ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ - Η Φόνισσα Κεφάλαιον ΙΖ΄

Ἡ Φόνισσα- Κεφάλαιον ΙΔ´(1903)- Κοινωνικόν Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Περὶ τὰ πρῶτα γλυκοχαράγματα, τὸ βρέφος εἶχεν ἐξυπνήσει, κι ἄρχισε νὰ κλαυθμυρίζῃ. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔκαμε καὶ πάλιν «κουμάντο». Ἐσυμβούλευσε τὴν λεχὼ νὰ βάλῃ τὸ παιδίον εἰς τὸ βυζί, διὰ νὰ δοκιμάσῃ ἂν κατέβη τὸ γάλα. Συγχρόνως ἠκούσθη κρότος ἔξωθεν, κ᾽ εὐθὺς κατόπιν μία φωνή:

― Γριά!… Γριά! κοιμᾶστε;

Ἦτον ὁ Λυρίγκος, κ᾽ ἐκάλει τὴν πενθεράν του.

Ἡ γραῖα ἐγνώρισε τὴν φωνήν, ἐσηκώθη κ᾽ ἔτρεξεν εἰς τὴν θύραν.

―Ἔλα νὰ μοῦ δώσῃς ἕνα χέρι, ἐφώναξεν ὁ Λυρίγκος. Ὁ παραγυιὸς λείπει κ᾽ εἶμαι μονάχος.

Ὁ Γιάννης φαίνεται ὅτι δὲν ἐσκέφθη κἂν νὰ ἐρωτήσῃ διὰ τὴν λεχώ, τὴν γυναῖκά του, καὶ διὰ τὸ τέκνον του, πῶς εἶχον. ᾘσθάνετο μόνον ἐπείγουσαν ἀνάγκην, κ᾽ ἔκραζε τὴν πενθεράν του νὰ τὸν βοηθήσῃ εἰς τὰς ποιμενικὰς ἐργασίας τῆς πρωίας, δηλαδὴ ἴσως εἰς τὸ ξεμάνδριασμα, τὸ ἄρμεγμα, καὶ τὰ λοιπά.

― Δὲν μπορεῖ κανεὶς μοναχός του, τὸ ἔρμο!… Πρέπει νά ᾽χῃ τέσσερα χέρια! ἐπρόσθεσεν ὡς αὐτοδικαιολογούμενος.

Ἡ γραῖα ἐξῆλθε τρέχουσα. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔμεινε μόνη, μὲ τὴν λεχὼ καὶ τὸ βρέφος.

Ἡ νεαρὰ γυνὴ εἶχε λαγοκοιμηθῆ πάλιν, καὶ δὲν εἶχεν ἀντιληφθῆ καλῶς τὴν ἀπουσίαν τῆς μητρός της. Μετ᾽ ὀλίγας στιγμὰς ἐξύπνησε καὶ εἶπε:

― Ποῦ πάει ἡ μάννα, θὰ πῶ*;

Ἡ Φραγκογιαννού, φρονοῦσα ὅτι τὸ καλύτερον ἦτον ἡ λεχώνα νὰ κοιμᾶται διὰ νὰ ἡσυχάζῃ, καὶ γνωρίζουσα ὅτι ἡ ἀπόκρισις ἡ διδομένη εἰς τοὺς πυρέσσοντας καὶ εἰς τοὺς ὡς ἐν ὑπνοβασίᾳ παραμιλοῦντας βλάπτει μᾶλλον ἢ ὠφελεῖ, δὲν ἀπήντησε τίποτε. Ἡ λεχὼ εὐθὺς καὶ πάλιν ἀπεκοιμήθη.

Τὸ θυγάτριον ἐκ νέου ἄρχισε νὰ κλαυθμυρίζῃ πολὺ τρυφερὰ καὶ παραπονετικά, μέχρις ὀχληρότητος. Ἡ Φραγκογιαννού, ἥτις εἶχε λησμονήσει ὅλας τὰς τύψεις, τὰς ὁποίας εἶχεν αἰσθανθῆ ἀλγεινῶς ὑπὸ τὰς μελανὰς πτέρυγας τῶν ὀνείρων της, καὶ ἐσπαράσσετο καὶ πάλιν ἀπὸ τοὺς ὄνυχας τῆς πραγματικότητος, ἄρχισε νὰ σκέπτεται μέσα της:

―Ἄχ! δίκιο ἔχει, ὁ καημένος, ὁ Λυρίγκος… «Ὅλο κοριτσούδια, τὸ ἔρμο, ὅλο κοριτσούδια!»… Καὶ τί ξαλάφρωμα θὰ ἦτον τώρα γι᾽ αὐτόν, γιὰ τὴν ἄμοιρη τὴ γυναῖκά του, νὰ τοῦ τό ᾽παιρνε τώρα, ὁ Μεγαλοδύναμος!… αὐτὸ κἂν πού ᾽ναι μικρό, καὶ δὲν ἔχει ν᾽ ἀφήσῃ μεγάλον καημὸ πίσω του!

