Μαρία Σωτηροπούλου: “Με λένε Μαρία. Εσένα;“
Ποίημα για τον Λογοτεχνικό Μαραθώνιο: “Το τείχος της ευτυχίας”
… Ήταν ένα απόγευμα.
Λίγο ανοιξιάτικο.
Και τα απογεύματα της άνοιξης είναι μία τέλεια μινιατούρα μιας προοικονομίας που μας τρέφει μαζί με τους κόκκους από το πρωτόγαλα μας.
Όλα πάνε στο μεσημέρι τους.
Όλα πάνε στον πιο φωτεινό ήλιο τους.
Όλοι μας πηγαίνουμε στο σούρουπο.
Δίπλωνα κάτι τελευταίες λέξεις, σιδερωμένες με ατμό.
Άτμιζε ένα καράβι σε μια θάλασσα που δεν έβλεπα.
Μόνο την άκουγα σε ένα ρε μινόρε.
Στο ραδιόφωνο.
Αντίο και σ’ εσένα.
Και σ’ εσένα και σ’ εσένα.
Καλοτάξιδο να είναι το όνειρο που δεν ταξίδεψε.
Δεν ξέρω πως, απρόσεκτα πάτησα τη ζάρα ενός τσαλακωμένου θέλω
Έκαψα την άκρη του δαχτύλου μου.
Το έφερα στο στόμα.
Δεν ξέρω πως.
Από μνήμη.
Συναντώντας ένα σούρουπο που μου αντιστοιχούσε με τον πρώτο μου λυγμό.
Το τραγούδι ανέβαινε προς τα πάνω.
Κι εγώ κουνούσα το μαντήλι μου, κρουστό στους απόηχους των φάλτσων.
Άλλατι στην άκρη του ήχου μου.
Οι εποχές συνέχιζαν να περνάνε πίσω από τα μάτια μου.
Ένας μεγάλος, επιδέξιος σαλτιμπάγκος, διαλαλούσε μία φαντασμαγορική παράσταση.
Πορτοκάλια στα χέρια του οι μέρες.
Δεν ξέρω πως.
Σκέφτηκα μία κλεψύδρα.
Κι επειδή το νερό στερεύει στην πιο κρίσιμη ώρα μας, ήταν γεμισμένη με άμμο.
Η άμμος με μετρούσε.
Ήταν απόγευμα.
Σήκω, μπορείς.
Πιάσε το χέρι μου.
Κι έκανα έτσι κι έπιασα ένα ρεφραίν.
Φτιαγμένο από τις πόρτες που έκλεισα πίσω μου.
Στην αρχή μουρμούριζα αβέβαιη το σκοπό.
Μαζί με έναν γάτο που είδα να απλώνει και τις εφτά ψυχές του στον ήλιο, στην άκρη μίας στέγης.
Φάλτσαρα σε ένα – ρο- μέχρι που το άκουσα να ρέει.
Μετά χτύπησα τα χέρια μου.
Κι εκείνο το καμένο από το θέλω που άτμιζε.
Δίπλα μου στεκόταν ένα τρένο.
Κάπου πήγαινε.
Πάντα τα τρένα κάπου πάνε.
Και πιάσαμε μαζί έναν ρυθμό.
Εννέα όγδοα άμμου, ανακατεμένα με μία άνω τελεία.
Στο τέλος πια, τελείως κυκλωμένη από τα γράμματα της φυγής μου, χόρευα μαζί με τ’ όνομα μου.
Γειά σου κι εσένα.
Κι εσένα.
Κι εσένα.
Πατήματα στον αέρα, πορτοκαλί παιχνίδι, στα χέρια ενός επιδέξιου ακροβάτη.
Τι κάνεις εκεί;
Με ρώτησε κάποιος.
Που κρατούσε μία κιμωλία.
Κι όλοι το ξέρουμε δα πως τα πράγματα πηγαίνοντας στην έκβαση τους, αναλύονται σε σκόνη.
Τίποτα.
Δεν κάνω τίποτα.
Κι ένα μικρό ραδιόφωνο στο άλλο δωμάτιο, έπαιζε το τραγούδι της ζωής μου.
Πήγα προς τον ήχο.
Και τραγούδησα.
Τραγούδησα.
Εφήμερη.
Κι άμμος.
Κι ενώ έξω νύχτωνε, έτρεξα στο παράθυρο.
Καλημέρα φώναξα, με την πιο παιδική φωνή μου.
Καλημέρα.
Σ’ εσένα.
Και σ’ εσένα.
Και σ’ εσένα.
Θες να χορέψουμε τα ονόματα μας;
Λίγα λόγια για τη Μαρία Σωτηροπούλου:
Γεννημένη φθινόπωρο αλλά η καρδιά μου ανήκει στο καλοκαίρι. Μπορώ να στερηθώ τα απαραίτητα αλλά όχι τα ποιήματα.
Κι ηθοποιός δεν σημαίνει φως. Σημαίνει μεγεθυντικός φακός στο σκοτάδι. Στον ελεύθερο χρόνο μου, εμπορεύομαι μήλα για τον επιούσιο
Λίγα λόγια από το ΣημειΩματάριο:
Ο Λογοτεχνικός Μαραθώνιος διοργανώθηκε από το περιοδικό ΣημειΩματάριο με γνώμονα τη διάδοση της λογοτεχνίας και την επίτευξη αλληλεπίδρασης μέσω αυτού του κοινού άξονα, δράση που ουδεμία σχέση έχει με διαγωνισμούς και αμειβόμενες προωθητικές ενέργειες
Το περιοδικό ΣημειΩματάριο έχει θέσει ως όρο για τη συμμετοχή στον Λογοτεχνικό Μαραθώνιο τη σύμπλευση των κειμένων με τους κανόνες περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς και την άρτια επιμέλειά τους. Ως εκ τούτου, δεν φέρει καμία ευθύνη για το περιεχόμενο και την εμφάνιση των κειμένων που θα δημοσιευτούν, αν και θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν για την ταύτισή τους με τους όρους του περιοδικού.
Πηγή φωτογραφίας – βιογραφικού: Μ. Σωτηροπούλου
Επιμέλεια παρουσίασης: Άννα Ρω