾽ τὸ δρόμο: «Ἀμέρσα, εἶναι ἀπάνω ἡ μάννα;»…

…Ὄχι, μὴ λὲς «εἶν᾽ ἀπάνω ἡ μάννα»… μόνο νὰ πῇς: «Ἀμέρσα, πῶς εἶναι ἡ μάννα, εἶναι καλύτερα; ἔχει σηκωθῆ;… Στὸ στρῶμα εἶν᾽ ἀκόμα;» Γιὰ νὰ πιστέψουν πὼς βρίσκομαι ἀπάνω στὸ σπίτι, καὶ πὼς εἶμαι ἄρρωστη… Γιὰ νὰ μὴν ὑποπτευθοῦν τίποτα, καὶ μὲ κυνηγήσουν τὰ σκυλιά!… Τρέξε, γλήγορα!

Εἶτα προσέθηκε:

―Ἔχετε γειά… καὶ καλὴ ἀντάμωση!

Εὐθὺς ὕστερον ἐξῆλθε κ᾽ ἡ Δελχαρώ, τρέχουσα, μ᾽ ἐλαφρὸν βῆμα, καὶ διευθύνθη πρὸς τὴν μητρικήν της οἰκίαν, νὰ ἐκτελέσῃ τὴν ἐντολήν.

Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐπῆρε τὸν ἀπάνω δρόμον, κατὰ τὰ Κοτρώνια, μὲ δρομαῖον βῆμα. Εἰς τὴν τελευταίαν ἀπήχησιν τοῦ «καλὴ ἀντάμωση», τὸ ὁποῖον εὐχήθη εἰς τὴν κόρην της, ἀκουσίως προσέθηκε καθ᾽ ἑαυτὴν μετὰ πικρᾶς εἰρωνείας: «Ἢ ἐσᾶς θ᾽ ἀνταμώσω ἐδῶ ― ἤ, τὸν ἀδελφό σας στὴν φυλακὴ θὰ πάω ν᾽ ἀνταμώσω ― ἤ, στὸν ἄλλο κόσμο θ᾽ ἀνταμώσω τὸν πατέρα σας… κι αὐτὸ εἶναι ἀπ᾽ τὰ τρία τὸ σιγουρότερο!»

Καθὼς ἀνέβαινεν ἀσθμαίνουσα τὸν πετρώδη λόφον, «Ἔλα, Παναγία μου, ἔλεγε μέσα της, ἂς εἶμαι κι ἁμαρτωλή». Εἶτα εἰς τὰ ἐνδόμυχα τῆς ψυχῆς της εἶπε: «Δὲν τὸ ἔκαμα γιὰ κακό».

Μόλις ἐπροχώρησεν ὀλίγα βήματα, καὶ εἰς τοὺς τελευταίους σποραδικοὺς οἰκίσκους τῆς πολίχνης, ἐπάνω στοὺς βράχους, καθὼς ἐκατηφόριζε νὰ φθάσῃ στὸν αἰγιαλόν, βλέπει τὸν Κυριάκον, τὸν κλήτορα τῆς ἀστυνομίας, μὲ τὸ φέσι του μὲ τὴν κοντὴν φούνταν, ἢ «γαλίπαν»* ὅπως τὴν ἔλεγαν, μὲ τὸν καστανόν του στριμμένον μύστακα, καὶ κρατοῦντα εἰς τὴν χεῖρα τὸ κοντὸν ρόπαλόν του, πέριξ τοῦ ὁποίου ἐφαίνετο σκυταλοειδῶς ἡ ἐπιγραφὴ «Ἰσχὺς τοῦ Νόμου». Οὗτος, συνοδευόμενος ἀπὸ ἕνα γέροντα ἀπόμαχον, μὲ στρατιωτικὴν στολήν, ἤρχετο ἀπὸ ἕνα πλάγιον δρομίσκον, διευθυνόμενος εἰς τὸν αἰγιαλόν, ὅπου κατήρχετο καὶ ἡ Φραγκογιαννού, καὶ μετὰ μικρὸν ἐξ ἅπαντος θὰ τὴν ἔφθανον, ἢ θὰ τῆς ἔπαιρνον τὰ νῶτα.

Ἴσως ἡ παρουσία τοῦ Κυριάκου ἐκεῖ, μαζὶ μὲ τὸν ἀπόμαχον, νὰ ἦτο τυχαία. Ἀλλ᾽ ἡ ἔνοχος γυνή, ὡς τοὺς εἶδεν, ἐταράχθη, κ᾽ ἐτάχυνε τὸ βῆμα. Τῆς ἐφάνη δὲ ὅτι κ᾽ ἐκεῖνοι τὸ αὐτὸ ἔκαμαν.

Τότε ἡ Γιαννού, καθὼς ἔφθασεν εἰς τὸν αἰγιαλόν, κατ᾽ ἀγαθὴν συγκυρίαν, αἴφνης εἶδεν ἐνώπιόν της ἀνοικτὴν τὴν θύραν μιᾶς οἰκίας, λίαν γνωρίμου εἰς αὐτήν, καὶ οὐδὲ στιγμὴν ἐδίστασε νὰ ὑπερβῇ τὸ κατώφλιον. Ἅμα εἰσῆλθε, τεταραγμένη, ἔβαλε τὸ μάνδαλον καὶ τὸν σύρτην.

