Ολυμπία Θεοδοσίου: “Η ζωή της ευτυχίας“
Διήγημα για τον Λογοτεχνικό Μαραθώνιο: “Το τείχος της ευτυχίας”
Η καρδιά της πρωτεύουσας μια κυψέλη γεμάτη εργάτες που προσπαθούν να επιβιώσουν δουλεύοντας βυθισμένοι στον πυθμένα της μεστής καθημερινότητας. Κάθε πρωί, στοιβάζουν στο δωμάτιο της σκέψης τους υποχρεώσεις, εκείνο κάποιες φορές θερμαίνεται υπερβολικά μέχρι που εκρήγνυται, άλλες πάλι μένει σιωπηλό σαν ένα φοβισμένο ανήλικο παιδί. Ύστερα με μολυβένια βήματα φτάνουν στην ρίζα της τοξικής πηγής, εκεί που γεννιέται ο μόχθος. Για ώρες μένουν απομονωμένοι δεν χαιρετούν τα ψάρια που κολυμπούν έξω από το τυφλό παράθυρό τους, αλλά μπήγουν καρφίτσες στην σάρκα τους για να επαληθεύσουν το θεώρημα της ζωής. Ο χρόνος εχθρός ραπίζει την ύπαρξή τους δεν τους προσφέρει ούτε μια άνοιξη και συνεχώς ξεριζώνει οποιαδήποτε χαρά πάει να ανθίσει στο πρωτόπλαστο σώμα τους. Ο άνθρωπος είναι εγκλωβισμένος σε μια σωφρονιστική αποικία και αναζητά ρινίσματα φωτός, για να ταΐσει τα όνειρά του.
Εάν αναρωτιέστε ποια είμαι εγώ που έγραψα τον παραπάνω αντικατοπτρισμό της σύγχρονης κοινωνίας θα σας απαντήσω αμέσως: “Με λένε ευτυχία”. Χρόνια τώρα προσπαθώ να ενταχθώ στην γραμμική ζωή του ανθρώπου, να του ζωγραφίσω μία καμπύλη στα παγωμένα του χείλη, να του χαρίσω τοπία που στα σπλάχνα τους κρύβουν ουράνια τόξα, να καταστρέψω τον καθρέφτη που του δείχνει συνεχώς μια τρομαγμένη μαριονέτα. Θέλω να γίνω κομμάτι της σάρκας του, όμως εκείνος με αγνοεί από φόβο, γιατί πιστεύει πως είναι ποινικό αδίκημα, εάν είσαι ευτυχισμένος.
Έτσι από την στιγμή που ενηλικιώθηκε έχτισε ένα τείχος ανάμεσά μας, με εξόρισε σε μία γη για να πεθάνω, κι εκείνος έπεισε τον εαυτό του πως η ευτυχία είναι ένας εχθρός επικίνδυνος. Βέβαια, εγώ μπορώ και παρατηρώ τους ανθρώπους εφόσον με θεωρούν αόρατη, και το μόνο πράγμα που βλέπω είναι δυστυχία, την οποία μάλιστα την έχουν τοποθετήσει και σε έναν θρόνο, ο οποίος βρίσκεται στο πιο ψηλό σημείο του ουρανού. Καθημερινά, πίνουν από την βροχή της δυστυχίας και αντί να ξεδιψούν, μία έρημος έχει ριζώσει στην ψυχή τους. Επίσης, οι ανθρώπινοι διάλογοι είναι αφυδατωμένοι έχουν χάσει την υφή τους και βαδίζουν ανάμεσα στην θλίψη και τον φόβο.
“Τί κάνεις;”
“Τρέφομαι με κοφτερές πέτρες”.
Εγώ σαν ευτυχία δεν υπάρχω πουθενά, με έχουν ταπεινώσει με την αδιαφορία τους και επιπλέον θεωρούν την δυστυχία μητέρα όλων των ανθρώπων, εφόσον εκείνη τους αγκαλιάζει και τους προσφωνεί: “Παιδιά μου”.
Κάποτε σ’ ένα μικρό χωριό, κάποιοι ηλικιωμένοι είπαν πως η ευτυχία είναι ένα άπιαστο όνειρο, εγώ τότε θύμωσα, γιατί μπορεί να είμαι ένα συναίσθημα μονάχα, αλλά έχω την ικανότητα να αλλάζω το χρώμα της ζωής από μαύρο σε άσπρο. Φυσικά, δεν θα καταθέσω τα όπλα θα συνεχίσω να παλεύω για την ύπαρξή μου.
Τώρα πρέπει να σας αφήσω με φωνάζουν κάποια παιδιά που κατοικούν σε σκουριασμένα χαλάσματα. Όταν θα με συναντήσετε κάποια στιγμή μέσα στον κύκλο του χρόνου, μιλήστε μου, κι εγώ θα μεταμορφωθώ σε πεταλούδα για να σας οδηγήσω στην κορυφή του ορίζοντα.
Λίγα λόγια για τη Ολυμπία Θεοδοσίου:
Η Ολυμπία Θεοδοσίου είναι δασκάλα ισπανικής γλώσσας. Η πρώτη συλλογή διηγημάτων της με τίτλο “Αξελερέ” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Συρτάρι.
Λίγα λόγια από το ΣημειΩματάριο:
Ο Λογοτεχνικός Μαραθώνιος διοργανώθηκε από το περιοδικό ΣημειΩματάριο με γνώμονα τη διάδοση της λογοτεχνίας και την επίτευξη αλληλεπίδρασης μέσω αυτού του κοινού άξονα, δράση που ουδεμία σχέση έχει με διαγωνισμούς και αμειβόμενες προωθητικές ενέργειες
Το περιοδικό ΣημειΩματάριο έχει θέσει ως όρο για τη συμμετοχή στον Λογοτεχνικό Μαραθώνιο τη σύμπλευση των κειμένων με τους κανόνες περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς και την άρτια επιμέλειά τους. Ως εκ τούτου, δεν φέρει καμία ευθύνη για το περιεχόμενο και την εμφάνιση των κειμένων που θα δημοσιευτούν, αν και θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν για την ταύτισή τους με τους όρους του περιοδικού.
Πηγή φωτογραφίας – βιογραφικού: Ολυμπία Θεοδοσίου
Επιμέλεια παρουσίασης: Άννα Ρω