Ἡ Φόνισσα- Κεφάλαιον ΣΤ´(1903)- Κοινωνικόν Μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Ἀφοῦ ἡ Ἀμέρσα εἶχε χάσει τὸν ὕπνον της, μετὰ τὴν ἐπάνοδον ἐκ τῆς οἰκίας τῆς λεχώνας καὶ εἶχε πλαγιάσει πάλιν, χωρὶς νὰ κοιμηθῇ, εἰς τὸ πλάγι τῆς μικρᾶς ἀδελφῆς της, ἐπὶ μακρὸν ἐξηκολούθησε νὰ σκέπτεται καὶ πάλιν τὸν ἀδελφόν της, τὸν δυστυχῆ καὶ ἔνοχον ἐκεῖνον. Ἔκτοτε, μετὰ τὸ πήδημα ἀπὸ τῆς κλαβανῆς καὶ τὴν ἀπόδρασίν του, δὲν τὸν εἶχεν ἰδεῖ πλέον. Οἱ χωροφύλακες τὸν κατεζήτουν ἐπὶ ἡμέρας, ἀλλ᾽ οὐδαμοῦ τὸν εὗρον.
Εὐθὺς τότε μετὰ τὰς ἐρωτήσεις τῶν χωροφυλάκων, εἰς τὰς ὁποίας ἀπήντησεν ὅπως ἀπήντησεν ἡ Ἀμέρσα, ἅμα ἔφθασεν ἡ μήτηρ εἰς τὴν οἰκίαν, ηὗρε τὴν κόρην τυλιγμένην εἰς τὸ πάπλωμα, κάτω νεύουσαν, καὶ πολὺ χλωμὴν ἐκ τῆς λιποθυμίας τὴν ὁποίαν εἶχε φέρει ἡ ροὴ τοῦ αἵματος.
Εἰς τὴν ἐρώτησιν τοῦ ἑνὸς χωροφύλακος, ἐκείνου τὸν ὁποῖον εἶχεν ἀνατρέψει φεύγων ὁ Μοῦρος, «γερόντισσα ποῦ εἶν᾽ ὁ γυιόκας σου», δὲν εἶχεν ἀπαντήσει ἡ Φραγκογιαννού. Ἀλλ᾽ ὁ ἄλλος, ὅστις ἐφαίνετο ἀνθρωπινώτερος, μὲ ἤρεμον τόνον εἶπε:
― Κοίταξε κυρά, τί ἔχ᾽ ἡ κόρη σου. Μᾶς λέει πὼς εἶναι ἄρρωστη.
―Ἄρρωστη εἶναι! πῶς νὰ μὴν εἶναι! ἀπήντησε μεθ᾽ ἑτοιμότητος ἡ Φραγκογιαννού. Ἐπῆρε φρίξη* ἀπ᾽ τὰ καμώματα ἐκεινοῦ τοῦ προκομμένου, τοῦ γυιοῦ μου… Κοιτάξετε, παιδιά!… ἀνίσως τὸν πιάσετε, νὰ μὴν τὸν τυραγνήσετε πολύ…
― Τὸν εἶδες πουθενὰ νὰ τρέχῃ; Κατὰ ποῦ ἔκαμε;
― Τὸν εἶδ᾽ ἀπ᾽ ἀλάργα!… Ἔκαμε κατὰ τὰ Πηγάδια, πέρα στ᾽ Ἁλώνια.
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐψεύδετο διπλᾶ. Δὲν εἶχεν ἰδεῖ τὸν Μοῦρον, ἀλλ᾽ ἦτο βεβαία ὅτι αὐτὸς θὰ ἐτράπη κατὰ τὴν διεύθυνσιν τὴν ἀντίθετον ἧς αὐτὴ ἔλεγε, κατὰ τὰ Κοτρώνια, ἄνωθεν τῆς οἰκίας, πρὸς ἀνατολάς, ἐκεῖ ὅπου ἦτον μαθημένος ἀπ᾽ τὰ μικρά του χρόνια νὰ κυνηγᾷ τὶς κουκουβάγιες.