― Μαρουσώ, εἶσ᾽ ἐπάνω; ἔκραξε μὲ σιγανήν, ἀλλὰ συριστικὴν φωνήν, ἀνερχομένη τὴν σκάλαν.

Μία γυνὴ κοντούλα, ροδοκόκκινη, ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν θύραν ἑνὸς θαλάμου, κ᾽ ἐπαρουσιάσθη μειδιῶσα, ἀλλὰ καὶ ἀνήσυχος τὸ βλέμμα.

― Ποῦ σ᾽ αὐτὸν τὸν κόσμο, θεια-Χαδούλα; ἠρώτησε.

― Μὴν τὰ ρωτᾷς, παιδί μου… Μεγάλη συφορὰ μοῦ ἐπενέβηκε, ἤρχισε νὰ λέγῃ ἡ Γιαννού.

Εἶτα ἀνήσυχος ἠρώτησε:

― Μὴν εἶν᾽ ἐδῶ ὁ κὺρ Ἀναγνώστης;

―Ὄχι, δὲν εἶν᾽ ἐδῶ· τόσο νωρὶς δὲν ἔρχεται, εἶναι στὸν καφενέ… Ἄχ! θεια-Χαδούλα κ᾽ ἐγὼ ἔλεγα πῶς νὰ κάμω νὰ ᾽ρθῶ στὸ σπίτι νὰ σοῦ πῶ τὰ τρέχοντα…

―Ἔμαθες τίποτα;

― Τὰ ἔλεγαν τώρα τὸ ἀπόγευμα, ὁ ἀφέντης μου, μαζὶ μὲ τὸν κουμπάρο μας τὸν Ἁιμερίτη, ποὺ ἦρθε γιὰ νὰ φουμάρῃ ἕνα τσιμπούκι καὶ νὰ κουβεντιάσουν, ὅπως συνηθίζουν.

― Καὶ τί λέγανε;

― Ο ρηνοδίκης μαζὶ μὲ τὸν ἀστυνόμο, θέλουν νὰ σὲ συλλάβουν… Ἔλεγαν νὰ στείλουν τοὺς χωροφύλακες… Σ᾽ ἔχουν ὕποπτη γιὰ τὸ κοριτσάκι ποὺ πνίγηκε χθὲς μὲς στὸ πηγάδι.

―Ὤ! τρομάρα μου…

― Κ᾽ ἔλεγα νά ᾽ρθω νὰ σοῦ πῶ, γιὰ νὰ κρυφτῇς, ἂν μπορέσῃς… Μὰ πῶς βρέθηκες ἐδῶ;

Ἡ Φραγκογιαννοὺ διηγήθη ὅτι, ἀφοῦ, μετὰ τὴν χθεσινὴν ἀνάκρισίν της, ἐκατάλαβεν ὅτι ὁ εἰρηνοδίκης ἄρχισε νὰ τὴν ἔχῃ «στὴν μπούκα τοῦ τουφεκιοῦ», ᾐσθάνθη κι αὐτὴ φόβον μὴ κακοπέσῃ ἄδικα, καὶ ὅτι ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς κόρης της, τῆς Δελχαρῶς, ὅπου ἔτυχε νὰ εὑρίσκεται σήμερον τὸ δειλινόν, εἶχεν ἰδεῖ τοὺς χωροφύλακας νὰ κατασκοπεύουν τὸ δικό της τὸ σπίτι· ὅτι ἀπεφάσισε νὰ φύγῃ στὰ βουνά· ὅτι, καθὼς ἔτρεχεν ἐδῶ κάτω, κατὰ τὸν αἰγιαλόν, σκοπεύουσα νὰ πάρῃ τὸ κρυφὸν μονοπάτι τοῦ βουνοῦ, ὀπίσω ἀπὸ τὰ Κοτρώνια, εἶδε τὸν Κυριάκον τὸν κλήτορα μαζὶ μ᾽ ἕνα γερο-ταχτικόν, νὰ ἔρχωνται κατόπιν της, ἀλλ᾽ ὅτι κατὰ θείαν νεῦσιν, εὑρέθη κοντὰ στὸ σπίτι τῆς Μαρουσῶς, ἡ ὁποία ξεύρει καλὰ ἀπὸ παλαιὸν καιρὸν «τὰ πάθια της», ἐφρόντισε νὰ προσθέσῃ, καὶ ἰδοῦσα τὴν θύραν ἀνοικτήν, ἔσπευσε νὰ εἰσέλθῃ, ὅπως εὕρῃ ἄσυλον.

―Ἔχω κλειδώσει τὴν πόρτα ἀπὸ μέσα παιδάκι μου… ἀπ᾽ τὸ σαστισμό μου, τί νὰ κάμω! Μοῦ ἤτανε γραφτὸ νὰ πάθω, τά ᾽παθα. Ἔτσι νά ᾽χῃς πολὺ καλό, Μαρουσώ μου, δὲν κοιτάζεις κρυφά, κρυφὰ ἀπὸ τὸ παντζούρι ἐκεῖνο;… νὰ ἰδῇς ἂν εἶναι ὁ Κυριάκος κάτω ἢ ἔχει τραβήξει;

Ἡ Μαρουσὼ ἦλθε πρὸς τὸ ὑποδειχθὲν παράθυρον, κ᾽ ἐκοίταξε κατὰ τὸν δρόμον. Εἶτα ἐπιστραφεῖσα εἶπεν:

― Εἶναι παραπέρα, ἐκεῖ… Στέκονται στὸ δρόμο μαζὶ μ᾽ ἕνα γέρο ἀπόμαχον… Ἔχουν πιάσει κουβέντα μὲ τὸν γείτονά μας τὸν ψαρά, τὸν Φραγκούλη.