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην τῆς ἦλθεν εἰς τὸν νοῦν μία μικρὰ ἀπορία· ποῦ εὑρίσκοντο τ᾽ ἄλλα κοράσια τοῦ Λυρίγκου, τὰ μεγαλύτερα. Τότε ἐνθυμήθη ὅτι πρὶν ν᾽ ἀναβῇ εἰς τὸ καλύβι, ὅπου εὑρίσκετο τώρα, τὸ ὁποῖον ἦτο χαμηλὸν ἀνώγειον, ἐπέρασεν ἔξω ἀπὸ τὴν θύραν ἑνὸς ἄλλου μικροτέρου καλυβίου, τὸ ὁποῖον ἦτο χαμόγειον, καὶ ἦτο κτισμένον δίπλα, κολλητὰ μὲ τὸ πρῶτον. Ἦτο τὸ μικρὸν καλυβάκι τῆς γραίας, τῆς πενθερᾶς τοῦ Λυρίγκου, κ᾽ ἐκεῖ μέσα τῆς εἶχε φανῆ ὅτι ἤκουεν ἀναπνοὰς κοιμωμένων, ρογχαλίσματα. Ἐκεῖ βέβαια θὰ ἐκοιμῶντο, μαζὶ μὲ τὴν μικρὰν θείαν τους τὴν ἄγαμον, τὰ ἄλλα κοράσια τοῦ Λυρίγκου.

Ὡς ἐν ἀλλοφροσύνῃ καὶ ἐν πλάνῃ ὀνείρου, ἔτεινε τὴν χεῖρα πρὸς τὸ λίκνον, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ὠλόλυζε τὸ μικρόν… Ἔκαμε χειρονομίαν ὡς διὰ νὰ σχηματίσῃ τοὺς δακτύλους της εἰς διλαβίδα, εἰς ἁρπάγην καὶ στραγγαλιάν. ᾘσθάνετο τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἀγρίαν χαρὰν νὰ πνίξῃ τὸ μικρὸν θυγάτριον… Τῆς ἦλθεν εἰς τὸν νοῦν ὅτι ἦτο ἀβάπτιστον, καὶ ἂν τὸ ἔπνιγε, θὰ εἶχε διπλῆν ἁμαρτίαν… Ἡ σκέψις αὕτη ἐπὶ μίαν στιγμὴν τὴν ἀνεχαίτισεν, ἀλλ᾽ ὅμως ἀπεφάσισε νὰ ὑπερπηδήσῃ τὸν φραγμὸν τοῦτον… Παρὰ ἕνα δάκτυλον, ἡ χείρ της ἔψαυε τὸν λαιμὸν τοῦ μικροῦ πλάσματος…

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἠκούσθη φωνή, βῆμα, κρότος, εἰς τὸ μικρὸν χαγιάτι ἔξω, καὶ ἡ θύρα, τὴν ὁποίαν ἡ γραῖα, ἡ πενθερὰ τοῦ Λυρίγκου, ἀναχωρήσασα δὲν εἶχε κλείσει μὲ τὸ μάνδαλον, ἀλλὰ μόνον τὴν εἶχε γείρει, ἠνοίχθη πέραν καὶ πέραν, ἐνδίδουσα εἰς ὤθησιν ἔξωθεν.

―Ἐδῶ εἶναι, ἠρώτησεν ὁ ἐμφανισθεὶς ἄνθρωπος, ἐδῶ εἶναι τὸ σπίτι τοῦ Λυρίγκου, τοῦ τσοπάνη;

Ἦτον χωροφύλαξ, μὲ τὸ χιτώνιον μισοκουμβωμένον, φουσκωτὸν ἐπὶ τοῦ στήθους, μὲ τὸ κασκέτον στραβά, μὲ στριμμένον τὸν μύστακα, καὶ μὲ τὴν κάπαν διπλωμένην μακρυνάρι ἐπὶ τοῦ ἀριστεροῦ ὤμου.

Μέσα στὸ καλύβι, ἡ κανδήλα ἐτρεμόσβηνεν ἐμπρὸς εἰς τὰ εἰκονίσματα. Ἡ φωτιὰ εἶχε καλυφθῆ καὶ πάλιν ἀπὸ τὴν τέφραν. Τὸ λυχνάρι σβηστὸν ἐκρέματο ἀπὸ τὸ μικρὸν ράφι τῆς ἑστίας. Ἦτο σκότος. Ἔξω, εἶχεν ἐξημερώσει, καὶ παρὰ δύο λεπτὰ ὁ ἥλιος θ᾽ ἀνέτελλεν.

Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔβλεπεν εἰμὴ ἀμυδρὰς σκιὰς μέσα. Τὴν λεχώναν εἰς τὴν στρωμνήν της, ὡς ἀμαυρὸν ὄγκον κατακειμένην, τὸ βρέφος τὸ ὁποῖον ἐσάλευε καὶ ἀνάσαινεν ἐντὸς τῆς σκάφης, ἥτις ἐχρησίμευεν ὡς λίκνον… καὶ τὴν Φραγκογιαννοὺ καθημένην ὡς φάντασμα, καὶ τείνουσαν τὴν χεῖρα πρὸς τὸ λίκνον.

Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔμεινε μὲ τὴν χεῖρα τεταμένην. Τὴν κατέλαβε φρίκη, τρόμος, ζάλη. Ἐντὸς δευτερολέπτου ἦλθεν εἰς ἑαυτήν, καὶ εἶδε τὸν φοβερὸν κίνδυνον.

Ἀκριβῶς ὄπισθέν της ἦτο ἓν μικρὸν παράθυρον βλέπον πρὸς βορρᾶν, ὑπόσαθρον, νοτισμένον καὶ κακοκλεισμένον. Ὡς νὰ εἶχε τιναχθῆ ἀπὸ ἔκρηξιν, ἐστράφη μηχανικῶς, ἄνοιξε τὸ παράθυρον, κ᾽ ἐπήδησεν ἔξω. Ἔπεσεν ἐπάνω εἰς χόρτα καὶ ἄχυρα, καὶ ὁ δοῦπος τῆς πτώσεώς της οὔτε ἠκούσθη. Τὸ χαμηλὸν παράθυρον μόλις ἀνεῖχε μισὴν ὀργυιὰν ἀπὸ τοῦ ἐδάφους.

Μόνον εἶχε ξεχάσει νὰ πάρῃ μαζὶ τὸ ραβδί της καὶ τὸ καλάθι της, τὰ ὁποῖα ὣς τόσον εὑρίσκοντο δίπλα της, εἰς τὸ πάτωμα. Ἦτο ἄξιον ἀπορίας, πῶς τόσον εἶχε σαστίσει. Τὰ ἐνθυμήθη ἀκριβῶς τὴν στιγμὴν καθ᾽ ἣν ἄρχισε νὰ τρέχῃ μετὰ τὸ πήδημά της, κ᾽ ἔτσι τῆς ἤρχετο ἂν ἦτο τρόπος, νὰ γυρίσῃ πίσω νὰ τὰ πάρῃ, καὶ νὰ στραβωθοῦν, νὰ μὴν τὴν ἰδοῦν οἱ διῶκταί της.

Ὣς τόσον ἔτρεχεν, ἔτρεχεν… εἶχεν εἰσέλθει μέσα εἰς τὸ δάσος, τοῦ ὁποίου τὰ διάφορα μονοπάτια τῆς ἦσαν πολὺ γνωστά. Δὲν ἐγύριζε νὰ ἰδῇ ὀπίσω της… Ἦτο βεβαία ὅτι οἱ δύο «ταχτικοὶ» θ᾽ ἀργήσουν νὰ ἐννοήσουν τί συνέβη, καὶ νὰ βαλθοῦν νὰ τὴν κυνηγήσουν.

Τῷ ὄντι οἱ δύο ἐκεῖνοι ἄνδρες τῆς δημοσίας ἀνάγκης δὲν ἐνόησαν κατ᾽ ἀρχὰς τί εἶχε συμβῆ. Τοὺς εἶχε στείλει «κατεπεῖγον» ὀπίσω ὁ εἰρηνοδίκης, ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὸν πάρεδρον τὸν ἀστυνόμον, ὅστις, εἰς ὅσα ἀπεφαίνετο ὁ ἐμπνευσμένος ἐκεῖνος λειτουργὸς τῆς Θέμιδος, ἔλεγε πάντοτε ναί, καὶ μὲ τὸν ἐνωμοτάρχην, ὅστις δὲν ἔλεγε ποτὲ ὄχι, τοὺς εἶχε στείλει νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν ἀγροτικὴν οἰκίαν τοῦ Ἰωάννου Λυρίγκου, διὰ νὰ τὸν προσκαλέσουν νὰ ἐμφανισθῇ ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν, κ᾽ ἐν ἀνάγκῃ νὰ τὸν φέρουν διὰ τῆς βίας, ἐπειδή, ἐξ ὅσων εἶχον διηγηθῆ τὴν ἑσπέραν τῆς προτεραίας, εἰς τὴν πολίχνην, οἱ δύο χωροφύλακες, οἱ εἰρημένοι φωστῆρες συνέλαβον τὴν ὑπόνοιαν ὅτι ὁ Λυρίγκος ἐνείχετο εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῆς φυγῆς τῆς γυναικὸς Χαδούλας, χήρας Ἰωάννου Φράγκου, χριστιανῆς, καὶ ἐκτελούσης οἰκιακὰ ἔργα, τὴν ὁποίαν ἔλεγον ὅτι εἶχον ἰδεῖ ν᾽ ἀναρριχᾶται εἰς τὸν κρημνὸν τοῦ πετρώδους βουνοῦ οἱ δύο στρατιωτικοὶ ἄνδρες.