Οἱ δύο ἄνδρες ἀπῆλθον δρομαῖοι. Ὁ εἷς, φεύγων, ἔρριψε τελευταῖον φιλύποπτον βλέμμα ὀπίσω διὰ τῆς ἡμιανοικτῆς θύρας.
Ἡ Χαδούλα ἔκλεισε τὴν θύραν. Συγχρόνως δὲ ἤνοιξε τὸ παράθυρον.
― Μ᾽ ἐμαχαίρωσε, μάννα! ἐστέναξε μετὰ πόνων ἡ Ἀμέρσα, αἰσθανθεῖσα τὸ ρεῦμα τοῦ ἀέρος τὸ εἰσρεῦσαν διὰ τοῦ ἀνοιχθέντος παραθύρου πλησίον της, καὶ συνελθοῦσα ἐκ τῆς λιποθυμίας.
Συγχρόνως δὲ ἀπέρριψε τὸ πάπλωμα, κ᾽ ἐφάνη αἱματωμένη ἡ φανέλα τὴν ὁποίαν ἐφόρει ἔξωθεν τοῦ ὑποκαμίσου.
―Ὤ! ἄχ! ὁ φονιάς!… ὁ Θεὸς κ᾽ ἡ γῆς νὰ τὸν εὕρῃ! κατηράσθη ἰδοῦσα τὸ αἷμα ἡ μάννα της.
Καὶ ἄρχισε νὰ ψαύῃ τὴν κόρην, καὶ νὰ ζητῇ νὰ σταματήσῃ τὸ αἷμα, καὶ νὰ ἐπιδέσῃ τὴν πληγήν. Ἀφῄρεσε τὴν φανέλαν, ἐξέσυρε τὴν χειρῖδα τοῦ ὑποκαμίσου, κ᾽ ἐφάνη ὁ δεξιὸς βραχίων τῆς Ἀμέρσας, ἰσχνὸς καὶ ὕπωχρος ἀλλὰ καλοδεμένος καὶ νευρώδης.
Τὸ τραῦμα ἦτο μᾶλλον ἐπιπόλαιον, ἀλλ᾽ οὐχ ἧττον τὸ αἷμα ἔρρεε. Ἡ Χαδούλα μετεχειρίσθη ὅ,τι ἴσχαιμον ἐγνώριζεν, ἴσως τὸν «αἱματοστάτην»* ἂν εἶχε, κ᾽ ἐπέδεσε τὴν πληγήν. Μετ᾽ ὀλίγον ἔπαυσε τὸ αἷμα.
Ἡ Ἀμέρσα εἶχεν ἀδυνατήσει ὁπωσοῦν, ἀλλ᾽ ἦτο ἰσχυρά, θαρραλέα, καὶ δὲν ἐφοβεῖτο. Πράγματι μετ᾽ ὀλίγας ἡμέρας, χάρις εἰς τὰς φροντίδας τῆς μητρός της, ἐπουλώθη τὸ τραῦμα.
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ποτὲ δὲν θὰ ἐκάλει τὸν ἰατρόν. Δὲν ἤθελε νὰ γνωσθῇ ὅτι ὁ υἱός της εἶχε μαχαιρώσει τὴν ἀδελφήν του. Εἰς ὅλας τὰς καλοθελητρίας μεταξὺ τῶν γειτονισσῶν, ὅσαι τὴν ἠρώτων, πότε μετὰ προσποιητῆς ἀγανακτήσεως, πότε μετὰ γέλωτος βεβιασμένου, διέψευσεν ὅτι ὁ Μοῦρος εἶχε τραυματίσει τὴν κόρην της. Ἐνδιεφέρετο πρὸ πάντων νὰ μάθῃ ἂν ὁ Μιχάλης θὰ ἐγλύτωνεν ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν χωροφυλάκων, καὶ ἂς ἐπήγαινεν εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ!