― Καὶ κοιτάζουν κατὰ δῶ;

― Κοιτάζουν στὴν ἀμμουδιά, πέρα.

Ἡ γραῖα ἦτο ἔμφοβος, κ᾽ ἔφερε τὰς χεῖρας περὶ τὸ πρόσωπον, ὡς διὰ νὰ τραβήξῃ τὰ τσουλούφια της, ἢ νὰ σχίσῃ τὰ μάγουλά της.

Ἡ Μαρούσα τὴν ᾤκτειρε.

― Δὲν κάθεσαι, θεια-Χαδούλα;… Μὴ φοβᾶσαι… Ὅ,τι εἶναι, θὰ περάσῃ… Κάθισε, νὰ σοῦ κάμω καφεδάκι νὰ πιῇς.

Ἡ Γιαννοὺ μετὰ δισταγμοῦ ἐρρίφθη ἐπί τινος χαμηλοῦ σκαμνίου, εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ μαγειρείου, ὅπου ἐγίνετο ὁ διάλογος.

Ἡ οἰκία ἐφαίνετο εὐπορούσης οἰκογενείας, καὶ εἶχε πολλὰ χωρίσματα, κ᾽ ἐπίπλωσιν εὐπρεπῆ.

― Δὲ θυμᾶσαι τὰ δικά μου, θεια-Χαδούλα;… εἶπε μυστηριωδῶς ἡ Μαρούσα, καὶ τὸ πρόσωπόν της ἀφ᾽ ὅ,τι ἦτο ἔγινεν ἀκόμη ἐρυθρότερον… Θυμήσου τί τρομάρες, τί βάσανα πέρασα τότε κ᾽ ἐγώ! Κι ἂς εἶσαι καλά, πόσο μ᾽ ἐβοήθησες! Ἔτσι θὰ περάσουν καὶ τὰ δικά σου.

― Γιατί εἶπα ἐγὼ πὼς ἐσὺ ξέρεις τὰ πάθια μου! ἐπανέλαβεν ἡ Φραγκογιαννοὺ μετριόφρων.

―Ἐκεῖνα ποὺ λές, ἦταν πάθια δικά μου, διώρθωσε φιλαλήθης ἡ Μαρουσώ.

Ἔψησε τὸν καφὲν καὶ τὸν ἐκένωσε.

―Ὁ ἀφέντης μου, ὅπου εἶναι, θά ᾽ρθῃ… Πιὲ τὸν καφέ σου. Βούτηξε καὶ τὸ ψωμάκι, προσέθηκε κόπτουσα μεγάλην φέταν ψωμίου.

Ἡ γραῖα ἄρχισε νὰ βουτᾷ τὸ ψωμὶ καὶ νὰ τὸ μασᾷ χωρὶς ὄρεξιν.

― Πολὺ καλὸ νά ᾽χῃς, ἔλεγε. Δὲν πάει κάτω, παιδί μου… Ἀπ᾽ τὸ χολοσκασμὸ ποὺ ἔχω… Φαρμάκι βγάζ᾽ ὁ οὐρανίσκος μου.

Εἶτα ἐπέφερε:

― Δὲν κάνεις τὸν κόπο νὰ κοιτάξῃς πάλι ἀπ᾽ τὸ παραθυράκι, ἔξω;.. Εἶναι ἀκόμη ὁ Κυριάκος κάτω;

Ἡ Μαρούσα ὑπήκουσεν.

―Ἐκεῖ εἶναι θεια-Χαδούλα… Ἔπιασαν μεγάλην κουβέντα μὲ τὸν Φραγκούλη.

― Καὶ τώρα, ποῦ νὰ πάω;… Σὰν ἔρθ᾽ ὁ πατέρας σου;… Βασίλεψ᾽ ὁ ἥλιος… σουρούπωσε… θὰ νυχτώσῃ.

Ἡ Μαρούσα ἐσκέφθη ἐπὶ στιγμήν, εἶτα εἶπεν:

―Ἐγὼ ἔχω μεγάλην ὑποχρέωση σὲ λόγου σου, θεια-Χαδούλα… Πῶς νὰ τὸ ξεχάσω!

― Θυμᾶσαι; εἶπεν ἀκουσίως μειδιῶσα ἡ γραῖα.

― Καὶ μπορῶ νὰ τ᾽ ἀστοχήσω;… Ὅ,τι μπορέσω νὰ κάμω, θὰ κάμω γιὰ σένα.

―Ἂς εἶσαι καλά.

― Μοῦ φαίνεται πὼς τὸ καλύτερο εἶναι νὰ σὲ κρύψω ἐδῶ τὴν νύχτα, τώρα, πρὶν ἔλθῃ ὁ ἀφέντης μου.

― Ποῦ;

― Κάτω, στὸ μικρὸ κατωγάκι, στὸ σοφά*… ξέρεις;

―Ἄ! εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού, ὡς νὰ τῆς ἦλθε μία ἀνάμνησις.

― Καὶ τὰ μεσάνυκτα, σὰν λαλήσῃ τ᾽ ἀρνίθι…

―Ἔ;…

― Κοντὰ νὰ φέξῃ, ὅ,τι ὥρα νοιώσῃς…

― Καλά!