Ὅθεν ἀμέσως, περὶ ὄρθρον βαθύν, ἀφοῦ ἐκοιμήθησαν ἐπὶ δύο ἢ τρεῖς ὥρας, φοροῦντες ὅλην τὴν στολήν των, οἱ δύο χωροφύλακες, εἰς τὰ ἰσόγεια τῆς δημαρχίας, τὰ γεμᾶτα ἀπὸ βλατοῦδες*, σαρανταποδαροῦσες καὶ σαμαμίθια, τὰ ὁποῖα ἐχρησίμευον ὡς καζάρμα* (ἡ καζάρμα αὐτὴ ἦτον ὁ τρόμος τῶν ἀγυιοπαίδων, τῶν μοσχομαγκῶν, ὡς καὶ ὅλων τῶν ὀφειλετῶν τοῦ δημοσίου), εἰς ἓν σφύριγμα τοῦ ἐνωμοτάρχου ἐσηκώθησαν, ἐπῆραν τὶς κάπες των, καὶ τὸ ἔβαλαν δρόμον διὰ τὸ βουνόν.

Ἐστέλλοντο ἰδίως διὰ νὰ φέρουν τὸν Λυρίγκον (καθὼς καὶ πάντα ἄλλον βοσκόν, τὸν ὁποῖον θὰ ἐξήταζον οἱ ἴδιοι, καὶ ὅστις θὰ ἔλεγε «μπερδεμένα λόγια», ἐφρόντισε νὰ προσθέσῃ ὁ εἰρηνοδίκης), ἀλλὰ πρὸ πάντων διὰ νὰ μυρισθοῦν τὰ ἴχνη τῆς Φραγκογιαννοῦς καὶ κατορθώσουν νὰ τὴν ἀνακαλύψουν. Διὰ τοῦτο εἶχον πληρεξουσιότητα νὰ ψάξουν ὅλα τὰ μανδριὰ καὶ τὶς στάνες, καὶ νὰ ἐξετάσουν ὅλους τοὺς βοσκοὺς τοῦ βουνοῦ. Ὅθεν, διὰ καλὸν καὶ διὰ κακόν, ἐπῆραν μαζὶ καὶ τὶς κάπες των.

Ὅταν ὁ πρῶτος χωροφύλαξ ὤθησε τὴν θύραν τοῦ οἰκίσκου, καὶ εἶδε σκότος καὶ σκιὰν μέσα, ἤκουσε τὸν κρότον τοῦ βορεινοῦ παραθύρου ἀνοιγομένου, εἶδεν ἀκτῖνας φωτὸς ἐκεῖθεν νὰ εἰσδύωσι, κ᾽ εὐθὺς ἓν μαῦρον σῶμα νὰ φράττῃ τὰς ἀκτῖνας ταύτας, κυρτόν, συνεσταλμένον, ἄμορφον, καὶ ἤκουσε τὸν ἀσθενῆ δοῦπον τῆς πτώσεως. Τότε τὸ παράθυρον ἔμεινεν ἀνοικτόν, καὶ εἰς τὰς διπλᾶς διασταυρουμένας ἀκτῖνας τὰς διὰ τῆς θύρας καὶ τοῦ παραθύρου, εἶδε καθαρὰ τὴν γυναῖκα τὴν λεχώ, ἐξαπλωμένην ἐπὶ τῆς κλίνης της.

― Τί τρέχει ἐδῶ; ἐφώναξεν ἔκπληκτος ὁ ἄνθρωπος.

Ἡ λεχώνα ἐξύπνησε, κ᾽ ἐπρόφερε μὲ ἀσθενῆ φωνήν:

― Μάννα, ἐσύ ᾽σαι;… Ἦρθες;

Πηγή του μυθιστορήματος “Η Φόνισσα” – Κεφάλαιον ΙΔ΄: Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών

Λογοτεχνία

Αφήστε ένα σχόλιο