Τῷ ὄντι, μετ᾽ ὀλίγας ἡμέρας ἐβεβαιώθη ὅτι ὁ υἱός της ἐμβαρκάρησε κρυφὰ τὴν νύκτα, μὲ ἓν πλοῖον, ὡς ναύτης, κ᾽ ἔφυγεν ἀπὸ τὴν νῆσον. Ὁ γραμματεὺς τοῦ Λιμεναρχείου ἦτον βολικὸς καὶ καλοπροαίρετος ἄνθρωπος, καὶ δὲν ἐδίστασε νὰ τὸν ναυτολογήσῃ. Ἦτο δὲ τότε ὁ Μοῦρος σχεδὸν εἰκοσαέτης, ἡ δὲ Ἀμέρσα ἦτο μόλις δεκαεπτὰ ἐτῶν.
Παρῆλθε χρόνος ἑωσότου ἡ οἰκογένεια λάβῃ εἰδήσεις περὶ τοῦ φυγάδος. Τέλος, μετὰ ἔτος καὶ πλέον, ἠκούσθη μία ἀόριστος φήμη, ὅτι ὁ Μῶρος διέπραξε φόνον ἐντὸς τοῦ πλοίου, μὲ τὸ ὁποῖον ἀρμένιζε. Αἱ ἀδελφαί του, ὅταν τὸ ἤκουσαν, εἰς τὸν κόσμον εἶπαν ὅτι δὲν ἠξεύρουν τίποτε, καὶ ὁλοψύχως ηὔχοντο νὰ ἦτο ψευδὴς ἡ φήμη. Ἀλλ᾽ ἡ μήτηρ ἐνδομύχως ἐπίστευεν εἰς τὸ ἀληθὲς τῆς εἰδήσεως.
Ὀλίγας ἡμέρας ὕστερον, ἔλαβον ἐπιστολὴν φέρουσαν τὴν ταχυδρομικὴν σφραγῖδα Χαλκίδος. Ὁ Μιχάλης ἔγραφεν ἀπὸ τῶν εἱρκτῶν τῆς πόλεως ἐκείνης. Κατὰ σχῆμα πρωθύστερον, ἐξετραγῴδει ἐν πρώτοις τὰ βάσανά του καὶ τὰ πάθη του εἰς τὰ βουδρούμια τοῦ βενετικοῦ φρουρίου. Εἶτα, μετὰ συντριβῆς καρδίας, ἀλλὰ μὲ διφορουμένας φράσεις καὶ οἱονεὶ μεταξὺ τῶν γραμμῶν, ἐξωμολογεῖτο ὅτι ἴσως νὰ ἐφόνευσε πράγματι τὸν ἄνθρωπον, τὸν γερο-Πορταΐτην, τὸν λοστρόμον τοῦ πλοίου, ἀλλὰ χωρὶς καλὰ νὰ τὸ ἐννοήσῃ, καὶ χωρὶς νὰ θέλῃ. (Πράγματι, δὲν θὰ ἤθελε νὰ τὸν εἶχε φονεύσει). Ὁ ἐχθρὸς τὸν ἔβαλεν, αὐτὸς δὲν ἔπταιε τίποτε, τὸ φονικὸ ἔγινε στὸν καυγὰν ἐπάνω. Αὐτὸς εἶχεν εὑρεθῆ «εἰς βρασμὸν ψυχῆς». Ἀπεδείχθη μάλιστα ὅτι ἡ μάχαιρα ἦτον «τοῦ παθόν». Ἴσως νὰ εἶχεν ἀποσπάσει, ἀλλὰ δὲν ἐνθυμεῖτο πῶς, τὴν μάχαιραν ἀπὸ τὴν μέσην τοῦ θύματος. Αὐτὸς ἐπίστευεν ὅτι τοῦ τὴν εἶχεν ἁρπάσει μᾶλλον ἀπὸ τὴν χεῖρα.