―Ἂν θέλῃς, σηκώνεσαι, καὶ πᾷς στὸ καλό, ὅπου σὲ φωτίσῃ ὁ Θεός.

―Ἂς εἶναι! εἶπε μετὰ στεναγμοῦ ἡ γραῖα.

― Τὴν ἄλλη νύχτα πάλι, ἀνίσως καὶ δὲν εὕρῃς ἄλλο καταφύγιο εἰς μέρος πλιὸ κρυφό, καὶ πλιὸ σίγουρο, ἔρχεσαι, καὶ μοῦ ρίχνεις ἕνα πετραδάκι σ᾽ αὐτὸ τὸ παράθυρο, ἢ στὸ μικρὸ μπαλκονάκι κατὰ τὸ γιαλό, κατεβαίνω, σοῦ ἀνοίγω, καὶ σὲ κρύφτω πάλι στὸ κατωγάκι.

― Καλά!… Μά, γιὰ κοίταξε, ἔφυγε ὁ Κυριάκος;

Ἡ Μαρούσα ἐπῆγε πέραν τοῦ μεσοτοίχου, εἰς τὸ παράθυρον πρὸς τὸν δρόμον, ἀργοπόρησεν ὀλίγον, ἴσως διότι εἶχε σκοτεινιάσει πλέον καὶ δὲν διέκρινε καλῶς ἔξω, καὶ ἐπανῆλθε,

― Δὲν ἔφυγαν… ἐκεῖ εἶναι κ᾽ οἱ τρεῖς.

―Τώρα ἕνα πρᾶμα δὲν ξέρω, εἶπε σύννους ἡ Φραγκογιαννού. Δὲν ξέρω ἂν μὲ εἶδε ὁ Κυριάκος νὰ ᾽μβαίνω ἐδῶ, ἢ ὄχι… Ἂν δὲν μ᾽ ἔχῃ ἰδεῖ, καὶ δὲν μοῦ κάνει καρτέρι, καλύτερα ἔχω νὰ φύγω, νὰ σᾶς σηκώσω τὸ βάρος ἀπὸ τώρα.

Ἔλεγε τοῦτο εἰλικρινῶς. Ἐστενοχωρεῖτο, ἐπόθει τὸν ἀέρα τοῦ βουνοῦ. Ἐκεῖ ᾐσθάνετο ὅτι θὰ εὕρισκεν ἄνεσιν, ἤλπιζε δὲ καὶ ἀσφάλειαν.

―Ὅ,τι κι ἂν εἶναι, δὲν πρέπει νὰ φύγῃς ἀπόψε, εἶπε προθυμοτέρα γινομένη ἡ Μαρούσα, καθ᾽ ὅσον ἐθερμαίνετο ἐκ τῆς ἀναμνήσεως. Κάθισε, θεια-Χαδούλα, ἀπόψε, στὸ κατωγάκι, γιὰ νὰ μὲ κάμῃς νὰ θυμηθῶ τὰ παλιά μου βάσανα. Θὰ μοῦ ἔρθουν, τάχα, σὰν ὄνειρο στὸν ὕπνο μου;

―Ἔτσι τὰ θυμᾶται, πλιό, κανείς, παιδάκι μου, εἶπε μὲ πονηρὰν ἀφέλειαν ἡ γραῖα. Ἄχ! κάθε ἁμαρτία ἔχει καὶ τὴ γλύκα της.

―Ἀλήθεια!… καὶ πόση πίκρα φέρνει στὸ τέλος! συνεπλήρωσε μελαγχολικῶς ἡ Μαρουσώ.

Ἡ οἰκία ἦτο διπλῆ. Ἐκτὸς τοῦ κυρίως κτιρίου, εἶχε μικρὸν παράρτημα πρὸς βορρᾶν, ὅπου ἦτο τὸ μαγειρεῖον, καὶ ὑπὸ τὸ μαγειρεῖον εὑρίσκετο «τὸ μικρὸ κατωγάκι». Ἐκεῖ διὰ τῆς καταπακτῆς καὶ μικρᾶς σκάλας ὡδήγησεν ἡ Μαρούσα τὴν ξένην της, πρὶν ἔλθῃ ὁ κὺρ Ἀναγνώστης, ὁ οἰκοδεσπότης. Τῆς ἔφερεν ἄρτον, τεμάχιον κρύου βραστοῦ, ὑπόλοιπον τοῦ γεύματος, τυρίον, νερόν, ποτήριον οἴνου, καὶ τὴν ἐγκατέστησεν ἐπάνω εἰς τὸν σοφὰν τοῦ μικροῦ κατωγείου, τοῦ χρησιμεύοντος ὡς ἀποθήκη διαφόρων οἰκιακῶν σκευῶν. Τῆς ἔστρωσεν ἕνα παλαιὸν κιλίμι, μίαν τριμμένην τσέργαν*, ἕνα μικρὸν σινδόνι, τῆς ἔβαλε μίαν προσκεφαλάδα* σκληράν, μὲ γέμισμα ἀπὸ λινόξυλα, καὶ τῆς εὐχήθη καλὴν νύκτα καὶ «ὕπνον ἐλαφρόν».