Εἶτα καὶ πάλιν ἐπανήρχετο εἰς τὰ βάσανά του, ὅσα ὑπέφερε δύο μῆνας τώρα, εἰς τὰς φυλακάς. Ἀκολούθως ἐπεκαλεῖτο τὴν φιλοστοργίαν τῆς μητρός του, καὶ τὴν ἐξώρκιζε «νὰ σηκωθῇ, ―τὸ δίχως ἄλλο― νὰ πάῃ νὰ βρῇ τὴν Πορταΐτινα», τὴν χήραν τοῦ φονευθέντος καὶ τὴν θυγατέρα του, καὶ νὰ τὰς παρακαλέσῃ μετὰ δακρύων, «νὰ κάμῃ νόμο-τρόπο»* νὰ τὰς καταφέρῃ ὅπως αἱ ἴδιαι ζητήσουν τὴν ἀθώωσιν τοῦ φονέως!
«Νὰ σηκωθῇς, μάννα, νὰ μπαρκάρῃς, νὰ πᾷς πέρα, στὴν Πλατάνα, νὰ τὴν περικαλέσῃς, τὴν Πορταΐτινα, ὡς καθὼς καὶ τὴν κόρη της, τὴν Καρίκλεια, νὰ τὶς καταφέρῃς νὰ ζητήσουν νὰ βγῶ ἀθῷος, κ᾽ ἐγὼ νὰ γίνω παιδί τους, νὰ πάρω καὶ τὴν Καρίκλεια γυναῖκά μου, χωρὶς προῖκα, καὶ νὰ ζήσουμε καλὰ κι ἀγαπημένα ὅλοι μας… Καὶ νὰ δοῦν πῶς ἐγὼ θὰ τὴν ἀγαπῶ, τὴν Καρίκλεια, καὶ πῶς θὰ τὴν ἔχω τὴν πεθερά μου, νὰ δουλεύω σὰ σκλάβος νὰ τὶς ζῳοθρέφω, μὲ πολλὰ καλά, γιατὶ ἐγὼ εἶμαι ἄξιος καὶ μπορῶ νὰ βγάλω λεπτά…» Περαίνων ὁ φονεύς, ἐπανήρχετο ἐκ τρίτου εἰς τὰ βάσανά του, καὶ ὑπέσχετο ὅτι, ἅμα ἐξέλθῃ τῶν φυλακῶν, θὰ φέρῃ πολλὰ ὡραῖα πράγματα καὶ στολίδια, διὰ νὰ προικίσῃ τὰς δύο ἀδελφάς του, ἀκόμη καὶ κοῦκλες καὶ παιγνίδια διὰ τὰ μικρὰ κοράσια τῆς μεγάλης ἀδελφῆς του, τῆς Δελχαρῶς.
Λοιπὸν δὲν εἶναι παράδοξον ἂν ἡ Φραγκογιαννοὺ δὲν ἐδίστασεν. Ἐχρεώθη ὀλίγα χρήματα, δοῦσα ἐνέχυρον ὅ,τι ἀσημικὸν εἶχε, κ᾽ ἐμβαρκάρισε, κ᾽ ἐπέρασε πέρα εἰς τὴν ἀντικρινὴν νῆσον, εἰς τὸ χωρίον Πλατάναν, κ᾽ ἐπῆγε νὰ εὕρῃ τὴν Πορταΐταιναν. Ἀλλὰ παράδοξον εἶναι ὅτι, μὲ τὴν εὐγλωττίαν της τὴν περιπαθῆ, μὲ τὴν στωμυλίαν της τὴν γυναικείαν, μὲ τὰ χίλια ψεύματα ὅσα ἤξευρεν ―ἦτο δὲ τότε ἡ Φραγκογιαννοὺ 55 ἐτῶν, ἀλλ᾽ ἀκμαία γυνὴ καὶ μὲ ζωηροὺς χαρακτῆρας― κατώρθωσε νὰ πείσῃ τὴν γραῖαν, τὴν χήραν τοῦ φονευθέντος (σημειώσατε ὅτι ἡ μήτηρ καὶ ἡ κόρη ἔδωκαν καὶ ξενίαν ἀκόμη εἰς τὴν μητέρα τοῦ φονέως), νὰ τὴν πείσῃ, λέγω, καταβάλλουσα τὰ ἔξοδα τοῦ ταξιδίου αὐτή, ν᾽ ἀπέλθωσιν ὁμοῦ εἰς τὴν Χαλκίδα, μὲ σκοπὸν νὰ ἐνεργήσωσιν ἀπὸ κοινοῦ πλησίον τῆς Εἰσαγγελίας, τοῦ Δικαστηρίου καὶ τῶν Ἐνόρκων ὑπὲρ τῆς ἀπαλλαγῆς ἢ τῆς ἀθῳώσεως τοῦ ὑποδίκου. Ὅσον ἀφορᾷ τὴν κόρην, «τὴν Καρίκλειαν», αὕτη ἐδήλωσεν ὅτι ἐκδίκησιν δὲν ἐπιζητεῖ, ἐπειδὴ «ὁ πατέρας της δὲν ἔρχεται πίσω», μόνον ποτὲ δὲν θὰ θελήσῃ τὸν φονέα ὡς ἄνδρα της· προτιμᾷ νὰ μένῃ ἀνύπανδρη εἰς τὸν αἰῶνα.
Ἐπῆγαν ὁμοῦ, αἱ δύο γραῖαι, κ᾽ ἔμειναν εἰς Χαλκίδα τρεῖς μῆνας, κατοικοῦσαι εἰς τρώγλην, εἰς ἕνα τουρκόσπιτον ― κοντὰ εἰς τὰ Ἑβραίικα, παρὰ τὴν Ἄνω Πύλην τοῦ φρουρίου. Καὶ καθημερινῶς ἡ Χαδούλα ἐπήγαινεν εἰς τὰς εἱρκτάς, τὰς πρωινὰς ὥρας, κατὰ τὴν ἔξοδον τῶν φυλακισμένων, συνοδευομένη συνήθως ἀπὸ τὴν Πορταΐταιναν, ἥτις ὅμως ἐκάθητο ἀντικρὺ τῆς εἱρκτῆς κ᾽ ἐπερίμενε, μὴ θέλουσα νὰ ἴδῃ κατὰ πρόσωπον τὸν φονέα. Διερχόμεναι ἔξω ἀπὸ τὸν μέγαν καὶ ἄκομψον παλαιὸν ναὸν τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ἔκαμναν τὸν σταυρόν των, καὶ ἡ μήτηρ ἔφερεν εἰς τὸν ὑπόδικον σιμίθια καὶ σῦκα καὶ σαρδέλες, καὶ καπνὸν διὰ τὴν πίπαν του. Καὶ μέσα εἰς τὴν βαθεῖαν τσέπην τοῦ φουστανιοῦ της, κρυφά, εἶχε χωμένην μικρὰν φιαλίδα μὲ ρώμι ἢ ρακί, πρὸς παρηγορίαν τοῦ φυλακισμένου.
Ἀλλὰ δὶς ἢ τρὶς τῆς ἑβδομάδος διὰ τῆς Ἄνω Πύλης τοῦ φρουρίου ἐξήρχοντο κ᾽ ἔβλεπαν κρεμάμενα ἐκεῖ, εἰς τὸν σκοτεινὸν πυλῶνα, τὴν κνήμην τοῦ «Ἕλληνος γίγαντος», καὶ τὸ «τσαρούχι του», τεραστίου μεγέθους, ἐπιφυλαττόμεναι, ὅταν θὰ ἐπανέκαμπτον μὲ τὸ καλὸν εἰς τὴν πατρίδα, νὰ διηγῶνται κ᾽ αἱ δύο τὸ πρᾶγμα εἰς τὰ ἐγγόνια των. Εἶτα διηυθύνοντο κατὰ τὴν συνοικίαν Σουβάλαν, ἢ κατὰ τὸν Ἅγιον Δημήτριον, κ᾽ ἐπεσκέπτοντο τὸν Εἰσαγγελέα, ὅστις διὰ τοῦ γραφέως του τὰς ἀπεδίωκε, καὶ τοὺς δικαστάς, οἵτινες ἐνίοτε κατεδέχοντο νὰ γελῶσι μαζί των.