Ἐλαφρὸς ἢ βαρύς, ὁ ὕπνος τῆς Φραγκογιαννοῦς δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ἦτο εὔκολος οὔτε εὐάρεστος, εὑρισκομένης εἰς τοιαύτην ταραχὴν καὶ τοιοῦτον τρόμον. Ἀλλὰ τὸ περιβάλλον τὴν ἔκαμε πρὸς ὥραν νὰ λησμονῇ σχεδὸν τὰ ἐνεστῶτα καὶ τὴν ἰδίαν τρομερὰν θέσιν της, καὶ ν᾽ ἀναπολῇ τὰ παρελθόντα. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον μετριοφρόνως ἡ Γιαννοὺ εἶχεν ὀνομάσει δὶς «τὰ πάθια της», ἡ δὲ Μαρούσα εἰλικρινῶς εἶχεν ἀναγνωρίσει μᾶλλον ὡς «πάθια» καὶ «βάσανα» ἰδικά της, εἶχε συμβῆ πρὸ ὀκτὼ ἢ δέκα ἐτῶν.

Ὁ κὺρ Ἀναγνώστης Μπενίδης, ἄτεκνος, εἶχε λάβει ὡς ψυχοκόρην τὴν Μαρούσαν, καὶ τὴν εἶχεν ἀναθρέψει ὅσον αὐστηρὰ ἠδυνήθη ἡ σύζυγός του, ἥτις ἦτον ἀποθαμένη πρὸ δέκα πέντε ἐτῶν. Ὁ κ. Μπενίδης ἦτον εἰς τὸν καιρόν του τὸ σημαντικώτερον πρόσωπον τοῦ τόπου του. Εἶχε διατελέσει δημογέρων πρὸ τοῦ Ἀγῶνος, πληρεξούσιος εἰς τὰς πρώτας Συνελεύσεις Τροιζῆνος, Προνοίας, Ἄργους, κτλ., δήμαρχος πρὸ τοῦ Συντάγματος. Εἶτα μετὰ τὸ Σύνταγμα διετέλεσεν ὡς ἀνώτερος ὑπάλληλος εἰς πολλὰ μέρη. Τὴν Μαρούσαν, Ἑβραιοπούλαν, ἢ κατ᾽ ἄλλους Τουρκοπούλαν, εἶχε προσλάβει εἰς ἡλικίαν σχεδὸν βρεφικήν, καὶ τὴν εἶχε βαπτίσει.

Εἶτα, ὅταν κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη, ὡς συνταξιοῦχος ἀπεσύρθη εἰς τὸν τόπον του, τὴν ὑπάνδρευσε μ᾽ ἕνα ἀνεψιόν του, καὶ τῆς ἔδωκεν ὡς προῖκα τὸ μικρὸν αὐτὸ κολλητὸν σπιτάκι, εἰς τὸ ἰσόγειον τοῦ ὁποίου εὑρίσκετο τώρα ἡ Φραγκογιαννού, ἱκανὰ ἀγροτικὰ κτήματα, καὶ ὀλίγα μετρητά, ὑποσχεθεὶς νὰ τῆς ἀφήσῃ ὡς κληρονομίαν καὶ τὴν κυρίως οἰκίαν, καὶ ὅ,τι ἄλλο ἤθελεν εὑρεθῆ παρ᾽ αὐτῷ μετὰ θάνατον.

Ὁ γαμβρός, ἀφοῦ ἀπέκτησεν ἓν τέκνον, ἔλειπεν ὅλον τὸν καιρόν. Ἐταξίδευε λοστρόμος μὲ τὰ καράβια. Ἦτον φημισμένος ναυτικός, ἀλλὰ σπάταλος κι ἀξένοιαστος. Τώρα τελευταῖα, εἶχεν ἀργήσει τρία ἔτη νὰ ἔλθῃ εἰς τὸν τόπον. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ γηραιὸς κὺρ Ἀναγνώστης εἶχε χηρεύσει, καὶ ἡ ψυχοκόρη, κατὰ τὴν ἀπουσίαν τοῦ συζύγου ὑπηρέτει διαρκῶς εἰς τὴν οἰκίαν τὸν θετὸν πατέρα της, ὅπως καὶ παιδιόθεν ἦτο συνηθισμένη. Ὁ σύζυγος ἔγραφεν ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἐπιστολάς, ὑποσχόμενος ὅτι θὰ ἔλθῃ, ἀλλὰ δὲν ἤρχετο. Τὸ θυγάτριον τῆς Μαρούσας ἦτο ἤδη τεσσάρων ἐτῶν, καὶ οὔτε ὁ πατὴρ εἶχεν ἰδεῖ ποτὲ τὸ τέκνον, οὔτε αὐτὸ ἐγνώριζε τὴν ὄψιν τοῦ πατρός.

Κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν καιρόν, μαζὶ μὲ τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ ἐμπορίου καὶ τῆς συγκοινωνίας, εἶχαν ἀρχίσει νὰ ξανοίγουν κάπως καὶ τὰ ἤθη εἰς τὸν μικρόν, ἀπόκεντρον τόπον. Ξένοι ἐρχόμενοι ἀπὸ τὰ ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδος, τὰ «πλέον πολιτισμένα», εἴτε ὑπάλληλοι τῆς κυβερνήσεως, εἴτε ἔμποροι, ἐκόμιζον νέας, ἐλευθέρας θεωρίας περὶ ὅλων τῶν πραγμάτων. Οὗτοι τὴν αἰδῶ καὶ τὴν συστολὴν ὠνόμαζον βλακείαν, τὴν ἐγκράτειαν καὶ τὴν σωφροσύνην εὐήθειαν. Τὴν διαφθορὰν καὶ τὴν λαγνείαν ὠνόμαζον «φυσικὰ πράγματα». Ἡ δύστηνος Μαρούσα, ἥτις δὲν εἶχε γεννηθῆ εἰς τὸν τόπον, ἀρχῆθεν δὲν ἦτο πολὺ αὐστηρὰ οὔτε σεμνοπρεπής, εἶχε δὲ μικρὰν δόσιν ἐλαφρότητος.

Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εὑρίσκοντο εἰς τὴν νῆσον ἕνας γραμματεὺς τοῦ εἰρηνοδικείου, ἄγαμος, φουστανελάς· ἕνας γραμματεὺς τοῦ Λιμεναρχείου, βρακάς, ἀξιωματικὸς τοῦ οἰκονομικοῦ Ν. κλάδου, γεροντοπαλλήκαρο· ἕνας ἐνωμοτάρχης κομψευτής, μὲ λιγνὴν μέσην καὶ ἀγκιστροειδῆ μύστακα· ἕνας τελωνοφύλαξ ἔχων τριπλάσιον εἰσόδημα ἀπὸ τὸν μισθόν του, καὶ δύο ἢ τρεῖς πράκτορες ξένων ἐμπορικῶν οἴκων ἢ ἄλλοι μέτοικοι. Ὅλοι οὗτοι εἶχον παντοτινὴν συντροφίαν μὲ δύο ἢ τρεῖς ἄλλους νεαροὺς ἐμπορευομένους, κομψευομένους, μ᾽ «ἑλληνικοῦρες» πολλὲς εἰς τὴν γλῶσσαν καὶ μὲ πολλὰς «προσρήσεις». Μὲ τοὺς τελευταίους τούτους ἠναγκάζοντο νὰ ἔρχωνται συχνὰ εἰς ἐπαφὴν πολλαὶ γυναῖκες, καὶ σώφρονες ἄλλως, τοῦ τόπου, χάριν τῶν ἀφεύκτων καὶ ἀτελειώτων ὀψωνισμάτων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀδύνατον ν᾽ ἀπαλλαγῇ ποτὲ ὁ γυναικεῖος κόσμος.

Ἀπὸ τὰ τόσα βρόχια, τὰ ὁποῖα τῆς εἶχαν ρίψει εἰς τὸν δρόμον της, ἀπὸ τὰς τόσας ἑλεπόλεις, τὰς ὁποίας τῆς εἶχον στήσει περὶ τοὺς τοίχους της ὅλοι οἱ εἰρημένοι ἐπιχειρηματίαι, δὲν ἠδυνήθη νὰ γλυτώσῃ ἡ Μαρούσα· καὶ μετ᾽ ὀλίγον καιρὸν αὕτη, ἐν ἀπουσίᾳ τοῦ συζύγου, εὑρέθη ἔγκυος. Καὶ τὸ ἐνόησεν ὅτε ἦτο ἤδη δύο μηνῶν. Ἀλλὰ πρὶν τὸ ἀνακαλύψῃ αὕτη, ὅλη ἡ γειτονιά, ὡς εἰκός, τὸ ἤξευρεν, ἴσως καὶ προτοῦ νὰ συμβῇ τὸ πρᾶγμα. Μόνον ὁ κὺρ Ἀναγνώστης εὑρίσκετο ἐν ἀγνοίᾳ. «Ὁ κόσμος», ὅπως εἶπε τότε ἡ πονηρὴ Κοκκίτσα, μία γειτόνισσα, «τό ᾽χε τούμπανο, κι αὐτὸς κρυφὸ καμάρι».

Ὑπῆρξαν κ᾽ αἱ κακαὶ γλῶσσαι, αἵτινες εἶπον ἄνευ τῆς ἐλαχίστης πιθανότητος, ὡς εἰκός, ὅτι ὁ κὺρ Ἀναγνώστης ἐφήρμοζε τὴν παλαιὰν μέθοδον τοῦ Δαβίδ, καὶ ὅτι διὰ νεαρᾶς πνοῆς καὶ θερμοῦ αἵματος ἐζήτει νὰ «ξανανιώσῃ». Ἀλλ᾽ ἡ εἰρημένη Κοκκίτσα καὶ δύο ἢ τρεῖς ἄλλαι γειτόνισσαι, αἵτινες τὰ ἔλεγον σιγανά, κ᾽ ἐγέλων συριστικὰ μεταξύ των, ἰσχυρίζοντο ὅτι, δῆθεν «ἀπ᾽ τὸ παιδὶ ἔχουν πολλοὶ μερδικό»· ὅτι τὸ κεφάλι πρέπει νὰ εἶναι τοῦ γραμματικοῦ, τοῦ φουστανελᾶ μὲ τὸ τεράστιον φέσι καὶ τὴν μακροτάτην φούντα, ἡ μέση, θὰ εἶναι βέβαια τοῦ νωματάρχη, τοῦ σεβταλῆ, τὸ ἕνα τὸ ποδάρι (στὸ λάκκο!) τοῦ γέρο-κολασμένου, τοῦ βρακᾶ, τὸ ἕνα χέρι (μακρὺ χέρι!) τοῦ τελωνοφύλακα, καὶ τὸ ἄλλο χέρι (παστρικὸ χέρι!) τοῦ ψιλικατζῆ, μὲ τὶς ᾽λληνικοῦρες.

Πρώτη ἡ ρηθεῖσα Κοκκίτσα εἶχε προσκληθῆ μυστηριωδῶς ἀπὸ τὴν Μαρούσαν (σημειωτέον ὅτι αὕτη, ὅσον καὶ ἂν ἐφαίνετο ἀπονήρευτη, εἶχεν ἐννοήσει ὅτι ἡ Κοκκίτσα τὴν ὑπωπτεύετο πρὸ πολλοῦ, ὅθεν ἐπροσποιήθη κι αὐτὴ εὐθηνήν, ἀναγκαστικὴν ἐμπιστοσύνην διὰ νὰ τὴν κολακεύσῃ, ἐλπίζουσα ὅτι θὰ τὴν ἔπειθε, καὶ διὰ δώρων, νὰ σιωπήσῃ) εἶχε προσκληθῆ, λέγω, νὰ λάβῃ γνῶσιν τοῦ μυστηρίου. Ἡ Μαρούσα, «ἀδερφὴ νὰ τὴν κάμῃ, ἀπ᾽ τὸ Θεὸ καὶ στὰ χέρια της», ἔπεσε στὸν τράχηλόν της καὶ τὴν ἱκέτευε νὰ κάμῃ ἔλεος ἂν ἠξεύρῃ τίποτε ψευτογιατρικά, διὰ νὰ ἐξαφανισθῇ, εἰ δυνατόν, ὁ καρπὸς τῆς ἁμαρτίας, κι ὁ Θεὸς πλέον ἂς ἐγίνετο ἵλεως! Διότι ἄλλως αὐτὴ βέβαια ―τί τὴν ἤθελε τέτοια ζωή;― θὰ ἔπεφτε βέβαια, στὸν γιαλὸ νὰ πνιγῇ, καθὼς ἦτον μάλιστα καὶ σιμά, ἀπὸ κάτω ἀπ᾽ τὸ σπίτι, ἡ θάλασσα. Ἡ Κοκκίτσα τὴν καθησύχασε μὲ λόγια παρηγορίας, καὶ ἄρχισε νὰ ἐφαρμόζῃ ἐπ᾽ αὐτῆς διαφόρους ἀλοιφὰς καὶ ἔμπλαστρα, τὰ ὁποῖα οὐδόλως ἐτελεσφόρουν.

Δευτέρα προσεκλήθη ἡ Σταμάτω, πτωχὴ χήρα, κ᾽ ἡ Κονδύλω ἡ ἀδελφή της, ἀλβανόγλωσσοι αἱ δύο, καταγόμεναι ἀπὸ μίαν τῶν νήσων τοῦ Σαρωνικοῦ. Αὗται ἐξήσκουν ἐντριβὰς ἐπὶ τοῦ σώματος τῆς ἀτυχοῦς γυναικός. Καὶ τὰς τρεῖς μὲ ὅ,τι ἔκλεπτεν ἀπὸ τὰς οἰκονομίας τοῦ κὺρ Ἀναγνώστη, τὰς ἀντήμειβε. Κ᾽ ἐκεῖναι ἐμάκρυνον τὰς ἀλοιφάς, καὶ παρέτεινον τὰς ἐντριβάς, ἀλυσιτελῶς πάντοτε.

Τὴν ἑσπέραν, ἀνερχόμεναι αἱ τρεῖς εἰς τὴν αὐλὴν τῆς κυρα-Θωμαῆς, ὀλίγα σπίτια παραμέσα, ὅπου ἤρχοντο κ᾽ ἡ γρια-Χιόνω, κ᾽ ἡ θεια-Κυράννω, ὅλαι μετανάστιδες ἐκ Μακεδονίας τοῦ 1821, τὰ ἔλεγαν μεταξύ των. Αἱ τρεῖς πρῶται ἔδιδον καθ᾽ ἑσπέραν τακτικὴν ἀναφορὰν εἰς τὴν κυρα-Θωμαὴν καὶ εἰς τὰς δύο ἄλλας γραίας· καὶ ὅλαι μαζὶ ἐχασκογελοῦσαν.

Μάλιστα τὰ ὄψιμα ἑλληνικὰ τῆς Σταμάτως, καθὼς περιέγραφε τὴν κατάστασιν τῆς ἐγκύου («αὐτὴ ὅλη κοντὸ εἶναι· καὶ τὰ πόδια της κοντὴ τὸ ἔχει!… θὰ μὴν τὸ ρίχνῃ, τάχατες!…») ἐπέτεινον τοὺς γέλωτάς των. Καὶ εἰς τὰς ἐκθέσεις τῆς Σταμάτως, ἡ γραῖα Κυράννω ἐπρόσθετε τὰ σχόλιά της, μὲ τὴν Μακεδονικήν της διάλεκτον.

― Αὐτηνιές, σὶ λιέου, εἶνι παλιοφουράδες!… Ἀχιλῶνις, μαρή… Ποῦ στὰ χουργιά, τὰ θ᾽ κάμας! νὰ τοὺ φτιάξ᾽ καμμιὰ αὐτ᾽νό, θὲ τ᾽ βγάλ᾽νι, σὶ λιέου, στοὺ γουμαρουπάζαρου!…

Τελευταία ἀπ᾽ ὅλας ἐκλήθη νὰ λάβῃ μέρος ἡ Φραγκογιαννού, ὡς σοφωτέρα ὅλων τῶν ἄλλων. Ἡ Μαρούσα εἶχεν ἀρχίσει ν᾽ ἀπελπίζεται ἀπὸ τὰς τρεῖς πρώτας «ψευτομαμμές», καὶ κατέφυγεν εἰς ταύτην ὡς εἰς τελευταίαν ἐλπίδα. Τῷ ὄντι ἡ γραῖα Χαδούλα μὲ τὰ φάρμακά της, μὲ τὰ μαντζούνια της καὶ μὲ τὰ ζεστὰ ἢ κρύα ὅσα ἔδιδε νὰ πίῃ εἰς τὴν πάσχουσαν, τῇ βοηθείᾳ καὶ τῶν ἐντριβῶν τὰς ὁποίας ἐξετέλει μ᾽ ἐπιδεξιότητα πολὺ ὑπερτέραν ἀπὸ τὰς ἄλλας, κατώρθωσεν ἐντὸς ὀλίγων ἡμερῶν νὰ ἐπιφέρῃ τὴν ἔκτρωσιν. Ὁ κὺρ Ἀναγνώστης οὐδέποτε ἔμαθε τίποτε.

Αὐτὴ ἦτον ἡ παλαιὰ ἐκδούλευσις, καὶ αὐτὴ ἡ εὐγνωμοσύνη τὴν ὁποίαν εἶχον ὑπαινιχθῆ σήμερον αἱ δύο. Αὐτὰ ἦσαν τῆς Φραγκογιαννοῦς «τὰ παλιὰ τὰ πάθια της», κι αὐτὰ ἦσαν τῆς Μαρούσας «τὰ βάσανά της».

Ἡ ἀνάμνησις κατεῖχε τὸν νοῦν τῆς Φραγκογιαννοῦς ὅλην τὴν ὥραν, ἐνῷ ἔκειτο ἐπὶ τοῦ σοφᾶ, εἰς τὸ σκότος· διότι λύχνον δὲν τῆς εἶχε φέρει ἡ φιλοξενοῦσα, μόνον ἕνα κηράκι κι ὀλίγα σπίρτα τῆς εἶχεν ἀφήσει. Ὅλην αὐτὴν τὴν παλαιὰν ἱστορίαν ἀνελογίζετο, καὶ ὁ ὕπνος ποτὲ δὲν τῆς ἤρχετο. Ἐρευνῶσα τὴν συνείδησίν της, ἓν πρᾶγμα εὕρισκεν· ὅ,τι εἶχε κάμει καὶ τότε καὶ τώρα τὸ εἶχε κάμει διὰ τὸ καλόν. Ἐκουλουριάζετο ὑποκάτω εἰς τὸ μάλλινον σκέπασμα, ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ πλευροῦ κειμένη, κ᾽ ἔκυπτε τὴν κεφαλὴν εἰς τὸ στέρνον, κ᾽ ἐπροσπάθει νὰ ζαλισθῇ, νὰ ναρκωθῇ, νὰ τῆς ἔλθῃ λήθαργος. Τότε, μετὰ χρόνους, ἐνθυμήθη καὶ τὴν σύντομον προσευχήν, τὴν ὁποίαν τῆς εἶχεν ἐπιβάλει ἄλλοτε νὰ λέγῃ συχνὰ ἕνας γέρων πνευματικός· τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με».

Ἡ συχνὴ ἐπανάληψις τῆς εὐχῆς ἐνήργησε, καὶ ἡ Χαδούλα ἐναρκώθη ἐπ᾽ ὀλίγα λεπτὰ καὶ ἀπεκοιμήθη. Πλὴν πάραυτα εἰς τὸν ὕπνον της, ἢ εἰς τὰ ξύπνα της, (δὲν ἤξευρε καλά), τῆς ἐφάνη ὅτι μέσα, εἰς τὸ βάθος τῆς ψυχῆς της, ἤκουε φωνὴν βρέφους, κλαῦμα, μινυρισμὸν θρηνώδη· τοῦτο ὡμοίαζε μὲ τὴν φωνήν τῆς μικρᾶς ἐγγονῆς της, τῆς πρὸ ὀλίγων μηνῶν, διὰ χειρὸς αὐτῆς… τελειωθείσης.

Ἡ γραῖα ἐξύπνησεν ἔντρομος, ἀνετινάχθη ὅλη. Ἀνεσηκώθη καὶ ᾐσθάνετο μέγαν σπαραγμόν, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ καλυτέραν σωματικὴν ἄνεσιν. Ὁ σύντομος ἐκεῖνος ὕπνος εἶχεν ἐξαλείψει παρ᾽ αὐτῇ τὸ νευροπαθὲς καὶ τὸ ἀνήσυχον. Ἐψηλάφησεν, εὗρε τὰ σπίρτα, ἤναψε τὸ κηρίον, ἐπῆρε τὸ ραβδί της, τὸ καλάθι της, ἔβαλε μέσα εἰς αὐτὸ καὶ τὰς ἐμβάδας της, καὶ ἀνυπόδητη, μὲ τὶς κάλτσες, ἐκίνησε νὰ φύγῃ.

Πηγή του μυθιστορήματος “Η Φόνισσα” – Κεφάλαιον ΙΑ΄: Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών

Λογοτεχνία

Αφήστε ένα σχόλιο