Τέλος ὅταν ὡρίσθη ἡ δίκη, ἐζήτησαν νὰ πλησιάσουν τοὺς ἐνόρκους, οἵτινες εἶχον ἔλθει, ἄλλοι φουστανελάδες, ἀπὸ τὰ ὀρεινὰ χωρία, ἄλλοι βρακάδες, ἀπὸ τὰς νήσους καὶ τὰ παραθαλάσσια. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ὑπέσχετο χίλιων λογιῶν δῶρα εἰς ὅλους, καὶ θὰ ἦτον ἱκανὴ νὰ τὰ δώσῃ, ἂν εἶχε· μοσχᾶτα κρασιά, ὡραῖα λάδια «κεχριμπάρι», ἀστακοουρές, παστὰ κεφαλόπουλα, αὐγοτάραχα, ξεροχτάποδα, ἐκλεκτὰ σῦκα, καὶ πᾶν ὅ,τι ἠδύνατο νὰ παράγῃ ἡ νῆσός της.
Εἰς ἕνα τῶν ἐνόρκων, ἄνθρωπον κίτρινον καὶ βήχοντα, ὅστις ἐφαίνετο νὰ πάσχῃ, ὑπεσχέθη αὐτὴ νὰ τὸν ἰατρεύσῃ, μ᾽ ἕνα μαντζούνι ποὺ ἤξευρεν. Ὅλ᾽ αὐτὰ δὲν ἴσχυσαν, καὶ ὁ φονεὺς κατεδικάσθη εἰς εἰκοσαετῆ δεσμά. Ἐναυάγησαν ὅλα τὰ σχέδια, ὡς καὶ αὐτὴ ἡ συμπεθεριὰ μεταξὺ τῆς μητρὸς τοῦ φονέως καὶ τῆς χήρας τοῦ θύματος.
Τώρα ἀνάγκη ἦτο νὰ ἐπιστρέψωσιν εἰς τὴν πατρίδα, ἀλλὰ τὰ ὀλίγα χρήματά των εἶχον ἐξαντληθῆ, καὶ ὅσα εἶχον κομίσει μεθ᾽ ἑαυτῶν καὶ ὅσα εἶχε στείλει ἐν τῷ μεταξὺ ἡ Ἀμέρσα ξενοδουλεύουσα καὶ ὑφαίνουσα εἰς τὴν πατρίδα. Ἀφοῦ ἡ Φραγκογιαννοὺ μάτην παρεκάλεσεν ὅσα πλοῖα ἔβλεπεν ἑτοιμαζόμενα νὰ πλεύσωσι πρὸς τὸν Μαλιακὸν κόλπον ἢ πρὸς τὴν Ἱστιαίαν, νὰ παραλάβωσιν τοὐλάχιστον τὴν Πορταΐταιναν, ὡς γεροντοτέραν καὶ ἀσθενεστέραν ―αὐτὴ διὰ τὸν ἑαυτόν της εἶχε τὸ σχέδιόν της― ὅταν εἶδεν ὅτι οἱ διάφοροι κυβερνῆται ἀπῄτουν ὄχι μόνον τὸν ναῦλον, ἀλλὰ νὰ ἔχῃ καὶ τρόφιμα ἡ ἐπιβάτις, καὶ ἂν τὴν ἄφηναν εἰς τὴν Στυλίδα ἢ τοὺς Ὠρεούς, ἂς κάμῃ καλὰ νὰ εὕρῃ πλοῖον διὰ τὴν πατρίδα της ― ἐξεμυστηρεύθη τὸ σχέδιόν της εἰς τὴν Πορταΐταιναν.
―Ἐγώ, εἶπεν, εἶμαι ἱκανὴ νὰ πάω στεριά, μὲ τὰ ποδάρια μου, ἀποδῶ ὣς τὴν Ἁγίαν Ἄννα ―λένε πὼς εἶναι δυὸ μέρες δρόμος― κ᾽ ἐκεῖ θὰ βροῦμε τὸ ταχύπλο, τὸ δικό μας ποὺ θὰ μᾶς γνωρίσῃ ὁ καπετὰν Πετσερέλος, ὁ ταχυδρόμος, καὶ θὰ μᾶς πάρῃ. Τὰ ἔξοδά μου στὸ δρόμο θὰ τὰ οἰκονομήσω μαζεύοντας βότανα, χορτάρια, κι ἀγριολάχανα, κι ὅποια χριστιανὴ βρῶ κ᾽ ἔχῃ τὸ παιδί της ἄρρωστο, ἢ τὸν ἄνδρα της, θὰ τῆς κάμω ψευτογιατρικὰ νὰ βοηθήσω τὸν ἄνθρωπό της, νὰ τὴν ὑποχρεώσω… Μπορεῖς ἐσύ; Βαστοῦν τὰ κότσια σου;
― Τί θὰ κάμω; μπορῶ, δὲν μπορῶ, ἀπήντησεν ἡ Πορταΐταινα. Καλύτερα νὰ πᾶμε συντροφιά, ὅπως ἤρθαμε.
Κ᾽ ἐξεκίνησαν. Ἡ Χαδούλα ἔκαμεν ὅπως εἶπε, μόνον πὼς ἀργοπόρησαν περισσότερον εἰς τὸν δρόμον, ἕνεκα τῆς βραδυποδίας τῆς Πορταΐταινας. Κ᾽ ἐπέτυχε μάλιστα ὑπὲρ τὰς ἐλπίδας της. Ὅταν, μετὰ μίαν ἑβδομάδα, ἔφθασεν εἰς τὴν πατρίδα, εἶχε καὶ περίσσευμα ἀπὸ τὴν ἐπιχείρησιν. Ἔφερεν εἰς τὴν οἰκίαν της, ἐξ ὅσων τῆς ἔδιδον δι᾽ ἀμοιβὴν τῶν ἐκδουλεύσεών της, ἕνα σάκκον μὲ σῖτον, ὡς μίαν ὀκὰν τυρίου, δύο ὄρνιθας, ἕνα μάλλινο χράμι, τὸ ὁποῖον τῆς ἐχάρισαν, καὶ ὀλίγας δραχμὰς μετρητά. Ἐκ τούτων ἐπλήρωσε γενναιοφρόνως καὶ τὸν ναῦλον τῆς Πορταΐταινας, διὰ νὰ ὑπάγῃ κι αὐτὴ εἰς τὴν ἑστίαν της.
Ὅλα ταῦτα τὰ ἐνθυμεῖτο καλῶς ἡ Ἀμέρσα, ἐπειδὴ ἡ μάννα της δὲν εἶχε παύσει νὰ τὰ διηγῆται ἔκτοτε. Τώρα, εἶχον παρέλθει δώδεκα ἔτη, ὁ ἀδελφός της εὑρίσκετο ἀκόμη εἰς τὰς φυλακάς, ὁ πατήρ της πρὸ πολλοῦ εἶχεν ἀποθάνει, ὁ Σταθαρὸς κι ὁ Γιαλὴς δὲν ἐπανῆλθον ποτὲ ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν, ὁ μικρὸς ὁ Γιωργάκης κ᾽ ἐκεῖνος εἶχε πάρει μεγάλα πέλαγα, ἡ Κρινιὼ κι αὐτὴ εἶχε μεγαλώσει, ἡ Δελχαρὼ εἶχε γεννήσει καὶ πάλιν κόρην, κι αὐτή, ἡ Ἀμέρσα, εἶχε μείνει γεροντοκόρη.
Πηγή του μυθιστορήματος “Η Φόνισσα” – Κεφάλαιον ΣΤ΄: Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών